Underground Halls Vol. 145 – “IV: Sacrament” – The WYTCH HAZEL special edition

0
1083












Πόσο εύκολο είναι να γίνει, ένας καλλιτέχνης, γνωστός στις μέρες μας; Η απάντηση είναι μόνο μία και έρχεται στα χείλη αυθόρμητα και αυτόματα: Πολύ εύκολο. Το διαδίκτυο είναι ένας μεγάλος σύμμαχος και το κυριότερο «εργαλείο» στα χέρια κάθε καλλιτέχνη και κάθε μπάντας, ώστε να αποκτηθεί η πολυπόθητη αναγνωρισιμότητα. Αυτό όμως είναι, ταυτόχρονα, ένα δίκοπο μαχαίρι. Ζούμε παράλληλα στην εποχή της άκρατης πληροφόρησης, στην εποχή που θέλει έναν τεράστιο όγκο πληροφοριών και δεδομένων να περνούν ταχύτατα από μπροστά μας, χωρίς να μπορούμε να τα αφομοιώσουμε στον βαθμό που θα θέλαμε και όσο εύκολα μπορεί κάποιος να γίνει γνωστός, άλλο τόσο μπορεί να εκτεθεί και όλο αυτό να του γυρίσει boomerang, αν δεν πληροί τις προϋποθέσεις από πλευράς ικανοτήτων και αξίας.

Για τους WYTCH HAZEL δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας. Ούτε από πλευράς τους, ούτε από πλευράς μας. Αργά, μεθοδικά και εν τέλει σωστά, «χτίζουν» το δικό τους όνομα στον χώρο της αναβίωσης του 70s – early 80s ήχου. Με τέσσερα studio albums υπέροχα, μέσα σε μια επταετία, την ίδια στιγμή που άλλες μπάντες προσπαθούν να συνθέσουν και να ηχογραφήσουν έναν ανά πενταετία, μην πω και περισσότερο. Επειδή όμως πρωτίστως κρίνουμε την ποιότητα και όχι την ποσότητα, το να γράφεις το ένα εξαιρετικό album μετά το άλλο είναι που δίνει τα πολλά εύσημα και οι Βρετανοί έχουν να επιδείξουν ως τώρα μια αξιοθαύμαστη και αξιοζήλευτη παραγωγικότητα.

Η τελευταία τους μέχρι τώρα «κατάθεση», ήταν εκείνο το split με τους Καναδούς SPELL, κάποιους μήνες πριν και το κομμάτι Chain yourself. Ό,τι πιο heavy metal είχαν παρουσιάσει ως τότε, το είχα αντιμετωπίσει περίπου ως τον προπομπό του “IV: Sacrament” και με την ποιότητά του, με είχε «αναγκάσει» να γράψω, στο Underground Halls Vol.122, τούτο δω:

«Αν αυτό είναι χαρακτηριστικό δείγμα του τί μας περιμένει με τον διάδοχο του “III: Pentecost”, είμαι βέβαιος πως από τώρα πρέπει να μιλάμε για ένα ακόμη αριστούργημα.»

Έτσι, όταν πήρα στα χέρια μου το “IV: Sacrament”, δε γινόταν όπως καταλαβαίνεις να μη θυμηθώ εκείνα τα λόγια. Όχι για κάποιον εγωιστικό λόγο ή για να αποδείξω κάτι, έτσι κι αλλιώς μια υπόθεση έκανα, όταν παρακολουθείς από κοντά την πορεία ενός καλλιτέχνη ή ενός συγκροτήματος, δεν είναι δύσκολο να μαντέψεις ή να υπολογίσεις κάποια πράγματα. Είχα μόνο την περιέργεια να δω αν όντως το ένστικτό μου, ταυτιζόταν με το όραμα του group. Και τελικά, έπεσα μέσα. Το “IV: Sacrament” είναι όντως το πιο heavy metal album των WYTCH HAZEL ως τώρα, παιγμένο με έναν τρόπο που όχι μόνο δεν του επιτρέπει να ακούγεται ξεκομμένο από τον hard rock χαρακτήρα τους, αλλά είναι η ουσιαστική συνέχεια και εξέλιξή του…

Δεν ήταν διόλου «ρόδινες» οι συνθήκες, τα τρία χρόνια που μεσολάβησαν από το III: Pentecost μέχρι σήμερα. Πάμπολλες οι αναποδιές, πλείστα τα προβλήματα, κακοτυχία, (φαντάσου ότι κάηκε μέρος του εξοπλισμού κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων, για τέτοια γκίνια μιλάμε), ήρθε και μια σημαντική αλλαγή στην σύνθεση να εντείνει το άγχος: Ο drummer Jack Spencer αποχώρησε και τα τύμπανα αναγκαστικά έπαιξε ο ίδιος ο Hendra, πριν αναλάβει ο τωρινός drummer Aaron Hay… Η μπάντα όμως δε «μάσησε». Επέδειξε αντοχή και πείσμα. Άλλωστε, η επιτυχία έρχεται με κόπο και πολλές φορές πόνο, έτσι δεν είναι Colin;

Ο Ed Turner των πάλαι ποτέ PURSON (δες εδώ αν δεν τους ξέρεις) ανέλαβε και πάλι χρέη παραγωγού, με συμπαραγωγό τον ίδιο τον Hendra, μεταμορφώνοντας σε σύγχρονο studio ένα παλαιό εκκλησάκι. Σύγχρονο; Χμ… Καινούργιος μεν ο εξοπλισμός, αλλά εντελώς vintage, αυθεντικός, στα πρότυπα του αναλογικού εξοπλισμού των 70s. Οι δυο τους, με μια άριστη συνεργασία, ακολούθησαν πιστά τη φιλοσοφία των μεγάλων παραγωγών του «χθες», όπως ο Martin Birch και ο Roy Thomas Baker (όταν ακούσεις τον δίσκο θα διαπιστώσεις πως κάθε άλλο παρά τυχαία είναι τα ονόματα) προσέχοντας την παραμικρή λεπτομέρεια και δημιουργώντας έτσι έναν εκπληκτικό, «ζεστό», αναλογικό ήχο.

Ας μπούμε τώρα στα ενδότερα… Στους προηγούμενους δίσκους του group, ακούγαμε ένα πρώτης τάξεως hard rock, σε καθαρά βρετανικό στυλ, που χτυπούσε τις ευαίσθητες χορδές όλων όσων λατρεύουμε μπάντες σαν τους THIN LIZZY, WISHBONE ASH, JETHRO TULL, φτάνοντας μέχρι τις παρυφές του metal. Προς Θεού, μην ανησυχείς, ο μοναδικός “Hazel” χαρακτήρας δεν έχει αλλοιωθεί. Καταλαβαίνεις πως αυτό που ακούς είναι WYTCH HAZEL, από τις πρώτες νότες. Ακριβώς όμως επειδή το συγκρότημα ακούγεται πιο «μεταλλικό» από ποτέ, στις παραπάνω επιρροές/αναφορές πρόσθεσε αρκετό NWOBHM υπό τη μορφή των ANGEL WITCH κυρίως του As above, so below (ναι, δεν πρόκειται περί λάθους), των IRON MAIDEN του Piece of mind (ούτε εδώ πρόκειται για λάθος!), των DEMON και των PAGAN ALTAR, με τους 70s JUDAS PRIEST να είναι διακριτικά παρόντες.

Στιχουργικά, η μπάντα δεν αλλάζει ρότα, αφού ο Colin καταπιάνεται εκ νέου με θεολογικά – φιλοσοφικά ζητήματα. Ο τρόπος γραφής του όμως, πιο πεσιμιστικός από κάθε άλλη φορά, θα τολμούσα να πω πως είναι πολύ κοντά σε εκείνον του Bill Tsamis των WARLORD, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Συνεπώς, το ευθύ μήνυμα εξακολουθεί να συμπορεύεται με την αλληγορία και οι στίχοι αποπνέουν ξανά ένα ποιητικό και λογοτεχνικό ύφος γραφής. Μέσα από την πένα του Colin, η ελπίδα και η ψυχική ανάταση συμβαδίζουν με τον πόνο και τη θλίψη, δίνοντας χώρο στον ακροατή να μελετήσει τους στίχους και γιατί όχι, να ταυτιστεί μαζί τους όχι μόνο επειδή συμμερίζεται τα θρησκευτικά/θεολογικά πιστεύω του στιχουργού, αλλά επειδή μπορεί απλά να μαγεύεται από κάθε τι το επικό/λυρικό.

Από τα κομμάτια του “IV: Sacrament”, δεν υπάρχει ούτε ένα που να υστερεί, σύγχρονοι hard rock/heavy metal ύμνοι διαδέχονται ο ένας τον άλλον. Οι καλπάζουσες κιθάρες είναι αυτές που κυριαρχούν στα “The fire’s control”, “Angel of Light”, “Time and doubt”, “Strong heart” και “A thousand years”. Οι ρυθμοί πέφτουν και ο λυρισμός αλλάζει προσωπείο στις «ελεγείες» “Deliver us” (τι άλλο θα μπορούσε να είναι αυτό το κομμάτι, με τέτοιον τίτλο), “Endless battle” και “Digging deeper” (η απόλυτη μίξη WISHBONE ASH με SCORPIONS εποχής Roth στην καλύτερη σύνθεση του δίσκου και στη μοναδική φορά που η μουσική περνά τα σύνορα της βρετανικής επικρατείας), το folklore στοιχείο παίρνει τα ηνία στο πανέμορφο, γαλήνιο “Future is gold”…

Το “IV: Sacrament” είναι ένα ακόμη πολύτιμο πετράδι στο σεντούκι των WYTCH HAZEL και για τον συντάκτη που γράφει αυτές τις γραμμές, είναι μάλλον το πιο αστραφτερό, μια φράση που ερμηνεύεται ως «μάλλον το καλύτερο». Αν είσαι οπαδός της μπάντας ίσως συμφωνήσεις, ίσως πάλι όχι, λόγω του ότι είναι τέτοια η ποιότητα των τριών προκατόχων του, που όποιος και να έχει τα πρωτεία στην συνείδησή σου, η επιλογή σου έχει τεράστια βάση. Αν όμως τούτο το album είναι η δυνητικά πρώτη σου «γνωριμία» με αυτό το τόσο υπέροχο group, μην το σκέφτεσαι καν. Άκου το “IV: Sacrament” και βυθίσου στη θάλασσα συναισθημάτων που το hard rock και το heavy metal προκαλούν στην κλασσική τους, αρχέγονη μορφή.

“Are you afraid of the fire? Open your eyes, open your heart, open your soul!”

(9,5 / 10)

Δημήτρης Τσέλλος

Photos by Sam Scott-Hunter

ΣΥΝΘΕΣΗ:
Colin Hendra – Τύμπανα, κιθάρα, φωνητικά, πιάνο, όργανο
Alex Haslam – Κιθάρα
Andrew Shackleton – Μπάσο
ΚΑΛΕΣΜΕΝΟΙ ΜΟΥΣΙΚΟΙ:
Ed Turner – Μαντολίνο, mellotron

ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:
Bandcamp

Facebook
Spotify
Deezer
iTunes


ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ
:
“Prelude” (Bad Omen Records, 2016)
“II: Sojourn” (Bad Omen Records, 2018)
“III: Pentecost” (Bad Omen Records, 2020)
“Early music” (Bad Omen Records, 2022)
“IV: Sacrament (Bad Omen Records, 2023)

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here