Underground Halls Vol. 112 – High Roller Special Edition (IRONFLAME, LORD VIGO)

0
258

«Πόσα αντίτυπα έχει πουλήσει το συγκρότημα; Από ποια εταιρεία κυκλοφορεί το album; Παίζει μέσα κανένας γνωστός;». Ερωτήματα που τουλάχιστον εδώ, δεν υφίστανται. Και δεν υφίστανται, διότι πολύ απλά, δε μας ενδιαφέρουν οι απαντήσεις τους. Η ποιότητα στη μουσική είναι αυτό που μας ενδιαφέρει. Το να ανακαλύπτει κανείς νέες αγαπημένες μπάντες εκεί που δεν το περιμένει, θα αποτελεί πάντα, εκτός από μεγάλη ικανοποίηση, την πλέον ευχάριστη πρόκληση, καθώς κι εμείς είμαστε πρωτίστως οπαδοί. Σε μια στήλη λοιπόν όπου τα «αδηφάγα» αυτιά των ολοένα και αυξανόμενων φίλων της δεν έχουν σύνορα, έτσι κι εμείς θα προσπαθούμε κάθε φορά να παρουσιάζουμε τη μεγαλύτερη δυνατή γκάμα ήχων και συγκροτημάτων. Άλλωστε, κανένα best seller δε θα υπήρχε, αν δεν υπήρχε η σκηνή του UNDERGROUND.

ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: IRONFLAME
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Where madness dwells”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: High Roller Records
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Andrew D’Cagna – Φωνητικά, κιθάρα, μπάσο, τύμπανα
ΚΑΛΕΣΜΕΝΟΙ ΜΟΥΣΙΚΟΙ:
Quinn Lukas – Κιθάρα
Jesse Scott – Κιθάρα
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:
Facebook
Bandcamp
YouTube

Έχω δει κι αν δεν έχω δει προσωπικά projects και “one man’s bands”… Έχω δει κι αν δεν έχω δει καλλιτέχνες που δεν ησυχάζουν με τίποτα, που βρίσκονται συνέχεια υπ’ ατμόν και σε δημιουργικό οίστρο. Έχω δει όμως και τον Andrew D’ Cagna, για τον οποίο απορώ, πότε καταφέρνει και κοιμάται. Ο άνθρωπος εκτός των IRONFLAME που έχουν την τιμητική τους εδώ, βρίσκεται στους doom rockers BRIMSTONE COVEN, στους blackened doomsters COLDFELLS, στους death metallers INFIRMARY και UNWILLING FLESH, παίζει folk/black με τους NECHOCHWEN (τσεκάρουμε το φετινό τους album οπωσδήποτε, στο 109ο Halls), power metal με τους SILVERBLOOD και κλασσικό heavy με τους ICARUS WITCH. Μιλάμε δε για τον ορισμό όχι μόνο του πολυπράγμονος μουσικού αλλά και του πολυθεσίτη, αφού παίζει όλα τα όργανα και τραγουδά κιόλας, με την ίδια άνεση και επιτυχία.

Τους IRONFLAME τους μάθαμε αρχικά με το εξαιρετικό ντεμπούτο τους “Lightning strikes the crown” του 2017, με τις ρίζες της μπάντας να ξεκινούν από το 2016. Σύμφωνα με τον ίδιο τον Andrew «Τη χρονιά εκείνη έχασα έναν καλό μου φίλο, που ήταν επίσης ένας σπουδαίος τραγουδιστής. Οι IRONFLAME υποτίθεται πως θα ήταν ο φόρος τιμής μου στη μνήμη του. Αρχικά ήθελα να κυκλοφορήσω μόνο ένα άλμπουμ, αλλά τα τραγούδια μας άρεσαν πολύ και όλο αυτό άρχισε να ‘μεγαλώνει’». Πράγματι, στη συνέχεια ενθουσιαστήκαμε εκ νέου με το “Tales of splendor and sorrow” του 2018, για να διαπιστώσουμε πως «τρίτωσε το καλό» με το προπέρσινο “Blood red victory”. Βέβαια ο πληθυντικός όσον αφορά το group θα μπορούσε να λείπει, αφού ο D’ Cagna παίζει τα πάντα και έχει κάθε φορά μερικούς guest μουσικούς, αλλά από την άλλη, έχουμε ή δεν έχουμε μάθει να λέμε για παράδειγμα «οι BATHORY»;

Έχοντας ακούσει όσα μας είχε παρουσιάσει ο πολυτάλαντος D’ Cagna, δεν ήταν δύσκολο να μαντέψω που θα κινείτο και το Where madness dwells. Η μουσική των IRONFLAME είναι το αποτέλεσμα της συνύπαρξης μιας άκρατης Maiden-ίλας, η οποία κατακλύζει και τούτον τον δίσκο απ’ άκρη σ’ άκρη, με το αμερικανικό μέταλλο των RIOT και BURNING STARR, του underground θρύλου Jack Starr (πρώην VIRGIN STEELE). Μοιραία λοιπόν, όταν τέτοια καλλιτεχνικά μεγέθη συνυπάρχουν, οι άμυνές μου εκ των πραγμάτων καταρρέουν. Αλλά πέραν αυτού του γνωρίσματος, πως γίνεται όταν εμπλέκεται το συνθετικό ταλέντο με την εκτελεστική δεινότητα και τις σωστές επιρροές, να μην είναι εγγυημένα καλό το αποτέλεσμα; Να το «πιάσω» από την εισαγωγή ακόμη, και να πω πως τραγούδι-album-οτιδήποτε ξεκινά με τον θεό Vincent Price, είναι καταδικασμένο να ξεχωρίσει; Το λέω. Famine, pestilence, war, disease and death, they rule this world…”, έτσι ξεκινά το “Where madness dwells”, με γραμμές γνωστές σε όποιον έχει απολαύσει τον εν λόγω τιτάνα της Εβδόμης Τέχνης, ως κόμη Prospero, στη «Μάσκα του Κόκκινου Θανάτου».

Η μόνη τρανταχτή διαφορά ανάμεσα σε αυτό και στα προηγούμενα albums, είναι η αλλαγή από επικά και φανταστικά θέματα, σε κάτι πολύ πιο προσωπικό στιχουργικά, με κοινωνικές/ανθρώπινες προεκτάσεις. Υπάρχει ποικιλία σε ρυθμούς, οι ταχύτητες πότε είναι αυξημένες, πότε πέφτουν και δίνουν χώρο στα επικά mid-tempi, οι μελωδίες είναι πάντοτε πρωταγωνίστριες και όλα αυτά τα στολίζει η ΦΩΝΑΡΑ του D’ Cagna, ενός ανθρώπου που θέλει να δημιουργεί μουσική πρωτίστως ως οπαδός. Τη μουσική που θέλει ο ίδιος να ακούει, που του λείπει και εν τέλει λείπει και σε μας. Σε μια εποχή εξάλλου που το «πιασάρικο» τραγούδι, δυστυχώς, τείνει να γίνει είδος προς εξαφάνιση, αυτό είναι κάτι που τον τιμά εις διπλούν. Περισσότερο σκοτεινό και βαρύ από τους προκατόχους του, το “Where madness dwells” είναι οπωσδήποτε μια κυκλοφορία που θα τραβήξει την προσοχή κάθε metalhead ο οποίος έλκεται από ένα ωραίο riff, ένα διπλό lead αξιώσεων και ένα καλό refrain και κυρίως αυτού που αναπολεί τους παλαιούς IRON MAIDEN. Ο D’ Cagna το έκανε και πάλι (δεύτερη φορά για φέτος) το μικρό του θαύμα. Τώρα, τον περιμένουμε στα καινούργια BRIMSTONE COVEN και ICARUS WITCH.

Ας δώσω τον λόγο και πάλι στον Price, για την αποφώνηση: “If a god of love and light ever did exist, he is long since dead. Someone, something rules in his place…”. Άκουσε αυτό το υπέροχο album και αν αγνοείς το παρελθόν του, δες το σαν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να προχωρήσεις στα «ενδότερα», γνωρίζοντας τη δουλειά ενός από τους πιο ταλαντούχους μουσικούς της γενιάς του.

(8 / 10)

ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: LORD VIGO
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “We shall overcome”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: High Roller Records
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Vinz Clortho – Φωνητικά, τύμπανα, πλήκτρα
Volguus Zildrohar – Κιθάρα, μπάσο
Tony Scoleri – Κιθάρα, μπάσο
Zuul – Μπάσο
Ivo Shandor – Τύμπανα
Nunzio Scoleri – Κιθάρα
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:
Facebook
Bandcamp
YouTube

Πρόοδος και εξέλιξη. Δύο έννοιες που κάποιοι τις λατρεύουν, κάποιοι λατρεύουν να τις μισούν. Υπάρχουν μουσικοί για τους οποίους είναι στόχος καριέρας, άλλοι που όταν τις ακούν βγάζουν σπυράκια. Οι LORD VIGO από το Landstuhl της Ρηνανίας, ανήκουν οπωσδήποτε στους πρώτους και στο συμπέρασμα αυτό καταλήγουμε αβίαστα, αν ακούσουμε το σύνολο της δισκογραφίας τους, ξεκινώντας από το “Under Carpathian sun” ντεμπούτο τους, πριν επτά χρόνια. Εκτός όμως από δουλευταράδες, αφού σε αυτά τα επτά χρόνια έχουν ήδη πέντε δίσκους, κάτι που δεν το λες και μικρό πράγμα, συνάμα έχουν και χιούμορ εναρμονισμένο με θεατρικότητα, καθώς τα ονόματα των Vinz Clortho (τύμπανα, φωνητικά, πλήκτρα), Tony Scoleri (κιθάρες, μπάσο), Volguus Zildrohar (κιθάρες, μπάσο), Zuul (μπάσο), Ivo Shandor (τύμπανα) και Nunzio Scoleri (κιθάρα), όσο και το όνομα του group είναι παρμένα από το franchise της ταινίας “The Ghostbusters”.

Ξεκίνησαν παίζοντας επικό doom metal, μέχρι το προηγούμενό τους “Danse de noir”, που τους θέλησε να ανοίγουν παραπάνω τη βεντάλια των επιρροών τους. Κάτι που τους χρησίμευσε ως «σκαλοπάτι», για να παρουσιαστούν εντελώς διαφορετικοί στο φετινό “We shall overcome”. Αφήνω τον Vinz να μας πει περί τίνος πρόκειται: «Το νέο μας άλμπουμ είναι λίγο-πολύ το prequel του “Danse de noir“. Παντρεύουμε κατά κάποιο τρόπο το σύμπαν του “2112” των RUSH με τον δικό μας κόσμο. Η βασική scifi concept ιδέα του “We shall overcome” είναι μια συνέχεια του “2112”, αλλά η ιστορία εξελίσσεται 25 χρόνια αργότερα. Στη δική μας εκδοχή η ‘γηραιά φυλή’ κατάφερε να καταργήσει μια δικτατορία των υπολογιστών. Ωστόσο, δεν κατάφερε να εγκαταστήσει ένα σταθερό σύστημα διακυβέρνησης. Αυτό συμβαίνει συχνά και στον πραγματικό κόσμο. Αρκεί να σκεφτούμε για παράδειγμα την απόσυρση των Αμερικανών από το Αφγανιστάν. Οι λεγόμενοι ‘απελευθερωτές’ τις περισσότερες φορές δεν έχουν ένα πραγματικό σχέδιο για την επόμενη ημέρα, για ό,τι πρόκειται να συμβεί μετά την ‘απελευθέρωση’».

Μουσικά τώρα, οι LORD VIGO παρουσιάζονται πραγματικά προοδευτικοί, σε σημείο που θα φλερτάρουν με τον αφορισμό, από μεγάλη μερίδα των οπαδών του παραδοσιακού metal, ανεξαρτήτου είδους. Ξεχνάμε το επικό doom metal, ξεχνάμε το πιο κοντά στο σύγχρονο μα ταυτόχρονα κλασσικό heavy metal του “Danse de noir” και μπαίνουμε σε άλλα χωράφια, που απαιτούν πολύ ανοικτούς ορίζοντες από πλευράς ακροατή και θέληση να σπάσει τις όποιες παρωπίδες και να ξεπεράσει τα όποια κολλήματά του. Οι LORD VIGO παρουσιάζουν οκτώ τραγούδια (συν τρεις συνθέσεις που λειτουργούν ως εισαγωγές) τα οποία δημιουργούν ένα εντυπωσιακό μωσαϊκό, ψηφίδες του οποίου δεν είναι μόνο το heavy metal. Είναι το progressive rock, το folk, το gothic. Heavy metal με τον τρόπο των MERCYFUL FATE, prog rock με τον τρόπο των 70s, gothic με το στυλ των UNTO OTHERS (ήδη σημείο αναφοράς) και folk μέσω των υπέροχων κέλτικων δισολιών a la SLOUGH FEG, WYTCH HAZEL κλπ «φυλάρχων».

Εκεί όμως που απαιτείται τεράστιο ταλέντο αλλά και πολλά cojones, είναι στο πως κατάφεραν να ενσωματώσουν στα παραπάνω τους GHOST (άλλο ένα σημείο αναφοράς ως προς τον εμπορικό προσανατολισμό του σύγχρονου rock, μας αρέσει δε μας αρέσει), αλλά και 80s pop/new wave και alternative καλλιτέχνες όπως οι PRIMAL SCREAM, ROXY MUSIC, PLACEBO, ULTRAVOX και THE CURΕ! Ως και Billy Idol ακούς σε κάποια φάση! Ειλικρινά, τους βγάζω το καπέλο για αυτό που κατάφεραν και κυρίως γιατί, παίρνοντας όλα αυτά τα τόσο ετερώνυμα, δημιούργησαν κάτι εντελώς δικό τους, ένα μεθυστικό μείγμα, το οποίο λειτουργεί τέλεια, από κάθε άποψη. Μόνο που θα πρέπει να περιμένουν τη χλεύη μεγάλης μερίδας των πρώιμων οπαδών τους, η στροφή είναι μεγάλη, απότομη και το εν λόγω κοινό δεν είναι και ιδιαίτερα… εχμ… ευέλικτο. Εκτός αν δουλέψει «αυθυποβολή» και “placebo effect”, κάτι που βλέπουμε, δυστυχώς, να κυριαρχεί.

Εξαιρετικό εκτελεστικά, άκρως μουσικό, με κάθε συντελεστή του να αποδίδει τα μέγιστα, το “We shall overcome” είναι ένα από τα πιο συναρπαστικά albums που θα ακουστούν φέτος. Έχει έναν «αέρα» προόδου, είναι «φρέσκο», έχει μέσα τραγουδάρες και δείχνει τον δρόμο σε όποιον θέλει να ακολουθήσει τη Νέα Εποχή.

8,5 / 10

Δημήτρης Τσέλλος

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here