«Πόσα αντίτυπα έχει πουλήσει το συγκρότημα; Από ποια εταιρεία κυκλοφορεί το album; Παίζει μέσα κανένας γνωστός;». Ερωτήματα που τουλάχιστον εδώ, δεν υφίστανται. Και δεν υφίστανται, διότι πολύ απλά, δε μας ενδιαφέρουν οι απαντήσεις τους. Η ποιότητα στη μουσική είναι αυτό που μας ενδιαφέρει. Το να ανακαλύπτει κανείς νέες αγαπημένες μπάντες εκεί που δεν το περιμένει, θα αποτελεί πάντα, εκτός από μεγάλη ικανοποίηση, την πλέον ευχάριστη πρόκληση, καθώς κι εμείς είμαστε πρωτίστως οπαδοί. Σε μια στήλη λοιπόν όπου τα «αδηφάγα» αυτιά των ολοένα και αυξανόμενων φίλων της δεν έχουν σύνορα, έτσι κι εμείς θα προσπαθούμε κάθε φορά να παρουσιάζουμε τη μεγαλύτερη δυνατή γκάμα ήχων και συγκροτημάτων. Άλλωστε, κανένα best seller δε θα υπήρχε, αν δεν υπήρχε η σκηνή του UNDERGROUND.
ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: BLACK LUNG
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Dark waves”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Heavy Psych Sounds Records
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Dave Cavalier – Κιθάρα & Φωνητικά
Elias Schutzman – Τύμπανα
Dave Fullerton – Κιθάρα
Mac Hewitt – Μπάσο
ΚΑΛΕΣΜΕΝΟΙ ΜΟΥΣΙΚΟΙ:
Shawna Potter – Φωνητικά (“Death grip”)
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:
Facebook
Bandcamp
Instagram
Spotify
YouTube
Οι BLACK LUNG μας έρχονται από τη Βαλτιμόρη, υπάρχουν εδώ και οκτώ χρόνια και έχουν κυκλοφορήσει, πριν το “Dark waves” που θα παρουσιάσουμε εδώ, τρεις δίσκους, το ομώνυμο ντεμπούτο το 2014, το “See the enemy” το 2016 και το “Ancients”, το 2019. Έχουν ανακηρυχτεί ως η καλύτερη νέα μπάντα της Βαλτιμόρης, μόλις με το ντεμπούτο τους, έχουν παίξει σε σημαντικά fests σε Η.Π.Α και Ευρώπη, έχουν συνεργαστεί με σημαίνοντες παραγωγούς όπως ο J. Robbins (THE SWORD και CLUTCH) και ο Frank Marchand (THE OBSESSED)… Ομολογώ πως δεν τα ήξερα όλα αυτά, μπράβο τους! Αυτό σημαίνει πως σίγουρα κάτι καλό έχουν να επιδείξουν, αφού η σκηνή την οποία υπηρετούν και το στυλ μουσικής που παίζουν (θα δεις παρακάτω για τι ακριβώς μιλάμε), δεν στηρίζονται αποκλειστικά στις καλές «δημόσιες σχέσεις». Οπότε, με «τράβηξε» ακόμη περισσότερο να τους ακούσω και να ασχοληθώ περαιτέρω μαζί τους.
Το “Dark waves” είναι το πρώτο τους άλμπουμ χωρίς τον κιθαρίστα Adam Bufano, ιδρυτικό τους στέλεχος, που αποχώρησε μέσα σε φιλικό κλίμα. Αντικαταστάτης του είναι ο Dave Fullerton, μέλος του post-rock τρίο DEAF SCENE. Στα προηγούμενα άλμπουμ, όπως η μπάντα μας ενημερώνει, εμάς τους αδαείς, ακολουθούσε μια μίξη psych-doom, heavy-blues και garage ήχων. Σε τούτο τώρα, ενώ η γραμμή έχει διατηρηθεί σε πολύ μεγάλο ποσοστό, η μπάντα ακούγεται ακόμη πιο «φευγάτη» και «fuzz-αριστή». Δε ξέρω πως το εννοεί αυτό, εγώ ακούω και εδώ αυτήν ακριβώς την περιγραφή. Είναι σαν να έχουν μαζευτεί στο studio οι THE BLACK KEYS, DEAD MEADOW, ALL THEM WITCHES, SOMALI YACHT CLUB, GRAVEYARD και να συνθέτουν μουσική υπό το άγρυπνο βλέμμα των BLUE CHEER! Μιλάμε για εντελώς «παλιακό» ήχο, προϊόν ενός εξαιρετικού παιξίματος, με αναλόγου κοπής παραγωγή και το κυριότερο, καλά τραγούδια, που δεν αφήνουν το album να κάνει «κοιλιά» σε καμία περίπτωση και σε κανένα σημείο.
Είναι σφόδρα υποβλητικό το νέο άλμπουμ των BLACK LUNG. Σε καθηλώνει στην ουσία, για να ανακαλύψεις κάθε του λεπτομέρεια και ακρόαση με την ακρόαση, σου αποκαλύπτει όλα του τα μυστικά. Σου δείχνει επίσης τον τρόπο, για μιαν ακόμη φορά, του πώς μπορεί κανείς να παίξει όπως οι καλλιτεχνικοί του «πρόγονοι», χωρίς να ακούγεται γραφικός, αστείος ή, στην καλύτερη, ανούσια μέτριος. Πολύ ωραίος δίσκος, ίσως και να αδικείται από την τελική βαθμολογία.
(7,5 / 10)
Δημήτρης Τσέλλος
ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: FAMYNE
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “II: The ground below”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Svart Records
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Tom Vane – Φωνητικά
Micheal Ross – Tύμπανα
Tom Ross – Κιθάρες
Christopher Travers – Μπάσο
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:
Bandcamp
Facebook
Instagram
Spotify
YouTube
Η Αγγλία είναι η πατρίδα, η γενέτειρα του doom metal. Δε μπορεί να ισχύει κάτι άλλο, από την στιγμή που μιλάμε για την πατρίδα των BLACK SABBATH. Έχει επίσης και μια πολύ ενεργή, δραστήρια σύγχρονη underground doom metal σκηνή, με σχήματα που στοχεύουν στην ποιότητα και στην ελευθερία της έκφρασης, χωρίς επιπλέον παραμέτρους. Μέσα λοιπόν από αυτήν τη «μήτρα», γεννήθηκαν το 2014 και οι FAMYNE, από το ιστορικό Canterbury. Χαρακτηριστικό τους ως τώρα, το ότι είχαν κυκλοφορήσει ένα ep και ένα full length ντεμπούτο, με το ίδιο όνομα (“Famyne”), το οποίο είναι παραλλαγή του τραγουδιού “Famine” των OPETH, αγαπημένης τους μπάντας, όπως είναι εύκολο να καταλάβει κανείς. Με το “II: The ground below”, παρουσιάζουν νέο υλικό μετά από τέσσερα χρόνια και συμπληρώνουν την πρώτη τους τριάδα κυκλοφοριών.
Οι FAMYNE τοποθετούν τον εαυτό τους στο παραδοσιακό doom και θεωρητικά, εκεί ανήκουν. Έλα όμως που μετά από τις απαραίτητες-απαιτούμενες ακροάσεις, κατέληξα στο συμπέρασμα πως μάλλον δεν τους λες και αυστηρά παραδοσιακούς. Κι αυτό γιατί, αν και σε γενικές γραμμές ακολουθούν, εννοείται, τις Iommi επιταγές, εμπλουτίζουν τον ήχο τους και με progressive rock, post rock και λίγα ψυχεδελικά στοιχεία, τα οποία και «δένουν» με ιδιαίτερο τρόπο και εν τέλει απόλυτη επιτυχία. Όχι, δε μιλάμε για “stoner” εδώ, σε περίπτωση που διαβάζοντας τα παραπάνω, σου δημιουργήθηκε μια τέτοια εντύπωση. Μιλάμε για doom metal. Αυτό που κάνει μεγαλύτερη εντύπωση, είναι η ερμηνεία του Tom Vane, ο οποίος έχει μια ιδιαίτερη, δική του χροιά, όντας ικανότατος στις οκτάβες που χειρίζεται καλύτερα (και δεν έχει και μικρή έκταση η φωνή του) και σε σημεία μοιάζει να ακολουθεί μια περισσότερο post-grunge τεχνοτροπία/φιλοσοφία. Κατά τ’άλλα, στο “II: The ground below” έχουμε ογκώδεις κιθάρες, δυναμικό rhythm section, βαρύ, ασήκωτο και πένθιμο, καθαρτικό heavy rock/ doom metal, τίποτα λιγότερο.
Οι FAMYNE παρουσιάζονται βελτιωμένοι σε σχέση με το ντεμπούτο τους. Δείχνουν πως έχουν σκοπό να πηγαίνουν τη μουσική τους κάθε φορά ένα βήμα πιο μπροστά και αυτό από μόνο του, με κάνει να τους βλέπω με θετική ματιά. Για όσους ξεκινούν από τους PARADISE LOST και τους MY DYING BRIDE, περνούν στους ΑΝΑΤΗΕΜΑ και φτάνουν ως τους ALICE IN CHAINS, τούτο δω το δισκάκι έχει να πει πράγματα. Οι υπόλοιποι, πραγματικά παραδοσιακοί doomsters, να ακούσουν πριν πράξουν. Οι pure-ίστες δε, να μείνουν μακριά. Δεν είναι εύκολο ως άκουσμα και χάνει βαθμό γιατί θα έπρεπε, κατά τον γράφοντα, να είναι μικρότερο και αμεσότερο. Αυστηρά λοιπόν, όπως πάντα:
(7 / 10)
Δημήτρης Τσέλλος
ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: I AM THE NIGHT
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “While the gods are sleeping”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Svart Records
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Janne Markkanen – Μπάσο
Waltteri Väyrynen – Tύμπανα
Markus Vanhala – Κιθάρες, πλήκτρα
Okko Solanterä – Φωνητικά
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:
Facebook
Bandcamp
Instagram
Spotify
YouTube
Είναι κάποιες φορές που επιστρέφουμε με ωραίο τρόπο σε περασμένες εποχές. Είναι και κάποιες άλλες, που η επιστροφή δεν είναι και τόσο… εχμ… επιτυχημένη, με αποτέλεσμα να μοιάζει με καρικατούρα. Με τους I AM THE NIGHT, από το Kymenlaakso της Φινλανδίας, συμβαίνει σίγουρα το πρώτο. Νέο group τούτοι οι Φινλανδοί, ντεμπούτο το “While the gods are sleeping”, αλλά τα μέλη έχουν γράψει μπόλικα χιλιόμετρα στο κοντέρ τους. Και πώς να ισχύει κάτι το διαφορετικό, αφού τα σχήματα με τα οποία έχουν ασχοληθεί στο παρελθόν, ή αποτελούν την άλλη τους κύρια ασχολία σε παρόντα χρόνο, κάθε άλλο παρά ασήμαντα τα λες. Έχουμε και λέμε λοιπόν: Waltteri Väyrynen στα τύμπανα, drummer των PARADISE LOST. Markus Vanhala στην κιθάρα, μέλος των INSOMNIUM, των OMNIUM GATHERUM και των ικανότατων progsters MALPRACTICE. Στο μπάσο έχουμε τον επίσης πρώην OMNIUM GATHERUM, Janne Markannen, ενώ έκπληξη αποτελεί η συμμετοχή του Okko Solanterä των metalcorers (!) HORIZON IGNITED, στα φωνητικά.
Με εξώφυλλο – δημιούργημα του Necrolord, σε τέτοια σχέδια και χρώματα και με τίτλους τραγουδιών όπως “Hear me ο’ Unmaker”, “Dawnbearer”, “Ode to the nightsky” (χμ…) και “Holocaust of the Angels”, αμέσως ο νους πηγαίνει σε συγκεκριμένα πράγματα, όσον αφορά τη μουσική ταυτότητα του group. Δε χρειάζεται λοιπόν ιδιαίτερη μαντική ικανότητα, για να καταλάβεις πως η μπάντα προσκυνά τους DISSECTION και EMPEROR, με την πλάστιγγα να γέρνει προς τους πρώτους. Ορίστε, goal από τα αποδυτήρια λέγεται αυτό! Οι I AM THE NIGHT έχουν δυνατά ατού: Εκμεταλλεύονται την ατομική ικανότητα κάθε μέλους, παίζουν σωστά σε ένα είδος που απαιτεί υψηλή τεχνική κατάρτιση, συνθέτουν καλά, έχουν σπουδαία «ψυχρή» ατμόσφαιρα (καλώς ορίσατε στα early 90s του ακραίου ήχου) και τέλος ιδανική παραγωγή και διάρκεια, με μόλις 38’. Αν σου άρεσε το νέο THE SPIRIT (το οποίο έχουμε παρουσιάσει στο Vol. 99), είναι βέβαιο πως και με αυτό εδώ το album, θα μείνεις απόλυτα ευχαριστημένος. Μακάρι να μιλάμε σε λίγα χρόνια για ένα «…πολύ καλό ντεμπούτο που τους άνοιξε τον δρόμο προς την καθιέρωση». Ως τότε, τους αξίζει ένα…
(7,5 / 10)
Δημήτρης Τσέλλος