A day to remember… 4/10 [ENTOMBED]

0
751












ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Wolverine blues” – ENTOMBED
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1993
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Earache
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Tomas Skogsberg/ENTOMBED
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Φωνητικά – Lars-Goran Petrov
Κιθάρες – Alex Hellid
Κιθάρες – Ulf Cederlund
Μπάσο – Lars Rosenberg
Drums – Nicke Andersson

Μετά την ανάπαυλα από τα φωνητικά καθήκοντα στο μνημειώδες “Clandestine” (νομίζω έχουμε αναλύσει πλήρως τι και πως), ο Lars-Goran Petrov επιστρέφει στις τάξεις των πρωτοπόρων ENTOMBED, συμπληρώνοντας εκ νέου τη σύνθεση τους. Το θέμα είναι, πως διαδέχεσαι ένα τέτοιο μνημείο του είδους; Ή για να το πω σωστότερα, δύο τέτοια μνημεία σε διάστημα δύο ετών (προσθέτοντας και το “Left hand path” στην εξίσωση δηλαδή). Τρίτος και κρίσιμος δίσκος λένε, οπότε προκειμένου να μη στραβοπατήσουν, οι ENTOMBED είχαν πράγματα να απασχολήσουν τους οπαδούς τους πριν από αυτό. Αρχής γενομένης από τη περιοδεία Gods Of Grind με CARCASS, CONFESSOR και CATHEDRAL στα συναυλιακά δρώμενα, που ήταν σίγουρα το πιο ετερόκλητο πακέτο στο οποίο βρέθηκαν ποτέ οι Σουηδοί, με μόνη ουσιαστική μουσική “συγγένεια” να έχουν με τους CARCASS. Οι δε CATHEDRAL, ορθόδοξο doom με έναν τραγουδιστή με grindcore παρελθόν (λέγε με NAPALM DEATH), ενώ οι CONFESSOR…δεν ξέρω που αλλού θα μπορούσαν έστω να χωρέσουν με την ιδιαιτερότητά τους.

Μια περιοδεία που μεγάλωσε ωστόσο, έτι περαιτέρω το όνομα τους. Τον Ιούνιο του ’92 βγήκε το “Strange aeons” EP με τα ακυκλοφόρητα “Dusk” και “Shreds of flesh” ως b-sides, τα οποία ηχογραφήθηκαν από τον Anderson και τον Cederlund μια Παρασκευή βράδυ το Νοέμβριο του ’91 (πηγή: βιβλίο “Swedish Death Metal” του Daniel Ekeroth). To Μάρτιο του ’93, κυκλοφόρησαν το “Hollowman” EP, ως πρόγευση του τι θα έρθει με το full-length. Περιείχε δύο κομμάτια του δίσκου (“Hollowman”, “Wolverine blues”) συν άλλα τρία, που δεν βρέθηκαν πουθενά αλλού (“Serpent speech”, “Bonehouse”, “Put off the scent”) ενώ φινάλε έριχνε μια διασκευή του βασικού θέματος του “Hellraiser”. Σοφή επιλογή των δύο κομματιών – ύμνων, που εν τέλει έγιναν και τα video clips του δίσκου, μια και τα δύο, παρουσίαζαν τόσο γνωστά στοιχεία όσο και την μετάβαση στο νεότερο ύφος τους. Ο λόγος που επί προσωπικού, ο γράφων έχει τόσο μεγάλη αδυναμία στα EP. Προπομπός σπουδαίων πραγμάτων και ενίοτε ευκαιρία να πειραματιστείς.

Σε ποιο ύφος αναφερόμαστε όμως παραπάνω; Θα έλεγε κάποιος, ότι εδώ, γεννιέται αυτό που λέμε death ‘n’ roll. “Πως το φτιάχνουμε το ύφος αυτό;”, θα είναι η επόμενη λογική ερώτηση. Πολύ απλά (λέμε τώρα), παίρνουμε την υπέρμετρη αγάπη μας για τους πατέρες MOTORHEAD, γεμίζουμε τα κομμάτια μας με κοφτά rock ‘n’ roll riffs, βγάζουμε μια ανέμελη ατμόσφαιρα προβάδικου (ναι, πάει κι άλλο), δένοντας το και παντρεύοντας το με την μπετόν αρμέ χαμηλοκουρδισμένη και ογκώδη λογική των δύο προηγούμενων δίσκων. Συγχαρητήρια, μόλις κατασκεύασες ένα από τα πιο πολυφορεμένα ύστερα μοτίβα υποϊδιώματος του death metal! Σίγουρα, κομμάτια όπως το “Eyemaster” και πάει λέγοντας με τα γκάζια τους μας θυμίζουν ότι, ναι, ακούμε τους πιονέρους της death metal σκηνής της Στοκχόλμης. Από την άλλη όμως, το “Hollowman” (ω ρε μάνα μου…), το “Contempt” και το “Full of hell” (να που πήρε η σημερινή μπαντάρα το όνομα της, παρεμπιπτόντως) μας δείχνουν τι είναι ικανοί να γράψουν οι ENTOMBED άμα τους αφήσεις να δείξουν πόσο αγαπάνε τα στακάτα και γκρουβάτα riffs.

“I am the way” λέει στην αρχή του “Eyemaster” και ποιος είμαι εγώ να τους αμφισβητήσω είπαμε; Αφού δείξανε το δρόμο σε πόσους συνοδοιπόρους τους, με κάθε τους κίνηση ως και αυτό εδώ το σημείο. Από που πιστεύετε π.χ. ότι ξεπήδησαν τα λατρεμένα “Massive killing capacity” (DISMEMBER) και “Soulless” (GRAVE) τα επόμενα χρόνια; Για ξανακούστε τα και τα ξαναλέμε. Το σπουδαίο ατού αυτού του δίσκου, είναι ότι φεύγει πραγματικά νεράκι, παρότι δεν έχει υψηλές ταχύτητες ιδιαίτερα, ούτε όμως και μεγάλη διάρκεια. 36 λεπτά παρά κάτι δεύτερα, γεμάτα στη πληροφορία για τον ακροατή, σε συνδυασμό με το τζαμαριστό συναίσθημα. Το δε φινάλε του “Out of hand” αποτελεί ένα από τα πιο συναυλιακά πράγματα που έχει γράψει ποτέ αυτό το συγκρότημα (Jesus Christ, lord of lies, in disguise…FUCK!), κάνοντας ιδανικό θεματικό “ζευγαράκι” με το “Heavens die” (Emotionally disqualified, to kill the liquid sky, I’m on the path to clandestine, God make heavens die! – το λες και διπλή αναφορά στους δύο προκατόχους!) για το κλείσιμο ενός ακόμα θρυλικού δίσκου.

30 χρόνια μετά, το “Wolverine blues” δικαίως έχει ωριμάσει σαν καλό κρασί σε δρύινο βαρέλι. Πέραν αμφιβολίας και χωρίς περιθώριο συζήτησης, δικαίως αποθεώνεται ως μια πανέξυπνη συνθετική κίνηση, δικαίως αντιγράφεται κατά κόρον από όποια death metal μπάντα θέλει να “ροκάρει” στο υλικό της και δικαίως συγκινεί όποιον κοιτάζει την ιστορία αυτής της μπάντας. Δε ξέρω ποιοι περίμεναν δεύτερο “Clandestine” τότε και ενδεχομένως απογοητεύτηκαν (λες και γίνονται κάθε μέρα τέτοια μνημεία – αχ ας μη το ανοίξω πριν πιώ καφέ!), αλλά οι ENTOMBED τους έγραψαν εκεί που δεν έπιανε μελάνι, δικαιώθηκαν τα μάλα (κυρίως από τον αμείλικτο χρόνο) και δείξανε το δρόμο, τόσο στο υποείδος που δημιουργήσανε επί της ουσίας, αλλά και στους εαυτούς τους, από εκείνο το σημείο μέχρι και τις τελευταίες τους μέρες.

MASTER I WILL ALWAYS BE OF ALL THAT IS OF ME!

Did you know that?

– Στο θρυλικό videoclip του ομώνυμου ύμνου, “πρωταγωνιστής” με τη μπάντα να παίζει, είναι ο Wolverine με την μορφή του να εμφανίζεται διαρκώς εμβόλιμα σε πλάνα της μπάντας, ενώ στο τελευταίο πλάνο, “σκίζει” σαν σε comic την οθόνη μαυρίζοντας τη! Πολύ όμορφη πινελιά. Αξίζει να σημειωθεί η μπλούζα CATHEDRAL του Rosenberg, που δείχνει από που ήρθε αυτό το ωραίο κατέβασμα ταχυτήτων πιθανότατα.

– Tο “Out of hand” βγήκε σε φερώνυμο EP τον Ιούλιο του ’94, που έδειξε δύο σπουδαίες ρίζες των ENTOMBED στα b-sides του. Από τη μια, το “God of thunder” των KISS (κάπου ο Σάκης ο Νίκας χειροκροτάει δυνατά). Από την άλλη, το “Black breath” των Αμερικανών πιονέρων του grindcore REPULSION. Πολυσυλλεκτικότητας το ανάγνωσμα θα πω εγώ!

– Πρώτο artwork του Guerilla Art με τους ENTOMBED, ενώ θα συνεργαστεί σε αυτόν το τομέα, με τους A CANOROUS QUINTET στο “The only pure hate” και στο “Vobiscum satanas” των DARK FUNERAL – αμφότερα το ’98. Καθόλου άσχημα! Σημειώνεται πως και εδώ, λόγο είχε ο Nicke Andersson (είχε συμμετάσχει, θυμίζω, στο σχεδιασμό του οπισθοφύλλου για το “Clandestine”), ενώ credit δίνονται επισήμως και στον Hellid, ο οποίος συμμετείχε και στον σχεδιασμό. Πολυτάλαντοι το δίχως άλλο!

Γιάννης Σαββίδης

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here