ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Tales from the thousand lakes” – AMORPHIS
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1994
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Relapse
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Tomas Skogsberg και τα παιδιά
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Tomi Koivusaari – φωνητικά, κιθάρα
Esa Holopainen – κιθάρα
Kasper Martenson – πλήκτρα
Olli-Pekka Laine – μπάσο
Jan Rechberger – τύμπανα
Είναι το λιγότερο αστείο, γλαφυρό, γραφικό, το να γράφω για το “Tales from the thousand lakes” των παιδιών, πόσο μάλλον για την 30η επέτειό του! Το ότι το μαλλάκι είναι ακόμα μαύρο και στη θέση του, ακούγοντας αυτόν το δίσκο ξανά και φέρνοντας στο μυαλό όλες μα όλες αυτές τις αναμνήσεις από το τότε που «πρωτογνωριστήκαμε», το λες και ένα μικρό θαύμα. Αυτό που λες μεγάλο θαύμα, είναι το πως ένα άλμπουμ από μία άσημη, τότε, μπάντα, το μόλις δεύτερό της και με τα μέλη της να είναι 19-20 χρονών, κατάφερε όχι μόνο να εδραιωθεί στο πιο σκοτεινό παρακλάδι της μουσικής μας, αλλά να αποτελέσει και σημείο αναφοράς για μεταγενέστερα σχήματα, επηρεάζοντας ακόμα και είδη (ανατρέξτε στις δηλώσεις πχ των ENSIFERUM και λοιπών).
Θυμάμαι ακόμα, ήμουν παιδάκι, όταν μου βάλανε το Μπλακγουιντερντάκι. ΟΚ, δεν χωράνε εδώ οπαδικά που λέμε, αλλά με λες και αρούγκανο ορκ των γηπέδων με αυτόν το δίσκο. Άλλωστε είναι η πρώτη επαφή με τους AMORPHIS και η πρώτη είσοδος σε αυτό το παρακλάδι, τότε. Και πως να μην μαγευτείς όταν είσαι 13 χρονών και αυτός ο κλασικός φίλος σου που είχε τότε έναν αδερφό/ξάδερφο λίγο μεγαλύτερο και σου μάθαινε νέους κόσμους, σου φέρνει το βινύλιο μάλιστα (έτσι, για να βλέπεις μεγάλη την εξωφυλλάρα (ευχαριστούμε κύριε Sjlvain Bellemare) και να ψαρώνεις με το «καλησπέρα και καλή βραδιά»). Πρώτο-πρώτο, το “Black winter day” φυσικά (ακόμα δεν είχαμε βάλει το δίσκο να παίξει ολόκληρο). ΣΟΚ! Και βάζουμε το δίσκο. Τα φιλιά μου στο Αίγιο Πέλαγος που λέει και μια ψυχή.
Οι AMORPHIS λοιπόν, τότε, το μαγικό 1994, ήταν μία άγουρη μπάντα. Είχαν κυκλοφορήσει το “The Karelian isthmus”, ένα τυπικό death metal άλμπουμ της εποχής, χωρίς ιδιαίτερα (ως κανένα θα μπορούσαμε να πούμε) προσωπικά στοιχεία, παίζοντας όπως ήταν λογικό, κάτι κοντά στις μπάντες που γούσταραν. Άλλωστε, οι συνθετικοί διόσκουροι του σχήματος, Tomi Koivusaari και Esa Holopainen, αλλά και οι Jan Rechberger, ξεκίνησαν «μωρά» με thrash metal (VIOLENT SOLUTION), προχώρησαν σε death metal (ABHORRENCE) και φυσικά κατέληξαν εκεί που έπρεπε. Όταν λοιπόν βάλεις δίπλα δίπλα το ντεμπούτο, το «Καρέλια» και το “Tales”, η εξέλιξη είναι τρομακτική, ειδικά για την ηλικία των μελών. Και τότε, δεν υπήρχαν ακόμα τα άπειρα ερεθίσματα αντίστοιχων ήχων όπως σήμερα. Τότε, ήταν «παρθένο» το έδαφος σε μεγάλο βαθμό.
Στο “Tales” λοιπόν, τα παιδιά, μειώνουν ταχύτητες, μπαίνουν μεν σε doom/death metal μονοπάτια (αυτά υπήρχαν ήδη), αλλά βάζουν το στοιχείο που τους έκανε μοναδικούς τότε και έδωσε αυτήν την cult (με την καλύτερη έννοια) υπόσταση στο δίσκο: Το folk στοιχείο, στηριζόμενο στις 2 κιθάρες με συνεχόμενα leads, αλλά και στα πλήκτρα του Kasper Martenson. O δίσκος εκπέμπει μία μαγεία. Από την αρχή του, το απλοϊκό μα συνάμα επιβλητικό instrumental “Thousand lakes”, σε βάζει σε μία ατμόσφαιρα απόλυτα ταιριαστή με το εξώφυλλο και είναι από εκείνα τα άλμπουμ που λέμε ότι σε ταξιδεύουν. Και σε πάνε ακριβώς εκεί που λέει ο τίτλος του. Στις χίλιες λίμνες.
Παγωμένο, σκοτεινό, μαγικό και σε συνδυασμό με τους στίχους από το κλασικό πλέον “Kalevala” (ασχέτως που με την προσαρμογή που κάνανε από τη μεταφρασμένη έκδοση του Keith Bosley το 1989, δεν έχουν πάντα την καλύτερη ροή και νοήμα), το πακέτο είναι τίγκα ελκυστικό. Τα καθαρά φωνητικά που βάζουν για πρώτη φορά και ειδικά μέσα στην ατέλειά τους, ταιριάζουν γάντι στον ήχο, ενώ, προσωπικά, το μεγαλύτερο ατού, είναι τα out of the box που λέμε πλήκτρα του Kasper, που οι ψυχεδελικές καταβολές του, αλλά και η ανάγκη του για πειραματισμό, τα κάνουν ιδιαίτερα. Οριακά δεν «χορεύω trans trans» στο “Castaway” και τόσα άλλα παραδείγματα.
O συνθετικός οίστρος της μπάντας εκείνη την περίοδο, αλλά και το πόσο άνετα ένιωθαν με αυτόν τον πειραματισμό, φάνηκε και στο EP που ακολούθησε, το “Black winter day”, το οποίο περιέχει δύο κομματάρες, τα “Moon and sun” (part I και II), όπου ειδικά το “II” είναι φανταστικό. Προσπερνάω τη διασκευή στο “Light my fire” των THE DOORS (που ήταν και bonus στο δίσκο), γιατί προσωπικά δεν μου άρεσε ποτέ πέραν του αρχικού χαβαλέ ακούγοντάς την, αλλά ήταν και δείγμα της διάθεσης της μπάντας και καλά έκαναν εννοείται. Ο πειραματισμός όμως, τότε, ήταν το βασικότερο χαρακτηριστικό των AMORPHIS. H αρχή έγινε με το “Tales”, αλλά και η συνέχεια ήταν εντυπωσιακή, στο πως εξελισσόταν η μπάντα δίσκο με δίσκο, ασχέτως των προσωπικών γούστων του καθενός μας. Η τριάδα “Tales”, “Elegy”, “Tuonela” (το “Am universum”, όσο δισκάρα και αν είναι, που είναι, δεν απέχει τόσο από το “Tuonela” όσο τα άλλα τρία μεταξύ τους), είναι απόδειξη μίας μπάντας με έμπνευση δίχως περιορισμούς και με όραμα. Και τους έβγαινε και σε απόλυτο βαθμό, πάντα προσωπικά μιλώντας.
Εμπορικά, το “Tales…” δεν έκανε καμία εκτόξευση, ούτε έκανε τους AMORPHIS μεγάλους και τρανούς. Πραγματικά μεγάλη (για τα δεδομένα της), έγινε η μπάντα στο σήμερα και με σταθερά βήματα από το “Under the red cloud” και μετά (με εκτόξευση στη μέλισσα), αφότου στην ουσία επέστρεψαν δυναμικά, μετά από διάφορες αναταραχές. Όμως, αυτό που έδωσε, είναι ένα status μίας μπάντας που παίζει ωραία μουσική, το ψάχνει χωρίς συμβιβασμούς και βγάζει ποιοτικές δουλειές. Και πολλά μάτια (όχι του Sauron) στράφηκαν προς τα εκεί, αρχής γενομένης με αυτόν το δίσκο.
Το ”Tales from the thousand lakes” είναι ένας δίσκος μαγικός. Είναι η αρχή (άντε, από τις αρχές αφού τότε βγαίνανε πράγματα παράλληλα και πολύ κοντινά σε ημερομηνίες) του λεγόμενου melodic doom/death metal. Είναι doom/death, είναι λυρικό, είναι μελωδικό, έχει φουλ ποικιλία και σε tempο και σε επιρροές, είναι ψυχεδελικό (“To father’s cabin” ένα απλό παράδειγμα), είναι progressive με την έννοια του διαφορετικού/προοδευτικού/πειραματικού (όχι με αυτήν του κάνω σεμινάρια για μουσικούς), είναι metal, είναι rock, είναι ένας αχταρμάς ξεχωριστών επιρροών 5 μουσικών που είχαν και κοινούς παρανομαστές φυσικά, που για κάποιο λόγο λειτούργησε εξαιρετικά! Και είναι δίσκος προπομπός και σημείο αναφοράς για πολλές μπάντες αντίστοιχου ήχου ή ακόμα και παρεμφερών. Ένα concept άλμπουμ που προσωπικά αδίκως δεν μπαίνει σε λίστες με κορυφαία concept άλμπουμ της μουσικής μας. Δεν έχει τη λάμψη, την εμπορικότητα και την αναγνωρισιμότητα άλλων κορυφαίων concepts, αλλά έχει την ουσία.
Μωρή μπαντάρα, μωρή δισκάρα!!!
Φραγκίσκος Σαμοΐλης