Πόσες λέξεις χρειάζονται για να περιγράψεις το σχήμα που συμπληρώνει την πεντάδα των μεγάλων αγγλόφωνων Ελληνικών σχημάτων…APHRODITE’S CHILD, SPITFIRE, NORTHWIND, ROTTING CHRIST, PLANET OF ZEUS κι εκτός συναγωνισμού οι LAST DRIVE. Στην πρώτη επίσημη ζωντανή ηχογράφηση τους, τιμούν την πόλη τους Αθήνα, τον κόσμο τους, μα πάνω από όλα την μουσική τους. Οι POZ είναι ένα σχήμα που ακολούθησε την παράδοση του ροκ. Περιοδείες, άλμπουμ, συνεντεύξεις, όταν άρχισαν να ενδιαφέρονται γι’ αυτούς, αλλά με την προσοχή εστιασμένη στο καλλιτεχνικό όραμα και τον σεβασμό στον οπαδό. Σήμερα αποτελούν ένα τρανό παράδειγμα ότι το hard rock ή heavy rock (θεωρώ τον όρο stoner, υποτιμητικό για τα σχήματα που αγαπούν τη μουσική και όχι τους μπάφους, όπως οι Αμερικανοί, κυρίως, ομόλογοι τους) μπορεί να κατακτήσει ακόμη το κοινό, χωρίς ντροπές, φτάνει η αποδοχή του κόσμου, να αναφέρεται στην μουσική. Δεν έδωσαν ποτέ βάρος στην εμφάνιση, ποτέ στις δημόσιες σχέσεις, αλλά μόνο στην μουσική και μάλιστα δίχως περιορισμούς και καλλωπισμούς. Έπαιξαν ότι τους άρεσε και αν άρεσε στον κόσμο ακόμα καλύτερα.
Ζωντανά αποτελούν ένα πραγματικό άρμα μάχης, ένα Tiger, που κάνει περίπατο στις πεδιάδες του Κουρσκ, και ο μόνος του φόβος είναι τα δικά του μηχανικά προβλήματα. Οι τύποι είναι σφιχτοδεμένοι σαν σιαμαία αλλά ταυτόχρονα βγάζουν μια μουσική άνεση και χαλαρότητα σαν τζαμάρισμα των GRATEFUL DEAD. Το μουσικό τους χαρμάνι έχει την οσμή των βάλτων της Λουιζιάνα, τον όγκο και την μουντάδα του Βιομηχανικού Αγγλικού Βορρά αλλά και μικρά περάσματα από τις θρυλικές μέρες των 80’s και τις μελωδίες που έδωσαν οι IRON MAIDEN, όσο και μια -μικρή-γεύση από τις χαλαρές στιγμές του Αμερικάνικου Νότου αλλά και της ηλιόλουστης Δυτικής Ακτής. Στην πράξη είναι τόσο κλασικοί όσο και μοντέρνοι, απενοχοποιώντας τους νεότερους που δεν θέλουν να λένε ότι ακούνε heavy metal. Περπατάνε την οδό των MOTORHEAD, «παίζουμε rock n roll», που ακούνε μεν κυρίως μεταλλάδες, αλλά αποδέχονται όλοι σαν «ροκ» σχήμα (αυτά ισχύουν για την Ελλάδα βέβαια και μόνο). Ακούστε τον φόρο τιμής στο πνεύμα των MOTORHEAD, με την ίδια σημειολογία στο “Something’s wrong” και σκεφτείτε ότι ο Lemmy κάπου ψηλά χαμογελά, βλέποντας την κληρονομιά του να ζει στην πόλη της θεάς Αθηνάς.
Σαν live, δεν έχω πολλά να γράψω και να σχολιάσω. Όσοι ήσασταν εκεί έχετε μια ακόμα μοναδική εμπειρία, όσοι δεν ήμασταν, έχουμε ένα ηχητικό ντοκουμέντο, γι’ αυτό που σχεδόν πάντα δίνουν επί σκηνής: την ψυχή τους. Οργανικά riff, που διογκώνονται στην ατμόσφαιρα και συνθλίβουν εγκεφάλους. Φωνητικά δίχως έλεος, κραυγές ινδιάνων πριν ισοπεδώσουν τα υπολείμματα των ανδρών του στρατηγού Κάστερ και ένα rhythm section που κάνει τον Bill Ward να χαμογελά περήφανος για την κληρονομιά του στο “No tomorrow”. Τραγούδια σαν τα “Great dandolos”, “Loyal to the pack” αποκτάνε στην σκηνή μια πιο ωμή, αιμοδιψή διάσταση. Καταρρίπτουν το στουντιακό αίσθημα με την ηχητική αποστείρωση του και ρυπαίνουν την κοιμισμένη πόλη, κάνοντας τον Πλανήτη Δία, κίνδυνο για την παγκόσμια υγεία. Το κοινό έχει τα δικά του αγαπημένα και φαίνεται στις αντιδράσεις όπως στο “Them nights” ή στο σχεδόν AOR για τα δεδομένα τους “Your love makes me wanna hurt myself”, αλλά το πιο ωραίο είναι η αλληλεπίδραση του σχήματος με το κοινό και οι ατάκες των POZ.
Χωρίς πολλά λόγια, χωρίς υπαινιγμούς για το «Ελληνικό» σχήμα, «δικά μας παιδιά» κτλ, με ένα μόνο σχόλιο ότι σχήματα σαν τους POZ απενοχοποίησαν το να μην είσαι το μακρυμάλλικο μοντέλο των οπισθόφυλλων και έφεραν την μουσική στο προσκήνιο, μαζί με τους CLUTCH σε μια γενιά που απελπισμένα ήθελε να ξεφύγει από την δεκαετία του ‘80 χωρίς αναγκαστικά να προσκυνήσει τα 90’s. Οι POZ είναι εδώ ενωμένοι, δυνατοί και ρυπαροί. Ένα live, φωτογραφία μιας στιγμής δόξας, που δείχνει μέλλον για το σχήμα και για όσους γουστάρουμε δυνατά ντεσιμπέλ, βρώμικες κιθάρες και τον δρόμο της πόλης γκρι και λασπωμένο.
8,5 / 10 για το σεξ κ την βία
Στέλιος Μπασμπαγιάννης