“Your truth will buy you only the lonely walk to our hungry gallows…”
Λαλίστατος ο Richard M. Walker, κιθαρίστας και ηγέτης των Βρετανών epic doomsters SOLSTICE. Και όχι μόνο λαλίστατος, αλλά και άκρως ενδιαφέροντα όσα είπε στο ROCK HARD και στον Δημήτρη Τσέλλο. Για το παρελθόν, το παρόν, το μέλλον, τη κατάσταση στη μουσική βιομηχανία, τη χώρα του, φυσικά για τον τελευταίο εξαιρετικό τους δίσκο με τίτλο “White Horse Hill” αλλά και την επερχόμενη εμφάνισή τους στη χώρα μας, στα πλαίσια του UP THE HAMMERS Festival. Enjoy!
Γεια σου Richard, χαίρομαι που σε έχουμε κοντά μας! Υπάρχουν πολλά που θέλω να σε ρωτήσω…αλλά πριν από αυτά, θα ήθελες να συστήσεις τη μπάντα σου σε όσους δεν γνωρίζουν τι είναι οι SOLSTICE?
Βεβαίως! Γεια σε όλους τους αναγνώστες του ελληνικού Rock Hard, είμαστε οι SOLSTICE και είμαστε μια heavy metal μπάντα από τη Βόρειο Αγγλία, η οποία σχηματίστηκε σχεδόν τριάντα χρόνια πριν!
Συγχαρητήρια για το νέο σας album, το “White Horse Hill”. Ο διάδοχος του “New Dark Age” είναι εδώ, επιτέλους! Splits, συλλογές, EPs… έχουν περάσει σχεδόν είκοσι (!) χρόνια από το τελευταίο πλήρες album σας! Τι συνέβη αλήθεια και φτάσαμε ως εδώ;
Πολλοί οι παράγοντες που ευθύνονται… τόσο ο Rick (σ.σ: Budby, drums) όσο και εγώ αποχωρήσαμε από τη μπάντα στα τέλη του 2002 λόγω του μπασίστα μας, ο οποίος είχε σοβαρά προβλήματα με το αλκοόλ και παρέσερνε και τη μπάντα στο βούρκο. Η φάση να φανταστείς ήταν πως είχαμε μόνο δύο επιλογές: ή να μείνουμε και να μας καταπιεί και μας, ή να αποχωρήσουμε. Έτσι αποχωρήσαμε μετά από μια περίοδο δύο ετών, κατά την οποία δεν κάναμε τίποτα. Βασικά, αυτός ήταν ο μόνος τρόπος να ξεφορτωθούμε όλο αυτό το φορτίο, όσο περίεργο και αν σου φαίνεται. Μου πήρε λίγο χρόνο για να επανέλθω και να σκεφτώ πως θέλω τους SOLSTICE πάλι ενεργούς, και αυτό έγινε ειδικά όταν συνειδητοποίησα πόσο μου έλειπε να παίζω. Έτσι, το 2007, άρχισα σιγά-σιγά να βάζω τα πράγματα ξανά σε μια σειρά. Συνεργάστηκα και με τους PAGAN ALTAR στο διάστημα αυτό, αλλά η αποχώρησή μου είχε σαν αποτέλεσμα να εξοργιστεί ο Terry Jones και η φιλάργυρη σύζυγός του…
Εν τω μεταξύ, έκανα και ένα σωρό άλλα πράγματα… Ξεκίνησα την Miskatonic Foundation, η οποία έφτασε τις 35 κυκλοφορίες, αναδεικνύοντας πολλά συγκροτήματα που θεωρούνται πλέον από τα καλύτερα της δεκαετίας του ’90 και των αρχών της δεκαετίας του 2000 και πρόδρομοι πολλών που σήμερα είναι σημαντικά (σ.σ: αναφέρω τους IRONSWORD, RITUAL STEEL, THE RIVER, TWISTED TOWER DIRE, SLOUGH FEG, για να πάρετε μια ιδέα). Έκλεισα συναυλίες και περιοδείες για πολλές μπάντες και κυκλοφόρησα μαζί με τον Tony Taylor (R.I.P) των TWISTED TOWER DIRE και τον Perry Grayson των DESTINY’S END το EP των ISEN TORR (σ.σ: “Mighty and Superior”, ένα από τα καλύτερα eps όλων των εποχών, ειδικά στο χώρο του κλασσικού επικού μετάλλου). Έγινα πατέρας, έχω πλέον τρία παιδιά και τα μεγαλώνω, και φρόντιζα τον πατέρα μου που για 18 μήνες πάλευε με τον καρκίνο. Ξεκίνησα και άλλη μια εταιρεία η οποία έχει ως τώρα επτά κυκλοφορίες και έγραψα και δύο βιβλία που δεν έχουν ακόμη δημοσιευθεί. Δεν έχω κάτσει σε ησυχία! Ξέρεις, δεν θέλω να ζω εις βάρος της γυναίκας μου που είναι καθηγήτρια πανεπιστημίου, και προσπαθώντας να μετατρέψω ένα βρωμερό, σιχαμερό κοτέτσι σε στούντιο ηχογραφήσεων!
Και πολύ καλά κάνεις! Πάμε τώρα στο νέο μέλος της μπάντας. Ο Simon Matravers και ο Morris Ingram είχαν αμφότεροι πολύ χαρακτηριστικές φωνές, γνωστό αυτό, αλλά ο Paul Kearns ήδη απεδείχθη μια ιδανική επιλογή για να τραγουδά το “ηρωικό” metal σας. Η φωνή του ταιριάζει τέλεια με τη μουσική σας! Πως τον πλησιάσατε;
Από πίσω, κρατώντας ένα μεγάλο ρόπαλο και χτυπώντας τον αλύπητα μέχρι να πει το «ναι»! (τρελό γέλιο και όπως καταλαβαίνετε δεν ρώτησα ξανά για να λάβω σοβαρή απάντηση – ή μήπως αυτή ήταν όντως μια σοβαρή απάντηση;)
Έχοντας διανύσει τους πρώτους μήνες από τη κυκλοφορία του, τι αντιδράσεις λαμβάνετε από οπαδούς αλλά και τον Τύπο σχετικά με το “White Horse Hill”; Ήδη το θεωρώ ως μια από τις καλύτερες κυκλοφορίες του 2018 και στο ελληνικό Rock Hard πήρε ένα ωραιότατο 9άρι!
Αν σου πω απλά «πολύ θετικές», θα τις υποτιμώ! Γίναμε το πρώτο θέμα στο μεγάλο γερμανικό περιοδικό DEAF FOREVER και ο δίσκος έλαβε τον τίτλο του προτεινόμενου άλμπουμ για τον μήνα κυκλοφορίας του, με ένα «πεντασέλιδο» αφιέρωμα. Μεγάλο πράγμα Δημήτρη για μια μπάντα από τη Βόρειο Αγγλία, χωρίς μεγάλη εταιρεία πίσω της και χωρίς οικονομική βοήθεια… Βασικά, αυτό είναι μια γερή μπουνιά στη μούρη των μεγάλων εταιρειών, των οποίων τα «μεγάλα ονόματα» την ίδια στιγμή βγάζουν συνεχώς τα ίδια και τα ίδια βαρετά και “safe” power metal albums ή όπως στο διάολο λέγεται αυτό (σ.σ: για ποιους χτυπά η καμπάνα;), και αδυνατούν να τα βάλουν με μια χούφτα «αλητών» που προέρχονται από την εργατική τάξη και δεν «μασάνε» από καμία εξουσία! Αυτό κατ’ εμέ είναι το πραγματικό πνεύμα του heavy metal! Αξίζει δε να σημειωθεί, ότι οι ψηφιακές πωλήσεις της τελευταίας μας κυκλοφορίας ξεπέρασαν σε 4 μόλις εβδομάδες τις φυσικές πωλήσεις μιας 4ετιας.
Άρα, όλα πήγαν και πάνε εξαιρετικά!
Ειλικρινά, η ανταπόκριση, από παντού, δεν ήταν τίποτα λιγότερο από απίστευτη. Εντάξει, ο Μουσικός Τύπος της Αγγλίας μας αγνόησε, αναμενόμενο ήταν αυτό. Άλλη μια απόδειξη αυτού που λέω πάντα, πως αν δεν πληρώσεις για διαφήμιση δεν μπαίνεις στα περιοδικά και στα sites. Έτσι είναι πιθανό να μη σε καλέσουν να παίξεις στα festivals, εκτός και αν «αγοράσεις» τη συμμετοχή σου ή έχεις ήδη «αγοράσει» μια θέση στα προαναφερθέντα ΜΜΕ. Για αυτή τους τη στάση και μόνο, γενικά με αυτούς τους ανθρώπους έχω «κόψει» κάθε επαφή.
Πως όμως αντιμετωπίζεις αυτή τους τη στάση ως αρχηγός μιας μπάντας;
Ακόμη δεν έχουμε μια κανονική «εταιρεία» πίσω μας, αλλά αυτό ποσώς με ενδιαφέρει. Δεν είμαστε καριερίστες ρε φίλε. Ίσως την επόμενη φορά, για τον επόμενο δίσκο, να υπογράψουμε ένα συμβόλαιο με μια εταιρεία, αλλά όλα θα εξαρτηθούν από το τι είναι διατεθειμένοι να κάνουν για τη μπάντα μου. Να σου πω την αλήθεια, οι μικρές ανεξάρτητες εταιρείες προσέχουν πολύ περισσότερο τα συγκροτήματά τους και θα ήθελα να συνεργάζομαι με μια τέτοια. Πάνω απ’ όλα βέβαια παίζει ρόλο η πίστη σε αυτό που κάνω. Το να συνεργάζομαι για παράδειγμα με τη Dark Descent ήταν κάτι το φανταστικό. Το ίδιο μπορώ να πω και για την Invictus, τη Floga, την Iron Bonehead, τη No Remorse, ή τη Metal Supremacy. Θέλουμε να αναπτύσσονται δυνατοί δεσμοί με τις εταιρείες οι οποίες προωθούν τα υλικό μας και να μας συμπεριφέρονται ανθρώπινα. Όχι σαν αγελάδες που τις αρμέγουν για να βγάλουν λεφτά!
Δεν θα θέλατε όμως να συνεργαστείτε κάποια στιγμή και με μια μεγάλη εταιρεία; Δεν μπορεί!
Θα ήταν πολύ εύκολο να υπογράψουμε το συμβόλαιο που μας πρότεινε η Metal Blade, αλλά στο λέω αλήθεια, δεν με ενδιέφερε καν να μπω στη διαδικασία να μιλήσω μαζί τους. Μία που είδα τη προσφορά, και μία που είπα όχι στον αντιπρόσωπό τους. Δεν θέλω αυτό που μου έδιναν για τη μπάντα μου. Ευχαρίστως ναι, αλλά όχι (σ.σ: Κωνσταντάρας). Δεν μας ικανοποίησαν οι όροι. Από την άλλη, αν πίσω από τέτοιες συμφωνίες ήταν για παράδειγμα οι SLOUGH FEG και άλλοι, γιατί τελικά έφυγαν; Να στο πω απλά, να θέσω υπό αμφισβήτηση τη δική μου ακεραιότητα ή αυτή της μπάντας μου για 5 λεπτά δόξας, δεν το σκέφτομαι καν. Τα πράγματα μοιάζουν με έναν αγώνα δρόμου, μεγάλων αποστάσεων. Σε αυτή τη μακρά κούρσα λοιπόν, προτιμούμε να πληρώνουμε για τις ηχογραφήσεις μας και να κρατάμε όλα τα οφέλη εμείς. Σίγουρα μας καθυστερεί, αλλά ξαλαφρώνει τις μικρές εταιρείες και όλοι επωφελούμαστε στο τέλος, γιατί οι δίσκοι που προκύπτουν είναι μεγάλης καλλιτεχνικής αξίας. Να στο πω και πιο «ωμά»: παίρνουμε το δικό μας ρίσκο υπεύθυνα, είναι καλύτερα από τα τρώμε σαν τα σκυλιά τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι των «μεγάλων»…
Αλλαγή θέματος, πάμε πάλι πίσω στα της μουσικής. Πες μου τις βασικές σου επιρροές ως μουσικός, αλλά και αυτές τις μπάντας. Ακούτε μουσική καθώς ηχογραφείτε, ή “απομονώνεστε”;
Δεν μπορώ να σου δώσω απάντηση ως προς τη «μπάντα», αφού εγώ γράφω τη μουσική αποκλειστικά, αλλά κάθε μέλος των SOLSTICE φέρνει τις προσωπικές του επιρροές όσον αφορά το παίξιμό του. Ο drummer μας ο Rick θα έλεγε τους Dave Lombardo, Topper Headon ή τον Cozy Powell. Εγώ, θα σου απαντούσα William Tsamis, Quorthon, Bones, Marco Pirroni etc. Απαντώντας στο δεύτερο σκέλος της ερώτησή σου, δεν ακούω μουσική εκτός από μερικές φορές την εβδομάδα όταν έχω κάποιο ελεύθερο χρόνο. Δεν μπαίνω στην απομόνωση, όπως λες, απλά δεν με ενδιαφέρει τι ακούν οι γύρω μου ή τι συμβαίνει εκείνη τη περίοδο, Όταν προσπαθείς να συνθέσεις τη δική σου μουσική, ακόμη και αυτές οι ώρες σου αποσπούν τη προσοχή. Αυτό είμαι σίγουρος πως έχει σαν αποτέλεσμα να υπάρχουν εκεί έξω εκατοντάδες μπάντες με δύο – τρεις δίσκους ήδη, κι εγώ να μην έχω πάρει είδηση! Γενικά πάντως, ΠΑΝΤΑ τσεκάρω μπάντες σαν τους WRATHBLADE, ATLANTEAN KODEX, TERMINUS, ή τους RAVENSIRE (σ.σ: 4/4, εξαιρετικό σκορ από τον Rich) όταν είναι να κυκλοφορήσουν κάτι καινούργιο, γιατί εκτός από τον ήχο τους, μου αρέσουν και ως άνθρωποι.
Ας δούμε λίγο τον νέο δίσκο καλύτερα. Το “To Sol A Thane” είναι από τα υποψήφια εκείνα τραγούδια για τον τίτλο του “best metal riff” όσον αφορά το 2018 (σ.σ: όποιος το αγνοεί, έχει χάσει ένα συγκλονιστικό έπος). Για μένα είναι και η καλύτερη στιγμή του δίσκου. Μετά, υπάρχουν μεγάλα, επικότατα κομμάτια σαν το ομότιτλο ή το “Under Waves Lie Our Dead”. Ποια είναι λοιπόν η δική σου επιλογή?
Θα είμαι ειλικρινής: μου αρέσουν εξίσου όλα! Θα πρέπει να με πιέσεις πολύ για να διαλέξω ένα! Αλλά ειδικότερα το ομώνυμο κομμάτι, μου αρέσει πολύ όταν το αποδίδουμε ζωντανά, στη σκηνή. Κάθε ένα από αυτά έχει να διηγηθεί τη δική του ιστορία που είναι μέρος του γενικότερου “White Horse Hill” concept, έτσι είναι όλα ισάξια. Νομίζω πως το “Under Waves Lie Our Dead” είναι το αγαπημένο του Paul, ενώ ο Andy και ο Rick μάλλον θα σου έλεγαν όντως το “To Sol a Thane”. Όταν ολοκληρώσαμε τη σύνθεση των κομματιών, ξέραμε πως όλα πήγαν σωστά, όπως θα έπρεπε, αν θες. Αυτό είναι ένα σπάνιο και μοναδικό πράγμα που πάντα θέλουμε να επιτυγχάνουμε, το άλμπουμ για μας δεν είναι απλώς μια ακολουθία τραγουδιών, αλλά μια ολοκληρωμένη οντότητα με τη δική της υπόσταση!
Ποιο είχατε έτοιμο πρώτο;
Το “Under Waves…” ήταν το πρώτο που ολοκληρώσαμε μουσικά αλλά μας πήρε τον περισσότερο χρόνο να γράψουμε τους στίχους του. Στην αρχή ονομαζόταν “Beheld, a Man of Straw” αλλά κάπου στη πορεία άρχισαν να μου έρχονται συνεχώς νέες ιδέες και έτσι η μουσική διαμορφώθηκε περαιτέρω. Η παλιά εικόνα του δεν μου φαινόταν σωστή πια, έτσι γεννήθηκε μια νέα που την «έδεσα» με το “For all days”. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν ένα τεράστιο, επικό, 14λεπτο κομμάτι, που πλέον φαινόταν να έχει πάρει το σωστό δρόμο μουσικά. Και όταν το παίξαμε στη τελική του μορφή, ήξερα ότι είχαμε πάρει τη σωστή απόφαση σχετικά με το πώς θα πρέπει να είναι. Θεωρώ πως είναι ένα πραγματικό έπος που συνθλίβει τα πάντα στο άκουσμά του!
Δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω με το τελευταίο που είπες Rich! Ξέρεις όμως τι παρατήρησα; Δεν ξέρω, μπορεί να είναι η δική μου αίσθηση, αλλά μήπως τα doom στοιχεία σιγά σιγά στη μουσική σας μειώνονται; Από το “Lamentations” ως και το “White Horse Hill”;
Όχι, απλώς αξιοποιούνται καλύτερα! Σταματήσαμε να κατηγοριοποιούμε τον εαυτό μας ως “doom metal μπάντα” στα μέσα της δεκαετίας του ’90. Ακούσαμε λοιπόν ξανά συγκροτήματα όπως οι MANILLA ROAD, MANOWAR, CIRITH UNGOL, DEEP SWITCH (σ.σ: μπάντα τους δεύτερου «κύματος» του NWOBHM) κ.α. μαζί με BLACK SABBATH και CANDLEMASS και έτσι, τελικά, βρήκαμε τον δικό μας ήχο, τον οποίο συνεχίζουμε να βελτιώνουμε. Το να παίζεις τα ίδια και τα ίδια ταιριάζει σε disco καλλιτέχνες, όχι σε εμάς. Θα προτιμούσα να κυκλοφορώ κάποια εξαιρετικά υψηλής ποιότητας τραγούδια από το να επαναλαμβάνω ένα άλμπουμ ad nauseum (σ.σ: λατινική έκφραση που δηλώνει την αέναη επανάληψη). Το “Lamentations” ήταν μια συλλογή από πρώιμα τραγούδια σε demo μορφή. Ναι, εντάξει, ξέρω πως μερικοί άνθρωποι το προτιμούν και το θεωρούν το καλύτερό μας, ωραίο είναι αυτό, αλλά νομίζω ότι ως άλμπουμ είναι καλό για αυτό που είναι και μόνο. Μόλις ο «ουρανίσκος» μας γεύτηκε νέες «γεύσεις», η μουσική μας πέρασε σε νέο επίπεδο, καλύτερο, αλλά και με περισσότερες και μεγαλύτερες «προκλήσεις».
Οι στίχοι είναι ακόμη δική σου υπόθεση;
Όχι πια… Οι στίχοι ανήκουν στον Paul, εγώ γράφω τη μουσική και ασχολούμαι με τα artwork concepts.
Πού βρίσκεται αλήθεια ο White Horse Hill; Είναι πραγματική τοποθεσία;
Υπάρχουν πολλές αρχαίες παραστάσεις αλόγων στην Αγγλία, ζωγραφισμένες σε βράχους με κιμωλία, αλλά εμείς εστιάσαμε σε αυτές του Uffington. Κάποιες από αυτές βρίσκονται και κοντά σε μας, στο Βορρά, αλλά αισθητικά αυτές του Uffington είναι οι πιο όμορφες για να τις παρουσιάσεις. Χρησιμοποιήσαμε λοιπόν το “White Horse Hill” ως σημείο αναφοράς για όλα όσα χάθηκαν εδώ και χιλιάδες χρόνια από τους λαούς αυτού του νησιού (σ.σ: αναφέρεται στην αρχαία παράδοση της Γηραιάς Αλβιώνας). Οι στίχοι είναι αυτοπεριγραφικοί, και γραμμένοι στο στυλ του Paul, το οποίο είναι απλό και ακολουθεί τη λαϊκή προφορική παράδοση σε αντίθεση με το δικό μου που είναι πιο «σκοτεινό» και «δύσκολο». Νομίζω ότι ήταν μια κρίσιμη αλλαγή που έπρεπε να συμβεί, για να φέρει την μπάντα ένα βήμα εμπρός, στον 21ο αιώνα. Δεν θέλαμε άλλη μια κακοσχεδιασμένη επιστροφή, όπως έχουν κάνει πολλές μπάντες που προέρχονται από τα 80’s, έτσι προσέξαμε και τη παραμικρή λεπτομέρεια. Ωστόσο, για να σε πάω πάλι πίσω στο αρχικό ερώτημα, χρησιμοποιούμε τις εικόνες και τις έννοιες όχι μόνο ως φόρο τιμής σε όσους έχουν «φύγει» και για να τιμήσουμε τη παράδοση της χώρας μας, αλλά και για να κάνουμε μια σύγκριση μεταξύ του «τότε» και του «τώρα».
Και που καταλήγει αυτή η σύγκριση Rich;
Το νησί μας έχει χάσει το δρόμο του, και κινδυνεύει να χάσει την ταυτότητά του. Μπορεί κάποιοι να με πουν τρελό, αλλά βρίσκω απαράδεκτο να χάνονται στοιχεία όπως τοπικοί διάλεκτοι και παραδόσεις, στο βωμό της «προόδου» (σ.σ: τρελό δεν ξέρω αν θα σε πουν Rich, αλλά αν ήσουν εδώ και τα έλεγες αυτά, θα σε έλεγαν «φασίστα»). Θεωρώ ντροπιαστικό η μοναδική έγνοια των νέων μας να είναι πως θα πάνε στα Starbucks για να πιούν καφέ (σ.σ: πες τα άνθρωπέ μου!). Δεν έχεις παρά να κοιτάξεις το θαυμαστό μνημείο του Stonehenge, για να καταλάβεις πως πριν 3.000 χρόνια υπήρχε περισσότερη ζωή και πραγματικό «όραμα», από ότι σήμερα…
Μιας και μιλήσαμε για ζωγραφικές παραστάσεις, να πούμε πως ο Chris Smith έκανε σπουδαία δουλειά, τόσο σχεδιάζοντας το “Death’s Crown is Victory” όσο και στο “White Horse Hill”. Ποια η ιστορία πίσω από αυτά τα έργα; Δείχνουν πως πραγματεύονται την ίδια κοινή ιδέα, μήπως εσύ Rich έδωσες τις κατευθυντήριες γραμμές;
Ναι, έδωσα στον Chris στο «περίπου» να καταλάβει τι ζητάω, ειδικά όσον αφορά τα χρώματα. Όταν είδα το τελικό αποτέλεσμα, έπαθα πλάκα! Είναι σχεδόν τέλειο! Μου θυμίζει ιδιαίτερα εκείνα τα αριστουργηματικά, πολυδιάστατα εξώφυλλα των βρετανικών σχημάτων στα 70’s, περισσότερο από τα αντίστοιχα αμερικανικά.
Ποιο κομμάτι συνοψίζει την όλη SOLSTICE φιλοσοφία; Αν μπορούσες να διαλέξεις ένα για να περιγράψεις με αυτό τη μπάντα σου, ποιο θα ήταν;
Ωχ… εντάξει, αυτό θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο! Κάθε τραγούδι διανύει τον δικό του δρόμο, το ίδιο ισχύει και για τους στίχους. Αποχωρήσαμε από τον χώρο του «φανταστικού» 20 χρόνια πριν, και μάλλον καλά κάναμε. Ναι, ακουγόμαστε «Άγγλοι», λόγω και των folk στοιχείων της μουσικής αλλά και των στίχων μας, αλλά δεν νομίζω να περίμενε κανείς κάτι άλλο από μας, έτσι δεν είναι; Κάναμε μια συνειδητή προσπάθεια να ενσωματώσουμε στον ήχο μας λιγότερα folk στοιχεία τη φορά αυτή, βέβαια είναι ακόμα εκεί, τα ακούς, αλλά με πιο «λεπτό» και «διακριτικό» τρόπο. Η μόνη φιλοσοφία που έχουμε, είναι αυτή του να μη παραδίνεσαι ποτέ, η οποία σχεδόν αποτελεί τον πυρήνα της προσωπικότητας κάθε μέλους του συγκροτήματος. “NEVER SURRENDER”. Αν δεν την είχαμε, θα είχαμε διαλυθεί με τόσους ηλίθιους που έχουμε συναντήσει ως τώρα!
ISEN TORR. Τους ανέφερες και στην αρχή. Πες μας για εκείνες τις μέρες…
Οι ISEN TORR ήταν μια project band, είχα γράψει κάποια τραγούδια για τους SOLSTICE τα οποία δεν χώρεσαν τότε σε κάποια κυκλοφορία μας. Έτσι τα ηχογράφησα κάτω από διαφορετικό όνομα και με άλλους μουσικούς. Κάποια πρώην μέλη των SOLSTICE τότε ισχυρίζονταν πως επρόκειτο για μπούρδες, οπότε ήμουν σίγουρος πως θα ήταν τρομερά και έπρεπε να τα κυκλοφορήσω (σ.σ: θεός) !! Όπως καταλαβαίνεις, γελά καλύτερος όποιος γελά τελευταίος. Έχω κάποια στο συρτάρι ακόμη, ίσως επανέλθω με το project αυτό (σ.σ: μακάρι!), αλλά να σου πω την αλήθεια δεν «ψήνομαι» ιδιαίτερα τώρα, έχω το νου μου στους SOLSTICE τη περίοδο αυτή.
… και για τη metal σκηνή του ΗΒ σήμερα. Ποιες μπάντες ξεχωρίζεις;
Στη παρούσα φάση, για κλασσικό doom metal προτείνω MONOLITH CULT (σ.σ: ο τραγουδιστής τους Bryan Outlaw είχε βοηθήσει τους SOLSTICE στα φωνητικά σε κάποια live shows) και THE RIVER. Μοναδικοί και οι δύο, προσπαθούν να διακριθούν χωρίς να ακολουθούν μόδες και απαρτίζονται από καλούς μουσικούς, με όραμα. Κάτι το οποίο δεν μπορώ να πω για τις υπόλοιπες doom μπάντες του ΗΒ… Επίσης με ενθουσιάζει η μουσική των A FOREST OF STARS! Υπάρχει πληθώρα νέων συγκροτημάτων που δεν έχω ακόμη τσεκάρει, υπάρχει πάντα το πρόβλημα του χρόνου όπως σου είπα αν και έχω την τάση να πιστεύω πραγματικά οποιαδήποτε μπάντα έχει ποιοτικό ήχο, ανάλογους στίχους και σωστή εικόνα. Βλέπω νεαρούς με spandex, τζιν γεμάτα ραφτά, κονκάρδες κλπ και νομίζω πως αυτός δεν είναι ο σωστός τρόπος να δηλώσεις πως είσαι ένας αληθινός μεταλλάς. Κάπου το χάνουν το νόημα. Πριν 20 χρόνια συνάντησα ένα παιδί που αυτοαποκαλείτο “Steel Commander”. Ήταν από Γερμανία και τραγουδούσε για μια obscure true metal μπάντα. Δύο χρόνια μετά, άκουγε rave.
Μη νομίζεις πως και εδώ δεν ισχύει αυτό…
Μα είναι παντού το ίδιο ρε συ! Το 99% των ανθρώπων που «σκούζουν» για το τι είναι, συνήθως απλά καταλήγουν να κρύβονται στη κωλότρυπά τους! (σ.σ: επικό γέλιο)
Τον ερχόμενο Μάρτιο έχει UP THE HAMMERS Festival. Δεν χρειάζεται να πούμε πολλά, μας ξέρετε και σας ξέρουμε. Αυτοί όμως που θα σας δουν για πρώτη φορά, τι να περιμένουν;
Δυνατό heavy metal εντός, πολλή μπύρα εκτός, στους δρόμους! Τα συνηθισμένα μωρέ, χαχα! Εμείς φίλε μου είμαστε παραδοσιακοί τύποι, το οποίο σημαίνει πιώμα μέχρι τις 07:00 το πρωί!
Και αν ήταν να δεις το UTH μαζί με τους οπαδούς, ποια μπάντα από το billing θα απολάμβανες περισσότερο;
Εννοείται BROCAS HELM! Από τις αγαπημένες μου! Στεναχωριέμαι λίγο βέβαια που δεν θα προλάβω τους DARK QUARTERER στο warm up show, αλλά τους έχω δει στο παρελθόν αρκετές φορές, οπότε ok… Είναι πάντως εξαιρετικοί live!
Κάπως έτσι, Richard, φτάσαμε στο τέλος. Τιμή μου που μιλήσαμε. Το φινάλε δικό σου…
Μα, τι άλλο; Ευχαριστώ πολύ για αυτή τη συνέντευξη Δημήτρη! Θα τα πούμε τον Μάρτιο!
Δημήτρης Τσέλλος