ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Burn” – DEEP PURPLE
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1974
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Polydor / Purple Records
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: DEEP PURPLE
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
David Coverdale – Φωνητικά
Glenn Hughes – Φωνητικά, μπάσο
Ritchie Blackmore – Κιθάρα
Jon Lord – πλήκτρα
Ian Paice – Drums
Τι να γράψουμε για έναν τόσο καλό δίσκο όπως το “Burn” που να μην έχει ήδη γραφτεί; Αυτό όμως το οποίο το κάνει τόσο ξεχωριστό, είναι πως πιθανότατα να είναι και ο μοναδικός δίσκος στην ιστορία της rock μουσικής, που εισαγάγει στον κόσμο, όχι έναν αλλά δύο από τους πιο επιδραστικούς και κορυφαίους τραγουδιστές ταυτόχρονα (οκ, ο Hughes ήταν στους TRAPEZE, αλλά η υφήλιος τον έμαθε από τους DEEP PURPLE του “Burn” αν θέλουμε να λέμε την αλήθεια).
Συχνά, η αλήθεια να λέγεται, ανταμώνουμε άλμπουμ στα οποία ένας νέος ερμηνευτής, frontman κλπ, αλλάζει τις ισορροπίες και απογειώνει την καριέρα μιας μπάντας, αλλά βρείτε μου ακόμα ένα παράδειγμα στο οποίο έρχονται δύο ερμηνευτές και αυτοί όχι μόνο δίνουν νέα ώθηση στο συγκρότημα, αλλά και οι δυο θα μείνουν στην ιστορία για τις τότε και τις μετέπειτα ερμηνείες τους. Πραγματικά σπάνιο, αν όχι μοναδικό επίτευγμα για τους DEEP PURPLE του 1973-4. Όταν μάλιστα έχεις να αντικαταστήσεις και το «γρανιτένιο» λαρύγγι του Ian Gillan και αυτό το πετυχαίνεις, τότε το επίτευγμα έχει διπλή αξία, αξία η οποία πολλαπλασιάζεται όταν έχεις και τέτοιο υλικό στα χέρια σου όπως αυτό από το οποίο αποτελείται ολόκληρο το “Burn”.
Θαυμαστά πράγματα αλήθεια… Αλλά, να πούμε και ένα κουτσομπολιό εδώ. Δυο φορές είπε όχι o Hughes στον Blackmore γιατί αρχικά νόμιζε ότι τον θέλουν αποκλειστικά για μπασίστα. Μόνο όταν του ξεκαθάρισαν ότι μπορεί να τραγουδάει κιόλας, δέχτηκε να μπει στην μπάντα, και με την προοπτική μάλιστα ότι θα τραγουδούσε με τον Paul Rodgers αφού του είπαν οι Lord, Paice και Blackmore πως αυτός ήταν ο μεγάλος τους στόχος για την αντικατάσταση του Gillan. Όταν αυτό κατέστη σαφές που δεν πρόκειται να συμβεί, και τους ενθουσίασε ο David Coverdale είχαν προβληματισμό πως αυτός θα το δέχονταν. Βέβαια η αλήθεια είναι πως του είχαν πει ότι θα τον πλησίαζαν και όχι ότι σώνει και καλά θα έμπαινε στην μπάντα.
Το ευτύχημα ήταν πως οι δυο νεαροί τότε Hughes και Coverdale εμπρός στο κοινό συμφέρον μπόρεσαν όχι μόνο να συνεργαστούν άψογα μεταξύ τους, αλλά κατάφεραν να δώσουν νέα πνοή στο συγκρότημα, να προσθέσουν καινούργια στοιχεία στην μουσική των DEEP PURPLE αλλά και σε λίγο καιρό θα γίνονταν τα αφεντικά, αφού οι επιρροές που έφεραν έγιναν σε σύντομο χρονικό διάστημα τόσο ισχυρές, ώστε να υπερισχύσουν των μουσικών κατευθύνσεων ακόμα και του Ritchie Blackmore.
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν πως το “Burn” είναι ένα άλμπουμ που λάμπει, ακόμα και σήμερα, για την ποικιλία του στα μουσικά του ακούσματα, αλλά και για την ποιότητα που πρόσφερε στην μπάντα. Από στιβαρό heavy rock, σε blues και ατόφιο hard, έως σε έντονες funky στιγμές, δεν το βαριέσαι ποτέ και όσο πιο πολύ το ακούς, ακόμα και σήμερα, τόσο πιο πολύ βρίσκεις νέα στοιχεία μέσα του, αλλά και ένα διαχρονικό ύφος ανανέωσης και φρεσκάδας. Έχω την εντύπωση ότι πρέπει να είναι το άλμπουμ το οποίο το διασκέδασαν πιο πολύ απ’ όλα όσα είχαν φτιάξει μέχρι τότε αλλά και από όλα όσα έφτιαξαν στο μέλλον. Για μένα δεν υπάρχει ούτε ένα filler εδώ, αφού ακόμα και το “A 200”, έχει ενδιαφέρον.
Ενδιαφέρον επιπλέον παρουσιάζει το γεγονός πως το κεντρικό riff του ομώνυμου τραγουδιού προέρχεται από το “Fascinating rhythm” των George και Ira Gershwing από το 1941 και όσοι νομίζετε ότι λέω σαχλαμάρες δεν έχετε παρά να το ψάξετε στο διαδίκτυο. Απλά ρε παιδί μου το “Burn” δεν είναι άλμπουμ για κολλημένους που θέλουν μια μπάντα να μην απομακρύνεται ποτέ από τα χαρακώματα της και να τολμήσει να εμπλουτίσει τον ήχο της με κάτι πιο καινούργιο. Άλλες μπάντες -και λογικό είναι- δεν το τόλμησαν ποτέ στην καριέρα τους και δεν μπορεί κάποιος να τους κατακρίνει γ’ αυτό. Υπήρξαν όμως, μπάντες που τόλμησαν και έκαναν το βήμα, άλλοι πετυχημένα άλλοι όχι. Το “Burn” ανήκει σαφώς στην πρώτη περίπτωση και μισό αιώνα από την κυκλοφορία του, πανάθεμά με, ακούγεται τρομερά πιο φρέσκο από πολλές δουλειές των DEEP PURPLE που κυκλοφόρησαν δεκαετίες μετά…
Την αιρετική μου άποψη θα την πω κι ας με λέτε περίεργο… Μπορεί τα “In rock” και “Machine head” δικαίως να θεωρούνται ως ογκόλιθοι του hard rock και τρομερά επιδραστικά άλμπουμ, μα σήμερα ακούγονται πολύ outdated. Κάτι που σε καμία περίπτωση δεν ισχύει για το “Burn”. Το γιατί απλά το καταλαβαίνεις κάθε φορά που το ακούς. Άλλωστε “Mistreated” ποτέ και κανείς δεν ξανάγραψε…
Δημήτρης Σειρηνάκης