Underground Halls Vol. 124 (FORLESEN, IRON KINGDOM, RUBY THE HATCHET, STEEL INFERNO)

0
470

«Πόσα αντίτυπα έχει πουλήσει το συγκρότημα; Από ποια εταιρεία κυκλοφορεί το album; Παίζει μέσα κανένας γνωστός;». Ερωτήματα που τουλάχιστον εδώ, δεν υφίστανται. Και δεν υφίστανται, διότι πολύ απλά, δε μας ενδιαφέρουν οι απαντήσεις τους. Η ποιότητα στη μουσική είναι αυτό που μας ενδιαφέρει. Το να ανακαλύπτει κανείς νέες αγαπημένες μπάντες εκεί που δεν το περιμένει, θα αποτελεί πάντα, εκτός από μεγάλη ικανοποίηση, την πλέον ευχάριστη πρόκληση, καθώς κι εμείς είμαστε πρωτίστως οπαδοί. Σε μια στήλη λοιπόν όπου τα «αδηφάγα» αυτιά των ολοένα και αυξανόμενων φίλων της δεν έχουν σύνορα, έτσι κι εμείς θα προσπαθούμε κάθε φορά να παρουσιάζουμε τη μεγαλύτερη δυνατή γκάμα ήχων και συγκροτημάτων. Άλλωστε, κανένα best seller δε θα υπήρχε, αν δεν υπήρχε η σκηνή του UNDERGROUND.

ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: FORLESEN
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Black terrain”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: I, Voidhanger Records
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Ascalaphus – Κιθάρες, αρμόνιο, πλήκτρα, φωνητικά
Bezaelith – Μπάσο, κιθάρες, πλήκτρα, φωνητικά
Maleus – Τύμπανα
ΚΑΛΕΣΜΕΝΟΙ ΜΟΥΣΙΚΟΙ:
Leila Abdul-Rauf – Τρομπέτα, glockenspiel (μεταλλόφωνο)
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:
Facebook
Bandcamp
YouTube

Παρότι ενεργοί από το 2016, οι δημιουργημένοι από μέλη των LOTUS THIEF, BOTANIST και KAYO DOT Αμερικανοί, ας τους αποκαλέσουμε περίπου blacksters (γιατί δεν αρκεί για να τους περιγράψει), FORLESEN, κυκλοφόρησαν το πρώτο τους άλμπουμ το 2020, ακριβώς στην καρδιά της πανδημίας. Το όνομά του ήταν “Hierophant violent” και πραγματικά, τι άλμπουμ ήταν αυτό…  Δύο χρόνια μετά, επιστρέφουν στη δισκογραφία, κυκλοφορόντας το νέο τους άλμπουμ, το “Black terrain”. Πάντα, το πρώτο πράγμα που βλέπουμε από ένα άλμπουμ, εκτός φυσικά από το όνομα του συγκροτήματος, είναι το εξώφυλλο. Καμιά φορά, έχει την δυναμική να μας προδιαθέσει θετικά ή αρνητικά σχετικά με το περιεχόμενο του. Δεν αποτελεί φυσικά αλάνθαστο κριτήριο, το “Theli” των THERION είναι τεράστιο παράδειγμα του ότι το περιτύλιγμα δεν είναι πάντα ανάλογο του περιεχομένου και ένα από τα ασχημότερα εξώφυλλα από καταβολής εξωφύλλων, κρύβει μέσα του θησαυρό. Εδώ όμως, το εξώφυλλο του “Black terrain”, δεν λαθεύει καθόλου, αν το επιλέξει κανείς από αυτό και μόνο.

Το νέο άλμπουμ των FORLESEN, είχε έναν σκληρό αντίπαλο να αντιμετωπίσει, όχι από κάποιο άλλο συγκρότημα, αλλά από τους ίδιους τους δημιουργούς του, μια και ο προκάτοχός του είχε θέσει πραγματικά πολύ ψηλά τον πήχη, για όποιον επερχόμενο ανταγωνιστή ή διάδοχο. Το “Hierophant violent”, είχε μόλις δύο συνθέσεις. Το “Black terrain”, έρχεται με τέσσερα νέα τραγούδια, όχι όμως μικρότερα σε διάρκεια. Σε διπλάσιο χρόνο αναπαραγωγής, το νέο άλμπουμ, έχει αυτές τις τεράστιες σε διάρκεια μουσικές διαδρομές του προκατόχου του, απλά πολύ πιο χορταστικές, εφόσον είναι επί δύο. Black metal, doom περάσματα, ambient στιγμές, εξαιρετικές εναλλαγές, πανέμορφες μελωδίες, δυναμικά momentum και ξεσπάσματα. Δεν είναι ξεκάθαρο αν κατάφερε η νέα δουλειά των FORLESEN να ξεπεράσει την προηγούμενη, για έναν πολύ απλό λόγο: Η μία είναι καλύτερη από την άλλη, όποια και αν είναι η μία και όποια και αν είναι η άλλη (σ. Δ.Τ: μας φώτισες!). Τόσο εύκολα. Αν δεν έχετε ασχοληθεί μαζί τους, κάντε το. Οπωσδήποτε. Ευχαριστείτε την στήλη μετά.

(8,5 / 10)

Φανούρης Εξηνταβελόνης

ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: IRON KINGDOM
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “The blood of Creation”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Independent
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Leighton Holmes – Μπάσο, β’ φωνητικά
Chris Osterman – Κιθάρες, Φωνητικά
Megan Merrick – Κιθάρες
Max Friesen – Τύμπανα
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:
Website
Facebook
Bandcamp
YouTube

Αυτό που κάνουν οι Καναδοί, από το Surrey της βρετανικής Columbia, IRON KINGDOM (πρώην TWISTED), θέλει μεγάλα «καρύδια». Από το 2011 που είναι ενεργοί δισκογραφικά, μέχρι και σήμερα, δεν είχαν συνεργασία με καμία εταιρεία και κυκλοφορούσαν όλα τους τα albums, μόνοι. Και δεν είναι και λίγα, έτσι; Μαζί με το φετινό, “The blood of Creation”, έχουμε να μετρήσουμε έξι studio albums και ένα live! Μπράβο τους λοιπόν, όχι μόνο για την πίστη στις δυνατότητές τους, όχι μόνο για τη θέλησή τους να έχουν τον πλήρη έλεγχο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, αρνητικό και θετικό, αλλά κυρίως για την συνέπειά τους. Σε μέσους όρους, ανά 1,5-2 χρόνια, κυκλοφορούν και κάτι. Βρες μου εσύ, πόσοι το κάνουν αυτό, στην εποχή μας.

Η φετινή χρονιά τους βρίσκει με μια ακόμη αλλαγή, καθώς στη θέση πίσω από τα τύμπανα κάθεται ο Max Friesen, αντί του Chris Sonea. Κατά τα λοιπά, οι IRON KINGDOM εξακολουθούν να ακολουθούν την ίδια πορεία την οποία ξεκίνησαν να χαράζουν, έντεκα χρόνια πριν, παίζοντας ένα κράμα heavy/power/speed metal, όπου το βγαλμένο από τη δεκαετία του ’90 power/speed ενώνεται με το NWOTHM. Συνεπώς, εσύ που «ανδρώθηκες» μουσικά εκείνη την εποχή και εξακολουθείς να ακολουθείς τα τεκταινόμενα στο παραδοσιακό metal, ξέρεις πολύ καλά τι να περιμένεις. Τους HELLOWEEN, τους SCANNER (ελπίζω πως με διαβάζει άνθρωπος που έχει «λιώσει» τα “Hypertrace” και “Terminal Earth”), τους HEAVEN’S GATE του “In control”, αλλά και τους SKULLVIEW, DAYS OF YORE (τους θυμάσαι;), SKELATOR και KATANA.

Άλλοτε ταχύ, άλλοτε περισσότερο πομπώδες, πάντα όμως υμνικό-ανθεμικό, το “The blood of Creation” είναι σίγουρα η καλύτερη ως τώρα δουλειά των IRON KINGDOM. Πάντα θα υπάρχει η φωνή του Chris Osterman να τεστάρει λίγο παραπάνω τον επίδοξο ακροατή, το γνωρίζουν και οι ίδιοι αυτό, αλλά αν συμφιλιωθείς με τη χροιά του, είναι σίγουρο πως θα ευχαριστηθείς τούτο το album. Αν είχε βγει στα 90s, θα είχε κάνει πολλή περισσότερη αίσθηση, σίγουρα. Βάζω και μισό βαθμό επιπλέον, έτσι, επειδή η ακρόασή του με πήγε πίσω σε πολύ ωραίες μέρες…

(7,5 / 10)

Δημήτρης Τσέλλος

ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: RUBY THE HATCHET
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Fear is a cruel master”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Magnetic Eye Records
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Jilian Taylor – Φωνητικά
John Scarperia – Κιθάρες
Lake Muir – Μπάσο
Owen Stewart – Τύμπανα
Sean Kan Hur – Πλήκτρα, Hammond
ΚΑΛΕΣΜΕΝΟΙ ΜΟΥΣΙΚΟΙ:
Owen Gray – Φωνητικά (“Last saga”)
Paul Ritchie – Κιθάρα (“Last saga”/”The change”)
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:
Website
Bandcamp
Facebook
Twitter
Instagram
YouTube

Οι RUBY THE HATCHET με το περίεργο όνομα, κατάγονται και προέρχονται από το New Jersey των Η.Π.Α. «Μεγάλωσαν» κι αυτοί, τα πέρασαν τα δέκα χρόνια ζωής. Το ντεμπούτο “Ouroboros”, το 2012, ήταν το πρώτο τους αισιόδοξο βήμα. Καλός δίσκος, αλλά ήταν στο “Valley of the Snake” (2015) και στο “Planetary space child” (2017), που το επίπεδο όχι απλά ανέβηκε, αλλά εκτοξεύτηκε. Χαιρετήσαμε μια μπάντα με μια πολύ έντονη όσο και ιδιαίτερη ατμόσφαιρα, όπου η επιστημονική φαντασία (sci-fi) συνέπλεε με το μυσταγωγικό/occult στοιχείο, με όχημα το 70s retro rock και περιμέναμε με ανυπομονησία την συνέχεια.

Άργησαν όμως να μας επισκεφτούν ξανά. Πέρασαν πέντε χρόνια για να ακούσουμε το Fear is a cruel master και αν κρίνω από τον εαυτό μου, ως φίλος της μουσικής του group, μου έλειψαν οι RUBY THE HATCHET κατά την πενταετία αυτή. Αυτό και μόνο, έκανε την ακρόαση του νέου δίσκου ακόμη πιο ιδιαίτερη. Δεν είναι ότι δεν είχα εμπιστοσύνη στις ικανότητες των Αμερικανών, κάθε άλλο. Ήθελα όμως ένα album που να μην κάλυπτε απλά το κενό, αλλά να ήταν τουλάχιστον ισάξιο με τους δύο προκατόχους του. Δύσκολο, το ξέρω. Και οι ίδιοι οι RUBY THE HATCHET το ήξεραν, είμαι σίγουρος για αυτό και μάλλον το είδαν ως την υπέρτατη πρόκληση.

Το “Fear is a cruel master” αποτελείται από οκτώ κομμάτια και έχει διάρκεια 43 λεπτά. Είναι σαφέστατα πολύ πιο κιθαριστικό από το “Planetary…”, χωρίς τα πλήκτρα βέβαια να χάνουν τον σημαντικό ρόλο τους. Εγγύτερα στο “Valley…”, θα μπορούσαμε να πούμε. Επηρεασμένοι από την ομώνυμη φράση του θρησκευτικού κινήματος των Branch Davidians, απ’ όπου και ο τίτλος, οι RUBY THE HATCHET ασχολούνται με τη φύση του Ανθρώπου, το σώμα, τη ψυχή, το νου και σε «μπάζουν» σε ένα μαγευτικό, ψυχεδελικό ταξίδι που σε πάει πίσω στον χρόνο. Και με τη ψυχεδέλεια αυτή να είναι μεν ακόμη εδώ, αλλά να έχει μια παρουσία διακριτική, το album ξεκινά από το κλασσικό rock των late 60s και φτάνει ως το κλασσικό βρετανικό heavy metal.

«Στοιχειωμένες» μελωδίες, βαριά riffs απευθείας από την ταστιέρα των Tony Iommi και Mick Box, Hammond και πλήκτρα προϊόντα των Ken Hensley/Jon Lord και πάνω απ’ όλα η τοσοδούλα Jillian Taylor, να εξακολουθεί να είναι μια επικίνδυνη πλανεύτρα. Η φωνή της είναι πανέμορφη, σαγηνευτική, σαν «εύθραυστη» κάποιες φορές και σου δίνει την εντύπωση πως καμία άλλη δε θα μπορούσε να ερμηνεύσει τα τραγούδια όπως αυτή. Αν οι LUCIFER, JEX THOTH, UNCLE ACID και WITCHCRAFT καταλαμβάνουν θέση, στη δισκοθήκη και στις προτιμήσεις σου, ισότιμη με αυτή των BLACK SABBATH, URIAH HEEP και PAGAN ALTAR, τότε δεν υπάρχει ουδεμία δικαιολογία. Οφείλεις να ακούσεις το “Fear is a cruel master” και να «βυθιστείς» στη μουσική του. Και αφού το κάνεις, τσέκαρε το “Live at Earthquaker”, όπου η μπάντα παίζει «ζωντανά» στο studio δύο από τα καινούργια της κομμάτια, δείχνοντας τις αρετές της, συν την εξαιρετική διασκευή στο “Easy livin’” των URIAH HEEP. Classic material.

(9 / 10)

Δημήτρης Τσέλλος

Photo: Don Vincent Ortega

ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: STEEL INFERNO
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Evil reign”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: From the Vaults
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Chris Rostoff – Φωνητικά
Jens Andersen – Κιθάρες
Lars Lyndorff – Κιθάρες
Thierry Zubritovsky – Μπάσο
Krzysztof Baran – Τύμπανα 
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:
Facebook
Website
Bandcamp
Instagram
Spotify
YouTube

Βόρεια Ευρώπη. Νορδικές χώρες, Δανία, Κοπεγχάγη, Hovedstaden. Τρίτο album για τους STEEL INFERNO, μετά το “Aesthetics of decay” και το “…and the Earth stood still”. Γνωστή στους underground κύκλους τούτη η πεντάδα, γνωστές οι δύο πρώτες της δισκογραφικές απόπειρες, γραμμένες με πάθος αλλά με χτυπητές αδυναμίες που δεν τις άφησαν να ξεχωρίσουν παραπάνω. Επομένως, τίθεται εδώ το εξής ερώτημα: Όταν αυτό συμβαίνει, όταν οι αδυναμίες επισημαίνονται, τί πρέπει να κάνει ο μουσικός; Να «στηλώσει» τα πόδια του, να πεισμώσει σαν το μικρό παιδί που το μαλώνουν και να εξακολουθήσει να κάνει αυτό που θέλει, ή να ακούσει τις παρατηρήσεις, τις συμβουλές, να τις αξιολογήσει και να προσπαθήσει, έστω, να τις διορθώσει ή εξαλείψει;

Αν ρωτούσες εμένα, θα σου απαντούσα το δεύτερο, εννοείται. Και όπως όλα δείχνουν, η ίδια ερώτηση ετέθη στους STEEL INFERNO, οι οποίοι απάντησαν το ίδιο. Και το καταλαβαίνουμε αυτό, από την εξαιρετική πρόοδο που έχουν σημειώσει στο τρίτο τους πόνημα, το Evil reign. Τόσο συνθετικά και εκτελεστικά, όσο και σε επίπεδο παραγωγής. Το νέο album «σβήνει» τα δύο προηγούμενα, το λέω με πάσα ειλικρίνεια. Ξεκινάμε από τη μεγάλη αλλαγή, καθώς στη θέση της Karen Collatz Christensen, βρίσκεται πλέον ο Chris Rostoff. Τεράστιο level up, ερμηνευτικά. Ακολουθεί η σαφέστατη βελτίωση όχι μόνο στον ήχο, αλλά και στις συνθέσεις. Εκεί που στα προηγούμενα albums είχαμε να λέμε για τις καλές, επιθετικές κιθάρες που προσπαθούσαν να ξεχωρίσουν και να ξεπεράσουν το σχετικά χαμηλό «ταβάνι» του group, εδώ η ονομασία του group λαμβάνει «σάρκα και οστά».

Οι Δανοί παίζουν μια «καυτή» μίξη US speed/thrash metal. Αυτό μεταφράζεται σε AGENT STEEL, OVERKILL των πρώτων δύο δίσκων, HALLOW’S EVE και SLAYER του “Show no mercy”. Πότε ταχύτατο και πότε σε επιβλητικούς μεσαίους ρυθμούς, το “Evil reign” είναι ένα album για πολύ συγκεκριμένα γούστα. Απευθύνεται σε όσους ακολουθούν το NWOTHM (αν και ΔΕΝ ανήκει στο εν λόγω κίνημα), σε όσους περιμένουν εναγωνίως κάθε χρόνο festivals σαν το Keep it True και το Up the Hammers, σ’ αυτούς που λέξεις όπως «πρόοδος», «πολυπλοκότητα» και φράσεις όπως «το album θέλει πολλές ακροάσεις» τους φέρνουν τάση προς έμετο, σε εκείνους που το ημερολόγιο έχει κολλήσει στο 1986. Συνεπώς, η βαθμολογία για τους παραπάνω δεν έχει κανένα νόημα. Για όλους εμάς τους υπόλοιπους, περισσότερο διαλλακτικούς, το “Evil reign” είναι ένα καλό album. Μακάρι το επόμενο να είναι καλύτερο, η επανεκκίνηση ήταν επιτυχής.

(7 / 10)

Δημήτρης Τσέλλος

Photo: Lena Angioni

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here