“Black Heaven” ο τίτλος του νέου δίσκου των EARTHLESS, όπου μετά από 5 ολόκληρα χρόνια και τον καλό δίσκο “From The Ages” (2013), επανήλθαν και πραγματικά με άφησαν με το στόμα ανοιχτό. Οι αλλαγές που έχουν συντελεστεί για την μπάντα μέσα σε αυτά τα χρόνια είναι αρκετές σε πολλά επίπεδα και ευτυχώς, αν κρίνω από το αποτέλεσμα του δίσκου, είναι όλες για το καλύτερο. Από το 2013 και μετά δώσαν εκατοντάδες συναυλίες, κυκλοφόρησαν ένα split ενδιάμεσα, με το μόνο ίδιο που έχει μείνει να είναι η σύνθεση της μπάντας όπου οι Mitchell, Eginton και Rucalcaba συνεχίζουν μαζί ακάθεκτοι.
Οι αλλαγές που ανέφερα είναι ότι αρχικά η μπάντα πήδηξε από την Tee Pee Records στην Nuclear Blast που κυριολεκτικά έχει μαζέψει μεγάλο ποσοστό της «αφρόκρεμας» και δεν ξέρω αν αυτή το επέβαλε ή όχι, αλλά η μεγαλύτερη ευχάριστη έκπληξη είναι ότι στον “Black Heaven”, υπάρχουν στίχοι. Ο Isaiah Mitchell έχει κάνει εκπληκτική δουλειά. Η φωνή του κολλάει γάντι με την μουσική τους και προσωπικά ανέβασαν τον πήχη κατά πολύ. Οι EARTHLESS ήταν μία μπάντα που έγραφε και γράφει πολύ καλά σφιχτά δομημένα τραγούδια μέσα από jam-αρίσματα, που όμως εμένα μου έλειπε η φωνή- οι στίχοι κάτι να με κάνει να δεθώ πιο πολύ με το συγκρότημα και με τα τραγούδια τους. Αυτό το βιώνουμε στον “Black Heaven” όπου μέσα σε 40λεπτά μου πέταξαν τα μυαλά έξω. Ο δίσκος ξεκινάει με το “Gifted by the Wind” με μία αμυδρή «μνεία» στο “Voodoo Chile” με το Wah εφέ της κιθάρας και από εκεί και μετά οργασμός με τα “End to End” και “Electric Flame” που είναι και το πιο πιασάρικο τραγούδι του δίσκου. Στην συνέχεια κάνουν μία βουτιά στο παρελθόν τους με δύο καθαρά instrumental τραγούδια, το “Volt Rush” και το “Black Heaven” με το intro του να θυμίζει Led Zeppelin και κλείνουν το δίσκο με το καλύτερο τους από αυτή την δουλειά, το “Sudden End”. Ένα μελαγχολικό αριστούργημα που η φωνή του Mitchell το κάνει ακόμα πιο δυνατό και εντείνει την doom ατμόσφαιρα του τραγουδιού.
Οι EARTHLESS σε αυτό το δίσκο τολμώ να πω ότι ανέβηκαν κατηγορία. Το εγχείρημα να συμπεριλάβουν στίχους, πέτυχε 100%. Η φωνή του Mitchell ήταν ένα κρυμμένο διαμάντι σε συνδυασμό με την μουσική τους και όσοι έχουν ακούσει τους GOLDEN VOID αυτό το γνώριζαν. Η παραγωγή του δίσκου είναι πιο καθαρή, πιο μοντέρνα και σε αυτό συνέβαλε ο Dave Catching (EAGLES of DEATH METAL) που ανέλαβε τα χρέη παραγωγού, χωρίς η μπάντα να χάσει την ταυτότητα της. Ο συνδυασμός όλων αυτών των αλλαγών έφερε το εκπληκτικό αποτέλεσμα του “Black Heaven”. Αναμφίβολα ένας από τους καλύτερους δίσκους που άκουσα στο 2018 και προσωπικά τολμώ να πω η αγαπημένη μου δουλειά τους.
8.5/10
Θάνος “Thanoz” Κολοκυθάς
Οι EARTHLESS μας είχαν καλομάθει τόσο καιρό. Δεν ήταν μονάχα το σερί των τριών εκπληκτικών δίσκων με αποκορύφωμα την υπερβατική space ελεγεία του “From the Ages” που τους έχρισαν ως τους νέους σωτήρες του ψυχεδελικού rock αλλά κυρίως η αίσθηση ότι και δέκα χρόνια (που λέει ο λόγος) να έκαναν να βγάλουν καινούργιο άλμπουμ, πάλι θα έβρισκαν τον τρόπο να ξεπεράσουν τον εαυτό τους. Όταν όμως μια μπάντα σε καλομαθαίνει με τέτοιο τρόπο, είναι δύσκολο να μην σου κάτσει κάπως άσχημα κάθε απρόσμενη μουσική στροφή.
Σπεύδω να ξεκαθαρίσω εξαρχής ότι απαξιωτικοί χαρακτηρισμοί όπως «ξεπούλημα» ή «κατάντια» δεν έχουν καν θέση στην περίπτωση του “Black Heaven”. Ναι, όσοι περίμεναν ένα ακόμη “Sonic Prayer” ή έστω ένα “Rhythms from a Cosmic Sky” είναι εξαιρετικά δύσκολο να μην στραβομουτσουνιάσουν από την πρώτη κιόλας ακρόαση. Και τούτο διότι με την εξαίρεση της σαρωτικής jam φούριας του ομώνυμου κομματιού του δίσκου, οι αστρικές και εμφατικά καλειδοσκοπικές instrumental αναζητήσεις του, όχι και τόσο μακρινού, παρελθόντος μοιάζουν να έχουν θυσιαστεί σκοπίμως για χάρη ενός uptempo και πιο κλασικότροπου μοτίβου που ερωτοτροπεί μονίμως με τους rock υπερήρωες των ‘60s και των ‘70s.
Συν τοις άλλοις, αυτή είναι και η πρώτη φορά που η φωνή του Isaiah Mitchell μας συστήνεται ως ενεργό μέλος της μουσικής των EARTHLESS. Σαφώς και είχαμε ήδη ένα δείγμα γραφής από τη διασκευή στο “Cherry Red” των THE GROUNDHOGS, ωστόσο η Van Zant-ική χροιά του κουμπώνει κάτι παραπάνω από άψογα στην πιο κιθαροκεντρική προσέγγιση του “Black Heaven”, που είναι μεν πιο κοντά στο rock τρίπτυχο του κουπλέ-ρεφρέν-solo, δίχως όμως και να απαρνείται ολοκληρωτικά το αρχετυπικό DNA του power trio από το San Diego. Βέβαια, η μεγαλύτερη αδυναμία του άλμπουμ διαγιγνώσκεται κυρίως στο γεγονός ότι ορισμένα κομμάτια παραείναι συμβατικά για το είδος τους. Για παράδειγμα, τα “Electric flame” και “Volt Rush” θα μπορούσαν να είχαν γραφτεί ακόμα και από μπάντες του underground σωρού. Από την άλλη, το mash-up ανάμεσα στους GRAND FUNK RAILROAD και τους CREAM που κυριαρχεί στο groovy μπάσιμο του “Gifted by the Wind”, μαζί με την ένταση που βγάζει με το κιθαριστικό του παίξιμο ο Mitchell στο “End to End” και το πανέμορφο “Sudden End”, σίγουρα αποτελούν την καλύτερη αποζημίωση.
Αν έχεις την γκρίνια στο αίμα σου, το “Black Heaven” θα σου δώσει ομολογουμένως αρκετούς λόγους για να μην το πάρεις και με τόσο καλό μάτι. Συγχρόνως, όμως, θα σου προσφέρει στο πιάτο και άλλους τόσους, ώστε να το αγκαλιάσεις με ζέση και να συνοδέψεις μαζί του κάθε ύποπτη αλκοολική εξόρμηση. Για να πω την αμαρτία μου, μολονότι δεν έχω πειστεί ότι μπορούν να πάνε και πάρα πολύ μακριά με την συγκεκριμένη φόρμουλα, περιμένω πως και πώς να διαψευστώ με πανηγυρικό τάπωμα στον επόμενο τους δίσκο.
7/10
Πάνος Δρόλιας