A day to remember… 28/3 [LED ZEPPELIN]

0
441
houses-of-the-holy-front.jpg

ONOMA ΑΛΜΠΟΥΜ: “Houses of the Holy” – LED ZEPPELIN
ETOΣ KYKΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1973
ΕΤΑΙΡΙΑ: Atlantic
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Jimmy Page
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Φωνητικά – Robert Plant
Κιθάρες – Jimmy Page
Mπάσο/πλήκτρα – John Paul Jones
Τύμπανα – John Bonham

Πραγματικά, δεν είμαι σίγουρος για το κατά πόσο οι LED ZEPPELIN είχαν αντιληφθεί τι είχαν καταφέρει με την κυκλοφορία ενός εκ των σημαντικότερων άλμπουμ της δεκαετίας του ’70, του “Led Zeppelin IV” ή “Untitled”, “Four Symbols”, “The Fourth Album”, πείτε το όπως θέλετε. Από την Atlantic κάποιοι το ονόμασαν “Suicide album”, διότι θεωρούσαν πως η έλλειψη προώθησης θα οδηγούσε την κυκλοφορία αυτή σε εμπορική αποτυχία. Μόνο που δεν μπορούσαν να πέσουν πιο έξω. Όταν κυκλοφόρησε πριν 52 χρόνια, το “IV” έγινε άμεσα επιτυχία και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, φτάνοντας στο νο.1 του Ηνωμένου Βασιλείου και στο νο. 2 του Billboard στις ΗΠΑ.

Ήδη από το 1971 έθεσαν το πρότυπο για το κλασικό hard rock άλμπουμ με αυτή τους την δουλειά, που μόνο ελάχιστα άλλα την ίδια δεκαετία θα το κοίταζαν στα ίσια, όπως τα “Dark side of the moon” και “The wall” των PINK FLOYD, το “Hotel California” των EAGLES και το “Boston” των BOSTON από το 1976, το “Rumours” των FLEETWOOD MAC και το “Bat out of hell” του MEAT LOAF της επόμενης χρονιάς. Το 1971, ωστόσο, και ελλείψει προοπτικής από τους LED ZEPPELIN οι οποίοι δεν έβλεπαν μπροστά τους ζώντας μέσα στο ηδονικό, χρυσό κλουβί τους, απολάμβαναν τον τίτλο του μεγαλύτερου συγκροτήματος στον κόσμο, φύσει και θέσει, έχοντας δώσει κυριολεκτικά υπόσταση στον όρο “rock star”, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο εκείνη την εποχή.

Αυτά ακριβώς ήταν και τα στοιχεία που θα αποτελούσαν πρόκληση για το συγκρότημα την εποχή που θα ακολουθούσε την κυκλοφορία του “Led Zeppelin IV”. Πως ακολουθεί κάποιος το άλμπουμ που χάρισε στην ανθρωπότητα το “Stairway to Heaven”; Η απάντηση είναι … με ένα διάλειμμα, που, αν μη τι άλλο, το άξιζαν δικαιωματικά. Από την εποχή που συγκροτήθηκαν σε μπάντα, ως NEW YARDBIRDS το 1968, οι ZEPPELIN δεν έπαψαν στιγμή να περιοδεύουν, να δίνουν συναυλίες, να ηχογραφούν και να κυκλοφορούν άλμπουμ, για αυτό και είχαν ήδη κάνει μεγάλη πρόοδο και πρακτικά, σε εμπορικούς όρους, έτρεχαν μόνοι τους, έχοντας κυκλοφορήσει τέσσερα άλμπουμ με πωλήσεις πολλών εκατομμυρίων δίσκων μέσα σε λιγότερο από τρία χρόνια. Και όλα αυτά νικώντας τον ανταγωνισμό παντού.

Από τον Απρίλιο του 1972 το συγκρότημα προνόησε να δεσμεύσει το θρυλικό αυτοκινούμενο στούντιο των ROLLING STONES, το Rolling Stones Mobile Studio, το οποίο είχαν δουλέψει και στο τελευταίο τους άλμπουμ. Το τι έχει ηχογραφηθεί σε αυτή την μονάδα δεν μπορεί να αποτυπωθεί εδώ, ελλείψει χώρου. Ενδεικτικά όμως με παίρνει να αναφέρω τα “III” και “IV” των LED ZEPPELIN, τα “Who’s next” των WHO και το “Sticky fingers” των ROLLING STONES από το 1971 και το “Machine head” των DEEP PURPLE (1972). Το όχημα-στούντιο μεταφέρθηκε στο ειδυλλιακό Stargroves, (επίσης γνωστό ως Stargrove House), ένα αρχοντικό (με το σχετικό περιβάλλον κτήμα) στο ανατολικό Woodhay, στην κομητεία Hampshire στην Αγγλία. Το σπίτι, που η προέλευση του χανόταν στα τέλη του 16ου αιώνα, είχε αγοραστεί από τον Mick Jagger των  ROLLING STONES, το 1970, στην τιμή των 55.000 λιρών (σημερινά περίπου 1,2 εκ. Ευρώ). Κατά την δεκαετία του 1970, εκτός από σπίτι του Jagger, αποτέλεσε και χώρο ηχογράφησης που χρησιμοποίησαν τόσο οι ROLLING STONES όσο και οι ZEPPELIN και οι WHO. Επιπλέον, ήταν και τοποθεσία γυρισμάτων για την ιστορική βρετανική τηλεοπτική σειρά φαντασίας “Doctor Who”.

Πέρα από το Mobile Studio, οι ZEPPELIN είχαν δημιουργήσει και άλλους χώρους δημιουργικότητας, με τον κιθαρίστα Jimmy Page και τον μπασίστα John Paul Jones να αποκτούν τα δικά τους οικιακά στούντιο. Σε αυτά τα στούντιο έγινε και μεγάλο μέρος της προεργασίας για την επερχόμενη κυκλοφορία τους, όπου αποφάσισαν να αναθεωρήσουν συνολικά την μουσική τους προσέγγιση. Τρία άλμπουμ με εξερευνήσεις του hard rock ήχου, βασισμένου στα μπλουζ, άλλοτε σκοτεινές, άλλοτε ηλεκτρικές και ενθουσιώδεις και ένα άλμπουμ τελείως έξω από τα στάνταρντ τους, με έντονο το folk στοιχείο, έδωσαν την θέση τους σε μία εμφατική κιθαριστική δουλειά σε rock ρυθμούς, ορμώμενους από τα μαγικά χέρια του Page. Ειδικότερα, το συγκρότημα απέφυγε να πάει για ένα ακόμη “IV” παρά την (αναμενόμενη) λαϊκή απαίτηση. Κατά τον Page, «είναι πολύ επικίνδυνο να προσπαθείς να αντιγράψεις τον εαυτό σου και χωρίς να αναφέρω ονόματα, είμαι σίγουρος ότι έχετε ακούσει συγκροτήματα που επαναλαμβάνονται ασταμάτητα. Μετά από τέσσερα ή πέντε άλμπουμ, απλώς καίγονται». Αντ’ αυτού, λοιπόν, οι ZEPPELIN εξερεύνησαν και άλλα μουσικά είδη, δίνοντας βάρος στην πολυπλοκότητα και στην λεπτομέρεια.

Όπως πάντα, την παραγωγή ανέλαβε ο Page με τον ταλαντούχο, Βρετανό μηχανικό ήχου και παραγωγό Eddie Kramer σε δεύτερο ρόλο. Ο ίδιος είχε άλλωστε δηλώσει πως η δουλειά του ήταν να βοηθήσει τον Page να επιτύχει οποιοδήποτε ηχητικό αποτέλεσμα επιθυμούσε. Με τον Kramer η μπάντα είχε συνεργαστεί και στο “III” αν και τότε η όλη φάση είχε λήξει κάπως αμήχανα μεταξύ τους, με αφορμή ένα περιστατικό στα στούντιο Electric Lady στη Νέα Υόρκη, όπου ο Kramer ήταν μόνιμος συντελεστής. Κατά τον παραγωγό, «όλα πήγαιναν καλά μέχρι που παρήγγειλαν κάποιο ινδικό φαγητό και μία μεγάλη ποσότητα από αυτό κατέληξε στο πάτωμα. Ήμουν αρκετά κτητικός με το μέρος και τους ζήτησα να το καθαρίσουν. Και αυτοί απλά έφυγαν!». Ευτυχώς, 2 χρόνια αργότερα, όλοι είχαν αφήσει αυτό το περιστατικό πίσω τους. Όταν ο Kramer έφτασε στο Stargroves, το συγκρότημα ήταν σε εξαιρετική διάθεση. «Ο καιρός ήταν καλός, η ατμόσφαιρα στο συγκρότημα ήταν πολύ καλή, ο Jimmy κοιμόταν στην κρεβατοκάμαρα του Jagger. Όλοι ήταν χαρούμενοι!»

Με τον Kramer οι ZEPPELIN ηχογράφησαν οκτώ κομμάτια στο Stargroves, τέσσερα από τα οποία θα κατέληγαν στο επικείμενο άλμπουμ. Άλλα τρία, τα “Black country women”, “The Rover” και “Houses Of The holy” θα εμφανίζονταν στο μεθεπόμενο διπλό άλμπουμ “Physical graffiti”,  ενώ το τελευταίο κομμάτι, “Walter’s walk”, επρόκειτο να κυκλοφορήσει στην τύπου συλλογή “Coda”, που κυκλοφόρησε χρόνια αργότερα, το 1982.

Στο Stargroves, οι ZEPPELIN εξέλιξαν και άλλες ιδέες, τζαμάροντας και δημιουργώντας. Περαιτέρω ηχογράφηση έγινε στα Olympic Studios του Λονδίνου τον Μάιο, και κατά τη διάρκεια της περιοδείας του 1972 στη Βόρεια Αμερική, έλαβαν χώρα επιπλέον sessions στα Electric Lady Studios στη Νέα Υόρκη. Τα τραγούδια  που προέκυψαν είχαν διάφορες καταλήξεις. Μερικά δεν μπήκαν καν στο νέο άλμπουμ. Άλλα χρησιμοποιήθηκαν σε επόμενες κυκλοφορίες. Τέλος, μια σειρά από rock ‘n’ roll διασκευές, συμπεριλαμβανομένων τραγουδιών από την συλλογή του Elvis Presley, “Elvis’ Golden Records”, που ηχογραφήθηκαν στα Electric Lady Studios, παραμένουν ακυκλοφόρητα. Σημειώνεται ότι κατά την διάρκεια της αμερικάνικης περιοδείας, οι ZEPPELIN άρχισαν να δοκιμάζουν και κάποια από τα νέα τραγούδια τους, σε μία φάση του συγκροτήματος που ο ίδιος ο Page θεωρεί την κορυφαία τους δημιουργικά. Παρόλα αυτά, οι ROLLING STONES κέρδισαν την καρδιά των Αμερικάνων εκείνη την περίοδο με την ταυτόχρονη δική τους περιοδεία, κάτι που εξόργισε τον manager του συγκροτήματος, τον πολύ (από όλες τις απόψεις) Peter Grant, με αποτέλεσμα να αναζητήσει δημοσιοσχεσίτες προκειμένου να μην ξαναπεράσει ποτέ περιοδεία των ZEPPELIN στα ψιλά, σε σύγκριση με οποιονδήποτε άλλον. Ηχογραφήσεις από αυτές τις εμφανίσεις των ZEPPELIN μπορεί να ακούσει κάποιος στο live άλμπουμ “How the West was won” (2003).

Οι οκτώ τελικές συνθέσεις που κατέληξαν στο νέο άλμπουμ καθιστούν, κατά την άποψη μου, αυτή την δουλειά των ZEPPELIN ως την συνθετικά πιο πλήρη τους κυκλοφορία. Αυτό το πέμπτο άλμπουμ πήρε τον τίτλο του από ένα τραγούδι που παρότι έτοιμο, δεν μπήκε στον δίσκο, σε μία κάπως οξύμωρη κίνηση εκ μέρους του συγκροτήματος, που όμως είχε συνηθίσει τους fans του σε τέτοιου είδους παιχνίδια (όπως πχ με την απόφαση τους να μην δώσουν καν επίσημο τίτλο στο προηγούμενο άλμπουμ τους). Το “Houses of the Holy” δεν μπήκε εδώ, λοιπόν, αλλά χάρισε τον τίτλο του στην νέα τους δουλειά. Το εν λόγω τραγούδι αναφερόταν στους χώρους όπου είχε εμφανιστεί ζωντανά το συγκρότημα, όμως προτίμησαν  να το αφήσουν έξω για το “Dancing days” που ακουγόταν κάπως παρόμοιο σε τέμπο και ελαφρώς καλύτερο, κατά την γνώμη τους. Το παραδέχτηκε και ο ίδιος ο τραγουδιστής των ZEPPELIN, Robert Plant δηλώνοντας ότι «ήταν λίγο ανόητο, έτσι δεν είναι; Θέλω να πω, θα μπορούσα να εκφράσω κάποιο μεγάλο βαθύ συλλογισμό, αλλά… δεν μπορώ καν να θυμηθώ γιατί το αφήσαμε εκτός…νομίζω ότι σκεφτήκαμε να το κρατήσουμε και να κάνουμε κάτι άλλο με αυτό!».

Το εναρκτήριο κομμάτι του άλμπουμ, “The song remains the same”, ήταν αρχικά ένα ορχηστρικό που συνέθεσε ο Jimmy Page με τίτλο “The overture”, με εισαγωγή που μοιάζει αρκετά με το “Tinker tailor soldier sailor” των YARDBIRDS, το οποίο γράφτηκε επίσης από τον Page. Όπως δήλωσε ο κιθαρίστας χρόνια αργότερα, το μουσικό αυτό κομμάτι είχε γραφτεί σαν «γέφυρα» για να οδηγήσει στο επόμενο τραγούδι, το “The rain song”, όμως ο τραγουδιστής και βασικός στιχουργός των ZEPPELIN, Robert Plant είχε διαφορετική άποψη, παρατηρώντας ότι ήταν πολύ καλό μουσικά για να παραμείνει Instrumental. Μάλιστα τον παρότρυνε να το χωρίσει στα δύο και να το δουλέψει σε δύο μέρη. Ο Plant, δίχως να χάσει χρόνο, πρόσθεσε στίχους που αναφέρονταν στις εμπειρίες του συγκροτήματος στην περιοδεία. Οι στίχοι βασιζόντουσαν στην πεποίθηση του Plant ότι η μουσική είναι καθολική. Όπως δήλωσε μετά την κυκλοφορία του άλμπουμ, «κάθε φορά που το τραγουδάω, απλώς φαντάζομαι το γεγονός ότι έχω γυρίσει όλο τον κόσμο, και στη ρίζα όλων υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής για όλους. Αυτός ο κοινός παρονομαστής είναι αυτός που κάνει το τραγούδι καλό ή κακό, είτε πρόκειται για κάτι από τους LED ZEPPELIN είτε για κάτι από τον Alice Cooper». Αργότερα, κατά το τελικό μιξάρισμα, ο Page επιτάχυνε τα φωνητικά του Plant, για να ταιριάξουν μελωδικά πάνω από τις φοβερές -ομολογουμένως – κιθάρες του τραγουδιού.

Αν υπάρχει ένα τραγούδι των ZEPPELIN που ενώνει τους fans τους με το διακριτικό μεγαλείο του, τότε αυτό είναι το “Rain song”. Ο Page το έγραψε μετά από μια συζήτηση που είχε με τον πρώην BEATLE George Harrison, στην οποία ρώτησε τον κιθαρίστα των ZEPPELIN (σύμφωνα με άλλους τον ντράμερ John Bonham) γιατί δεν έγραφαν ποτέ καμία μπαλάντα. «Το πρόβλημα με εσάς είναι ότι δεν κάνετε ποτέ μπαλάντες» είπε ο κιθαρίστας των Σκαθαριών. Και ο Page αποφάσισε να του δώσει μία μπαλάντα. Προσωπικά, πάντως, οφείλω να πω ότι δεν ξέρω αν είπε κάτι τέτοιο ο Harrison πριν ή μετά την κυκλοφορία του “Led Zeppelin IV”, αφού το “Stairway to heaven” μια χαρά μπαλάντα είναι! Η απάντηση του Page, όπως και να έχει, είναι εμφατική, παραθέτοντας μάλιστα και τις πρώτες νότες του “Something” των BEATLES για να «τρολάρει» τον Harrison. Το κομμάτι αρχικά δουλευόταν ως “Slush” και προοριζόταν να είναι η ορχηστρική συνέχεια του “The song remains the same” (αρχικά “Overture”), όμως ευτυχώς, και εδώ πρόλαβε ο Plant να βάλει το χεράκι του, παραλληλίζοντας τις συναισθηματικές εκφάνσεις της αγάπης με την μετάβαση ανάμεσα στις εποχές του χρόνου, ξεκινώντας από την άνοιξη του έρωτά του και τελειώνοντας με την ψυχρότητα του χειμώνα. Οι καλές στιγμές δεν διαρκούν για πάντα, πάνω σε όλους μας πρέπει να «πέσει λίγη βροχή». Η ατμόσφαιρα συμπληρώνεται από το Mellotron του John Paul Jones.

Ένα από τα αγαπημένα μου και πιο χαρακτηριστικά τραγούδια των ZEPPELIN, το “Over the Hills and Far Away”, συνδυάζει την όμορφη, χαλαρή εισαγωγή με το ρυθμικό hard rock στην συνέχεια και την θεματολογία του Φανταστικού. Ήταν το single του άλμπουμ που κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ, με b-side το “Dancing days”, φτάνοντας το νο. 51 του σχετικού chart. Οι Page και Plant έγραψαν το τραγούδι το 1970 στο Bron-Yr-Aur, ένα μικρό εξοχικό σπίτι στην Ουαλία όπου έμειναν με τις οικογένειες τους, αφού ολοκλήρωσαν μια εξαντλητική αμερικάνικη περιοδεία και όπου έγραψαν μέρος του “III”. Αρχικά είχε τον τίτλο “Many many times”. Μουσικά, το “Over the Hills and Far Away” εξελίχθηκε από το “White summer” των YARDBIRDS, ένα ακουστικό κομμάτι του ίδιου του Page και βασισμένο στην κέλτικη μουσική παράδοση. Πρακτικά, μεταμορφώθηκε σε τραγούδι με την προσθήκη στίχων από τον Plant, τους οποίους εμπνεύστηκε από το ποίημα του J.R.R. Tolkien “Over old hills and far away” και το βιβλίο του “The Hobbit”. Στην ουσία, εξιστορείται η περιπέτεια ενός hobbit. Ιστορικά, αναφέρεται ένα παλιό αγγλικό τραγούδι που ονομάζεται “Over the hills and far away” που χρονολογείται από τον 18ο αιώνα και ίσως από εκεί μπορεί να προέρχεται ο τίτλος.

Η πρώτη πλευρά του “Houses of the Holy” κλείνει με το “The crunge”, ένα τραγούδι με έντονο funk στυλ, παρόμοιο με αυτό του James Brown.  Κυκλοφόρησε ως b-side του “D’yer Mak’er” στις Η.Π.Α. Σίγουρα όχι κάτι που θα περίμενε κάποιος από τους ZEPPELIN. Με αναφορές σε μαύρους καλλιτέχνες όπως ο James Brown, ο Otis Redding και η Aretha Franklin, το “The crunge” ξεκίνησε από ένα jam στο στούντιο, με το μπάσο του Jones να καθοδηγεί τους υπόλοιπους, ενώ ο Plant, που πήρε την πρωτοβουλία να διαμορφώσει το κομμάτι, ξενίζει ελαφρώς με την εκφορά του. Ο τίτλος αναφέρεται σε έναν χορό που δεν μπορεί κάποιος να χορέψει και μάλιστα οι ZEPPELIN θα πρόσθεταν και την σχετική «χορογραφία» με κάποιο τρόπο στον δίσκο, αν δεν περιοριζόντουσαν από την συσκευασία του άλμπουμ. Αυτοί που ακούει ο ακροατής να μιλούν στην αρχή του τραγουδιού είναι ο Page και ο πρωτοπόρος Βρετανός μηχανικός ήχου George Chikianz των Olympic Studios.

Στην άλλη πλευρά του “Houses of the Holy”, η μπάντα ξεκινάει με το “Dancing days”, χαρακτηριστική σύνθεση τους, εμπνευσμένο από μια ινδική μελωδία που άκουσαν οι Page και Plant ενώ ταξίδευαν στη Βομβάη, καθώς είχαν κανονίσει κάποια sessions με ντόπιους μουσικούς για τα “Friends” και “Four sticks” (από το “III” και το “IV”, αντίστοιχα). Η κύρια μελωδία πάρθηκε από ένα “raga”, μία αυτοσχεδιαστική μελωδική βάση που απαντάται στην παραδοσιακή ινδική μουσική, κατά την διάρκεια ενός γάμου. Όταν επέστρεψαν, δεν έχασαν χρόνο και ηχογράφησαν το κομμάτι. Τους άρεσε τόσο πολύ που ενθουσιασμένοι βγήκαν στο γρασίδι του Stargroves και ξεκίνησαν τους χορούς, κάτι που τους έδωσε την ιδέα για τον τίτλο και το στιχουργικό περιεχόμενο. Είναι ένα τραγούδι για το καλοκαίρι, στο χαλαρό και ανέμελο στυλ των ZEPPELIN.

Και μιας και πιάσαμε το καλοκαίρι, τι καλύτερο από λίγη … reggae; To “D’yer Mak’er” είναι το πρώτο τραγούδι χρονολογικά που ανακατεύει την reggae με το hard rock (τουλάχιστον από αυτά που μπορώ να θυμηθώ άμεσα), χρόνια πριν το “Is there anybody there?” των SCORPIONS και το “Tokyo nights” των KROKUS. Ήταν ένα από τα ελάχιστα singles του συγκροτήματος και στις ΗΠΑ, όπου και κυκλοφόρησε, έφτασε μέχρι το νο. 20 των charts. Μουσικά, το συγκρότημα πήγε να συνδυάσει το “doo-wop” (μία ακόμη αφροαμερικάνικη εκδοχή του rhythm and blues), την reggae και το dub (που προέρχεται από την reggae). Και όλο αυτό το πλαισίωσε με στίχους βασισμένους ένα αγγλικό ανέκδοτο (κάτι που αυτόματα σημαίνει ότι δεν είναι για όλους και πολλοί δεν παίζει να γελάσουν) όπου δύο φίλοι συζητούσαν και ο ένας λέει:

“My wife’s gone to the West Indies?”, (Δυτικές Ινδίες αποκαλούνται τα νησιά της Καραϊβικής)

“Jamaica?” ρωτάει ο άλλος.

“No, she wanted to go” απαντάει ο πρώτος.

Το κλειδί εδώ είναι ότι λέγοντας “Jamaica” με βαριά αγγλική προφορά ακούγεται κάτι σαν “D’yer Mak’er”, δηλ. “Did you make her”.

Εγώ απλά θα σας αφήσω με την παγερή δροσιά του αστείου.

Το συγκεκριμένο δεν άρεσε καθόλου στον Jones, o οποίος υποστήριξε ότι αυτό και το “The crunge” ξεκίνησαν σαν χαβαλές και με κάποιο απροσδιόριστο τρόπο κατέληξαν στο “Houses of the Holy”. Και δεν ήταν ο μόνος. Πολλοί δεν έπιασαν την επιθυμία των ZEPPELIN να κυκλοφορήσουν ένα reggae τραγούδι (όπως και την διάθεση τους να πειραματιστούν με την funk στο “The crunge”), άλλοι νόμιζαν ότι λέει “Dear Maker” στον τίτλο και το πήγαν πολύ βαθιά πνευματικά. Ο Page σε συνέντευξη του δήλωσε πως δεν καταλαβαίνει την έκρηξη όλων αυτών που κατηγορούσαν την επιλογή αυτού του τραγουδιού για τον δίσκο και αποκάλυψε ότι πρόκειται για ένα συνδυασμό reggae και του “Poor little fool” του Ricky Nelson από το 1958 και με λίγο από τον Αμερικάνο soul και rhythm and blues καλλιτέχνη, Ben E. King. Μάλιστα, ήταν το τραγούδι που «έμπασε» τον Axl Rose στο hard rock, σύμφωνα με τον ίδιο! Το πείραμα, λοιπόν, δεν απέτυχε πλήρως.

Το πιο «σοβαρό» τραγούδι του άλμπουμ, το άκρως ατμοσφαιρικό “No quarter”, δοκιμάστηκε για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια των συνεδριών για “IV”. Στο “Houses of the holy” ήταν η προσωπική επίδειξη του John Paul Jones και συγκεκριμένα εδώ στις ικανότητες του στα πλήκτρα. Ζωντανά, δε, ήταν ένα από τα ελάχιστα (αν όχι το μοναδικό) σημείο του live που ο Jones ερχόταν στο προσκήνιο. Η έκφραση “No quarter” είναι μια πειρατική φράση που σημαίνει “χωρίς έλεος”, ή γενικά όταν κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις οι νικητές δεν έδειχναν κανένα έλεος στους ηττημένους, κυρίως στους αιχμαλώτους, τους οποίους και εκτελούσαν. Επίσης χρησιμοποιήθηκε κατά την Αμερικανική Επανάσταση, όταν η Μεγάλη Βρετανία επέβαλε μια πολιτική που απαιτούσε από τους αποικιακούς Αμερικανούς να στεγάζουν Βρετανούς στρατιώτες και να τους προσφέρουν φαγητό και κρεβάτι κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Εάν αυτή η πολιτική αρνούνταν αυτή την βοήθεια σε έναν Βρετανό στρατιώτη, ο Βρετανός στρατιώτης είχε νόμιμο δικαίωμα να επιβάλλει αυστηρή τιμωρία, μέχρι και θάνατο, στον Αμερικανό που αρνήθηκε.

Το “Houses of the Holy” κλείνει με το “The ocean”. Ήδη μέρος των encore του συγκροτήματος πολύ πριν από την κυκλοφορία του, το τελευταίο κομμάτι του άλμπουμ ήταν η ωδή του Plant στις λεγεώνες των θαυμαστών τους. Ο τίτλος είναι μια μεταφορά για τη «θάλασσα των κεφαλιών» που αντίκρυζε ο Robert Plant στις συναυλίες τους. Αν στήσετε αυτί προσεκτικά μετά το ενάμιση λεπτό (στο 1:37), ίσως ακούσετε το τηλέφωνο του στούντιο να χτυπά κάπου στο βάθος. Όταν ο Plant τραγουδάει για «το κορίτσι που κέρδισε την καρδιά μου» αναφέρεται στην κόρη του, Carmen, (γεννημένη το Νοέμβριο του 1968), η οποία ήταν τριών ετών όταν το ηχογραφούσαν και στις συναυλίες ο Plant ανανέωνε πάντα τον στίχο για να αντικατοπτρίζει την τρέχουσα ηλικία της κόρης του. Το “The ocean” κυκλοφόρησε σαν single στην Γερμανία, όπου έφτασε άνετα στο νο. 8.

Στο ιστορικό πορτοκαλί εξώφυλλο του νέου άλμπουμ, η πρώτη συνεργασία της θρυλικής Hipgnosis με τους LED ZEPPELIN, απεικονίζονται δύο γυμνά παιδιά που σκαρφαλώνουν πάνω από το Giant’s Causeway, ένα φυσικό παζλ φτιαγμένο από χιλιάδες αλληλένδετες στήλες από βασάλτη – τόσο αρμονικά λαξευμένες και τοποθετημένες από την φύση που μοιάζουν σαν ψεύτικες, στη βόρεια ακτή της Βόρειας Ιρλανδίας. Πόνημα του διάσημου σχεδιαστή της Hipgnosis, Aubrey Powell, είναι ένα έργο τέχνης που αντικατοπτρίζει τη γοητεία του τέλους της δεκαετίας του ’60 και των αρχών της δεκαετίας του ’70, με τη φυσική παιδική αθωότητα σε πρώτο πλάνο, εμπνευσμένο από το μυθιστόρημα “Childhood’s end” («Οι Επικυρίαρχοι») του Arthur C. Clarke. 10 ημέρες πήρε στον Powell να πάρει τις φωτογραφίες που ήθελε, μόνο που δεν μπόρεσε να πετύχει το επιθυμητό αποτέλεσμα, λόγω της συνεχούς βροχής και του συννεφιασμένου ουρανού. Μόνο αργότερα, με κάποια επεξεργασία στο εργαστήριο, πήρε τα χρώματα στις λήψεις που ήθελε.

Αν και τα παιδιά, τα αδελφάκια Stefan and Samantha Gates, δεν εμφανίζονται από μπροστά, το εξώφυλλο ήταν αμφιλεγόμενο ήδη από την εποχή της κυκλοφορίας του άλμπουμ. Αυτή η ιστορία επανήλθε πρόσφατα, όταν το Facebook απαγόρευσε δημοσιεύσεις με το συγκεκριμένο εξώφυλλο, καθώς ο αλγόριθμος του έκρινε ότι «το εξώφυλλο του άλμπουμ είχε παραβιάσει τα κοινοτικά πρότυπα της εταιρείας σχετικά με το γυμνό ή τη σεξουαλική δραστηριότητα». Στην αρχή μου το είπαν φίλοι και δεν τον πίστεψα, αλλά τελικά ήταν πέρα για πέρα αλήθεια (sorry Γιάννηδες και Πάνο!). Πάλι καλά που επικράτησε η λογική και το Facebook αναίρεσε αυτόν τον περιορισμό. Σύμφωνα με εκπρόσωπο του Facebook, «σύμφωνα με τα κοινοτικά πρότυπα, δεν επιτρέπουμε γυμνές εικόνες παιδιών στο Facebook. Αλλά γνωρίζουμε ότι αυτή το εξώφυλλο του “Houses of the Holy” αποτελεί μια πολιτιστικά σημαντική εικόνα. Επομένως, επαναφέρουμε τις αναρτήσεις που καταργήσαμε».

Το “Houses of the Holy” που κυκλοφόρησε ακριβώς πριν πενήντα χρόνια σαν σήμερα, αποτελεί έναν ακόμα σταθμό στην ιστορία του hard rock και ήταν η τελευταία κυκλοφορία των ZEPPELIN απευθείας μέσω της Atlantic Records, αφού ένα χρόνο αργότερα θα δημιουργούσαν την δική τους εταιρεία, την Swan Song, με την εμβληματική εικόνα του Άγγελου (ή του Ίκαρου, κατά άλλους) που πέφτει από τον ουρανό. Αυτή την φορά, ο Peter Grant φρόντισε να γίνει επαρκής προώθηση του άλμπουμ πριν καν ακόμα κυκλοφορήσει, εν μέρει ένας λόγος που το “Houses of the Holy”, με την κυκλοφορία του, πήγε κατευθείαν στο νο. 1 των charts σε ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο, Καναδά και Αυστραλία. Μόνο στις ΗΠΑ έχει πουλήσει μέχρι σήμερα πάνω από 11 εκατομμύρια αντίτυπα και πλέον είναι διαμαντένιο (πωλήσεις άνω των 10 εκατομμυρίων τεμαχίων).

Οι ZEPPELIN δεν έχασαν χρόνο και βγήκαν σε μια τεράστια περιοδεία για την υποστήριξη του νέου άλμπουμ, η οποία βρήκε το συγκρότημα να εμπλουτίζει το σόου με λέιζερ, ντισκομπάλες, πυροτεχνήματα και πολλά άλλα. Έσπασαν σχεδόν κάθε ρεκόρ εισιτηρίων. Όντας πλέον καθιερωμένοι ως το μεγαλύτερο rock συγκρότημα του πλανήτη, κατέρριψαν ακόμα ένα ρεκόρ των BEATLES, αυτή την φορά της προσέλευσης κοινού στο Shea Stadium στη Νέα Υόρκη (πάνω από 55.000 θεατές με έσοδα 304.000 δολάρια), με την δική τους εμφάνιση στην Tampa της Florida, συγκεντρώνοντας 56.800 θεατές με έσοδα 309.000 δολάρια. Από τις εμφανίσεις της περιοδείας για την προώθηση του άλμπουμ, βιντεοσκοπήθηκαν και ηχογραφήθηκαν οι τρεις μεγαλειώδεις εμφανίσεις του συγκροτήματος στο Madison Square Garden της Νέας Υόρκης, τον Ιούλιο του 1973, για να χρησιμοποιηθούν για την τύπου ταινία και ζωντανό άλμπουμ με τίτλο “The song remains the same”, που κυκλοφόρησε το 1976 και φιλοδοξούσε να απεικονίσει τις προσωπικές «φαντασιώσεις» του κάθε μέλους των ZEPPELIN, αυτές που θεωρούσαν ότι τους αντιπροσώπευαν σαν ανθρώπους και καλλιτέχνες, τουλάχιστον. Για να πούμε την αλήθεια, δεν ήταν και ό,τι καλύτερο είχε γυριστεί, στο κινηματογραφικό του κομμάτι ήταν κάπως πλημμελές και το συγκρότημα δεν έμεινε καθόλου ικανοποιημένο με το τελικό αποτέλεσμα.

Το “Houses of the holy” ίσως να ήταν όντως το κύκνειο άσμα των LED ZEPPELIN. Λίγο καιρό μετά την αναδιοργάνωση του συγκροτήματος, για τους σκοπούς του επερχόμενου άλμπουμ τους, ο μπασίστας John Paul Jones προσέγγισε τον Peter Grant για να του πει ότι δεν άντεχε άλλο την εξοντωτική ζωή των περιοδειών, είχε επαναξιολογήσει τις προτεραιότητες του και σκεφτόταν να φύγει από το συγκρότημα για να γίνει ο μαέστρος της χορωδίας του Καθεδρικού του Winchester! Ήταν ένας ιδιοφυής μουσικός και οικογενειάρχης που δεν ήθελε να χάσει άλλο χρόνο μακριά από την οικογένεια του, κάτι που παίζει και σαν την αλληγορική ιστορία του στην ταινία “The song remains the same” που αναφέραμε παραπάνω. Όλη αυτή η επικοινωνία έγινε μυστικά από όλους, πλην του Page. Και ευτυχώς, ο Jones άλλαξε γνώμη και οι LED ZEPPELIN δεν σταμάτησαν εκεί, διότι τότε δεν θα είχαμε το αριστουργηματικό “Physical graffiti”, το, κατά πολλούς fans και συναδέλφους τους, καλύτερο τους άλμπουμ.

Κώστας Τσιρανίδης

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here