«Πόσα αντίτυπα έχει πουλήσει το συγκρότημα; Από ποια εταιρεία κυκλοφορεί το album; Παίζει μέσα κανένας γνωστός;». Ερωτήματα που τουλάχιστον εδώ, δεν υφίστανται. Και δεν υφίστανται, διότι πολύ απλά, δε μας ενδιαφέρουν οι απαντήσεις τους. Η ποιότητα στη μουσική είναι αυτό που μας ενδιαφέρει. Το να ανακαλύπτει κανείς νέες αγαπημένες μπάντες εκεί που δεν το περιμένει, θα αποτελεί πάντα, εκτός από μεγάλη ικανοποίηση, την πλέον ευχάριστη πρόκληση, καθώς κι εμείς είμαστε πρωτίστως οπαδοί. Σε μια στήλη λοιπόν όπου τα «αδηφάγα» αυτιά των ολοένα και αυξανόμενων φίλων της δεν έχουν σύνορα, έτσι κι εμείς θα προσπαθούμε κάθε φορά να παρουσιάζουμε τη μεγαλύτερη δυνατή γκάμα ήχων και συγκροτημάτων. Άλλωστε, κανένα best seller δε θα υπήρχε, αν δεν υπήρχε η σκηνή του UNDERGROUND.
ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: COME TO GRIEF
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “When the world dies”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Translation Loss Records
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Chuck Conlon – Τύμπανα
Jonathan Hébert – Κιθάρα, φωνητικά
Terry Savastano – Κιθάρα, β’ φωνητικά
Randy Larsen – Μπάσο, β’ φωνητικά
ΚΑΛΕΣΜΕΝΟΙ ΜΟΥΣΙΚΟΙ:
Jacob Bannon – Φωνητικά
Lisa Bella Donna – Mellotron, synthesizer
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:
Bandcamp
Facebook
Website
Instagram
Spotify
YouTube
Εδώ έχουμε μια περίπτωση κάπως… ιδιάζουσα. Κάποτε, υπήρχε στη Βοστώνη μια sludge/doom metal μπάντα, οι GRIEF. «Έζησαν» για δέκα χρόνια, από το 1991 ως το 2001, κυκλοφορώντας στο διάστημα αυτό τέσσερεις δίσκους κι αυτό επειδή, σύμφωνα με τους ιδίους, το περιβάλλον για μπάντες του δικού τους στυλ ήταν «εχθρικό». Ξανάβαλαν μπροστά τις μηχανές το 2005 αλλά και πάλι, άντεξαν ως το 2009, οπότε και διαλύθηκαν οριστικά. Ώσπου το 2014, δύο μέλη τους, ο Chuck Conlon με τον Terry Savastano, σχημάτισαν τους COME TO GRIEF (αυτός ήταν και ο τίτλος του ντεμπούτου των GRIEF) για να φτάσουν, μετά από μια σειρά EPs, splits και singles, να κάνουν το επίσημο ντεμπούτο τους με το “When the world dies”. Τους GRIEF δεν τους ήξερα, δεν έχω ασχοληθεί μαζί τους, είχα όμως κάθε καλή διάθεση να ασχοληθώ με τους COME TO GRIEF και τελικά, καλώς την είχα.
Οι COME TO GRIEF επαναφέρουν στην ουσία τους GRIEF στη ζωή, αλλά ο ήχος των δευτέρων ακούγεται ανανεωμένος και με 100% σύγχρονη αντίληψη και οπτική. Ένας ήχος απίστευτα ογκώδης, με τεράστιες κιθάρες και βροντώδες ρυθμικό τμήμα, που συνοδεύεται από φωνητικά τα οποία ακούγονται σαν μια ανίερη, απίστευτα θυμωμένη, δαιμονισμένη εκδοχή μιας μίξης του Chuck των DEATH και του David DiSanto των TOXIK. Να πω την αλήθεια, αυτή η προσέγγιση δε μου αρέσει. Σίγουρα θα προτιμούσα φωνητικά πιο «καθαρά», όχι τόσο ακραία και αυτό είναι κάτι που δυστυχώς θα με οδηγήσει να χαμηλώσω την τελική βαθμολογία. Ωστόσο, αυτή είναι μόνο η δική μου άποψη, οπότε μπορείς να μην τη λάβεις καθόλου υπόψη σου, αν εκ των πραγμάτων βλέπεις θετικά τέτοιου είδους λαρυγγισμούς.
Μιλώντας για φωνητικά, ο Jacob Bannon στους καλεσμένους μουσικούς, είναι ο frontman των CONVERGE, έτσι; Λοιπόν, πάμε να δούμε εν τω συνόλω, τι είναι οι COME TO GRIEF. Είναι doom; Σαφώς. Είναι sludge; Σαφέστατα. Έχουν death metal στοιχεία στο riffing τους; Σίγουρα. Είναι ακραίοι; Μα, αν δεν είναι ακραίο άκουσμα αυτό, τότε ποιο μπορεί να είναι; Δίνουν χώρο στη μελωδία και στη lead κιθάρα; Άπλετο. Τους λείπει το groove; Εννοείται πως όχι, άκου το “Devastation of souls” και πες μου κι εσύ. Μπορεί τούτο το άλμπουμ να ακουστεί και από ακροατές που δεν αρέσκονται σε γενικότερα ακραία πράγματα; Ναι, γιατί αυτό που θα τους κερδίσει αμέσως, είναι οι εξαιρετικές του κιθάρες. Οπότε, έχουμε να κάνουμε με έναν καλό δίσκο, που δικαιολογεί την επιστροφή των Αμερικανών στην… πιάτσα και μας προδιαθέτει για ακόμη καλύτερα πράγματα στο μέλλον.
(7 / 10)
Δημήτρης Τσέλλος
ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: HELSOTT
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Will and the witch”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: M-Theory Audio
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Pete Truax – Κιθάρα
Michael “Doc” Beaulieu – Μπάσο
Mark Dow – Κιθάρα
Eric Dow – Φωνητικά
Cooper Dustman – Τύμπανα
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:
Website
Facebook
Instagram
Twitter
YouTube
«Θα σε κάνω διάσημο». Αυτή ήταν η εξίσου διάσημη με τον εκφέροντα την ατάκα – σήμα κατατεθέν του πασίγνωστου παράνομου της Άγριας Δύσης της εποχής των πιονέρων, Billy the Kid. Με την ατάκα αυτήν ως τίτλο του πρώτου τραγουδιού του νέου τους δίσκου, ξεκινάνε την διαδρομή τους οι Αμερικανοί εκπρόσωποι του παγανιστικού Folk/Death Metal HELSOTT στο νέο τους πόνημα με τον τίτλο “Will and the witch” όπου εξερευνούν και μεταφέρουν τον ακροατή σε μια περιπέτεια δίπλα σε πολλές διασημότητες της εποχής των Cowboys. Οι HELSOTT είναι ένα συγκρότημα, το οποίο ξεκίνησε την μουσική του διαδρομή δέκα χρόνια πριν, το 2012, με το πρώτο του ΕΡ “Fólkvangr”, το οποίο ακολούθησε η πρώτη ολοκληρωμένη τους δουλειά “ Woven” του 2014. Στην πορεία κυκλοφόρησαν ακόμα μια δουλειά τέσσερα χρόνια μετά, το “ Slaves and Gods” και το 2022, πιστοί στο τετραετές ραντεβού τους, επέστρεψαν με την καινούργια τους δουλειά.
Το “I’ll make ya famous” είναι το τέλειο εναρκτήριο κομμάτι με το άμεσο death/trad metal groove του, αλλά και τα τραχιά φωνητικά που υποστηρίζονται από ατμοσφαιρικές μελωδίες από τις κιθάρες. Το “Southern shine” ακούγεται σαν ένας κοντινός συγγενής κομματιού των FINTROLL. Το ομότιτλο του άλμπουμ τραγούδι “Will and the witch” συνδυάζει άψογα Symphonic Metal επιρροές με τις κιθάρες να περιστρέφονται κάπου μεταξύ των IRON MAIDEN και OBITUARY. Άλλο ξεχωριστό κομμάτι του δίσκου, είναι το “Navajo crow”, ένα εντυπωσιακό ακουστικό τραγούδι με διάρκεια 9 λεπτά και 45 δευτερόλεπτα, είναι ένα υπόδειγμα πειραματικού Folk Metal. Φανταστείτε μια συνεργασία μεταξύ των MOONSORROW, SKYCLAD και NORTHER OAK και θα είστε κάπου κοντά. Από τη σύστασή τους, οι HELSOTT – το όνομα των οποίων σημαίνει «μοιραία ασθένεια» στα Παλαιά Σκανδιναβικά – έχουν αποτίσει φόρο τιμής στους παγανιστικούς πολιτισμούς, τη μυθολογία και την ιστορία, ενώ διατηρούν ακέραιες αμερικανικές επιρροές τους. Το “Will and the witch” είναι ένα πολύ καλό άλμπουμ από την αρχή μέχρι το τέλος και παρά τον εκλεκτικισμό, όλα συνδυάζονται όμορφα ως ένα πλήρες άλμπουμ, το οποίο είναι ίσως ο υψηλότερος έπαινος σε ένα concept άλμπουμ. Είναι ένα άλμπουμ, το οποίο σε κερδίζει αμέσως με τις συνθέσεις, την αφηγηματικότητα και την αμεσότητα του. Δοκιμάστε το!
(7,5 / 10)
Φανούρης Εξηνταβελόνης
ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: KALEIDOBOLT
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “This one simple trick”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Svart Records
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Marco Menestrina – Μπάσο
Sampo Kääriäinen – Κιθάρα, φωνητικά
Valtteri Lindholm – Τύμπανα
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:
Bandcamp
Facebook
Spotify
Instagram
YouTube
Αν πιο πάνω μιλήσαμε για ιδιάζουσες περιπτώσεις, εδώ δε ξέρω τι πρέπει να πω… Ωραία, ωραία, ας τα πιάσουμε από την αρχή τα πράγματα, που είναι και πιο εύκολα. Οι φίλτατοι KALEIDOBOLT μας έρχονται από το Ελσίνκι και απασχολούν τον χώρο του underground rock από το 2014. Μέχρι σήμερα, όπου και κυκλοφορούν το “This one simple trick”, έχουν να επιδείξουν τρεις studio δίσκους και έναν live, το “Live at Tavastia”. Οι studio είναι το ομότιτλο ντεμπούτο τους, που κυκλοφόρησε το 2015, το “The Zenith cracks” (2016) και το “Bitter album” (2019). Πρόκειται για ένα power trio, όπως βλέπεις και από την σύνθεσή τους, ενώ λογικά η φωτογραφία που συνοδεύει την παρουσίαση του νέου τους album, μάλλον σε προδιαθέτει για το τι θα ακούσεις, πατώντας το “play”. Και μένα με προδιάθεσε, ακριβώς προς την ίδια κατεύθυνση, δεν έκανα όμως μια 100% σωστή πρόβλεψη. Και άκου, πού έπεσα «μέσα» και πού «έξω».
Θεώρησα λοιπόν, πως έχω να κάνω με άλλο ένα vintage rock συγκρότημα. Από αυτά που ξεκινούν από τους CREAM και φτάνουν ως τις ύστερες μέρες των BLACK SABBATH Mk.I. Κι όμως, διαψεύστηκα. Γιατί οι KALEIDOBOLT, μπορεί να είναι vintage, γενικά και ειδικά, μπορεί να έχουν τις ρίζες τους στα μέσα προς τέλη της δεκαετίας του ’60 και να διανύουν όλα τα χρόνια της δεκαετίας του ’70, αλλά είναι τέτοιοι χαμαιλέοντες, που δε μπορείς να τους κατατάξεις κάπου συγκεκριμένα! Μα, μπλέκουν τα πάντα στη μουσική τους! Hard rock, blues rock, garage, progressive rock, punk, synths, trippy effects, τρομπέτες, ξυλόφωνο (!), έχουν και αυτά τα «φευγάτα» φωνητικά… πού να τους τοποθετήσεις; Οπότε, λες ένα “vintage”, σκέτο, και…καθάρισες! Εντύπωση μεγάλη προκαλεί και η απόδοση κάθε μέλους ξεχωριστά, ειδικά του drummer Valtteri Lindholm ο οποίος φαντάζει μηχανή με ατελείωτα καύσιμα στο ντεπόζιτό της! Μιλάμε για ξέφρενη σε σημεία απόδοση, με τους υπολοίπους να ακολουθούν κατά πόδας.
Όχι, δεν είναι εύκολο ως άκουσμα το “This one simple trick”. Θέλει να το ακούσεις πολλές φορές, για να πιάσεις κάθε του λεπτομέρεια. Παράλληλα όμως, από την πρώτη ακρόαση, καταλαβαίνεις πως έχεις να κάνεις με κάτι πολύ ιδιαίτερο, όσο και ποιοτικό. Οι Φινλανδοί είναι εξαιρετικά ταλαντούχοι, προφανώς «περιπετειώδεις» και «αεικίνητοι» όσον αφορά τις ηχητικές τους τάσεις, δείχνουν μια τάση να εξερευνήσουν κάθε σπιθαμή του rock και μας χαρίζουν μια ανάσα «retro προοδευτικότητας» (εμπρός-πίσω!). Μάλιστα, απ’ όσο τσέκαρα στο διαδίκτυο, είναι εξαιρετικοί και επί σκηνής, οπότε, μιλάμε για πολύ αξιόλογη μπάντα.
ΥΓ: Άσχετο, δεν υπάρχει καμία συσχέτιση μεταξύ των δύο συγκροτημάτων, αλλά το “Ultraviolent chimpanzee” μου θύμισε τους THE LORD WEIRD SLOUGH FEG, αν κάποια στιγμή ο Scalzi αποφάσιζε να γίνει… hippie!
(8 / 10)
Δημήτρης Τσέλλος
ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: NECHOCHWEN
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Kanawha black”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Bindrune Recordings
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Pohonasin – Τύμπανα, μπάσο, κρουστά, εβραϊκή άρπα, φωνητικά (χορωδιακά)
Nechochwen – κιθάρες, φωνητικά, φλάουτο
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:
Facebook
Bandcamp
Deezer
Instagram
YouTube
Μετά από επτά χρόνια από την κυκλοφορία του “Heart of Akamon”, οι NECHOCHWEN από τη Δυτική Βιρτζίνια επιστρέφουν, παρουσιάζοντας τη νέα τους δουλειά, το “Kanawha black”. Καταρχάς να πούμε πως πίσω από τα ονόματα των δύο μουσικών, βρίσκουμε τους Aaron Carey (Nechochwen) και Andrew D’Cagna (Pohonasin), καλλιτέχνες με πολλά «χιλιόμετρα» στα πόδια τους και πολύ πλούσια, όσο και πολύπλευρη, δισκογραφία. Πάμε τώρα στο εν λόγω project. Έντονες μελωδίες και ιδιαίτερα στυλ σύνθεσης/riff εδραιώνουν περαιτέρω την πλούσια και ισχυρή κληρονομιά που θεμελίωσαν οι NECHOCHWEN από την έναρξή τους το 2008, με την πρώτη τους δουλειά το “Algonkian mythos”. Το “Kanawha black” είναι ένας πολύ ωραίος συνδυασμός επιθετικών black metal στοιχείων, μαζί με κλασικά όργανα που ρίχνουν μια εμπνευσμένη ματιά στο τι μπορεί να πετύχει το extreme metal, όταν οι πειραματισμοί και τα παντρέματα με ιδιαίτερες ιδέες, είναι σε σωστές δοσολογίες και τοποθετημένα σωστά. Αυτός ο συνδυασμός ακουστικών, folk μερών και μεταλλικών στοιχείων προς τον οποίο η μπάντα ρέπει εδώ και χρόνια, κυλούν συνδυαστικά πολύ όμορφα. Το “Kanawha black”, είναι το αποκορύφωμα της σκληρής δουλειάς του συγκροτήματος τα δεκατέσσερα χρόνια της ύπαρξής τους. Τα τραγούδια είναι πιο πολύπλοκα από ποτέ και αν και το άλμπουμ στηρίζεται περισσότερο στις metal πτυχές, τα folk σημεία είναι κάτι περισσότερο από απλά παρόντα – είναι σχεδόν κυρίαρχα. Οι NECHOCHWEN είναι πιθανότατα ένα από τα πιο μοναδικά συγκροτήματα του black metal χώρου με ήχο τόσο εντελώς δικό τους.
Αν και το “Kanawha black” εμπνεύστηκε από γεγονότα τόσο πραγματικά όσο και φανταστικά στην αμερικανική ιστορία και την ιστορία των συνόρων των ΗΠΑ, η σύνθεση των τραγουδιών σταδιακά εξελίσσει το άλμπουμ, καταλήγοντας στο τέλος να έχει μία εντελώς απόκοσμη ατμόσφαιρα. Τα θέματα των τραγουδιών συνεχίζουν να εξερευνούν την περιοχή καταγωγής του συγκροτήματος. Τα Απαλάχια (συγκεκριμένα η κοιλάδα του ποταμού Οχάιο της Δυτικής Βιρτζίνια και του Οχάιο καθώς και τα Laurel Highlands της Πενσυλβάνια) συνεχίζουν να αποτελούν τη μεγαλύτερη καλλιτεχνική επιρροή του σχήματος. Ωστόσο, τα τραγούδια αυτά θα μεταφέρουν επίσης τον ακροατή στο παρελθόν, αλλά ακόμα και σε φευγαλέες στιγμές της σύγχρονης ζωής μας, εξακολουθώντας να συνδέονται με πολλούς τρόπους με το μυστήριο της φύσης. Για τους λάτρεις του folk metal, για τους λάτρεις του black metal, για τους λάτρεις του death metal και του heavy metal, για τους λάτρεις της αμερικανικής φολκ μουσικής, για τους λάτρεις της ιστορίας, για τους λάτρεις της μουσικής, αυτός είναι ένας δίσκος που θα τους απασχολήσει. Συνιστάται.
(8 / 10)
Φανούρης Εξηνταβελόνης