
Δηλώνω φανατικός οπαδός των VOLBEAT από το ντεμπούτο τους, όταν τους είχα δει κιόλας για πρώτη φορά στο φεστιβάλ του Γερμανικού Rock Hard. Τόσο φανατικός, που έχουν παίξει κι έναν «έμμεσο» ρόλο στο να κάνω πρόταση γάμου στη σύζυγό μου, πολλά πολλά χρόνια πριν. Έχουν αυτό το love/hate ύφος με τις επιρροές που είναι ίσως κάπου εξεζητημένες και πολλοί πίστευαν και πιστεύουν ότι δεν κολλάνε, δηλαδή τα rockabilly φωνητικά με τον ήχο METALLICA, για να το πούμε χονδροειδώς, αλλά η τεράστια επιτυχία τους, έχει διαψεύσει τους haters.
Σίγουρα, ο trademark ήχος τους, δεν επιδέχεται και πάρα πολλούς πειραματισμούς πέραν αυτών που ήδη έχουν κάνει, ειδάλλως νομίζω ότι θα χάσουν την αυθεντικότητά τους. Μετά από ένα σερί αδιανόητα καλών δίσκων, το 2019 έβγαλαν το “Rewind, replay, rebound”, που ήταν μεν εμπορικά επιτυχημένο, προσωπικά όμως το βρίσκω μέτριο, κατώτερο των προσδοκιών μου, αλλά κάτι που νομοτελειακά θα συνέβαινε. Και φάνηκε ότι ήταν ένα στραβοπάτημα, αφού το “Servant of the mind” ήταν εκκωφαντικά καλό και μ’ έκανε να παραβλέψω άμεσα το προηγούμενο στραβοπάτημά τους.
Το death metal άλμπουμ που έβγαλε ο Michael Poulsen με τους ASINHELL (“Impii hora”) ήταν αρκούντως συμπαθητικό και σκεφτόμουν ότι και ο χρόνος που πήρε για να αναρρώσει από την επέμβασή που έκανε στις φωνητικές του χορδές, θα του έδιναν τις ανάσες που χρειαζόταν για να μας παραδώσει έναν δίσκο σε παρόμοιο επίπεδο με το “Servant…”. Έλα όμως που κάποιες δηλώσεις του τύπου: «θέλαμε να δουλέψουμε με ταχύτητα και να βασιστούμε στο ένστικτο» (τα επιβεβαιώνει και στη συνέντευξη που κάναμε, ο μπασίστας τους, Kaspar Boye Larsen, κάτι που δείχνει ότι δεν είναι εφεύρημα της δισκογραφικής τους εταιρίας), άρχισαν να σπέρνουν ανησυχίες.
Ανησυχίες, που εν μέρει κόπασαν, στο άκουσμα (και ιδιαίτερα στο video clip) του πρώτου single, “By a monsters hand”. Βγήκαν όμως στην επιφάνεια, πολύ έντονα με το δεύτερο single, του σιγά-μην-δεν-το-κάνω-copy-paste, “In the barn of the goat giving birth to Satan’s spawn in a dying world of doom”, που πέρα του χαβαλέ για τον ασυνήθιστα μεγάλο τίτλο, δεν θα έλεγα ότι προσθέτει κάτι αξιομνημόνευτο στον θρύλο των VOLBEAT.
Κάπου εκεί, στα μέσα Απριλίου, έφτασε και ολόκληρος ο δίσκος για ακρόαση. Και άκουσον, άκουσον, μετά την πρώτη ακρόαση, πήρα λίγο τον χρόνο μου για να το ξανακούσω, διότι η απογοήτευσή μου ήταν τέτοια που χρειαζόμουν την αποστασιοποίηση και την εκ νέου ακρόαση. Η επόμενη φορά, ήταν λίγο καλύτερη, αλλά όχι εντυπωσιακά καλύτερη. Το ίδιο και όσες ακολούθησαν.
Ξέρετε κάτι; Στα δικά μου τα αυτιά, στα αυτιά ενός τρελαμένου οπαδού των VOLBEAT δηλαδή, το “God of angels trust” (G.O.A.T. δηλαδή), ακούγεται ΒΙΑΣΤΙΚΟ!!! Δηλαδή ότι τα κομμάτια θα μπορούσαν να δουλευτούν ίσως λίγο παραπάνω ή και να αλλάξουν ριζικά. Μέχρι και να απαλειφθούν κάποια, όπως το “At the end of the sirens” ή το “Lonely fields”, για παράδειγμα, που είναι παντελώς αδιάφορα.
«Αδιάφορο», τώρα που το σκέφτομαι. Αυτή είναι η λέξη που χαρακτηρίζει πολλά από τα τραγούδια του ‘God of angels trust”. Τους VOLBEAT τους λατρεύω για τα μοναδικά ρεφρέν που «ντύνουν» την εξαιρετική όσο και ιδιαίτερη μουσική τους. Σ’ αυτόν το δίσκο, ειλικρινά, δεν βρίσκω ούτε ένα που να με ξεσηκώσει. Όλα είναι flat. Επίπεδα. Με την εξαίρεση του εναρκτήριου “Devils are awake”, του “By a monster’s hand”, άντε και του “Enlightening the disorder (by a monster’s hand part 2)”.
Εσείς για παράδειγμα δεν βρήκατε υποτονικό το τρίτο single, “Time will heal”; Ή θα έλεγα, πέραν του ότι είναι επιθετικό, προσφέρει κάτι παραπάνω το “Demonic depression”;
Σκληρά τα λόγια μου, αλλά έχω μάθει να είμαι αυστηρός με τα συγκροτήματα που αγαπάω. Οι VOLBEAT δεν είναι τίποτα νεούδια. Έχουν δώσει τα διαπιστευτήριά τους εδώ από το ξεκίνημά τους ήδη και αν ήταν το πρώτο τους στραβοπάτημα, θα έκανα τα στραβά μάτια, όπως στο “Rewind…”. Με δύο στις τρεις τελευταίες δισκογραφικές δουλειές τους όμως, να κυμαίνονται στη μετριότητα, αρχίζω να αναθεωρώ μερικά πράγματα.
Θέλω να πιστεύω ότι η ενασχόληση του Poulsen με τους ASINHELL, δεν ήταν για να εξωτερικεύσει τις πιο σκληρές του στιγμές σ’ αυτό το project και να γίνει πιο εμπορικός στο βασικό του όχημα, που είναι οι VOLBEAT. Επίσης, θέλω να πιστεύω ότι δεν έχει σχέση και η απώλεια του Rob Caggiano, αφού εκείνος ήταν παρών και στο προηγούμενο «στραβοπάτημα».
Αν ο κόσμος αγκαλιάσει το “God of angels trust” (ρε παιδιά Angel’s δεν έπρεπε να γράφει, τα πτυχία μου μέσα;), θα μπορούν να τρίψουν την παρουσίασή μου στη μούρη μου και να δικαιωθούν. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα αλλάξω και την άποψή μου για ένα άλμπουμ που μόνο ως GOAT δεν τους παρουσιάζει…
5 / 10
Σάκης Φράγκος
















