A day to remember… 22/7 [RIOT]

0
1089












ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Nightbreaker” – RIOT
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1993
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Sony Music
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Steve Loeb, Rod Hui, Mark Reale
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Mike DiMeo – Φωνητικά
Mark Reale – Κιθάρα
Mike Flyntz – Κιθάρα
Pete Perez – Μπάσο
Bobby Jarzombek – Τύμπανα

Αντί προλόγου…

Ποιοι είναι οι σημαντικότεροι δίσκοι για μια μπάντα, για έναν καλλιτέχνη; Και πόσοι μπορεί να είναι αυτοί; Ας ξεκινήσουμε να επεξεργαζόμαστε τα ερωτήματα. Σίγουρα είναι το ντεμπούτο, διότι είναι το πρώτο βήμα και αυτό που δείχνει, αρκετές φορές, την πραγματική δυναμική του δημιουργού του. Είναι το δεύτερο album, αν το ντεμπούτο είναι εξαιρετικό, γιατί οφείλει να είναι ισάξιο. Να βάλουμε στην συζήτηση εννοείται και το τρίτο ως το σημαντικότερο όλων, γιατί αυτό είναι που καταδεικνύει τελικά το πραγματικό ταλέντο και τις πραγματικές δυνατότητες του καλλιτέχνη, ως η καταξίωση στον χώρο. Τρεις δίσκους μετρήσαμε. Τι ισχύει όμως με όσους έρχονται αργότερα και σηματοδοτούν μεγάλες, δραστικές αλλαγές στον ήχο; Δεν είναι λες εξίσου σημαίνοντες;

Οι τιμώμενοι στο εν λόγω κείμενο RIOT, αρίστευσαν στην πρώτη κρίσιμη τριάδα. Αρίστευσαν όμως και σε κάθε τους μουσική αλλαγή και δεν έγινε μια φορά αυτό. Άλλη μπάντα ακούς μεταξύ 1977-1983, άλλη το 1988-1990, διαφορετική μεταξύ 1993-2006, άλλη από το 2011 ως σήμερα. Ούτε μια, ούτε δυο, αλλά τέσσερεις φορές άλλαξε τον ηχητικό τους προσανατολισμό o μεγάλος αρχηγός Mark Reale, όλες με απόλυτη επιτυχία. Και κάθε δίσκος που σηματοδοτούσε την αλλαγή αυτή, αυτομάτως γινόταν σημαντικός, καθώς αν η στροφή δεν ήταν καλή, το όχημα θα έβγαινε εκτός δρόμου, κάποιες φορές δε, με ολέθρια αποτελέσματα. Έτσι έγινε και το 1993… ήρθε ένα “Nightbreaker” και έσωσε το group. Υπερβολή; Αμ δε!

Ας πιάσουμε το νήμα όμως από το 1990, για να «μπεις στο κλίμα». Ο μπασίστας και συνθέτης Donnie Van Stavern αποχωρεί από τη μπάντα λόγω διαφορών και κόντρας με το τότε management. Αντικαταστάτης του θα ήταν ο Pete Perez, γνωστός στην underground σκηνή του Texas, ως ο μπασίστας των KARION και των SYRUS. Με τις δυο αυτές μπάντες είχε ηχογραφήσει μόνο κάποια demos οπότε, όταν ο Mark Reale του πρότεινε συνεργασία, μάλλον δεν το σκέφτηκε ιδιαίτερα για να πει το «ναι». Θα τον ακούσεις επίσης να παίζει «τις κάλτσες» του με τους SPASTIC INK κι ακόμη να συνδράμει στους LEATHERWOLF και στους REVEREND, τη μπάντα που έφτιαξε ο μακαρίτης David Wayne όταν έφυγε από τους METAL CHURCH. Για την ιστορία, από τους SYRUS, οι οποίοι τελικά έκαναν το ντεμπούτο τους το 2017 (!) με το “Tales of war”, είχε περάσει για ένα demo το 1987 και ο Ray Alder. Ναι, ο γνωστός, ένας είναι ο Ray Alder.

Με τον Pete στο μπάσο, συνεχίστηκαν οι «ζωντανές» υποχρεώσεις του group και κυρίως, βγήκε το ιαπωνικό (και άκρως επιτυχημένο) σκέλος της περιοδείας του “The privilege of power”. Μετά το πέρας της, ξεκίνησαν να πέφτουν στο τραπέζι οι πρώτες ιδέες για το νέο album. O Tony Moore προλαβαίνει να τραγουδήσει σε τρεις demo συνθέσεις (“Medicine man, “Magic maker”, “Faded hero”) πριν αποχωρήσει και αυτός για τους ιδίους λόγους που αποχώρησε ο Donnie Van Stavern και βάλει ξανά το συγκρότημα στην «περιπέτεια» της εύρεσης τραγουδιστή. Ο Harry “Tyrant” Conklin περνά από audition, δοκιμάζεται και σε συναυλιακό επίπεδο αλλά η συνεργασία δεν προχωρά, καθώς μάλλον οι συνθήκες δεν ήταν οι κατάλληλες.

Παρένθεση…

Αρκετές φορές έχω αναρωτηθεί ποια θα ήταν η εξέλιξη των RIOT με τον έναν ή τον άλλον στο μικρόφωνο, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι τελικά, για καλό έγιναν όσα έγιναν. Όσον αφορά την περίπτωση “Tyrant”, ο μεν Τύραννος μετά από κάποια χρόνια επέστρεψε δυναμικά με τους JAG PANZER, οι δε RIOT βρήκαν έναν καταπληκτικό, άγνωστο ως τότε τύπο για το δικό τους μικρόφωνο. Για όσους τώρα είναι «αρρωστάκια» και θέλουν να έχουν τα πάντα, τόσο η δική του συμμετοχή, όσο και το demo του Tony Moore, μπορούν πλέον να βρεθούν και να ακουστούν εύκολα στην συλλογή “Rock world”, μαζί με μπόλικο ακυκλοφόρητο υλικό, συμπεριλαμβανομένων και τραγουδιών από τα “Nightbreaker sessions” που «κόπηκαν» στην πορεία.

Συνεχίζουμε…

1992. Οι Η.Π.Α δε θυμίζουν σε τίποτα αυτές των 80s. Τόσο το κλασσικό heavy/power όσο και το thrash αλλά και το arena hard ‘n’ heavy (ναι, αυτό που λένε κάποιοι “hair metal”), έχουν πάψει να κυριαρχούν. Ο κόσμος στρέφεται σε άλλους ήχους. Θες από βαρεμάρα; Θες από αντίδραση; Δε μας απασχολεί, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Αυτό, δυστυχώς, επηρεάζει και τους RIOT. Κανένα “Thundersteel” και κανένα “The privilege of power”, δεν ήταν δυνατό να ευδοκιμήσει σε ένα τέτοιο περιβάλλον. Οι ραγδαίες αλλαγές, όσο και οι αναταράξεις στην σύνθεση του group, το απειλούσαν και πάλι με «αφανισμό». Η λύση για να αποφευχθεί αυτό, μια δραστική, ριζική αλλαγή/ανανέωση.

Και ο Mark δεν τη φοβήθηκε. Το είχε ξανακάνει άλλωστε, όταν το 1988 τα έπαιξε όλα για όλα, αφήνοντας στην άκρη το hard ‘n’ heavy για να παίξει συγκλονιστικό power metal και να σώσει τη μπάντα του από μια διαφαινόμενη βουτιά στη λήθη. Η Ιαπωνία εξακολουθούσε να είναι το ισχυρότερο κάστρο του σχήματος. Την είχε σίγουρη. Έμελλε η Ευρώπη. Η πιο κλασσική, πιο παραδοσιακή και περισσότερο ανθεκτική σε μόδες, Ευρώπη. Κάνοντας το μεγαλύτερο all-in στην καριέρα του, μεγαλύτερο και από αυτό του “Thundersteel”, «ελεύθερος», ο Mark ψάχνει στα τρίσβαθα της ψυχής του και αποφασίζει να παίξει όπως αυτή τον προστάζει. Να φτιάξει στην ουσία ένα καινούργιο συγκρότημα, να γυρίσει πίσω, στις «ρίζες» του, να κοιτάξει αλλού και να «αναγεννηθεί». Θα του ήταν εύκολο; Όχι. Το ήξερε.

Το μεγαλύτερο «στοίχημα» των «νέων» RIOT, ήταν η φωνή τους. Ο Mike DiMeo. Σχετικά γνωστός μόνο στα μικρά clubs της Νέας Υόρκης, όπου έπαιζε με τους JOSIE SANG, τον ανακάλυψε ο μεγαλύτερος, ίσως, scouter στην ιστορία του hard rock και του heavy metal, ο Ritchie Blackmore. Οι DEEP PURPLE δεν είχαν τραγουδιστή, ο JL Turner είχε απολυθεί κι ο «άνδρας με τα μαύρα», ενθουσιασμένος από τη φωνή και τη χροιά του DiMeo (ένα υπέροχο κράμα Paul Rodgers, JL Turner και David Coverdale), του πρότεινε να γίνει ο τραγουδιστής του “The battle rages on” album, που ετοιμαζόταν εκείνη την περίοδο. Πράγματι, ο Mike ηχογράφησε κάποια demos με το συγκρότημα (μακάρι να τα ακούσουμε κάποτε, ΑΝ υπάρχουν) αλλά η επιμονή των υπολοίπων να έχουν ξανά στη φωνή τον Ian Gillan διότι, εδώ που τα λέμε, το «κασέρι» από πλευράς Sony ήταν πολύ, ανάγκασε τον Blackmore να υποχωρήσει και το «προξενιό» να μην ολοκληρωθεί.

Κάτοικος Νέας Υόρκης κι ο Mark Reale, θαυμαστής του Ritchie, δε μου βγάζεις από το μυαλό πως ΚΑΙ τον DiMeo ήξερε ΚΑΙ για τα τεκταινόμενα έμαθε αμέσως. Εξάλλου, είχε κι αυτός προϋπηρεσία στην εύρεση ταλέντων και «κοφτερή ματιά», ποιος ήξερε τους Speranza, Forrester και Moore πριν τους RIOT; Ο τελευταίος δεν άκουγε καν metal, jazz έπαιζε ο άνθρωπος! Με τον Mike Flyntz να παίρνει και τυπικά τη θέση του στη δεύτερη κιθάρα (μια θέση που αναβαθμίστηκε σε πρώτη από το «φευγιό» του αρχηγού και μετά) και τον Bobby Jarzombek σταθερό στα drums, η σύνθεση ολοκληρώνεται και η μπάντα μπαίνει στα Greene Street Recordings της Νέας Υόρκης, για να προβεί, κάτι μήνες μετά, στα αποκαλυπτήρια της τρίτης της «εποχής».

Το τεχνικό USPM των “Thundersteel” και “The privilege of power”, δεν είναι πια ο ήχος των RIOT. Η μουσική τους γίνεται πολύ πιο hard rock και τη μεγαλύτερη έμπνευση, τη χαρίζουν ο Ritchie Blackmore, o Phil Lynott, ο Gary Moore, ο Bernie Marsden με τον Micky Moody… Η σύνδεση με το παρελθόν δε θα περιοριζόταν εδώ, μα θα επεκτεινόταν σε σημεία και προς το ίδιο το παρελθόν της μπάντας, ίσως σαν ένας φόρος τιμής προς αυτό, προς την ίδια την ιστορία της. Υπό τούτο το κάπως «ευρύ» και γενικό πρίσμα, θα μπορούσαμε να πούμε, ίσως αυθαίρετα σε πρώτη ανάγνωση, πως οι RIOT γίνονται «ένα» με το κίνημα της αναβίωσης του vintage 70s ήχου, πριν αυτό ξεκινήσει, λίγα χρόνια μετά!

Το “Nightbreaker” είναι γεμάτο βρετανικές, κέλτικες και bluesy hard ‘n’ heavy μελωδίες, λες και αποφάσισαν να βγάλουν από κοινού δίσκο οι RAINBOW, THIN LIZZY, GARY MOORE BAND και WHITESNAKE. Η εξίσωση αυτή σημαίνει με την σειρά της εξαιρετικά τραγούδια, με ζηλευτή ομοιογένεια και συνθετική ισορροπία, με το group να είναι σε πραγματικά TOP φόρμα. Ό,τι ακούς εδώ είναι «ένα κι ένα». Η έναρξη του “Soldier” φέρνει στο νου το “Gunfighter”. Το “Destiny”, το “Silent scream” και το ομώνυμο ορίζουν τη μορφή, από δω και στο εξής και μέχρι την επανασύσταση του “Thundersteel” line up, όλων των γρήγορων κομματιών. Υπέροχο το «αισθαντικό» “In your eyes”, μοιάζει (και είναι) «βουτηγμένο» στα blues το “Medicine man”, κομματάρα και το “Babylon”, το οποίο αν πω πως δε μου θυμίζει το “Let go” των Q5, θα πω ψέμματα.

Το απόλυτο highlight όμως είναι αναμφίβολα ο ύμνος “Magic Maker”, μια υπέροχη Priest-ίλα a la “You’ve got another thing comin’”, όπου το συγκρότημα μας σερβίρει στο τέλος τη βασική μελωδία του “You burn in me” μέσα από ένα ονειρικό, καταιγιστικό δίλεπτο crescendo. Άκου τα διαδοχικά σολίδια και το μπάσο να «παιχνιδίζει», θα νομίσεις ότι βρίσκεσαι στο studio και παρακολουθείς ένα αυθόρμητο jamming! Ένα από τα πλέον αγαπημένα τραγούδια των οπαδών της μπάντας, ξεχασμένο από όταν κυκλοφόρησε, εντάχθηκε πρόσφατα σχετικά στην λίστα όσων παίζονται «ζωντανά», κατόπιν «λαϊκής», κυρίως δε Ελληνικής, «απαίτησης», όπως παραδέχθηκε σε κατ’ιδίαν συνομιλία μας ο ίδιος ο Donnie Van Stavern.

Πλούτος όμως υπάρχει και πίσω από την «πρώτη γραμμή». Στα bonus tracks και στις διασκευές. Στο “A whiter shade of pale” των PROCOL HARUM η μπάντα φέρνει την σύνθεση στα μέτρα της, ενώ το “Burn” (το «ευχαριστώ» στο κραταιό περιοδικό Burrn! που τόσο τους στήριξε) των DEEP PURPLE αποκτά ακόμη περισσότερη δυναμική, γίνεται εντελώς RIOT κομμάτι χωρίς να χάνει τον αυθεντικό του χαρακτήρα. Διόλου τυχαίο ότι αποτέλεσε μέρος του εκάστοτε συναυλιακού set για χρόνια. Ως bonus tracks τώρα θα βρεις, αναλόγως την έκδοση του album, τα “Black hearted woman”, “Faded hero” και “I’m on the run”. Στο τελευταίο, θα ακούσεις για μία τελευταία φορά τον Rhett Forrester, να βρυχάται σαν λιοντάρι και να ουρλιάζει σαν τη μυθική banshee, σκορπώντας μερικά ρίγη συγκίνησης σε όλους εμάς, που δε θεωρούμε τους RIOT «ένα ακόμη συγκρότημα».

Τελευταίο άφησα το “Outlaw”. Ξέρω πως πολλοί δεν αισθάνονται άνετα όταν ακούν τα αγαπημένα τους τραγούδια με νέα μορφή, αλλά συμπάθα με, διαφωνώ. Όταν υπάρχει από τη μια όραμα και από την άλλη σεβασμός, μόνο εξαιρετικό μπορεί να είναι το αποτέλεσμα, όπως είναι ομολογουμένως κι εδώ. Άσε που κάποια τραγούδια είναι τόσο διαχρονικά, που όποτε και να παιχτούν, όπως και παιχτούν, πάντα θα ενθουσιάζουν. Εξαιρετική δουλειά από τον DiMeo που γρεζάρει την ερμηνεία του τέλεια και ταιριαστή η κινηματογραφική, western εισαγωγή, ιδανικός τρόπος για να φτιαχτεί το κατάλληλο κλίμα πριν ακουστεί η θεϊκή riff-άρα.

Επίλογος…

Δεν έχει καμία σημασία αν αποκτήσεις ή αν έχεις ήδη την πρώτη έκδοση της Sony Music (1993), τη δεύτερη της Rising Sun Productions (1994), ή αυτή της Metal Blade Records (1999). Δεν έχει καμία σημασία αν στο εξώφυλλο είναι ο καρχαρίας, ο γύπας ή ο Johnny η φώκια. Σημασία έχει πως με το “Nightbreaker” εγκαινιάστηκε μια άκρως ποιοτική περίοδος για τους RIOT, που έδωσε και αυτή αριστουργήματα. Μια περίοδος ελκυστική τόσο σε αυτούς που προτιμούν τους RIOT vintage, όσο και σε αυτούς που τους θέλουν να σαρώνουν τα πάντα στο διάβα τους, παίζοντας US power metal. Ένας τέλειος συνδετικός κρίκος. Ο Mark άλλαξε, έπαιξε το «σωστό χαρτί» και κέρδισε. Γι’ αυτό και το ίσως υποτιμημένο “Nightbreaker”, θα αποτελεί πάντα έναν ακρογωνιαίο λίθο στην RIOT εποποιΐα.

Δημήτρης Τσέλλος

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here