URIAH HEEP – The ultimate best-of

0
138

Υπόθεση URIAH HEEP. Στο παρακάτω κείμενο προσπαθήσαμε με πολύ κόπο να ξεχωρίσουμε τριάντα κομμάτια (είκοσι είχαν αρχικά προγραμματιστεί αλλά… περίσσευαν αρκετά, οπότε τα αυξήσαμε λίγο) από την πλούσια σε ποιότητα αλλά και σε ποσότητα δισκογραφία της μπάντας. Αγαπημένες ερμηνείες και αγαπημένα κομμάτια από όλες τις περιόδους των URIAH HEEP. Σίγουρα υπάρχουν και απώλειες, ο καθένας από εσάς θα έχει τα δικά του αγαπημένα. Όταν όμως πρέπει να καλύψεις μια πορεία 50 χρόνων μέσα από 30 τραγούδια αυτά συμβαίνουν. Στο τέλος υπάρχει και η σχετική λίστα του Spotify!
Οι αειθαλείς URIAH HEEP την ερχόμενη Παρασκευή στις 8 Φεβρουαρίου θα εμφανισθούν στο Fuzz live music club και οι Γιάννης Παπαευθυμίου, Δημήτρης Τσέλλος και Δημήτρης Σειρηνάκης σαν προσφέρουν ένα ορεκτικό πριν το κυρίως πιάτο. Come taste the band!

Gypsy (“Very ‘Eavy, very ‘Umble” – 1970)
13 Ιουνίου του σωτηρίου έτους 1970. Ο πρώτος δίσκος των URIAH HEEP είναι γεγονός και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι το album ανοίγει με αυτό το heavy κομμάτι. Heavy metal το έλεγαν τότε και η σύνθεση είναι των Βox / Byron, μιας και ο Κen Hensley δεν είχε ακόμη κάνει την παρέμβαση του στην σύνθεση των κομματιών. Το κομμάτι διαρκεί λίγο πάνω από έξι λεπτά, όμως για τις ανάγκες του single, το βρίσκουμε και τετράλεπτο σε πολλές συλλογές, με κομμένη την εισαγωγή στην αρχή και το τέλος.
Ο δίσκος ήταν από αυτούς που έθεσε τις βάσεις για το πρώτο κύμα του heavy metal της δεκαετίας του 70 και ιστορική παραμένει η φράση της Μelissa Mills του Αμερικάνικου περιοδικού Rolling stone «Αν αυτή η μπάντα τα καταφέρει, εγώ θα αυτοκτονήσω». To “Gypsy” είναι το πρώτο τραγούδι που ηχογράφησε το συγκρότημα από την ονομασία του και έπειτα, το πρώτο από μια σειρά σπουδαίων κομματιών, με το μπετόν αρμέ riff να είναι σήμα κατατεθέν της πρώιμης εποχής των HEEP. Ο Mick Box σαν κιθαρίστας μπορεί να μην ήταν ένας βιρτουόζος επιπέδου Blackmore, Page, αλλά ήταν εκτός από συλλογικός παίχτης (έχει μείνει στην ιστορία η τριάδα Βοχ / Byron / Hensley) και φοβερός συνθέτης επίσης. Και αν έχει γράψει άσματα… Ένα από αυτά είναι και το “Gypsy”.
(Γ.Π)

Bird Of Prey (“Salisbury” – 1970)
O αγαπημένος τραγουδιστής του King Diamond, σε μια απόδοση που χάραξε τον δρόμο για την εξέλιξη του… «αθλήματος», μαζί με 2-3 ακόμη (του Ian Gillan στο “Child in time” για παράδειγμα). Proto – metal χαρακτήρας σε μια επιθετική (μη ξεχνάμε πως αναφερόμαστε στο 1970, έτσι;) όσο και λυρική σύνθεση, με ένα από τα καλύτερα riffs που ακούστηκαν ποτέ στα 70s. Αρχικά μας συστήθηκε μέσω της αμερικανικής έκδοσης του “…Very ‘Eavy… Very ‘Umble”, αλλά ο κόσμος το έμαθε κυρίως από το “Salisbury”. Οι διαφορές μουσικά ελάχιστες. Φωνητικά όμως, ο Byron στη δεύτερη και ευρέως διαδεδομένη version του είναι ακόμη πιο εντυπωσιακός, τραγουδώντας περισσότερα υψίσυχνα μέρη.
(Δ.Τ)

The Park (“Salisbury” – 1970)
Ακουστικό intro, το οποίο και «ζωγραφίζουν» μπαίνοντας διαδοχικά οι Hensley και Box και μια «εύθραυστη», σχεδόν μαγική ερμηνεία από τον Byron, με τη βοήθεια των υπολοίπων και κυρίως του Hensley. Ως το τελευταίο δίλεπτο το κομμάτι μουσικά θυμίζει «αραλίκι» στο παγκάκι, ενώ από εκεί και μετά, ο πρωταγωνιστής σηκώνεται και ξεκινά το περπάτημα, όπου βλέπει το πάρκο «να ζωντανεύει» μπροστά του μέσω μιας στροφής προς το καθαρά ψυχεδελικό rock. Οι στίχοι του δε, είναι από τους ωραιότερους που έχουν γραφτεί ποτέ από τη μπάντα. “So, why my heavy heart? You say, when tears would stain. The sights so gay, my brother’s dreams once here did soar, until he died at the hand of needless war”… Κάποια στιγμή, κάποιος άλλος έκανε τα ίδια όνειρα με τον πρωταγωνιστή του τραγουδιού, στο ίδιο πάρκο, μα δεν τα είδε να γίνονται πραγματικότητα…
(Δ.Τ)


Look at yourself (“Look at yourself” – 1971)
Eξαιρετικό τραγούδι που ανοίγει τον ομότιτλο- τρίτο κατά σειρά δίσκο του σχήματος, που βγήκε τον Σεπτέμβριο του 1971. Σύνθεση του Hensley που είχε αρχίσει σιγά σιγά να αναλαμβάνει αρχηγικό ρόλο στην μπάντα, μιας και σε αυτόν τον δίσκο έχει αναλάβει σχεδόν μόνος του την σύνθεση των τραγουδιών. Με τα keyboards του “ζωγραφίζει” την σύνθεση, βοηθούμενος τόσο από την κρυσταλλική φωνή του Byron όσο και από τα τύμπανα του Ian Clarke (η μοναδική του εμφάνιση σε δίσκο της μπάντας, υπήρξε νωρίτερα μέλος της Βρετανικής progressive rock μπάντας CRESSIDA). Επίσης στο κομμάτι αυτό συμμετέχουν στα κρουστά τρία μέλη της Άγγλο- Αφρικάνικης μπάντας OSIBISA, οι οποίοι ανήκαν και αυτοί στο δυναμικό της Bronze records.
Πανέξυπνη επίσης η ιδέα του Mick Box να τοποθετήσει έναν παραμορφωτικό καθρέπτη στο εξώφυλλο, ταιριάζοντας τον τίτλο του δίσκου με το κομμάτι που τον ανοίγει. Η μεγάλη πορεία προς την δόξα είχε αρχίσει να στρώνεται και δεν θα αργήσει να κατακτηθεί.
(Γ.Π)

Shadows of grief (“Look at yourself” – 1971)
Hammond B3 σε ρόλο πρωταγωνιστή, πολυφωνικές γραμμές, DEEP PURPLE επιρροές, ατμόσφαιρα, progressive rock, κλιμακούμενη ένταση με ψυχεδελικό «κόψιμο» στη μέση, ακόμη περισσότερη ατμόσφαιρα και ο Byron στα ύψη. Κάπου εμφανίζεται και το DNA του “Phantom of the opera” των IRON MAIDEN. Για ψάξτε το λίγο… Από τα υποτιμημένα διαμάντια της δισκογραφίας του group, στην ουσία εμπεριέχει ολόκληρη τη μουσική τους σε 08:40 λεπτά της ώρας. Πιο πάνω κάτι έγραψα για τον King Diamond. Ακούστε προσεκτικά το κομμάτι και μετά ανατρέξτε στο “Melissa” ή στο “Don’t break the oath”. Τώρα, ναι, συνεννοηθήκαμε.
(Δ.Τ)

July Morning (“Look at yourself” – 1971)
Ο ΟΡΙΣΜΟΣ του κλασσικού. Ο Παρθενώνας της μπάντας. Ένα έπος αντίστοιχο και ισάξιο με το “Stairway to Heaven” και το “Child in time”, για κάποιους δε, ανώτερό τους. Η μπάντα αποδίδει εξαιρετικά, ο Byron κάνει μια από τις καλύτερες ερμηνείες της σύντομης (δυστυχώς) καριέρας του, αλλά όλοι ξέρουμε πως το κομμάτι στην ουσία είναι ο Manfred Mann. Ο manager Gerry Bron είχε εξαρχής δηλώσει πως εκτός από το θρυλικό πλέον παίξιμό του στο minimoog και στο steam calliope (ιδιαίτερο όργανο το οποίο παράγει ήχους σαν σφύριγμα), ο ηγέτης των MANFRED MANN’S EARTH BAND συμμετείχε ενεργά και στην τελική ανάπτυξη και μορφή του, έστω και αν το κομμάτι αποτελεί σύνθεση των Hensley/Byron.
(Δ.Τ)

Εasy Livin’ (“Demons and wizards”- 1972)
Το 1972 βρίσκει την μπάντα με το πιο πλήρες line up που θα είχαν ποτέ, μιας και η είσοδος των Gary Thain (μπάσο) και Lee Kerslake (τύμπανα) θα δέσει την μπάντα σε απίστευτο βαθμό. Το “Easy Livin’” ήταν το δεύτερο single από τον δίσκο που διαδέχθηκε το “The wizard” και ήταν αυτό που τους βοήθησε να κατακτήσουν τα Αμερικάνικα charts.
Μπορεί στην Ευρώπη να είχαν καταφέρει να καθιερωθούν μέχρι τώρα, αλλά χάρις στο “Easy livin’” μπόρεσαν να εισβάλουν στην μεγαλύτερη αγορά του κόσμου (Αμερική) φθάνοντας μάλιστα στο # 39 του Billboard chart. Σύνθεση του Ken Hensley, γράφθηκε ύστερα από μια συζήτηση που είχαν σ’ ένα ταξί, για το πώς ο κόσμος νομίζει ότι η ζωή των rock συγκροτημάτων είναι εύκολη, απλά παίζουν συναυλίες, πληρώνονται και μετά πηγαίνουν σπίτι τους. Η συζήτηση αυτή προέκυψε αφού η μπάντα είχε βγει από το studio μετά από ένα 36-άωρο σερί προβών και ηχογραφήσεων και η όλη κουβέντα προβλημάτισε τον Hensley, οι λέξεις easy και life κόλλησαν στο μυαλό του. Οταν έφτασε σπίτι του κάθισε στο πιάνο και μετά από δεκαπέντε λεπτά το συγκεκριμένο τραγούδι ήταν έτοιμο.
(Γ.Π)

Rainbow Demon (“Demons and wizards” – 1972)
To EPIC METAL και ο πρόγονός του. “There rides the rainbow demon, on his horse of crimson fire. Black shadows are following in closely, on the heels of his desire. Riding on in the mist of morning, no one dared to stand in his way… Possessed by some distant calling. Riding on through night and day. Rainbow demon, pick up your heart and run. Rainbow demon, looks for his sword and is gone.” Μια στιχουργική «ματιά» που λίγα χρόνια μετά, θα γίνει η «σκοπιά» από την οποία θωρούσε τα πράγματα ο μεγάλος Ronnie. Αργό, με τα πλήκτρα του Hensley να το «οδηγούν» και να δημιουργούν αυτήν την αξεπέραστη μυσταγωγική όσο και επική ατμόσφαιρα. Ο Βύρωνας στα φωνητικά, σε χαμηλές ως μεσαίες οκτάβες, με λίγες και ουσιαστικές εξάρσεις, χωρίς υψίσυχνα ξεσπάσματα, μαγεύει. Το solo που στην ουσία «τραγουδά» τον σκοπό του κομματιού, είναι ένα ακόμη δείγμα του μεγάλου ταλέντου του Mick Box.
(Δ.Τ)

Circle of Hands (“Demons and wizards” – 1972)
Προσωπικά θεωρώ τον τέταρτο δίσκο των URIAH HEEP τον πιο ολοκληρωμένο τους δίσκο. Ένας από τους λόγος είναι και το συγκεκριμένο κομμάτι. Σύνθεση και αυτό του Hensley έρχεται να κλείσει την πρώτη πλευρά του δίσκου. Εξάλεπτο έπος πραγματικά, εδώ φαίνεται και το πόσο έχουν συμβάλει τα νέα μέλη, Gary Τhain και Lee Kerslake στο συνολικό αποτέλεσμα. Ο συνδυασμός των μαγευτικών πλήκτρων του Hensley, η μεγαλειώδης ερμηνεία από τον Byron και ένα εξαιρετικό κιθαριστικό θέμα από τον Mick Box, φτιάχνουν ένα κομμάτι που ταιριάζει απόλυτα στην αισθητική του δίσκου και αποτελεί αγαπημένο των HEEP maniacs ανά τον κόσμο. Το θέμα σύμφωνα με τον Hensley προέκυψε μετά την εμπειρία που είχε από την πρώτη του τελετή πνευμάτων που ήταν παρών, στην Ιταλία σε ένα μικρό χωριό ψαράδων που λεγόταν Santa Margarita. “Ήταν μια χούφτα ανθρώπων που καθόντουσαν γύρω από ένα τραπέζι. Κάποιος άρχισε να βγάζει κάποιες περίεργες φωνές ώστε να μαζέψει τα πνεύματα. Ήταν διασκεδαστικό το θέαμα, καθόλου τρομακτικό αλλά και αρκετά χαζό κατά την άποψη μου. Αυτό που προέκυψε πάντως από την συνάντηση αυτή ήταν αυτό το τραγούδι”. Ένα από τα πιο σπουδαία τους τραγούδια αναμφίβολα.
(Γ.Π)

Sunrise (The magician’s Birthday” – 1972) 
Δεν πρόλαβε να κοπιάσει η επιτυχία του “Demons and wizards” και έξι μήνες μετά θα ακολουθήσει και ο διάδοχος του το “Magician’s Birthday”. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτοί οι δυο δίσκοι είναι αδέλφια , το ένα αποτελεί προέκταση του άλλου, βγήκαν την ίδια χρονιά , οι fantasy στίχοι συνεχίζονται και εδώ, τα επικά εξώφυλλα και των δυο δίσκων είναι του Roger Dean και είναι το λιγότερο φανταστικά και επίσης μοιάζουν αρκετά όσο αφορά το μουσικό ύφος. Το μαγευτικό αυτό κομμάτι που ανοίγει και τον δίσκο σε βάζει κατευθείαν στην fantasy ατμόσφαιρα ήταν μια σύνθεση του Ken Hensley και κυκλοφόρησε σαν b-side του “Spider woman”. Ήταν πραγματικά περίεργο πάντως ότι δεν επιλέχθηκε για κύριο single του δίσκου, αλλά αυτό δεν εμπόδισε την τύχη του. Το “Sunrise” λατρεύτηκε από το κοινό τους στις συναυλίες (αν κοιτάξετε στο “Uriah heep live” του 1973, το πρώτο επίσημο live album τους, είναι αυτό που ανοίγει στο set).
Η ερμηνεία του Byron, οι μοναδικοί στίχοι του τραγουδιού, οι φωνητικές αρμονίες που ήταν ένα από τα πιο δυνατά ατού τους, ο Gary Thain να “ζωγραφίζει” την σύνθεση με μοναδικό τρόπο, η κορύφωση της μουσικής, οι εικόνες που σου δημιουργεί το άκουσμα του και το μουσικό ταξίδι που κάνεις ακούγοντάς το είναι μοναδικό. Το “Sunrise” είναι ένα από τα πιο σημαντικά τραγούδια της μπάντας και προσωπικά το κομμάτι που με έμπασε για τα καλά στην μαγεία των URIAH HEEP.
(Γ.Π)

Εchoes in the dark (The magician’s Birthday” – 1972)
Ένα από τα πιο επικά κομμάτια της μπάντας θα το βρούμε και αυτό στο “Magician’s Birthday”. Σύνθεση του Ken Hensley και αυτό, ένας Hensley που βρίσκεται σε συνθετικό ίστρο όπως έχω ξαναπεί. Εδώ γράφει ένα βαρύ-επιβλητικό κομμάτι που ξεκινά μελωδικό/ταξιδιάρικο, η συναισθηματική ερμηνεία του Byron μοιάζει ικανή να σε παρασύρει μαζί της σε αυτήν την δύνη, σε γραπώνει αμέσως βάζοντας τους στίχους στο μυαλό σου και στο τελευταίο λεπτό θα έρθει η κορύφωση του για να το απογειώσει σαν σύνθεση. Ήταν η εποχή που οι HEEP μπορούσαν να διαθέτουν ροκάδικα κομμάτια σαν το “Spider woman” και επικά σαν το “Magician’s Birthday” και το “Echoes in the dark” στον ίδιο δίσκο. “Ένα νέο image έχει αναπτυχθεί, αλλά αυτήν την φορά είναι κάτι παραπάνω, είναι χαρακτήρας ” αναφέρει το περιοδικό Melody maker, και η αποδοχή της μπάντας μετά από μια περίοδο δυσπιστίας έχει πλέον κερδηθεί. Οι URIAH HEEP βρίσκονται στην καλύτερη περίοδο της καριέρας τους με το πιο πλήρες και το πιο λειτουργικό line up και οι ύμνοι όπως αυτό εδώ, μας χαρίζονται απλόχερα.
(Γ.Π)

Τales (The magician’s Birthday” – 1972)
Aλλη μια μοναδική σύνθεση από το “Magician’s Birthday” και αυτή με την υπογραφή του Ken Hensley. Μια από τις πιο ξεχωριστές συνθέσεις αλλά και μια από τις πιο αγαπημένες των οπαδών τους. Το “Tales” είναι ένα ατμοσφαιρικό ακουστικό αριστούργημα που ξεχωρίζει για μια σειρά λόγων. Οι μαγευτικοί στίχοι του, η ερμηνεία του Byron είναι σεμιναρική, τα ψυχεδελικά πλήκτρα του Hensley, οι slide κιθάρες του Mick Box και τα τύμπανα του Lee Kerslake έρχονται όλα σε μια αρμονία να “δέσουν” την σύνθεση αυτήν. Ο Hensley θα πει για τον Byron: “Ο David ήταν ο επικοινωνιακός σύνδεσμος της μπάντας με το κοινό που μας παρακολουθούσε. Είχε τόσο χάρισμα, τόσες δυνατότητες. Δεν είχε την καλύτερη φωνή του κόσμου αλλά ήταν ένας από τους πρώτους πραγματικούς showmen”. Επίσης, οι προσθήκες των Gary Thain και Lee Kerslake στην μπάντα και το δέσιμο που προέκυψε, της έδωσαν μια δυναμική και μια πνοή που μπορεί κανείς να την αντιληφθεί σε κάθε τραγούδι που συμμετείχαν. Δεν είναι μυστικό ότι το line up αυτό που κράτησε την τριετία 1972-1974 ήταν το πιο συμπαγές και το πιο δημιουργικό που είχε ποτέ αυτή η μπάντα.
(Γ.Π)

Pilgrim (“Sweet freedom” – 1973) 
EΠΙΚΟ heavy metal. Μια σύνθεση που θα θέσει τις βάσεις για ένα μουσικό ιδίωμα που θα έρθει τα επόμενα χρόνια. Μια ασύλληπτη σύνθεση των Byron / Hensley από το “Sweet Freedom”, τον έκτο κατά σειρά δίσκο της μπάντας. Το “Pilgrim” ξεχωρίζει και γιατί ήταν ένα από τα πιο heavy κομμάτια στο μέχρι τότε ρεπερτόριο της μπάντας αλλά και σε αυτό μπορούμε να θαυμάσουμε απρόσκοπτα την ερμηνεία που παραδίδει σε εμάς τους κοινούς θνητούς ο David Byron. Μια ερμηνεία που δεν νομίζω ότι θα μπορούσε κανείς εκτός από αυτόν να δώσει σε αυτό. Ο Εric Adams , ο King Diamond αλλά και πρόσφατα ο Fenriz (DARKTHRONE) δηλώνουν οπαδοί, είναι ένα κομμάτι που μπορεί να σας θυμίσει από πού πήραν την έμπνευση και τη επιρροή άσκησε πάνω τους η φωνή του Byron σε αυτά τα μεγαθήρια. Να πούμε ότι ήταν η πρώτη φορά- για φορολογικούς λόγους- που θα ηχογραφήσουν δίσκο εκτός Βρετανίας. Για τις ανάγκες της ηχογράφησης του “Sweet Fredom” θα νοικιάσουν μια βίλα σε ένα προάστιο του Παρισιού και θα κλειστούν εκεί τον Ιούνιο και Ιούλιο του 1973. Μια πρωτόγνωρη εμπειρία για τo σχήμα να ηχογραφεί και να μένει στον ίδιο χώρο για τόσο διάστημα συν το γεγονός ότι μόλις είχαν υπογράψει ένα μεγάλο συμβόλαιο με την Warner Brothers για την Αμερικάνικη αγορά.
(Γ.Π)

Return to fantasy (“Return to fantasy” – 1975)
Όλα τα ωραία έχουν και ένα τέλος. Η εξάρτηση του μπασίστα Gary Thain από τα ναρκωτικά θα είχε σαν αποτέλεσμα την απομάκρυνσή του από το σχήμα και ο αντικαταστάτης του θα ήταν ο John Wetton (FAMILY, KING CRIMSON, ROXY MUSIC). Παλιός γνώριμος των Box και Kerslake θα μπει στην μπάντα τον Μάρτιο του 1975 και θα κάνει το ντεμπούτο του με το “Return to Fantasy”. To ομώνυμο κομμάτι, σύνθεση των Hensley / Byron ανοίγει τον δίσκο και θυμίζει κάτι από την ατμόσφαιρα των Demons / Μagicians. Eνα αριστουργηματικό κομμάτι, ικανό να σε ταξιδέψει στην μαγεία τους, αθάνατο άσμα που ακούγεται φρέσκο ακόμα και μετά από εκατοντάδες ακροάσεις. Η ερμηνεία του Byron είναι αυτή που ξεχωρίζει και δίνει ένα ιδιαίτερο χρώμα στην σύνθεση, με την δυναμική και την καθαρότητα που διακρίνει την φωνή του. Ο Hensley όπως πάντα έχει γράψει μια εξαιρετική μουσική, το ταξιδιάρικο/space feeling ενισχύεται με τα πλήκτρα, τα tricks και τα εφέ που κάνει με αυτά ώστε να μας μεταδώσει την ανάλογη αίσθηση. Σε μια λίστα με τα 10 πιο αγαπημένα μου κομμάτια ever, το “Return to fantasy” το τοποθετώ εύκολα στην πρώτη πεντάδα. Τόσο απλά.
(Γ.Π)

A year or a day (“Return to fantasy”- 1975)
Tρία πράγματα λατρεύω πάρα πολύ από το “Return to fantasy”. To μοναδικό του εξώφυλλο, το ομώνυμο κομμάτι κι αυτό εδώ το σχεδόν άγνωστο κομμάτι στον πολύ κόσμο που έρχεται να κλείσει τον δίσκο. Σύνθεση του Ken Hensley, κλείνει τον δίσκο μοναδικά με ένα τραγούδι που στηρίζεται και πάλι στο δίπολο Hesnley/ Byron. Ο πρώτος νομίζω πως ανεβάζει συνολικά την αξία της σύνθεσης με την καθαρότητα, την ένταση και τις αλλαγές στην ερμηνεία του. Ο δε Hensley εδώ προσφέρει μια groovy σύνθεση και αφήνει σχεδόν απλόχερα στον Byron το έργο να την απογειώσει. Το “Return to fantasy” ήταν για τους οπαδούς τους o Return to heep δίσκος, και επιπλέον ήταν και η μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία που είχαν στην Βρετανία μέχρι στιγμής. Ο δίσκος θα φτάσει στο #7 στα charts της χώρας τους και θα ακολουθήσει εξάμηνη περιοδεία τόσο σε Ευρώπη και Αμερική. Το “Return to fantasy” όμως, παρόλη την θετικότητά του και τον αέρα ανανέωσης που έφερνε στην μπάντα, έμελε να αποδειχτεί το τελευταίο σπουδαίο album της Byron εποχής. Μιας εποχής που θα έφτανε σύντομα στο τέλος της μιας και οι καταχρήσεις και το rockstar lifestyle του σπουδαίου ερμηνευτή David Byron θα είχαν πια το πάνω χέρι και θα οδηγούσαν πρώτα στην απομάκρυνσή του από το σχήμα και αργότερα στο προδιαγεγραμμένο -δυστυχώς –τέλος του.
(Γ.Π)


Sympathy (“Firefly” – 1977)
Τα κομμάτια που παραθέτουμε σε αυτό εδώ το μικρό αφιέρωμα, είναι κομμάτια που θέλουν να αναδείξουν τις φωνητικές δυνατότητες του εκάστοτε τραγουδιστή των URIAH HEEP. Δεν είναι κατά ανάγκη hits. Αλλά κάποια, δεν γίνεται να τα προσπεράσουμε έτσι. To “Sympathy” είναι χιλιοτραγουδισμένο, ένα λυρικό έπος που θα μείνει αναλλοίωτο στο χρόνο και θα το τραγουδούν οι rock-άδες σε δέκα γενιές από τώρα, όταν όλοι εμείς θα έχουμε γίνει σκόνη (το αισιόδοξο μήνυμα της ημέρας). Διαστημικός Lawton (ο οποίος κέρδισε τη θέση από ονόματα όπως ο Rodgers, o Coverdale, o Gary Holton, o Ian Hunter), διαστημική η δισολία των Box/Hensley (ο οποίος είναι και καλός κιθαρίστας εκτός από οργανίστας), διαστημικά τα πάντα όλα. No 37 στα charts της Γερμανίας, διεθνής αποδοχή μετά από περίοδο ντεφορμαρίσματος, και το νερό δείχνει να ξαναμπαίνει στο αυλάκι.
(Δ.Τ)

Free ‘n’ easy (“Innocent victim” – 1977)
«Σαν τη μύγα μες στο γάλα». Σε έναν δίσκο όπου κυριαρχούν οι A.O.R και funk επιρροές, το “Free ‘n’ easy” έρχεται να «ταράξει τα νερά». Γρήγορο, ταχυδύναμο hard rock πολλών οκτανίων, με υπογραφή Lawton/Box, ήταν το πρώτο κομμάτι του δίσκου που γράφτηκε και ηχογραφήθηκε. Το riff του, καθαρό (proto) metal, ενώνει το hard rock των 70s με το πρώιμο NWOBHM και αν κάποιος έλεγε πως ακούσει σε αυτό τους πρώτους speed metal ηχητικούς «σπόρους», δίκιο θα είχε. Για τον Lawton δεν χρειάζεται να πούμε κάτι. Άλλωστε σε αυτό το στυλ επίθεσης είχε μάθει να παίζει από την εποχή των LUCIFER’S FRIEND, σε ύμνους σαν το “Ride the sky”.
(Δ.Τ)

Choices (“Innocent victim” – 1977)
Το δεύτερο κομμάτι που διαφέρει πολύ όσον αφορά το ύφος του δίσκου. Μια θεατρική, progressive rock ατμοσφαιρική σύνθεση, με «μεγάλη» ερμηνεία από τον Lawton και τη συνθετική υπογραφή του Jack Williams. Η συνεργασία αυτή όμως δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα σύμφωνα με τον Ken Hensley (ο Williams υπογράφει και τα “keep on ridin’” και “The dance”, ενώ στο “Firefly” δικό του είναι το “The hanging tree”). Κρίμα πραγματικά, καθώς τόσο οι προαναφερθείσες συνθέσεις όσο και η μετέπειτα πορεία του Williams έδειξαν πως θα μπορούσε να είχε προσφέρει συνθετικά στη μπάντα.
(Δ.Τ)

Fools (“Conquest” – 1980)
Σύνθεση του Trevor Bolder, φτιαγμένο στα χνάρια του “July morning” αυτό εδώ το άσμα είναι ένα πραγματικά κρυμμένο διαμάντι στη δισκογραφία της μπάντας. Ωραίοι στίχοι, καλή παραγωγή (σύγχρονη αρκετά για την εποχή) αγνοήθηκε και συνεχίζει να αγνοείται από όλους αυτούς που δεν αντέχουν την αλλαγή, την διαφορετική τεχνοτροπία ως ένα σημείο, και το “νέο” σε μια μπάντα καταδικάζοντας την ποιότητα όταν αυτή κάνει την εμφάνιση της. Θαυμάστε την μελωδία στις κιθάρες εδώ, τα σολαρίσματα, την ερμηνεία. Είναι δυνατόν τέτοιο τραγούδι να μη ζητά ποτέ και κανείς σε κανένα μαγαζί;
(Δ.Σ)

Feelings (“Conquest” – 1980)
Ακόμα ένα διαμάντι από το “Conquest”, σε εμπορική γραμμή, στακάτο ρυθμικό φτιαγμένο για την επιτυχία. Σύνθεση του Hensley χωρίς καθόλου prog ή πιο σύνθετα στοιχεία, θα μπορούσε άνετα να βρίσκεται σε κάθε best of τους. Πολύ απλό, πολύ όμορφο. Είναι πολύ άδικο για αυτό το συγκρότημα αυτά τα τραγούδια να έχουν πέσει στην απεραντοσύνη της άγνοιας του κοινού.
(Δ.Σ)


Too scared to run (“Abominog” – 1982)
O John Sloman φεύγει, ο Peter Goalby έρχεται. Το “Abominog” είναι τουλάχιστον αξιοπρεπές και κατά πολύ ανώτερο του προκάτοχού του “Conquest”, ανοίγει δε εντυπωσιακά, με τούτον τον ευθύβολο hard rock δυναμίτη. Φανερά επηρεασμένη η μπάντα από το N.W.O.B.H.M που τότε βρισκόταν στην απόλυτη ακμή του, αλλά και από το A.O.R που ερχόταν με φόρα να διεκδικήσει πρωτιές, δεν ξεχνά το παρελθόν της και παρουσιάζει έναν δίσκο που ενώνει τα προαναφερθέντα στοιχεία ισορροπημένα και, το κυριότερο, εμπνευσμένα. Πως άλλωστε να μη γίνει αυτό, όταν στη μπάντα υπάρχουν οι Daisley/Kerslake/Sinclair; “Too scared to run” ή αλλιώς, ένα άκρως υποτιμημένο εναρκτήριο κομμάτι, που άνετα βάζει φωτιά στη σκηνή στα πρώτα δευτερόλεπτα.
(Δ.Τ)

Think it over (Abominog” – 1982)
Τραγουδημένο και από τον Peter Goalby και τον John Sloman, διαλέξτε όποια εκτέλεση θέλετε, είναι από τα τραγούδια στα οποία πραγματικά οι HEEP δεν έμοιαζαν με τους HEEP! Ήταν κακοί; ‘Oχι βέβαια, ήταν πολύ καλοί, μα είχαν κάπου χάσει την ταυτότητα τους στο “Abominog” προσπαθώντας να επιβιώσουν με νέα σύνθεση, νέο ήχο σε ένα εξαιρετικά ανταγωνιστικό περιβάλλον. Τρομερή προσπάθεια! Ο Box ήταν πάντα εκεί, άλλοι φεύγανε, αυτός και ο Iommi στάθηκαν στις σκοτεινές περιόδους, δίπλα στην μπάντα τους δεν την πρόδωσαν ποτέ. Έκαναν λάθη. Όταν αυτά τα λάθη τα βλέπεις μετά από τόσα χρόνια, καταλαβαίνεις ότι πολλές μπάντες ανά τον κόσμο με κάτι τέτοιας ποιότητας “λάθη” έστησαν καριέρες. Βέβαια τώρα που πολλοί γυρίζουνε και λένε.. ναι όσο διαφορετικό κι αν ήταν το “Abominog” ήταν ένα καλό άλμπουμ… τώρα πια μεγάλε… άντε για τσάι…
(Δ.Σ)

Lonely Nights (“Head first” – 1983)
Φτάνουμε στο 1983 και οι URIAH HEEP ακολουθούν πιο εμπορική προσέγγιση στον ήχο τους. Κακό; Κακό είναι μόνο για κάποιους γιατί η ποιότητα των τραγουδιών τους δεν είναι τόσο χαμηλή, όμως ναι, είναι ουσιαστικά μια άλλη μπάντα για να λέμε την αλήθεια. Όπως και να έχει το πράμα, το “Lonely Nights” είναι μια πολύ όμορφη, ρυθμική και μελωδική σύνθεση του Καναδού super star Bryan Adams και η εκτέλεση εδώ των HEEP είναι θαυμάσια. Σαφώς και είναι μια προσπάθεια προκειμένου να τους ακούσει το Αμερικάνικο κοινό, μα όταν αυτό γίνεται με φινέτσα έχει και καλά αποτελέσματα!
(Δ.Σ)

Bad blood (“Equator” – 1985)
Φανερά επηρεασμένοι από το A.O.R ρεύμα της εποχής, οι Βρετανοί στο “Equator” δεν θυμίζουν σε τίποτα τη μπάντα του παρελθόντος. Χωρίς λυρισμό, χωρίς επικό τόνο, χωρίς μαγευτικά 70’s πλήκτρα, χωρίς προοδευτικό συναίσθημα, και τελικά χωρίς ταυτότητα, οι URIAH HEEP (δηλαδή ο Box) αλλάζουν εντελώς «γήπεδο» και ακούγονται σαν τους FOREIGNER. Αν το δούμε καθαρά μουσικά, το κομμάτι σκίζει, αλλά όπως δεν περίμενες από τους FOREIGNER και τους JOURNEY να ακουστούν σαν τους URIAH HEEP, έτσι δεν περίμενες και το αντίθετο. Παρόλα ταύτα, η ποιότητα του κομματιού και η ερμηνεία του Goalby, του ανοίγουν τη πόρτα για αυτό το αφιέρωμα.
(Δ.Τ)

Heartache city (“Equator” – 1985)
H απέλπιδα προσπάθεια τους να γίνουν φιλικοί στο pop/rock κοινό παίζοντας όμως δυνατά. Με μια παραγωγή διαφορετική σε αυτό το άλμπουμ θα μιλούσαμε αλλιώς σήμερα. Τώρα όμως με μια παραγωγή που έθαψε τις καλές συνθέσεις δύσκολα μπορούν ακόμα και οι ίδιοι οι HEEP να το υποστηρίξουν σήμερα. Πολύ 80’s παραγωγή υπερβολικά “απλωμένη”, σχεδόν κατάστρεψε το σύνολο των καλών συνθέσεων που υπήρχαν εδώ. Το “Heartache city” είναι μια σκοτεινή hard rock εποποιΐα (θα μπορούσε να ήταν ακόμα και τραγούδι των UFO), που δείχνει ότι μπορούσαν πάντα και με οποιαδήποτε σύνθεση να γράψουν πολύ ποιοτικά τραγούδια. Πλάκα πλάκα, λίγες εμπορικές και νεανικές hard rock μπάντες από την Βρετανία εκείνων των χρόνων έχουν να μας επιδείξουν ένα τόσο καλό τραγούδι. Ακούστε την live εκτέλεση του και θα με θυμηθείτε!
(Δ.Σ)

All God’s children (“Different world” – 1991)
Πόσο ανασφαλείς να έπρεπε να νιώθουν οι δεινόσαυροι URIAH HEEP το 1991; Η μουσική τους ήταν εντελώς εκτός μόδας, το κοινό τους είχε γυρίσει τη πλάτη τη προηγούμενη δεκαετία, τίποτα δε τους πήγε καλά, αλλά να που βρήκαν το κουράγιο να ηχογραφήσουν και άλλο άλμπουμ μετά το μάλλον μέτριο “Raging silence” το οποίο όμως έδειξε σημάδια επιστροφής σε κάτι πιο κοντά στο παραδοσιακό τους ήχο. Γενικά το “Different world” είναι σε όλα του τα επίπεδα ένα δύσκολο άλμπουμ γιατί φτιάχτηκε από μια τραυματισμένη μπάντα μου ήταν σε μια κατάσταση “ζω – πεθαίνω”. Πολύ χαρακτηριστικό τραγούδι της αυτής περιόδου των URIAH HEEP της επιλογή μας. Δυνατό, μελωδικό με πολλά prog σημεία, δείχνει από έρχονταν αλλά και που θα πήγαιναν για να επιβιώσουν. Ατυχώς λίγος κόσμος έχει ακούσει αυτά τα δυο πρώτα άλμπουμ με τον Shaw στα φωνητικά! Ποτέ δε πρόδωσαν την ποιότητα του οι HEEP, ακόμα και τότε που όλος ο κόσμος άκουγε GUNS N’ ROSES, METALLICA και PANTERA. Και όταν λέμε όλος, εννοούμε όλος!
(Δ.Σ)

Time of revelation (“Sea of light” – 1995)
Βρίσκοντας ξανά τις ισορροπίες τους και με σταθερή επιτέλους σύνθεση αρχίζει σιγά – σιγά η μπάντα να βρίσκει την χρυσή τομή ανάμεσα στα φουρτουνιασμένα 80’s και στα prog 70’s χρόνια της. Ο ενδιάμεσος ήχος που πετυχαίνουν με τον Shaw στα φωνητικά θα αρχίσει να φέρνει σιγά – σιγά τα χαμόγελα πίσω στην μπάντα, και θα δικαιώσει τις θυσίες του Mick Box. To συγκεκριμένο τραγούδι αποτελεί μια θαυμάσια, ας πούμε, μοντέρνα σύνθεση της τότε μορφής των HEEP. Έντονη κιθάρα και δυνατή μελωδία που αναπτύσσεται αβίαστα με τα δεύτερα και τρίτα φωνητικά των Bolder/Shaw έχοντας το feeling των seventies με τους ρυθμούς των εμπορικών τους προσπαθειών των 80’s. Ποτέ δεν είναι αργά για εσάς που πιστεύετε ότι μόνο με τον Byron έγραψαν ποιοτική μουσική.
(Δ.Σ)


Heartless Land (“Sonic Origami” – 1998)
Αν και δεν είμαι οπαδός των ακουστικών τραγουδιών… Εδώ έχουμε μια λαμπρή εξαίρεση. Πραγματικά λαμπρή όμως. Εμπορική 90’s μπαλάντα με εξωπραγματική παραγωγή, υπέροχη μελωδική γραμμή, φτιαγμένη (ναι ας το παραδεχτούμε) για το Αμερικάνικο ράδιο που δεν υπήρχε τότε πια ουσιαστικά, το “Heartless land” αν το είχαν πει οι JOURNEY ή οι REO SPEEDWAGON το είχαν κάνει μέγα χιτ. Όμως το έγραψαν οι URIAH HEEP και κανείς στον κόσμο δεν θα μπορούσε να το ερμηνεύσει καλύτερα από αυτούς. Ακόμα μια τόσο classic στιγμή τους για όσους έχουν ανοιχτά αυτιά.
(Δ.Σ)

Only the young (“Sonic Origami” – 1998)
Μη το μπερδέψετε με το αντίστοιχο των JOURNEY, ε; Ακόμα μια όμορφη σύνθεση από το συγκεκριμένο άλμπουμ που κοιτά απευθείας στο Αμερικάνικο κοινό, αλλά αυτή την φορά με κομψότητα και χάρη, χωρίς το βάρος και το άγχος που διέκρινε αντίστοιχες εμπορικές συνθέσεις που κάνανε στο παρελθόν. Εδώ απολαμβάνεις μια μπάντα που έχει λυτρωθεί από το παρελθόν της, έχει απαλλαγεί από τα “πρέπει” της, έχει ωριμάσει και παίζει πραγματική μουσική χωρίς να νοιάζεται για το τι και πως. Μουσική που βγαίνει από τη καρδιά του μουσικού, είναι καλή μουσική. Νόμος.
(Δ.Σ)

One minute (“Outsider” – 2014)
Τα χρόνια περνάνε μα μπάντες που μεγαλώνουν μαζί μας, όπως πχ οι MAGNUM και οι HEEP διατηρούν την ποιότητα τους και κρατάνε, όσο μπορούν τον πήχη. Το 2014 λοιπόν από το άλμπουμ “Outsider” έχουμε μια σχεδόν all time classic σύνθεση. Τυπική σύνθεση της μπάντας, με ολίγον πιο PURPLE παραγωγή και αρκετά καθαριστικά ρίφ από τον Box μας δείχνει τα από την μια τα όρια και στα στεγανά τους εν έτη 2014, αλλά και από την άλλη ότι η έμπνευση είναι κάτι που έρχεται από μέσα σου όταν μπορείς μετρά από τόσα χρόνια να γραφείς τόσο απλά, μα τόσο όμορφα τραγούδια.
(Δ.Σ)

Γιάννης Παπαευθυμίου – Δημήτρης Τσέλλος – Δημήτρης Σειρηνάκης

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here