Οι BSC είναι τα παιδιά της διπλανής πόρτας. Της διπλανής αν μένετε σε αγρόκτημα 100 στρεμμάτων με τα τελευταία μοντέλα 4χ4 φορτηγών και την ολοκληρωμένη σειρά αγροτικών μηχανημάτων John Deere στο υπόστεγο του αχυρώνα.
Είναι τα παιδιά που θα βάλουν το τζιν σωλήνα, το καθαρό καρό πουκάμισο και τις γυαλισμένες μπότες για να πάνε Κυριακή πρωί στην εκκλησία. Μαζί με την ευλογία του πάστορα και την σφαλιάρα του πατέρα, για να πάνε μετά στο πρόβαδικο, δίπλα από το παράνομο αποστακτήριο, όπου θα τζαμάρουν πάνω σε δίσκους των 60’s και 70’s από τη συλλογή του πατέρα και του μεγάλου αδελφού. Όλα αυτά κάνοντας τσιγάρα, που έχουν πάρει από τον μοναδικό “έμπορο” της περιοχής που τυγχάνει να είναι και μαύρος, μάλλον ο μόνος μαύρος επιχειρηματίας σε αυτή την πλευρά του Κεντάκι.
Ακούγοντας CREAM, FREE, Robert Johnson, Muddy Waters, Willie Dixon, Jimi Hendrix θα ετοιμαστούν για τις δικές τους συνθέσεις που μιλάνε για την καθημερινή ζωή του Αμερικανού του νότου. Τα “I need a woman”, “Southern fried Friday night”, “Bad habit’, “You got the blues” είναι τραγούδια βιωματικά δίχως τη βαθιά σκέψη των Αμερικανών των μεγάλων αστικών κέντρων. Δίχως το ψαγμένο της Καλιφόρνιας, τις φιλοσοφικές αναφορές των κάθε TOOL. Τραγούδια για βράδια στο εμπορικό κέντρο της μικρής πόλης, με μπίρες, ουίσκι και δυνατή μουσική και ικανότητα ανάγνωσης βιβλίου, του δημοτικού της β’ τάξης… “Τα ψηλά βουνά” του Παπαντωνίου θα είναι πάντα βαριά λογοτεχνία για αυτούς. Γνήσια παιδιά του Νότου, στην έκφραση του όμως που λάτρεψαν οι COC, Down, BLS, αλλά με το “στίγμα” της ομοιότητας των φωνητικών με τους NICKELBACK, οι BSC αγαπάνε τα πράγματα απλά.
Το τραγούδι “James Brown” είναι η έκπληξη του δίσκου, για όσους θεωρούν τους Νότιους ρατσιστές και δεν γνωρίζουν τις ρίζες του Νότιου ροκ. Ένα τραγούδι φόρος τιμής στα «γκιράπια» και τον βασιλιά της soul, funk μουσικής, από ένα σχήμα, που βαθιά μέσα του κουβαλά το γενετικό υλικό, της επιμειξίας που ονομάζεται Νότος. Λευκές ηλεκτρικές κιθάρες και μαύρο ρυθμικό μέρος σε ένα τραγούδι, που μιλά για τις κρυφές απολαύσεις, που κάνουν τον μέσο μεταλλά, να κοκκινίζει από θυμό., για την λατρεία τους για τον JB.
Το υπόλοιπο άλμπουμ είναι πολύ πιο απλό και ξεκάθαρο. Ογκώδη, παλαιολιθικά, κλασικό ροκάδικα riff, γεμάτα από την λατρεία τους για τα μπλουζ του Σικάγο και του Μισισιπή. Σφιχτό δεμένο ρυθμικό μέρος, έτοιμο να αποστάξει το καλύτερο παράνομο ουίσκι και φωνητικά γεμάτα αίσθημα, γρέζο και αλητεία αν και ως συνήθως σχετικά επίπεδα. Είναι όμως η αυθεντικότητα, το συναίσθημα που πλημμυρίζει αυτά τα τραγούδια που κάνει τη διαφορά. Τους ξεχωρίζει και τους κάνει ένα από τα πιο ελπιδοφόρα σχήματα του Νοτίου hard rock. Μπορεί να έχουν και αυτοί επιρροές από την country, αλλά τα blues και το hard rock ξεχωρίζουν. ZZ TOP, BLACKFOOT, απόηχοι από σχήματα που τους έχουν σημαδέψει, χωρίς ποτέ οι BLACK STONE CHERRY να πέσουν στην παγίδα της αντιγραφής.
Στο τέλος της ημέρας αυτά τα αγόρια της διπλανής πόρτας, θα πάρουν τα τόξα, τις καραμπίνες και θα ξεχυθούν στο δάσος για να κυνηγήσουν λευκούς επιχειρηματίες της πόλης και λοιπά παλικάρια που χωρίς δίκτυο και κινητό, θα χαθούν στα δάση. Τις κραυγές της συνάντησης του απολίτιστου, πρωτόγονου, “ρατσιστικού” Νότου, με τους γεμάτους αλληλεγγύη και ιδέες του διαφωτισμού αστούς, θα καλύψουν οι κραυγές και οι κιθάρες από το νέο άλμπουμ. Ιδανικό soundtrack για ταινίες όπως τον “Όταν ξέσπασε η βία (Deliverance)” του Μπούρμαν. Ακόμη μια δυνατή στιγμή στην δισκογραφία τους, για ένα σχήμα που πλέον συναγωνίζεται επάξια τους BLACKBERRY SMOKE για το θρόνο των LYNYRD SKYNYRD… Το “black” είναι συνθετικό και στα δυο σχήματα… Tυχαίο; Δεν νομίζω
7,5 / 10
Στέλιος Μπασμπαγιάννης