Επιστροφή για τη στήλη που δύο συντάκτες γράφουν για δίσκους που έχουν προκαλέσει «διφορούμενα» συναισθήματα στην πορεία των ετών. Στην περίπτωσή μας, για το “Eclipse” του Yngwie Malmsteen, ο Δημήτρης Τσέλλος το υπερασπίζεται, ενώ ο Σάκης Φράγκος δεν έχει να πει και πάρα πολλά θετικά…
Πολύ μου αρέσει που θα υπερασπιστώ αυτόν εδώ τον δίσκο. Αλήθεια. Και δεν μου αρέσει επειδή θέλω να μπω στη μύτη του αρχισυντάκτη μου, στον οποίο δεν αρέσει, άλλωστε δεν κάνουμε κάποιου είδους κόντρα. Ήθελα να πω δυο καλά λόγια, γιατί όντως τον θεωρώ ως μια καταπληκτική και άκρως υποτιμημένη δουλειά, που τρώει «λέζα» αδίκως και χωρίς λόγο. Καταρχάς, ξεκινάμε από κάτι που θεωρώ ως δεδομένο, θέσφατο, δόγμα. Ο YJM, από το ντεμπούτο ως και το “Alchemy”, δεν έχει φρένα. Για κάποια από τα μετέπειτα albums μπορούμε να κάνουμε ωραίες συζητήσεις όχι για το αν, αλλά για το πόσο έριξε ταχύτητες, τις μετά το 2010 μπούρδες που κυκλοφορεί κάθε χρόνο τις γνωρίζουμε, αλλά ως το 2000 δεν είχε αντίπαλο στον χώρο του. Βασικά… είναι ο χώρος του. Και το “Eclipse” κυκλοφόρησε το 1990. Got it? Πάμε να το κάνουμε «πενηνταράκια», στα γρήγορα. Τί του λείπει, για να θεωρηθεί «λειψό»; Τίποτα. Ας ξεκινήσουμε από το ότι ο YJM έχει δίπλα του μια all-star ομάδα, όχι κατ’ όνομα, αλλά κατ’ ουσίαν:
Δεν έχει Soto/Boals, έχει όμως Goran Edman. Έχει Mats Olausson (R.I.P) στα πλήκτρα και στα β’ φωνητικά, που έκανε εδώ το ντεμπούτο του και έμεινε στο πόστο 19 ολόκληρα χρόνια. Πόσο τυχαίο μπορεί να είναι αυτό, όταν μιλάμε για τον Malmsteen με τις αναρίθμητες παραξενιές; Διόλου. Έχει τον ικανότατο Michael von Knorring στα τύμπανα και προσοχή, θα το πω, έχει τον καλύτερο ΜΟΥΣΙΚΟ που πέρασε ποτέ από τις τάξεις του group, τον Svante Henrysson που τόσο εδώ, όσο και στο “Fire & Ice” που ακολούθησε, το μπάσο το δένει κόμπο. Τώρα θα που πεις, αν ρωτήσουμε 100 μεταλλάδες ποιος είναι αυτός ο τύπος που παίζει μπάσο, κοντραμπάσο, cello, τραγουδάει, ήταν βραβευμένο μέλος της Συμφωνικής Ορχήστρας του Oslo, έχει συνεργαστεί με έναν σωρό καταξιωμένους jazz μουσικούς και έχει γράψει ο ίδιος καμιά 50αριά έργα συμφωνικά/χορωδιακά και Μουσικής Δωματίου, οι 97 θα ανασηκώσουν τους ώμους. Ε, μπορεί κάποιοι από αυτούς να πουν «α, ναι μωρέ, τον ξέρω αυτόν!», όταν η συζήτηση πάει στους rock/metal δίσκους όπου έχει συμμετοχή, ως guest.
Συνάμα με την καταπληκτική του «ομάδα», ο YJM είναι σε τεράστια φόρμα τόσο παικτικά, απέχοντας ακόμη από την εποχή της στείρας επανάληψης και της κούρασης, όσο και συνθετικά. Έβαλε κάτω τις blues, Hendrix, Van Halen, Blackmore και baroque επιρροές του, τις ένωσε όπως μόνον εκείνος ήξερε τότε, έγραψε από απίστευτα επικά κομμάτια μέχρι το ομορφότερο εμπορικό hard rock, φόρεσε τα πιο φανταχτερά του ρούχα και θριάμβευσε για ακόμη μια φορά. Ο Malmsteen του “Eclipse” είναι ακόμη ο εμπνευσμένος μάγος της εξάχορδης θεάς, όχι το εγωπαθές κακέκτυπο του «σήμερα». Στο κάτω-κάτω της γραφής, για να μιλήσουμε πιο συγκεκριμένα, album που περιέχει κομμάτια όπως “Making love”, “Bedroom eyes”, “Motherless child”, “Devil In disguise”, “Judas”, “Demon driver” και “See you in Hell (Don’t be late)”, γίνεται να μην είναι κορυφαίο; Για μένα, δε γίνεται. Εσύ τι λες;
Δημήτρης Τσέλλος
Όλως περιέργως, σ’ αυτήν εδώ τη στήλη, έχω κληθεί να κάνω τον «κακό» σε όσα άλμπουμ έχω γράψει. Το ίδιο θα κάνω και με το “Eclipse” του Yngwie Malmsteen. Χωρίς RISING FORCE, ύστερα από τέσσερα άλμπουμ, τους έδιωξε όλους (τι περίεργο, αλήθεια!!!) και παίρνοντας τέταρτο τραγουδιστή σε ισάριθμα άλμπουμ, τον Goran Edman, έβγαλε ένα δίσκο που ήθελε –όπως φαίνεται- απεγνωσμένα, να γνωρίσει εμπορική επιτυχία.
Σόλο καλλιτέχνης, λοιπόν (το όνομα, βλέπετε, που λέγαμε), προσπάθησε να αφήσει στην άκρη το νεοκλασικό στοιχείο, στο όνομα των πιο pop μελωδιών, των πιο ευκολοάκουστων κομματιών, της πιο …cheesy φάσης. Αυτό για εμένα, είναι το πιο κλασικό λάθος που κάνουν τέτοιου είδους καλλιτέχνες. Αφήνουν στην άκρη τα στοιχεία στα οποία είναι καλοί, για να κάνουν εμπορική επιτυχία, με τη συνταγή άλλων. Ο Malmsteen, θεώρησε ότι θα μπορούσε να εκτοξευθεί παίζοντας πιο εμπορική μουσική, αλλά αυτό τελικά γύρισε boomerang.
Είχα κάνει πολλή κουβέντα με τον Joe Lynn Turner για όλη τη νοοτροπία του Yngwie, τον οποίο δεν λατρεύω μόνο τους πρώτους δίσκους του, αλλά και πολλούς ύστερους, προτού τον πάρει η κατηφόρα με σπασμένα φρένα. Συγνώμη, δηλαδή, όμως, όταν ακούω τραγούδια σαν το “Judas” (ΓΙΑ ΟΝΟΜΑ), “What do you want” και τα ρέστα, δεν αντέχω… Ο δίσκος άνοιγε με το “Making love”, για παράδειγμα. Προσπάθησα από την πρώτη στιγμή να μην ακούω τους στίχους γεμάτους …σάλιο… Επικεντρώθηκα στη μουσική. Απλά μέτριο opener (και χωρίς να σκέφτομαι τους στίχους και να μου έρχεται αναγούλα). “Bedroom eyes”. Μιλάμε για γκανιάν. “Making love” και “Bedroom eyes” στην αρχή του δίσκου… Ομολογώ ότι βρίσκω ενδιαφέρον το σχετικά funky/groovy θέμα του, που δεν μας είχε δώσει δείγματα μέχρι τότε. Αλλά ως εκεί. Μην τρελαθούμε. “Save our love” για τη συνέχεια. Τρίτη στο tracklisting η μπαλάντα. Χαριστική βολή.
Για να μην πολυλογώ, το “Motherless child” και το “Devil in disguise” που ακολουθούν, είναι τα αγαπημένα μου, μαζί με το ομώνυμο instrumental που κλείνει το άλμπουμ. Βρίσκω τον ήχο των ντραμς απίστευτα «λεπτό» και χωρίς κανένα όγκο, έχω ένα θέμα με τον ήχο των πλήκτρων του ΤΕΡΑΣΤΙΟΥ Mats Olauson (προσοχή, τον ήχο, όχι το παίξιμο) αφού θα ταίριαζε σε «πλάτες» κάποιου hair metal σχήματος, ενώ και τα φωνητικά του Edman, τον οποίο εκτιμώ πολύ σε γενικές γραμμές, νομίζω ότι είναι πιο pop απ’ ότι θα ήθελα. Για παράδειγμα, στο “Fire & ice” που ακολούθησε, ήταν πολύ πιο ταιριαστά.
Από εκείνα τα χρόνια που βγήκε, έχοντας παρακολουθήσει τον Malmsteen real time από το “Trilogy” και μετά, ποτέ δεν «χώνεψα» το “Eclipse”, θεωρώντας το μακράν πιο αδύναμο δίσκο της καριέρας του μέχρι και το “Facing the animal” του 1997. Όλοι οι υπόλοιποι δίσκοι του, είναι έτη φωτός μπροστά.
Σάκης Φράγκος