Οι SPOCK’S BEARD αποτελούν ένα θλιβερό κεφάλαιο στην ιστορία του σύγχρονου prog rock, πράγμα που επιβεβαιώνεται με το τελευταίο δίσκο τους που δεν ανταποκρίνεται καθόλου στις όποιες προσδοκίες που οι οπαδοί μπορούν να έχουν από μια μπάντα που έχει κορεστεί εδώ και χρόνια. Η μπάντα έχει επαναπαυτεί πλήρως σε μια συγκεκριμένη συνταγή που σχεδόν καμία μπάντα δεν ακολουθεί πλέον (έναν 80’s prog ήχο και τεχνοτροπία τύπου YES meets IQ, BEATLES και ολίγη GENESIS) και όσοι την ακολουθούν (NEAL MORSE BAND) καταφέρνουν τουλάχιστον και βάζουν τη προσωπική τους πινελιά χωρίς να ακούγονται σαν μια κακή κόπια του εαυτού τους.
Το “Noise floor” λοιπόν, από το εξώφυλλο και τον άκυρο τίτλο μέχρι και το τελευταίο κομμάτι προδίδει μια τρομερή απουσία έμπνευσης. Αν και λένε πως δεν πρέπει να κρίνουμε ένα βιβλίο από το εξώφυλλο, όταν σ’ έναν prog δίσκο το εξώφυλλο είναι τόσο μονότονο και πλαστικό στην όψη, ξέρεις πως το περιεχόμενο μάλλον θα έχει αντίστοιχο αντίκτυπο. Ε λοιπόν, το πρώτο single που ανοίγει και το δίσκο μας είχε ήδη προετοιμάσει για μια απογοήτευση. Ναι το “To live another day” αναδεικνύει για πολλοστή φορά πόσο τρομερός μπασίστας είναι ο Dave Meros που ακολουθεί στα χνάρια του τιτάνα Chris Squire και πως η μπάντα αποτελείται από εξαιρετικότατους μουσικούς. Αλλά κάτι μου λέει πως αυτή τη φορά απλώς βαριόντουσαν να ασχοληθούν σοβαρά διότι από την ημέρα που έφυγε ο Neal Morse από τη μπάντα έφυγε και ο πυρήνας έμπνευσης και δημιουργικότητας (όχι πως ο Morse δεν έχει κάπως καταλήξει να παίζει τα ίδια και τα ίδια βέβαια). Δείτε για παράδειγμα το άθλιο βίντεο για το κομμάτι που προδίδει την απροθυμία κάποιων να κάνουν κάτι παραπάνω από ένα ασυγχρόνιστο και ακανόνιστο μοντάζ των μουσικών σε ξεχωριστά στούντιο σαν να το έκανε ένα νήπιο (ο Meros στο εργαστήρι/γκαράζ του και ο Ted Leonard στο δωμάτιο του να γυρίζει με το κινητό από χαμηλά. Έλεος!). Το τελικό αποτέλεσμα είναι τρομερά πρόχειρο και μου προκαλεί έκπληξη που μια μπάντα παλαίμαχων rockers που έχουν φτιάξει ένα όνομα στο χώρο του prog rock, δεν μπορούν να το αναγνωρίσουν.
Όσον αφορά το μουσικό κομμάτι, μιλάμε για ένα μίγμα AOR και progressive rock στο ύφος των ύστερων YES όπως μας έχει συνηθίσει η μπάντα εδώ και πολλά χρόνια χωρίς καθόλου εκπλήξεις. Ο ήχος παραμένει ο ίδιος εδώ και δεκαετίες επίσης λες και η μπάντα έχει κλειστεί σε μια χρονοκάψουλα χωρίς καμία επαφή με τον έξω κόσμο. Και ενώ τα ρεφραίν στη πλειονότητα τους είναι ομολογώ μεταδοτικά, τα hooks αρκετά και οι ρυθμικές αλλαγές στο “Have we all gone crazy yet” ενδιαφέρουσες, το τελικό αποτέλεσμα προδίδει μια μπάντα εξαιρετικών μουσικών που σαν σύνολο δεν λειτουργεί και που έχει ανάγκη από έναν έξυπνο συνθέτη σαν τον Neal Morse ή τον Mike Portnoy και τον Steven Wilson για να μάθουν επιπλέον πώς να χτίσουν έναν πιο σύγχρονο και μεστό ήχο (ειλικρινά ωραίο το lead bass guitar του Meros αλλά οι κιθάρες είναι θαμμένες και ηλεκτρικές ή ακουστικές ακούγονται το ίδιο, χωρίς δυναμικές και όγκο). Το τελικό αποτέλεσμα χαλάνε επιπλέον οι διάσπαρτες μπαλάντες που ακούγονται σαν να τις έγραψε ο άμπαλος ξάδερφος του George Harrison που ντύνεται χίπης στις απόκριες αλλά μόνο μπαλάντες κα ακουστικά κομμάτια στο ύφος του μεγάλου κιθαρίστα και συνθέτη δεν ξέρει να γράφει.
Αν εξαιρέσω το εκπληκτικό instrumental “Box of spiders” που είναι σκοτεινό και πολύ πιο δυναμικό από τα γλυκανάλατα χιτάκια του δίσκου, ο δίσκος ακούγεται με δυσκολία μέχρι το τέλος δυστυχώς. Και λέω δυστυχώς διότι συνεχίζω να ελπίζω στους SPOCK’S BEARD μιας και δεν είναι κακή μπάντα και έχουν γράψει τουλάχιστον τρεις πολύ σπουδαίους δίσκους στα 90’s. Απλά έχω την εντύπωση πως χρειάζεται να περάσουν ίσως μια δεύτερη νιότη, να ξανανιώσουν και να ανακαλύψουν μια άλλη πλευρά τους που είναι ίσως θαμμένη κάτω από στρώματα σκόνης.
5 / 10
Φίλιππος Φίλης