SANHEDRIN interview

0
178

“Let the 70’s spirit revive”

Οι Αμερικανοί retro metallers SANHEDRIN κυκλοφόρησαν πριν λίγο καιρό το δεύτερο, εξαιρετικό τους δίσκο με τίτλο “The poisoner” και ο Δημήτρης Τσέλλος προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ συντάκτη και οπαδού, ανακρίνοντας και τα τρία μέλη του group. Οι Jeremy, Nate και Erica αποδεικνύονται εξαιρετικοί συνομιλητές και το τελικό αποτέλεσμα, δηλώνει πολλά για τη μπάντα.

Γεια σας παιδιά! Χαίρομαι πραγματικά που είστε εδώ, μαζί μας. Καθώς είναι η πρώτη φορά που μιλάμε και η πρώτη σας συνέντευξη για το ελληνικό ROCK HARD, θα ήθελα να ξεκινήσουμε με ένα σύντομο «ιστορικό» της μπάντας.
Jeremy: Γεια σου και σένα Δημήτρη, πολύ ευχαρίστως! O Nathan και εγώ παίζαμε σε διάφορες μπάντες και projects για κάποια χρόνια, το προσπαθούσαμε συνεχώς, θέλαμε να κάνουμε κάτι δικό μας. Σε κάποια φάση, το 2015, μου σύστησε την Erica και έτσι γίναμε μια ολοκληρωμένη μπάντα.
Nate: Η Erica και εγώ συναντηθήκαμε κυριολεκτικά πάνω στη σκηνή, καθώς ήμασταν και οι δυο μας μηχανικοί ήχου σε έναν καλλιτεχνικό οργανισμό στο Brooklyn, τον BAM. Αμέσως ταιριάξαμε και καταλάβαμε πως θα γίνουμε και καλοί φίλοι, αφού είχαμε περισσότερα κοινά μεταξύ μας απ’ ότι με τους υπόλοιπους συνάδελφούς μας.
Erica: Με τον Nate ξεκινήσαμε να παίζουμε μουσική οκτώ χρόνια μετά τη κοινή μας ενασχόληση με τα soundchecks…
Νate: Α, ναι, βέβαια… Η Erica έπαιζε ήδη σε ένα rock συγκρότημα και θυμόταν με νοσταλγία της metal μέρες της στη δυτική ακτή (σ.σ: “West Coast” είπε ο Nate), ενώ εκείνην ακριβώς τη περίοδο εγώ και ο Jeremy συνθέταμε νέο υλικό, πειραματιζόμενοι πάνω σε διάφορα μουσικά όργανα. Στην αρχή προβάραμε ως πενταμελής και εξαμελής μπάντα, αλλά στη πορεία αποφασίσαμε πως δεν υπάρχει λόγος να «κολλάμε» στο αν πρέπει να χρησιμοποιήσουμε για παράδειγμα Hammond ή όχι, έτσι συνεχίσαμε ως trio. Την Erica την είχα δει και με τις προηγούμενες μπάντες της (AMBER ASYLUM και LOST GOAT), οπότε ήξερα πως θα ταιριάζαμε απόλυτα και μουσικά, εκτός από χαρακτήρες.
E: Ο Nate έπαιζε τύμπανα και εγώ τραγουδούσα και έτσι όλον αυτό τον καιρό συμπεράναμε πως ταιριάζουμε απόλυτα μουσικά. Με πρότεινε στον Jeremy και αυτό ήταν!

SANHEDRIN λοιπόν! Το μεγάλο αρχιερατικό συμβούλιο των Εβραίων ραβίνων. Για τους αναγνώστες μας που δεν το γνωρίζουν είναι μια εβραϊκή λέξη, ενώ στα Ελληνικά η απόδοσή της είναι «Συνέδριον». Πως και διαλέξατε αυτό το όνομα;
J: Σωστά, πρόκειται για μια εβραϊκή λέξη. Σε απλή μετάφραση, σημαίνει «συμβούλιο». Η δημιουργική διαδικασία στη μπάντα είναι πάντα ομαδική και δημοκρατική, έτσι θα μπορούσε κανείς να πει πως το όνομα αυτό μας αντιπροσωπεύει ως group, όσον αφορά τις σχέσεις μας.

Ένα EP και δύο full length album σε τέσσερα μόλις χρόνια. Είστε πολύ παραγωγικοί! Πότε ξεκινήσατε να γράφετε μουσική;
J: Περισσότερο είναι ένα demo και δύο album. Επίσης να σου πω πως και τα τέσσερα κομμάτια του demo ep, το οποίο κυκλοφόρησε το 2015 επανηχογραφήθηκαν και κυκλοφόρησαν στους δύο δίσκους μας.
N: Κάποια riffs και κάποια μεμονωμένα μέρη ανάγονται πίσω στο 2010, αλλά η συντριπτική πλειοψηφία του υλικού μας έχει γραφτεί από το 2015 και μετά.


Πείτε μου ο καθένας για τις προσωπικές του «πηγές» έμπνευσης και τις προσωπικές του επιρροές. Ποιος σας κόλλησε το «μεράκι» της μουσικής;

J: Ο πατέρας μου είναι κιθαρίστας, και κάπως έτσι ξεκίνησα να ασχολούμαι και εγώ με τη μουσική.
N: Και οι δυο μου γονείς είναι καλλιτέχνες και μουσικοί. Το να μην ασχοληθώ και εγώ με τη σειρά μου με τη μουσική ήταν κάτι το αδύνατο. Αλλά ήμουν ένα ντροπαλό παιδί, και, παρόλο που ήθελα να παίξω μπάσο, τελικά κατέληξα πίσω από τα τύμπανα, για να μη φαίνομαι! (γέλια)
E: Από διάφορα shows στην Αμερικανική τηλεόραση… Θυμάμαι όταν πρωτοείδα τους THE SPECIALS (σ.σ: ska συγκρότημα των 70’s) να παίζουν το “Gangster” στο SNL τα «έκανα πάνω μου»! Η babysitter μου ήταν επίσης στο Rocky Horror Picture Show και προβάριζε στο σπίτι μας. Ήμουν «καταδικασμένη», όπως καταλαβαίνεις…

Jeremy παίζεις στους BLACK ANVIL, εσύ Erica είχες τους LOST GOAT και AMBER ASYLUM και εσύ Nathan ήσουν μέλος των VERMEFUG. Επηρέασαν αυτές οι μπάντες τον ήχο σας, ή τελικά οι SANHEDRIN είναι κάτι το καινούργιο; Ως μουσικοί, φέρατε ο καθένας σας στοιχεία από τις άλλες ή τις πρώην μπάντες σας στο τωρινό σας συγκρότημα;
J: Κάθε μπάντα έχει τη δική της μοναδική «συνταγή». Κάθε συνεργασία όμως ενός μουσικού με κάποιον άλλο, στην ουσία πληροφορεί τον ακροατή για το επόμενο βήμα του. Έτσι συνέβη και με μένα, κάθε τι που έκανα στο παρελθόν, αποτέλεσε ένα σκαλοπάτι για να φτάσω σε αυτό που κάνω τώρα.
N: Οι VERMEFUG ήταν η πρώτη μπάντα με την οποία περιόδευσα, και περιόδευσα πολύ. Όταν δίνεις πολλά , προσπαθείς συνεχώς ώστε να έχεις τη μεγαλύτερη δυνατή συνέπεια. Στους SANHEDRIN πολλή από τη προσοχή μας συγκεντρώνεται στη σύνθεση τραγουδιών που θα μπορούν να αναπαραχθούν πιστά στη σκηνή.
E: Εγώ πιστεύω πως από κάθε μπάντα της οποίας είσαι μέλος, κάτι θα αποκομίσεις. Εξάλλου δεν επηρεάζεσαι μόνο όσον αφορά τη μουσική, αλλά και εκτελεστικά.

Ας μιλήσουμε τώρα πιο συγκεκριμένα για τα δύο άλμπουμ σας, και πρώτα – πρώτα για το “A funeral for the world”, έναν δίσκο που προσωπικά θεώρησα πως ήταν ο καλύτερος της χρονιάς, όταν βγήκε, το 2017. Ποια η οπτική σας, από ποιο πρίσμα συνθέτετε; Έχετε ήδη από πριν ένα πλάνο, ή απλά τα πράγματα παίρνουν το δρόμο τους στο studio;
J: Ευχαριστούμε για τα καλά λόγια! Όσον αφορά τώρα την ερώτηση… Κάθε τραγούδι «γεννιέται» με τον δικό του τρόπο, ο οποίος μπορεί να είναι ο οποιοσδήποτε από τους δύο που ανέφερες. Δεν έχω απάντηση συγκεκριμένη λοιπόν να σου δώσω… Αναφέρομαι στις συνθέσεις βέβαια, γιατί όσον αφορά την ηχογράφηση, είχαμε από πριν ξεκάθαρο όραμα του πως θέλουμε να δουλέψουμε στο studio.
N: Κάποια κομμάτια δημιουργούνται ευκολότερα από κάποια άλλα. Αλλά δεν φοβόμαστε να ξαναδούμε τα τραγούδια και μετά, αφού τα γράψουμε. Υπάρχουν περιπτώσεις τραγουδιών που η εκδοχή τους στο δίσκο, είναι η τρίτη ή η τέταρτη!
E: Το να είσαι σε ένα συγκρότημα και να ξεκινάς να δημιουργείς μουσική, είναι σαν να φτιάχνεις μια γλώσσα. Ο καθένας βάζει τους «φθόγγους» του, τις ιδέες του δηλαδή, και όλα γίνονται σχεδόν ενστικτωδώς και αυτόματα!

Τι πιστεύετε για τη μουσική σας; Πως θα τη χαρακτηρίζατε;
J: Νομίζω πως είμαστε απλά μια heavy metal/hard rock μπάντα. Αν θες μια πιο συγκεκριμένη περιγραφή, δεν θα στη δώσω, προτιμώ να τη δώσεις εσύ ως ακροατής! Λοιπόν;

Hard ‘n’ heavy ίσως;
J: Καλό μου ακούγεται! (γέλια)

Ποιες οι αντιδράσεις που είχατε ως τώρα σχετικά με το “A funeral for the world” από τα Μέσα και τον κόσμο;
J: Η έκπληξη ήταν πολύ ευχάριστη! Εμείς απλά γράψαμε αυτόν τον δίσκο για να αποτυπώσουμε κάπου τις ιδέες μας. Από εκεί και μετά, ανέλαβε το Underground και με τη δύναμή του μας έφτασε ως εδώ.
N: Νιώσαμε και λίγη ντροπή ξέρεις… Κανείς μας δεν είχε ιδιαίτερα μεγάλες απαιτήσεις για μεγάλη επιτυχία κλπ, και το να βλέπεις να αρέσει η μουσική σου σε τόσο κόσμο, είναι κάτι το καταπληκτικό.

Κοιτάζοντας πίσω, πιστεύετε πως υπάρχουν κάποια πράγματα που χρήζουν περαιτέρω βελτίωσης, ή κάνατε το καλύτερο που μπορούσατε εκείνη τη δεδομένη στιγμή;
J: Είμαστε ευχαριστημένοι, ναι. Τώρα, αν κάτι στη πορεία δεν «δουλέψει» όπως φαντάζεσαι, το εξετάζεις και κοιτάς να μην κάνεις το ίδιο λάθος σε μελλοντική στιγμή!
E: Αυτό που είπε ο Jeremy. Πάντα θα υπάρχουν τέτοια θέματα. Τα σημειώνεις, και προχωρείς.
N: Είναι εύκολο να κάθεσαι και να βρίσκεις «κατόπιν εορτής» κάθε λεπτομέρεια που θα μπορούσε να λείπει ή να αλλάξει το αποτέλεσμα υπό διαφορετική μορφή. Δεν έχει νόημα. Ας πούμε πως προσωπικά θα ήθελα μόνο περισσότερο χρόνο στο studio, τίποτα άλλο.

Πείτε μου για το εξώφυλλο του ντεμπούτου σας. Το βρίσκω πολύ γοτθικό…
J: Το artwork είναι έργο του Jack της SeventhBell Artwork. Το concept βασίζεται σε παραστάσεις που μας έφερε η Erica κυρίως, οπότε να σου πει η ίδια τις λεπτομέρειες.
E: Πιο συγκεκριμένα, μέσα σε όλα, του δώσαμε κάποιους στίχους και μια φωτογραφία από ένα μεταλλικό δίσκο που είδα σε έναν φράχτη ενός παλαιού κοιμητηρίου, ο οποίος είχε επάνω μια κλεψύδρα με φτερά, όπως φαίνεται στο μέσον του εξωφύλλου.
N: Βασικά καταλήξαμε στο concept έπειτα από ένα συνεχές brainstorming ιδεών. Τις δώσαμε στον Jack μαζί με ένα αντίτυπο του δίσκου και από εκεί και μετά ανέλαβε αυτός τα υπόλοιπα.

Τώρα ας μιλήσουμε για το “The Poisoner”. Ήδη πιστεύω πως θα ξεπεράσει τον προκάτοχό του σε επιτυχία!
J: Αλήθεια; Ευχαριστούμε Δημήτρη!

Φυσικά! Αλλά ας τα πιάσουμε και εδώ από την αρχή, και ας μιλήσουμε για τον ήχο και τη παραγωγή του. Ακούγεστε πολύ δυναμικοί η αλήθεια είναι! Ο Colin Marston όμως είναι γνωστός για τις συνεργασίες του με μπάντες του ακραίου και του tech/progressive ήχου, μήπως έπαιξε αυτό το ρόλο του;
J: Ο Colin καταλαβαίνει απόλυτα τι ήχος πρέπει να ακουστεί από τα ηχεία όταν παίζουμε. Μπορεί να είναι γνωστός για όσα ανέφερες, αλλά στο studio του ασχολείται και με άλλα είδη μουσικής. Πλέον έχει γίνει «ένα» με τη μπάντα και βγάζει τον ήχο που θέλουμε, ακριβώς.
N: Ακριβώς επειδή είναι τόσο ταλαντούχος, μπορεί «με τη μία να πιάσει το νόημα» και να «συλλάβει» τον ήχο που θες να βγάλεις. Εκλεκτικός, πραγματικός γνώστης του αντικειμένου… Το να δουλεύεις μαζί του είναι εκτός από ευχαρίστηση και μεγάλο προνόμιο!

Αλήθεια, τι είδους εξοπλισμό χρησιμοποιείτε για να αναπαράγεται αυτό το μείγμα 70’s vintage hard rock και 80’s heavy metal ήχου;
J: Τις περισσότερες φορές, Δημήτρη, ο ήχος προέρχεται από το πώς παίζεις, όχι με τι είδους εξοπλισμό παίζεις. Τούτου λεχθέντος, γενικά χρησιμοποιούμε high-wattage λαμπάτους ενισχυτές (σ.σ: με λυχνίες υψηλών τάσεων και επιδόσεων δηλαδή), full stacks (σ.σ: πρόκειται για στοιβαγμένες κεφαλές με καμπίνες με πολλά ηχεία, τεχνικοί όροι μουσικής τεχνολογίας που μπορείτε να τους προσπεράσετε) και φυσικά τύμπανα, χωρίς triggers (σ.σ: χωρίς ψεύτικους ψηφιακούς ήχους από samples ή από synthesizers). Είναι μια δοκιμασμένη και άκρως πετυχημένη formula.
E: Εγώ χρησιμοποιώ έναν ενισχυτή Ampeg SVT που είναι τόσο γέρος όσο εγώ (γέλια) και μπάσο Fender P, μοντέλο του ’77. Είμαι 1970’s vintage τύπος, το ομολογώ.


Ποιος ευθύνεται για το εξώφυλλο τη φορά αυτή; Πάλι ο Jack από τη SeventhBell;

J: Ναι. Του δώσαμε τους στίχους, και ξεκίνησε ένα διαρκές «γράψε – σβήσε» μέχρι όλοι μας να είμαστε ικανοποιημένοι. Όπως και με τον Colin, έτσι και με τον Jack, συμβαίνει το ίδιο ακριβώς πράγμα: ενστερνίζεται πλήρως το όραμά μας και συνεργαζόμαστε υπέροχα.

Το “The Poisoner”, μουσικά, μοιάζει να πιάνει το νήμα από εκεί που το άφησε το “A funeral…”. Συμφωνείτε;
J: Πολύ σωστή η κριτική σου Δημήτρη. Δεν περιμένω πως όποιος αγάπησε το ντεμπούτο, να μη νιώσει το ίδιο και για το νέο άλμπουμ.
N: Εξάλλου είναι αποτέλεσμα των ιδίων ανθρώπων.

Και ενώ το ντεμπούτο ξεκινά με ένα γρήγορο, υμνικό κομμάτι σαν το “Riding on the dawn”, διαλέξατε τώρα να ξεκινήσετε το “The poisoner” με ένα αργό, μεγάλο σε διάρκεια, ατμοσφαιρικό κομμάτι, το “Meditation (All my Gods are gone). Γιατί λοιπόν αυτό και όχι το up tempo “Wind on the storm” που ακολουθεί για παράδειγμα;
J: Η σειρά των τραγουδιών σε ένα album είναι εξαιρετικά σημαντική. Σκεφτήκαμε λοιπόν το κάθε κομμάτι ξεχωριστά, τα χαρακτηριστικά του και το ύφος του, και αποφασίσαμε πως το “Meditation…” είναι ιδανικό για πρώτο.
N: Θέλαμε να ξεκινήσουμε με έναν πραγματικό δυναμίτη. Το “Meditation…” καλύπτει μεγάλη ποικιλία ακουσμάτων και είναι χαρακτηριστικό της μπάντας, ως σύνθεση. Θεωρώ πως σε διαλύει με το πρώτο άκουσμα.

Το “Saints and Sinners” ήταν το μοναδικό τραγούδι του EP το οποίο δεν μπήκε στο “A funeral for the world”. Το αφήσατε έξω με τη προοπτική να μπει στο επόμενό σας λόγω ύφους, ή απλά δεν χώρεσε;
J: Πολύ σωστά! Δεν ταίριαζε με το όλο ύφος του ντεμπούτου. Έτσι, όταν είχαμε συνθέσει το “The poisoner”, θεωρήσαμε πως ναι, θα μπορούσε να πάρει τη θέση του σε αυτό, και μάλιστα, για να σε προλάβω, στη θέση που το βλέπεις στο track list (σ.σ: γέλια).

Erica, εσύ είσαι υπεύθυνη για τους στίχους, σωστά;
Ε: Σωστά!

Πες μας λοιπόν τι σε εμπνέει για να γράφεις; Υπάρχουν άραγε διαφορές στο στυλ γραφής ανάμεσα στα δύο άλμπουμ; Υπάρχει κάποιο concept ή κάθε τραγούδι έχει το δικό το θέμα;
E: Οι στίχοι είναι πότε αυτοβιογραφικοί, πότε απλά γύρω από το rock and roll, πότε παρατηρήσεις σχετικά με την ανθρώπινη φύση, πότε απλά ένα storytelling. Το βλέπεις αυτό καθαρά στον νέο δίσκο, κάθε κομμάτι έχει τη δική του ιστορία να διηγηθεί.

“Sometimes you are the hunter, sometimes you are the prey…”. Πολύ «δυνατός» στίχος αυτός από το “Meditation…”. Η ανθρώπινη φύση που είπες μόλις;
E: Ευχαριστώ… Ναι, πιστεύω πως είναι κάτι που όλοι πρέπει να θεωρούμε ως δεδομένο και να μας καθοδηγεί.

Στο ομώνυμο τραγούδι, η Kris Force παίζει βιολί και ακούμε από πίσω για πρώτη φορά χορωδίες. Πως και αυτή η στροφή στον ήχο; Σαν συνδυασμός είναι φοβερός, αλλά πως θα αποδοθεί στη σκηνή;
J: Θεωρούμε ότι είμαστε έτοιμοι και ικανοί να αποδώσουμε αυτό το τραγούδι ζωντανά με τον ίδιο αντίκτυπο που έχει στην ηχογράφηση, ακόμα κι αν δεν έχουμε κάποιον βιολονίστα μαζί μας. Συγκροτήματα όπως οι QUEEN ηχογράφησαν ολόκληρους δίσκους με τεράστιες, πλουσιότατες ενορχηστρώσεις και απλά προσάρμοσαν τις συνθέσεις ώστε αυτές να «λειτουργήσουν» σε live συνθήκες. Σχεδιάζουμε να ακολουθήσουμε την ίδια προσέγγιση.
E: Όταν προβάραμε το “The Poisoner” οι τρεις μας στο studio, ανατρίχιαζα κάθε μα κάθε φορά. Σίγουρα θα νιώσετε και εσείς το ίδιο συναίσθημα.
N: Ποιος ξέρει, αν πουλήσουμε ένα εκατομμύριο δίσκους ίσως μπορούμε κάποια μέρα να κάνουμε περιοδεία με την Kris και μία χορωδία (σ.σ: γέλια).

Cruz del Sur. Πολύ γνωστή εταιρεία στις τάξεις των παραδοσιακών metallers. Οι πρώτες σας εντυπώσεις;
J: Πολύ καλές! Είμαστε χαρούμενοι που ανήκουμε σε μια εταιρεία που μοιράζεται το ίδιο πάθος με μας τους ίδιους!
N: Στην Cruz όλοι ως τώρα μας έχουν υποστηρίξει πολύ, και αυτό πιστεύω πως συμβαίνει επειδή είναι και οι ίδιοι metalheads, πρωτίστως.


Πάμε και στα δικά μας. Τον Μάρτιο θα μας έρθετε στην Αθήνα, στο Up The Hammers festival. Τι να περιμένουμε από τη παρθενική εμφάνιση των SANHEDRIN στη χώρα μας;

J: Να περιμένετε να δείτε μια μπάντα γεμάτη αυτοπεποίθηση, να ξερνάει φωτιά!
N: Θα σας λιώσουμε τη μούρη! (σ.σ: γέλια)
E: Ιδρώτα. Πολύ ιδρώτα. Θα το διασκεδάσουμε πολύ, σίγουρα.

Αν μπορούσατε να παρακολουθήσετε το UTH σαν οπαδοί, ποια μπάντα από το billing θα θέλατε να δείτε περισσότερο;
J: Τους HITTMAN, παίζουμε την ίδια μέρα άλλωστε!
N: Η πρώτη μέρα έχει τρομερά ονόματα, μακάρι να ήμασταν από πριν στην Αθήνα για να τη παρακολουθήσουμε! Προσωπικά ανυπομονώ για τους LIEGE LORD, αυτό το “Master Control” το είχα λιώσει όταν ήμουν παιδί! Ακόμη έχω τη κασσέτα!
E: Τους BROCAS HELM, θα τους δω ξανά μετά από καιρό. Είχα παίξει μαζί τους πριν 20 χρόνια ξέρεις.

Τώρα θα ήθελα να μου πείτε τα πέντε κορυφαία για σας άλμπουμ, αυτά που ποτέ δεν θα σταματήσετε να ακούτε…
J: “Master of puppets”, “Alive!” (σ.σ: ακούς Σάκη;) , “Van Halen II”, “Blizzard of Ozz”, “Rising”. Υπάρχουν πολλά περισσότερα, αλλά για τώρα, θα διαλέξω αυτά.
N: “Rising,” “Standing on the verge of getting it on” (σ.σ: των FUNKADELIC, αμερικανικής μπάντας των 70’s που έπαιζε funky rock), “Sabbath bloody Sabbath”, “Live and dangerous”, “Abbey road”.
E: “You better run” από Junior Kimbrough, από τους MC5 το “Back in the USA”, “Mob rules”, Ride the lightning”, “Killers”.

…και τα τρία αγαπημένα σας SANHEDRIN τραγούδια.
J: Τώρα είναι σαν να ζητάς από έναν γονιό να διαλέξει ποιο είναι το αγαπημένο του παιδί. Δεν γίνεται, τα αγαπώ όλα το ίδιο!
N: “Meditation,” “A Funeral for the world,” “No religion”.
E: “No religion”, “Riding on the dawn”, “In from the outside”…
J: Τα δικά σου να μας πεις! (σ.σ: γέλια)

Δύσκολο, αλλά θα διαλέξω τα “Riding on the dawn”, “Blood from the stone”, “The Poisoner”, τουλάχιστον για τώρα που μιλάμε!
J: Ωραία, ωραία!

Φτάσαμε στο τέλος. Δικά σας τα τελευταία λόγια…
J: Ανυπομονούμε να έρθουμε στην Αθήνα και στο Up The Hammers, να σας δούμε από κοντά!
E: Τη λατρεύω την Αθήνα. Δεν φαντάζεσαι πόσο περιμένω να έρθω ξανά στα μέρη σου! Ετοιμαστείτε, θα ροκάρουμε άσχημα!
N: Δημήτρη ευχαριστούμε τόσο εσένα όσο και όλους τους φίλους μας στην Ελλάδα για τη συνεχή υποστήριξη! Θα τα πούμε από κοντά!

Δημήτρης Τσέλλος
(φωτογραφίες: Suzanne Abramson)

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here