Πριν λίγες μέρες, στις 26/10, έκλεινε 20 χρόνια ύπαρξης το “Metropolis Pt. 2 – Scenes from a memory”, των DREAM THEATER, ένας από τους κορυφαίους concept δίσκους στο heavy metal και στη σκληρή μουσική γενικότερα. Με αφορμή αυτήν την κυκλοφορία, αποφασίσαμε στο Rock Hard, η μπάντα της εβδομάδας να είναι κάτι διαφορετικό αυτή τη φορά. Να είναι ο αγαπημένος μας concept δίσκος. Τι λέτε; Προχωράμε; Εννοείται ότι από κάτω υπάρχει μία ενδεικτική λίστα δίσκων που μπορείτε να ψηφίζετε…
Νομίζω ότι δεν χρειάζεται να σκεφτώ ιδιαίτερα ποιος είναι ο αγαπημένος μου metal concept δίσκος όλων των εποχών. Η απάντηση δίνεται με ευκολία: “Operation: Mindcrime” από τους QUEENSRYCHE. Ένα concept άλμπουμ που συνδυάζεται η πολιτική, η ίντριγκα, οι ερωτικές σχέσεις, οι δολοπλοκίες, οι θεωρίες συνωμοσίας, σε συνδυασμό με μουσική που έδενε αρμονικά με το θέμα που πραγματεύονταν οι στίχοι. Ένα διαχρονικό αριστούργημα, πολύ μπροστά από την εποχή του, που διαβάζοντας τους στίχους βλέπεις πάρα πολλά από τα δεδομένα που έχουμε στη σημερινή εποχή, μόνο που αυτό βγήκε το 1988… Δεν νομίζω ότι μπορεί κάποιο κείμενο να περιγράψει καλύτερα τον δίσκο, από την συνέντευξη που είχαμε κάνει με τον Geoff Tate στις αρχές της χρονιάς, όπου μιλήσαμε αποκλειστικά για το “Operation: Mindcrime” στα πλαίσια της στήλης “Fly on the wall”.
Προσοχή, εδώ συνδυάζω το στιχουργικό concept και την μουσική. Διότι αν μιλάμε καθαρά για μουσική, τότε το “Scenes from a memory”, είναι μακράν ο αγαπημένος μου δίσκος. Αν όμως συγκρίνω και το στιχουργικό περιεχόμενο, το αποτέλεσμα είναι αυτό:
Ας βάλω λοιπόν να ακούσω πάλι το αγαπημένο μου τραγούδι:
Σάκης Φράγκος
Έτρεφα πάντα ιδιαίτερη αδυναμία για τα concept άλμπουμ αφού μου άρεσε ιδιαιτέρως να διαβάζω στίχους και να “χάνομαι” μέσα στις ιστορίες των ηρώων της εκάστοτε κεντρικής ιδέας που είχε σκαρφιστεί κάποιο από τα αγαπημένα μου συγκροτήματα. Τόσο στο classic rock όσο και στο heavy metal υπάρχουν πολλά concept άλμπουμ και όπως συμβαίνει σε όλα τα πράγματα στη ζωή, κάποια έμειναν στην ιστορία σαν κλασικά και κάποια δεν βρήκαν ποτέ στόχο!
Ήμουν, λοιπόν, σε δίλημμα αναφορικά με ποιο είναι το concept άλμπουμ που με έχει σημαδέψει περισσότερο από όλα τα άλλα; Να βάλω το “Mindcrime”, το “Seventh son…”, το “The Crimson Idol”, το “Nightfall…” κτλ.; ΟΛΑ δισκάρες… Ούτε καν δεύτερη σκέψη, ως προς αυτό! Προς στιγμή, είχα σκεφτεί να κάνω ειδική αναφορά στο “The Elder” των KISS διότι μέχρι και σήμερα είναι μέσα στο Top-5 των αγαπημένων μου δίσκων τους. Ωστόσο, στην ηλικία των 11 χρονών δύο πράγματα με τρόμαζαν πολύ: α) Ο Δράκουλας των Καρπαθίων με τον Christopher Lee που έδειχνε συχνά η ΕΡΤ τα βράδια του Σαββάτου (ουσιαστικά ήταν το “The prince of darkness” του 1966) και β) το “Welcome to my nightmare” του Alice Cooper! Για να ακριβολογώ -και δεν ντρέπομαι να το παραδεχτώ- με δυσκολία μπορούσα να ακούσω το “Years ago” και το “Steven” χωρίς να έχω το φως ανοιχτό! Η απόκοσμη παραγωγή του Bob Ezrin σε συνδυασμό με την απίστευτη horror αισθητική και τη μοναδική ερμηνεία του Alice σε έβαζε κατευθείαν μέσα στους εφιάλτες του Steven! Ειδικά όταν φώναζε η μητέρα του Steven και ο Alice άλλαζε φωνές (αργότερα ο King Diamond θα επαναλάμβανε ακριβώς το ίδιο στα “Abigail” και “Them”) δεν γινόταν να μην ανατριχιάσεις αλλά και να μην εντυπωσιαστείς από το τελικό αποτέλεσμα. Και όταν ο αγαπημένος μας ήρωας κατάφερνε να ξυπνήσει στο τέλος από τον εφιάλτη του με το “Escape” χαιρόμουν και εγώ μαζί του… Μόνο που αργότερα ήθελα να ξαναμπώ σε αυτόν τον εφιάλτη πατώντας το “play” του κασετοφώνου. Πολλά χρόνια μετά ο Steven επανήλθε στη ζωή μας με το αριστουργηματικό “The last temptation” το οποίο μπορεί να μην με τρόμαξε αλλά με εντυπωσίασε (σχεδόν) εξίσου!
Σάκης Νίκας
Το “Dead winter dead” είναι ένα από τα πιο αγαπημένα μου albums των SAVATAGE. Mόλις λίγα χρόνια μετά από τα θάνατο το Criss Oliva και οι SAVATAGE παρόλη την θλίψη, είχαν καταφέρει να κυκλοφορήσουν έναν πολύ αξιοπρεπή δίσκο (“Handful of rain”) στα υψηλά πάντα standards που μας είχαν συνηθίσει. Το φθινόπωρο του 1995 ένας από τους δίσκους που μου κρατούσε συντροφιά και έπαιζε στο repeat του CD player όλο σχεδόν τον χειμώνα ήταν το “Dead winter dead”.
Η ιστορία του concept αυτού δίσκου διαδραματίζεται στα μέσα του Σέρβο- Βοσνιακού πολέμου και ουσιαστικά μιλά για τον έρωτα δύο παιδιών, ενός Σέρβου αγοριού και μιας Μουσουλμάνας κοπέλας με φόντο τον πόλεμο. Το κοινό στοιχείο της ιστορίας του δίσκου και της μπάντας είναι η προσπάθεια να προχωράς παρά τις αντιξοότητες και να προσπαθείς να προχωρήσεις την ζωή σου. Οι μνήμες από τον άδικο χαμό του Criss ήταν ακόμα νωπές.
Μουσικά τώρα, εδώ έχουμε να κάνουμε για άλλον ένα αριστουργηματικό δίσκο με υψηλής ποιότητας συνθέσεις που φανερώνει αν μη τι άλλο την μεγάλη στόφα από την οποία είναι φτιαγμένοι οι μουσικοί που απαρτίζουν την ομάδα των SAVATAGE. Ο Ζachary Stevens σε εκπληκτικές ερμηνείες όπως πάντα, ο Jon Oliva στα πλήκτρα και lead φωνητικά σε δύο από τα καλύτερα κομμάτια. Οι κιθάρες πραγματικά βγάζουν τέτοιο συναίσθημα που από μόνες τους είναι ικανές να σου μεταδώσουν την πίκρα την δυστυχία , την θλίψη αλλά και τον πόνο του πολέμου. Υπεύθυνες για αυτές ο γνωστός και παλιός γνώριμος στην μπάντα Chris Caffery αλλά και ο νεοφερμένος Αl Pitrelli. Για τους Jeff Plate (τύμπανα) και John Lee Middleton (μπάσο) δεν χρειάζονται ιδιαίτερες συστάσεις, ούτε και για την αριστουργηματική ενορχήστρωση του έκτου μέλους της μπάντας και παραγωγού Paul O’ Neill. Όλοι ξέρουν την συμβολή του στον ήχο της μπάντας.
Η επιτυχία του δίσκου δε, οδήγησε την επόμενη χρονιά τον Paul Ο’ Νeill στην δημιουργία των TRANS-SIBERIAN ORCHESTRA, ένα εγχείρημα που στέφθηκε από τεράστια εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία. Το “Dead winter dead” είναι ένα concept album που το απολαμβάνεις ολόκληρο, από την αρχή ως το τέλος. Είναι τόσο άριστα δομημένο που όλες οι μουσικές πτυχές της μπάντας έρχονται και τονίζονται με ένα μαγικό τρόπο. Η κάθε μια από αυτές προβάλλεται και ενδείκνυται με τέτοιο τρόπο που στο τέλος της κάθε μιας ακρόασης νοιώθεις μια πληρότητα και μια αίσθηση ολοκλήρωσης, απολαμβάνεις μια κάθαρση ψυχής που μόνο από τέτοια “πλούσια” albums μπορείς να λάβεις. Οι SAVATAGE με την παρουσία τους στο μεταλλικό στερέωμα έδωσαν στο είδος μια κομψότητα και μια φινέτσα που πολλές φορές νιώθω ότι μας λείπει πραγματικά πάρα πολύ.
Γιάννης Παπαευθυμίου
Εξαιρετικό το Band of the week αυτή τη φορά που γίνεται με αφορμή τα είκοσι χρόνια από το “Scenes from a memory” διότι μας δίνεται η ευκαιρία να μιλήσουμε για concept δίσκους από όλο το φάσμα της rock/heavy metal μουσικής και να αναλύσουμε την αξία τους σύμφωνα με τον συνδυασμό μουσικής και στίχων, πράγμα που δεν μετράει συχνά. Μου δίνεται προσωπικά η ευκαιρία να μιλήσω για δίσκους που φημίζονται για το concept είτε αυτό είναι μια ιστορία με χαρακτήρες, πλοκή και κινηματογραφικές φιλοδοξίες (“Tommy” από THE WHO, “2112” από RUSH, “Streets” από SAVATAGE), ένα πιο φιλοσοφικό δοκίμιο (“The sound of perseverance” από DEATH και “The fragile art of existence” από CONTROL DENIED), μια γενικότερη θεματική (“Seventh son of a seventh son”) είτε ένα πιο προσωπικό concept που αφορά τον ίδιο τον καλλιτέχνη/συγκρότημα (“Dreaming neon black” από NEVERMORE ή “Black clouds and silver linings” από DREAM THEATER). Ως πιστός οπαδός του progressive ιδιώματος και με όλο το σεβασμό προς την ιστορία πιστεύω πως θα έπρεπε να διαλέξω το “Operation: Mindcrime” γιατί είναι ίσως το τελειότερο και πιο πρωτοποριακό δείγμα ενός concept δίσκου και ερμηνείας ενός χαρακτήρα που έχει στιγματίσει το heavy metal για πάντα και τους QUEENSRYCHE. Αν όμως είμαι πιστός στον εαυτό μου θα πρέπει να διαλέξω κάτι που με αγγίζει προσωπικά. Απ αυτή την άποψη θα έπρεπε να διαλέξω ανάμεσα στο “Dreaming neon black” ή το “Pleasant shade of gray” των FATES WARNING. Το πρώτο είναι μια εκ βαθέων εξομολόγηση του Warrel Dane με θέμα τον θρήνο και την οδύνη που βίωσε μετά την εξαφάνιση της γυναίκας των ονείρων του αφού πρώτα έγινε μέλος μιας θρησκευτικής αίρεσης. Το δεύτερο διαπραγματεύεται τις ώρες που ένας άντρας περνάει αγναντεύοντας τον γκρίζο ουρανό έξω απ το παράθυρο κατά τη διάρκεια μιας πάλι εκ βαθέων αναπόλησης της ζωής του, των όσων μετάνιωσε και θυμάται. Έλα όμως που έχω τρομερή αδυναμία στον κύριο Arjen Lucassen των AYREON που μας χάρισε μερικά από τα πολυτιμότερα progressive concept άλμπουμ από το “into the electric castle” μέχρι και το πρόσφατο “The source”. Τα θέματα που διαπραγματεύεται απέχουν αρκετά από την βαθυστόχαστη φιλοσοφία των “Dreaming neon black”, “The sound of perseverance” ή τη διαχρονικότητα σε επίπεδο καλλιτεχνικό και αφηγηματικό των “Operation: Mindcrime” και “2112” που επηρέασαν τόσες μπάντες. Αλλά επειδή ο Lucassen αφοσιώνεται πλήρως στο θέμα και την ιστορία που διηγείται, με τουλάχιστον δέκα και βάλε χαρακτήρες και ερμηνευτές κάθε φορά, με οπερετικά και θεατρικά στοιχεία στην εξιστόρηση και κινηματογραφικές βλέψεις ενός sci-fi blockbuster, και τέλος, επειδή είναι ένας από τους αγαπημένους μου progressive μουσικούς, η επιλογή μου για σήμερα είναι το “The human equation” των AYREON (μιλάμε επίσης για μια από τις καλύτερες, αν όχι την κορυφαία, ερμηνεία του James LaBrie).
Φίλιππος Φίλης
Ο όρος “concept album” θα είναι για πάντα κατά την γνώμη μου ένα ιδιαίτερο παρακλάδι στην rock και metal δισκογραφία αφού ο κάθε δημιουργός μπορεί να αφήσει την αχαλίνωτη φαντασία του ελεύθερη και να φτιάξει ιστορίες προς τέρψη των οπαδών. Όντας έφηβος η αγαπημένη μου μέρα ήταν η Παρασκευή αφού από το απόγευμα και μετά οι ώρες ήταν αφιερωμένες στην μουσική και σε αγαπημένες σειρές στην κρατική τηλεόραση. Σε μια από αυτές ο μικρός Θοδωρής ακούει το “Sleepless Nights” από κάποιων King Diamond. Δεν θα ξεχάσω για πόση ώρα μετά την ακρόαση δεν μπορούσα να ξεπεράσω το σοκ της ακρόασης από ένα τραγούδι που σε καθήλωνε σε κάθε δευτερόλεπτο (κάτι που συμβαίνει μέχρι και σήμερα). Αυτή ήταν και η πρώτη μου γνωριμία με τον Βασιλιά και ακούγοντας το “Conspiracy” γοητεύτηκα ακόμα περισσότερο. Για έναν έφηβο που πρωτοξεκινάει να μπει στον χώρο του heavy metal ο «αποκρουστικά» βαμμένος καλλιτέχνης που μπορούσε να βγάλει πολλές φωνές από το ίδιο λαρύγγι και τις κάνει να ηχούν σαν να ακούς θεατρική παράσταση φάνταζε κάτι μοναδικό.
Το 1990 ο King Diamond κυκλοφορεί την πέμπτη δουλειά του και πιο αγαπημένη για μένα το “The Eye”. Έχοντας ήδη ακούσει τις προηγούμενες δισκογραφικές προσπάθειες του, και επειδή τα τότε χρόνια δεν υπήρχε η ευκολία του να ακούς το δίσκο πριν την κυκλοφορία έχοντας διαρρεύσει, με το που τον είδα μπροστά μου τον αγόρασα, σκεπτόμενος εκ προοιμίου ότι το αποτέλεσμα θα ήταν καλό. Φυσικά όλοι πια γνωρίζουμε ότι το αποτέλεσμα δεν ήταν απλά καλό αλλά το “The Eye” για πολλούς ίσως είναι η καλύτερη στιγμή του Βασιλιά. Ενώ στα προηγούμενα δυο albums, “Them” το 1988 και “Conspiracy” το 1989, που αποτελούν την ίδια ιστορία σε δυο μέρη, την πλοκή «αφηγούνται» οι πρωταγωνιστές, στο “The Eye” την ιστορία είναι σαν να υπάρχει ένας αφηγητής περιγράφοντας μας τα συμβάντα. Ότι εμπεριέχεται στιχουργικά στο album έχει να κάνει με την άγνοια που υπήρχε κάποτε σε λαούς όταν αντιμετώπιζαν κάποιες γυναίκες σαν μάγισσες, τη σεξουαλική κακοποίηση καλογριών και απόκοσμες δυνάμεις που μπορούν να σε ωθήσουν σε μακάβριες πράξεις. Η ιστορία ξεκινάει με ένα χαρακτήρα που δεν ονομάζεται, ο οποίος βρίσκει ένα κολιέ το “The Eye” (Το Μάτι), μέσα από το οποίο οι κάτοχοι του βλέπουν γεγονότα/συμβάντα που έχει δει παλιότερα, όπως τον βασανισμό και τελικά το κάψιμο της «μάγισσας» Jeanne Dibasson, δυο μικρά κορίτσια που βρίσκουν το κολιέ και όταν κοιτάνε μέσα του πεθαίνουν, την ιστορία της Madeleine Bavent, καλόγριας που ήταν στην γυναικεία μονή Louviers, η οποία βρίσκει το κολιέ, το φοράει και όταν βιάζεται από τον Πατέρα David, αποφασίζει να το χρησιμοποιήσει για να τον σκοτώσει, την ιστορία του νέου εφημέριου Πατέρα Picard που φτάνει στην μονή και υπό την επήρεια του «Ματιού», βάζει μια ουσία στην Θεια Κοινωνία που έπιναν οι μοναχές, ελέγχει την σκέψη τους και με την βοήθεια της Bavent και άλλων καλογριών βασανίζουν μικρά παιδιά έχοντας κάνει ήδη τελετές μαγείας, εξ ου και το τελευταίο τραγούδι που αναφέρεται στην κατάρα του κολιέ.
Τα κύρια στιχουργικά μέρη αλλά και τα ονόματα που αναφέρονται στον δίσκο είναι αληθινά, έχοντας λάβει χώρα κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Ιεράς Εξέτασης από το 1450 μέχρι το 1670. Στο “The Eye” ο KING DIAMOND δείχνει για ακόμα ένα δίσκο το πηγαίο ταλέντο που έχει δημιουργώντας μια all time classic δουλειά. Έχει ντύσει μουσικά με μοναδικό τρόπο όλη την ιστορία με κιθαριστικά ριφ, solos και μελωδίες που αποτελούν ωδή στο κλασσικό ήχο του heavy metal. Είναι η πρώτη δουλειά του δεν συμμετέχει ο Mikkey Dee στη drums. Το στοιχείο όμως που για πάντα θα μείνει ανεξίτηλο στον χρόνο είναι ο εκπληκτικός τρόπος που εναλλάσσει με την φωνή του όλους τους χαρακτήρες που αναφέρονται στην ιστορία. Για ακόμα μια δουλειά απλά κλείνεις τα μάτια και τα φώτα και αφήνεσαι ψύχη και σώμα στο σύμπαν του Kind Diamond. Ότι συμβαίνει δηλαδή με/σε κάθε δισκογραφική του κίνηση.
“The curse of the eye, it will take you back in time
If you look at the eye, it will take you back in time”
Θοδωρής Μηνιάτης
Αντικειμενικά αλλά και υποκειμενικά, το καλύτερο concept album που έχω ακούσει, είναι το “Scenes from a memory” των DREAM THEATER, ένα απίστευτο έπος που δεν περιγράφεται με λόγια, εκτός αν λέγεσαι Σάκης Φράγκος οπότε και γράφεις μνημειώδη κείμενα για το συγκεκριμένο δίσκο αλλά και πραγματοποιείς συνεντεύξεις με πολύ ουσία, και που προτείνω να διαβάσετε άμεσα, αν δεν το έχετε κάνει ήδη. Μην έχοντας λοιπόν να προσθέσω κάτι παραπάνω, θα αναφερθώ στο δεύτερο κατά σειρά αγαπημένο μου concept album και αυτό είναι το “House of God” των KING DIAMOND. «Γιατί αυτό και όχι κάποιο πιο γνωστό του όπως το “Abigail” ή το “Them!” για παράδειγμα»;, θα αναρωτηθεί εύλογα κάποιος. Προσωπική μου εκτίμηση πάντα είναι ότι το “House of God” έχει μια από τις δυνατότερες ιστορίες που έχει γράψει ο King, αν όχι τη δυνατότερη, η μουσική του είναι φανταστική και σε σημεία ατμοσφαιρική και επίσης είναι μια απίστευτα υποτιμημένη δουλειά. Στιχουργικά ο King, ορμώμενος εν μέρει από τον “Κώδικα DaVinci” αλλά και από άλλες πηγές, δημιουργεί μια ιστορία, σύμφωνα με την οποία ο Ιησούς δεν πέθανε στον σταυρό αλλά διέφυγε στη Γαλλία όπου εκεί παντρεύτηκε τη Μαρία Μαγδαληνή και έχτισε και μια εκκλησία. Ο ήρωας του concept σε μια περιήγηση του στη Γαλλία, βρίσκει έναν λύκο που τον οδηγεί σε μια εκκλησία. Ο λύκος μεταμορφώνεται σε μια πανέμορφη γυναίκα που αποδεικνύεται ο φύλακας της εκκλησίας, ενός ναού που κρύβει πολλά και ανατριχιαστικά μυστικά, ιδίως στις κατακόμβες…. Τα υπόλοιπα καλό θα είναι να τα ανακαλύψετε μόνοι σας, αν δεν έχετε ακούσει το δίσκο. Μουσικά το “House of God” είναι εκπληκτικό, και όπως προανέφερα πολύ ατμοσφαιρικό, θυμίζοντας σε σημεία τις πρώτες δουλειές των KING DIAMOND. H κιθαριστική δουλειά των Andy LaRocque και Glen Drover (κιθαρίστα των EIDOLON και αργότερα των MEGADETH) βγάζει μάτια και προσωπικά πιστεύω ότι είναι κρίμα που δεν είδαμε αυτό το δίδυμο και σε άλλα άλμπουμ του King. Όσο για τον ίδιο τον King, είναι για μια ακόμα φορά σε μεγάλη φόρμα. Με το “Scenes… “ να είναι εκτός συναγωνισμού και να αντιπροσωπεύει μια κατηγορία μόνο του, και χωρίς να υποτιμώ δισκάρες που έχουν γράψει ιστορία σαν concept όπως το “…Mindcrime” για παράδειγμα, το “House of God” για πολλούς και διάφορους λόγους έχει ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου. Μπορεί να μην είναι το καλύτερο concept album όλων των εποχών, είναι όμως το αγαπημένο μου, ή μάλλον το δεύτερο πιο αγαπημένο μου.
Θοδωρής Κλώνης
Με αφορμή το ΥΠΕΡΑΝΩ ΚΡΙΤΙΚΗΣ ”Scenes from a memory” των θρυλικών DREAM THEATER που έγινε 20 ετών το Σάββατο, το αφεντικό μας είπε να γράψουμε για τον αγαπημένο μας concept δίσκο. Ω ρε μάνα μου… Άντε πάμε, να δούμε τι θα βγει από αυτή την ιστορία. Σίγουρα η έβδομη ψυχή του έβδομου γιου του έβδομου γιου. Για όποιον δε το κατάλαβε ήδη, το αγαπημένο μου concept άλμπουμ, είναι το “Seventh son of a seventh son” των IRON MAIDEN. Ακολουθούν κατά πόδας, το “Nightfall in middle-earth” των BLIND GUARDIAN, και το “Cruelty and the beast” των CRADLE OF FILTH. Αυτά τα αριστουργηματικά άλμπουμ όμως, αναγκαστικά, παραδίδουν τα σκήπτρα στους πρωτοδάσκαλους και πρωτομάστορες.
1988. Οι MAIDEN, έχοντας ήδη τελειώσει με την φουτουριστική περιοδεία του “διαφορετικού” και άδικα κραγμένου όταν είχε βγει, “Somewhere in time” (που με τη σειρά του είχε διαδεχθεί την περιοδεία – μαμούθ “World slavery tour” για το “Powerslave”), μπαίνουν στο στούντιο, για να γράψουν τον διάδοχο του, και έβδομο άλμπουμ της καριέρας τους. Πως διαδέχεσαι ένα άλμπουμ πειραματικό με τα πλήκτρα του, με τη μελαγχολία από τη λήξη της τεράστιας περιοδείας, με όλα τα εχέγγυα να μείνει αξεπέραστο (και για κάποιους είναι, να τα λέμε κι αυτά);
“Seven deadly sins, seven ways to win, seven holy paths to hell and your quest begins, seven downward slopes, seven bloodied hopes, seven are your burning fires, seven your desires…”. Να τελειώσω εδώ θα έπρεπε κανονικά, αλλά πρέπει να αναπτύξω ένα ρημαδοκείμενο για να νιώσετε αυτό που θέλω να επικοινωνήσω. Μπαίνει το “Moonchild”, και αρχίζει το concept του έβδομου υιού του έβδομου υιού να παίρνει σάρκα και οστά μπροστά στα μάτια μας, σε μορφή διπόλων. Θεός – Διάβολος. Καλό – κακό. Επιλογές – συνέπειες.
Σε αυτό, αρχίζουν οι ερωτήσεις. Μήπως η ζωή μου όλη είναι ένα παιχνίδι που θα μπορέσω να ξαναπαίξω; Θα έχω την ευκαιρία να κερδίσω την επόμενη φορά, αν χάσω αυτή τη φορά στη ζωή μου; Πόσο πολύ μπορώ να παίξω με τη παράνοια των υπαρξιακών ερωτημάτων; Γιατί το κακό που κάνουν οι άνθρωποι, ζει για πάντα, ενώ το καλό, ξεχνιέται μαζί με την υλικό κομμάτι του ανθρώπου (εκ του άνω + θρώσκω) που αποκαλούμε σάρκα και οστά; Γιατί οι καλοί πεθαίνουν νέοι και το κακό επιβιώνει; Γιατί μέχρι να γεννηθείς, και μέχρι να καταλάβεις για τι βρίσκεσαι σε αυτό το κόσμο, πεθαίνεις;
Αλλά εν τέλει, ο χρόνος δε περιμένει κανέναν. Δεν υπάρχει λόγος να αναλώσεις τη ζωή σου σε ερωτήματα που θα βρεις την απάντηση στη πορεία της. Και όπως λέει και στο τελευταίο κουπλέ του τελευταίου κομματιού ο Bruce “have a good sin”. Και δώστου πάλι στο φινάλε. “Seven deadly sins, seven ways to win, seven holy paths to hell, seven downward slopes, seven bloodied hopes, seven are your burning fires, seven your desires…”. Υπάρχουν πολλοί τρόποι με τους οποίους μπορείς να κερδίσεις στη ζωή σου. Απλά θα επιλέξεις ποια “αμαρτία”, ποια φλόγα, ποια επιθυμία, θα σε οδηγήσει εκεί.
Για τις συνθέσεις αυτές καθ’ αυτές, ξέρετε κάτι; Όταν με ρωτάνε αν πιστεύω στη μαγεία, τους απαντάω “αν δεν υπάρχει μαγεία, τότε πως υπάρχουν τέτοιοι δίσκοι;”. Αν δεν είναι μαγεία, η συγκίνηση του “The clairvoyant” και του “The evil that men do” (αιώνια λατρεία), το επικό των “Infinite dreams” (το απόλυτο IRON MAIDEN κομμάτι) και ομωνύμου, το ατόφιο heavy metal των “The prophecy”, “Moonchild”, “Only the good die young” με την υποβόσκουσα μελαγχολία που είχε εμφανιστεί στο “Somewhere in time” πρώτα. Και τέλος, το κομμάτι που ήταν έρωτας με τη πρώτη αυτιά: “Can I play with madness, the prophet stared at his crystal ball, Can I play with madness, there’s no vision there at all, Can I play with madness, the prophet looked at me and laughed at me, he said, Can I play with madness, he said ‘you’re blind, too blind to see”.
Δίσκος – μάθημα ζωής. Ο δίσκος που ποτέ τους οι IRON MAIDEN δε ξεπέρασαν, όσα χρόνια κι αν πέρασαν και όσες υπέροχες δουλειές κι αν κυκλοφόρησαν. Στέκει αγέρωχα και περήφανα, πάνω από όλη την υπόλοιπη δισκογραφία των Βρετανών. UP THE IRONS!
Γιάννης Σαββίδης
Υπάρχουν πάρα πολλά άλμπουμ που είναι concept και είναι εξαιρετικά πέρα από κάθε άποψη. Να αναφέρω το “Operation: mindcrime”; Το “Crimson idol”; Το “Abigail”; Το “Dark saga”; Τα “Metal opera”; H λίστα θα είναι τεράστια και δεν υπάρχει λόγος να τα αναφέρω όλα και σίγουρα αρκετοί φίλοι και συναγωνιστές συντάκτες θα γράψουν για αυτούς τους σπουδαίους δίσκους. Ο λόγος που επέλεξα το “Nightfall in Middle-Earth” είναι επειδή το concept του είναι το αγαπημένο μου. Ο κόσμος που δημιούργησε ο J.R.R. Tolkien μέσα από τα βιβλία του είναι κάτι που αγαπώ από μικρός. Οι κινηματογραφικές ταινίες είναι τα σπουδαιότερα fantasy έπη που έχουν δει τα ματάκια μας και οι BLIND GUARDIAN όχι απλά σεβάστηκαν την ιστορία του Σιλμαρίλιον, αλλά συνέθεσαν ένα άψογο σύνολο τραγουδιών, τόσο μουσικά όσο και στιχουργικά, που σε ταξιδεύει με έναν τρόπο μαγικό μέσα στην πηγή σημαντικών γεγονότων, που έλαβαν χώρα κατά την διάρκεια της Πρώτης Εποχής. Τότε που ο Morgoth έκλεψε τα σίλμαριλ από την Γη των Valar και οι Noldor στην δίψα τους για εκδίκηση, ξεκίνησαν μία εκστρατεία που έφερε πόνο, θάνατο και μία κατάρα στην όμορφη και τέλεια φύση των ξωτικών. Μία κατάρα και ένας πόλεμος που έληξαν όπως ξεκινάει το “Nightfall in Middle-Earth” με το “War of wrath”, για να ξεκινήσει μετά μία άλλη ιστορία. Αυτή του Σάουρον, του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών και των ηρώων που είχαν το σθένος να δώσουν ένα τέλος στην τυραννία του. Ένα έπος σαν αυτό άξιζε μόνο ένα εξαιρετικό concept άλμπουμ. Και το “Nightfall in Middle-Earth” είναι αυτό.
Δημήτρης Μπούκης
Για μένα είναι σχεδόν προφανές, πως το αγαπημένο μου concept album, είναι το “Metropolis pt. 2: Scenes from a memory”. Είναι αυτό που ξεπέρασε σε ακροάσεις το “The crimson idol” των WASP και το “Operation: Mindcrime” των QUEENSRYCHE. Είναι αυτό που με υπέταξε στο να το ακούω απανωτά για εβδομάδες, σπάζοντας την ρουτίνα, μόνο για τις αναγκαίες κριτικές που έπρεπε να γράψω. Είναι το πρώτο και τελευταίο άλμπουμ, που άκουγα ασταμάτητα μήνες πριν κυκλοφορήσει και χρόνια μετά, συνεχόμενο και όχι αποσπασματικά. Είναι το άλμπουμ που ορίζει το 10άρι και καταφέρνει να σε κρατά σε εγρήγορση, με τους στίχους του, την πλοκή της ιστορίας, το κινηματογραφικό του σενάριο, τις ορχηστρικές στιγμές του, τις gospel χορωδίες του, την τεχνική του αρτιότητα, την συνθετική του έμπνευση και τις απίστευτες μελωδίες του. Γιορτάζοντας πρόσφατα την επέτειο κυκλοφορίας του, ο Σάκης μπορεί να κάλυψε όλο το φάσμα του “Scenes from a memory”, όμως για τον καθένα από εμάς, το άλμπουμ συνδέεται και με διαφορετικές, προσωπικές στιγμές. Πιστεύω πως μετρά κι αυτό. Εγώ, το 1999, ακόμα στην Αθήνα, βρισκόμουν σε μια φάση που τίποτα δεν πήγαινε στραβά. Αντιθέτως, όλα έμοιαζαν ιδανικά. Ακόμα και στην μουσική, η χρονιά ήταν χορταστική, συναυλιακά και με καλές κυκλοφορίες. Τα τραγούδια των DREAM THEATER, της μπάντας που είχα ήδη λατρέψει, όχι απλά με αποζημείωσαν για τον χρόνο που περίμενα, αλλά με έκαναν αυτομάτως να αμφισβητώ όλες τις άλλες αγαπημένες μου μπάντες. Η αρτιότητα του άλμπουμ, θα μπορούσε να ξεπεραστεί, μόνο αν είχε καλύτερη καλλιτεχνική επιμέλεια, με περισσότερα στοιχεία στο booklet (δεν είχε κυκλοφορήσει σε βινύλιο τότε), αν και γνωρίζαμε τότε, πως ο Portnoy δεν ήθελε να αποκαλύψει την ιστορία. Τελοσπάντων. Ακούγωντας το άλμπουμ σήμερα, 20 χρόνια μετά, παραμένει τέλειο, μουσικά, εκτελεστικά, στον ήχο του, στην παραγωγή και την μίξη, στιχουργικά, αλλά και δραματικά. Οι DREAM THEATER είχαν ξεπεράσει τον εαυτό τους και είχαν θέσει νέο νόημα στην έννοια των Concept Albums. Στο μέλλον, οι ίδιοι και άλλοι πολλοί θα κυκλοφορούσαν εξαιρετικά concept albums (“Six degrees…”, “In the passing light of day”, “Temple of shadows”, “01011001”, “The metal opera pt. 1 and 2”, κλπ.) αλλά το “Scenes from a memory” παραμένει αξεπέραστο για μένα.
Γιώργος “The spirit carries on” Κουκουλάκης
Πέρασαν 23 χρόνια από τη μέρα που αγόρασα το “Seventh son of a seventh son” των IRON MAIDEN. 8395 μέρες. Δεν πέρασε ούτε μία από αυτές που να μην έχω ακούσει τον δίσκο ή έστω ένα τραγούδι. Καμία. Γιατί, για μένα, θα είναι το καλύτερο μελοποιημένο λεύκωμα όλων των εποχών. Είναι το αμάλγαμα των μελωδιών από το πρώτο ακόρντο του “Moonchild”μέχρι το τελευταίο στο “Only the good die young”. Είναι η σύμπραξη της απόλυτης πεντάδας που έγραψε την δική της ιστορίας στο heavy metal. Είναι ένας δίσκος που έμελλε να με βάλει σε σκέψεις, να αναρωτηθώ τι υπάρχει μετά το θάνατο. Είναι το μυστήριο που μου κίνησε την περιέργεια στο πιο αλλόκοτο και μη ξεκάθαρο concept άλμπουμ όλων των εποχών. Μια άνιση μάχη με τα εσώψυχά μου που ποτέ δε κατάφερα να αναγνωρίσω ποιος ήταν ο τελικός νικητής. Οπότε ποιος ο λόγος να παιδεύω το κεφάλι μου για το ποιο είναι το αγαπημένο μου concept όλων των εποχών; Και σε τελική ανάλυση, από τη στιγμή που κυκλοφόρησε ένα τέτοιο άλμπουμ κάτω από το λογότυπο των IRON MAIDEN και θεωρείται ίσως ο καλύτερός τους δίσκος, αναπόφευκτα κατακτά την πρώτη θέση στην καρδιά μου. Αν και εδώ δεν μιλάμε για ένα από τα καλύτερα concept άλμπουμ όλων των εποχών αλλά ίσως και για τον καλύτερο heavy metal δίσκο όλων των εποχών!
Ντίνος Γανίτης
“I remember now… I remember how it started… I can’t remember yesterday… I just remember doing what they told me… told me… told me”… Θυμάμαι κι εγώ τα πάντα σαν να μην πέρασε ποτέ ούτε μία μέρα. Σαν η ζωή μου να κόλλησε για πάντα σ’εκείνη τη στιγμή της πρώτης ακρόασης του κορυφαίου concept δίσκου όλων των εποχών στην ιστορία της μουσικής. Δε με ενδιαφέρει αν κάποιοι θεωρούν ότι υπάρχουν καλύτερα άλμπουμ ενιαίας ιστορίας γιατί πολύ απλά θεωρώ ότι εγώ δεν έχω ακούσει κάτι αντίστοιχο. Το “Operation:Mindcrime” των QUEENSRYCHE επανειλημμένες φορές έχω δηλώσει σε φίλους, γνωστούς κι αγνώστους ότι αποτελεί το κορυφαίο άλμπουμ που γράφτηκε ποτέ από ανθρώπινα όντα. Το διαχωρίζω πάντα υπό αυτό το πρίσμα γιατί υπάρχει κι ένα άλμπουμ μόνο που το ξεπερνάει παγκοσμίως και κυκλοφόρησε τρεισήμισι μήνες μετά κι αποτελούν και τα δύο τον βασικότερο λόγο που το 1988 είναι η καλύτερη χρονιά στη μουσική μας. Το θυμάμαι πεντακάθαρα τη μέρα που ο ξάδερφος μου ο Αντώνης αγόρασε εκείνη την Ελληνικής εισαγωγής κασέτα της ΕΜΙ με το παράξενο εξώφυλλο, το ακόμα πιο παράξενο όνομα της μπάντας και τον τίτλο που με ιντρίγκαρε ακόμα περισσότερο όταν μου εξήγησε ο ξάδερφος μου τι ακριβώς σήμαινε, ήμουν λιγότερο από 7 χρονών…
Στο μπάσιμο του “Anarchy-X” ένιωσα ότι κάτι μεγάλο με περίμενε, δεν ξέρω γιατί, δεν έχουν πολύ λογική μέσα σου πολλά όταν είσαι παιδί. Σαν να το ήξερα όμως ότι υποβόσκει κάτι ξεχωριστό, πριν καλά καλά καταλάβω που οδηγεί αυτή η ομοβροντία των τυμπάνων του Scott Rockenfield, έμπαινε το “Revolution calling” για να κάμψει κάθε αμφιβολία. Ο ξάδερφος μου είχε ένα μοναδικό χάρισμα να καταλαβαίνει τους στίχους με την πρώτη ακρόαση, στη δεύτερη ακρόαση ήξερε ήδη το μισό άλμπουμ απ’έξω, στην τρίτη το τραγουδούσε στριγγλίζοντας και μαζί του ένιωθα κι εγώ τη μεγαλοσύνη αυτού που ακούγαμε. Ο Αντώνης είχε τρελαθεί, «δεν υπάρχει τέτοιο άλμπουμ, δε θα βγεί ποτέ κάτι καλύτερο», και δεν τον έλεγες και φανατικό της μπάντας. Το τηλέφωνο ακούστηκε να χτυπάει, ντιρι ριριιιιιιιιιιιίν… “MINDCRIME”! Οι εικόνες με περικλείουν, οι αναμνήσεις δεν έχουν φύγει ποτέ, τι κομμάτι το ομότιτλο, τι σολάρα, και τι φωνάρα είχε αυτός ο Tate… τι όμορφο μπάσο στο δίσκο, οι κιθάρες γλυκές, ευδιάκριτες, τα τύμπανα παντοδύναμα. Καθαρό ΧΕΒΙ ΜΕΤΑΛ όπως πάντα θα έπρεπε να είναι, μεγαλώνοντας άκουγα να βαφτίζεται ο δίσκος ως progressive και γελούσα, κι ακόμα γελάω… “Hey, heeeeeyyyyy, listen to meeeeee”! Δεν ήξερα Αγγλικά αλλά ήξερα τι σήμαινε αυτό που λέει ο τύπος στην αρχή του κομματιού.
Μου έμεινε το μότο σε όλη μου τη ζωή… “Speak the word… REVOLUTION! The word is all of us”! Οι λέξεις, οι μελωδίες, οι αλλαγές, αυτή η θεϊκή φωνή έγιναν μέρος της ζωής μου και ήξερα ότι θα έμεναν για πάντα. Ακόμα και τώρα 31 χρόνια μετά, είναι τόσο δύσκολο να μπουν σε σειρά όλα όσα έχω σκεφτεί όλα αυτά τα χρόνια… ΤΟΥΚΟΥ-ΤΟΥΚΟΥ-ΤΟΥΚΟΥ-ΤΟΥΚΟΥ, lead-άκι ύπουλο, “Spreading the disease, everybody needs, but no one wants to see”… ως εκείνη τη στιγμή ήταν το αγαπημένο μου κομμάτι του δίσκου. Σαρκαστικός ο τραγουδιστής, δεν είχα ακούσει κανέναν να εκφράζεται έτσι, πειθήνιος, αισθαντικός κι επιθετικός όπου έπρεπε… Και κάπου εκεί το rollercoaster με έπαιρνε μαζί του σε άλλους κόσμους, σε μία εμπειρία που παίζει σαν ταινία μπροστά στα μάτια μου μέχρι και σήμερα. “Kill her, that’s all you’ve got to do”… “Kill Mary?”… “She’s a risk. And get the priest as well”… Μία αποστολή που ποτέ δεν επιτεύχθηκε γιατί η αγάπη υπερκέρασε το καθήκον, ο πρωταγωνιστής αμφιταλαντεύεται μέσα από το λαρύγγι του Geoff Tate ο οποίος παραλύει το σύμπαν με την ερμηνεία του. Σαν να μην έφτανε αυτό, θα ερχόταν η στιγμή με τη μουσική της οποίας θα σηκωνόμουν ιδρωμένος κάθε βράδυ για χρόνια.
Τιριρι ριριρι ριριριιιιιιί… αυτό το αναθεματισμένο σημείο στην αρχή του έπους “Suite sister Mary” ορκιζόμουν ότι γράφτηκε επίτηδες να με κάνει να χάσω τον ύπνο μου. Το ένιωθα σαν απειλή, σαν να με στοιχειώνει επίτηδες, όταν έμαθα να μην το φοβάμαι ήταν ήδη αργά. Η ζημιά είχε γίνει. Η βελόνα ποτέ δεν ήταν καλός σύμβουλος για κανέναν και ειδικά όταν ψεύδεται. ΤΟΥ-ΠΑ, ΤΟΥ-ΤΟΥ-ΠΑ, ΤΟΥ-ΠΑ, ΤΟΥ-ΤΟΥ-ΠΑ… τι αρχή, τι πειθώ, τι πώρωση σε ένα δίσκο που σε κέρδιζε με τη σοβαρότητα του κι όχι με την ωμότητα του… μικρά ιντερλούδια προσπαθούν να σε κάνουν να πάρεις ανάσα, βιώνεις ένα δράμα στο “Breaking the silence”, βγαίνει μέσα από τη φωνή του Tate ότι κάτι κακό έχει συμβεί, δε θα το καταλάβεις πλήρως μέχρι να μάθεις με τι έχει να κάνει το στόρυ αλλά θα το βιώσεις στο πετσί σου έντονα… “No, no, nooooooooooooo”… Τέλος εποχής, τέλος της ζωής όπως την έζησες. “I don’t believe in love, I never have, I never will”… Πώς να μη σου γίνει βίωμα τέτοια στιγμή, τέτοιο τραγούδι, τέτοια κατάθεση ψυχής… ζώντας στο μεδούλι το άλμπουμ, κόμπιαζα ότι κι εγώ δε θα ερωτευτώ ποτέ περήφανα. Δεν το είχα ανάγκη, είχα το “Operation”Mincrime” στη ζωή μου.
Την πρώτη φορά που ερωτεύτηκα έκλαψα. Ένιωσα ότι πρόδιδα τον ίδιο μου τον εαυτό κι έβαλα δυνατά αυτό το τραγούδι και φώναζα «συγνώμη» προς πάσα άγνωστη κατεύθυνση. Πίστευα ότι απάτησα τη μεγαλύτερη μου αγάπη μέχρι τότε, το ιδανικό που έγινε συνώνυμο μου μέσα από αυτό το δίσκο. Και στο τέλος… ένα από τα τρία κορυφαία κομμάτια που έχω ακούσει και θα έχω ακούσει μέχρι να κλείσω τα μάτια μου… “Eyes of a stranger”, τι όμορφος τίτλος, τι υπέροχο άσμα, με έκανε και με κάνει στη ζωή μου να προσπαθώ να με κοιτάω στο καθρέφτη και να λέω σε όλους ότι στο τέλος της ημέρας, αυτό που μετράει είναι να κοιτάς κι αυτό που βλέπεις να μη σε κάνει να ντρέπεσαι και να μην είναι ένας ξένος. Κι ευτυχώς ακόμα δεν έχω ντραπεί και βλέπω ακόμα τον εαυτό μου. Όπως και τώρα που ενώ γράφεται αυτό το κείμενο ο δίσκος παίζει για πολλοστή φορά, έτσι και τότε, όλα μοιάζουν σαν την πρώτη φορά. Είναι στιγμές που απλά σε ξεπερνούν σαν άνθρωπο, είναι εμπειρίες που λες ευχαριστώ στο Θεό που τις έζησες και αν για κάποιες αυτό συμβαίνει μόνο μία φορά, το “Operation: Mindcrime” είναι ένα ταξίδι που το βιώνω όσο συχνά θέλω εγώ.
Όταν ο Αντώνης μου εξήγησε και την ιστορία του δίσκου αφού την κατάλαβε ο ίδιος σύντομα μέσα από τους στίχους, η βλάβη έγινε μόνιμη. Ο Nikki έγινε ο παντοτινός φίλος που ποτέ δεν είχα και ήθελα να σταθώ στο πλάι του κι ο Dr. X έγινε ο εχθρός της ζωής μου που όπου βρισκόμουν κι όπου στεκόμουν, θα τον σκότωνα για όσα έκανε στον φίλο μου. H Mary έγινε η πρώτη γυναίκα που αγάπησα χωρίς να την έχω δει ποτέ μου, γιατί έδωσε χαρά και ελπίδα στον φίλο μου, τον έκανε να καταλάβει ότι ήταν πολλά παραπάνω από ένα πρεζόνι, ένα όπλο στα χέρια ενός επεκτατικού τρελού, μαζί της ένιωσε άνθρωπος, ένιωσε συναίσθημα κι ότι υπήρχε κάποιος (κάποια στην περίπτωση) που έβλεπε πίσω από τα μάτια του και μπορούσε να καλμάρει την οργή του. Ο θάνατος της αφού απετράπη από τον ίδιο αρχικά, ήταν αναπόφευκτος. Σταδιακά νιώθεις την απόγνωση του στην απώλεια της, γίνεσαι ένα μαζί του, θρηνείς για την αδικία που τον βρήκε και που όσο περνάει η ώρα, κορυφώνει και το άλμπουμ. Και στο τέλος, αφήνεται μόνος του στην τρέλα του σε μία από τις μεγαλύτερες αδικίες και πλεκτάνες που έχουν γίνει ποτέ και που πρέπει να γίνει κάποτε ταινία.
Ξέρω ότι τα παραπάνω μοιάζουν γραφικά, υπερβολικά, αφελή κι ότι άλλο μπορεί να τα χαρακτηρίσει κανείς. Ξέρω επίσης ότι χωρίς καθόλου να υπερβάλω και με πλήρη συναίσθηση των όσων λέω, ότι το “Operation: Mindcrime” είναι η ζωή μου και η ζωή μου αντίστοιχα είναι το “Operation: Mindcrime”. Είναι η ίδια μου η πραγματικότητα, είναι βασικό στοιχείο της καθημερινότητας μου, είναι αυτό που με έκανε να ανοίξω τους ορίζοντες του εγκεφάλου μου (ή ότι υπάρχει στο κεφάλι μου τέλος πάντων), και που με έκανε καλύτερο ακροατή και συνολικά καλύτερο άνθρωπο. Του είμαι αιώνια ευγνώμονας και ποτέ δε θα μπορέσω να αποδώσω με πλήρεις εξηγήσεις τα όσα ένιωσα, νιώθω και θα νιώθω μέσα στα χρόνια εξαιτίας του. Δεν μπορώ να μην εξάρω αντίστοιχα δίσκους-μεγαλεία όπως το “The crimson idol” των W.A.S.P. και το “Metropolis part 2: Scenes from a memory” που κλείνουν κατ’εμέ την Αγία Τριάδα των concept δίσκων, δε μπορώ να μη θαυμάσω τον οίστρο του King Diamond στις ιστορίες τρόμου που πανεύστοχα γεννούσε από το μυαλό του, ακόμα και σε πιο σύγχρονα χρόνια, τις αποδόσεις των ιστοριών του Daniel Gildenlow των PAIN OF SALVATION. Στο τέλος όμως, μπορεί να μείνει μόνο ένας, και το “Operation: Mincrime” σαν άλλος Highlander, είναι το αθάνατο concept album της παγκόσμιας μουσικής…
Kι όλο αυτό ενώ υποτίθεται ότι διαδραματίζεται σε ένα λεπτό που περνάει μπροστά από τα μάτια του πρωταγωνιστή, ενώ ο στίχος στο ομότιτλο κομμάτι “It just takes a minute and you’ll feel no pain” έρχεται να σου γκρεμίσει θεωρίες που έχτιζες χρόνια για το άλμπουμ.
“I remember now…”
Άγγελος Κατσούρας
Εν έτη 2001 έμελε να κυκλοφορήσει το τέταρτο και τελευταίο άλμπουμ των Σουηδών DIABOLICAL MASQUERADE “Death’s design”. Επρόκειτο για το side project του Blakkheim, του γνωστού ως Anders Nystrom, ιδρυτή και κιθαρίστα των ΚΑΤΑΤΟΝΙΑ και BLOODBATH, μαζί με το κύριο «δεν κάθομαι στ’ αυγά μου» Dan Swano (NIGHTINGALE, WITHERSCAPE κ.ά.)! Εννοείται σαν φανατικός οπαδός τον ΚΑΤΑΤΟΝΙΑ, αποκτούσα ότι και αν κυκλοφορούσαν οι Διόσκουροι Anders και Jonas. Το “Death’s design” υποτίθεται ότι είναι ένα concept άλμπουμ, το οποίο και καλά ήταν soundtrack του θρίλερ Death’s deign… κάτι που δεν υφίσταται και ήταν απλά ένα επικοινωνιακό τρικ του Blakkheim. To concept όμως ισχύει 100%, αφού μιλάμε όντως για κάτι που όντως θα μπορούσε να είναι soundtrack ενός horror film. Αποτελείται από 61 (!!!) τραγούδια τα οποία χωρίζονται σε 20 ενότητες. Βέβαια με τη βία θα βρείτε κομμάτι πάνω από 2 λεπτά και ο δίσκος είναι συνολικής διάρκειας 43 λεπτών. Πρόκειται για ένα μείγμα πολλών genre μαζί, από black metal μέχρι jazz, από instrumental μέχρι απαγγελίες. Παρόλη τη πολυπλοκότητα του, έχει πολλά catchy κομμάτια, ενώ τα πομπώδη πλήκτρα φτιάχνουν μια σκοτεινή ατμόσφαιρα, σε συνδυασμό με τα γνωστά γλοιώδη φωνητικά του Blakkheim κλέβουν την παράσταση. Βέβαια δε πάει πίσω και η χαρακτηριστική lead κιθάρα του Swano που ακούμε κατά καιρούς στις μπάντες του.
Αν και έχουν περάσει 18 χρόνια, θυμάμαι στο άκουσμα του εγώ και ο φίλος και συμφοιτητής μου ο Δημήτρης, θέλαμε να γυρίσουμε ταινία τρόμου έχοντας το σαν background μουσική. Πρόκειται για ένα άλμπουμ που για πάντα με ακολουθεί σε ότι και αν ακούω και θα παραμείνει… ίσως για πάντα, το αγαπημένο μου concept άλμπουμ.
Γιώργος Δρογγίτης