«Πόσα αντίτυπα έχει πουλήσει το συγκρότημα; Από ποια εταιρεία κυκλοφορεί το album; Παίζει μέσα κανένας γνωστός;». Ερωτήματα που τουλάχιστον εδώ, δεν υφίστανται. Και δεν υφίστανται, διότι πολύ απλά, δε μας ενδιαφέρουν οι απαντήσεις τους. Η ποιότητα στη μουσική είναι αυτό που μας ενδιαφέρει. Το να ανακαλύπτει κανείς νέες αγαπημένες μπάντες εκεί που δεν το περιμένει, θα αποτελεί πάντα, εκτός από μεγάλη ικανοποίηση, την πλέον ευχάριστη πρόκληση, καθώς κι εμείς είμαστε πρωτίστως οπαδοί. Σε μια στήλη λοιπόν όπου τα «αδηφάγα» αυτιά των ολοένα και αυξανόμενων φίλων της δεν έχουν σύνορα, έτσι κι εμείς θα προσπαθούμε κάθε φορά να παρουσιάζουμε τη μεγαλύτερη δυνατή γκάμα ήχων και συγκροτημάτων. Άλλωστε, κανένα best seller δε θα υπήρχε, αν δεν υπήρχε η σκηνή του UNDERGROUND.
ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: BLACKBRAID
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Blackbraid I”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Unsigned/Independent
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Sgah’gahsowáh – Όλα τα όργανα
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:
Bandcamp
Deezer
Instagram
Website
Spotify
YouTube
Όταν οι περισσότεροι άνθρωποι σκέφτονται το Black Metal, σκέφτονται Σκανδιναβούς που ασχολούνται με θέματα όπως παγανιστικές τελετές, ο θάνατος, η αναγέννηση και η φύση. Ο Jon Krieger, είναι αυτόχθων Αμερικανός και επίσης ασχολείται με το Black Metal. Με το ψευδώνυμο Sgah’gahsowáh είναι το μόνο μέλος ενός project που ονομάζεται BLACKBRAID. Ωστόσο, μην περιμένετε η μουσική του να ακολουθεί τα συνηθισμένα μονοπάτια των blast beats και των «σατανικών» στίχων. Παρότι ο ίδιος δηλώνει θαυμαστής του Σκανδιναβικού Black και η επιρροή του από αυτό είναι υπαρκτή, προσπαθεί (και καταφέρνει) να προσθέσει το δικό του στίγμα στην μουσική που γράφει, τόσο μελωδικά όσο και στιχουργικά.
Το ντεμπούτο του άλμπουμ, “Blackbraid I”, είναι γεμάτο από φύση, folk σημεία από τη μουσική του λαού του, ενώ αναφέρεται στις αγωνίες και τους αγώνες που αντιμετωπίζουν οι ιθαγενείς της Αμερικής. Το πρώτο του single “Barefoot ghost dance on blood soaked soil” είναι εμπνευσμένο από τις μυριάδες φρικαλεότητες που έχουν υποστεί οι ιθαγενείς. Από τη σφαγή του Wounded Knee Creek το 1890, όπου ο Αμερικανικός Στρατός έσφαξε έως και 300 ανθρώπους της φυλής των Lakota, μέχρι την κατασκευή του αγωγού North Dakota το 2016 στο Standing Rock Reservation. Μαίνεται ενάντια σε κάθε είδους καταπίεση χρησιμοποιώντας την μουσική του και την οργή ή καλύτερα απόγνωση που ξεχειλίζει από αυτήν.
Ο Sgah’gahsowah έχει ένα απίστευτο ταλέντο και αυτό είναι πολύ εμφανές σε τραγούδια όπως το “Sacandaga” όπου ενσωματώνει παραδοσιακά φλάουτα, ενώ δεν φοβάται να αναμιγνύει ήχους από εγγενή όργανα στις συνθέσεις του όπως κάνει στο “As the creek flows softly by”. Μια φωνή τέλεια για το είδος η οποία δένει υπέροχα με τη μουσική και δεν μπορεί παρά να το νιώθει πολύ έντονα αυτό ο ακροατής σε κάθε μία από τις έξι συνθέσεις του άλμπουμ, δύο από τις οποίες ορχηστρικές, το “Warm wind whispering softly through hemlock at dusk” και το προαναφερθέν “As the creek flows softly by”. Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στο “Prying open the jaws of eternity», το μεγαλύτερο και πιο περίπλοκα κατασκευασμένο τραγούδι του άλμπουμ, το οποίο εκμεταλλεύεται πλήρως τον χρόνο διάρκειάς του των δέκα λεπτών για να δημιουργήσει ένα πλούσιο και δυνατό, βραδύκαυστο και κατάμαυρο κομμάτι.
Είναι το ανεξάρτητο από εταιρίες “Blackbraid I” το άλμπουμ της χρονιάς, τουλάχιστον στον Black Metal χώρο; Μένει να απαντηθεί ως το τέλος του χρόνου, πάντως σίγουρα είναι ένα άλμπουμ που αξίζει πολλής προσοχής και αμέριστης στήριξης.
(9 / 10)
Φανούρης Εξηνταβελόνης
ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: GATES TO THE MORNING
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Walk between worlds”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Independent
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Sean Meyers: Όλα τα όργανα
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:
Bandcamp
Facebook
Website
Twitter
YouTube
Spotify
Soundcloud
Οι GATES TO THE MORNING είναι ένα Progressive Metal συγκρότημα από το New Jersey. Πρόκειται για ένα μονοπρόσωπο συγκρότημα, αποτελούμενο από τον ιδρυτή του και πολυοργανίστα, τον μουσικό Sean Meyers. Αυτό είναι το δεύτερο του άλμπουμ, μετά το “Return to earth” του 2019 (και με το οποίο συνδέεται άρρηκτα, θα δούμε πως), περιέχει δέκα κομμάτια και ονομάζεται “Walk between worlds”. Υπάρχουν πέντε τραγούδια εδώ, από το πλούσιο και πολύ ωραίο ντεμπούτο άλμπουμ του σχήματος, τα οποία επανορχηστρώθηκαν, επανηχογραφήθηκαν και παρουσιάζονται στη νέα τους πλέον μορφή. Τα “King obscure”, “Chapel perilous”, “Chasing shadows”, “Terra incognita” και το ομώνυμο κομμάτι. Ο λόγος που συνέβη αυτό είναι πολύ συγκεκριμένος, μιας και ο σκοπός του καλλιτέχνη είναι να δημιουργήσει μία τριλογία άλμπουμ, τα οποία θα διηγούνται μία συγκεκριμένη ιστορία, αρχής γενομένης από αυτόν του τον δίσκο.
Κάθε τραγούδι στο άλμπουμ, κατακλύζεται από ατμόσφαιρα που μοιάζει με post metal, γεμάτο με έντονη συναισθηματική λεπτομέρεια. Το καθένα προσφέρει κάτι στοχαστικό, συγκινητικό και ικανοποιητικό. Ακόμη περισσότερο αν είστε εξοικειωμένοι με τις αρχικές εκδόσεις των παλιών τραγουδιών. Καθένα είναι εξίσου αξιομνημόνευτο και το πώς τοποθετούνται στο άλμπουμ, δείχνει τη συνοχή στην σκέψη του καλλιτέχνη, καθώς το ένα διαδέχεται το άλλο με μια φυσικότητα άκρως επιτηδευμένη και σωστή. Η αμεσότητα των τραγουδιών, μιλάνε κυριολεκτικά στην ψυχή και τον εσώτερο ψυχισμό του ακροατή, καθώς φαίνεται να τον ταξιδεύουν σε αγαπημένα μονοπάτια με συντροφιά αγαπημένα πρόσωπα που ίσως να μην είναι καν κοντά του πια. Ακούγονται πολύ συναισθηματικά ίσως τα παραπάνω; Ακούστε το άλμπουμ και δείτε μόνοι σας… ένα πολύ όμορφο πρώτο πέρασμα, από το σχεδόν αστρικό ταξίδι που μόλις ξεκίνησε και θα διαρκέσει και για τις επόμενες δύο δουλειές του Sean, τις οποίες ανυπόμονα περιμένουμε.
(8 / 10)
Φανούρης Εξηνταβελόνης
ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: SONIC FLOWER
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Me and my bellbottom blues”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Heavy Psych Records
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Tatsu Mikami – Μπάσο
Kazuhiro Asaeda – Φωνητικά
Fumiya Hattori – Κιθάρα
Toshiaki Umemura – Τύμπανα
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:
Website
Facebook
YouTube
Έχουν περάσει 121 Underground Halls, πιθανόν να έχω λάθος, αλλά νομίζω πως οι SONIC FLOWER είναι η πρώτη και ως εκ τούτου μοναδική ως τώρα, ιαπωνική μπάντα στην ιστορία της στήλης. Side project του Tatsu Mikami των «μεγάλων» του psychedelic doom CHURCH OF MISERY, έχουν στα φωνητικά τον επίσης πρώτο τους τραγουδιστή, Kazuhiro Asaeda. Οι υπόλοιποι που συμπληρώνουν το line up είναι ο Fumiya Hattori, γνωστός στην blues σκηνή της πατρίδας του και ο drummer Toshiaki Umemura. Πριν το “Me and my bellbottom blues”, η μπάντα είχε να επιδείξει άλλες δύο κυκλοφορίες, το ομώνυμο ντεμπούτο της και το “Rides again” (τα δυο τους με απόσταση δεκαοχτώ ετών παρακαλώ!), τα οποία επανακυκλοφορούν αμφότερα μαζί με το τρίτο «αδερφάκι» τους. Για κάποιον που είναι οπαδός του doom metal σε όλες του τις εκφάνσεις, σίγουρα οι CHURCH OF MISERY βρίσκονται σε υψηλή θέση, οπότε οι SONIC FLOWER θα αποτελέσουν ένα ακόμη συγκρότημα στην ευρεία λίστα των ακουσμάτων του, με τη λογική του «ακούω ό,τι συσχετίζεται με αυτούς που αγαπάω». Με τους υπόλοιπους όμως που δεν είναι τόσο «χωμένοι» στο είδος αυτό, τι γίνεται;
Το “Me and my bellbottom blues” καταρχάς δεν είναι τόσο doom, βασικά, είναι πολύ λίγο doom, όσο heavy rock. Έχει έναν ήχο, σε σύγχρονη μορφή εννοείται, λες και μαζεύτηκαν οι BLACK SABBATH, CACTUS, SIR LORD BALTIMORE, GRAND FUNK RAILROAD, BLUE CHEER και είπαν να φτιάξουν από κοινού έναν δίσκο. Γνήσιο heavy rock/proto-metal, αυτό που ονομάστηκε “stoner” και ακόμη προσπαθώ να καταλάβω το γιατί, αυτό που σε σύγχρονη ανάγνωση παίζουν οι SPIRITUAL BEGGARS, ORANGE GOBLIN, CLUTCH… Βέβαια, από τους τρεις αυτούς, οι πρώτοι χαρακτηρίζουν τη μουσική τους ως hard rock/heavy metal, οι δεύτεροι ως heavy metal, οι τρίτοι ως rock και κανείς δεν κάνει λόγο για stoner, αλλά άλλη συζήτηση αυτή. Ας παραμείνουμε στο “Me and my bellbottom blues” όπου βασιλεύει ο 70s ήχος, με όλα του τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, την αναμενόμενη ψυχεδέλεια και πάνω απ’όλα τις βαρύτατες κιθάρες, πηγή μιας διαρκούς και διαρκώς αξιόλογης riff-ολογίας, με επτά τραγούδια που σε κρατούν προσηλωμένο καθ’όλη τη διάρκεια της ακρόασης και κάποιες στιγμές που θα σε αναγκάσουν να τις ξεχωρίσεις, σαν το “Love like rubber”, το “Poor girl” ή το ομώνυμο. Όσο για το εξώφυλλο, το λογότυπο και τη γραμματοσειρά του τίτλου… μου είναι τόσο αγαπημένα και οικεία, που θα μπορούσαν να αυξήσουν από μόνα τους τη βαθμολογία. Αλλά δε θα χρειαστεί.
(7,5 / 10)
Δημήτρης Τσέλλος
ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: THE SOMBRE
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Monuments of grief”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Chaos Records
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Maurice de Jong – Όλα τα όργανα
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:
Bandcamp
YouTube
Το “Monuments of grief” δεν είναι απλά ένας τίτλος, είναι ουσιαστικά η καλύτερη περιγραφή που θα μπορούσε να υπάρξει για το τι περιέχεται μέσα στο υπό το όνομα του άλμπουμ, αποτελώντας την τρίτη δισκογραφική δουλειά των THE SOMBRE. Διαποτισμένο έντονα με απελπισία, θλίψη, δυστυχία και απώλεια, είναι ένας σκοτεινός και ζοφερός δίσκος γεμάτος πόνο. Έχοντας ως πρότυπο την κλασική εποχή της Peaceville Records, η μουσική των THE SOMBRE αποτίει φόρο τιμής σε εκείνη την περίοδο ενώ παράλληλα βάζει και τη δική της σφραγίδα. Οι THE SOMBRE είναι ένα από τα πολυάριθμα συγκροτήματα του Maurice de Jong, ο οποίος είναι περισσότερο γνωστός από το εξαιρετικά σκληρό και πειραματικό project του GNAW THEIR TONGUES, ενώ παράλληλα συμμετέχει στους DE MAGIA VETERUM, CLOACK OF ALTERING, HAGETISSE, GOLDEN ASHES και αμέτρητα άλλα σχήματα, κυκλοφορόντας ουσιαστικά άλμπουμ κάθε λίγους μήνες (αν όχι, πιο συχνά) γράφοντας μουσική σε τόσο μεγάλη ποικιλία ειδών, που όλοι θα βρουν κάτι που τους αρέσει στην εκτενή δισκογραφία του.
Μέχρι τώρα, ο De Jong έχει αποκτήσει αρκετά μεγάλη φήμη στην underground extreme metal σκηνή και οι ακόλουθοί του ξέρουν τι μπορούν να περιμένουν από αυτόν. Κάθε project του μπορεί να ακούγεται διαφορετικό, αλλά η ποιότητα είναι σταθερή. Σε ορισμένες δουλειές του δε, αγνοεί εντελώς τις συμβάσεις και τα όρια του είδους και κάνει ότι πιστεύει ότι είναι σωστό, ενώ σε άλλες, παίρνει ένα συγκεκριμένο είδος ή ήχο ως αφετηρία και το αναδημιουργεί, δίνοντάς του μια μοναδική μορφή. Οι THE SOMBRE μπορούν να καταταχθούν ως project του τελευταίου τύπου. Τα τραγούδια είναι αργά και καλά δοσμένα, σβήνοντας στο πέρασμα τους κάθε φως και κάθε ελπίδα. Με συγκινητικές μελωδίες, εκτεταμένα synths και καλογραμμένες συνθέσεις, το “Monuments of grief” πετυχαίνει αυτό που θέλει να κάνει αξιέπαινα. Είναι ένα άλμπουμ που μπορεί να παρασύρει, με τα κομμάτια του να είναι μονολιθικά και το καθένα είναι πολύ καλό με τον δικό του τρόπο ενώ όλα μαζί μοιράζονται έναν συγκεκριμένο αστραφτερό ήχο συμπληρώνοντας τέλεια το προηγούμενο κάθε επόμενο που ακολουθεί.
Δεν είναι ένα άλμπουμ που θα ξεχαστεί εύκολα, ειδικά από τους οπαδούς αυτού του θανατερού Doom/Death ήχου, που με τόσο στυλ αποδίδει το συγκρότημα.
(8 / 10)
Φανούρης Εξηνταβελόνης