Ο Marty Friedman είναι από κείνους τους πραγματικά κολοσσιαίους μουσικούς που μπορούν να σε κάνουν να πιάσεις τη κιθάρα σου και να θες να «βγάλεις» τις εμπνευσμένες μελωδίες του, ή απλά να παρατήσεις το όργανο γιατί απλά δεν θα γίνεις ποτέ Marty Friedman. Ως κιθαρίστας, βρίσκω τον εαυτό μου πολύ συχνά σ’ αυτό το δίλημμα. Ασχέτως όμως, πάντοτε μένω με το στόμα ανοικτό και μια έκφραση ενθουσιασμού με τα συνθετικά και τεχνικά κατορθώματα του μάστορα Friedman. Και θέλω να πιστεύω πως είτε είσαι κιθαρίστας είτε όχι, μάλλον μοιράζεσαι τα ίδια συναισθήματα. Ευτυχώς με το “Wall of sound” ο Friedman δεν με απογοήτευσε καθόλου μιας και, απ’ ότι φαίνεται, διανύει μια μακρά άνοιξη από τότε που έβγαλε το εξίσου εκπληκτικό “Inferno”.
Όντως, το “Wall of sound” ανοίγει εκεί που έκλεισε το “Inferno” – σ’ έναν λαβύρινθο thrash τραχύτητας, χαοτικής δεξιοτεχνίας και ρομαντικής μελωδίας. Αυτός ο συνδυασμός είναι πιστεύω το σήμα κατατεθέν του Friedman. Για να το θέσω λίγο πιο ευθέως, η μουσική του Friedman είναι κυκλοθυμική, όπως είναι επί τω πλείστον το “wall of sound”. Από το εναρκτήριο και πολύ αντιπροσωπευτικό “Self pollution”, καθίσταται σαφές πως μιλάμε για έναν πολύ απρόβλεπτο δίσκο που ακροβατεί ανάμεσα σε ποικίλα συναισθήματα καθώς ένας ορυμαγδός από thrash-ίζοντα ριφ, ταχύτητα και πομπώδεις επιδείξεις τεχνικής δίνουν πολύ ξαφνικά τη θέση τους σε χαμηλών τόνων κλασικότροπες μελωδίες που οδηγούν σ ένα εκρηκτικό κρεσέντο. Το κομμάτι κλείνει με ίσως το πιο γρήγορο και αδιανόητο σόλο που έχω ακούσει, με τον Friedman να ανακατεύει (ναι wannabe παπατζή κιθαρίστα σε σένα μιλάω) χρωματικές, μινόρε και ελαττωμένες κλίμακες σαν να κάνει απλά ζέσταμα. Και αλλοίμονο αν η μπάντα που τον πλαισίωνε δεν ήταν ικανή να τον συνοδεύσει μιας και οι απαιτήσεις εδώ είναι αυξημένες. Εν ολίγοις, το σύνολο είναι μια ολοκληρωμένη και μεστή metal σύνθεση, μοντέρνα και με ξεσηκωτικό ήχο, παρόλο το χάος που εξαπολύεται από κάθε γωνία.
Αναφέρθηκα νωρίτερα σε ρομαντικές και κλασικότροπες μελωδίες και είμαι σίγουρος πως οι οπαδοί του Friedman, όπως φυσικά και οι νοσταλγοί του διδύμου Friedman/Becker, περιμένουν με αδημονία να δουν κατά πόσο ο μεγάλος κιθαρίστας έχει χάσει τη μοναδική αίσθηση μελωδίας που κατέχει. Ε, λοιπόν, με το δεύτερο εξίσου κυκλοθυμικό “sorrow and madness”, από μια χαοτική φασαρία, που δικαιολογεί περαιτέρω τον τίτλο του δίσκου, περνάμε ξαφνικά σ ένα σόλο βιολί και μια μελωδία/ριφ που φέρνει στο νου τόσες εικόνες και συναισθήματα και που ακούγεται εμπνευσμένο από έναν άλλο μάστορα, τον Uli Jon Roth. Ο Friedman εδώ φανερώνει για πολλοστή φορά πως ξέρει να χτίζει ένα κομμάτι με αρχή, μέση και τέλος και ένα έξοχο κρεσέντο βασισμένο όλο σε μια επική μελωδία που θα σε κάνει να σφίξεις τις γροθιές σου και να έχεις οργασμικές εκφράσεις σε κάθε vibrato και κάθε σήκωμα τριμητονίου. Και όπως και με το “Undertow” που κλείνει τον προκάτοχο του, το “Wall of sound” κλείνει μ’ ένα κομμάτι σφαλιάρα – avant-garde, μελωδικό σε σημείο μελό, δυναμικό και thrash-ιζον, επικό όσο και σκοτεινό που θα σε αφήσει να αναρωτιέσαι για τον ορισμό του progressive, του metal και του κιθαριστικού σόλο. Και αν δίνω την εντύπωση πως το μόνο που έχει σημασία είναι πόσα είδη μουσικής μπορεί ο Friedman να χειρίζεται στη κιθάρα, σας εγγυώμαι πως το “Wall of sound” είναι ένας ολοκληρωμένος metal δίσκος που θα καρφωθεί στο μυαλό, είτε είσαι wannabe βιρτουόζος είτε απλός ακροατής.
Και αν πιστεύεις πως ο Friedman είναι απλά άλλος ένας επιδειξιομανής βιρτουόζος που θέλει απλά να κουράσει τα ώτα μας, μείνε ήσυχος διότι, σ’ αντίθεση με το “Inferno”, εδώ ο Friedman δίνει περισσότερη έμφαση στην αργή, μυστήρια μελωδία, που συχνά είναι και το εναρκτήριο ριφ, και λιγότερο σε ατελείωτα σόλο με ρηχό background. Παράλληλα όμως εδώ έχουμε μόνο μία σύνθεση με φωνητικά, το δυναμικό και στακάτο “something to fight” με συμμετοχή του τζαζίστα σαξοφωνίστα Jorgen Munkeby, από τους avant-garde black metallers SHINING, που συμμετείχε και στο “Inferno”. Τη θεωρώ αυτή μια έξυπνη κίνηση μιας και ο Friedman πιστεύω είναι στα καλύτερα του όταν δεν έχει πολλές συμμετοχές ειδικά στα φωνητικά και συγκεντρώνεται περισσότερο σε instrumental συνθέσεις προσφέροντας αυτό που ξέρει να κάνει καλύτερα απ τους περισσότερους guitar heroes σήμερα που στερούνται έμπνευσης και αναλώνονται σε ασκήσεις δεξιοτεχνίας.
Με το “Wall of sound”, Ο Friedman αποδεικνύει περίτρανα πως είναι ο guitar hero των guitar heroes, ένας μοναδικός κιθαρίστας και μουσικός που πάντοτε θα μας φέρνει προ εκπλήξεως και θα επαναπροσδιορίζει την εξάχορδη και τον ήχο της. Πάνω απ όλα, είναι ένας ολοκληρωμένος metal μουσικός που απευθύνεται σ ένα μεγάλο πλήθος οπαδών και όχι μόνο στην ελίτ των κιθαριστών που μας έχουν ζαλίσει τα αυτιά με το ποιος είναι γρηγορότερος και πιο θορυβώδης.
9 / 10
Φίλιππος Φίλης