Αφιέρωμα στο 90’s metal – 1993 part 2

0
550




Λίγες εβδομάδες πέρασαν από την παρουσίαση του πρώτου μέρους του αφιερώματος στο 1993. Μία ακόμη καλή χρονιά για το heavy metal, με τα πιο ακραία ιδιώματα να έχουν την τιμητική τους αλλά και πολλούς δίσκους που δεν είχαμε τότε δώσει μεγάλη σημασία, να αποκτούν το status που τους αξίζει. Ιδανικό καλοκαιρινό διάβασμα, λοιπόν, το δεύτερο μέρος του αφιερώματος του Rock Hard στο 1993.

 


FIGHT – “War of words” (Epic)

Αδιαμφισβήτητα, ένα από τα γεγονότα που είχαν σοκάρει τον μεταλλικό κόσμο πίσω στα 90s, ήταν η απόφαση των JUDAS PRIEST και του Rob Halford να τραβήξουν χωριστούς δρόμους το 1992. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, κανείς δεν φανταζόταν ότι ο Metal God και η (κατά πολλούς και όχι αδίκως) απόλυτη heavy metal μπάντα, θα συνέχιζαν χώρια. Και όμως. Έγινε και αυτό. Και τελικά, όπως και στην περίπτωση των IRON MAIDEN με τον Bruce Dickinson, καλό έκανε σε εμάς τους οπαδούς, γιατί καταφέραμε να απολαύσουμε περισσότερα αριστουργήματα.
Ένα από αυτά, είναι και το ντεμπούτο των FIGHT, της μπάντας που έκανε ο Halford μετά την απομάκρυνσή του από τους PRIEST. Στο “War of words”, το πρώτο σόλο άλμπουμ του Rob, μαζί του ήταν ο Scott Travis (drummer των PRIEST), αλλά και οι Russ Parrish (κιθάρα, ναι, των STEEL PANTHER), Brian Tilse (κιθάρα) και Jay Jay (μπάσο). Πίσω από την κονσόλα ο “σεσημασμένος” από το “Painkiller” Attie Bauw και όλα έτοιμα.
Οι φήμες για το θαυμασμό (ας μείνουμε σε αυτό) του Halford προς τους PANTERA και τον Anselmo ειδικά, μετά από εκείνη την κοινή περιοδεία των PRIEST και των θρυλικών Αμερικάνων των αδερφών Darrell, παίρνουν σάρκα και οστά σε αυτό το άλμπουμ. Οι συνθέσεις του Halford είναι σαν μία μίξη των PRIEST του “Painkiller” με τον ήχο των PANTERA εκείνης της εποχής, με ολίγη από crossover αισθητική εδώ κι εκεί (το ομότιτλο κομμάτι ας πούμε), μέσα φυσικά από το προσωπικό του πρίσμα και αυτό που ήθελε τότε να βγάλει προς τα έξω, με το αποτέλεσμα, να τον δικαιώνει απόλυτα. Αν η καλή μέρα φαίνεται όντως από την αρχή, τότε όταν ξεκινάς δίσκο με τα “Into the pit” και “Nailed to the gun”, ε δε μπορείς να πας άσχημα.
Ο δίσκος είναι mid tempo κυρίως, βαρύς, με τον Halford να μην περιορίζεται σε screams, αλλά να δείχνει όλο το εύρος της φωνάρας του, ενώ και μουσικά, μόνο περιορισμένος δεν είναι, αφού πατάει όπου γουστάρει, ανάλογα το κομμάτι, πάντα έχοντας ένα φρέσκο (για την εποχή πάντα) ήχο, δείχνοντας πως είναι από τους καλλιτέχνες που πάντα κοίταγε και το σήμερα της εποχής του και δεν έμενε κολλημένος στο κάποτε, αλλά ούτε και στα πρέπει ως ο Metal God.
Τα δύο εναρκτήρια, “Immortal sin”, “War of words”, “Contortion” (τι riff-άρα ασήκωτη), “Kill it” (PANTERA meets SUICIDAL TENDENCIES), είναι κομμάτια που αναδεικνύουν την ποιότητα του δίσκου. Εντάξει, δεν είναι όλα στο ίδιο επίπεδο, αν θέλουμε να είμαστε και ειλικρινείς, καθώς υπάρχουν και οι πιο αδύναμες στιγμές (για παράδειγμα το “Vicious” ε, δεν το λες και ότι το καλύτερο), αλλά το σύνολο, δείχνει έναν Halford διψασμένο, γεμάτο ενέργεια και προϊδεάζει για τη συνέχεια, ειδικά υπό την καθοδήγηση του Roy Z.
Ακόμα ένα άλμπουμ που μπήκε άλλωστε στη λίστα με τα 500 καλύτερα όλων των εποχών, σύμφωνα με το Γερμανικό Rock Hard (θέση 386). Άδικο;
Φραγκίσκος Σαμοΐλης

 


FREAK OF NATURE – “Freak of nature” (Music For Nations)

Οι WHITE LION και ειδικότερα ο Mike Tramp ήταν πάντα πολύ ψηλά στις προτιμήσεις μου αφού δίσκοι όπως τα “Pride” και “Big game” έχουν σημαδέψει ανεξίτηλα τη hard rock σκηνή. Γνωστά πράγματα αυτά. Θυμάμαι ότι διάβασα τα νέα της διάλυσης των WHITE LION από τη Gerri Miller και το εξαιρετικό περιοδικό Metal Edge. Ωστόσο δύο τεύχη μετά ερχόταν η είδηση της επαναδραστηριοποίησης του Tramp (δυστυχώς χωρίς τον Vito Bratta) ο οποίος έκανε ένα νέο ξεκίνημα χωρίς ακόμη τότε να έχει δώσει όνομα στο νέο του “project”. Κάπως έτσι πέρασαν οι μήνες και εγένετο…FREAK OF NATURE! Το ομώνυμο άλμπουμ κυκλοφόρησε σε μία πολύ δύσκολη για το ιδίωμα περίοδο αλλά ο Tramp είχε φροντίσει να δώσει έναν ελαφρώς διαφορετικό, λίγο πιο σκληρό αλλά διόλου παράταιρο τόνο στις νέες συνθέσεις.
Προσαρμοσμένος σε μία νέα πραγματικότητα αφού ολόκληρη η Αμερική ακολουθούσε τις επιταγές της μόδας του grunge και του εναλλακτικού ήχου, ο Tramp γνώριζε πολύ καλά ότι οι εποχές των anthemic hair metal ύμνων είχαν παρέλθει και έτσι η στιχουργική του προσέγγιση ήταν σαφώς πιο ρεαλιστική (άλλωστε και οι WHITE LION είχαν πάντοτε σοβαρούς και κοινωνικά ευαισθητοποιημένους στίχους) αλλά και τα κομμάτια είχαν μία πιο κιθαριστική προσέγγιση μέσα από μία πιο λιτή αλλά άμεση παραγωγή. Προσωπικά θεωρώ απόλυτα πετυχημένες τις επιλογές των “Rescue me” και “Turn the other way” για singles και αντίστοιχα videos αλλά σίγουρα η Music For Nations θα μπορούσε να είχε κάνει μία καλύτερη δουλειά στο γενικότερο promotion του δίσκου. Παρόλα αυτά, το ντεμπούτο των FREAK OF NATURE κέρδισε τις εντυπώσεις και θα έλεγα μάλιστα ότι έκανε πολλούς που δεν είχαν ασχοληθεί με το δισκογραφικό παρελθόν του Tramp να γυρίσουν λίγο πίσω και να επανεκτιμήσουν τις δουλειές των WHITE LION.
27 χρόνια μετά δίνεται η ευκαιρία σε όλους εκεί έξω να ακούσουν ξανά ή γιατί όχι να έλθουν σε επαφή για πρώτη φορά με τη μουσική των FREAK OF NATURE. Θεωρώ ότι δεν θα απογοητευτείτε…
Σάκης Νίκας

 


GAMMA RAY – “Insanity and genius” (Noise)

Ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω τον λόγο που έφαγε σχετικό κράξιμο το “Sigh no more” από τους οπαδούς των RAYS και το συγκρότημα έκανε αναδίπλωση στο “Insanity and genius” κι έπαιξε κάτι πιο κοντά στο ντεμπούτο του. Ίσως να τους πείραξε η πιο σκοτεινή προσέγγιση, ποιος ξέρει… Στο άλμπουμ που παρουσιάζουμε, ο Kai Hansen, κάνει εντελώς έκδηλη την αγάπη του για τους QUEEN και μας παρουσιάζει δύο εξαιρετικά τραγούδια, το “18 years” και το “Heal me” (ιδιαίτερα αυτό), χωρίς όμως να αφήνει δυσαρεστημένους τους οπαδούς του μελωδικού speed metal, με τα “Tribute to the past”, “Last before the storm”, “Future madhouse”, “Insanity and genius” κλπ. Άλλο χαρακτηριστικό του δίσκου αυτού, ήταν ότι υπάρχουν τρεις lead τραγουδιστές!!! Πέραν του Ralf Scheepers (του οποίου θα ήταν και το τελευταίο άλμπουμ με τους GAMMA RAY όπως αποδείχθηκε), ο οποίος –κλασικά- έκανε σπουδαία δουλειά, ο Kai Hansen έχει αναλάβει τα βασικά φωνητικά στο “Heal me” (προπομπός του τι θα ακολουθούσε;;;) και ο μπασίστας Dirk Schlachter, τα φωνητικά στο “Your tørn is over”!!!
Δεν παραλείπουμε να σημειώσουμε, ότι υπάρχει και η διασκευή στο “Gamma Ray” των BIRTH CONTROL, αλλά και να επισημάνουμε τις αλλαγές στο rhythm section, όπου ο Jan Rubach και ο Thomas Nack ανέλαβαν το μπάσο και τα τύμπανα αντίστοιχα, αφού οι προκάτοχοί τους έδειχναν να μην μπορούν να είναι τόσο καλοί στις ζωντανές εμφανίσεις. Συμπερασματικά, ένας πραγματικά πολύ καλός δίσκος, απλός προπομπός όμως για το ΑΠΟΛΥΤΟ που θα ακολουθούσε δύο χρόνια αργότερα.
Σάκης Φράγκος

 


THE GATHERING – “Almost a dance” (Foundation 2000)

Με το “Always…” ένα χρόνο πριν, οι Ολλανδοί κατάφεραν να προκαλέσουν αίσθηση στους ατμοσφαιρικούς doom/death κύκλους και καθόλου άδικα θεωρείται εκείνος ο δίσκος από πολλούς – βάλτε κι εμένα μέσα – ως ο καλύτερος δίσκος του είδους. Η συνέχεια θα ήταν αναμενόμενη αν ο τραγουδιστής τους, Bart Smits, δεν έφευγε από το συγκρότημα λίγους μήνες πριν τις ηχογραφήσεις του. Και το λέω με σιγουριά, γιατί αν ακούσετε τα demos των τραγουδιών αυτού του δίσκου με εκείνον στα φωνητικά πραγματικά θα καταλάβετε τι εννοώ – αναζητήστε τα στη συλλογή “Downfall – the early days”! Με τη Martine van Loon αυτή τη φορά στα φωνητικά, οι THE GATHERING έδωσαν αρκετές συναυλίες εκείνη τη χρονιά με τον Bart Smits και έπαιζαν κομμάτια του επερχόμενου δεύτερου album τους, αφήνοντας τις καλύτερες εντυπώσεις γι’ αυτό που θα ερχόταν. Όμως έκαναν το τεράστιο λάθος να αναθέσουν τα φωνητικά στον, ακατάλληλο γι’ αυτές τις συνθέσεις, Niels Duffhues. Η φωνή του δεν είναι κακή και φάνηκε περίτρανα στο ακουστικό “Nobody dares”. Αλλά αν είναι δυνατόν! Βάζεις σε τέτοιες συνθέσεις κάποιον να τραγουδήσει στο ύφος του Mike Patton των FAITH NO MORE, που λάτρευαν όλοι στην μπάντα; Και μου αρέσει που έλεγαν στις συνεντεύξεις τους πριν την κυκλοφορία το εξής: «ετοιμαστείτε να χορέψετε»! Προφανώς ξεπέρασαν τα όρια του πειραματισμού και κατάφεραν να γκρεμίσουν εν μια νυκτί ό,τι με κόπο έχτιζαν για το όνομα τους από το 1989 που ξεκίνησαν. Οι αντιδράσεις ήταν ακραίες τόσο από τα περιοδικά όσο, κυρίως, από τους fans τους που τους αποδοκίμαζαν στις ελάχιστες συναυλίες που έδωσαν μαζί τους. Το “Ολλανδικό θαύμα” έφτασε σε αδιέξοδο και μπήκε στη διαδικασία που όρισε ο, άτυπος ηγέτης τους, Hans Rutten ως την “seriousness” περίοδο. Το “Almost a dance” μουσικά είναι ένα διαμάντι αντάξιο του “Always…” – ακούστε οπωσδήποτε την live εκτέλεση με την Anneke στα φωνητικά (Sleepy buildings). Αν καταφέρετε να απομονώσετε τη μουσική από την ερμηνεία του Niels, τότε σίγουρα το έχετε σε περίοπτη θέση στη δισκοθήκη σας – προσωπικά δεν τα αντέχω και προτιμώ να ακούω τα demos και να ψάχνω bootlegs με συναυλίες που έκαναν τότε με τον Bart Smits! Είναι ο ορισμός του «πώς να χύσω την καρδάρα με το γάλα» και να καταστρέψω την ανοδική πορεία που έχω πάρει σαν συγκρότημα.
Λευτέρης Τσουρέας

 


GORGUTS – “The erosion of sanity” (Roadrunner)

Οι GORGUTS ήταν μια από τις πολλές μπάντες που κατάφεραν στην χρονιά-ορόσημο του είδους –το σωτήριο 1991- να βγάλουν δίσκο-μνημείο. Ο λόγος για το ντεμπούτο “Considered dead” το οποίο διόλου αδίκως θεωρείται τοπ 10 του Αμερικάνικου death metal (ή και χωρίς τον γεωγραφικό προσδιορισμό για πολλούς οπαδούς του είδους). Ήταν τέτοια η ποιότητα του δίσκου που πολύ γρήγορα η Roadrunner φρόντισε να τους συμπεριλάβει σε πακέτο περιοδείας μαζί με τους CANNIBAL CORPSE και ATHEIST με τον τίτλο της περιοδείας να είναι “Blood, guts and gore” και με κάθε λέξη να αντιπροσωπεύει κάθε μπάντα ξεχωριστά. Οι GORGUTS δε μπορούσαν να μείνουν σε αυτή την επιτυχία και γρήγορα αποφάσισαν ότι πρέπει να συνθέσουν και να κυκλοφορήσουν τον νέο δίσκο. Αρκετά γρήγορα, ο δίσκος τελικά κυκλοφόρησε στις 19 Ιανουαρίου του 1993, λιγότερο από ενάμιση χρόνο μετά το ντεμπούτο τους. Ο λόγος για το “The erosion of sanity”, το οποίο όχι απλά κατάφερε να κοιτάξει στα μάτια το “Considered dead”, αλλά δεν ήταν και λίγοι αυτοί που θεώρησαν ότι ξεπέρασε τον προκάτοχό του (πράγμα ανθρωπίνως αδύνατον, αυτό δείχνει και το πόσο θετική αποδοχή είχε). Οι GORGUTS χωρίς να χάνουν την ορμή τους, οδηγούσαν τον ήχο τους σε πιο πειραματικό παίξιμο, άκρως υπερτεχνικότερο σε σχέση με το “Considered dead” (το οποίο δεν έπασχε από πλευράς τεχνικής, αλλά είχε ένα πιο old school ξερό ήχο) και συνολικά σαν άλμπουμ δεν είναι τόσο μονοκόμματο (όχι ότι μας πείραζε αυτό) αλλά «αναπνέει» καλύτερα και σίγουρα παρά την πιο προοδευτική λογική του, κάθεται καλύτερα στο αυτί του μη εκπαιδευμένου κάφρου wannabe. Άλλη μια διαφορά ήταν ότι την παραγωγή δεν έκανε ο Scott Burns αλλά ο Colin Richardson και το άλμπουμ είναι ακόμα μικρότερο σε διάρκεια από το ντεμπούτο τους (λιγότερο από 37’). Το “The erosion of sanity” και οι GORGUTS παρά τις ως επί τω πλείστον αποθεωτικές κριτικές από Τύπο και οπαδούς, συνέπεσαν με την πτώση εκείνα τα χρόνια του death metal και μάλιστα σαν να μην έφτανε αυτό, η Roadrunner τους άφησε ξεκρέμαστους, χωρίς στέγη. Για πολλούς η εξέλιξη αυτή ήταν και η ταφόπλακα στην ποιοτική μουσική τους, ο λόγος είναι ότι ακολούθησε ένα διάστημα 5 ετών όπου ο ηγέτης/τραγουδιστής/κιθαρίστας Luc Lemay έμεινε ολομόναχος καθώς τα άλλα μέλη έφυγαν και δεν υπήρξε η παραμικρή δραστηριότητα από πλευράς συγκροτήματος. Ο Lemay επέστρεψε το 1998 με το “Obscura”, το οποίο έβρισκε τους GORGUTS σε τελείως διαφορετική συνθετική λογική με πολύ «δύσκολο» προοδευτικότερο ήχο και με πολλούς οπαδούς να τους γυρνάνε την πλάτη οριστικά. Ένα από τα μεγαλύτερα αναπάντητα ερωτήματα παραμένει το τι θα έκαναν και πως θα ηχούσαν οι GORGUTS αν δεν υπήρχε αυτή η πενταετής αδράνεια μεταξύ ’93-’98. Δε θα τα μάθουμε ποτέ δυστυχώς, αν και φρονώ ότι δε θα ήταν πολύ διαφορετικότερα τα πράγματα απ’ όσο εξελίχθηκαν, καθώς ο Lemay ήταν πάντα ανήσυχος συνθετικά. Σε κάθε περίπτωση το “The erosion of sanity” παραμένει ένα από τα κορυφαία death metal άλμπουμ όλων των εποχών, ενώ ξεκάθαρα αποτελεί το δεύτερο και τελευταίο δεκάρι μιας μπάντας που είχε φοβερές δυνατότητες αλλά η αλλαγή ύφους και η αδράνεια δεν άφησαν να φανούν οι αρετές τους.
Άγγελος Κατσούρας

 


GRAVE DIGGER – “The reaper” (G.U.N. Records) 

Οι GRAVE DIGGER του 1993 έχουν κάποιες μικρές διαφορές σχετικά με την ηχητική πορεία του συγκροτήματος τα μετέπειτα χρόνια. Από το 1984 που κυκλοφόρησε η παρθενική τους δισκογραφική τους προσπάθεια, “Heavy metal breakdown” μέχρι και πριν την κυκλοφορία του “The reaper”, είχαν υιοθετήσει πιο κλασσικές metal φόρμουλες στα τραγούδια τους χωρίς πολλά Τευτονικά μέρη όπως μας παρουσίασαν αργότερα. Στο “The reaper”, τέταρτη κυκλοφορία με το όνομα GRAVE DIGGER, πέμπτη συνολικά γιατί η ακριβώς προηγούμενη δουλειά “Stronger than ever”, επτά χρόνια πριν, βγήκε με το όνομα DIGGER, ο ακροατής θα άκουγε 100% heavy metal «αέρινα» τραγούδια, χωρίς καμία απολύτως συνθετική πολυπλοκότητα, τραχείς και στακάτες συνθέσεις που ποίκιλλαν σε tempo με άκρως πωρωτικά μέρη σε πολλά σημεία, και κύριο χαρακτηριστικό τις κολλητικές κιθαριστικές μελωδίες και τα ευκολομνημόνευτα refrain που σε ξεσήκωναν άμεσα. Για ακόμα μια ηχητική προσπάθεια το σχήμα είχε καταφέρει να γράψει άκρως δυναμικά τραγούδια με μπόλικο ηχητικό τσαγανό, που εξυμνούσαν το Γερμανικό heavy metal που είχε μπολιάσει και πιο power metal στοιχεία. Από την πρώτη κιόλας δουλειά τους, όπως και στο “The Reaper” τα τραγούδια είχαν ένα ή δύο χαρακτηριστικά riff να αποτελούν την βασική ιδέα και πάνω εκεί να στήνεται όλη η υπόλοιπη σύνθεση, και φυσικά έναν «λυσσασμένο» Boltendahl, ο οποίος, πολύ νεότερος τότε, τραγουδούσε με τα σωθικά του σε μεγάλο βαθμό, δίνοντας άλλη υπόσταση στην εκάστοτε σύνθεση. Στο εξώφυλλο του δίσκου εμφανίζεται για πρώτη φορά και ο θεριστής που θα κοσμούσε τις μετέπειτα δουλειές τους.
Οι GRAVE DIGGER ήταν και είναι μέχρι σήμερα, ένα group που συνδυάζει αρμονικά τη μελωδία με τη δύναμη σε κάθε τραγούδι με πολλά «in your face» τραγούδια, οπότε και στο “The reaper” τηρήθηκε η ίδια συνταγή προς τέρψη του ακροατή. Το group ήταν πάντα ηχητικά ένα ανοιχτό βιβλίο, που είτε σου άρεσε είτε όχι, αυτό ήταν. Αν σου κέντριζαν το ενδιαφέρον οι συνθέσεις τους είχε καλώς, αλλιώς προσπερνούσες.
Θοδωρής Μηνιάτης

 


HAREM SCAREM – “Mood swings” (WEA)

Προσωπικά, θεωρώ το “Mood swings” ένα από τα καλύτερα άλμπουμ των HAREM SCAREM. Άλμπουμ το οποίο βρίσκεται στην κορυφαία τριάδα των κυκλοφοριών τους. Το συγκρότημα από τον Καναδά δεν έφτασε ποτέ στην επιτυχία την οποία και αναζητούσε εκείνους τους καιρούς. Οι λόγοι είναι γνωστοί και δεν χρειάζεται να αναφερθούν ξανά και ξανά. Αναφερόμαστε στο 1993 και τα πάντα έχουν αλλάξει στο μουσικό στερέωμα.
Το “Mood swings” είναι ένα πάρα μα πάρα πολύ όμορφο άλμπουμ. Έντεκα τραγούδια, ένα πανέμορφο εξώφυλλο, ένας χαρισματικός τραγουδιστής και ένας κιθαρίστας – συνθέτης που ήξερε και είχε τον τρόπο να γράφει μελωδίες που καρφώνονται στο μυαλό του ακροατή. Έξυπνα riff, όπως για παράδειγμα το intro του “Changes come around”, τραγούδι που ακροβατεί μεταξύ δύο μουσικών ειδών, για να καταλήξει σε ένα refrain που είναι ταμάμ για κάθε λογής πάρτι. Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και το “Jealousy”, με τα ίδια στοιχεία και μία πολύ όμορφη ερμηνεία από τον Hess! Βέβαια, από τον δίσκο, αν σας ενδιαφέρει η δική μου γνώμη ξεχωρίζω τα “Saviors never cry”, “No justice”, το “Sentimental BLVD” το οποίο είναι τραγούδι που τα συγκροτήματα από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού έγραφαν για πλάκα!
Επαναλαμβάνω πως το “Mood swings” είναι ένα εξαιρετικό άλμπουμ το οποίο ποτέ δεν βρήκε τον δρόμο για την επιτυχία στην αμερικάνικη ήπειρο. Ο Καναδάς το τίμησε. Έφτασε μέχρι το Νο85 στα charts! Θα μπορούσε να είχε πάει καλύτερα; Φυσικά και ναι, αν κυκλοφορούσε το 1989. Μπορούσαν να κάνουν κάτι καλύτερο οι HAREM SCAREM σαν συγκρότημα εκείνη την εποχή; Φυσικά και όχι. Έπεσαν πάνω στην αλλαγή. Μπορεί κάποιος να αγοράσει τον δίσκο και να αισθάνεται δικαιωμένος από την επιλογή του; Εννοείται! Καλοκαίρι έχουμε. Δίσκος ταμάμ!
Ντίνος Γανίτης

HELLOWEEN – “Chameleon” (EMI)

Οι δικαστικές διαμάχες ανάμεσα στη Noise και την EMI, είχαν αφήσει ανεξίτηλο το στίγμα πάνω στις «κολοκύθες». Από εκεί που ήταν στην κορυφή του κόσμου με το “Keeper of the seven keys pat II”, έχοντας πουλήσει το αδιανόητο νούμερο του ενός εκατομμυρίου δίσκων, αντί τελικά να κάνουν το βήμα παραπάνω, έκαναν μία βουτιά στο κενό, παρότι τους είχε αναλάβει ο Rod Smallwood… Το “Chameleon”, ήταν το απόλυτο προϊόν συμβιβασμού, όπως λένε και οι ίδιοι «τρεις σόλο δίσκοι στη συσκευασία του ενός». Ο λόγος; Απλός. Οι τρεις βασικοί συνθέτες του γκρουπ, ο Michael Weikath, ο Michael Kiske και ο Roland Grapow, έγραψε ο καθένας από τέσσερα τραγούδια που τα παρουσίασαν στις ηχογραφήσεις και κανένας δεν πείραξε τα τραγούδια του άλλου, στο ελάχιστο. Το αποτέλεσμα ήταν χαμαιλεόντιο, εξ ου και ο τίτλος, αφού σχεδόν κάθε τραγούδι ήταν διαφορετικό από το άλλο. Τόσο μπέρδεμα σ’ ένα δίσκο, σπάνια μπορεί να ακούσει κανείς. Από τη μία ήθελαν να εξαλείψουν τα power metal στοιχεία, αφού είχαν κουραστεί να τους λένε οι οπαδοί να παίζουν ολοένα και πιο γρήγορα και να τραγουδούν ψηλότερα, από την άλλη, όπως εύκολα καταλαβαίνει κανείς, δεν υπήρχε κοινό να πουληθεί αυτό το άλμπουμ, με αποτέλεσμα να μην το παίρνουν καν τα καταστήματα να το πουλήσουν και να περιοδεύουν σε μισοάδεια venues.
Επίσης, ενώ δεν ήθελαν να κάνουν το χατίρι των οπαδών σε ότι αφορά την μουσική, έκαναν άτακτη υποχώρηση στα θέματα του artwork, επιστρέφοντας τις κολοκύθες άρον άρον, μετά τη συνεργασία τους με τον σπουδαίο Storm Thorgerson, με τον οποίον είχαν συνεργαστεί στο “Pink bubbles go ape”. Επίσης, σε σχέση με εκείνο το δίσκο, άφησαν και τον Chris Tsangarides που αποδείχτηκε ότι δεν ήταν ο άνθρωπος που μπορούσε να τους βοηθήσει στο δύσβατο μονοπάτι που είχαν μπει και ξανασυνεργάστηκαν με τον Tommy Hansen. Για τα γύρω γύρω, μπορούμε να μιλάμε ώρες, αλλά το θέμα μας είναι η μουσική. Κι εκεί, ο ένας (Weikath), πίστεψε ότι οι HELLOWEEN μπορούσαν να γίνουν οι νέοι BEATLES, ο άλλος (Kiske) αποφάσισε να βάλει τα στοιχεία του αγαπημένου του Elvis Presley άσχετα με το αν κολλούσαν με την μουσική του σχήματος, ενώ ο τρίτος (Grapow), φαίνεται εντελώς μπερδεμένος με την κατεύθυνση. Έτσι λοιπόν, έχουν το power metal για το ξεκάρφωμα στην αρχή (“First time”) και μετά, ένα rollercoaster. Δεν θέλω να αδικώ κομμάτια και δίσκους. Στο “Chameleon”, υπάρχουν δύο τουλάχιστον εξαιρετικά τραγούδια. Το “Giants” και το “I believe”, που είναι από τις κορυφαίες τους στιγμές, θεωρώ. Από εκεί και πέρα, υπάρχουν και ντροπιαστικά τραγούδια, όπως το “Revolution now”, το οποίο εκτός των άλλων κρατάει και 8 βασανιστικά λεπτά, το “Crazy cat”, το “In the night” κοκ. Μεγάλη λέζα έφαγε το “Windmill” που οι οπαδοί κατά κόρον αποκαλούν “Shitmill”, αλλά δεν το βρίσκω τόσο άθλιο πια, πολύ καλύτερη μπαλάντα είναι πάντως το πιο «επικό» “Longing” που κλείνει τον δίσκο. Τελευταίος δίσκος με Michael Kiske, τελευταίος και για Ingo Schwichtenberg, τέλος εποχής.
Σάκης Φράγκος

 


HORRIFIED – “In the garden of the unearthly delights” (Black Power Records)

Με το “Eternal god” EP δυο χρόνια πριν οι Έλληνες deathsters είχαν δείξει τα στοιχεία εκείνα που θα τους έκαναν ιδιότυπους σε παγκόσμιο επίπεδο. Ήταν η εποχή που το σύνολο των doom/death σχημάτων έβαζαν ατμοσφαιρικά στοιχεία στον ήχο τους, επιβεβαιώνοντας την επιδραστικότητα του “Into the pandemonium” των CELTIC FROST. Εξαίρεση δεν θα μπορούσαν να ήταν και αυτοί ηχογραφώντας το ντεμπούτο album τους το 1992 με τον τίτλο του παρμένο από τη νουβέλα του Robert Rankin. Κατάφεραν να ταράξουν τα νερά του παγκόσμιου underground όταν κυκλοφόρησε σε βινύλιο ένα χρόνο μετά και σε CD το 1994. Δυστυχώς λίγοι το άκουσαν γιατί κυκλοφόρησε από την μικρή ελληνική εταιρία Black Power, η οποία είχε ανύπαρκτη διανομή στο εξωτερικό και ο αντίκτυπος περιορίστηκε σημαντικά. Αν το είχε κυκλοφορήσει μεγαλύτερη εταιρία (π.χ. Peaceville) είμαι σίγουρος ότι θα είχαν κάνει πάταγο!
Θεωρείται, όμως, από τα καλύτερα δείγματα ατμοσφαιρικού doom/death και καθόλου τυχαία το βινύλιο της πρώτης έκδοσης κοστίζει πολλά χρήματα για όποιον θέλει να το αποκτήσει. Αν είχε κυκλοφορήσει σήμερα θα είχαν προβλήματα τόσο με το φοβερό εξώφυλλο του Giger για το οποίο κανείς δεν ξέρει αν είχαν άδεια – η επανακυκλοφορία της Floga records πάντως, έχει άλλο εξώφυλλο. Το ίδιο πρέπει να ισχύει και για το εισαγωγικό “The awakening” από το soundtrack του “Jesus of Nazareth”. Από εκεί και πέρα ξεκινά ένα, σχεδόν, 40λεπτο ταξίδι στο ατμοσφαιρικό doom/death των early 90s με όλα τα στοιχεία της εποχής: πολυεπίπεδες ενορχηστρώσεις, πλήκτρα. πομπώδη ήχο και γυναικεία φωνητικά που όποτε κάνουν την εμφάνιση τους κερδίζουν τις εντυπώσεις. Οι HORRIFIED κατάφεραν να έχουν τον καλύτερο ήχο που βγήκε ποτέ από τα στούντιο της Μολών Λαβέ. Το “Down at the valley of the great encounter” είναι ένα από τα ελάχιστα ολοκληρωμένα τραγούδια του είδους, το οποίο πρέπει οπωσδήποτε να ακούσετε μαζί με το “Crawling silence, στο οποίο δίνουν μαθήματα χειρισμού των γυναικείων φωνητικών! Αν είστε fan του είδους και δεν τον έχετε ακούσει ακόμα πράξτε το άμεσα! Θα καταλάβετε γιατί το δίδυμο Θάνος και Σταύρος Μητρόπουλος είναι κορυφαίοι μουσικοί και γιατί στις μέρες μας με τους DIRTY GRANNY TALES είναι τόσο καταξιωμένοι, αφήνοντας πίσω την υποτίμηση που δέχτηκαν άδικα ως HORRIFIED.
Λευτέρης Τσουρέας

 


HYPOCRISY – “Osculum obscenum” (Nuclear Blast)

Εδώ, πραγματικά μιλάμε για άλλη μπάντα! Οι HYPOCRISY των δύο πρώτων δίσκων, δεν έχουν ιδιαίτερη σχέση με τους HYPOCRISY της μετέπειτα εποχής, από το “The fourth dimension” δηλαδή και μετά. Η δυάδα των “Penetralia” και (κυρίως) του “Osculum obscenum”, ήταν κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό, κάτι πολύ πιο… ανίερο!
Το “Άσεμνο φιλί” λοιπόν (αφού αυτό σημαίνει στα λατινικά ο τίτλος), είναι το δεύτερο άλμπουμ των μετέπειτα εκ των κορυφαίων του melodic death metal και ταυτόχρονα αυτό που κλείνει τον πρώτο κύκλο της μπάντας, από πολλές απόψεις. Αρχικά, είναι το τελευταίο άλμπουμ με τον Masse Broberg (μετέπειτα στους DARK FUNERAL σαν Emperor Magus Caligula για 15 περίπου χρόνια) στα φωνητικά, αλλά και τους στίχους. Φωνητικά πιο χαώδη και σκοτεινά, αλλά και με την ικανότητα να εναλλάσσονται από death σε black, καμία σχέση με τα μετέπειτα του θείου Peter, όπως άλλωστε και οι στίχοι, που ήταν πάνω στα “πρέπει” του death metal της εποχής, με σατανιστικό και αντι-χριστιανικό περιεχόμενο. Ο Broberg είχε αναλάβει όλο το κομμάτι στίχοι/φωνητικά και μετά τη φυγή του (αφότου έσπασε ένα τύμπανο του αυτιού του ο άνθρωπος, κατά τη διάρκεια της πρώτης περιοδείας της μπάντας) ανέλαβε ο Johnny Depp του death metal και έφερε όλο αυτό το χαρακτηριστικό sci-fi σκηνικό που αγαπήσαμε και αγαπάμε στη μπάντα. Εκτός από τα φωνητικά, η μουσική της μπάντας εκείνη την περίοδο, ήταν μέσα στα νεύρα, την ένταση, την ταχύτητα και το μίσος. Death metal, black περάσματα, riffs ξυράφια, blasts, χαοτικές αλλά στοχευμένες αλλαγές και μία ατμόσφαιρα χωρίς πολλά πλήκτρα (λίγα και όπως και όπου πρέπει), που όταν το άκουγες παιδάκι ακόμα, στο walkman με τα ακουστικά τα σάπια (απορώ πως ακόμα αντέχουν τα αυτιά μας με τα τότε ακουστικά και τις τότε παραγωγές), μπορεί να σου έφερνε και τίποτα βελζεβούλια στον ύπνο σου. Στα πλαίσια αυτού του evil, anti-christian στιχουργικού περιεχομένου, αλλά και της αντίστοιχης ξεκάθαρης μουσικής, είναι και η διασκευή στο “Black metal” των VENOM άλλωστε.
Άλλη μπάντα τότε οι HYPOCRISY. Αλλά και πάλι, ποιοτική μπάντα. Τι να κάνουμε; Κάποιοι άνθρωποι, από τα “γεννοφάσκια” τους, έχουν το ταλέντο και το δείχνουν και έτσι έκανε και ο θείος Peter. Και το “Obsculum obscenum”, παρόλο που είναι ένας δίσκος που ίσως έχει ξεχάσει τον τρόπο που τον έγραψε ακόμα και ο ίδιος, είναι από τις δουλειές που δικαίως πήραν τη θέση τους στην ιστορία του death metal των 90s και ακόμα και σήμερα μνημονεύεται από τους οπαδούς του ιδιώματος… ακόμα και από αυτούς που έχουν ρίξει ανάθεμα στον θείο Peter στη μετέπειτα πορεία του. Θείος Peter, “Necronomicon” και PAIN και τα πάντα όλα!
Φραγκίσκος Σαμοΐλης

 


IMMORTAL – “Pure holocaust” (Osmose)

Αρχές 90s και το black metal έχει αρχίσει να βγαίνει από την underground σκηνή προς την επιφάνεια. Ο πυρήνας της σκηνής φυσικά είναι η Νορβηγία και ένας άτυπος αγώνας δρόμου είχε ξεκινήσει, για το ποιο συγκρότημα θα παίζει πιο γρήγορα, πιο ακραία και θα παρουσιαστεί με το πιο evil image που μπορεί, ώστε να προκαλέσει την κοινή γνώμη. Ένα από τα βασικά συγκροτήματα που ξεχώρισαν ήταν οι IMMORTAL, οι οποίοι μετά το ντεμπούτο τους “Diabolical fullmoon mysticism”, έμελλε να κυκλοφορήσουν έναν από τους καλύτερους δίσκους της καριέρας τους. Με το “Pure holocaust” η μπάντα δεν ξεχώρισε απλά, αλλά κυκλοφόρησε ένα άλμπουμ-σημείο αναφοράς για ολόκληρο το black metal. Για την εποχή του, η παραγωγή του “Pure holocaust” είναι ανατριχιαστική και το concept του πάγου, του κρύου και των απόκοσμων παγωμένων τοπίων του βορρά, μεταφέρεται άψογα, τόσο μέσα από τον λυρισμό του Demonaz, όσο και από τον ήχο του άλμπουμ. Πίσω από τις συνθέσεις κρύβονται οι συνήθεις ύποπτοι Demonaz και Abbath, με τον δεύτερο να έχει αναλάβει τα φωνητικά, το μπάσο αλλά και τα ντραμς. Όπως και στην μετέπειτα πορεία τους, η επιρροή των BATHORY στη μουσική των IMMORTAL είχε πάντα την τιμητική της θέση. Έτσι και στο “Pure holocaust”, οι IMMORTAL χωρίς να σπάσουν τα καλούπια που έχτισε ο Quorthon στο “Blood fire death”, πάτησαν το γκάζι, ανέβασαν την ταχύτητα κατακόρυφα και μέσα από riffs που θερίζουν σαν ξυράφια, δημιούργησαν ένα ολοκαύτωμα που άφησε ιστορία. Ένα παγωμένο ολοκαύτωμα που τους χάρισε μία θέση στην πρώτη black metal περιοδεία, τη γνωστή και μη εξαιρετέα “Fuck Christ tour”, που περιόδευσαν μαζί με τους BLASPHEMY και τους ROTTING CHRIST.
Δημήτρης Μπούκης

 


INFECTIOUS GROOVES – “Sarsippius’ ark” (Epic)

Τους είχα χαρακτηρίσει στο προηγούμενο κείμενο μου, ως το funk alter ego των SUICIDAL TENDENCIES. Μεγάλα όργια, βγαλμένα από την ηλιόλουστη California, πήραν τα funk στοιχεία των SUICIDAL TENDENCIES και τα επέκτειναν παραπάνω σε μια solo ανησυχία του MIke “Cyco Miko” Muir. Ο έτερος μουσικός της κύριας μπάντας του, που τον συντροφεύει σε αυτή την όμορφη περιπέτεια, είναι ο κύριος Robert Trujillo στο μπάσο. Το δεύτερο τους άλμπουμ, ονομάστηκε “Sarsippius’ ark” και κυκλοφόρησε από την Epic στις 2 Φλεβάρη του ‘93. To ύφος του δίσκου είναι μια φυσική συνέχεια του ντεμπούτου. Μουσικάρες ηλιόλουστες και χαλαρές, για χαλαρά αγόρια και κορίτσια, με τη μπάντα πραγματικά απελευθερωμένη από τη παραμικρή σοβαροφάνεια. Τα ενδιάμεσα σκετσάκια του δίσκου, έχουν πολλή πλάκα, με τον Mike Muir να υποδύεται τον κύριο χαρακτήρα του δίσκου, τον Sarsippius σε διάφορες αστείες φάσεις, όπως όταν ξυπνάει τον κιθαρίστα του Iggy για να προλογίσει τη διασκευή στο “Immigrant song” (σας το είπα ότι πρόκειται για όργια!).
Με τίτλους κομματιών όπως “Don’t stop, spread the jam”, “Turtle wax (Funkaholic anonymous)” και πάει λέγοντας, καταλαβαίνεις ότι μιλάμε για παιδιά – βιολιά, που παράλληλα μέσα σε όλο το χαβαλέ, μη γελιέστε, δε παίζουν χύμα. Παίζουν ζόρικα πράγματα, που πρέπει να είσαι φτασμένος παίκτης για να τα βγάλεις ΑΚΡΙΒΩΣ έτσι. Γιατί στη μουσική δεν έχει σημασία μόνο το τι παίζεις, αλλά και το πως. Και εδώ οι μουσικοί, για όποιον ακούσει προσεκτικά μέσα στα 57 λεπτά του “Sarsippius’ ark”, μας στέλνουν όλους για εκμάθηση του εκάστοτε οργάνου που παίζουν. Σημαντικό είναι ότι εδώ απομακρύνονται παραπάνω από τους SUICIDAL TENDENCIES ηχητικά, παίζοντας αποκλειστικά ένα funk υβρίδιο με δικό του χαρακτήρα, κάπου σε ένα δικό του σύμπαν από κάθε άποψη!
Το αστείο είναι, ότι πήραν airplay με τα videoclips που γυρίστηκαν για τα “These freaks are here to party” και “Three headed mind pollution”, και συν τοις άλλοις, το άλμπουμ σκαρφάλωσε στο 109 του Billboard 200. Σίγουρα ενδεικτικό του πόσους άγγιξαν από το ευρύ κοινό τότε, ένα μάτσο τρελάρες από τη California απλά βγάζοντας γούστα. Μεγάλο πράγμα, να είσαι ο εαυτός σου, και να φτάνεις στη κορυφή στο έτσι, χωρίς ούτε καν να το σχεδιάζεις ή έστω να στοχεύεις κάπου συγκεκριμένα. Τα σέβη μου στη τρισμέγιστη μορφάρα που λέγεται Mike Muir, που τσαλακώνει την συνειδητοποιημένη εικόνα του, μόνο για να τη ξαναφτιάξει όταν έρθει η ώρα.
Γιάννης Σαββίδης

 


INNER STRENGTH – “Shallow reflections” (Institute of Art Records)

Την περίοδο 1992-1995/1996, το να παίζεις τεχνοκρατικό metal στις Η.Π.Α ισοδυναμούσε με καρμανιόλα, από όποια πλευρά και να το έβλεπες. Ήταν λες και ήθελες να περάσεις από την Σκύλλα και την Χάρυβδη. Από την μία υπήρχε η φρενήρης άνοδος της σχολής των PANTERA, οι οποίοι με τα “Cowboys from Hell” και “Vulgar display of power” είχαν φέρει τα πάνω κάτω στην υπόθεση «αμερικανικό metal». Από την άλλη, οι DREAM THEATER με τα «επαναστατικά» “Images and words” και “Awake” τα οποία δημιούργησαν υπέροχες μπάντες αλλά και πάμπολλους κλώνους – κολαούζους – wannabe progsters. Και δεν αναφέρομαι καν στην rock/grunge/alternative σκηνή του Seattle, έτσι; Μέσα σε αυτόν λοιπόν τον κυκεώνα, ένα συγκρότημα σαν τους INNER STRENGTH ήταν καταδικασμένο να αποτύχει. Έστω και αν το «γραμμωμένο», «τουμπανιασμένο» και «σπαστικό» US progressive του group, ήταν λες βγαλμένο από τα πιο «υγρά» μας όνειρα. Με το ένα πόδι στο tech thrash των WATCHTOWER και με το άλλο στο βέρο USPM, ο εκπληκτικός και ακραίος τους ήχος θύμιζε μια μίξη των “No Exit”, “A social grace”, “Suiciety” (των Καναδών θεών REALM) και “Think this” (των επίσης θεών TOXIK). «Μακριά και αγαπημένοι» από το σύγχρονο neo-progressive, αυτό που στερείται riffs, τσαμπουκά και μόνο κατάθλιψη σου φέρνει. Εδώ έχουμε τα ακριβώς αντίθετα: Τεράστιες riff-άρες, ένα rhythm section που δεν το χαρακτηρίζει καμία λογική παρά μόνο αυτή του παραλόγου,  και θεϊκά φωνητικά! Οι INNER STRENGTH δυστυχώς «έζησαν» σε λάθος εποχή, και το «εχθρικό» (τότε) περιβάλλον της μουσικής βιομηχανίας για τέτοιου είδους progressive, δεν τους άφησε να κατατάξουν οι ίδιοι τούτο το θεϊκό άλμπουμ, δίπλα σε αντίστοιχα μεγαλουργήματα του είδους. Έκαναν βέβαια και τα δικά τους λάθη, για να είμαστε ειλικρινείς, και έτσι τους κατάπιε η λήθη και έμειναν γνωστοί μόνο στους “die – hards” οπαδούς του ευρύτερου “US prog/power” χώρου. Αν δεν τους γνωρίζεις και τα ονόματα των δίσκων και των συγκροτημάτων που αναφέρθηκαν πιο πάνω σου προκαλούν τα ίδια συμπτώματα με την κατανάλωση μίας καρτέλας Viagra, τότε ΟΦΕΙΛΕΙΣ να ακούσεις αυτό εδώ το άλμπουμ.
Δημήτρης Τσέλλος

 


KATATONIA – “Dance of December souls” (No Fashion Records)

Πρόκειται για το πρώτο full length των Σουηδών, μετά από το θρυλικό demo “Jhva Elohim Meth” του 1992. Τους Διόσκουρους Jonas και Anders, Lord J. Renkse και Blackheim τότε αντίστοιχα, πλαισιώνει ο Guillaume Le Huche με το ψευδώνυμο Israphel Wing, ο οποίος αναλαμβάνει το μπάσο. Όπως και στο demo στα πλήκτρα αλλά και στη παραγωγή, είχε βάλει το χεράκι του ο πολύς Dan Swanö (NIGHTINGALE, EDGE OF SANITY κ.ά). Εν αντιθέσει με το demo, ο συγκεκριμένος δίσκος γίνεται λιγότερο black και περισσότερο melodoom/death. Οι επιρροές από τους PARADISE LOST της εποχής είναι εμφανείς, αλλά σαφώς με ακόμα πιο lead-άτα riffs. Τη παράσταση γενικά στο δίσκο, κλέβει η κιθάρα του Anders, με πληθώρα από riffs, τα οποία διαχέονται στα μεγάλα διάρκειας κομμάτια του δίσκου. Η επιδραστικότερη κατ’ εμέ στιγμή του δίσκου όμως είναι η χρησιμοποίηση του εφέ του delay στη κιθάρα. Ένα χαρακτηριστικό που θα ακολουθούσε τη μπάντα για περίπου μια 20ετία, παρόλες τις αλλαγές στο ύφος τους, ενώ σίγουρα επηρέασε ένα μεγάλο μέρος της Ευρωπαϊκής melodoom σκηνής και όχι μόνο. Τα θεσπέσια σημερινά καθαρά φωνητικά του Jonas, φυσικά δεν υπήρχαν ούτε σαν σκέψη, αλλά τα «γρυλίσματα» του, είχαν κουμπώσει με τον ιδανικότερο τρόπο στις μελωδίες του Anders. Τραγούδια όπως τα “Without God” και “Tomb of insomnia”, εξακολουθούν να μνημονεύονται μέχρι και σήμερα.
Σαφώς, δεν έχει να κάνει απολύτως τίποτα με τους KATATONIA του παρόντος, κρατώντας μόνο ψήγματα της μελαγχολίας που εκφραζόταν με αυτό τον τρόπο. Με αυτόν λοιπόν τον δίσκο, ξεκίνησαν οι Σουηδοί το ταξίδι τους στους μελαγχολικούς ήχους, δημιουργώντας μια δική τους σχολή. Από τότε μέχρι και σήμερα, μπορεί να έχουν αλλάξει πολλά, αλλά εξακολουθούν να θεωρούνται οι «Βασιλιάδες της μελαγχολίας».
Γιώργος Δρογγίτης

 


LILLIAN AXE – “Psychoschizophrenia” (I.R.S. Records)

Ο LILLIAN AXE θα είναι για πάντα ένα από τα αντιπροσωπευτικότερα συγκροτήματα στο glam/melodic rock/hard rock ιδίωμα. Το 1993 τους βρίσκει να κυκλοφορούν την τέταρτη δουλειά τους, η οποία θα «έκλεινε» έναν άτυπο κύκλο 4 δίσκων που έβαλαν τα θεμέλια έτσι ώστε να έχουν την τόση μεγάλη αναγνωρισιμότητα και φήμη μέχρι και σήμερα, καθιερώνοντας τους άμεσα από τότε στην σκηνή. Όπως και στις προηγούμενες τρεις δουλειές τους, έτσι και στο album με τον ελαφρώς γλωσσοδέτη τίτλο “Psychoschizophrenia”, που είχε ίσως το πιο progressive εξώφυλλο από όλες τις κυκλοφορίες τους, απέδωσαν φόρο τιμής στο είδος που θέλησαν να εκφράζονται μουσικά από την αρχή της καριέρας τους.
Τήρησαν κατά γράμμα την ήδη επιτυχημένη συνταγή των προηγούμενων χρονών και παρόλο που είχαν για δεύτερη συνεχόμενη δουλειά μετά το “Poetic Justice”, άλλον drummer στο line up, το αποτέλεσμα ήταν και πάλι πολύ καλό. Όποιος ασχολήθηκε ενδελεχώς με τον δίσκο, άκουγε και σε αυτό το album τους, δυναμικές συνθέσεις που η κιθαριστική μελωδία (και στην ηλεκτρική αλλά και στην ακουστική δομή που υπήρχε στα τραγούδια), τα ευκολομνημόνευτα ρεφραίν και το δυναμικό groove στην κάθε σύνθεση, ήταν τα 3 πιο σημαντικά στοιχεία που ανακάλυπτες από το πρώτο δευτερόλεπτο.
Όπως και αρκετοί συμπατριώτες τους εκείνα τα χρόνια, είχαν δώσει μεγάλη βαρύτητα έτσι ώστε τα τραγούδια να «κρατάνε» τον ακροατή σε μια ηχητική εγρήγορση, όντας αρκετά αισθαντικά. Έτσι δημιούργησαν κομμάτια που συνδύαζαν αρμονικά το «striptease glam» που ήταν τότε άτυπα στην μόδα του Αμερικανικού ήχου, με το hard rock. Κάθε τραγούδι και στο “Psychoschizophrenia”, αποτελούσε ωδή στο πως είχαν επιλέξει πολλοί καλλιτέχνες τότε να εκφράζονται μουσικά, με συνθέσεις «απλές», χωρίς ηχητικές παραλλαγές έτσι ώστε να είναι αρκετά άμεσες στον ακροατή, με «ταξιδιάρικες» mid tempo ταχύτητας συνθέσεις που απλά σε παρέσερναν να «πορευτείς» μαζί τους. Όπως και τα 3 προηγούμενα albums του group, το “Psychoschizophrenia” είναι άλλο ένα αυτόφωτο album που δεν μπορείς να πατήσεις επ’ ουδενί το stop μια και ακούγεται πάρα πολύ ευχάριστα ολόκληρο χωρίς να το καταλάβεις.
Δυστυχώς δεν κατάφεραν στην ολότητα τους να ξανακυκλοφορήσουν τόσο ωραία albums.
Θοδωρής Μηνιάτης

 


LYNYRD SKYNYRD – “The last rebel” (Atlantic)

Προφήτες ή αφουγκράστηκαν τους καιρούς τους, σε αυτό το άλμπουμ οι πατέρες του Νότιου ροκ, κάνουν ην πρώτη ξεκάθαρη στροφή τους προς την country, που σήμερα μετά από 30 χρόνια είναι απαραίτητή στον ήχο κάθε Νότιου σχήματος για να βιοποριστεί.
Το τελευταίο άλμπουμ πριν ενισχυθούνε με γνωστά ονόματα της Νότιας ροκ σκηνής, είναι ακόμα μια απολαυστική στιγμή Νότιου ροκ. Τι σημαίνει αυτό; Μα ωραίες γυναίκες, bourbon, ηθικές αξίες (πατρίδα, οικογένεια, θρησκεία, τιμιότητα), απέχθεια στα κοντοβράκια και την «αλητεία» του L.A. και της Καλιφόρνια, αγάπη στα πυροβόλα όπλα, στις τριπλές κιθάρες και το rock n’ roll. Δεν θα βρείτε εδώ αναλύσεις για τις κοινωνικές ανισότητες και τον Λευκό αφέντη που καταπιέζει τον μαύρο άνθρωπο. Απλά γιατί οι ίδιοι οι SKYNYRD προέρχονται από οικογένειές που μόχθησαν δίπλα δίπλα με μαύρους, Ασιάτες και ερυθρόδερμους σε χωράφια, φορτηγά και δουλειές που απαιτούσαν κύρια χειρωνακτική εργασία και λιγότερο πτυχία, που ποτέ δεν είχαν. Καθαρό Νότιο ροκ, δίχως πολιτικολογίες, δίχως να υμνεί ρατσιστικές απόψεις, από οποιοδήποτε άκρο και να προέρχονται, που μιλά για τον απλό άνθρωπο και καταδικάζει τον κάθε Υπεράνθρωπο.
Οι SKYNYRD αφιερώνουν το άλμπουμ στους στρατιώτες στον Κόλπο και το εννοούν, γιατί ανάμεσα στους στρατιώτες τους, είναι τα παιδιά τους, τα παιδιά των οπαδών τους και ανεμίζουν την αστερόεσσα, δίπλα στην τιμημένη σημαία με τα δεκατρία αστέρια, γιατί το πιστεύουν, το νιώθουν. Γι’ αυτό το λόγο και απαιτούν το σεβασμό μας. Δεν τον εκλιπαρούν. Αν δεν αρέσουν σε κάποιον, γιατί υποστηρίζουν την πατρίδα τους, απλά σου ζητάνε να ακούσεις ίσως RATM, ή ότι άλλο. Μουσικά δεν θα εκπλήξουν. Δεν μπορούν. Έθεσαν τόσο ψηλά τον πήχη μέχρι το 1977, που ακόμη δεν ξεπεράστηκε και από αυτούς παρά μόνο μια με δύο φορές. Είναι όμως ακμαίοι. Ακούστε το “One thing” και αναλογιστείτε, πως ένα σχήμα που επέζησε θεϊκών καταστροφών, ξέρει να γράφει, τόσο καλά κλισέ τραγούδια. Βοηθά βέβαια και η συνθετική δεινότητα του Ed King που δεν παρέμεινε πολύ στο σχήμα, λόγω θεμάτων υγείας. Νοσταλγία και country αισθητική στο “Can’t take that away”.
Αν κάτι όμως κάνει το άλμπουμ ξεχωριστό, είναι το ομώνυμο τραγούδι. Ένας ύμνος αντίστοιχος του SKYNYRD ,στο να στέκεσαι όρθιος και να δέχεσαι τα χτυπήματα και να επιβιώνεις ενάντια στις αντιξοότητες της ζωής και μιλάω για το “Last rebel”. Επαναστάτης ή άνθρωπος με αρχές, οι LS γράφουν ένα αργό, επικό (κάτι σαν τους MANOWAR, αν ήξεραν τι σημαίνει έπος) συναισθηματικά φορτισμένο ύμνο, για το δικαίωμα, να μην γίνεσαι ένα με την μάζα, που θέλει να σε παρασύρει, στα χρόνια της πολιτικής ορθότητας και της κοινωνικής υποκρισίας. Αυτά τα βλαχαδερά του Νότου, υψώνουν το ανάστημα τους, στα κολεγιόπαιδα του Βορρά αλλά και το αναθεωρητικό country Southern rock των DRIVE BY TRUCKERS, KINGS OF LEON και μένουν εκεί με τα πόδια στυλωμένα, σαν τον Κλιντ Ίστουγντ στο Τζόσι Γουέλς, επαναστάτες άλλων καιρών, μόνοι ενάντια σε όλους.
Honky tonk πιάνο, κιθάρες και τα φωνητικά που σημάδεψαν τη ζωή μας, με στίχους από την καθημερινότητά, που δεν θα πάρουν Νόμπελ λογοτεχνίας, αλλά θα τραγουδηθούν σε μπαρ, βράδια δίχως το ξημέρωμα να μας ταράζει την ηρεμία του αλκοόλ, όπως στο “Outta hell in my dodge”. Η συμμετοχή στο γράψιμο του Tom Keifer (CINDERELLA) στο“Best things in life”, δείχνει κάποια πράγματα, για την μετέπειτα πορεία των CINDERELLA και το τί σημαίνει να σε καλούν οι LYNYRD SKYNYRD να γράψεις μαζί τους νέα μουσική.
Χαβαλές, ανάλαφρα rock n’ roll τραγούδια, ένας Powell σε κέφια να βάζει παντού τη σφραγίδα του στα riff των King, Hall, Rossington και το αίσθημα του άκουσα ένα καλό άλμπουμ, που μου έκανε μια ώρα της ζωής μου πιο όμορφη. Η «μπαλάντα» του άλμπουμ το “Love don’t always come easy” μιλά για πραγματικές στιγμές και όχι τα μελωμένα ζαχαρωτά των στούντιο του L.A. και για αυτό επιζεί ακόμα σε πείσμα των εκπομπών του Σειρηνάκη.
Το άλμπουμ κλείνει με το “Born to run” μια ακόμη μεγάλη χρονικά σύνθεση, με τη συμμετοχή στη σύνθεση του Donnie Van Zant (38 SPECIAL) τρίτου αδελφού της οικογένειας που έδωσε τις μεγαλύτερες φωνές στο Νότιο ροκ. Μια σύνθεση που αν ξέρεις τα βασικά Αγγλικά, σου σηκώνει την τρίχα κάγκελο, για όσα μιλάει. Κόντρα στους «δηθενάδες» του Δυτικού κόσμου, ανατρέπει τα πάντα, σε έναν αγώνα για επιβίωση, εκεί που η οικονομική κρίση, είχε χτυπήσει τους πάντες από το ‘74. Για όσους το Ράμπο 1, εκτός από ταινία δράσης, είχε και ένα παραπάνω σχόλιο, ανάλογο του «Γεννημένος την 4η Ιουλίου», τέτοια τραγούδια θα σας μυήσουν στον πραγματικό Νότο, των ανθρώπων που προσπαθούν μια ζωή, για να δουν τον κάθε «οικονομολόγο», να ανατινάζει του κόπους μιας ζωής με εφαρμογές της «θεωρίας των παιγνίων» στην πραγματική ζωή, από το ρετιρέ του.
Τίμιοι, κλασικοί SKYNYRD , της δεύτερης γενιάς, λίγο πριν αποφασίσουν να κάνουν την επίδειξη δύναμης που σήμαινε η είσοδος των Medlocke, Thomasson στο σχήμα. Αν νομίζετε ότι οι LYNYRD SKYNYRD έπαψαν να υπάρχουν μετά το ατύχημα του ‘77, αυτό το άλμπουμ θα σας αλλάξει γνώμη, εύκολα και ανώδυνα, όπως κάθε τι Νότιο. Για τους υπόλοιπους, υπάρχει χώρος στις βιομηχανίες του Βορρά, εδώ είμαστε Νότιοι.
Στέλιος Μπασμπαγιάννης


MACABRE – “Sinister slaughter” (Nuclear Blast)

Μεγάλη περίπτωση διαχρονικά οι Αμερικάνοι MACABRE. Από τα συγκροτήματα που ο ήχος τους δεν μπορούσε να προσδιοριστεί με τίποτα, ενώ και οι ίδιοι δεν δίσταζαν να αυτοαποκαλούνται ως “murder metal” συγκρότημα. Το σκεπτικό τους σίγουρα είχε βάση μια και όλα τους τα κομμάτια είχαν να κάνουνε με κατά συρροή δολοφόνους. Οι MACABRE θεωρήθηκαν ότι φύτεψαν τη σπορά του death metal εν πολλοίς ενώ περισσότερο είχαν έναν thrash ήχο με πολλά ξεσπάσματα. Επίσης λίγο η θεματολογία, πολύ κάποια συγκεκριμένα σημεία στα κομμάτια τους, και δεν ήταν λίγοι αυτοί που τους θεώρησαν και προπάτορες ακόμα και του grind ως επιρροή αισθητικής. Το “Sinister slaughter” ήταν το δεύτερο full length τους μετά το EP “Grim reality” (1987) και το ντεμπούτο “Gloom”. Από τους περισσότερους οπαδούς τους, θεωρείται ως η πιο πλήρης δουλειά τους, ενώ περιέχει και το μεγάλο «χιτάκι» τους “Zodiac”. Σίγουρα τώρα κάποιοι γελάτε αλλά δεν έχετε δει MACABRE ζωντανά όπως εγώ και μάλιστα τι έγινε όταν βγήκαν με αυτό, που να το έλεγα ότι θα τους έβλεπα κάποτε κι ότι από κάτω θα είχε μαζευτεί κάθε καρυδιάς καρύδι (σαλεμένοι προφανώς, άλλο αυτό) και θα γίνεται Ο χαμός. Οι MACABRE επίσης είχαν κι ακόμα έχουν την ιδιαιτερότητα η σύνθεση τους να έχει παραμείνει ολόϊδια, έτσι το ανίερο τρίο των Corporate Death σε κιθάρα και φωνητικά (κατά κόσμον Lance Lencioni), Nefarious στο μπάσο (κατά κόσμον Charles Lescewicz) και Dennis The Menace στα τύμπανα (κατά κόσμον Dennis Ritchie) είναι μαζί μέχρι σήμερα, ενώ η μπάντα μπορεί μετά το “Sinister slaughter” να έχει κυκλοφορήσει μόλις 3 άλμπουμ (“Dahmer” 2000, “Murder metal” 2003 και “Grim scary tales” 2011 αντίστοιχα) αλλά θεωρείται ακόμα ενεργή. Το “Sinister slaughter έφερε τότε ακόμα μεγαλύτερη στρατιά βλαμμένων στο κοινό τους (δεν το λέμε προσβλητικά, οι ίδιοι και οι οπαδοί τους θεωρούν εαυτούς περήφανα βλαμμένους), ενώ δίπλα σε κάθε τίτλο τραγουδιού υπάρχει και παρένθεση με παραπομπή στο όνομα του δολοφόνου στον οποίο αναφέρεται προς γνώση και συμμόρφωση όλων. Το ιστορικό εξώφυλλο του δίσκου τέλος, δεν είναι παρά άμεση παρωδία στο αντίστοιχο των THE BEATLES για το “Sgt. Pepper’s lonely hearts club band”, με τη διαφορά ότι το “Sinister slaughter” αντί για διάσημες μορφές της ανθρωπότητας, παρατάσσει σε πλήρη σειρά ψυχοπαθείς δολοφόνους. Ο καθένας με τη λόξα του και οι MACABRE με τη δική τους, αλλά αν ένα άλμπουμ τους πρέπει οπωσδήποτε να ακούσετε, είναι σίγουρα το “Sinister slaughter”.
Άγγελος Κατσούρας

 


MALEVOLENT CREATION – “Stillborn” (Roadrunner)

Μετά τη σφαγή του “Retribution”, δύσκολα βγάζεις κάτι ισάξιο. Που πας από εκεί; Πως το διαχειρίζεσαι, χωρίς να κάνεις κάτι το οποίο να είναι υποδεέστερό του, αλλά και υποδεέστερο του μακελειού του “The ten commandments”; Η απάντηση έρχεται στις 26 Οκτωβρίου 1993, με το “Stillborn”. Εξώφυλλο φιλοτεχνημένο από τον τιτάνα Dan Seagrave (τόσο ταπεινόφρων που θεωρούσε το “Retribution” το χειρότερο του εξώφυλλο….ασχολίαστο!), με τον Rob Barrett να αντικαθίσταται από τον Jon Rubin (MONSTROSITY). Το λοιπό line up παρέμεινε ως είχε. Προσωπικά, πάντα το είχα στο μυαλό μου στην ίδια μοίρα με το εξίσου θεϊκό “Breeding the spawn” των SUFFOCATION. Αδικημένα κατάφορα άλμπουμ, με ιδιαίτερες παραγωγές που είτε τις γουστάρεις είτε τις μισείς,
Περνώντας στα του δίσκου, το μπάσιμο με “Dominated resurgency” / “The way of all flesh” στέλνει πολύ κόσμο για τσάι, πετσοκόβοντας ότι αναπνέει στο πέρασμα του. Ελαφρώς πιο τεχνική προσέγγιση, χωρίς να έχει φύγει η λύσσα, απλά να γαρνίρεται με τα γουστόζικα σολίδια των κυρίων Fasciana/Rubin. Διάρκειες αυξημένες, παραγωγή που δεν έχει τον όγκο των 2 προηγούμενων δίσκων, αλλά που δίνει στο άλμπουμ μια ιδιαίτερη σαπίλα και ατμόσφαιρα. Αξίζει να σημειωθεί πως τόσο τα άκρως διακριτικά πλήκτρα όσο και samples (που τα επιμελήθηκε ο Dave Smadbeck) στο “Stillborn”, συνεισφέρουν σε αυτή την ατμόσφαιρα. Γιατί βρισκόμαστε σε ένα “Dominion of terror” (τι γκρουβάτη ρεφρενάρα κι αυτή…), όπου οι σβέρκοι διπλώνονται από το κοπάνημα, και όποιος δεν αντέχει, αποχωρεί διακριτικά. Κόφτες όπως “Geared for gain” και “Ordain the hierarchy”, επιβεβαιώνουν πόσο έντονα το έχουν οι Αμερικανοί να φέρνουν τούμπα συναυλιακούς χώρους μέσα σε ούτε 3 λεπτά έκαστος. Οι ρυθμοί κατεβαίνουν αισθητά στο ομώνυμο, με άλλο ένα καταπληκτικό solo στη μέση (δείγμα κλάσης, αν μη τι άλλο, από τον Jon Rubin), αλλά και στο “Genetic affliction”.
Έμφαση δίνεται, μια και μιλάμε για χαμηλωμένες ταχύτητες, στο κλείσιμο του δίσκου, που είναι στα 6 λεπτά και 20 δευτερόλεπτα, με τίτλο “Disciples of abhorrence”. Μπάσιμο με έρπον riff, από αυτά που βιδώνουν πόδια στο έδαφος, και πηγαίνουν μαλλιά πάνω κάτω δεξιά αριστερά. Και μια υποψία ατμόσφαιρας για πρώτη φορά σε δίσκο MALEVOLENT CREATION, να διαφαίνεται μέσα από ένα riff-o-rama που καταλήγει με ένα γκρουβάτο riff σε fade-out. Έτσι, σαν επίλογο των 42 λεπτών σφαγής που έλαβαν χώρα. Εν κατακλείδι, όσο μένος κι αν δέχεται αυτό το άλμπουμ ως “υποδεέστερο” των προηγούμενων, μακάρι να είχαν ΤΕΤΟΙΑ τραγούδια, όλα τα “υποδεέστερα” άλμπουμ.
Γιάννης Σαββίδης

 


JIM MATHEOS – “First impressions” (Metal Blade)

Οι FATES WARNING ξεκίνησαν ως μια τεχνική power metal μπάντα, και κυκλοφόρησαν αριστουργήματα. Στην συνέχεια εντάχθηκαν στο progressive, και κυκλοφόρησαν εκ νέου αριστουργήματα. Σταθερός άξονας της αδιαμφισβήτητης ποιότητας και έμπνευσής τους, ο βασικός συνθέτης, στιχουργός, mastermind και αρχηγός τους, ο συμπατριώτης μας Jim Matheos. Κάποιες φορές αναρωτιέμαι, ανατρέχοντας στα πεπραγμένα του, μήπως όντως αυτός ο χαμηλών τόνων καλλιτέχνης, είναι η αξιολογότερη προσωπικότητα του metal των 90s. Γιατί στις αξιολογότερες και σημαντικότερες συγκαταλέγεται χωρίς δεύτερη σκέψη. Κάπου μεταξύ του “Parallels” και του “Inside out”, o Matheos αποφάσισε να κυκλοφορήσει τον πρώτο του προσωπικό άλμπουμ. Πολυσχιδής και πολυσύνθετη προσωπικότητα καθώς είναι, ήταν βέβαιο πως δεν θα ακολουθούσε την πεπατημένη και δεν θα δημιουργούσε έναν ακόμη metal δίσκο. Έτσι, με μόνη του συντροφιά μια ακουστική κιθάρα, αναζήτησε την σύμπραξη δύο μεγάλων μουσικών, του Charlie Bisharat στο βιολί και Eugene Friesen στο τσέλο ώστε να πλαισιωθεί το όραμά του. Το αποτέλεσμα ήταν αριστουργηματικό. Το “First impressions” κάθε φορά που παίζει, νομίζω πως μου «μιλάει». Παράλληλα, είναι ένα από τα άλμπουμ εκείνα που σου χαρίζουν μια όμορφη, γλυκόπικρη αίσθηση και που σε «ταξιδεύουν» επάνω σε μια «θάλασσα συναισθημάτων». Είναι ο πρώτος δίσκος που ακούω, μαζί με το “A pleasant shade of grey”, όταν μπαίνει το φθινόπωρο και οι πρώτες βροχές αλλάζουν το τοπίο γύρω μου. Το πόσο άλλωστε ταιριάζει η μουσική του με την συγκεκριμένη εποχή του χρόνου, το μαρτυρά πρώτο το εξώφυλλο του William D. Tidwell, το οποίο είναι η καλλιτεχνική απεικόνιση μιας φωτογραφίας του απολιθώματος ενός φυτού εκατομμυρίων ετών. Τούτο το άλμπουμ, βαθιά επηρεασμένο από τους SHADOWFAX (αγαπημένη μπάντα του Matheos, αναζητήστε την) είναι σίγουρα το καλύτερο από τα τρία προσωπικά του δημιουργού του, ένα από τα καλύτερα ακουστικά – ambient που έχω ακούσει ποτέ και, αν και ακούγεται «μονορούφι» ολόκληρο, πάντα συνθέσεις σαν το αφιερωμένο στην κυρία Matheos “Laurel dawn” ή το εμπνευσμένο από το ομώνυμο έργο του Conrad Aiken “Silent snow, secret snow”, θα ξεχωρίζουν. Υπέροχος δίσκος, μεγάλος, ανανεωμένος Jim Matheos, μια κλασσική όσο και υποτιμημένη στιγμή στην ιστορία της μουσικής.
Δημήτρης Τσέλλος

 


MELVINS – “Houdini” (Atlantic)

Σε καμία περίπτωση δεν περίμεναν οι MELVINS το “Houdini” για να γίνουν διάσημοι. Είχαν παραδώσει τα διαπιστευτήριά τους στο underground κοινό, ήδη από το ντεμπούτο τους “Gluey Porch Treatments”, αποκαλύπτοντας το ανήσυχο πνεύμα τους μέσα από τις λασπώδεις proto-sludge ερπύστριες που ονόμαζαν τραγούδια. Ωστόσο το “Houdini” ήταν ο δίσκος που τους έφερε στο προσκήνιο. Ήταν το μεγάλο συμβόλαιο με την Atlantic Records, ήταν η συνεργασία με τον Kurt Cobain, αλλά και ο πιο pop(ular) προσανατολισμός που κατέστησε τον δίσκο ως τον πιο προσιτό στο ευρύ κοινό.
Το δίδυμο Buzz Osborne και Dale Crover ήταν παραδοσιακά πίσω από τις κιθάρες/φωνητικά και ντραμς αντίστοιχα, ενώ η Lori Black επέστρεψε για να γράψει την δική της ιστορία στο μπάσο του “Houdini”. Από εκεί και πέρα δεν έχουμε πολλά πράγματα να πούμε. Μιλάμε ουσιαστικά για τον πιο γνωστό δίσκο της μπάντας, με το πλέον αναγνωρίσιμο (σχεδόν αθώο) εξώφυλλο, το οποίο έρχεται σε πλήρη αντιδιαστολή με τον οργιώδη χαρακτήρα της μουσικής που περιέχει. Πρόκειται για τον δίσκο που περιγράφει με τον καλύτερο τρόπο, τι πάνω κάτω παίζουν οι MELVINS, μιας και οι, ανά τις εποχές, πειραματισμοί θέτουν σαν βάση την εν λόγω κυκλοφορία. Αυτό το συνονθύλευμα από ολίγη Sabbathική doom και grunge στακάτη αλητεία, που βασίζονται πάνω στην αγνή sludge φασαρία, καθόρισαν την βάση στην οποία οικοδομήθηκε αργότερα όλη η avant garde φιλοσοφία της μπάντας.
Στα περίεργα της κυκλοφορίας, σίγουρα ξεχωρίζει η διασκευή στο “Goin’ Blind” των KISS, όπου θα ακούσουμε την πρώτη μπαλάντα (;) της μπάντας, ενώ το κλείσιμο του δίσκου με το δυσνόητο δεκάλεπτο του “Spread Eagle Beagle”, όπου ο Dale Crover και ο Kurt Cobain χτυπούν μανιωδώς διάφορα κρουστά, θυμίζει στον ακροατή γιατί οι MELVINS είναι τόσο δύσκολο να τους προσεγγίσεις. Γενικά όμως ο Cobain, έχει αναλάβει κι άλλους ρόλους μέσα στον δίσκο, πότε κάνοντας την παραγωγή για ορισμένα κομμάτια και πότε παίζοντας δεύτερες κιθάρες. Συνολικά, πρόκειται για έναν δίσκο, του οποίου την αξία δύσκολα μπορείς να αρνηθείς από όποιο είδος μουσικής κι αν προέρχεσαι.
Νίκος Ζέρης

 


MEMENTO MORI – “Rhymes of lunacy” (Black Mark)

Η φυγή του Messiah Marcolin από τους CANDLEMASS, μετά τα κορυφαία “Nightfall”, “Ancient dreams” και “Tales of creation”, ήταν ένα χαστούκι στους φίλους των Σουηδών που είχαν ταυτίσει τον ήχο της μπάντας με την βαθιά, οπερετική φωνή του. Ο τραγουδιστής δεν έμεινε άπραγος και αποτέλεσε ιδρυτικό μέλος των MEMENTO MORI που λες και ήθελαν να χτίσουν πάνω στον ήχο της προηγούμενής του μπάντας. Οι σαγηνευτικές τους μελωδίες, με την σκοτεινή και μελαγχολική χροιά του Messiah, συνδυάζονται με τα απλά, όμως τόσο ενδιαφέροντα riff του άγνωστου τότε κιθαρίστα Mike Wead. Οι δύο τους είχαν συνεργαστεί στο “Nightfall” και γρήγορα βρήκαν την κοινή συνιστώσα τους στους MEMENTO MORI. Το τρίτο αστέρι ονομάζεται Snowy Shaw, o drummer που εκείνη την εποχή είχε φύγει από τους KING DIAMOND, αλλά ήταν με το ένα πόδι στους MERCYFUL FATE. Το παίξιμό του ήταν αρκετά τεχνικό, θυμίζοντας το ύφος του «Βασιλιά», προσδίδοντας έτσι στο συγκρότημα μια επιπλέον ιδιαιτερότητα. Υπάρχει μια μαγική συνύπαρξη του heavy doom, που τόσο ταιριάζει στην δισκογραφική συνέχεια του Marcolin όσο και κράματα heavy power. Τα κοψίματα και οι εναλλαγές στον ρυθμό, δίνουν μεγαλύτερο prog τόνο συγκρίνοντάς τους με τους CANDLEMASS, ενώ πιστεύω πως η μεγαλύτερη διαφορά ανάμεσα στα δυο συγκροτήματα είναι στους συνθέτες, με τον Wead να έχει μια τελείως διαφορετική προσέγγιση από αυτή του Leif Edling. Αυτό γίνεται διακριτό σε τραγούδια όπως το “Fear of God” περισσότερο, όσο κι αν ο χαρακτήρας των MEMENTO MORI τσιμεντώθηκε στο doom του “The seeds of hatred” και του “The caravan of souls”. Δεν μπορούμε να αποφύγουμε να αναφέρουμε και κάποιες στιγμές που θυμίζουν SOLITUDE AETURNUS, έστω και σε μικρότερο ποσοστό. Εκτός από την εισαγωγή, υπάρχουν ακόμα δύο instrumental τραγούδια, ενώ στα αξιοσημείωτα είναι η βαρβάτη διασκευή του “Lost horizons” των MICHAEL SCHENKER GROUP. Μια πιστή απόδοση που φανερώνει την επίδραση του Γερμανού κιθαρίστα αλλά και πώς μια μελαγχολική σύνθεση μεταμορφώνεται σε doom ύμνο. Τέλος το επτάλεπτο έπος “The monolith”, εμπεριέχει όλα τα στοιχεία ήθελαν να αφομοιώσουν οι Σουηδοί. Ακουστικές κιθάρες, αλλαγές ρυθμού, μια υποβόσκουσα ένταση, εκτεταμένα σόλο, μελωδίες που σε κάνουν να κλείσεις τα μάτια και να απολαύσεις την εκφραστικότητα του τραγουδιστή. Οι MEMENTO MORI έδειχναν έτοιμοι να αμφισβητήσουν τα σκήπτρα των CANDLEMASS όταν τον Ιανουάριο του 1993 κυκλοφόρησαν το “Rhymes of lunacy” λοιπόν, όμως μάλλον με το ντεμπούτο τους, ίσως να έφταναν σε ένα πρώιμο ζενίθ της καριέρας τους.
Γιώργος “The monolith” Κουκουλάκης

MERCYFUL FATE – “In the shadows” (Metal Blade)

Οι Δανοί το 1992 είχαν καταλήξει να έχουν περισσότερες συλλογές παρά ολοκληρωμένα στούντιο άλμπουμ στην αγορά. Με μια επανασύνδεση που είχε κρατηθεί μυστική ως ότου ετοιμαστεί ο δίσκος, οι MERCYFUL FATE επαναδραστηριοποιήθηκαν για να πραγματοποιήσουν την πορεία που τόσο δικαιούταν. Το ξεκίνημά τους, μπορεί να τους είχε αναγάγει σε κλασική κι επιδραστική μπάντα, όμως οι 3 δουλειές σε 3 χρόνια, άξιζαν μια στολισμένη επιστροφή. Άλλωστε μετρούσαμε ήδη μια δεκαετία απουσίας. Το “In the shadows” από κάποιους εξυμνείται ως ο καλύτερός τους δίσκος μέχρι εκείνη την στιγμή και από άλλους, ως ένα καλοστημένο εγχείρημα, λιγότερο αυθόρμητο, ίσως παραπροσεγμένο, θέλωντας να είναι ένα μοντέρνο “Melissa”. Η αλήθεια είναι βέβαια κάπου ενδιάμεσα και σίγουρα οι παλιόφιλοι έπρεπε συνειδητά να κάνουν συμβιβασμούς, αλλά και να οργανωθούν καλύτερα. Ο μοναδικός frontman ήταν πλέον μόνιμος κάτοικος των ΗΠΑ, ενώ οι υπόλοιποι παρέμεναν στην γενέτειρά τους. Μουσικά, τα τρία πρώτα τραγούδια ανήκουν σίγουρα στο πάνθεον των πιο ολοκληρωμένων συνθέσεων των MERCYFUL FATE. Τόσο το “Egypt”, γραμμένο από τον King Diamond, όσο και τα δύο του Hank Shermann τα “The bell witch” και “The old oak” (αν και παραπέμπει πολύ στο “Satan’s fall”) παρουσιάζουν το συγκρότημα πιο ώριμο από ποτέ, μεστό και ηχητικά σύγχρονο. Υπάρχει μια ένδειξη πως εσκεμμένα προσπάθησαν να αναπαράγουν την ατμόσφαιρα κάποιων κλασικών τραγουδιών τους (“Is that you Melissa?”), όμως οτιδήποτε διαφορετικό πιστεύω δεν θα άρμοζε στην επανασύνδεσή τους. Η δισκογραφική συνέχεια του KING DIAMOND είχε φροντίσει για την υστεροφημία των MERCYFUL FATE και το “In the shadows” δεν θα μπορούσε να ήταν ποτέ όσο ανώθευτο και ωμό ήταν ένα “Melissa” ή ένα “Don’t break the oath”. Βέβαια, είναι φυσιολογικό πως η επιτυχημένη πορεία των KING DIAMOND φαίνεται να μπολιάζει πλέον την μουσική των MERCYFUL FATE, είτε με μέρη στα πλήκτρα, είτε με τον τρόπο που προσεγγίζει τις φωνητικές γραμμές ο King. Υπάρχουν σίγουρα οι παραφωνίες (αν θέλουμε να είμαστε σκληροί επικριτές) ή όπως είναι πιο σωστό να πούμε, τα σημεία όπου ο δίσκος υστερεί. Δεν ξέρω αν οφείλεται σε βιασύνη (που δεν θα έπρεπε να υπάρχει), όμως σίγουρα υπάρχει μια αίσθηση ανολοκλήρωσης σε κάποια μέρη όπως και με την παραγωγή που θα μπορούσε να είναι καλύτερη. Όμως κάθε οπαδός του συγκροτήματος στο τέλος μένει ικανοποιημένος, όχι μόνο για την καθαυτή επιστροφή τους και μόνο, αλλά επειδή διατηρεί ένα καλό επίπεδο. Εκτός από τα παραπάνω, υπάρχει το “Return of the vampire” σε μια ανώτερη εκτέλεση, κυρίως λόγω παραγωγής, που εμφανίστηκε ως bonus track με τον Lars Ulrich στα τύμπανα, ως γνωστός οπαδός των ομοεθνών του. Όπως κι αν το δει κανείς, το “In the shadows” είναι μια καλή κυκλοφορία, που επανέφερε στην επικαιρότητα έναν θρύλο. Ένας δίσκος που ξεκινούσε μια νέα, πιο πλούσια δισκογραφικά καριέρα για τους MERCYFUL FATE που τόσο είχαν λείψει.
Γιώργος “Headless rider” Κουκουλάκης

METAL CHURCH – “Hanging in the balance” (Rising Sun Productions)

Many, many years ago on a distant shore, men did gather secretly beyond a hidden door… ήταν το 1981 όταν το παρθενικό “Red skies” demo έκανε την εμφάνισή του, και 1984 όταν το ομότιτλο θεϊκό ντεμπούτο ταρακούνησε συθέμελα αρχικά τις δυτικές ακτές των Η.Π.Α και εν συνεχεία ολόκληρη την χώρα. Για να καταλάβουν ορισμένοι για τι μέγεθος μιλάμε, το road crew της τιμώμενης εδώ μπάντας, ήταν μια ευγενική χορηγία των…METALLICA, οι οποίοι όποτε μπορούσαν δεν έχαναν ευκαιρία να θαυμάσουν τους METAL CHURCH επί σκηνής. Των METALLICA που όταν δύο φορές ο Hetfield αδυνατούσε να κρατήσει την κιθάρα (1986 και 1992) «στρατολόγησαν» τον John Marshall για να βγάλει το «φίδι από την τρύπα». Της μπάντας του Lars Ulrich, ο οποίος ήταν τόσο πωρωμένος οπαδός τους, που δεν τους «κράτησε μούτρα» για την απόρριψη που εισέπραξε όταν έθεσε υποψηφιότητα για την θέση του drummer. Σχεδόν δέκα χρόνια λοιπόν μετά το “Metal Church”, το “Hanging in the balance” έρχεται να «κλείσει» μια ζηλευτή δισκογραφική πεντάδα. Στην πιο ώριμη φάση της καριέρας τους, οι METAL CHURCH ηχογράφησαν έναν από τους καλύτερους power metal δίσκους όλων των εποχών, ατάραχοι και ανεπηρέαστοι από την «λαίλαπα» του σιχαμένου grunge/alternative των Cobain and Co, αφουγκραζόμενοι όμως παράλληλα την τάση του κόσμου να ακούσει κάτι διαφορετικό από τον πολυαγαπημένο μας, αλλά παρωχημένο τότε, κλασσικό metal ήχο. Μην ξεχνάς πως έχουμε 1993 και δεν μιλάμε με όρους των 00s ή των 10s. Δεν υπάρχουν retro αναβιώσεις. Τούτος ο δίσκος λοιπόν, αποτελεί ένα πρώτης τάξεως επιχείρημα στα χείλη όλων ημών που υπερασπιζόμαστε την ανάγκη της συνεχούς προόδου και της απουσίας παρωπίδων τόσο σε μουσικούς, όσο και σε οπαδούς. Πάντα όμως με τις ελάχιστες αλλά χτυπητές εξαιρέσεις να υπάρχουν στο «τραπέζι», αφού στο τέλος της ημέρας, όλα χρειάζονται.
Εδώ η ομάδα των Howe – Marshall – Wells – Erickson – Arrington είναι πιο ευφάνταστη, πιο «μετρημένη» αν θες σε σχέση με το “Blessing in disguise” (κυρίως) και με το “The human factor” (τα δύο πρώτα άλμπουμ είναι εντελώς άλλο πράγμα) και πλαισιώνεται από μερικές ιδιαίτερες συμμετοχές: στο κομμάτι “Gods of second chance” το solo ανήκει στον Jerry Cantrell των ALICE IN CHAINS (ο δεύτερος από τη μπάντα μετά τον μπασίστα Mike Inez που πέρασε σε metal χωράφια, διόλου τυχαίο), ενώ το αντίστοιχο του “Conductor” στον Randy Hansen, έναν διάσημο tribute μουσικό στον Jimi Hendrix και εκ των συντελεστών του OST για το αριστούργημα “Αποκάλυψη Τώρα”. Επίσης υποστηρίζουν τον απίστευτα βιτριολικό Howe στα φωνητικά οι κυρίες Allison Wolfe και Kathleen Hanna (τραγουδίστριες από τον punk και indie rock χώρο) καθώς και η θεά Joan Jett. Ο σπουδαίος Paul O’Neill (R.I.P) ηγείται ενός ικανότατου team αναλαμβάνοντας την παραγωγή και βοηθώντας στις ενορχηστρώσεις και ο κιθαρίστας και επίτιμος αρχηγός Kurdt Vanderhoof εξακολουθεί να βοηθά στις συνθέσεις. Δεν χρειάζονται πολλά λόγια για την μουσική αξία του δίσκου. Οι στίχοι «στάζουν φαρμάκι», οι κοινωνικές ευαισθησίες του group αποτυπώνονται αριστοτεχνικά στο …τετράδιο και τραγούδια σαν το αριστουργηματικό, σίγουρα προερχόμενο από άλλον πλανήτη, “Waiting for a savior”, το “Little boy” ή το “End of the Age” σβήνουν κάθε ίχνος αμφισβήτησης, στέλνοντας το “Hanging in the balance” στο Everest της ποιότητας και καθιστώντας το ακόμη και σήμερα, αξεπέραστο. Ακόμη και με ΑΥΤΟ το εξώφυλλο.
Δημήτρης Τσέλλος

 


MONSTER MAGNET – “Superjudge” (A&M)

Dave Wyndorf η μουσική ιδιοφυία των 90s που χάθηκε στα συνταγογραφούμενα ναρκωτικά και τα προσωπικά προβλήματα, μέχρι να επιστρέψει για να υπενθυμίσει τί εστί πραγματικός rocker, στις γενιές της κονσέρβας και του δήθεν ρετρό. Ο Αμερικανός ηγέτης της ψυχεδελικής heavy σκηνής, με την δεύτερη στούντιο δουλειά του, μεγάλου μήκους και πρώτη σε πολυεθνική. Μυεί τον συνηθισμένο σε τσιρίδες και δισολίες, δερμάτινα και μαλλί κομμωτηρίου κόσμο του metal, στη βρώμα κάτω από τα νύχια, την καυτή άσφαλτο των λεωφόρων που ανοίγουν οι διαστημικοί πιονιέροι του μεταλλικού κόμματος στο ταξίδι τους στον Κόκκινο πλανήτη. Από το εναρκτήριο μαρτυρικό “Cyclops revolution” στο πιο 70s θα γίνεις κομπάρσος σε ταινία με τον Μάικλ Κέιν, “Twin earth”, τα πάντα αναδύουν όχι Woodstock, αλλά Altamont. Το άλμπουμ δεν έχει χαμογελαστούς μαστουρωμένους με μαριχουάνα χίπηδες, αλλά Hells Angels με σιδερογροθιές, κλομπ και 38αρια, έτοιμους να δολοφονήσουν για τα κυριαρχικά τους δικαιώματα στον πόλεμο των ναρκωτικών και συμμοριών. Τα 70s που πατάνε στους AMBOY DUKES και BLUE CHEER συναντάνε εδώ τους AEROSMITH, MOTORHEAD, AC/DC, HAWKWIND, BOC, BLACK SABBATH και μεταλλάσσονται μέσα από την Σαμπαθική ακτίνα σε ένα έργο τέχνης.
Μονολιθικά riff, που λατρεύουν τους εξωγήινους σε τελετές με γυμνές ιέρειες με τρία μάτια στο Stonehenge στην θερινή ισημερία. Ταξίδια σε μια μουσική θάλασσα των Σαργασσών με τα riff, να σε κρατάνε σταματημένο εκεί στην ίδια θέση και τον ήλιο με τη μορφή του ασταμάτητου και επαναλαμβανόμενου rhythm section να διαλύει το μυαλό σου, πριν ο Wyndorf ορμήσει με τα γεμάτα τεστοστερόνη φωνητικά του, να αρπάξει ότι έχει απομείνει από τον εγκέφαλο σου.
Οι ρίζες του Wyndorf βαθιές στα blues, διασκευή στον “Evil” του Dixon, αλλά και στους HAWKWIND (“Brainstorm”). Αν δεν στο γράψει ο γραφιάς, αν δεν το διαβάσεις στο εσώφυλλο με τις πληροφορίες για τα τραγούδια, θα τα θεωρήσεις πρωτότυπα. Δύο κιθάρες που δοξάζουν τον West, τον Nugent και τον Joe Perry σε ένα άλμπουμ που θα λάτρευε ο Bill Ward. Κανένα έλεος για τους αδύναμους στην καρδιά. Μέσα στην έκρηξη του grunge, έρχεται το αρχέγονο metal, να ξεχωρίσει τους άνδρες από τα παιδιά. Το ομώνυμο “Superjudge” είναι 6,5 λεπτά αρχέγονης δύναμης και κιθαριστικής παράνοιας. Η ακουστική εισαγωγή στο “Cage around the sun” δεν σε προετοιμάζει για τη καταιγίδα, γιατί άλλωστε, δεν μιλάμε για MAIDEN η POISON, μιλάμε για μουσική που τολμούσε τότε να προκαλεί. Το “Elephant bell” ένα ταξίδι στο άγνωστο των ηδονών, όπως τις νιώθει ένας άρχοντας της διαστροφής σαν τον Wyndorf. Στο “Dinosaur vacuum”σε ρουφάει το κενό, σε μια έκρηξη μουσικής αδρεναλίνης.
“Face down”και προσκυνάμε την στιχουργική δεινότητα που επενδύει μια ακόμα στιγμή ηδονικής απόκρισης στις κιθάρες. Οι MONSTER MAGNET παίζουν heavy fuckin metal, βγαλμένο από τα τρίσβαθα της συλλογικής συνείδησης, με επιρροές από τος σκληρές στιγμές των BOC, όταν όλοι τους είχαν ξεχάσει, Τραγουδάνε για τη σάρκα, το διάστημα, το κενό, χωρίς να ζητάνε τίποτα. Μόνο ένα κουαρτέτο σφιχτό σαν γροθιά του Τάισον πριν το ντιρέκτ, θα μπορούσε να έχει τέτοια αποτελέσματα. Αν το metal είναι ξεπεσμένο και το grunge το σκότωσε, δεν φταίει κανείς άλλος, παρά όσοι το ‘93, δεν άνοιξαν τα αυτιά τους για να ακούσουν τέτοιες δουλειές. Όσο για τους λεγομένους stoners, δεν αντιλήφθηκαν ποτέ ότι άνθρωποι σαν τον Dave Wyndorf, γουστάραν το κλασικό ροκ και metal όσο τίποτε άλλο, για αυτό και το εξέλιξαν μέσα από την εποχή τους. Οι MONSTER MAGNET είναι μια μοναδική μηχανή παραγωγής μουσικής, πέρα από το χρόνο. Αντίστοιχη των AC/DC και MOTOREHAD, με ένα μοτίβο, από το σιτάρ, έως το riff που θα αναδιαμορφωθεί σε τραγούδι, αποδίδοντας φόρο τιμής στην κιθάρα που κεντά πάνω στο στιβαρό rhythm section. Μουσική που σε συνοδεύει στο δρόμο για την κόλαση και κάνει τον παράδεισο να φαντάζει άχρωμος χωρίς αυτήν.
Το κλείσιμο με το ”Black balloon”, αποτελεί ακόμη μια ένδειξη του μουσικού ταλέντου αλλά και του χιούμορ του δημιουργού του. Αν υπάρχουν κάποια σχήματα που ξεπερνάνε τους περιορισμούς της σκηνής, χρησιμοποιώντας τους, αυτοί είναι οι MONSTER  MAGNET, με όπλο το wha wha και το όραμα του σαμάνου τους. Υπάρχουν ακόμα και σήμερα σε συναυλίες επετειακού χαρακτήρα για τους πιστούς και τους δήθεν που εμφανίστηκαν τα τελευταία χρόνια, να μας μάθουν τί σημαίνει heavy rock, αλλά ζορίζονται από τα ψυχεδελικά περάσματα. Πίσω ρε, stoners και λαπάδες της επανάστασης της ζαρντινιέρας. Ήμασταν εδώ πριν από εσάς και θα είμαστε και μετά. MONSTER MAGNET για όσους η μουσική ξεκίνησε στα 50ς και συνεχίζει.
Στέλιος Μπασμπαγιάννης

 


MORBID ANGEL – “Covenant” (Earache Records / Giant Records)

Στο στρατόπεδο των MORBID ANGEL συνέβαιναν πολλά και σε ραγδαίους ρυθμούς, τόσο πολλά που είναι αδύνατον δυστυχώς να αποτυπωθούν στο κείμενο. Ας μείνουμε στα βασικά αναφέροντας ότι αρχικά και εν έτει 1992, ο δεύτερος κιθαρίστας Richard Brunelle παίρνει πόδι από τη μπάντα λόγω συχνής χρήσης «απαγορευμένων» ουσιών και τελικά το συγκρότημα αποφασίζει να ηχογραφήσει το επερχόμενο τρίτο άλμπουμ ως τρίο. Το μεγαλύτερο νέο που αφορά το δίσκο είναι η σύναψη συμβολαίου με την Giant Records –θυγατρική της Warner Bros (μιλάμε για μεγαλεία)- δια χειρός του υπεύθυνου Irving Azoff, για τη διανομή στην Βόρεια Αμερική με οψιόν για άλλα 5 άλμπουμ πέραν του ως τότε ακυκλοφόρητου τρίτου δίσκου. Η μπάντα με τον Tom Morris σε ρόλο μηχανικού και τον «πολύ» Flemming Rasmussen (ναι, αυτού που έκανε 3 φορές σερί παραγωγή στην κορυφαία μπάντα όλων των εποχών), ηχογράφησε το δίσκο στα Morrisound και έκανε τη μίξη στα Sweet Silence Studios στην Κοπεγχάγη. Ο Rasmussen σύμφωνα με τον μπασίστα/τραγουδιστή David Vincent, έφτασε αρκετά νωρίτερα από το προγραμματισμένο στην Αμερική, καθώς ήθελε να δει τις πρόβες τις μπάντας για το δίσκο και να καταλάβει τη μουσική τους καλύτερα. Τελικά κατέληξε στο να είναι πολύ σχολαστικός, πράγμα το οποίο η μπάντα είδε με πολύ καλό μάτι και ειδικά με τον ήχο των τυμπάνων. Το μπάσο, οι κιθάρες και τα φωνητικά ηχογραφήθηκαν στη συνέχεια και ο Vincent μαζί με τον Trey Azagthoth ταξίδεψαν στη Δανία για να είναι παρόντες στη μίξη του δίσκου.
Ο δίσκος σαν λογική στηρίχτηκε πάνω στο “Rapture” που είναι το εναρκτήριο κομμάτι του και σύμφωνα με τον Vincent «Έδωσε τον τόνο για όλο το δίσκο στη συνέχεια». Μακριά από την βαλτώδη ηχητική προσέγγιση του προκατόχου του “Blessed are the sick”, το “Covenant” είναι μια ευθεία επίθεση προς πάσα κατεύθυνση, με πολύ καθαρό οργανικό ήχο και τον Azagthoth την εποχή εκείνη να λαμβάνει αποθεωτικές κριτικές για το παίξιμο του. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που έκαναν την σύγκριση με τον πατέρα του είδους Chuck Schuldiner, ο οποίος θεωρούταν τεχνικά και παικτικά απλησίαστος. Από την άλλη, ο Trey έπαιζε σε κλίμακες και ρυθμούς πάντα με δυσαρμονία και δυστονικό τρόπο, καταφέρνοντας να τέμνει την απόλυτη τεχνική με την άκρατη αρρώστια του υλικού τους, πράγμα που δεν πέρασε απαρατήρητο. Από κοντά φυσικά οι τερατώδεις επιδόσεις του Pete “Commando” Sandoval, ο οποίος στην κυριολεξία «πετάει» πάνω στα τύμπανα.
Προϊόν –και- αυτής της απόδοσης ήταν μια φάρσα από την ίδια τη μπάντα, όταν κάποτε του βάλανε μια μπάντα με drum machine που έπαιζε απίστευτα γρήγορα λέγοντας του «είδες, δεν είσαι αρκετά καλός, κάποιος παίζει καλύτερα και γρηγορότερα από σένα». Καταρρακωμένος από το συμβάν αυτό, σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής, ο Sandoval κλείστηκε δυο εβδομάδες (άλλοι λένε για ένα μήνα) σε απομόνωση με ελάχιστο ύπνο προσπαθώντας να γίνει καλύτερος και να ξεπεράσει το drum machine, ενώ τότε εισήγαγε και την κλασική τεχνική παίζοντας με τα πόδια του σε πισίνα και με βαράκια δεμένα γύρω τους (οι περισσότεροι θα έχετε δει το κλασικό βίντεο που δοκιμάζει την τεχνική, είχε αφήσει άπαντες με το στόμα ανοιχτό τότε). Οι άλλοι δυο δεν πίστευαν στα μάτια τους όταν τελικά ο Commando γύρισε για τις πρόβες, όπου ήταν ακόμα πιο δολοφονικός και γρήγορος και πλέον μπορούσε και ξεπερνούσε σε δύναμη και ταχύτητα το περιβόητο drum machine με το οποίο έγινε η φάρσα.
Όσον αφορά τον Vincent, υπάρχουν πάρα πολλοί που θεωρούν τα φωνητικά του στο δίσκο ότι καλύτερο έχει ηχογραφηθεί ποτέ, με τρομερή πωρωτική και πεντακάθαρη άρθρωση, απίστευτο βάθος έκφρασης και ένα αίσθημα ότι «φτύνει» τους στίχους όσο ποτέ. Οι στίχοι αποκρυφιστικοί, μαύροι και ξεκάθαρα σατανικοί όσο ποτέ. Ο δίσκος «φυσάει» με δυναμίτες όπως τα “Pain divine”, “Blood on my hands”, “Sworn to the black” και το «παλιό» “Angel of disease”, που είχε ηχογραφηθεί από το 1985 στο “Abominations of desolation” αλλά εδώ το βρίσκουμε σε άλλη –ανώτερη εκτέλεση. Ο δίσκος έκλεινε με το εφιαλτικό “God of emptiness”, το οποίο γράφτηκε σε μια νύχτα από τον Vincent, όταν είδε ένα απόκοσμο όνειρο και έντρομος ξύπνησε στη μέση της νύχτας καταγράφοντας τις σκέψεις του σε ένα μικρό κασετόφωνο για να μη χάσει το συναίσθημα της στιγμής (σοφή επιλογή)! Το “Covenant” όχι απλά χαιρετήθηκε ως ένα από τα καλύτερα άλμπουμ του ακραίου ήχου –για εκατομμύρια οπαδούς ΤΟ κορυφαίο death metal άλμπουμ- αλλά σημείωσε και απίστευτες πωλήσεις για την εποχή. Υπολογίζεται ότι είναι το μεγαλύτερο σε πωλήσεις άλμπουμ του είδους ειδικά κατά την Soundscan εποχή, με μόνους αντιπάλους το ομότιτλο άλμπουμ των DEICIDE και το “The end complete” των OBITUARY που κυκλοφόρησαν προ Soundscan και δεν υπάρχουν σαφή στοιχεία.
Η Giant Records βλέποντας την επιτυχία που είχε ο δίσκος, στήριξε το συγκρότημα με γενναίο μπάτζετ όχι για ένα –όπως συνηθιζόταν- αλλά για δύο (!) βίντεο κλιπ, έτσι το αρχικό και τελευταίο κομμάτι του δίσκου –δηλαδή τα “Rapture” και “God of emptiness”- οπτικοποιήθηκαν (με το δεύτερο να θεωρείται ένα από τα κορυφαία και πιο τρομακτικά και Α-Ρ-Ρ-Ω-Σ-Τ-Α βίντεο όλων των εποχών). Ο θρίαμβος του “Covenant” ήταν ηχηρός με κρότο όσο ελάχιστες φορές, δίκαια θεωρείται ως το σημείο αναφοράς της μπάντας –η οποία για να μην ξεχνιόμαστε πριν κυκλοφόρησε τα “Altars of madness” και “Blessed are the sick”, όπως και μετά το “Domination”, δηλαδή κυκλοφοριών που το 99,9% όλων εκεί έξω ΑΠΟΚΛΕΙΕΤΑΙ να έβγαζαν- και προσωπικά για τον υποφαινόμενο αποτελεί σίγουρα ένα από τα 3 καλύτερα άλμπουμ όλου του death metal, δίπλα στο “Human” των DEATH και το ομότιτλο μνημείο των DEICIDE. Η ίδια η μπάντα το αναφέρει ως το σημείο που άλλαξε επίπεδο και δη στο πως κινήθηκε επαγγελματικά στην πορεία και πως το συνεχές airplay των δυο βίντεο του δίσκου καθώς και οι υψηλότατες πωλήσεις, τους κάνανε γνωστούς σε όλο τον κόσμο. Όταν μάλιστα στις αρχές του ’94 περιόδευσαν πλάι σε κοτζάμ BLACK SABBATH και MOTORHEAD (ασύλληπτα πράγματα για μια μπάντα άκρως φανατική και μη προσβάσιμη εύκολα λόγω των πιστεύω της και με τη φήμη όχι των καλύτερων παιδιών), παίξανε σε μέρη που δεν είχαν παίξει ποτέ και είδαν τη δημοτικότητα τους να είναι η μεγαλύτερη που είχαν ως τότε. Οι λέξεις και οι έννοιες είναι φτωχές να περιγράφουν τέτοιες δημιουργίες, η τύχη που το ζήσαμε να κυκλοφορεί και να γινόμαστε μάρτυρες του μεγαλείου του από την αρχή είναι από αυτές που στο τέλος της ημέρας, το λες και πεπρωμένο…
Bow to me faithfully, bow to me splendidly!
Άγγελος Κατσούρας

 


MORGANA LEFAY – “Knowing just as I” (Black Mark)

Θεωρώ τρείς τις αδικημένες ας πούμε μπάντας του γενικότερου power metal των 90s. Η πρώτη είναι οι HEAVEN’S GATE. Η δεύτερη οι TAD MOROSE. Και η τρίτη είναι οι MORGANA LEFAY. Ναι, ξέρω. Δεν είναι ότι και αυτοί όλοι από τη μεριά τους έκαναν ότι μπορούσανε για να κάνουν το βήμα παραπάνω. Συμφωνώ. Ειδικά οι MORGANA LEFAY με όλα τα διαζύγια, αλλαγές ονόματος, δεύτερης μπάντας, ξανά πίσω… μία γενικότερη αστάθεια και ως ένα βαθμό ασοβαρότητα. Απλά ρε παιδάκι μου, μουσικά, ήταν το κάτι άλλο, διαφορετικό, αλλά και τόσο ποιοτικό. Στην προκειμένη, οι MORGANA LEFAY, οι Σουηδοί μεν, αλλά περισσότερο Αμερικάνοι μουσικά, είχαν έναν πολύ ιδιαίτερο ήχο. Σκοτεινό, doomy, βαρύ, μελωδικό και λυρικό συνάμα, heavy, power, thrash, ένα μπαστάρδεμα που πατούσε στις αρχές των 90s και σε πιο alternative/crossover φόρμες. Και πριν βρίσετε, ξαναβάλτε την κομματάρα “Red moon”.
Το “Knowing just as I”, είναι το δεύτερο άλμπουμ των εξαίρετων αυτών Σουηδών και το ένα από τα δύο άλμπουμ που έβγαλαν μέσα στην ίδια χρονιά (!), το 1993. Ταυτόχρονα είναι το πρώτο άλμπουμ μέσω της Black Mark Productions, στην οποία τους οδήγησε η επιτυχία του ντεμπούτου τους, “Symphony of the damned”. Με μπροστάρη τον Charles Rytkonen και αυτήν την τόσο ιδιαίτερη φωνή του, που πάταγε και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού και σου έδινε την εντύπωση ότι μπορούσε να τραγουδήσει οτιδήποτε έχει να κάνει με rock γενικότερα, τα 10 κομμάτια του δίσκου, δείχνουν μία μπάντα που ακόμα και στα πρώτα της βήματα, ήξερε και μπορούσε να παίξει ότι θέλει, όπως το θέλει, να πειραματιστεί, να το κάνει σωστά και να γράψει ωραία, ποιοτική μουσική, χωρίς στεγανά. Άλμπουμ groove-άτο, σκοτεινό, με σωστή επίδειξη μουσικότητας από τα μέλη της μπάντας (δηλαδή με ουσία… τόσο απλό!) και τις εναλλαγές να μη σταματάνε. Κάθε κομμάτι του δίσκου είναι και κάτι άλλο, όλα μαζί όμως ηχούν ομοιόμορφα. Αυτό είναι το ωραίο σε μπάντες όπως οι MORGANA LEFAY. Είτε παίζουν το “Red moon”, είτε ανεβάζουν ταχύτητες όπως στο “Salute the sage”, είτε doom-ίζουν όπως στο “Rumours of rain”, είτε πάνε πίσω στο thrash των 80s με το “Modern devil”, είτε παίζουν αυτό το σκοτεινό και κολλητικό… πράγμα του “Wonderland”, όλα τα κομμάτια έχουν κάτι να δείξουν. ΟΚ, η διασκευή στο “Razamanaz” των NAZARETH, δεν είναι κάτι εξωπραγματικό, αλλά ακόμα και εκεί δείχνουν την αδιαμφισβήτητα μεγάλη ποιότητά και μουσικότητά τους.
Το “Knowing just as I” δεν είναι ο αγαπημένος μου δίσκος MORGANA LEFAY. Αλλά είναι πλήρως αντιπροσωπευτικός και μάλιστα όντας ο δεύτερος μόλις δίσκος τους, της ποικιλόμορφης μουσικής ιδιαιτερότητας αυτής της μπάντας. Σεβασμός και μόνο!!!
Φραγκίσκος Σαμοΐλης

 


MORGANA LEFAY – “The secret doctrine” (Black Mark)

Όλοι μας έχουμε κάποιους καλλιτέχνες που δίχως να έχουν εμπορική επιτυχία, μας έχουν συγκινήσει σε σημείο που να πιστεύουμε πως είναι οικτρά υποτιμημένοι, αδικαιολόγητα άγνωστοι και λιγότερο αναγνωρισμένοι απ’ όσο «πρέπει». Σε αυτή την κατηγορία, για εμένα, ανήκουν οι Σουηδοί MORGANA LEFAY. Με όνομα που δεν συνάδει με τις θεματολογίες των τραγουδιών τους (αναφορές στην saga του Αρθούρου ουσιαστικά απουσιάζουν), στο “The secret doctrine” έχουν ήδη φτάσει στην ολοκλήρωση του μουσικού τους χαρακτήρα. Συνδυάζουν μια σκοτεινή ατμόσφαιρα, με τα εκφραστικά φωνητικά του Charles Rytkonen και τις thrash-ίζουσες heavy κιθάρες τους. Στο άλμπουμ κυριαρχούν οι σκληρές, mid-tempo ιδέες, με κλασικά riff και τις τόσο κολλητικές φωνητικές γραμμές. Τα παραδείγματα είναι πολλά: “The mirror”, “Soldiers of the Holy empire”, “Lord of the rings” (ναι, με κάτι παραπάνω από απλές αναφορές στο έπος του Tolkien), “What am I” και βέβαια ο υπέρτατος ύμνος “Rooms of sleep” (το ότι τραγούδησα το ρεφραίν μαζί τους σε μια συναυλία, μάλλον πρέπει να τους έριξε στα μάτια του κόσμου!!!). Οι Σουηδοί ήταν ακόμα νεαροί, αλλά με αρκετά χρόνια τριβής στο χώρο και στο τρίτο τους άλμπουμ, αναδύεται τόσο το ταλέντο τους, όσο και αυτή τους η εμπειρία. Στις προηγούμενες δουλειές τους υπήρχαν περισσότερες αναφορές στο thrash με το οποίο ξεκίνησαν, κάτι που εδώ αντιπροσωπεύεται με δυο από τις καλύτερες στιγμές του άλμπουμ, τα “Dying evolution” με τα πολύ «Γερμανικά» του riff, αλλά και το κορυφαίο “Paradise lost” (έντονα επηρεασμένο από τους METALLICA). Όπως καταλαβαίνετε, το “The secret doctrine” είναι ένα διαμαντάκι που πρέπει να υποραμμίσουμε πως κυκλοφόρησε τον Δεκέβριο, λιγότερο από 9 μήνες μετά το “Knowing just as I”, φανερώνοντας την έμπνευση και την παραγωγικότητά τους εκείνη την εποχή. Η Black Mark εκείνη την εποχή μας άνοιγε τις πύλες της Σκανδιναβικής σκηνής και με συνέστηνε με δισκάρες όπως αυτό.
Γιώργος “I only dream that I’m awake in the dream within” Κουκουλάκης

MORGOTH – “Odium” (Century Media)

To “Odium” των MORGOTH είναι ένα από εκείνα τα άλμπουμ που είναι καταδικασμένα (με την καλύτερη δυνατή έννοια) να είναι ξεχωριστά εξ αρχής. Το γιατί θα το δούμε στην πορεία. Οι MORGOTH έρχονταν από μια φρενήρη πορεία η οποία τους βρήκε να κυκλοφορούν 2 κορυφαία ΕΡ (“Ressurection absurd” το 1989 και “The eternal fall” το 1990) και το παρθενικό τους άλμπουμ “Cursed” το 1991. Όλα έμοιαζαν υπέρ τους και ούτε οι προφανέστατες αναφορές και παραπομπές του ήχου τους στους DEATH (πιο “Scream bloody gore” στα ΕΡ, πιο “Leprosy” στο “Cursed”) δεν ήταν αρκετές για να σταθούν εμπόδιο στην ολοένα και ανοδική τους πορεία. Μεταξύ άλλων, για την προώθηση του “Cursed” περιόδευσαν με τους KREATOR και τους BIOHAZARD στην Αμερική και με τους IMMOLATION και MASSACRE στην Ευρώπη. Το συγκρότημα χρειάστηκε ένα διάλειμμα, καθώς το πόδι ήταν κολλημένο στο γκάζι για 4 χρόνια και το 1993 επέστρεψαν με το δεύτερο ολοκληρωμένο τους άλμπουμ (και τέταρτη συνολικά κυκλοφορία) ονόματι “Odium”.
Έχοντας την τύχη να μιλήσω επί προσωπικού με τον τραγουδιστή Marc Grewe μετά την μοναδική εμφάνιση τους στη χώρα μας το 2012 (όπου τα διέλυσαν όλα), σταθήκαμε ιδιαίτερα στο “Odium”, καθώς όπως του είχα αναφέρει, οι περισσότεροι στέκονται στο πόσο έμοιαζαν στους DEATH πριν από αυτό ή πόσο πολύ αγαπούσαν να μισούν το επόμενο άλμπουμ “Feel sorry for the fanatic” το 1996. Φτάνοντας λοιπόν η κουβέντα στο “Odium”, o Marc μου ανέφερε ότι ήθελαν να κάνουν κάτι διαφορετικό γιατί είχαν κουραστεί να τους χαρακτηρίζουν ως κόπια των DEATH. Τον καιρό εκείνο άκουγαν επίσης πολύ MINISTRY, GODFLESH, KILLING JOKE και VOIVOD και έτσι αποφάσισαν να έχουν έναν ήχο λίγο πιο «βιομηχανικό» σαν αύρα. Προσωπικά το μόνο άλμπουμ που έχω ακούσει να μοιάζει κάπως ηχητικά κι αισθητικά στο “Odium” είναι το “Renewal” των KREATOR, έτσι αναφέροντας το στον Marc, απάντησε «δεν το είχα σκεφτεί ποτέ, είναι τρομερό κομπλιμέντο καθώς είναι εξαιρετικό άλμπουμ και οι KREATOR είναι καρδιακοί φίλοι μας, τώρα που το λες βρίσκω ομοιότητες αλλά σίγουρα δεν έγινε επίτηδες».
Το “Odium” έχει πάρει όλο τον βαρύ ήχο που είχαν και τον έχει πάει σε άλλο επίπεδο, ο Dirk Draeger έκανε και πάλι την παραγωγή, αλλά αυτή τη φορά έχει απλώσει τον ήχο τους πάρα πολύ, δίνοντας δυναμικές που θάβονταν κάτω από την υπερτερούσα καφρίλα των προηγούμενων κυκλοφοριών. Έτσι ο κιθαριστικός ήχος έχει γίνει ακόμα πιο αιχμηρός και τα τύμπανα πιο βαθιά, ενώ η βοήθεια των samples στο υπόβαθρο έχει δώσει ένα πελώριο ήχο στα κομμάτια. Το ξεκίνημα με το “Resistance” πιστοποιεί τη φόρμα των MORGOTH, ενώ τα “The art of sinking” και “Submission” που ακολουθούν, δείχνουν ότι οι MORGOTH ήταν πολλά περισσότερα εκείνη την εποχή από μια απλά death metal μπάντα. Το κορυφαίο “Under the surface” αποτέλεσε το βίντεο του δίσκου (τρομερό κλιπ πραγματικά) και κάθεται στο τέλος της πρώτης πιο «βάρβαρης» πλευράς του δίσκου.
Η δεύτερη πλευρά του δίσκου όμως αποτελεί πραγματικό «χάσιμο». Αρκετοί τη βρίσκουν πολύ υποδεέστερη της πρώτης και έχουν δίκιο μόνο στο ότι πέφτουν πολύ οι ρυθμοί. Από την άλλη όμως μιλάμε για ΜΟΥΣΙΚΗ και οι τύποι το πάνε όμορφα αλλού, λες και έχουν μπει οι PINK FLOYD μέσα τους, μπορούν και προσφέρουν ένα τέμπο αργό, βασανιστικό και σχεδόν ψυχεδελικό σε σημεία, πάντα όμως υπό το πρίσμα του βαρύτατου ήχου που είχαν και φυσικά χωρίς να ξεχνάνε ότι παρέμεναν μια μπάντα με death metal βάση, πράγμα που με τα φωνητικά του Grewe και να ήθελε κάποιος, δε μπορούσε να το ξεχάσει. Το “Odium” αγαπήθηκε σφοδρά και σήμερα θεωρείται δίσκος έτη φωτός μπροστά. Φυσικά και πολλοί τους γύρισαν στην πλάτη μη συγχωρώντας ότι σταμάτησαν να είναι αποκλειστικά κάφροι και γρήγοροι. Και που να ήξεραν τι θα ακολουθούσε 3 χρόνια μετά…
Άγγελος Κατσούρας

 


MOTORHEAD – “Bastards” (ZYX Music) 
Το 1993, οι MOTORHEAD «λύνουν» το δισκογραφικό τους συμβόλαιο με την Epic Records, με την οποία είχαν κυκλοφορήσει δυο albums τα προηγούμενα χρόνια, και προς έκπληξη ίσως πολλών, υπογράφουν στην Γερμανική εταιρία “ZYX Records”, η οποία ειδικευόταν σε πιο pop μουσικές. Έτσι εκείνη την χρονιά βλέπει το φως της δημοσιότητας το “Bastards”, ένα album που είχε βαρύ φορτίο αφού διαδεχόταν το “March or die”, μια δουλειά που δημιούργησε πολλές συζητήσεις για το συνθετικό ποιόν της. Το album ήταν αρχικά να ονομαστεί “Devils”. Η ιστορία λέει ότι ο σχεδιαστής εξωφύλλων των MOTORHEAD Joe Petagno, έφτιαξε το “Bastards” σαν απάντηση στο κατά την γνώμη του σχετικά άσχημο “March or die”, θέλοντας να κάνει κάτι αντίστοιχο όπως του είχαν ζητήσει. Έστειλε τότε το σχέδιο του “Bastards” στο κεντρικό fan club του group στην Αγγλία, ο ιδιοκτήτης το επέλεξε σαν εξώφυλλο στο τότε τρέχον τεύχος του περιοδικού που δινόταν στους εγγεγραμμένους, το είδε ο Lemmy, και έτσι εξαιτίας του σχεδίου, άλλαξε και ο τίτλος του δίσκου. Το album ήταν το πρώτο που δεν εμπεριείχε ομότιτλο τραγούδι, αλλά και αυτό που ο Mikkey Dee, γίνεται πια ο μόνιμος drummer του σχήματος. Επίσης θα ήταν και το πρώτο από τα δυο (μαζί με το επόμενο “Sacrifice”) που το line up του σχήματος θα ήταν η τετράδα των Killmister/Campbell/Burston/Dee.
Στο “Bastards” το group «ξαναβρίσκει συνθετικά τον εαυτό του», ακολουθεί την επιτυχημένη συνταγή που τους γνώρισαν όλοι, παίζοντας «αλήτικο» και επιθετικό rock’n’roll με heavy, rock, punk κλπ στοιχεία. Για ακόμα μια δισκογραφική προσπάθεια, οι MOTORHEAD έγραψαν τραγούδια που είχαν ηχητική σπιρτάδα, έξυπνα ριφ, ευκολομνημόνευτα ρεφραίν και μια άκρως διασκεδαστική χροιά, όπως άλλωστε κάθε προηγούμενη προσπάθεια τους. Το τραγούδι “Don’t let daddy kiss me”, το οποίο στιχουργικά αναφέρεται στην παιδική σεξουαλική κακοποίηση, είχε γραφτεί τρία χρόνια πριν την κυκλοφορία του album από τον Lemmy, ο οποίος το είχε προσφέρει στις Lita Ford και Joan Jett, αφού όπως πίστευε «μια γυναικεία φωνή μπορεί να ερμηνεύσει καλύτερα το τραγούδι». Καμία όμως από τις δυο δεν το δέχτηκε οπότε το τραγούδι έχει την μορφή που ξέρουμε στον δίσκο. Κάτι λιγότερο από ένα χρόνο μετά την κυκλοφορία του “Bastards” το τραγούδι “Born to raise hell”, που αρχικά ο Lemmy το είχε γράψει για τους SKEW SISKIN, συμπεριλαμβάνεται στην ταινία “Aiheads”, με την συμμετοχή στα φωνητικά  των Whitfield Crane από τους UGLY KID JOE και τον Ice-T από τους BODY COUNT, χαρίζοντας πολλά credits στο τραγούδι. Μάλιστα στην ταινία ο Lemmy έχει και έναν πολύ μικρό ρόλο.
Το “Bastards” δεν έχει fillers, είναι άλλη μια δισκογραφική προσπάθεια που κάθε τραγούδι της έχει την δική του θέση στην ιστορία του group, και σίγουρα είναι μια δουλειά που μπορεί να μην προωθήθηκε τότε όπως και όσο έπρεπε από την δισκογραφική τους εταιρία, έχει αφήσει όμως τώρα πια το δικό της στίγμα στους οπαδούς, κυρίως των MOTORHEAD. Είναι μια δουλειά που με σήμα κατατεθέν άλλο ένα τρομερό και άκρως αναγνωρίσιμο εξώφυλλο του Joe Petagno, χάρισε στο κοινό αυτό που ήθελε, μια από τις ωραιότερες δουλειές του σχήματος, εδραίωσε ακόμα περισσότερο την φήμη και το ήδη «μεγάλο» όνομα του στο κοινό.
Θοδωρής Μηνιάτης

 


MR. BIG – “Bump ahead” (Atlantic)

Με δυο άλμπουμ μόνο, έχεις καταφέρει την καθολική αποδοχή τόσο από μουσικόφιλους και μουσικούς, αλλά κι από το ευρύ κοινό, φτάνοντας στην κορυφή των charts. Παίζεις με απίστευτη τεχνική που άλλοι ούτε σε computer δεν μπορούν να σκεφτούν να το κάνουν, ενώ ταυτόχρονα γράφεις ποπ μελωδίες, σε σημείο που ζαχαρώνει το σιρόπι. Είσαι supergroup με μουσικούς που είναι καθηγητές στα όργανά τους, αλλά παράλληλα συνθέτουν μνημειωδώς. Ε, τότε πρέπει να είσαι ο MR. BIG κι έπεται το τρίτο σου άλμπουμ. Δεν υπάρχει λόγος να αλλάξεις την συνταγή, αλλά να συνεχίσεις τον συνθετικό οίστρο σου. Οι Αμερικάνοι δεν λαθεύουν ούτε το 1993, παρότι ο χώρος έχει επηρεαστεί βαθύτατα από το τσουνάμι της grunge. Ακούγοντας τα “Colorado bulldog”, “The whole world’s gonna know” και “Price you gotta pay” βιώνεις την ευφυία τους, κρυμμένη αλλωτε στις επιδείξεις και άλλωτε καμουφλαρισμένη. Μετά έχουμε τις πιο εμπορικές στιγμές, με τις μπαλάντες που προσπαθούσαν να αναμετρηθούν με την “To be with you”-φήμη τους. Βέβαια, ούτε το “Nothing but love” μπορούσε, ούτε η διασκευή στο “Wild world” θα πλησίαζε, αν και το “Promise her the moon” το αγάπησαν οι φίλοι των MR. BIG. Τον Σεπτέμβριο του ’93 βλέπετε, ένα τόσο μελωδικό κι ευχάριστο άλμπουμ δεν είχε καμιά ελπίδα να επιτύχει εμπορικά, οπότε τελικά, τα singles του δεν ήταν αυτά που έμειναν διαχρονικά, ενώ τα πιο εκκεντρικά (βλ. “Temperamental”) παίζονται και σήμερα στις συναυλίες τους. Πρέπει να πλέξουμε το εγκώμιο τόσο του Paul Gilbert που ζωγραφίζει στην κιθάρα του, όσο και του Billy Sheehan που μεταμορφώνεται από μπασίστας σε κιθαρίστα και πληκτρά, δίνοντας όγκο, ντουμπλάροντας τον Gilbert αλλά και δίνοντας ατμόσφαιρα σε σημεία. Ο Eric Martin είναι και πάλι σε φόρμα, με την παθιασμένη και καλογυαλισμένη φωνή του προσδίδοντας αυτή την ανεξίτηλη ομορφιά σε κάθε ένα από τα τραγούδια. Για να μου φύγει το απωθημένο μου, να γράψω πως η διασκευή στο κομμάτι “Mr. Big” των BAD COMPANY να ήταν τόσο αναμενόμενη, αλλά και τόσο αχρείαστη. Το “Bump ahead” είναι ο τελευταίος μεγάλος δίσκος των MR. BIG, μέχρι την επανασύνδεσή τους (2011).
Γιώργος “Mr. Gone” Κουκουλάκης

MYSTIC FORCE – “Eternal quest” (Rising Sun Productions)

Οι MYSTIC FORCE είναι, ή σωστότερα ήταν, αφού δεν βλέπω να υπάρχει κίνηση στο στρατόπεδό τους, από εκείνα τα συγκροτήματα που δεν ανήκαν στο λεγόμενο «πρώτο ράφι» των Η.Π.Α. Ακριβώς όμως επειδή μιλάμε για US metal, όχι μόνο στο δεύτερο, αλλά ακόμη και στο τρίτο ράφι ανήκαν σχήματα που τα αντίστοιχα της Ευρώπης δεν μπορούσαν και δεν τολμούσαν να τα κοιτάξουν στα μάτια. Τώρα για την μουσική τους ταυτότητα και ποια είναι αυτή, όπως σε πολλά παρόμοια σχήματα εκείνης της σκηνής και περιόδου, υπάρχει μια κάποια σύγχυση. Οι progsters τους θεωρούν progressive μπάντα, οι φανατικοί power-άδες πάλι ενώ δεν τους «χαρίζουν» με τίποτα, προτιμούν περισσότερο το πρώιμο υλικό τους. Η αλήθεια είναι κάπου στην μέση, οπότε θεωρώ πως θα ήταν καλύτερα να χαρακτηρίσουμε τους MYSTIC FORCE ως μια υπέρμετρα τεχνική power metal μπάντα. Πέραν τώρα των όποιων «ταμπελών», το “Eternal quest” μόνο ως ΕΠΟΣ μπορεί να χαρακτηριστεί. Θα μπορούσε κανείς να πει πως εδώ έχουμε μια progressive πλευρά των SAVATAGE η οποία συνδυάζεται εξόχως με το λυρικό USPM των TITAN FORCE και πραγματικά, δεν ξέρω αν υπάρχει στον κόσμο άνθρωπος που να ακούει metal, να έχει αυτιά που να ακούν σωστά και να μην προσκυνά αυτό το ηχητικό μεγαλείο. Εντάξει, τα eps τους και τα demos τους με πρωτόλειους, θεσπέσιους ύμνους σαν το “Awakened by the dawn” πάντα θα ασκούν επάνω μας μια ιδιαίτερη μαγεία και έλξη, αλλά αρχής γενομένης από τούτο το άλμπουμ, σηματοδοτείται μια στροφή σε ακούσματα πιο τεχνικά, πιο ώριμα και πολυσύνθετα, χωρίς να χάνεται η αρχική ταυτότητα της μπάντας. Από μόνο του αυτό, ισοδυναμεί με πλήρη αναβάθμιση. “Shipwrecked with the wicked, “Another world”, “Broken heroes”, “Premonitions”, “Vicious obsessions”, “Dimensions”, το ομώνυμο κομμάτι… ποιο να πάρεις και ποιο να αφήσεις, ποιο να ξεχωρίσεις! Γιαυτό, ας γίνει μια ακόμη αναφορά στην υπέροχη φωνή του μακαρίτη Bobby Hicks, στο «ιπτάμενο» μπάσο του Keith Menser, μιας από τις μεγαλύτερες μορφές του metal χώρου των Η.Π.Α, τον οποίο βλέπεις και στην promo photo του “Dark Saga” των ICED EARTH και στην παροιμιώδη κρίση του Jon Schaffer ο οποίος δεν τον κράτησε στην μπάντα το 1996.
Δημήτρης Τσέλλος

 


NECROMANTIA – “Crossing the fiery path” (Osmose)

Κεφάλαιο NECROMANTIA. Αρχίζοντας θα πω, ότι ΚΑΜΙΑ μπάντα ποτέ δεν έπαιξε, ούτε πιθανότατα θα παίξει όπως εκείνοι. Είναι τιμή μας, όσοι δηλώνουμε και είμαστε οπαδοί του ακραίου ήχου, να έχουμε μια τέτοια μπάντα να μας εκπροσωπεί έτσι στη παγκόσμια σκηνή. Τώρα, που ξεκαθαρίσαμε όλα αυτά, ας επιστρέψουμε στην αρχή της μπάντας. Ο Magus και ο Baron Blood ξεκίνησαν το μοναχικό τους ταξίδι, μετά το πέρας των black/thrashers NECROMANCY, το 1989. Μετά από ένα promo tape του 1990, το “Vampiric rituals” demo (1992) και το θρυλικών διαστάσεων στο black metal underground split με τους συμπατριώτες VARATHRON “The black arts/The everlasting sins” (1992), τους υπογράφει η κραταιά δύναμη του ακραίου ήχου τότε, η Γαλλική Osmose productions. Όντας η πρώτη Ελληνική black metal μπάντα που υπογράφει σε σοβαρή εταιρεία, κυκλοφορεί το ντεμπούτο της την 1η Δεκεμβρίου 1993.
Τίτλος αυτού; “Crossing the fiery path”. Μετά την ψαρωτική εισαγωγή “The vampire lord speaks…”, το 14λεπτο “The warlock” αναλαμβάνει να συστήσει σε full-length μορφή τους NECROMANTIA στο ευρύ κοινό. Black metal με βαθιές ρίζες στους MANOWAR, CELTIC FROST αλλά και SODOM, παιγμένο αποκλειστικά με μπάσα, και ελάχιστα κιθαριστικά solos. Black metal μυστικιστικό, απόκοσμο, αλλά με μια Μεσογειακή θέρμη που παρόμοια της δεν είχαν κανένας, ούτε καν οι γείτονες Ιταλοί. Οι δε Βόρειοι, ούτε για αστείο. Και αυτό έδωσε τη ξεχωριστή γοητεία και ταυτότητα σε αυτό που τη δεκαετία του ‘90 ονομάστηκε “hellenic black metal”. Μελωδίες, αύρα μυστηρίου και ένα αρχέγονο σκότος, όχι ψυχρό αλλά σαγηνευτικό, τραβούσε τον ακροατή μέσα του. Μυστήριο, που ενισχυόταν από τα ιντερλούδια εντός των κομματιών, το μαγικό instrumental “Last song for valdezie”, αλλά και από τη μελοποίηση του ποίηματος του Charles Baudelaire “Les litanies de satan”.
Στον αντίποδα, τα “Lord of the abyss” και “Unchaining the wolf (at war)” (ύμνος!), είναι τέλεια δείγματα της μοναδικής συνταγής των NECROMANTIA, ειδικά όταν γίνονταν πιο βίαιοι. Τέλος, το κλείσιμο του δίσκου με το “Tribes of the moon” είναι απλά μαγικό. Το “Crossing the fiery path” ήταν απλά μια αρχή, η πρώτη βόμβα στο underground και το βλέμμα της παγκόσμιας κοινότητας του είδους στράφηκε στη Βαλκανική χερσόνησο, και δεν έχει φύγει από εκεί μέχρι τις μέρες μας. Βλέπετε, τόσο οι παλαιοφρουρίτες όσο και οι επίγονοι τους, φρόντισαν η σημαία του black metal, να κυματίσει ψηλά και περήφανα. HAIL!
Γιάννης Σαββίδης

 


NECROPHOBIC – “The nocturnal silence” (Black Mark)

HEXENHAUS, MORGANA LEFAY, EDGE OF SANITY, MEMENTO MORI, SÉANCE, BATHORY, LAKE OF TEARS, INVOCATOR και το αντικείμενο αυτού εδώ του κειμένου, NECROPHOBIC. Τι κοινό έχουν όλες αυτές οι μπάντες; Βρήκαν όλες δισκογραφική στέγη στην Black Mark του πατέρα του Thomas Forsberg (κατά κόσμον Quorthon), άσχετα αν αυτές οι μπάντες, έπεσαν θύματα ασύμφορων συμφωνιών. Επειδή όμως, αυτά τα σκηνικά, θέλουν δικό τους κείμενο, δεν θα επεκταθώ ούτε κατ’ ελάχιστον περαιτέρω. Εστιάζουμε στο εμφατικό ξεκίνημα μιας φοβερής και συνεπέστατης ως τις μέρες μας μπάντας επ’ ονόματι NECROPHOBIC. Τώρα, εγώ, συγκρότημα ονοματισμένο από το γρηγορότερο κομμάτι των SLAYER, τους λατρεύω ήδη! Παίζανε ένα πιο μαύρο death metal στα demos τους “Realm of terror” (1989), “Slow asphyxiation” (1990), και έπρεπε να έρθουν το “Unholy prophecies” demo (1991) και το “The call” EP (1993) προκειμένου να μπει η μπάντα ακριβώς στη μέση του μακρύ δρόμου που χωρίζει το Σουηδικό death metal και το Σουηδικό black metal.
Στις 2 Αυγούστου 1993, κυκλοφορεί το ντεμπούτο τους, μέσω της Black Mark Productions, με τίτλο “The nocturnal silence”. Από την παραπλανητική εισαγωγή του “Awakenings…” και την ισοπεδωτική death metal συνέχεια, στο “Before the dawn” και το “Unholy prophecies” που βγάζουν τη καθαρή black metal πλευρά τους περισσότερο προς τα έξω. Το δε ομώνυμο, δείχνει με μαεστρία πως οι δύο πλευρές του ακραίου ήχου, μπορούν να παντρευτούν με κοινό γνώμονα τη συνθετική αρτιότητα, και το ΞΥΛΟ. Όταν λέμε ξύλο, εννοούμε ξύλο. Οι άνθρωποι σε δέρνουν μέχρι να πας στον άλλο κόσμο όπου όντως βασιλεύει η νυχτερινή σιωπή, και τα μελωδικά, αλλά στοιχειωμένα riffs. Riffs που πρώτοι τα έφεραν στο προσκήνιο οι θεοί DISSECTION, μοιράζοντας εγκεφαλικά σε όσους κολλημένους blacksters φοβόντουσαν να γίνουν μελωδικοί, μη τυχόν και τους ξεκόψει ο αρχηγός της κλίκας τους. Γιατί εδώ μιλάμε για μελωδία με ουσία, που σου δημιουργεί συναισθήματα, που σου τραβάει τη ψυχή και σου σφίγγει τη καρδιά. Και riffs σαν αυτά στο “The ancient gate” που παντρεύονται με τη death metal παράδοση, ή σαν του “Inborn evil”, αποτελούν περίτρανη απόδειξη του πόσο δεν αστειεύονται συνθετικά οι Σουηδοί στο black metal.
Δίσκοι σαν αυτόν, συνεισέφεραν στη δημιουργία μιας ολόκληρης αισθητικής. Μιας που έβγαλε μπαντάρες (UNANIMATED, SOULREAPER και πάει λέγοντας), και ένωσε δύο πλευρές, οι οποίες, πολλοί και διάφοροι έλεγαν ότι είναι αντίπαλες. Ωστόσο, εν τέλει, δεν είχαν να χωρίσουν τίποτα. Και αυτή ήταν μόνο η αρχή. Αρχή μιας ένδοξης πορείας για τους NECROPHOBIC, που περιείχε αποκλειστικά και μόνο σπουδαίους δίσκους.
Γιάννης Σαββίδης

 


NEUROSIS – “Enemy of the Sun” (Alternative Tentacles)

Στριμωγμένο ανάμεσα από τους ογκόλιθους “Souls at Zero” και “Though Silver in Blood”, βρίσκεται το θηριώδες “Enemy of the Sun”, το οποίο προσπαθεί να βρει χώρο μεταξύ των ακροατών που λένε ότι ακούνε NEUROSIS, αλλά στην πραγματικότητα ακούνε το πολύ τρείς δίσκους. Το “Enemy of the Sun” αν και εξαρτάται άμεσα από τη δημιουργική ώθηση που έδωσε στη μπάντα το “Souls at Zero”, ηχεί τόσο ξένο και διαφορετικό, που τελικά βρίσκει την δική του ξεχωριστή θέση στο πάνθεο της δισκογραφίας του συγκροτήματος.
Ανατρέχοντας στο προηγούμενο μέρος του αφιερώματος για το έτος 1992, θα βρούμε το αντίστοιχο κείμενο για το “Souls at Zero”, ένας δίσκος που βαφτίστηκε ως το σημείο μηδέν για την μπάντα, η οποία έβγαινε από το proto-hardcore/punk που έπαιζε κι έμπαινε στα αχαρτογράφητα νερά της post metal, σε μια χρονική περίοδο όπου ακόμα το metal βρισκόταν πολύ ψηλά. Το “Enemy of the Sun” ακολουθεί τον δρόμο που χάραξε ο προκάτοχός του, με τις tribal αναφορές, τις μακροσκελείς συνθέσεις και το βαθμιαίο χτίσιμο των κομματιών, μόνο που η καλογυαλισμένη παραγωγή και οι καθαρές συνθέσεις εμποτίζονται σε αυτή την γνώριμη (πια) γλοιώδη λάσπη, κάνοντας το αποτέλεσμα εξαιρετικά αποκρουστικό στον mainstream ακροατή της μπάντας. Διότι κακά τα ψέματα, πρόκειται για μία από τις δυσκολότερες κυκλοφορίες της μπάντας, αφού οι αχανείς επαναλήψεις σε συνδυασμό με τους drone πειραματισμούς που παρεμβάλλονται (οι εισαγωγές των “Raze the Stray” και “Enemy of the Sun” είναι δύο παραδείγματα), καθιστούν το όλο περιβάλλον ιδιαίτερα άβολο, ακόμα και για οργιώδεις ακροάσεις.
Το όλο καταπιεστικό κλίμα που δημιουργεί ο δίσκος εντείνεται και με τα ακραία, βιτριολικά, φωνητικά του Scott Kelly, που πλησιάζουν την ακρότητα του MIke Williams των EYEHATEGOD, και την τρέλα του Buzz Osborne των MELVINS. Μιλάμε άλλωστε για συγκοινωνούντα δοχεία στον ακραίο ήχο της εποχής.
Νίκος Ζέρης


NIGHTFALL – “Macabre sunsets” (Holy)

Ένα χρόνο μετά το ντεμπούτο τους, “Parade into centuries”, οι Αθηναίοι έδωσαν τα διαπιστευτήρια τους με αυτόν τον δίσκο. Πολυεπίπεδες ενορχηστρώσεις, ακραίος όσο δεν πάει σε σημεία και μοναδική χρήση των πλήκτρων, που «γεμίζουν» τον ήχο τους μοναδικά. Οι κιθάρες είναι γεμάτες μελωδία και οδηγούν όλες τις συνθέσεις και το αποτέλεσμα είναι πομπώδες και ατμοσφαιρικό με μοναδικό τρόπο. Αυτή η ακατέργαστη ηχητική του σε συνδυασμό με τα μανιασμένα φωνητικά του ηγέτη τους, Ευθύμη Καραδήμα, δημιουργούν το πλαίσιο στο οποίο θα κινούνταν από εκεί και πέρα. Η εταιρία τους στην προσπάθεια της να προκαλέσει το ενδιαφέρον γι’ αυτή την κυκλοφορία της έβαλε την ταμπέλα «epic war metal». Πολύ ατυχές αν σκεφτεί κανείς ότι ο όρος war metal αποδιδόταν εκείνη την εποχή στους Καναδούς blacksters BLASPHEMY! Όπως και να έχει οι NIGHTFALL κάπου εδώ αποκτούν προσωπικό ήχο που ακροβατεί στην ατμόσφαιρα – ακόμα και grand piano ακούγεται – και στην ακρότητα με αργόσυρτες και επιθετικές κιθάρες που σφύζουν από ενέργεια και εμπνευσμένα riffs. Τόσα χρόνια μετά είναι σαφέστατα υποτιμημένο από τους fans τους, αλλά είναι ο δίσκος που τους οδήγησε στα στοιχεία του ανυπέρβλητου “Athenian echoes”.
Λευτέρης Τσουρέας

 


NIRVANA – “In utero” (Geffen) 

Μετά το super επιτυχημένο “Nevermind”, ο στόχος τους Kurt Cobain ήταν ένας . Να επαναφέρει τον ήχο της μπάντας στο πρώιμο, ωμό τους ήχο, μιας και θεωρούσε το δεύτερο τους δίσκο πολύ εμπορικό και “γυαλισμένο”. Έτσι η κίνηση που έκανε ήταν να προσλάβει για παραγωγό τον Steve Αlbini που είχε συνεργαστεί με αγαπημένα του ονόματα όπως ήταν οι URGE OVERKILL, JESUS LIZARD, BREEDERS και φυσικά τους Βοστονέζους PIXIES στο “Surfer rosa”, για τους οποίους ο Cobain έτρεφε λατρεία.
Eπόμενη κίνηση ήταν να κλειστούν για δυο εβδομάδες στα Pachyderm studio στην Minnesota για αρχίσουν τις ηχογραφήσεις, μάλιστα σε αυτό το σύντομο χρονικό διάστημα κατάφεραν και να ολοκληρώσουν τον δίσκο. Ο Steve Αlbini αρχικά ήταν αρκετά διστακτικός στο κατά πόσο ήθελε να συνεργαστεί με την μπάντα, ήταν αρκετά underground τύπος και δέχθηκε να συνεργασθεί παίρνοντας μόνο την αμοιβή του, που ήταν 100 χιλιάδες δολάρια, αρνούμενος να πάρει ποσοστά από τις πωλήσεις. Συμφώνα με λεγόμενά του, δεν θα μπορούσε να κοιμηθεί αν έπαιρνε τόσα χρήματα. Καταλαβαίνετε για τι τύπο μιλάμε…
Ο δίσκος όντως ήταν πολύ πιο ωμός, τραχύς και ακατέργαστος από τον προκάτοχο του. Μάλιστα τα δυο singles του δίσκου, τα “Heart -shaped box” και “Αll Apologies” για να μην ηχούν τόσο άγαρμπα και τρομάξουν τον κόσμο που τους έμαθε μέσω του “Νevermind”, έκαναν τον Cobain να συμβιβαστεί ώστε να προσλάβουν τον Steve Lit να μιξάρει τα singles ώστε να ακουστούν πιο radio friendly.
Aπό το εναρκτήριο “Serve the servants” στο “Scentless Apprentice”( η μόνη σύνθεση που έγραψαν όλα τα μέλη, οι υπόλοιπες είναι αποκλειστικά του Cobain) και μετέπειτα στο “Rape me” και από εκεί στο “Frances farmer….”, στο “Very ape” καταλήγοντας στο “Milk it” και “Radio friendly unit shifter”(δυο κομμάτια πολύ κοντά στο πνεύμα του ντεμπούτου “Βleach”) φαίνεται ξεκάθαρα ότι η επιθυμία του Cobain να παραδώσει έναν δίσκο πιο κοντά στον αρχικό τους ήχο έγινε πράξη. Στον αντίποδα όμως και η άλλη η πιο ευαίσθητη pop πλευρά του σχήματος αντιπροσωπεύεται εδώ με κομμάτια σαν τα “Dumb”, “Pennyroyal tee”, “All apologies” , κάτι που από την αρχή είχε δηλώσει ο αρχηγός και συνθέτης της μπάντας.
Ο δίσκος κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 1993 (λέγεται ότι ο αρχικός του τίτλος ήταν “ I hate myself and I want to die”) και πήγε κατευθείαν στο Νο 1 του Billboard chart και στην Αμερική και στην Βρετανία. Υπήρξαν κάποια προβλήματα με την αλυσίδα Walmart που δεν ήθελε να βάλει στα ράφια της τον δίσκο λόγο του εξωφύλλου και οπισθόφυλλου, αλλά και λόγω του τραγουδιού “Rape me” που βρισκόταν εδώ μέσα.
Παρόλα αυτά τα “προβλήματα” o δίσκος έλαβε αποθεωτικές κριτικές από τον τύπο της εποχής, συγκαταλέγετε στα 500 καλύτερα albums όλων των εποχών του περιοδικού Rolling stone (στην θέση 439, πληροφοριακά το “Νevermind” στη θέση 17 και το “MTV unplugged in New York” στην θέση 311) και μέχρι σήμερα έχει ξεπεράσει τις 15 εκατομμύρια πωλήσεις παγκοσμίως.
Συνοψίζοντας και κλείνοντας, παραθέτω κάτι από αυτά που έγραψε το περιοδικόRolling stone στο άρθρο του για τα 500 καλύτερα albums για το “ In utero”. “…Το μόνο πράγμα που μπορεί να εξηγήσει το “Rape me” είναι ο εσωτερικός πόνος».
Γιάννης Παπαευθυμίου

NUCLEAR ASSAULT – “Something wicked” (IRS Records)

Η δεκαετία του ‘90 δεν υπήρξε διόλου γενναιόδωρη για τους NUCLEAR ASSAULT και τους οπαδούς τους οι οποίοι έβλεπαν την αγαπημένη τους μπάντα να παραπαίει ύστερα από έναν προβληματικό δίσκο (“Out of order”) αλλά και την βαρύγδουπη αποχώρηση της ηγετικής φιγούρας του Dan Lilker ο οποίος επιχειρούσε ένα νέο ξεκίνημα με τους BRUTAL TRUTH. Παρόλα αυτά ο John Connelly αποφάσισε να συνεχίσει με τους NUCLEAR ASSAULT και κάπως έτσι…πέσαμε πάνω στο “Something wicked”! Κοιτάξτε…δεν θα επιχειρήσουμε εδώ να αλλάξουμε την ιστορία αλλά σίγουρα πρέπει να θέσουμε το δίσκο αυτό εντός του πλαισίου της εποχής και να επανεξετάσουμε τη δυναμική του.
Πρώτο και σημαντικότερο πρέπει να σκεφτούμε ότι βρισκόμαστε στο 1993 και ο crossover ήχος που τόσο πετυχημένα παρουσίασαν οι Αμερικανοί στα “Game over” & “Handle with care” (κυρίως) δεν έχαιρε της ίδιας εμπορικής απήχησης και ο thrash ήχος γινόταν σταδιακά πιο groov-αριστός. Παράλληλα, η απουσία του Lilker σίγουρα άλλαξε τις ισορροπίες εντός του συνθετικού πυρήνα του συγκροτήματος και η εταιρεία ζητούσε κάτι διαφορετικό από τους NUCLEAR ASSAULT. Το εξώφυλλο, σίγουρα, δεν άφηνε πολλές υποσχέσεις για το τι θα ακούγαμε βάζοντας το CD και με όλα αυτά το “Something wicked” μάλλον ήταν καταδισκασμένο ήδη από τη σύλληψή του! Ωστόσο, αν ακούσουμε το δίσκο δίχως να έχουμε στο μυαλό μας ποιο είναι το συγκρότημα πίσω από τη δημιουργία του ίσως και να μην απογοητευτούμε τόσο πολύ. Οι χαμηλοκουρδισμένες κιθάρες, η «γεμάτη» παραγωγή, τα ταιριαστά –όσο και διαφοροποιημένα σε σχέση με το παρελθόν- φωνητικά του Connelly και κυρίως οι ως επί το πλείστον καλές συνθέσεις, δεν δικαιολογούν με τίποτα ένα γενικό αφορισμό.
Επαναλαμβάνω ότι δεν θα ξαναγράψουμε την ιστορία ούτε επιχειρούμε να αποθεώσουμε έναν ΟΚ δίσκο. Αυτό που προσωπικά πιστεύω είναι ότι το “Something wicked” θα έχαιρε καλύτερης τύχης αν είχε κυκλοφορήσει κάτω από άλλο όνομα. Απλούστατα το όνομα των NUCLEAR ASSAULT παραπέμπει σε άλλα πράγματα…και πολύ καλά κάνει. Βέβαια, η συνέχεια θα ήταν ακόμη χειρότερη!
Σάκης Νίκας


THE ORGANIZATION – “The organization” (Metal Blade)

Λογικό είναι να ρωτήσετε, ποιοι είναι τούτοι!!! Οι ORGANIZATION, λοιπόν, δεν είναι άλλοι από την συνέχεια των …DEATH ANGEL μετά το “Act III”. Το ομώνυμο ντεμπούτο τους, μάλιστα, το κυκλοφόρησαν από την Unsafe Unsane Recordings, που ήταν δική τους εταιρία, αλλά η Metal Blade ανέλαβε τη διανομή. Ακούστε πως είχε η ιστορία. Τα γράφαμε και στο “Act III”, όπου οι DEATH ANGEL, κυκλοφόρησαν τον αρτιότερο μέχρι σήμερα δίσκο τους, αλλά η ατυχία τους είχε χτυπήσει την πόρτα και ύστερα από ένα ατύχημα με το tour bus και τον σοβαρό τραυματισμό του ντράμερ τους, Andy Galleon, έχασαν τη θέση στην περιοδεία των JUDAS PRIEST και ANNIHILATOR, την οποία πήραν οι PANTERA, που είχαν κυκλοφορήσει το “Cowboys from hell”. Μία σειρά από γεγονότα, οδήγησαν τη Geffen να τους αφήσει χωρίς συμβόλαιο και απηυδισμένος από την μουσική βιομηχανία, ο τραγουδιστής Mark Osegueda, άφησε τους DEATH ANGEL και αποφάσισε να κάνει κάτι εκτός μουσικής. Χωρίς συμβόλαιο και μπάντα, ο Rob Cavestany, αποφάσισε να δημιουργήσει τους ORGANIZATION, που αποτελούνταν ουσιαστικά απ’ όλους τους DEATH ANGEL και στη θέση του Osegueda, είχε αναλάβει ο ίδιος τα φωνητικά.
Το αποτέλεσμα του ντεμπούτου τους, ήταν μία πιο μοντέρνα, funk (όχι όσο οι INFECTIOUS GROOVES πάντως, για παράδειγμα), alternative rock εκδοχή των DEATH ANGEL. Το εξώφυλλο, με αναφορές στη διαβόητη “Organisation”, ένα παρακλάδι της Μαφίας που δρούσε στο Σικάγο στις αρχές της περασμένης δεκαετίας, πέρασε, αλλά δυστυχώς δεν ακούμπησε, παρότι δεν του άξιζε. Βλέπετε, οι οπαδοί των DEATH ANGEL, δεν ήθελαν, φαίνεται, να ακούσουν κάτι τόσο διαφορετικό (που στην ουσία δεν ήταν και πολύ μακριά από το “Act III”, άλλωστε και το “The organization” ήταν τίτλος τραγουδιού απ’ αυτόν το δίσκο), ενώ οι υπόλοιποι, δεν ήθελαν να ακούσουν thrashers να παίζουν πιο alt rock. Αν άκουγες τον δίσκο χωρίς να ξέρεις ποιοι παίζουν, είμαι βέβαιος ότι θα το διασκεδάσεις περισσότερο. Πολύ αγαπημένο τραγούδι από τον δίσκο, είναι το “Wonder”, που είναι μία «παραλλαγή» των λατρεμένων “Veil of deception” και “Room with a view”, ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ακόμα και σήμερα, τα πιο ακουστικά σημεία των DEATH ANGEL, τα τραγουδά ο Cavestany, οπότε δεν υπάρχουν και τόσο ουσιαστικές διαφορές. Σε προσωπικό επίπεδο, θα έλεγα ότι θα ήθελα ακόμη πιο τολμηρό αυτό το άλμπουμ, αφού δεν είχαν τίποτα να χάσουν, δοκιμάζοντας ουσιαστικά κάτι από το μηδέν. Παρόλα αυτά, είναι ένας δίσκος που κάθε φορά που τον επισκέπτομαι, περνάω πραγματικά καλά.
Σάκης Φράγκος

 


OVERKILL – “I hear black” (Atlantic)

Είσαι οι OVERKILL. Έχεις βγάλει 5 διαμάντια το ένα καλύτερο από το άλλο στο Αμερικάνικο thrash, με αποκορύφωμα ίσως όλης σου της καριέρας το άνοιγμα της δεκαετίας του ‘90 (“Horrorscope” – προσκυνάω!). Είμαστε πλέον στο 1993, το έτος που παλιές μπάντες είτε συνεχίζουν στο ίδιο ύφος, είτε αλλάζουν ύφος ή διαλύονται. Νέα είδη εγείρονται εκ του underground, σπάζοντας στεγανά που δημιουργήθηκαν εν τη αγνοία των μπαντών, αλλά και αλλάζοντας τους κανόνες όσον αφορά την ακρότητα και τη βαρύτητα. Δύσκολα και ζόρικα σκηνικά για την παλιά φρουρά του Αμερικάνικου ήχου, που βρίσκεται με τη πλάτη στα σκοινιά. Εσύ στις 9 του Μαρτίου του 1993, βγάζεις το “I hear black” μέσω της πολυεθνικής Atlantic.
“Ques que se “I hear black”;” σε ακούω και ρωτάς, σε άψογα Γαλλικά τύπου “φρανσουά ντε λα τιρμπουσόν”. Και έρχομαι και σου απαντώ. Πρόκειται για το πρώτο δίσκο των OVERKILL μετά το “κλείσιμο του γενικού” από τις εταιρείες προς τις thrash μπάντες. Μπαίνει το τρίο “Dreaming in columbian”, “I hear black”, “World of hurt” και βλέπεις μια διαφορετική, αλλά και συνάμα γνώριμη πτυχή των OVERKILL. Η φωνή – ταυτότητα του Bobby Elsworth είναι εκεί, τα συμπαγή riffs είναι εκεί, η ενέργεια είναι εκεί. Μόνο που είναι, αλλιώτικα. Οι εκ New Jersey θρύλοι, παίρνουν στοιχεία από τους ολόφρεσκους μπροστάρηδες PANTERA και κατεβάζουν γκάζια, χώνοντας γκρούβα, που αναδεικνύεται από τη θέση του μπάσου στη μπάντα. Πολύ ενδιαφέρον, μιας που οι PANTERA ηχητικά, χρωστάνε στους OVERKILL του “The years of decay”. Υπενθυμίζω, πως αυτός ο δίσκος, είναι ο λόγος που οι PANTERA πήρανε τον Terry Date σαν παραγωγό στο “Cowboys from hell”, για να τους βγάλει ανάλογο κιθαριστικό ήχο.
Η ηχητική προσέγγιση εδώ, βγάζει μπροστά το μπάσο ακόμα περισσότερο, δημιουργώντας μια διαφοροποίηση από το τοίχο με κιθάρες των δύο προκατόχων του. Από την άλλη, αποτελεί στοιχείο του χαρακτήρα του δίσκου, δίνοντας μια μελαγχολία που δεν είχε τόσο έντονη η πρότερη δισκογραφία των OVERKILL. Επίσης, να τονίσουμε το πολύ όμορφο “Shades of grey” που απεικονίζει ακριβώς αυτή τη μελαγχολία. Την σκέψη στο πίσω μέρος του μυαλού ενός συγκροτήματος που μετράει ήδη μια γεμάτη δεκαετία, ότι πρέπει να προσαρμοστεί στις νέες εξελίξεις ανεξαρτήτως του αν το θέλει ή όχι. Το προσπαθούν οι OVERKILL, έχουν και το video clip του πιο SABBATH-ικού “Spiritual void”, έχουν το όμορφο ρεφρέν του “Feed my head”, δεν χάνουν τη συνθετική τους αρτιότητα, αλλά όλοι ξέρουμε ότι OVERKILL δίχως τρέξιμο και τσαχπινιά είναι η μισή μόνο γοητεία αυτής της μπάντας. Άλλο που το “Weight of the world” μας φέρνει στο μυαλό τη μπάντα που έπαιζε και ίδρωναν μέχρι και οι τοίχοι του venue.
Οι Bobby Elsworth και Σια, ζυγίζονται στην αυγή μιας νέας εποχής, μετρώνται, και κρίνονται επαρκέστατοι, αξιοπρεπέστατοι, και άκρως παντελονάτοι, δεδομένου ότι πολλοί άλλοι στη θέση τους, όντως, παράτησαν τη μουσική διαλύοντας τις μπάντες τους μέχρι νεωτέρας, είτε ρεζιλεύτηκαν. Εδώ δεν έχει τέτοια. Ετούτοι οι κύριοι όμως, δε μασάνε, δε μάσησαν τότε συνεχίζοντας να δισκογραφούν, επομένως δε θα μασήσουν ποτέ. Απλά πράγματα.
Γιάννης Σαββίδης

 


PARADISE LOST – “Icon” (Music For Nations)

Η περίπτωση του “Icon” έχει την ιδιαιτερότητά της και αυτό γιατί, εδώ δεν έχουμε να κάνουμε απλά με ένα από τα καλύτερα άλμπουμ που κυκλοφόρησαν το ‘93, αλλά με ένα από τα καλύτερα άλμπουμ σε ολόκληρη τη δεκαετία των 90s. Οι PARADISE LOST στο “Icon”, εκτός ότι επιστέγασαν τον ήχο που δικαιωματικά τους έδωσε τα σκήπτρα να ηγηθούν μιας ολόκληρης σκηνής, δημιούργησαν ένα τόσο επιδραστικό άλμπουμ, που θεμελίωσε νέες βάσεις για τον gothic ήχο. Ένα χρόνο μετά το εξίσου πολύ καλό “Shades of God”, οι PARADISE LOST κάνουν το επόμενο μεγάλο βήμα στην καριέρα τους, αφήνοντας πλέον πίσω τους ότι death χαρακτηριστικό κουβαλούσαν, κρατώντας τo doom στοιχείο τους μέσω της ζοφερής και αποπνικτικής ατμόσφαιρας των συνθέσεων τους και προσθέτοντας την gothic αισθητική, που τόσο επιτυχημένα εμπλούτισαν στην μουσική τους, χάρις στην υποδειγματική μουσική ευφυΐα του Greg Mackintosh, που παρέδωσε στο “Icon” από τις καλύτερες και πιο επιδέξιες μελωδίες που έχουμε ακούσει από την κιθάρα του, όσο και από την εκτεταμένη χρήση των πλήκτρων, αλλά και της αλλαγής στη φωνή του Nick Holmes. Μία αλλαγή που εκείνη την εποχή έφερε αναστάτωση στους οπαδούς της μπάντας, καθώς από τα γρυλίσματα των προηγούμενων άλμπουμ, άλλαξε τον τρόπο ερμηνείας του σε βαθμό που θύμιζε τον James Hetfield. Ο χρόνος όμως απέδειξε πως η αλλαγή αυτή, βοήθησε μόνο προς στο καλύτερο, στο να αναδειχθεί το νέο μουσικό ύφος που παρουσίαζαν οι PARADISE LOST. Ένα μουσικό ύφος που οδήγησε την μπάντα, δύο χρόνια μετά, να κυκλοφορήσουν τον καλύτερο δίσκο της ιστορίας τους και ένα από τα καλύτερα άλμπουμ σε ολόκληρο το heavy metal. Τα σοκ εκείνη την εποχή ήταν απανωτά, άλλωστε για τα 90s μιλάμε.
Δημήτρης Μπούκης

PENDRAGON – “The window of life” (Toff Records)

Προς τα τέλη των 70s αχνόφεγγε το λυκόφως του Βρετανικού prog rock των μεγαθηρίων του είδους – YES, GENESIS, KING CRIMSON, ELP, PINK FLOYD, ELOY, JETHRO TULL. Στην άλλη άκρη του Ατλαντικού οι RUSH έκαναν τη δική τους επανάσταση με το “Moving pictures” ενώ το έδαφος προετοιμαζόταν στις ΗΠΑ για την επέλαση των QUEENSRYCHE και του prog metal. Μέσα στα 80s το synth pop και μπάντες όπως οι TEARS FOR FEARS και καλλιτέχνες όπως η Kate Bush, άλλαζαν εντελώς την κατεύθυνση του ανέμου καθώς οι μπάντες που προανέφερα άρχισαν να υιοθετούν μια σαφώς πιο 80s pop αισθητική αφήνοντας στην άκρη το ορθόδοξο prog. Η εξέλιξη ωστόσο του είδους δεν ήταν απαραίτητα και η ταφόπλακα του αφού στα 80s εμφανίστηκαν τρεις μπάντες που κατάφεραν να ισορροπήσουν το ορθόδοξο prog rock των GENESIS με το μουσικό προσκείμενο των 80s: οι MARILLION, PALLAS και οι PENDRAGON. Οι PENDRAGON δεν κατάφεραν ποτέ να πετύχουν την εμπορικότητα των MARILLION ούτε να βγουν ιδιαίτερα από την Αγγλία. Έτσι λοιπόν είναι γνωστοί και αγαπητοί κυρίως σε μικρούς κύκλους οπαδών στην Αγγλία. Ωστόσο, έχουν λίγα να ζηλέψουν από τους MARILLION πράγμα που θα διαπιστώσει κανείς ακούγοντας το εξαιρετικό “The window of life” του 1993. Σαφώς πιο pop/synth pop απ ότι οι MARILLION και με περισσότερη έφεση στο prog των PINK FLOYD παρά των GENESIS, οι PENDRAGON εξαίρουν το συναίσθημα και το απλό αλλά ώριμο songwriting αντί μιας οργιώδους μουσικότητας. Στο “The window of life” λοιπόν βρίσκουμε μεγάλης διάρκειας κομμάτια μεν, με πιο διακριτικά και προσβάσιμα prog χαρακτηριστικά δε (μιλάμε για έξι τραγούδια και συνολική διάρκεια 54 λεπτά) αλλά λυρισμό και το στόμφο ενός θεατρικού και κινηματογραφικού soundtrack. Πρωταγωνιστής εδώ είναι ο τεράστιος Clive Nolan στα πλήκτρα και πλάι του, στη κιθάρα και τα φωνητικά, ο ιδρυτής της μπάντας Nick Barrett με την φουλ Βρετανική προφορά και χροιά του. Κομμάτια όπως το 14λεπτο “The last man on earth” και το 10λεπτο “The walls of Babylon” αναδεικνύουν τις συνθετικές δεξιότητες των PENDRAGON που ξέρουν να γράφουν κομμάτια μεγάλης διάρκειας χωρίς να κουράζουν, διατηρώντας τη προσοχή και τη περιέργεια του ακροατή με κάθε νότα, κάθε κρεσέντο και τις μακροσκελείς κινηματογραφικές εισαγωγές. Το “The window of life” δίκαια μνημονεύεται ως ένας από τους σημαντικότερους δίσκους της μπάντας (που παραμένει ενεργή και σήμερα!) πλάι στα “The jewel” του 1985 και τους άλλους δύο σημαντικούς δίσκους τους στα 90s, τα “The world” (1991) και “The masquerade overture” (1996).
Φίλιππος Φίλης

 


PESTILENCE – “Spheres” (Roadrunner)

Ένα από τα μεγαλύτερα λάθη και ΓΙΑΤΙ; της μεταλλικής ιστορίας είναι το τέταρτο άλμπουμ των PESTILENCE ονόματι “Spheres”. Ενός άλμπουμ τρομερά ποιοτικού το οποίο η παραγωγή του άσημου Steve Fontano χαντάκωσε, όπως και η λογική του ίδιου του συγκροτήματος. Μια λογική που ήρθε κόντρα σε τρία άλμπουμ που ήταν ορισμός της τελειότητας το καθένα γι’ αυτό που αντιπροσώπευε. Το ντεμπούτο “Malleus Maleficarum” ήταν ένας από τους πολλούς λόγους που πιστοποιούσαν γιατί το 1988 είναι η κορυφαία χρονιά στην ιστορία της μεταλλικής μουσικής και ότι το thrash βασίλευε με σιδερένια γροθιά. Την επόμενη χρονιά ακολούθησε αλλαγή κατεύθυνσης και το πρώτο χρονικά death metal άλμπουμ που κάνει την εμφάνιση του στην Ευρώπη, ο λόγος για το “Consuming impulse”. Kαι δυο χρόνια μετά, κυκλοφόρησαν τον ορισμό του τεχνικού death metal “Testimony of the ancients”, έχοντας χάσει τον Martin Van Drunen και με τον κιθαρίστα Patrick Mameli να αναλαμβάνει ο ίδιος τα φωνητικά.
Θεωρητικά (και μέχρι τότε πρακτικά) το συγκρότημα έπρεπε να βγάλει το κορυφαίο του άλμπουμ. Οι PESTILENCE εγκλημάτησαν βγάζοντας ένα δίσκο ο οποίος απομακρυνόταν (κατά την τάση της εποχής) ακόμα περισσότερο από το death metal, με ξεκάθαρες jazz/fusion αναφορές, χρήση guitar synths και γενικώς μιας «φεύγα» αισθητικής. Όμως ακόμα κι αυτό δεν ήταν το αρνητικό. Αυτός ο ανεκδιήγητος «άδειος» ήχος του δίσκου χωρίς όγκο, με τα τύμπανα να ακούγονται σαν σπιρτόκουτα, τα φωνητικά τέρμα πίσω λες και κάνουν echo και τις κιθάρες να μοιάζουν περισσότερο με συνοδευτικό παιχνιδομηχανών τύπου Amiga, Sega, Nintendo και τα συναφή, δεν κολάκευε καθόλου τους μεγάλους PESTILENCE. Και όχι τίποτα άλλο, αλλά ήταν αρκετά τυχεροί να έχουν στις τάξεις τους τον –νυν OBSCURA- γητευτή του άταστου μπάσου Jeroen Paul Thesseling, ο οποίος και είναι ο μόνος που λάμπει σε αυτήν την κυκλοφορία παρά τα μείον της.
Τα φωνητικά του Mameli ακούγονται άψυχα, οι κιθάρες όταν πάνε να πάρουν πρωταγωνιστικό ρόλο θάβονται κάτω από τόνου αχρείαστων synths και ένας ηγετικός ντράμερ όπως ο Marco Foddis (που ήταν και ο στιχουργός της μπάντας) μοιάζει καρικατούρα του εαυτού του. Να πούμε ότι δεν υπάρχουν καλά κομμάτια; Θα ήταν ψέμα. Το “Mind reflections” που ανοίγει το δίσκο όπως και τα “Multiple beings” και “Demise of time” έχουν θέση σε οποιοδήποτε best of του συγκροτήματος. Κατάφεραν να κάνουν ένα δίσκο μόλις 33’ σε διάρκεια τόσο δυσκολοάκουστο, ενώ παρά το τεχνικό της υπόθεσης, είναι ευδιάκριτο το επίπεδο και το πόσο σωστά «αλλού» ήθελαν να απομακρυνθούν από το παρελθόν τους. Δυστυχώς ήταν ένα στοίχημα που παρά τις θετικές κριτικές που έλαβε (ήταν εποχή που ήταν ανοιχτόμυαλος ο Τύπος και τέτοιας λογικής δίσκοι λάμβαναν άμεσα θετικά σχόλια), απέτυχε για το συγκρότημα. Εκ του αποτελέσματος, οδήγησε στη διάλυση τους το 1994, με τις σχέσεις ανάμεσα στα μέλη της μπάντας να γίνονται χείριστες και τελικά μηδαμινές και μέχρι το 2008, οι PESTILENCE έμειναν νεκροί, όταν και ξαφνικά αποφάσισαν να επαναδραστηριοποιηθούν και να κυκλοφορήσουν μέχρι σήμερα άλλα τέσσερα άλμπουμ (με το πέμπτο “Exitivm” να είναι προ των πυλών για φέτος). Το “Spheres” ακόμα και με τα αρνητικά που αναφέραμε παραπάνω, έχει φανατικούς φίλους μέχρι σήμερα και άσπονδους εχθρούς που δε χάνουν ευκαιρία να πετάξουν μύδρους εναντίον του.
Προσωπικά το θεωρώ παικτικά άρτιο και τολμηρό, ωστόσο καθαρά ηχητικά χαντακώθηκε από λάθος αποφάσεις του συγκροτήματος και σίγουρα αν είχε τον ήχο του “Testimony of the ancients” από άποψη παραγωγής, θα λογίζονταν από όλους ως ένα κορυφαίο τεχνικά άλμπουμ. Να σημειωθεί ότι το εξώφυλλο που όλοι γνωρίζουμε είναι εναλλακτικό, καθώς το αρχικό εξώφυλλο του Dan Seagrave απορρίφθηκε από το συγκρότημα. Ωστόσο συμπεριλήφθηκε στην επανέκδοση του δίσκου (είναι το εξώφυλλο με το μπλε φόντο και τους αστεροειδείς γύρω του). Επίσης δεν αντέχω, πρέπει να το πω. Κυκλοφορείς δίσκο την ημέρα επετείου του “Operation:Mindcrime” ρε αθεόφοβε; 3 Μαΐου είναι παγκόσμια μεταλλική γιορτή, που πας γυμνός στα αγγούρια;
Άγγελος Κατσούρας

 


PINK CREAM 69 – “Games people play” (Epic)

Πώς μια παρέα από την βαρετή Καρλσρούη καταφέρνει να φτάσει στο τρίτο της άλμπουμ, είναι πράγματι αξιοθαύμαστο. Πόσο μάλιστα, όταν καθένα από αυτά είναι εξαιρετικά με το “Games people play” να είναι πιο σοβαρό και προσεγμένο, σχεδόν αντιφατικό με το sleaze όνομα της μπάντας. Η μουσική τους είναι πιο προσεγμένη και μετρημένη από ποτέ, κάνοντας έτσι τον δίσκο, μάλλον το πιο ώριμό τους δείγμα ως τότε. Υπάρχουν τα “Face in the mirror” (με θέμα τα ναρκωτικά) ή το “Way down” (καταφέρεται στους ιεροκύρηκες) που φαίνονται επηρεασμένα από την πιο μελαγχολική χροιά του grunge. Από την άλλη, η κριτική τους σκέψη λάμπει στο “Keep your eye on the twisted”, με το κοινωνικο-πολιτικό του μήνυμα, ένα από τα καλύτερα δείγματα του hard-n-heavy των PC69. Το “Shattered” με το σκληρό του ύφος είναι από τα καλύτερά τους τραγούδια ever, με έντονες Αμερικανιές, όπως και το νοσταλγικό “Condemnation” που τολμώ να πω ότι κλείνει το μάτι στους FIFTH ANGEL όσο το “Monday again” πλησιάζει στους HELLOWEEN. Ως γνωστόν, ο Andi Deris μετά από αυτό το άλμπουμ, μεταπήδησε στις «Κολοκύθες», όμως η συνθετική του έμπνευση τον έκανε να μπολιάσει αρκετά από τα PC69 στοιχειά, στον ήχο της νέας του μπάντας. Όντας τετράδα, με μια κιθάρα και βασικό συνθέτη τον μπασίστα, είναι κατανοητή η έντονη χρήση του τετράχορδου του Dennis Ward, που όμως στολίζει και γεμίζει πετυχημένα τα τραγούδια του δίσκου. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί έπαιζαν ζωντανά το “Dyin’ century” στην περιοδεία τους, αφού το θεωρώ πεζό, ενώ υπάρχουν καλύτερα τραγούδια εδώ. Μπορεί εν ολίγοις να χάνει σε ελαφρότυτα και διασκέδαση, όμως το “Games people play” με τα 13 του κομμάτια, παρουσιάζει τους Γερμανούς σε τρομερή έμπνευση, πιο κοντά στο πνεύμα της εποχής, ακόμα και στις μπαλάντες (“Somedays I sail”, “Still alive”, “Don’t let it all come down”). Σπουδαίος δίσκος, τόσο μουσικά, όσο και ιστορικά αφού το μέλλον των μελών ξεχωριστά, αλλά και της μπάντας έμελλε να στιγματιστεί απ’ αυτόν και τις αποφάσεις του Deris.
Γιώργος “Still alive” Κουκουλάκης

PEARL JAM – “Vs” (Epic) 

Ήταν τεράστια η επιτυχία του “Τen” το 1991 και οι περιοδείες για την υποστήριξη του είχαν εξουθενώσει το σχήμα. Όταν στις αρχές του ‘93 μπήκαν στο studio για να γράψουν κομμάτια για τον διάδοχο ενός τέτοιου εμπορικού δίσκου, το άγχος ήταν τεράστιο και η πίεση ήταν επίσης εμφανής σε όλα τα μέλη της μπάντας. Μάλιστα λέγεται ότι ο Eddie Vedder ήταν αυτός που δυσκολεύθηκε περισσότερο να προσαρμοστεί στις ηχογραφήσεις και προετοίμαζε τα φωνητικά του στο van του όπου και κοιμόταν κιόλας.
Οι ηχογραφήσεις ξεκίνησαν με παραγωγό πίσω από την κονσόλα τον Brendan O’ Brien και με τον ντράμερ Dave Abbruzzese να έχει πλέον ενταχθεί για τα καλά στο σχήμα μετά από δύο χρόνια μαζί τους. Αυτό που παρατηρείται είναι ότι πολλά κομμάτια διαθέτουν αυτόν τον Jam χαρακτήρα και μάλιστα η επιλογή τους ήταν να πιάνουν ένα κομμάτι κάθε φορά που προέκυπτε από jam sessions και να το ολοκληρώνουν. Η προσέγγιση αυτή επιλέχθηκε για να αποκτήσει το υλικό έναν πιο φυσικό χαρακτήρα και για να μπορέσει να δέσει κι’ άλλο την μπάντα. Αναφέραμε ότι η επιτυχία ήταν ήδη τεραστία και η διαχείρισή της απαιτούσε ιδιαίτερα προσεκτικές κινήσεις.
Με το που κυκλοφόρησε ο δίσκος τον Οκτώβριο του ‘93 έσπασε όλα τα ρεκόρ πωλήσεων. Σε μια διαφορετική εποχή για την δισκογραφία το album κατάφερε και παρέμεινε στο Νο 1 του Billboard charts για πέντε συνεχόμενες εβδομάδες. Μάλιστα την πρώτη εβδομάδα μόνο, ο δίσκος πούλησε 950.000 αντίτυπα. Και τότε No 1 πήγαινες μόνο αν είχες τις μεγαλύτερες πωλήσεις από τον επόμενο. Φανταστείτε ότι πέντε εβδομάδες στην Αμερική, ο κόσμος αγόραζε κατά εκατομμύρια τον δίσκο αυτόν και σήμερα το “VS” να έχει ξεπεράσει τα 10 εκατομμύρια σε πωλήσεις .
Τέσσερα τα singles που θα κυκλοφορήσουν από τον δίσκο, με πρώτο το εναρκτήριο “Go”, σύνθεση του Abbruzzese , θα ακολουθήσει το “Daughter” με θέμα ένα κορίτσι με δυσλεξία και η αδυναμία της μητέρας της του να το καταλάβει. Μια εκπληκτική σύνθεση του Gossard με εξαιρετική ερμηνεία του Vedder. Tρίτο κατά σειρά single το “Αnimal” και θα επακολουθήσει το “Dissident” ,όλα τους εξαιρετικά κομμάτι που αγαπήθηκαν από τους οπαδούς τους, Μάλιστα προς τιμήν της μπάντας, παραμένουν ακόμα στο setlist της μέχρι και σήμερα.
Ιδιαίτερα αγαπημένα από τον δίσκο είναι τα “Rearviewmirror” και “Elderly woman behind the counter in a small town”, μάλιστα διάβασα πρόσφατα ότι και τα δύο ανήκουν στα πιο αγαπημένα κομμάτια των οπαδών τους κι έχουν βγάλει 11 δίσκους από την ίδρυση τους και δεκάδες κομμάτια έκτοτε.
Το “VS” πέτυχε το σκοπό του, κατάφερε να ξεφύγει από τον σκόπελο ενός τεράστια επιτυχημένου εμπορικά και καλλιτεχνικά ντεμπούτου, στέκει δυναμικά στις πιο αξιόλογες στιγμές της δισκογραφίας τους και νομίζω ότι από εδώ και έπειτα η μπάντα στάθηκε πιο γερά στα πόδια της και έκανε τα πράγματα με τον δικό της τρόπο σε όλα τα επίπεδα. Άλλωστε παρόλο που η δημοτικότητα τους ήταν τεράστια και τo ΜΤV τους περίμενε σαν μεσσίες, αρνήθηκαν να κάνουν έστω και ένα video clip για κάποιο από τα κομμάτια του “Vs”.
Δεν μπορούμε να ξεχάσουμε βέβαια την επική εμφάνιση τους στο ΟΑΚΑ το 2006, την μοναδική μέχρι στιγμής στην χώρα μας, σε ένα set που ξεπέρασε τις 2,5 ώρες. Αυτοί είναι οι PERAL JAM πλέον, οι πιο άξιοι συνεχιστές της Αμερικάνικής rock παράδοσης. Μιας παράδοσης που θέλει τις μπάντες να αποδεικνύουν την αξία τους πάνω στο σανίδι. Και οι PEARL JAM είναι ένα τέτοιο σχήμα. Οποίος δεν τους έχει παρακολουθήσει, αδυνατεί να καταλάβει όχι μόνο την αξία τους αλλά και όλα όσα πρεσβεύουν σαν σχήμα πλέον.
Γιάννης Παπαευθυμίου

Robert Plant – “Fate of nations” (Fontana) 

H επιστροφή του Robert Plant στον rock ήχο πoυ αγαπήσαμε είχε πραγματοποιηθεί πριν λίγα χρόνια με το “Now and Zen”. H επιτυχία και η αποδοχή του κόσμου τόσο σε αυτόν τον δίσκο όσο και στο επόμενο “Μanic Nirvana” (με τον οποίο πέρασε και από την χώρα μας για πρώτη φορά μέχρι τότε στο Ειρήνης και Φιλίας) έδωσε στον Plant μια νέα δυναμική και μια καλλιτεχνική ελευθερία για να κάνει τα δικά του πράγματα.
Το “Fate of nations” έτυχε και αυτό καλής υποδοχής από κοινό και κριτικούς και ο προπομπός του δίσκου “29 Palms” ήταν το τραγούδι που  ακούσθηκε πιο πολύ από αυτόν.  Ακολούθησαν τα single “ Ι Βelieve” (κομμάτι που έγραψε για τον γιο του,  Karac, που έχασε την ζωή του σε ηλικία 5 ετών το 1977) και το εναρκτήριο κομμάτι του δίσκου το “Calling to You” (ένα κομμάτι που το ακούς και ταξιδεύεις πίσω στις ΖΕPPELIN ημέρες του 1975). Κομμάτια σαν τα “Colours of the shade”, “If I were a Caprenter”, “Down to the sea” διαθέτουν αυτό το μαγικό άγγιγμα που νιώθεις όταν ακούς την μουσική του Plant.
Πολλοί και σημαντικοί οι  καλεσμένοι στον δίσκο, ανάμεσα τους ο κιθαρίστας των CUTTING CREW Kevin Scott MacMichael, o Richard Thompson, η Maire Brennan (CLANNAD) και πολλοί άλλοι διάσημοι και καταξιωμένοι μουσικοί  συμμετέχουν στον “Fate of nations”.
To “Fate of nations” είναι ένας από τους καλούς δίσκους στην προσωπική καριέρα του Robert Plant, άλλωστε μετά από αυτόν ακολούθησαν τα albums με τον Page και αργότερα ήρθαν τα εξαιρετικά δισκάκια με τους Strange Sensations.
Γιάννης Παπαευθυμίου

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here