Οι THE AGONIST αποτελούν μία από τις πλέον ενδιαφέρουσες περιπτώσεις συγκροτημάτων του μοντέρνου metal ήχου. Με οδηγό, από την αρχή τους, την απίστευτα ταλαντούχα (και τουλάχιστον αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, αλλά αυτό θέλει κείμενο από μόνο του) Alissa White-Gluz και το πολυσχιδές των φωνητικών της, δώσανε μία φρέσκια και τεχνικότροπη μουσική πρόταση (Καναδοί, τι περίμενα θα μου πείτε). Σε μίαα περίοδο, στα μέσα με τέλη της προηγούμενης δεκαετίας, που οι μπάντες με γυναικεία φωνητικά είχαν αρχίσει να ξεπηδούν σαν μανιτάρια και ο κορεσμός του συμφωνικού/ατμοσφαρικού ήχου με γυναικεία φωνητικά ήταν προ των πυλών (για μουσικούς και μη λόγους), οι Καναδοί παρουσίασαν ένα μείγμα μελωδικού death metal με στοιχεία metalcore, με μεγάλο συν, τα εξαιρετικά καθαρά φωνητικά.
Είτε ως μέρος του δυναμικού της Century Media, είτε ως, πλέον, μέρος του δυναμικού της Napalm, οι THE AGONIST αποτελούσαν ένα δυνατό χαρτί στη μοντέρνα σκηνή, ξεχωρίζοντας από τον σωρό. Κάτι που δεν άλλαξε με την αντικατάσταση της τραγουδίστριάς τους, με τη δικιά μας, Βίκυ Ψαράκη, να παίρνει τη θέση της Alissa όταν εκείνη πήγε στους ARCH ENEMY το 2014.
Μετρώντας αισίως 15 χρόνια στη πιάτσα, οι THE AGONIST κυκλοφόρησαν το έκτο τους άλμπουμ το Σεπτέμβριο, με τον απλό τίτλο “Orphans”. Πρώτο σημείο αλλαγής σε σχέση με τον προκάτοχό του, είναι η διάρκεια, που έπεσε οριακά πάνω από τα 42 λεπτά, έναντι της σχεδόν μίας ώρας που διαρκούσε το “Five” (2016). Ισορροπημένη διάρκεια, που κατά κανόνα δείχνει συμμάζεμμα του υλικού και πέταμα όποιου περιττού στοιχείου. Από την άλλη, ζωτικής σημασίας, είναι και το τι θα κάνεις εντός αυτών των λεπτών μουσικής.
Ο δίσκος ανοίγει με το “In vertigo”, που είναι και το πρώτο video-clip του δίσκου. Ένας συνδυασμός μοντέρνου μελωδικού death metal με συμφωνικά στοιχεία και πολύ ωραία κοψίματα, διατηρώντας ουσία μέσα σε αυτό το μουσικό τουρλομπούκι, που άνετα γίνεται υπερβολικό αν δεν είναι ισορροπημένο. Αυτό θέλει μαεστρία, με το μακελειό να συνεχίζεται στα ακόμη πιο βίαια “As one we survive” και “The gift of silence”, με το καθένα από αυτά να σπάει στο κατάλληλο σημείο με σεμιναριακή και αβίαστη δομή, για να οδηγήσει στο υπέροχο ρεφρέν, όπου φαίνεται η δύναμη της καθαρής φωνής της Βίκυς, καθώς και το γιατί μία πενταετία τώρα, οι συμπαίκτες της βασίζονται πάνω της. Τα δε κοψίματα, είναι η χαρά του μοντέρνου progster, με τις αλλαγές να δίνουν και να παίρνουν.
Στη συνέχεια, έχουμε μία τριάδα από πολύ διαφορετικά κομμάτια ως προς την εισαγωγή τους. Το ένα είναι το “Blood as my guide”, με το heavy metal riffing του, προτού φτάσουμε στη μέση, όπου έχουμε μέρος των στίχων στα ελληνικά, ως μια πολύ ευχάριστη έκπληξη. Τα άλλα δύο είναι τα “Mr.cold” και “Dust to dust”, με ένα σχεδόν hard rock riffing να οδηγεί τα κομμάτια καθόλη σχεδόν τη διάρκεια τους. Κι όμως, αυτά τα στοιχεία περνάνε ως ενδιαφέρουσες πινελιές μέσα από το προσωπικό φίλτρο της μπάντας. Και επειδή έπρεπε να πέσει και λίγο βρωμόξυλο, πάρε τη riff-άρα ala LAMB OF GOD του “A devil made me do it” και το ala THE HAUNTED μπάσιμο του “The killing I”, διαλύοντας τα πάντα στο πέρασμά τους. Το άλμπουμ κλείνει με το πιο εύθραυστο φωνητικά και πιο progressive ομώνυμο κομμάτι, καθώς και με το δεύτερο video-clip, το “Burn it all down”, όπου εδώ η μπάντα κάνει ότι λέει ο τίτλος: κάνει στάχτη και μπούρμπερη σχεδόν κάθε άλλη μπάντα που πάει να παίξει έτσι. Δε θέλει κόπο, θέλει τρόπο!
Ένα εξαιρετικό άλμπουμ, από ένα συγκρότημα που μέσα σε 42 λεπτά αποδεικνύει πέραν κάθε αμφιβολίας, ότι δικαίως απασχολεί και ανεβαίνει διαρκώς. Με συνθετική δεινότητα που τους πηγαίνει στη σωστή κατεύθυνση, αλλά και με μία καλώς εννοούμενη μουσική πολυσχιδία, που μόνο στους JINJER ακούω σε σημερινές μπάντες, αλλά και πάλι με εντελώς διαφορετικό τρόπο (τι διαολεμένη μπαντάρα και αυτή όμως ε; Τυχερός ο συνάδελφος που θα αναλάβει το καινούργιο τους, το υπογράφω!). Από εμένα, οι THE AGONIST μπαίνουν μέσα στο κλειστό club των σπουδαίων κυκλοφοριών του είδους, σε μία πολύ ωραία χρονιά συνολικά, και προσωπικά, ανυπομονώ να δω αυτό το σύνολο ζωντανά, μιας και πληροφορίες από την τελευταία επίσκεψή τους, κάνουν λόγο για όλεθρο.
8.5/10
Γιάννης Σαββίδης