Wednesday, March 12, 2025
Home Blog Page 2674

MORBID ANGEL: “The Immortal Years” (1984-1996)

0

  morbid angel afieroma 5 Είναι ίσως το μοναδικό σχήμα στο χώρο του death metal, που ο μύθος της περιόδου 1989-1996 είναι πολλά επίπεδα πάνω από το όνομα MORBID ANGEL. Ήταν τότε που από την υπερδραστηριοποίηση τους στο underground μέχρι το 1987-88, βρέθηκαν το 1993 να είναι η κορυφαία ακραία μπάντα με το ασσύληπτο “Covenant” και να έχουν τις περισσότερες πωλήσεις δίσκων στο νεκρομεταλλικό κομμάτι της μεταλλικής σκηνής. Οι Αμερικανοί, όμως, είναι πολλά περισσότερα από μια death metal μπάντα, κάτι που σίγουρα πλήρωσε ο, ελληνικής καταγωγής, ηγέτης τους, Trey Azagthoth (Γιώργος Εμμανουήλ ), όταν έδιωξε με τη στάση του τον David Vincent, επειδή δεν του άρεσαν τα φωνητικά του στο “Domination” (1995).

Θυμάμαι ακόμα το μεταμεσονύχτιο σοκ του να βλέπεις τον επιβλητικό frontman να ανακοινώνει στη Vanessa Warwick του Headbanger’s Ball, ότι αποχωρεί από τη μπάντα στα παρασκήνια του Graspop Metal Meeting στις 30 Ιουνίου του 1996. Ηταν το τέλος μιας τρελής πορείας που ξεκίνησε το 1983, αλλά παραδόξως χωρίς εκείνον και χωρίς τον έταιρο συνυπεύθυνο για τον χαρακτηριστικό τους ήχο, τον Pete “Commando” Sandoval.

Όταν τους ξεκίνησε ο Trey Azagthoth ήταν 18 χρονών και βαθύτατα επηρρεασμένος από τους VENOM και το thrash ήχο της αμερικάνικης σκηνής. Όπως και ο Chuck Schuldiner, έψαχνε για χρόνια την ηχητική ταυτότητα της μπάντας του, αλλάζοντας πέντε frontmen πριν καταλήξει στον David Vincent!

Παράλληλα με αυτούς φωνητικά θα έκανε και ο drummer τους, Mike Browning, ο οποίος έπαιξε τεράστιο ρόλο στον ήχο, για τον οποίο θα γίνονταν πασίγνωστοι στα late 80s/early 90s. Μαζί του τελικά ηχογράφησαν τα δύο πρώτα demos τους και φυσικά το “Abominations of desolation”! Οι φωνητικές του γραμμές και η εκφορά των φράσεων ήταν τόσο χαρακτηριστική, που ουσιαστικά ο David Vincent «πάτησε» πάνω σε αυτή τη φόρμα και εξέλιξε στο μέγιστο βαθμό αυτή τη φόρμα φωνητικών στο “Altars of madness”.

O Browning ήταν πέρα από τραγουδιστής και ο drummer των MORBID ANGEL στα 4 πρώτα χρόνια ζωής τους. Καθόλου τυχαία πήρε μαζί του αυτή την ηχητική ταυτότητα για να δημιουργήσει τους NOCTURNUS, όπου και θα συνέχιζε να κάνει τα φωνητικά παράλληλα με τα drums. Όταν κυκλοφόρησε το “The key”, σύσσωμος ο τύπος και οι οπαδοί το αποθέωσαν, βρίσκοντας μέσα του όλα τα στοιχεία που χαρακτήριζαν τους MORBID ANGEL. Και ποια ήταν αυτά;

 

Στο όνομα αυτής της μπάντας η πρώτη εικόνα που έρχεται στο νου είναι φυσικά η φιγούρα του Trey Azagthoth. Ένα υπερφυσικό ον, που ξεπερνούσε το μύθο του από δίσκο σε δίσκο και από συνέντευξη σε συνέντευξη. Ο,τι έλεγε γινόταν μονομιάς αντικείμενο συζήτησης και ό,τι έκανε σε κιθαριστικό επίπεδο ανέβαζε το επίπεδο δυσκολίας και ικανοτήτων σε δυσθεώρατα ύψη. Το κύριο στοιχείο στο παίξιμο του είναι αυτά τα «περίεργα» αργόσυρτα ατονικά riffs, που ουσιαστικά καθορίζουν τη δομή της σύνθεσης. Αντίθετα από την παραδοσιακή μορφή σύνθεσης που θέλει κάποια γέφυρα ή solo να διαδέχεται το κύριο riff, ο Trey εισήγαγε εκτεταμένα με έναν πολύ πρωτότυπο τρόπο την ιδέα του Kerry King να χρησιμοποιεί έντονα το τρέμολο και να αναπαράγει τρελαμένους ήχους χωρίς μουσικότητα. Μόνο που εκείνος στο “Hell Awaits” των SLAYER το έκανε αποκλειστικά στα solos, ενώ ο Trey το έβαλε σε κάθε σημείο του κομματιού, πατεντάροντας τόσο τα εμβόλιμα τρελαμένα κιθαριστικά μέρη-γέφυρες, όσο και το χαρακτηριστικό σφύριγμα μετά από κάθε riff ή απότομη αλλαγή ρυθμού, που ταυτοποίησε τον Φλοριδιανό death metal.

Ετσι τα τρελαμένα solos θα έμπαιναν εμβόλιμα σε κάθε σημείο του κομματιού, αντικαθιστώντας τις γέφυρες και προτείνοντας μια πιο «ανώμαλη» σύνδεση των φωνητικών μερών ενός κομματιού . Κι όταν θα εμφανίζονταν οι γέφυρες η διαφορά θα ήταν πέρα από εμφανής και trademark της μπάντας, όπως χαρακτηριστικά απεικονίζεται στο πασίγνωστο “Chapel of ghouls” από την ηχογράφηση του “Abominations of desolation” το 1986. Καθόλου τυχαία πολλοί πιστεύουν ότι αυτή ήταν και η πρώτη death metal ηχογράφηση, καθ’όλα αποκκομένη από τη thrash ηχητική και συνθετική αντίληψη, που είχαν όλες οι μετέπειτα μεγάλες μπάντες του αμερικάνικου death metal. Στο φως, όμως, θα ερχόταν όλο αυτό το υλικό αρκετά χρόνια μετά όταν θα το κυκλοφορούσε η Earache το 1991, προσθέτοντας ειδική αναφορά στο εξώφυλλο, για να διευκρινίσει ότι δεν είναι το νέο τους album για εκείνη τη χρονιά!

morbid angel afieroma 19H κυκλοφορία του “Altars of madness” (1989) επιβεβαίωσε το θόρυβο που είχε δημιουργηθεί στο underground με το “Thy Kingdom come” 7″ ένα χρόνο πριν. Εκεί οριστικοποιήθηκε η δραστική στο line up τους, με τον David Vincent να παίρνει τη θέση του frontman και τον Pete “Commando” Sandoval των TERRORIZER να τρομοκρατεί τους πάντες με το παίξιμο του πίσω από τα τύμπανα. Εκείνος ουσιαστικά έκανε τη δραστική αλλαγή στο υλικό, που είχε ήδη έτοιμο ο Trey από τα mid 80s και συνδιαμορφώσει με τον Browning και τον Brunelle. Εισήγαγε τα blastbeats, εμπλουτίζοντας τον ήχο τους και κάνοντας πιο ακραίο το τελικό αποτέλεσμα που κύριο χαρακτηριστικο του ήταν και οι φρενήρεις ρυθμοί, τα αβυσσαλέα φωνητικά και τα άψογα εκτελεσμένα κιθαριστικά μέρη από τον Trey και τον Brunelle. Ο ήχος που είχαν τότε ήταν περισσότερο πριμαριστός με όλα τα όργανα να ακούγονται στο ίδιο επίπεδο, κάτι που δε θα ξαναέκαναν ποτέ στο μέλλον. Ηχητικά οι MORBID ANGEL δε θα ξανακούγονταν ποτέ έτσι και γι’αυτό πολλοί αρέσκονται στο ντεμπούτο τους, που στιγμάτισε την πρώτη μορφή του αμερικάνικου death με την κυκλοφορία του από την αγγλική Earache.Ολα μα όλα τα μέρη αυτού του δίσκου είναι κλασικά και καταδικασμένα να αποτελούν μέρος του σετλιστ τους στις συναυλίες έκτοτε! Είναι σίγουρα ένα από τα καλύτερα ντεμπούτα στην ιστορία της μεταλλικής σκηνής και το κλείσιμο μιας εποχής για τους MORBID ANGEL, αφού ηχητικά θα απομακρυνθούν από τον επόμενο κιόλας δίσκο.

 

 

morbid angel afieroma 25  Όσο περνούσαν τα χρόνια οι ταχύτητες στο riffing μειώνονται στο παίξιμο του, δίνοντας έναν απόκοσμο και heavy ήχο σε κάθε τραγούδι τους. Αυτό το αργόσυρτο παίξιμο είναι και το trademark του ήχου τους, το οποίο ακόμα και οι TRIVIUM του “Shogun” εισήγαγαν ως στοιχείο στον ήχο τους! Η μετάβαση έγινε στο “Blessed are the sick”, που είναι – για εμένα – ο πιο ακραίος δίσκος της πορείας τους. Ακούγοντάς το από την αρχή μέχρι το τέλος, σαστίζει κανείς από τις αλλεπάλληλες διακυμάνσεις και τα υποτονικά ξεσπάσματα, που λειτουργούν σαν ύπουλα χτυπήματα. Το “Fall from grace” είναι η σύνθεση που έδειχνε την έντονη διαφοροποίηση από την συνεχόμενη και συμπαγή αντίληψη τραγουδοποιίας, που είχαν μέχρι τότε. Κοφτά riffs, άπειρα τρελαμένα εμβόλιμα κιθαριστικά μέρη,αλλεπάλληλα κοψίματα ρυθμών που σοκάρουν στην πρώτη ακρόαση και φυσικά άρρυθμα μέρη, που μόνο prog δε μπορεί κάποιος να τα πει!

 

morbid angel afieroma 2  Με αυτή τη λογική ο όρος τεχνικό και ακραίο θα επαναπροσδιοριζόταν και η χρήση των blastbeats που εισήγαγε ο Sandoval θα αποκτούσαν διαφορετική υπόσταση. Σε εκείνο το δίσκο οι MORBID ANGEL έδειξαν ότι δεν είναι μια ακόμα death metal μπάντα, αλλά μια ακραία μπάντα με ταυτότητα που ξεπερνούσε τα όρια του metal και μπορούσε να εισάγει στοιχεία ακόμα και από την κλασική μουσική – καθόλου τυχαία ο Trey αφιέρωνε κάθε νέο δίσκο τους στον Mozart!

Οι φωνητικές γραμμές που είχαν τεθεί ως trademark από τον Browning και είχαν αλλάξει στο “Blessed are the sick”, θα τελειοποιηθούν στο “Covenant”, που είναι το πιο μοσχοπουλημένο death metal album όλων των εποχών! Χωρίς τον Richard Brunelle, που είχε αναλάβει τη δεύτερη κιθάρα από το 1986, οι Αμερικανοί πέτυχαν ως τρίο έναν απόλυτα συμπαγή και ακραίο ήχο στον τρίτο τους δίσκο! Ο David Vincent πλέον παίζει καθοριστικό ρόλο στην μορφολογία των συνθέσεων με τα φωνητικά του μέρη, αφού στο “Blessed are the sick” μετέφερε τη θεματολογία των στίχων στον αποκρυφισμό και στην μαγεία της Ανατολής.

morbid angel afieroma 14Η εκφορά των φράσεων θα είναι ριζικά ανανεωμένη με πολύ βάθος και χρωματισμούς που είναι σημείο αναφοράς στην υπόθεση death metal φωνητικά. Όλα λειτούργησαν άψογα σε αυτό το δίσκο, με τον Pete Sandoval να παρασέρνει τον Trey σε έναν πόλεμο ρυθμών ανάμεσα σε lead κιθάρα και drums. Αυτή η χρήση εκρηκτικων drums με blastbeats πίσω από τρελαμένα άρρυθμα solos με πολλά σφυρίγματα θα είναι και το δεύτερο trademark του ήχου τους, το οποίο μέχρι τότε παρουσιαζόταν αποσπασματικά σε μέρη των κομματιών τους. Πλέον θα ήταν το standard σχεδόν όλων των κομματιών τους, δημιουργώντας έναν πιο συμπαγή και ομοιογενή χαρακτήρα στις συνθέσεις – το “Pain divine” είναι αντιπροσωπευτικό δείγμα αυτής της δομής.

 

morbid angel afieroma 22 Το “Angel of disease” που περιλαμβάνεται σε αυτό το album, θα είναι και το τελευταίο κομμάτι που θα έμπαινε σε δίσκο τους από τις πρώτες τους συνθέσεις. Θαρρώ πως λειτουργεί άψογα ως σχόλιο για να αντιληφθεί και ο πλέον άσχετος για την εμφανή διαφοροποίηση που είχαν πλέον από την πρώτη τους εποχή – παρατηρήστε πόσο διαφορετικά ακούγονται τα φωνητικά του σε σύγκριση με τον υπόλοιπο δίσκο! Αυτό το αργόσυρτο και συμπαγές riffing με τις αλλαγές ρυθμών όπως στο “Vengeance is mine”, είναι και το στοιχείο που τους διαφοροποίησε και από το “Blessed are the sick”, το οποίο και heavy ήχο δεν είχε και η ομοιογένεια ήταν απλώς άγνωστη λέξη!

 

Εκείνη η περίοδος θα οπτικοποιηθεί τέλεια από τα videoclips που γυρίστηκαν για το εναρκτήριο και το καταληκτικό κομμάτι του δίσκου. Το clip για το “God of emptiness” παραμένει ακόμα και σήμερα από τα πιο καλογυρισμένα videoclips του metal με την ασπρόμαυρη φωτογραφία, τα slow motion effects και το απίστευτα δύσκολο σολάρισμα να στοιχειώνει τους επίδοξους μιμητές του και να μεταφέρει τέλεια την ατμόσφαιρα του κομματιού. Σύνθεση του David Vincent και σήμα κατατεθέν της δικής του αντίληψης για τον ήχο των MORBID ANGEL, αξιοποιώντας στο έπακρο τις ερμηνευτικές του ικανότητες. Σε αυτή τη σύνθεση το δίπολο Vincent-Azagthoth βρέθηκε στην τέλεια ισορροπία του, που θα χανόταν στο επόμενο album με αποτέλεσμα τη φυγή του! Καθόλου τυχαία γι’αυτό το album επιλέχτηκαν οι Laibach για να «πειράξουν» αυτό το κομμάτι στο περίφημο “Laibach remixes” EP, το οποίο απέδειξε πόσο είχαν ξεφύγει από τα στενά όρια του ακραίου metal. Τυχαία νομίζετε ότι είναι η πλέον αγαπημένη μπάντα του Carl McCoy των FIELDS OF THE NEPHILIM;

 

 

 

morbid angel afieroma 15  Μετά την πλήρη αποδοχή που απολάμβαναν, στην επόμενη στουντιακή τους κίνηση θέλησαν να αλλάξουν σε πολλά σημεία, προσεγγίζοντας το νέο τους υλικό με τη νοοτροπία του “Blessed are the sick” – ετερόκλητα στοιχεία, πολλές ατμόσφαιρες και συνθέσεις με έντονες διαφοροποιήσεις στη δομή. Όταν, λοιπόν, κυκλοφόρησε το “Domination” ήταν αρκετοί που ισχυρίστηκαν ότι οι Αμερικανοί είχαν γίνει πιο εμπορικοί, κάτι που ακόμα και σήμερα ισχυρίζονται ιθύνοντες της Earache με τους οποίους είχα συνομιλήσει στο Liverpool πριν 4 χρόνια. Δεν πίστευα πως θα υπήρχαν ακόμα και σήμερα κάποιοι που θα το ισχυρίζονταν, γεγονός που δείχνει ότι μάλλον σε πολλούς ξένισε η χρήση επαναλαμβανόμενων φωνητικών μερών, που μεταφράζονταν σε ρεφραίν με τη λογική τους – το “Eyes to see, ears to hear” είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα. Αυτά, μάλλον, επιβεβαιώνουν γιατί ο Trey έκανε ριζική στροφή στον καθαρόαιμο death metal ήχο με το “Formulas fatal to the flesh”(1998) και frontman με παραδοσιακή χροιά. Ο Vincent αφού είδε τα όρια της ερμηνευτικής του δεινότητας στο “Covenant”, αποφάσισε να πειραματιστεί, εισάγοντας ακόμα και παραμόρφωση/αλλοίωση στα φωνητικά του στο “Where the slime live” – στο videoclip γι’αυτό το κομμάτι ο Trey θα παρέδιδε ένα μικρό σεμινάριο σολαρίσματος.

 

 

Το κύριο στοιχείο σε αυτό το δίσκο είναι η είσοδος του Erik Rutan στην κιθάρα αλλά και στα πλήκτρα. Ο ηγέτης των HATE ETERNAL θα σφράγιζε την πορεία τους με τη σύνθεση του εκπληκτικού “Ceasar’s palace”, το οποίο ακόμα και σήμερα φαντάζει τόσο προχωρημένο όσο και τότε! Τα κύρια στοιχεία της συνθετικής τους αντίληψης αποδόθηκαν όλα με μια τελείως διαφορετική προσέγγιση, σαφέστατη ένδειξη ότι μπορούσαν να επανακαθορίζουν τα trademark του ήχου τους σε κάθε δίσκο τους. Και όταν επέλεγαν να τα ανανεώσουν πλήρως το έκαναν χωρίς δισταγμό, αφήνοντας τους πάντες άναυδους με το καταληκτικό “Hatework” – ανάλογο κομμάτι σε ήχο και δομή δεν υπάρχει στη δισκογραφία τους!Ο Rutan θα ξαναερχόταν το 2000 για την ηχογράφηση του “Gateways to annihilation” και θα ήταν η πρώτη επιλογή τους όταν θα ξαναεμφανίζονταν σε μεγάλα festival όπως στο Wacken πριν λίγα χρόνια. Ήταν ό,τι καλύτερο σαν αντικατάσταση του Richard Brunelle, που ήταν μόνιμα στη θέση του δεύτερου κιθαρίστα μέχρι και την περιοδεία για το “Covenant”

 

morbid angel afieroma 19  Σε επίπεδο εμφανίσεων οι MORBID ANGEL ήταν σημείο αναφοράς από τις πρώτες εμφανίσεις τους για το “Altars of madness”. Εκρηκτικοί, πολύπλευροι και με έναν επιβλητικό frontman, οι Αμερικανοί δεν είχαν αντίπαλο! Διαφήμιζαν live με τον καλύτερο τρόπο τον περίφημο ήχο της Florida και των Morrisound studios, στα οποία ηχογραφούν πάντα όλες τους τις κυκλοφορίες. Κύριο χαρακτηριστικό των albums τους είναι ότι επιλέγεται μια ακολουθιακή σειρά βάσει του λατινικού αλφαβήτου, κάτι που διατηρήθηκε ακόμα και όταν κυκλοφόρησε το live album της τελευταίας συναυλιακής τους περιόδου με τον David Vincent. Το “Entagled in chaos” δεν καταφέρνει να μεταφέρει την ατμόσφαιρα των εμφανίσεων τους και εντύπωση προκαλεί ότι περιλαμβάνει μόνο ένα κομμάτι από το δίσκο που προωθούσαν εκείνη την περίοδο! Είναι,μάλλον, η πιο ισχυρή απόδειξη της αποστροφής που είχε ο Trey για το “Domination”!

morbid angel afieroma 24  Αυτή την περίοδο επανασυστήνουν στην περιοδεία που είναι το συναυλιακό γεγονός του φετινού φθινοπώρου σε παγκόσμιο επίπεδο. Όσοι είχαν την τύχη να τους δουν τις τρεις προηγούμενες φορές που ήρθαν στη χώρα μας, έχουν να λένε για το πόσο καταιγιστικοί είναι! Και όσοι κοντοστέκεστε στο γεγονός ότι κυκλοφόρησαν έναν δίσκο ανάξιο της προϊστορίας τους, αρκεστείτε σε όσα μας μεταφέρθηκαν από την εμφάνιση τους στο φετινό Hellfest. Όταν ρώτησα τη Μαριλένα Σμυρνιώτη, μου απάντησε αφοπλιστικά ότι ο Tim Yeung παίζει εξίσου καλά με τον Sandoval και η διαφορά δεν είναι εμφανής ούτε στο κατ’ελάχιστο! Όσοι δεν το πιστεύετε, απλώς περιμένετε να αναρρώσει πλήρως και να επιστρέψει κανονικά σε ένα χρόνο στους MORBID ANGEL, πέρα από τους TERRORIZER – δεν έχει φύγει από το group ο 50χρονος drummer αλλά αναρρώνει από αλλεπάλληλες εγχειρήσεις και χρόνια δισκοπάθεια! Μόνο που κανείς δε θα μπορεί να σας εγγυηθεί αν θα ξανάρθουν για συναυλίες στη χώρα μας! Οπότε μην τους χάσετε για κανέναν λόγο, για να θεωρείτε εαυτούς τυχερούς, που τους είδατε live πριν τους KREATOR και μετά τους NILE και τους FUELED BY FIRE την Παρασκευή 16 Νοεμβρίου στο Fuzz club της Αθήνας και το Σάββατο 17 Νοεμβρίου στο Principal club της Θεσσαλονίκης!

Λευτέρης Τσουρέας

Criss Oliva (3/4/1963 – 17/10/1993)

0
Savatage
Criss Oliva

Christopher Michael Oliva 1963 – 1993

 

“You see… Believe… And I’m always there…”

Λένε πως η ζωή είναι πάντα απρόβλεπτη. Πως πρέπει να ζεις έντονα την κάθε στιγμή γιατί ποτέ δεν ξέρεις τι θα σου φέρει η επόμενη μέρα. Αυτές είναι έννοιες και εκφράσεις που όλοι έχουμε στο πίσω μέρος του μυαλού μας συνεχώς, άσχετα αν πολλές φορές τις ξεχνάμε, όντας εγκλωβισμένοι μέσα στη ρουτίνα της καθημερινότητας. Σίγουρα όμως όλα τα παραπάνω παίρνουν μια ιδιαίτερα τραγική διάσταση όταν αναφερόμαστε στον Criss Oliva, συνιδρυτή και κιθαρίστα των Αμερικανών SAVATAGE, μιας από τις πιο ξεχωριστές και ποιοτικές μπάντες που έβγαλε ποτέ η hard rock και heavy metal μουσική. Ένα ξεχωριστό άνθρωπο, ο οποίος στο απόγειο της καριέρας του, έχασε τη ζωή του τόσο ξαφνικά σε ηλικία μόλις 30 χρόνων από τροχαίο δυστύχημα για το οποίο μάλιστα δεν ευθυνόταν. Στις 17 Οκτωβρίου συμπληρώνονται 31 χρόνια από το θάνατό του και θεωρήσαμε χρέος μας να ρίξουμε μια πιο ενδελεχή ματιά στη ζωή του σπουδαίου αυτού καλλιτέχνη…

Όταν ο ιταλικής καταγωγής Criss Oliva μετακόμιζε το 1976 σε ηλικία 13 ετών από την California στη Florida, σίγουρα δε θα μπορούσε να φανταστεί τι του επεφύλασσε το μέλλον σε αυτή τη μεριά της Αμερικής. Λίγο καιρό πριν είχε ανακαλύψει την αγάπη του για να παίζει μουσική μέσω του αδερφού του Jon, με τον οποίον έπαιζαν σε μια μπάντα διασκευών στους KISS με το όνομα BLACK DIAMOND, όπου ο Jon έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε ενώ ο Criss έπαιζε μπάσο. Η αγάπη του Criss για την κιθάρα δεν άργησε να εμφανιστεί και αφού έμαθε κάποια βασικά ακόρντα από τον Jon, άρχισε να περνάει αμέτρητες ώρες πάνω στην κιθάρα προσπαθώντας να βγάλει τα αγαπημένα του τραγούδια. «Όταν εγώ και ο Criss ήμασταν μικρά παιδιά ακούγαμε BEATLES και συνηθίζαμε να παίρνουμε τις ρακέτες της αδερφής μου για κιθάρες και να χοροπηδάμε πάνω στους καναπέδες τρελαίνοντας τους γονείς μας! Πάντα είχαμε τη μουσική μέσα μας», θυμάται ο Jon.

Ο Criss θαύμαζε ιδιαίτερα κιθαρίστες όπως ο Ritchie Blackmore, ο Jimmy Page, ο Brian May, ο Randy Rhoads αλλά και ο Eddie Van Halen. Όταν δυσκολευόταν να παίξει κάποιο συγκεκριμένο σημείο έβγαζε τη δική του εκδοχή, κάτι που τον βοήθησε στη σύνθεση δικών του τραγουδιών αργότερα. Το 1978 δημιουργούνται οι METROPOLIS (ή METROPLIS ή METROPLIS USA όπως εμφανίζονταν σε διάφορα flyers της εποχής) έχοντας στις τάξεις τους τον Jon Oliva στα φωνητικά και τον Criss στην κιθάρα. (Στην μπάντα έπαιζε μπάσο και ο Tony Ciulla, ο οποίος πολλά χρόνια αργότερα εμφανίστηκε στο προσκήνιο ως manager του Marilyn Manson.) Οι METROPOLIS ανάμεσα σε πολλές διασκευές από μπάντες όπως οι RUSH, VAN HALEN, LED ZEPPELIN και BLACK SABBATH αρχίζουν να παίζουν και δικό τους υλικό και μάλιστα κυκλοφορούν κι ένα δυσεύρετο σήμερα 45άρι, το “Let’s get rowdy”. Ο Criss είχε μεγάλη αδυναμία στους ZEPPELIN και είχε πει χρόνια αργότερα ότι εκείνοι ήταν ο λόγος που αποφάσισε να γίνει κιθαρίστας. Λίγο αργότερα οι METROPOLIS αποφασίζουν να διαλύσουν κι έτσι τα αδέρφια παίρνουν για λίγο ξεχωριστούς δρόμους, ο Criss με τους TOWER και ο Jon με τους ALIEN. Ο Jon δεν άργησε να ενσωματωθεί στους TOWER, ενώ εκείνο τον καιρό γίνεται και η γνωριμία τους με τον Steve “Dr. Killdrums” Wacholz, οποίος μάλιστα ήταν fan των METROPOLIS. Ο Criss είχε ήδη αρχίσει να ξεδιπλώνει το ταλέντο του κι αυτό έγινε πιο εμφανές όταν σε ηλικία 17 ετών κέρδισε ένα τοπικό διαγωνισμό για νέους κιθαρίστες, παίζοντας το “Eruption” των VAN HALEN και παίρνοντας σαν έπαθλο μια λευκή Stratocaster, η οποία όμως κλάπηκε μερικές μέρες αργότερα σε μια συναυλία.

Με την ενσωμάτωση του Wacholz εμφανίζεται το όνομα AVATAR κι έτσι η μπάντα αρχίζει να κάνει συναυλίες με αυτό το όνομα, παίζοντας μάλιστα ως τρίο, με τον Jon Oliva να αναλαμβάνει τριπλό ρόλο σε φωνητικά, μπάσο και πλήκτρα. Σιγά-σιγά τα πράγματα αρχίζουν να παίρνουν το δρόμο τους κι έτσι οι AVATAR μετά από τη συμμετοχή τους σε μια ραδιοφωνική συλλογή του τοπικού σταθμού 95YNF με τα κομμάτια “Rock me” και “Minus love”, υπογράφουν με την Par Records και κυκλοφορούν το 7” “City beneath the surface” ενώ λίγο πριν κυκλοφορήσει το πρώτο ολοκληρωμένο άλμπουμ τους, “Sirens” αναγκάζονται να αλλάξουν το όνομά τους σε SAVATAGE, κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή. Από δίσκο σε δίσκο ο Criss εμφάνιζε συνέχεια νέες πτυχές του ταλέντου του, κάτι που δεν πέρναγε απαρατήρητο από τους fans και τον hard rock και metal Τύπο. “Όταν ερχόταν η ώρα για το guitar solo του Criss γκρεμιζόταν το club από τις φωνές!” σύμφωνα με τον Wacholz.

Από το “Hall of the Mountain King” και μετά, όταν είχε αρχίσει να χρησιμοποιεί και μεταλλικές πένες ο ήχος του είχε γίνει ακόμα πιο προσωπικός και ειδικά στα 3 τελευταία άλμπουμ που ηχογράφησε, τα “Gutter ballet” , “Streets” και “Edge of thorns”, ο τόνος της κιθάρας του είχε γίνει εξωπραγματικός. Ακούγοντας τα leads και τα solo σε αυτούς τους δίσκους αισθάνεσαι ότι η κιθάρα πραγματικά μιλάει μέσα στα τραγούδια. Ο ίδιος είχε δηλώσει αργότερα ότι θεωρούσε πως το solo στο “Summer’s rain” ήταν το καλύτερο που είχε γράψει ποτέ. Ο Criss είχε αποκτήσει το σεβασμό και των συναδέλφων του και μάλιστα ο Dave Mustaine εντυπωσιασμένος από το ταλέντο του, του είχε ζητήσει να μπει στους MEGADETH στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Τελικά εκείνος αρνήθηκε θέλοντας να αφοσιωθεί στους SAVATAGE και η ιστορία είναι γνωστή μιας και ο Marty Friedman ήταν εκείνος που πήρε τελικά τη θέση.

Βέβαια η αποθέωση από τους οπαδούς των SAVATAGE και το metal Τύπο, αλλά και ο σεβασμός που βίωνε ο Criss από τους συναδέλφους του δεν συγκίνησαν τους υπεύθυνους ύλης στα μεγάλα κιθαριστικά περιοδικά της εποχής Guitar World και Guitar Player ώστε να του αφιερώσουν κάποια συνέντευξη. Αυτό ήταν κάτι που σχολίαζε ενίοτε με μια δόση πικρίας ο Criss σε συνεντεύξεις της εποχής. Διατυμπάνιζε επίσης με περηφάνια τη συμφωνία για endorsement που είχε κάνει με τις εταιρείες Jackson/ Charvel και Laney και η οποία του είχε αποφέρει 20 κιθάρες και 20 ενισχυτές αντίστοιχα. Το 1992, όταν ο Jon Oliva αποχώρησε από την μπάντα μετά την περιοδεία για το “Streets”, ο Criss πέρασε μια δύσκολη περίοδο όπου ήταν απογοητευμένος και μάλιστα υπήρξαν για λίγο αμφιβολίες σχετικά με το μέλλον του συγκροτήματος . Εκείνο τον καιρό είχε στο μυαλό του να κυκλοφορήσει και ένα solo instrumental δίσκο, κάτι που δεν έγινε ποτέ. Ο Criss θεωρούσε το “Streets” μεγάλο επίτευγμα για την μπάντα και το όνειρό του όπως δήλωνε μεταξύ σοβαρού και αστείου ήταν να γίνει πλατινένιο. Εκείνο τον καιρό έλεγε ότι απολάμβανε περισσότερο τη δουλειά στο studio από τις περιοδείες, κι αυτό όχι γιατί δεν του άρεσε να παίζει αλλά γιατί σιχαινόταν τα μεγάλα ταξίδια που αυτές απαιτούν.

Μετά την κυκλοφορία του “Edge…” ο Criss δήλωνε ότι είχε παρουσιάσει την καλύτερη και πιο ώριμη κιθαριστική δουλειά του ως τότε μιας και ήταν και η πρώτη φορά που συνέθεσε τόση πολλή μουσική αφού ο Jon είχε επικεντρωθεί κυρίως στα φωνητικά και την εκπαίδευση του “νέου” Zak Stevens. Επίσης είχε αναλάβει και μεγάλο μέρος της παραγωγής, κάτι που τον έκανε να αισθάνεται ακόμα πιο περήφανος για το τελικό αποτέλεσμα. Στο μεταξύ για το εξώφυλλο του “Edge…”, είχε ποζάρει η γυναίκα του, Dawn Oliva, με την οποία ήταν παντρεμένος από το 1984. Το “Edge of thorns” έδειξε να ανοίγει το δρόμο της επιτυχίας για τους SAVATAGE αφού το ομώνυμο κομμάτι παιζόταν πια από πάνω από 100 ραδιοφωνικούς σταθμούς στην Αμερική και το άλμπουμ πούλαγε πολύ καλύτερα από όλα τα υπόλοιπα. Μάλιστα σε συνέντευξή του τότε ο Criss έλεγε ότι συζητούσαν να κάνουν περιοδεία με τους DREAM THEATER που τότε έκαναν το μεγάλο break με το “Images & words” και το video του “Pull me under” ενώ είχαν ήδη κλεισμένη και μια αμερικάνικη arena tour ως support του Vince Neil από τους MOTLEY CRUE, κάτι που σίγουρα θα τους έκανε πιο γνωστούς και σε ένα πιο mainstream κοινό.

Τίποτα από όλα αυτά δε συνέβη όμως αφού η τραγωδία χτύπησε την οικογένεια των SAVATAGE στις 17 Οκτωβρίου του 1993. Στις 3.30 τα ξημερώματα εκείνης της μέρας κι ενώ ο Criss μαζί με τη γυναίκα του Dawn βρίσκονταν καθ’ οδόν προς το ετήσιο Livestock Music Festival της Florida, ένας μεθυσμένος οδηγός ονόματι Garth McNamee πέρασε στο αντίθετο ρεύμα και χτύπησε μετωπικά το Mazda RX7 που οδηγούσε ο Criss. Ο θάνατός του ήταν ακαριαίος ενώ η γυναίκα του γλίτωσε αφού νοσηλεύτηκε για λίγο καιρό σε κρίσιμη κατάσταση. Ο McNamee επέζησε με ελάχιστα τραύματα και στη δίκη που ακολούθησε καταδικάστηκε σε 5 χρόνια φυλάκιση συν 10 χρόνια με αναστολή. Τελικά έμεινε στη φυλακή μόνο 18 μήνες ενώ υποχρεώθηκε να καταβάλει μηνιαίως στην Dawn Oliva το εξευτελιστικό ποσό των 100$ για ψυχική οδύνη.

Στην κηδεία του Criss Oliva που πραγματοποιήθηκε τρεις μέρες μετά το δυστύχημα συγκεντρώθηκαν πάνω από χίλια άτομα και ο Gary Smith (φίλος του Criss και υπεύθυνος για τα εξώφυλλα των SAVATAGE από το “Hall…” μέχρι και το “Handful of rain” αλλά και για τις αερογραφίες στις κιθάρες του Criss), φιλοτέχνησε μέσα σε μια νύχτα ένα υπέροχο ασπρόμαυρο πορτραίτο με τον Criss να κρατάει στην αγκαλιά του την κιθάρα που είχε ζωγραφισμένο με αερογραφία το πρόσωπο της γυναίκας του. Μαρτυρίες αναφέρουν ότι παρ’ όλο που ήταν μια αρκετά ήσυχη μέρα, όταν ξεκίνησε η τελετή φύσηξε ένας απότομος αέρας που έριξε κάτω από τη βάση του το πορτραίτο…

Στις 20 Νοεμβρίου του 1993 πραγματοποιήθηκε στο Boatyard Village Pavilion το πρώτο Criss Oliva Memorial Concert με τη συμμετοχή κάποιων τοπικών συγκροτημάτων και φυσικά των SAVATAGE. Ήταν μια πολύ φορτισμένη βραδιά με τον Jon Oliva φορώντας μαύρα γυαλιά να βρίσκεται στο κέντρο της σκηνής αναλαμβάνοντας τα φωνητικά και το πιάνο. Οι SAVATAGE εμφανίστηκαν χωρίς κιθαρίστα και στη θέση του Criss ήταν τοποθετημένη μια λευκή Charvel με τυλιγμένα γύρω της κόκκινα τριαντάφυλλα. Αν δει κάποιος το video σίγουρα θα ανατριχιάσει ειδικά στα σημεία που θα έμπαιναν τα solo αλλά τώρα ακούγεται μόνο το rhythm section με τον Jon να φωνάζει “Listen!”. Η κιθάρα αυτή δωρίστηκε από τους γονείς του Criss στο Hard Rock Cafe στο Orlando όπου εκτίθεται μέχρι και σήμερα με διάφορα άλλα αναμνηστικά. Το 2003 πραγματοποιήθηκε το δεύτερο Memorial Concert στο The Masquerade στη Florida, μια εκπληκτική συναυλία στην οποία ο γράφων είχε την τύχη να παρευρεθεί. Εκεί εμφανίστηκαν οι STREETS (tribute μπάντα στους SAVATAGE), οι CIRCLE II CIRCLE και οι JON OLIVA PROJECT, οι οποίοι ήταν προπομπός των JON OLIVA’S PAIN. (Στην συναυλία είχε παρευρεθεί και η Dawn Oliva, η οποία απεβίωσε τον Οκτώβριο του 2005 από αδιευκρίνιστη μέχρι στιγμής αιτία), Η σύνθεση των SAVATAGE περιλάμβανε τους Jon Oliva, Chris Caffery, Steve Wacholz, Johnny Lee Middletton, John Jahner (ο οποίος αποτέλεσε touring μέλος των SAVATAGE στην περιοδεία του “Streets” και τώρα είναι μέλος των JON OLIVA’S PAIN) ενώ έκανε και μια guest εμφάνιση ο Zak Stevens τραγουδώντας μερικά κομμάτια από το “Edge of thorns”. Η εμφάνιση αυτή αποτελεί την τελευταία που έχει πραγματοποιηθεί με το όνομα SAVATAGE από τότε.

Η τελευταία δήλωση που είχε κάνει ο πατέρας ήταν ότι «Ο Criss ζούσε για την κιθάρα. Όποτε και να πήγαινα στο σπίτι του να τον δω έπαιζε κιθάρα. Ό, τι και να έκανε, είτε μίλαγε στο τηλέφωνο, είτε έτρωγε ποτέ δεν αποχωριζόταν την κιθάρα του». Τον ίδιο καιρό ο Jon Oliva είχε πει για τον αδερφό του «Ο Criss ήταν απίστευτα αφοσιωμένος μουσικός. Έκανε κάτι που εμένα σίγουρα θα με τρέλαινε. Έπαιζε κιθάρα 6-8 ώρες τη μέρα, κάθε μέρα! Ήταν όλη του η ζωή. Και το φοβερό ήταν ότι δεν τον ένοιαζε η θεωρία. Βασιζόταν αποκλειστικά στο αυτί του και σε ό,τι αισθανόταν να παίξει. Έβγαζε όλη του την ψυχή πάνω σε αυτές τις χορδές. Για μένα ήταν κάτι σαν τον Μότσαρτ. Είχε κάτι το θεϊκό μέσα του».

Θα ήθελα να κλείσω αυτό το αφιέρωμα με κάτι που είχε πει ο ίδιος ο Criss σε κάποια συνέντευξή του σχετικά με το πώς θα ήθελε να τον θυμούνται μετά από χρόνια και στην ουσία τα συνοψίζει όλα… «Θα ήθελα να με θυμούνται σαν ένα σπουδαίο συνθέτη, ικανό κιθαρίστα και πάνω απ’ όλα καλό άνθρωπο…»

Rest in peace Criss…

Με αφορμή τη θλιβερή επέτειο του θανάτου του Criss Oliva, επικοινωνήσαμε προσωπικά με κάποιους από τους ανθρώπους που τον έζησαν από κοντά κατά τη διάρκεια της λεγόμενης “χρυσής εποχής” των SAVATAGE. Κάποιοι από αυτούς δε μιλούν συχνά στον Τύπο αλλά δέχθηκαν με χαρά να είναι μέρος αυτού του αφιερώματος.

Paul O’ Neill (συνοδοιπόρος για χρόνια στους SAVATAGE, παραγωγός του γκρουπ)

Τι θυμάσαι από εκείνες τις μέρες κοντά στο δυστύχημα;

Για να είμαι ειλικρινής πάντα φοβόμουν ότι κάποια στιγμή θα χτυπήσει το τηλέφωνο και θα μου πουν ότι έχει πεθάνει ο Jon. Ο άνθρωπος ήταν εντελώς τρελός και ζούσε πάντα στα άκρα, είτε αυτό ήταν αλκοόλ, είτε ναρκωτικά είτε δεν ξέρω κι εγώ τι. Μια μέρα που γύρισα σπίτι και βρήκα 80 μηνύματα στον τηλεφωνητή μου το μυαλό μου πήγε κατευθείαν εκεί. Όμως όταν μου είπαν ότι είχε σκοτωθεί ο Criss το σοκ ήταν τεράστιο. Σκεφτόμουν ότι δεν ήταν δυνατό να έχει συμβεί. Όχι στον Criss… Και σαν να μην έφτανε αυτό, έπρεπε να είμαι εγώ αυτός που θα το έλεγε στον Jon…Όλη η μέρα κύλησε σαν ένας πολύ άσχημος εφιάλτης…

Μιας και είσαι αυτός που έζησε περισσότερο απ’ όλους τα αδέλφια μέσα στο studio, ποιο είναι το πιο χαρακτηριστικό πράγμα που θυμάσαι από τη μεταξύ τους σχέση στις ηχογραφήσεις;

Είναι πολύ αστείο… Ο Jon και ο Criss είχαν πάντα μια πολύ ξεχωριστή σχέση όταν ερχόταν η ώρα να συνθέσουν ή να ηχογραφήσουν. Πάντα συμπλήρωνε ο ένας τον άλλο με ένα σχεδόν μαγικό τρόπο. Πολλές φορές ήταν τέτοια η ένταση της δημιουργίας που αν τους έβλεπε κανείς απ’ έξω θα νόμιζε ότι τσακώνονταν γιατί μίλαγαν πολύ έντονα μεταξύ τους. Το ακριβώς αντίθετο όμως συνέβαινε! Εκείνη την ώρα βρίσκονταν στο απόγειο της συνεργασίας τους! Θα ερχόταν ο Criss με ένα πολύ δύσκολο και τεχνικό riff και θα έλεγε στον Jon «Για τραγούδα πάνω από αυτό μαλ**α!». Έτσι τσίτωνε ακόμα περισσότερο το Jon ώστε να βρει κάτι ακόμα πιο ξεχωριστό για να τον εντυπωσιάσει. Μια ανάλογη σχέση είχα κι εγώ με το Jon μετά, όταν π.χ. γράφαμε το “Chance” όπου εκείνος μου φώναζε λέγοντας ότι έχουμε ξεφύγει καθώς το κομμάτι περνούσε τα οκτώ λεπτά κι εγώ επέμενα να το κρατήσουμε έτσι και δικαιώθηκα. Αντίστοιχα κι αυτός επέμενε με τη σειρά του για το ορχηστρικό σημείο στη μέση που εμένα δε μου άρεσε αλλά τελικά είχε δίκιο. Πάντως αυτό που θα θυμάμαι πάντα για τον Criss, και νομίζω ότι δεν θα βρεις ούτε έναν άνθρωπο στον κόσμο που θα πει το αντίθετο, είναι ότι ήταν ο πιο ευγενικός άνθρωπος που έχω γνωρίσει ποτέ. Συμπεριφερόταν σε όλους ακριβώς όπως ήθελε και οι άλλοι να συμπεριφέρονται σ’ εκείνον. Ήταν μοναδικός.

 

Chris Caffery (κιθαρίστας των SAVATAGE)

Τι θυμάσαι από τον καιρό που μπήκες για πρώτη φορά στους SAVATAGE και έπαιξες μαζί με τον Criss;

Ο Criss βασικά δεν ήθελε δεύτερο κιθαρίστα αλλά ο ήχος τους είχε γίνει πιο πλούσιος στα “Hall…” και “Gutter…” και ο Paul O’Neill τους πρότεινε εμένα για τη δουλειά. Όταν τους πρωτοσυνάντησα στις ηχογραφήσεις του “Hall…” είχα μάθει όλα τα κομμάτια που είχαν κυκλοφορήσει ποτέ και αυτό ήταν κάτι που τους εντυπωσίασε. Τα πράγματα βέβαια δεν πήγαν πολύ καλά στην περιοδεία για το δίσκο κι έτσι αναγκάστηκα να φύγω. Αργότερα και πριν βγει το “Gutter ballet” o Jon με πήρε τηλέφωνο και μου ζήτησε να πάω στη Νέα Υόρκη. Τους συνάντησα στο studio και ανεβήκαμε στην ταράτσα όπου συνηθίζαμε να αράζουμε. Τότε ο Criss με κοίταξε σοβαρά και μου είπε: «Αν και πιστεύουμε ότι είσαι μαλ***ς θέλουμε να έρθεις πίσω στην μπάντα!» Μετά γέλασε και μου ζήτησε συγγνώμη για την κατάσταση στην περιοδεία του “Hall…”. Από τότε με είχε σαν μικρό αδερφό. Έμαθα πολλά δίπλα του.

Πώς πήρες την απόφαση να φύγεις από τους SAVATAGE μετά το “Gutter…”; Φαινόταν ότι είχατε φτιάξει ένα δυνατό δίδυμο στη σκηνή μαζί με τον Criss.

Πριν μπω στους SAVATAGE έπαιζα με τον αδερφό μου σε μια μπάντα, τους WITCH DOCTOR. Εκείνο τον καιρό ο αδερφός μου ήταν πολύ άσχημα ψυχολογικά και μου ζήτησε να ξαναφτιάξουμε την μπάντα. Εγώ δέχτηκα και γι’ αυτό έφυγα από τους SAVATAGE. Αυτή είναι μια απόφαση που θα μετανιώνω για όλη μου τη ζωή… Έχασα 2 χρόνια από τη ζωή του Criss από αυτή την απερισκεψία. Όταν του το ανακοίνωσα, μου είπε ότι θα με άφηνε να γράψω και leads στο “Streets” αν έμενα. Τον απογοήτευσα και με πονάει πολύ που δεν θα μπορέσω ποτέ να του ζητήσω συγγνώμη. Όταν έμαθα ότι σκοτώθηκε δεν μπορούσα να συνέλθω. Έκλαιγα ασταμάτητα για 2 μέρες. Ο λόγος που γύρισα στους SAVATAGE το 1995 ήταν για να τιμήσω τη μνήμη του Criss. Τον αγαπούσα σαν αδελφό και μάλιστα όταν ήρθε ο Pitrelli στην μπάντα η μοναδική απαίτηση που είχα ήταν να παίζω εγώ τα solo του Criss.

Ποια είναι η πιο χαρακτηριστική ανάμνηση που έχεις από εκείνον;

Θα σου περιγράψω δύο: Η μια ήταν όταν παίζαμε το τελευταίο live των DOCTOR BUTCHER στη Florida και του ζήτησα να ανέβει και να παίξει μαζί μας το “Sirens”. Εκείνος αρνήθηκε αλλά πριν το ακουστικό σημείο κατέβηκα και του έδωσα την κιθάρα λέγοντας «Μπορείς να με βοηθήσεις λίγο γιατί δεν μπορώ να το παίξω ακριβώς;» Τότε εκείνος πήρε την κιθάρα και μου είπε «Κοίτα μικρέ πως γίνεται και μην τα ξανασκατώσεις»! Η άλλη είναι από την τελευταία φορά που τον είδα στην περιοδεία του “Edge of thorns”. Ήμασταν στο tour bus και μου έδωσε την μπλούζα του από την περιοδεία του “Edge…”, με αγκάλιασε και μου είπε να προσέχω τον αδερφό του. Που να ήξερα εγώ τότε τι έννοια θα έπαιρνε αυτό τρεις μήνες αργότερα. Μέχρι σήμερα αισθάνομαι πραγματικά ευτυχισμένος και τυχερός που έπαιζα, είχα και έχω φίλους μου ανθρώπους σαν τον Criss και τον Jon Oliva.

 

Johnny Lee Middleton (μπασίστας των SAVATAGE)

Τι θυμάσαι από τον πρώτο καιρό της γνωριμίας σου με τον Criss;

Πριν μπω στους SAVATAGE, έβγαζα λεφτά από τη μουσική με μια μπάντα, τους LEFTY. Οι γονείς μου δεν ήταν πολύ ευτυχισμένοι απ’ αυτή μου την απόφαση μιας και ήθελαν να ακολουθήσω την οικογενειακή επιχείρηση, μια εταιρία κλιματιστικών. Εγώ όμως, αν και είχα σπουδάσει σχετικά με το αντικείμενο, δεν ήθελα να έχω σχέση με αυτά, ήθελα να παίζω μουσική. Έλα όμως που αυτή ήταν η δουλειά που έκανε ο Criss στα πρώτα χρόνια των SAVATAGE. Την πρώτη φορά που ήρθε να με πάρει για πρόβα, οδηγούσε ένα φορτηγάκι από την εταιρία κλιματιστικών που δούλευε. Μου φάνηκε σαν εφιάλτης (γέλια)!

Πώς τα περνάγατε στις περιοδείες;

Είχαμε γίνει κολλητοί στο δρόμο. Αυτό που ήταν χαρακτηριστικό ήταν ότι και οι δύο δεν ήμασταν party animals σαν τους υπόλοιπους στην μπάντα. Ο Criss ήταν ήδη παντρεμένος ενώ κι εγώ είχα μια πολύ σοβαρή σχέση. Συνηθίζαμε λοιπόν να μένουμε στο ίδιο δωμάτιο και να αράζουμε βλέποντας τηλεόραση. Έτσι λοιπόν μας κόλλησαν το παρατσούκλι “The Gerbs” (σ.σ. από μια εταιρεία παιδικών τροφών στην Αμερική με το όνομα Gerber). Από τότε έτσι φωνάζαμε ο ένας τον άλλο για χρόνια.

Πώς έμαθες για το δυστύχημα;

Ήταν πολύ άσχημο… Ξέρεις ο Criss έμενε απέναντί μου κι έτσι βλεπόμασταν κάθε μέρα. Μια μέρα χτυπάει η πόρτα και ήταν ένας αστυνομικός που με ρώταγε που μπορούσε να βρει τους γονείς του Criss Oliva. Τον ρώτησα τι συνέβη και μου είπε ότι δεν μπορούσε να μου πει γιατί έπρεπε πρώτα να βρει τους γονείς του. Του έδωσα τηλέφωνο και διεύθυνση και αφού έφυγε πήγα στο σπιτονοικοκύρη μου που είχε στείλει τον αστυνομικό σε μένα για να ρωτήσω τι συνέβη. Εκείνος μου είπε ότι ο Criss ήταν νεκρός και φυσικά δεν μπορούσα να το πιστέψω. Ήμουν ένα ράκος για πολύ καιρό. Το χειρότερο ήταν ότι είχα αναλάβει να φροντίζω το σκύλο και τη γάτα του μέχρι να βγει η Dawn απ’ το νοσοκομείο. Δεν άντεξα να το κάνω για πολύ. Μετά από μερικές φορές έστελνα τη γυναίκα μου γιατί μου ήταν αφόρητο να είμαι στο σπίτι του και να σκέφτομαι ότι δε θα ξαναέβλεπα ποτέ το φιλαράκο μου… Αν είχε ένα ελάττωμα ο Criss αυτό ήταν ότι ήταν πολύ καλός με όλους. Αυτό και το ότι έπαιζε λίιιγο πιο δυνατά!(γέλια)

 

Dr. Killdrums (ντράμερ των SAVATAGE)

Πώς ήταν να ζεις με τον Criss και να τον βλέπεις να μεγαλώνει και να ωριμάζει μέσα στα χρόνια;

Κοιτώντας πίσω, ήταν κάτι το μαγικό! Ο Criss ήταν ένας άνθρωπος με μεγάλη καρδιά και τεράστιο ταλέντο στην κιθάρα. Από τότε που τον γνώρισα στα 14 του δε σταμάτησε ποτέ να παίζει και να βελτιώνεται.

Ποια είναι η πιο αστεία ιστορία που θυμάσαι από αυτόν;

Ήταν ένα φοβερό περιστατικό! Θα παίζαμε συναυλία και ο Criss μαζί με τον Johnny θα έρχονταν με ένα παλιό νοικιασμένο αυτοκίνητο, ένα σαράβαλο. Ξαφνικά το αμάξι τους έμεινε. Το πήγαν στην άκρη και προσπάθησαν να το βάλουν μπροστά αλλά δεν έπαιρνε. Τότε άρχισαν να το σπρώχνουν και αυτό έβγαλε φωτιά από την εξάτμιση με αποτέλεσμα να αρπάξει όλο το ξερό γκαζόν που ήταν στην άκρη του δρόμου. Καθώς το αμάξι είχε αρχίσει να τσουλάει η φωτιά εξαπλωνόταν κι έτσι αποφάσισαν να το παρατήσουν για να μην καθυστερήσουν περισσότερο. Άρχισαν να τρέχουν με τις κιθάρες στον ώμο για να βρουν κάποιο ταξί να τους φέρει στο χώρο της συναυλίας. Ερχόμενοι λοιπόν βλέπουν τα πυροσβεστικά να έρχονται ενώ είχε ντουμανιάσει όλος ο τόπος! Ήταν πολύ αστείο να τους βλέπεις να έρχονται για το live ιδρωμένοι και μπαρουτοκαπνισμένοι!

Θα μπορούσες να μας διηγηθείς μια ιστορία για τον Criss που o πολύς κόσμος δεν ξέρει;

Όταν παίζαμε στο New Jersey για το “Gutter…” για κάποιο λόγο ο Criss έπινε όλη μέρα. Όταν έφτασε η ώρα της συναυλίας ήταν πια εντελώς κομμάτια. Αφού λοιπόν έπαιξε τα πρώτα κομμάτια 3 φορές πιο αργά, μετά από λίγο λιποθύμησε και ο Chris Caffery ανέλαβε όλες τις κιθάρες. Όταν συνήλθε ήταν τόσο στεναχωρημένος που σχεδόν έβαλε τα κλάματα. Φυσικά όλοι τον συγχωρέσαμε γιατί ήταν η μοναδική φορά που του συνέβη κάτι τέτοιο και φυσικά δεν ξαναέγινε ποτέ.

 

Zak Stevens (τραγουδιστής των SAVATAGE)

Τι θυμάσαι πιο έντονα από τον καιρό που πέρασες με τον Criss;

Wow! Ήταν σαν ένα roller coaster! Περάσαμε μαζί ένα χρόνο και κάτι αλλά μου φάνηκε σαν 5 χρόνια γιατί περάσαμε τόσα πολλά. Ξέρεις, η πίεση για το δίσκο ήταν μεγάλη. Ήταν ο πρώτος δίσκος των SAVATAGE χωρίς τον Jon και παράλληλα η πρώτη επαγγελματική μου ηχογράφηση. Έπρεπε να ξεπεράσω τον εαυτό μου και να τους εντυπωσιάσω όλους. Όταν με πήραν στο συγκρότημα ο Criss μου είπε, “Θα μείνεις μαζί μου μέχρι να τελειώσουμε το δίσκο και θα μάθεις πώς δουλεύουν όλα”. Έτσι έγινε και μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα έμαθα τόσα πολλά από όλους τους. Όλα δούλευαν με τρελή ταχύτητα αλλά στο τέλος δικαιωθήκαμε με την επιτυχία του δίσκου. Και όμως εκείνο το βράδυ του Οκτωβρίου τελείωσαν όλα… Πραγματικά πιστεύω ότι η μπάντα έχασε την ευκαιρία να γίνει πολύ μεγάλη όταν χάσαμε τον Criss.

 

Alex Skolnick (κιθαρίστας των SAVATAGE στο “Handful of rain” και πρώτος αντικαταστάτης του Criss Oliva)

Πότε ήταν η πρώτη φορά που άκουσες για τον Criss και τι θυμάσαι από την πρώτη φορά που τον συνάντησες;

Όταν είχε βγει το “Sirens” η μπάντα ήταν αρκετά δημοφιλής στο underground αλλά δεν μπορούσες να βρεις εύκολα το δίσκο. Έτσι εγώ όπως και όλοι οι φίλοι μου το είχαμε αποκτήσει από 2ης και 3ης γενιάς γραμμένες κασέτες. Τότε μου είχαν κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση και πίστευα ότι θα γίνουν τεράστιοι. Φαντάσου την έκπληξή μου όταν μερικά χρόνια αργότερα, στο “Gutter ballet” άνοιγαν για μας (σ.σ. τους TESTAMENT). Σκεφτόμουν ότι κανονικά εμείς θα έπρεπε να ανοίγουμε τη συναυλία. Όταν λοιπόν τους άκουσα τότε ειλικρινά πίστευα ότι είχαν πάρει άλλο κιθαρίστα. Ο τύπος είχε γίνει 100 φορές καλύτερος! Είχαμε περάσει φοβερά σ’ εκείνη την περιοδεία. Έκανα πολύ παρέα με τους Oliva, είχαν απίστευτο χιούμορ.

Πως αισθάνθηκες όταν σου πρότεινε ο Jon να πάρεις τη θέση του Criss όταν αυτός σκοτώθηκε;

Μου φάνηκε πολύ περίεργο αλλά όταν συναντήθηκα με το Jon και μιλήσαμε για τη μουσική αλλά και για το πώς ήθελε να είναι αυτός ο δίσκος ένα tribute στον Criss, αισθάνθηκα πολύ άνετα και έδωσα τον καλύτερό μου εαυτό. Το σπουδαιότερο για μένα ήταν ότι δεν ήθελαν κάποιον που θα κοπιάρει τον Criss αλλά κάποιον που θα σεβαστεί τη μουσική κληρονομιά του και θα βάλει τα δυνατά του να τιμήσει τη μνήμη του. Και αυτό ακριβώς έκανα…

 

John Zahner (touring member των SAVATAGE στην περιοδεία του “Streets”)

Τι θυμάσαι από την πρώτη φορά που έπαιξες μαζί με τους SAVATAGE πριν την περιοδεία;

Την πρώτη φορά που συνάντησα τον Criss και μιλήσαμε, με ρώτησε αν θα μπορούσα να μάθω όλο το υλικό για την περιοδεία του “Streets” μόνος μου γιατί πραγματικά μισούσε τις πρόβες. Ο Jon έπρεπε στην κυριολεξία να τον βάλει με το ζόρι να κάτσει σε όλη την πρόβα! Μετά την πρώτη πρόβα ο Criss είπε ότι ήμασταν άψογοι και δε χρειαζόμασταν άλλες. Τελικά φύγαμε για την περιοδεία έχοντας κάνει μόλις 4 full band πρόβες.

Ποια είναι η αγαπημένη σου ιστορία από την περιοδεία του “Streets”;

Σίγουρα η πιο μεγαλειώδης στιγμή ήταν στο Tokyo στην Ιαπωνία όπου είχαμε παίξει στο περίφημο Budokan ανοίγοντας για τον Yngwie Malmsteen. Ο promoter εκεί κανόνισε μια συνάντηση για να μπορέσουμε να γνωρίσουμε τον περίφημο Yngwie, αλλά προφανώς κανένας δεν τον είχε ενημερώσει. Έτσι λοιπόν αρχίζουμε να ανεβαίνουμε τις σκάλες για να πάμε στο καμαρίνι του. Ο Criss ήταν μπροστά με τον Jon, το Steve, εμένα και τον Johnny να ακολουθούμε. Στεκόμαστε μπροστά στην πόρτα και ο promoter πάει στον Yngwie και του συστήνει τον Criss και την υπόλοιπη μπάντα. Εκείνη τη στιγμή αυτός έπαιζε κιθάρα ή κάποιο video game, και χωρίς ούτε καν να γυρίσει λέει δυνατά «Πες τους να πάνε να γαμ****ν»! Τότε ο Criss πάει μπροστά του, κολλάει το μεσαίο του δάχτυλο μπροστά στη μούρη του και του λέει «Είσαι πολύ μεγάλος μαλ***ς»! Μετά βγαίνει τσατισμένος από το καμαρίνι με τους υπόλοιπους να έχουμε μείνει και να τον κοιτάζουμε. Όταν πέρασε μπροστά από τον Jon, εκείνος τον χτύπησε ελαφρά στην πλάτη κοιτώντας τον με ένα βλέμμα απίστευτης περηφάνιας που δε θα ξεχάσω ποτέ! Φεύγοντας, τα μέλη από την μπάντα του Malmsteen μας κοιτούσαν και μας χειροκροτούσαν σιγανά! Εκείνο το βράδυ ο Criss είχε βάλει σκοπό της ζωής του να θάψει τον Yngwie! Όταν παίζαμε το “City beneath the surface”, ο Criss συνήθως έκανε ένα solo για 20 δευτερόλεπτα και μετά έμπαινε στο βασικό riff. Εκείνο το βράδυ τρελάθηκε τελείως και έπαιξε το πιο πολύπλοκο και εξωπραγματικό solo για πάνω από 2 λεπτά! Ήταν φοβερό, ο Criss έπαιζε με τέτοιο τρόπο που ο Jon ξεχνούσε τους στίχους και κοίταζε τον αδερφό του όλη την ώρα. Σύμφωνα με τον Jon, είναι ίσως η καλύτερη εμφάνιση του Criss, ever! Μου λείπει και λυπάμαι που δεν μπορέσαμε να παίξουμε περισσότερο μαζί! R.I.P. bro!

Γιάννης Βογιαντζής

 

 

 

 

 

 

 

 

ACCEPT: The Rebirth of the Metal Legend

0

 

 

Η επαφή μου με τη θρυλική αυτή μπάντα, μου προκαλούσε πάντοτε ένα χαμόγελο. Δεν ήταν γέλιο αποδοκιμασίας για τα φωνητικά τους, ούτε επιδοκιμασίας για το ασυμβίβαστο στυλ που είχαν στα early/mid 80s. Ήταν περισσότερο μια ασυνείδητη αντίδραση απέναντι σε μια μπάντα που προσωποποιούσε τα κλισέ του heavy metal με έναν αγνό και ανόθευτο τρόπο.

Αυτή η αντιμετώπιση μου κόπηκε απότομα όταν τους είδα στο Rockwave το 2005. Δεν περίμενα τίποτα και εισέπραξα ακόμα λιγότερα, επιβεβαιώνοντας τους φόβους μου και για το reunion και για την εν γένει παρουσία τους στη σκηνή. Είχα τη βαθιά πεποίθηση πως ακόμα και να τους έβλεπα live στα 80s δε θα με άγγιζαν και θα με έκαναν να νιώθω αμήχανα μπροστά στον κοντοπίθαρο και γραφικό Udo, στην προβλέψιμη κίνηση των κιθάρων πάνω κάτω και στην άνευρη παρουσίαση των κομματιών τους live. Εκείνο το βράδυ οι ACCEPT ήταν απλώς για εμένα η απογοήτευση ενός ολόκληρου festival! Όλα αυτά έμειναν μέσα μου μέχρι τις 22 Μαίου του 2010…

accept afieroma 10   Βλέποντας ότι μπορούσα να πάω να βιώσω την εμπειρία του Rock Hard festival, ζήτησα από τον αρχισυντάκτη μας να επικοινωνήσει με τους Γερμανούς, ώστε να με φιλοξενήσουν. Κύριος λόγος ήταν η εμφάνιση των RAGE με τη Lingua Mortiis orchestra! Οι ACCEPT εμφανίζονταν πριν τους KREATOR με το νέο τους τραγουδιστή και ήταν η περίοδος που ο κόσμος ανυπομονούσε να τους δει. Ο λόγος; Δύο νέα κομμάτια είχαν αναστατώσει όλο τον κόσμο του metal και δικαιωματικά όλοι ανυπομονούσαν για το νέο τους album!

Εκείνο το πρωινό είχε κανονιστεί η προακρόαση του σε κεντρικό ξενοδοχείο του Geselkirchen, κάτι που δε με ενθουσίαζε και τόσο πολύ σαν ιδέα, γιατί θα έχανα κάποια σχήματα που έπαιζαν. Με μισή καρδιά πήγα και άκουσα με άλλους περίπου 15 συντάκτες το “Blood of nations”. Από τα πρώτα δευτερόλεπτα έπαθα τέτοιο σοκ με τον ήχο, που έγραφα σειρές ατελείωτες από παρατηρήσεις για τη δομή των κομματιών.

accept afieroma 12  Είχα σταματήσει να σκέφτομαι τι ακούω, γιατί μου άρεσε τόσο πολύ ό,τι άκουγα, που δε χρειαζόταν καν να το επεξεργαστώ! Γιατί; Πολύ απλά γιατί ήταν ευθύβολο και δοσμένο με μια απίστευτη ενέργεια! O Andy Sneap είχε κάνει το θαύμα του και ο Mark Tornillo είχε περισσότερες ερμηνευτικές δυνατότητες από τη μονοδιάστατη ερμηνεία του Udo! Τι καλύτερο από το να τους συναντήσεις τετ α τετ και να μιλήσεις μαζί τους γι’αυτό το θαύμα; Οι συνεντεύξεις, όμως, ακυρώνονται γιατί ήθελαν να είναι ξεκούραστοι για την εμφάνιση τους το απόγευμα! Με το που άκουσα αυτή την απόφαση τους, τότε κατάλαβα πως θα βρισκόμουν μπροστά σε κάτι παραπάνω από εξαιρετικό! Σκεφτείτε ότι έβαλαν στην άκρη το promotion του δίσκου, για να είναι πιο χαλαροί για την εμφάνιση τους σε ένα festival! Και να πεις ότι ήταν και headliners ή ότι θα έπαιζαν στο Wacken μπροστά σε 100.000 κόσμο, πάει στο διάολο. Η σοβαρότητα αυτή με έκανε να αδημονώ σε τεράστιο βαθμό….

accept afieroma 6 Όταν ξεκίνησαν με το “Metal heart” ήταν φανερό ότι είχαμε να κάνουμε με μια μπάντα αναγεννημένη! Η άνευρη εμφάνιση του 2005 στο Rockwave φάνταζε σαν ανέκδοτο και ο Tornillo ήταν τόσο άνετος, που νόμιζες πως ήταν αυτός πάντα στη μπάντα! Σοκαρισμένος τράβηξα πολλά videos για να τα στείλω στο Σάκη Φράγκο, για να του μεταφέρω τι είχα πάθει! Με είχε, όμως, προλάβει ο υπεύθυνος της Nuclear Blast που με είχε δει σοκαρισμένο να του μιλάω συνέχεια για το πόσο απίστευτοι είναι! Στο photo pit έγινε ο μεγαλύτερος χαμός από τους φωτογράφους! Γιατί; Πολύ απλά είναι Γερμανοί και ήταν το γεγονός της ημέρας αυτή η εμφάνιση! Στήνονταν τέλεια και στις κάμερες, δίνοντας μου και εμένα τη δυνατότητα να τραβήξω μια πολύ καλή συνολική τους φωτογραφία, που συνόδευε το studio report στην έντυπη μορφή του περιοδικού μας. Αυτή η φωτογραφία μου χάρισε και την πιο διασκεδαστική στιχομυθία που είχα με το Δημήτρη Σειρηνάκη.

accept afieroma 8

–          Ρε Δημήτρη βάζε και κανένα credit στις φωτογραφίες τις δικές μας

–          Πάντα βάζω ρε Λευτέρη, γιατί το λες;

–          Να αυτή που βάλαμε στο studio report των ACCEPT

–          Δική σου ήταν; Νόμιζα πως ήταν promo photo από τη Nuclear Blast!

Στο κείμενο εκείνο προσπάθησα να αποφυγω τον αρχικό ενθουσιασμό μου, αλλά οι σημειώσεις με ανάγκασαν να υπερθεματίσω τις αρετές του album. Αποτέλεσμα; Τηλέφωνο από το Γιώργο Κόη σχεδόν απειλητικό: «Είναι τόσο καλό; Αν δεν είναι θα σε σφάξω με αυτά που γράφεις»! Εγραψα ό,τι άκουσα και πίστευα με όσα είδα και live! Ομολογώ πως αν δεν ήταν η εμφάνιση τους, ίσως και να φοβόμουν να είμαι τόσο θετικός! Η κυκλοφορία του δισκου με έφερε ενώπιον εκείνων των αρχικων εντυπώσεων και ήμουν στην ευχάριστη θέση να βλέπω κόσμο να αναγνωρίζει το αληθές όσων ισχυριζόμουν! Οι Γερμανοί είχαν επιστρέψει για τα καλά! Από εκεί που δεν είχα ιδιαίτερη επαφή μαζί τους, βρέθηκα να ασχολούμαι σε τέτοιο βαθμό που να έχω να μιλήσω με τον κιθαρίστα τους και ιδρυτικό μέλος τους από το 1976, Wolf Hoffman.

Οι πληροφορίες που μας είχε δώσει ήταν πολλές και παρουσιάζονται τώρα για πρώτη φορά.

  accept afieroma 13  «Ολα ξεκίνησαν την άνοιξη του 2009 όταν και γνωρίσαμε το Mark Tornillo. O Udo δεν ήθελε να είναι μέρος μιας επαναδραστηριοποίησης των ACCEPT και απέρριψε την πρόταση μας να βγουμε σε περιοδεία το 2009. Για πολλά χρόνια είχαμε συζητήσεις μαζί του, αλλά δεν ήθελε να ξανακάνει περιοδεία μαζί μας. Συγκεκριμένα κάθε χρόνο του το προτείναμε, αλλά μας απέρριπτε εκτός από το 2005 που δώσαμε κάποιες εμφανίσεις μαζί. Ελεγε πως δεν έχει χρόνο και ήθελε να αφοσιωθεί στη δική του μπάντα, τους UDO. Πλέον τους έχει 20 χρόνια, πολύ μεγαλύτερο διάστημα απ’ο,τι ήταν στους ACCEPT! Είμασταν όμως δυσαρεστημένοι, γιατί θέλαμε να βγουμε σε περιοδεία. Το 2009 απέκλεισε το ενδεχόμενο να ξαναείναι μέρος των ACCEPT και μας έλεγε πως δε θέλει να ξαναγράψει μουσική μαζί μας. «We are out of the business» μας έλεγε.

   Μόλις λίγες βδομάδες μετά γνωρίσαμε το Mark και του προτείναμε να ξεκινήσουμε κάτι μαζί. Δεν ήταν απλώς ένας αντικαταστάτης, αλλά πολλά περισσότερα! Το αποτέλεσμα ήταν να ξεκινήσουμε να γράφουμε κομμάτια κατευθείαν και το “Blood of nations” γράφτηκε το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 2009. Κανένα κομμάτι του δεν είναι κάποια παλιά ιδέα. Ο λόγος που μπήκαμε κατευθείαν στη διαδικασία να ετοιμάζουμε νέα κομμάτια ήταν γιατί θέλαμε να έχουμε νέο υλικό όταν θα βγαίναμε σε περιοδεία. Δε γίνεται να έχουμε νέο τραγουδιστή και να μην έχουμε νέο υλικό να παρουσιάσουμε μαζί του. Αν είχαμε μείνει με τον UDO; μάλλον δε θα κυκλοφορούσαμε ποτέ νέο δίσκο και θα αρκούμασταν να παίζουμε τα παλιά κομμάτια».

accept afieroma 14jpg Καθοριστικό ρόλο στον ήχο των δύο τελευταίων δίσκων τους είναι η παρουσία του Andy Sneap στη θέση του παραγωγού. Το πως επιλέχτηκε εκείνος για να αναλάβει το νέο ήχο των ACCEPT έχει ιδιαίτερη σημασία.

   «Για την ακρίβεια ο Andy μας βρήκε, ακούγοντας τις φήμες για την επαναδραστηριοποίηση μας με νέο frontman. Είναι για πολλά χρόνια φίλος της μουσικής μας και μας ζήτησε να συμμετέχει στη δημιουργία του δίσκου. Ετσι ήρθε μέχρι την πόλη που κατοικώ, το Nashville στις Η.Π.Α. Δεν ήταν μόνο το γεγονός ότι είναι ένας παγκοσμίου φήμης παραγωγός, αλλά και ένας οπαδός των ACCEPT. Μας ξέρει από την οπτική γωνία ενός οπαδού, γεγονός που του έδινε τη δυνατότητα να μας λέει τί είδους κομμάτια αρέσουν στους fans μας. Ξέρει ποια είναι τα βασικά στοιχεία αυτής της μπάντας και πως μπορούν να αξιοποιηθούν σε ένα νέο κομμάτι. Η παραγωγή του δίσκου κύλησε πάρα πολύ ομαλά και περάσαμε πάρα πολύ καλά μαζί του. Ενιωσε σαν να ειναι μέλος της μπάντας, κάτι δηλαδή πολύ περισσότερο από απλά παραγωγός.

   Το να επιλέξεις τα σωστά κομμάτια ήταν μεγάλη υπόθεση και μας βοήθησε πολύ σε αυτό τον τομέα, πέρα από το να βοηθά στη δομή των κομματιών και στις ενορχηστρώσεις.Είχαμε γράψει πάρα πολλά κομμάτια και εκείνος επέλεξε τα κομμάτια που θα ήθελε να ακούσει σαν οπαδός. Ενα ακόμα πολύ σημαντικό που μας έκανε ήταν το να μας βάλει μια λίστα κομματιών από τους παλιούς μας δίσκους, λέγοντας ότι πρέπει να τα ξανακούσουμε για να καταλάβουμε ποια ειναι τα βασικά στοιχεία του ήχου μας. Επίσης μας έδειξε ποια δεν είναι και τόσο τυπικά για τον ήχο μας και δεν υπάρχει λόγος να εστιάσουμε σε αυτά. Εκανε τέτοιες κινήσεις που ήταν καίριες για το πως βγήκε ο δίσκος τελικά».

accept afieroma 15 Κομμάτια σαν το “Shades of death”, τους εμφανίζουν με ενορχηστρώσεις παράξενες για τα δεδομένα τους και διάρκεια που υπερβαίνει τα 7 λεπτά! Ποιος να περίμενε ότι θα ακούγαμε τόσο μεγάλης διάρκειας κομμάτια από τους ACCEPT, που να έχουν ακόμα και βιολί;

   «Πολλά από τα κομμάτια είναι επηρρεασμένα από την κλασική μουσική, με την οποία ασχολούμαι. Γι’αυτό και υπάρχουν και ενορχηστρώσεις σαν αυτές και δε μας ενδιαφέρει πλέον αν ένα κομμάτι είναι μεγάλο σε διάρκεια. Είναι πλέον τα πράγματα τελείως διαφορετικά και δε μας ενδιαφέρει να είναι ένα κομμάτι μικρό σε διάρκεια, γιατί δε θα παιζόταν στο ραδιόφωνο. Εκείνη η εποχή έχει περάσει και πλέον όλα ακούγονται στο Internet και δεν υπάρχει λόγος περιορισμού.

   Προσπαθήσαμε, όπως λες, να κάνουμε ένα album με πολλές εκπλήξεις και όχι κομμάτια με τυπική δομή με κεντρικό riff, ρεφραίν και σόλο. Εχουμε κάνει πολλά κομμάτια τετοιου τύπου σαν φόρμουλα και είναι κάπως βαρετό με πολλά εμβόλιμα μέρη και μεγαλύτερα σε διάρκεια riffs και intros».

Η Nuclear Blast ανέλαβε να παρουσιάσει την νέα τους εκδοχή, παίρνοντάς την ολοκληρωμένη και χωρίς παρεμβάσεις.

   «Ο δίσκος είχε ήδη ηχογραφηθεί χωρίς να υπάρχει κάποια εταιρία να περιμένει την ολοκλήρωση του. Παρουσιάσαμε το δίσκο σε πολύ κόσμο και η Nuclear Blast ήταν εκεί που καταλήξαμε στο τέλος με το management μας. Αυτο έγινε την άνοιξη του 2010 και ο λόγος που άργησε η κυκλοφορία του δίσκου ήταν γιατί επέλεξε η εταιρία να μην το βγάλει στην αγορα μέσα στο καλοκαίρι. Αν και είναι έτοιμος ο δίσκος εδώ και δύο μήνες, θα κυκλοφορήσει τελικά τέλη Αυγούστου. Ξέρουν να κάνουν καλά τη δουλειά τους και πως να προωθήσουν ένα metal δίσκο. Είναι ενθουσιασμένοι να δουλεύουν μαζί μας πάντως».

accept afieroma 3 Αναπόφευκτα το κύριο ερώτημα είναι για το ποιες είναι οι βασικές διαφορές στη σύνθεση των νέων κομματιών με τον Udo στα 80s και πλέον με τον Mark Tornillo.

   «Ο Udo δεν έγραφε τίποτα από στίχους και από μουσική. Δεν έπαιζε κάποιο όργανο και δε μιλούσε αγγλικά στα 80s. Η manager μας και σύζυγος μου έγραφε όλους τους στίχους! Η μόνη διαφορά, λοιπόν, με τότε είναι ότι έχουμε τον Stefan Schwarzmann που είναι drummer και ξέρει και κιθάρα. Επί της ουσίας όμως η μουσική γραφόταν από εμένα και τον Peter Baltes και το ίδιο ισχύει και σήμερα. Σε ένα μόνο κομμάτι συμμετείχε ο Herman Frank.Ο Udo δεν ήταν ποτέ μέρος της σύνθεσης των κομματιών έτσι κι αλλιώς. Αντίθετα ο Mark έγραψε όλους τους στίχους του album».

Επίσης στη σκηνή πλέον οι ACCEPT έχουν και δεύτερο κιθαρίστα, το Herman Frank, και ο ήχος τους είναι καταιγιστικός στις κιθάρες.

   «Λειτούργησε πολύ καλά το 2005 και είπαμε να συνεχίσουμε έτσι. Ο κόσμος έχει συνδέσει την εικόνα των ACCEPT με τις δύο κιθάρες και έτσι θέλουμε να είμαστε και σήμερα. Νιώθω πολύ καλά που είναι μαζί μου στη σκηνή και είναι πολύ καλός κιθαρίστας».

accept afieroma 1  Η αναγγελία της εμφάνισης τους στο Gagarin 205 έφερε όπως ήταν αναμενόμενο αναστάτωση! Εγώ που ήξερα τι να περιμένω εκείνο το περσινό βράδυ της 13ης Φεβρουαρίου, ήμουν σίγουρος πως ό,τι δω θα είναι τουλάχιστον αποστομωτικό! Αλλά δεν περίμενα με τίποτα μια μπάντα 50αρηδων να παίζει σερί 2 ώρες χωρίς ανάσα και χωρίς «πάμε χεράκια» για να κερδίσουν χρόνο και ομιλίες για να πάρει κάποιος ανάσες! Για να μη μιλήσω για ατελείωτα σολαρίσματα και λοιπές κοινότυπες πρακτικές άλλων group! Οι ACCEPT ήταν συγκλονιστικοί με ένα setlist 21 κομματιών, στο οποίο το νέο τους album είχε την τιμητική του! Με το που τελείωσε κατάλαβα πως στο Rock Hard Festival είχα δει απλά μόνο λίγες από τις δυνατότητες που έχουν! Σε κλειστό χώρο ως headliners απλά δεν έχουν αντίπαλο! Είναι δικαιωματικά η καλύτερη live μπάντα στο χώρο του κλασικού metal σήμερα και δε στηρίζεται αποκλειστικά στο παρελθόν της, αλλά παρουσιάζει εκτενώς νέο υλικό!

Εκτοτε είναι για μένα η μόνη μπάντα που θα επέλεγα εν έτει 2012 για να δείξω σε κάποιον τι σημαίνει παραδοσιακό heavy metal. Το φετινό “Stalingrad” album είναι η πιο τρανή απόδειξη ότι η χημεία που υπάρχει στα μέλη του group δεν είναι τυχαία. Είναι πλέον ικανοί να παράγουν το πιο πολυδιάστατο υλικό στην ιστορία του group! Με αυτό στις αποσκευές τους θα εμφανιστούν την Πέμπτη 18 Οκτωβρίου στο Fuzz club της Αθήνας και την Παρασκευή 19 Οκτωβρίου στο Principal club της Θεσσαλονίκης.  Πιστεύω πως αξίζει να να είστε παρόντες στη συναυλιακή εμφάνιση της μόνης μπάντας στον κόσμο του κλασικού metal που κυκλοφορεί δίσκους σήμερα, που κάνουν πάταγο και ο κόσμος ανυπομονεί να τους ακούσει live! Αλήθεια ξέρετε πολλές μπάντες να έχουν την πολυτέλεια να παίζουν νέο υλικό και το κοινό να το γουστάρει εξίσου με κομμάτια θρυλικά όπως το “Balls to the wall” και κομβικά για την πορεία ολόκληρης αυτής της μουσικής όπως το “Fast as a shark”;

    Μην τους χάσετε!

Λευτέρης Τσουρέας

Σημείωση: Οι φωτογραφίες μου με το λογότυπο του Rock Hard είναι από το Rock Hard festival του 2010 και από την περσινή τους εμφάνιση στο Gagarin 205 της Αθήνας

 

accept afieroma 4

accept afieroma 2

KHONSU – “Anomalia” (Season of Mist)

0

Ακόμη και χωρίς κανένα περεταίρω στοιχείο, δύο πράγματα είναι φανερά με το πρώτο άκουσμα: οι KHONSU είναι νεαροί Νορβηγοί που γνωρίζουν το black metal μέσω της Moonfog και των βιομηχανικών THORNS. Οι KHONSU δεν πρέπει να αποτελούνται από πολλά μέλη. Και οι δύο αυτές υποθέσεις επιβεβαιώνονται. Πυρήνας του συγκροτήματος είναι ο S. Gronbech, αδερφός του Obsidian των KEEP OF KALESSIN. Φέρεται ως τρανός και μέγας κιθαρίστας, κάτι που δεν έχω στοιχεία ούτε για να αντικρούσω, ούτε όμως και να επιβεβαιώσω. Το “Anomalia” είναι τυπικότατο δείγμα σύγχρονου, καλογυαλισμένου, επιθετικού και κοφτού νορβηγικού black ήχου με majestic βλέψεις – πηγάζει από το ομώνυμο άλμπουμ των THORNS και ακολουθεί τα βήματα των DIMMU BORGIR της τελευταίας 10ετίας. Έχει δύο βασικότατα προβλήματα. Πρώτον, καθότι γραμμένο αποκλειστικά από ένα άτομο του λείπει σαφής ιεράρχηση στην ενορχήστρωση, πράγμα που δημιουργεί σύγχυση ταυτότητας. Υπάρχουν τόσο πολλά και τόσο πολυλογάδικα πλήκτρα που θολώνουν το τοπίο. Κυριαρχούν κατά κράτος σε ένα άλμπουμ που προωθείται ως κιθαριστικό και industrial. Σε αρκετά σημεία δεν συμβαδίζουν συνθετικά με τα riffs, και η τεράστιες διάρκειες των κομματιών δεν βοηθούν καθόλου την κατάσταση. Αυτό ενδέχεται να είναι και πρόβλημα παραγωγής, το δεύτερο σημείο στο οποίο ωχριά το “Anomalia”. H παραγωγή (που έχει γίνει από τον Obsidian) φαίνεται να είναι τόσο συγχυσμένη όσο και η σύνθεση όσον αφορά στο τι πρωτοστατεί κάθε στιγμή και τι λειτουργεί επικουρικά. Και όλο αυτό ντυμένο με έναν γυαλισμένο, κενό ήχο τσιχλόφουσκας προορισμένο να ακούγεται όμορφα από μεγάλα ηχεία. Τελικά, όλα καταλήγουν στο εξής. Το “Anomalia” απευθύνεται σε συγκεκριμένο κοινό, και μπορεί να ακουστεί ευχάριστα από αυτό το κοινό. Ωστόσο δεν δρέπει καμία απολύτως δάφνη συνθετικής πρωτοτυπίας. Περιττό να πω, οι KHONSU είχαν αποκτήσει super star status στη χώρα τους πριν καν κυκλοφορήσει το (πρώτο τους) άλμπουμ. Και εις ανώτερα.

5 / 10

Μαριλένα Σμυρνιώτη

KHORS – “Wisdom of Centuries” (Candlelight)

0

Πέμπτο άλμπουμ για τους Ουκρανούς, πρώτο σε μεγάλη εταιρεία και πρώτο με Ουκρανικούς στίχους. Διαπιστώνω από το δελτίο τύπου μία απόπειρα χρόνων να ενσωματώσουν και να προωθήσουν εθνικά folklore στοιχεία στη μουσική τους η οποία φαίνεται να πέφτει στο κενό, με εξαίρεση ελάχιστα σημεία. Το “Wisdom of centuries” ξεκινάει ως τυπικό δείγμα ατμοσφαιρικού black: instrumental intro, outro και ιντερλούδια. Mid-paced κομμάτια με τα drums να κρατούν ένα βασικό ρυθμό και χαλαρά πλήκτρα να δίνουν στίγμα τονικότητας με μακριές συγχορδίες. Οι μετατροπίες, οι αλλαγές, οι ταχύτητες, ο ρυθμός των φωνητικών, τα πάντα είναι προβλέψιμα, και αυτό είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα του άλμπουμ. Οι πιο τολμηρές στιγμές του συνίστανται σε ελαφρώς δυσαρμονικά σολαρίσματα, σε απόπειρες κιθαριστικής ψυχεδέλειας και σε μινιμαλιστικό ρυθμικό drumming. Το έθνικ στοιχείο δυστυχώς είναι θαμμένο μέσα σε τυποποιημένα συνθετικά τερτίπια που καθιστούν το “Wisdom…” εν τέλει, βαρετό.

Αν θελήσετε να τους τσεκάρετε, εστιάστε στο δεύτερο μισό του άλμπουμ. Το πολύ σύντομο μυστικιστικό instrumental “Where the grandeur…” με το απλό beat που παραπέμπει ευφυώς στις πιο prog στιγμές των NEGURA BUNGET, όπως δίνει τη σκυτάλη στο ψυχεδελικό prog rock επίσης instrumental “Horizons glassy” και τελικά οδηγεί στο ομώνυμο “Wisdom of centuries”, άνετα το πιο ωραίο, ώριμο και προσωπικό σημείο των KHORS του 2012, όπου το black ισορροπεί επιτέλους όπως πρέπει ανάμεσα στην ατμόσφαιρα και την ένταση.

5.5 / 10

Μαριλένα Σμυρνιώτη

UNDERCROFT – “Ruins of Gomorrah” (Season of Mist)

0

Οι Χιλιανοί UNDERCROFT κλείνουν αισίως 20 χρόνια παρουσίας σύντομα, μίας παρουσίας που έχει στιγματιστεί από 2 αλλαγές έδρας (πλέον ζουν στην Γερμανία), 2 τουλάχιστον μέτριες κυκλοφορίες και 4 διασκορπισμένα full lengths από το ’95 έως το ΄06 και θητεία δίπλα στον παραγωγό Daniel Bergstrand (MESHUGGAH, SCARVE, IN FLAMES). Πιο πιθανό να τους γνωρίζεται από τη λοιπή εργογραφία του τραγουδιστή Alvaro Lillo ο οποίος μεταξύ άλλων συμμετέχει ως session μουσικός στους WATAIN. To “Ruins of Gomorrah” ξεκινάει με ένα απλό κιθαριστικό θέμα (που θα το ξανακούσετε αργότερα) το οποίο δίνει χώρο στο tribal death/ thrash του “”El triumpho de la muerte”. Γνώριμος, μεστός ήχος: σαν να ακούς πρωτόγονους SEPULTURA να τζαμάρουν σε Σουηδικό στούντιο με – ας πούμε- τους DARKANE εποχής “Insanity”/ “Expanding senses”. Έντονος, γεμάτος, groov-αριστός ήχος οδηγημένος σε τεράστιο βαθμό από το εντυπωσιακά στιβαρό και ενεργητικό drumming, με το λοιπό rhythm section να φτιάχνει έναν τοίχο death/thrash riffs περασμένα μέσα από το χαρακτηριστικό επαναληπτικό κοφτό Σουηδικό φίλτρο. Από το 5ο κιόλας κομμάτι συμβαίνει μία αρκετά αισθητή αλλαγή – αρχίζει να υποχωρεί το tribal στοιχείο, συνειδητοποιείς ότι αυτό που ακούς αρχίζει σιγά-σιγά να μοιάζει όλο και πολύ σε καθαρό old school brutal death (το εισαγωγικό riff του “Dead Human Flesh” θα μπορούσαν να το έχουν γράψει οι MORBID ANGEL) και αυτή η ηχητική μεταστροφή κορυφώνεται έκτακτα στη συνέχεια από το “Legions of Beelzebub” και ύστερα. Το καλύτερο μέρος του “Ruins of Gomorrah” είναι το στιβαρό rhythm section και το καταιγιστικό drumming που κυριαρχεί σε όλες τις συνθέσεις χωρίς να γίνεται ποτέ επαναλαμβανόμενο. Το μειονέκτημά του είναι το κιθαριστικό μέρος, το οποίο σε στιγμές γίνεται επαναλαμβανόμενο. Από ένα σημείο και πέρα διαμορφώνουν έναν πιο αυθύπαρκτο old school brutal death χαρακτήρα και εκεί είναι που αποκτούν περισσότερο ενδιαφέρον.

6 / 10

Μαριλένα Σμυρνιώτη

What the F***? Music that destroyed our ears and disappointed the fans

0

Όλα αυτά τα χρόνια, στην έντυπη έκδοση του ROCK HARD, θεωρούμε ότι κάναμε, αν μη τι άλλο, αξιομνημόνευτα αφιερώματα. Σιγά-σιγά, θα προσπαθήσουμε να τα ανεβάσουμε και στο internet, κάνοντας την αρχή με αυτό εδώ. Παρατίθεται αυτούσιο, οπότε λάβετε υπόψη ότι γράφτηκε πριν από 3-4 χρόνια… Αυτό σε ότι αφορά τα γεγονότα και τους δίσκους που έχουν κυκλοφορήσει έκτοτε…

 

Η νόρμα λέει ότι συνήθως τα περιοδικά γράφουν για τις καλύτερες στιγμές των συγκροτημάτων, τους αγαπημένους δίσκους κ.τ.λ. Ποιος σας είπε όμως ότι το ROCK HARD είναι συνηθισμένο περιοδικό; Μαζευτήκαμε λοιπόν, η αφεντιά μου, ο Δημήτρης Σειρηνάκης και ο Λευτέρης Τσουρέας και κάναμε μία καταγραφή των μεγαλύτερων απογοητεύσεων στην ιστορία του heavy metal. Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, στη λίστα μας, υπάρχουν οι δίσκοι που ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΑΝ κι όχι οι χειρότεροι δίσκοι των συγκροτημάτων. Είναι σημαντικό να κατανοηθεί αυτό, ώστε να αποφευχθούν ατάκες του τύπου «γιατί από τους IRON MAIDEN βάλανε το “No prayer for the dying” κι όχι το “Virtual XI”»; Σε κάθε περίπτωση ξεχωριστά αναλύονται οι λόγοι που μας ώθησαν στην επιλογή του και νομίζω ότι στη συντριπτική πλειοψηφία, δεν έχετε παρά να συμφωνήσετε μαζί μας. Καλή ανάγνωση και για να επανέλθουμε σ’ αυτά που λέγαμε στην αρχή… Μην τολμήσετε να ακούσετε αυτούς τους δίσκους όσο διαβάζετε το άρθρο. Θα τους μισήσετε ακόμα περισσότερο!!!!!!!!!

Σάκης Φράγκος

 

ACDCAC/DC – “Ballbreaker” (Albert, 1995) 

Πέντε χρόνια μετά τη κυκλοφορία του πετυχημένου “The razor’s edge”, όλος ο κόσμος περίμενε τα νέα των AC/DC με κομμένη την ανάσα, διότι πάντα οι Αυστραλοί rockers ήταν και είναι, μια μπάντα που δεν έχει οπαδούς – fashion victims, που σήμερα τους ακολουθούν και αύριο όχι. Παρόλα αυτά, τα πέντε χρόνια αναμονής σίγουρα δεν άξιζαν τον κόπο για ένα μετριότατο άλμπουμ σαν το “Ballbreaker”, που απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί τουλάχιστον καλό, για τα δεδομένα τους. Μπορεί από κεκτημένη ταχύτητα, λόγω ονόματος, να έφτασε να γίνει διπλά πλατινένιο στην Αμερική και να ξεπέρασε παγκοσμίως τα δυο εκατομμύρια άλμπουμ, αλλά αυτό δεν λέει κάτι, όταν ο χρόνος κατάφερε πολύ εύκολα να τα ξεπεράσει και μάλιστα πολύ γρήγορα. Ξέρετε, οι πωλήσεις δεν λένε πάντα την αλήθεια. Ακούγοντάς το, ακόμα και τότε κανείς δεν εντυπωσιάστηκε, μάλλον απογοητευτήκαμε εύκολα από το ανέμπνευστο υλικό που περιέχει. “The furor”, “Burnin’ alive”, “Love bomb”, “Caught with your pants down”, “Boogie man” είναι χαρακτηριστικές συνθέσεις τόσο βαρετές και πρόχειρες που τελικά αναρωτηθήκαμε γιατί μια μπάντα επιπέδου AC/DC, ασχολήθηκε με αυτές. Ο αρχικός ενθουσιασμός εύκολα πέρασε και μαζί του φυσικά και η μπογιά του “Ballbreaker” που σήμερα δεν το θεωρεί κανείς σαν μια καλή στιγμή στην καριέρα τους.

Δ.Σ.

 

acceptACCEPT – “Russian roulette” (Portrait / Epic Records, 1986)

Κυκλοφόρησαν το “Metal heart” έκαναν παγκόσμια επιτυχία και το 1986 οι ACCEPT, ήταν άτι σαν μεσσίες για την παγκόσμια heavy metal σκηνή. Όμως αυτό δε σημαίνει πως δεν είχαν εσωτερικά προβλήματα, τα οποία τελικά δεν υπερκέρασαν ποτέ, τους οδήγησαν στην οριστική διάλυση και παρά τα reunions δεν κατάφεραν τίποτα ουσιαστικό πια. Είναι το “Russian roulette” ένα κακό άλμπουμ; Η απάντηση έρχεται εύκολα. ΟΧΙ! Ήταν όμως αρκετό να τους δώσει το φιλί της ζωής προκειμένου να επιβιώσουν; Πάλι η απάντηση είναι αρνητική. Το ουσιώδες όμως συμπέρασμα, ήταν πως αυτό το άλμπουμ αντικατόπτριζε με ακρίβεια το κλίμα που επικρατούσε μέσα στις τάξεις της μπάντας και είχε ως αποτέλεσμα εκεί που όλος ο κόσμος περίμενε να σταθεροποιηθούν οι ACCEPT σε επίπεδα δημοτικότητας τύπου IRON MAIDEN, αυτοί να μην σταθούν αντάξιοι των περιστάσεων και να απογοητεύσουν όσους είχαν προσδοκίες από αυτούς. Ο Udo, απλά το ηχογραφεί γιατί οι όροι του συμβολαίου του, του επέβαλλαν κάτι τέτοιο, διαφωνώντας με την υπόλοιπη μπάντα για τη πιο εμπορική στροφή που πήραν με το “Metal heart”. Το “Russian roulette” διχάζεται ανάμεσα σε αυτό και στον ήχο των “Breaker” και “Restless & wild”, μην έχοντας κάποια ισορροπία που θα εξασφάλιζε την μουσική του ταυτότητα και τελικά δεν ικανοποίησε κανέναν που περίμενε τους ACCEPT να φτάσουν στην κορυφή. Γιατί καλή η δεύτερη και η τρίτη θέση, αλλά θέλει ένα τελικό σπρώξιμο και κουράγιο να για φτάσεις στο πιο ψηλό σκαλοπάτι. Σε αυτό το επίπεδο οι ACCEPT και το “Russian roulette” απέδειξαν πως δεν μπορούσαν και απογοήτευσαν ειδικά με την αποχώρηση του Udo αμέσως μετά.

Δ.Σ.

 

aerosmith 2AEROSMITH – “Just push play” (Columbia, 2001)

Μετά από άλμπουμ σαν τα “Get a grip”, “Permanent vacation”, “Pump” και “Nine lives” περιμένεις κάτι παραπάνω από το Αμερικάνικο μεγαθήριο που ακούει στο όνομα AEROSMITH. Μπαίνοντας η νέα χιλιετία, κι έχοντας θριαμβεύσει με τις προηγούμενες δουλειές τους, όλοι θέλαμε μια δουλειά που τα τινάξει τη μπάνκα στον αέρα! Κρίμα όμως! Το “Just push play” ήταν μια απίστευτη μετριότητα που δεν άρεσε σε κανένα αφού και μοντέρνοι θέλησαν να ακουστούν οι AEROSMITH και blues και πιο άγριοι απ’ ότι συνήθως. Λίγο απ’ όλα και τελικά τίποτα! Μόνο το “Jaded” παραπέμπει στις ένδοξες τους στιγμές, το “Fly away from here” σώζεται, αλλά τα υπόλοιπα όχι. Μπορεί να κυκλοφόρησαν ένα μέτριο άλμπουμ, στη συνέχεια το blues, “Honkin’ on Bobo” να μην άρεσε πολύ ξανά, αλλά ελπίζω με την επερχόμενη δουλειά τους να μην με απογοητεύσουν πάλι. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο που όπου και να παίζουν ακόμα σήμερα είναι παντού γεμάτες οι αρένες που τους φιλοξενούν.

Δ.Σ.

 

Angra fireworks lineupANGRA – “Fireworks” (SPV, 1998)

Όταν έχεις να διαδεχθείς ένα δίσκο σαν το “Holy land”, αναπόφευκτα η πίεση είναι πολύ μεγάλη ώστε να βγάλεις κάτι ισάξιο. Στην περίπτωση των ANGRA, τα πράγματα εκείνη την περίοδο δεν ήταν ρόδινα. Το σχήμα είχε διασπαστεί σε δύο πλευρές. Από τη μία οι κιθαρίστες κι από την άλλο τα υπόλοιπα μέρη του γκρουπ, που είχαν διαφωνίες όχι μόνο μουσικές αλλά και σε σχέση με το management και τη διαχείριση όλου του οικοδομήματος των ANGRA. Αυτό έγινε ορατό με το “Fireworks”, που ήταν ένα προϊόν καθαρού συμβιβασμού κι έλειπαν όλα τα στοιχεία που τους έκαναν να ξεχωρίζουν από τα δύο πρώτα άλμπουμ τους. Φωτεινές εξαιρέσεις υπάρχουν (όπως το “Lisbon” για παράδειγμα), αλλά δεν είναι τυχαίο ότι τα μέλη του γκρουπ προσπαθούν να ξεχάσουν αυτό το δίσκο…

Σ.Φ.

 

AnnihilatorANNIHILATOR – “Criteria for a black widow” (Roadrunner, 1999)

Για μία ακόμη φορά, το γεγονός ότι το metal από τα μέσα μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’90 ήταν σε πλήρη ανυποληψία, οδήγησε άλλο ένα σχήμα (;) σε ανοσιούργημα. Μετά το απαράδεκτο “Remains” όπου ο Jeff Waters είχε κάνει μέχρι και το drum programming, προσπαθώντας να κάνει το σχήμα να παίζει industrial με πλήρως αποτυχημένο τρόπο, επέστρεψε στην εταιρία όπου καθιερώθηκε (τη Roadrunner), πήρε όλο το σχήμα που έπαιξαν στο ντεμπούτο τους (πλην του μπασίστα) και προσπάθησε να κάνει ένα remake των δύο πρώτων, εξαιρετικά επιτυχημένων, δίσκων του. Τι “Back to the palace” είχαμε, τι “Schizos (are never alone) part III”, αλλά όταν έχεις πέσει σε συνθετικό βούρκο, η κατάσταση δεν σώζεται… Μόνο το “Loving the sinner” διασώζεται. Ο δεύτερος χειρότερος δίσκος τους μετά το “Remains”, αλλά μακράν η μεγαλύτερη απογοήτευση.

Σ.Φ.

 

anthrax32ANTHRAX – “Stomp 442” (Electra, 1995)

Στην περίπτωση των ANTHRAX είχαμε να διαλέξουμε ανάμεσα σε ισάξια απογοητευτικά άλμπουμ, το “Stomp 442” και το “Volume 8: The threat is real”. Επιλέξαμε το πρώτο, μόνο και μόνο επειδή είναι το πρώτο στη σειρά, ενώ το “Volume 8…” είναι και δύσκολο να βρεθεί πλέον, αφού η εταιρία του έκλεισε λίγο μετά την κυκλοφορία του. Μετά το “The sound of white noise” (το οποίο είναι κορυφαίο άλμπουμ, αλλά ξένισε κάποιους οπαδούς των ANTHRAX), μεσολάβησε ένα μεγάλο διάστημα χωρίς υποστήριξη από την εταιρία τους, με τον Dan Spitz να φεύγει για να γίνει ρολογάς κι ο δίσκος ήταν ανέμπνευστος, με δύο μόλις αξιόλογα τραγούδια, που έγιναν και τα δύο single (“Fueled” και “Nothing”). Μπορεί να συμμετείχε και ο Dimebag Darrell σε δύο τραγούδια, αλλά το σύνολο ήταν απογοητευτικό, σε μία περίοδο που δεν υπήρχε χώρος στο προσκήνιο για μπάντες όπως οι ANTHRAX, ιδίως επειδή ανήκαν στο δυναμικό πολυεθνικής εταιρίας….

Σ.Φ.

 

Black-Sabbath-Dehumanizer-231517BLACK SABBATH – “Dehumanizer” (Reprise, 1992)

Λογική ψάχνουμε; Εμπορικότητα; Τα management μπλέκονται; Συμβόλαια; Δεν ξέρω τι απ’ όλα! Αλλά όταν λέγεσαι BLACK SABBATH και έχεις κυκλοφορήσει άλμπουμ σαν τα “Headless cross”, “Tyr” έχεις τους Tony Martin, Cozy Powell, Neil Murrey τι πας να κάνεις ρε φίλε; Εγώ να δεχτώ πως τα “Heaven and hell” και “Mob rules” είναι αχτύπητα, πως όμως αποφασίζεις να ξαναπάρεις τον Dio πίσω και να διώξεις όλους τους άλλους; ΟΚ, μόνο ο Powell έμεινε, αλλά και αυτός είχε ατύχημα και δεν έγραψε στο άλμπουμ. Και άντε, τα κάνεις αυτά, πως στα κομμάτια βάζεις τέτοιες συνθέσεις στο άλμπουμ; Δεν το κατάλαβα ποτέ πως μπορεί να υπάρχει μια μπάντα που με την ίδια σύνθεση γράφει ένα “Heaven and hell” και από την άλλη ένα “Dehumanizer”! Χαλαρά για μένα, η μεγαλύτερη απογοήτευση όλων των εποχών στο χώρο του heavy metal. To πιο μονότονο άλμπουμ που έχω ακούσει ποτέ, το πιο κουραστικό και επαναλήψιμο. Μα δεν το άκουσαν πριν το κυκλοφορήσουν; Είναι δυνατόν να μη το άκουσαν; Εάν νομίζετε πως εγώ είμαι παράξενος, προσέξτε τα χασμουρητά του κόσμου όταν ως HEAVEN AND HELL σήμερα παίζουν live τραγούδια από αυτό το άλμπουμ. Δε το ξαναγόρασα ποτέ σε CD!

Δ.Σ.

 

bon-jovi1BON JOVI – “Lost highway” (Universal, 2006)

Δεν διαφωνώ με την καλλιτεχνική έκφραση των μουσικών, το αντίθετο μάλιστα, δέχομαι την ειλικρίνεια του εκάστοτε δημιουργού στη μουσική του έκφραση και τη σέβομαι απόλυτα. Αυτό δε σημαίνει όμως πως δεν έχω το δικαίωμα να απογοητευτώ στο άκουσμά της ή να διαφωνήσω, όσο μου πέφτει λόγος φυσικά. Έτσι λοιπόν και στη συγκεκριμένη περίπτωση το “Lost highway” ήταν για μένα μια μνημειώδης απογοήτευση γιατί άλλα περίμενα να ακούσω και άλλα άκουσα. Οι προειδοποιήσεις βέβαια υπήρχαν σε προηγούμενα άλμπουμ των BON JOVI, αλλά το ροκάδικο “Have a nice day” μας έδωσε βασικές υπόνοιες πως η μπάντα θα πήγαινε στις πιο πηγαίες της μορφές έκφρασης. Αμ, δε! Το “Lost highway” έσκασε σα βόμβα στα αυτιά μου, ή μάλλον σαν ένα τεράστιο και εκκωφαντικό μούγκρισμα αγελάδας, αφού το διασκεδαστικό και ευφάνταστο rock / hard rock των BON JOVI, ξεκάθαρα μετατράπηκε σε μια country rock μουσική παράσταση! Θα μου πείτε, δικαίωμα τους δεν είναι; Σαφώς, αλλά και δικαίωμα μου είναι να θεωρώ το συγκεκριμένο άλμπουμ ως μια από τις μεγαλύτερες απογοητεύσεις που ένοιωσα ποτέ, όσον αφορά τα μουσικά μου ακούσματα. ΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜ!!!!!!!!!

Δ.Σ.

 

Burzum 1996BURZUM – “Daudi baldrs” (Misanthropy, 1997)

Ο πρώτος δίσκος του Vikernes, που ετοιμάστηκε και ηχογραφήθηκε μετά τη φυλάκιση του δε θα μπορούσε να μην είναι και αντικείμενο έριδας ανάμεσα στους οπαδούς του. Το “Filosofem” κατάφερε να δώσει μεγάλες διαστάσεις στο θέμα BURZUM και σε πρώτη ακρόαση το πέμπτο full length του νεαρού Νορβηγού ακουγόταν τουλάχιστον ανέμπνευστο. Ήταν και ο πρώτος δίσκος χωρίς οργανικά rock μέρη, με τα keyboards και τα effects να οδηγούν όλες τις συνθέσεις με έναν πολύ «επίπεδο» ήχο. Το γεγονός αυτό οφείλεται στην απαγόρευση που είχε ο mainman να ηχογραφήσει εκτός φυλακής, με τη λύση της χρήσης MIDI μέσω ηλεκτρονικών υπολογιστών να είναι μονόδρομος. Χωρίς φωνητικά, με πολύ ωραία θεματολογία και εικαστικά στο concept των κειμένων και με δηλώσεις που τον έκαναν ακόμα πιο αντιπαθή στους πολέμιους του. Το “Daudi baldrs” είναι ο δίσκος στον οποίο οφείλεται ο μύθος του βαρετού και του «κι εγώ μπορώ να παίξω έτσι» ήχου των BURZUM. Καμία σχέση με όλες τις ηχογραφήσεις που έκανε στα Grieghallen μέχρι και το Μάρτιο του ‘93, που παραδέχονται σχεδόν όλοι για την επιδραστικότητα που είχαν στη σκηνή του black metal! Αυτό το άλμπουμ πώς να το πεις ambient ή folk όταν ο ίδιος παρουσίασε το αριστουργηματικό “Tomhet”;

Λ.Τ.

 

Candlemass Dactylis glomerata eraCANDLEMASS – “Dactylis glomerata” (Music For Nations, 1998)

Εδώ, δεν θα πω τίποτα απολύτως. Θα αφήσω τον ίδιο τον Leif Edling να τα πει, μέσα από τις σημειώσεις που υπήρχαν στην πρόσφατη επανακυκλοφορία του: «Ξεκίνησα να το δουλεύω σαν το δεύτερο άλμπουμ των ABSTRACT ALGEBRA και 18 μήνες αργότερα κατέληξε να κυκλοφορήσει σαν το νέο δίσκο των CANDLEMASS με εντελώς διαφορετική σύνθεση και απίστευτα χρήματα να έχουν ξοδευτεί. Κάποιοι πιστεύουν ότι έπρεπε να μείνει ένα ακόμη αποτυχημένο studio project ή τουλάχιστον να μην είχε το όνομα των CANDLEMASS. Λυπάμαι… Προσπάθησα… Κάποια τραγούδια ήταν καλά, αλλά είχαμε διαλέξει λάθος studio και λάθος παραγωγό. Ακουγόταν απαίσιο και μετά από λίγο καιρό είχα φοβερά χρέη και δεν είχα δίσκο να πουλήσω. Εξαντλημένος και στο χείλος της κατάρρευσης, με πήραν τηλέφωνο από τη Music For Nations και μου είπαν ότι μπορούσαν να με βοηθήσουν, αν έκανα το δίσκο αυτό με τους CANDLEMASS. Και φυσικά το έκανα σκληρότερο. Για να αποφύγω την προσωπική χρεοκοπία, αναγκάστηκα να υποκύψω». Και τι έγινε που έπαιζε ο Mike Amott; Συμπληρώνω εγώ…

Σ.Φ.

 

CELTIC FROSTCELTIC FROST – “Cold lake” (Noise, 1988)

Η πρώτη μεγάλη ψυχρολουσία για τη μεταλλική σκηνή είναι γεγονός με αυτό το άλμπουμ. Όχι τόσο γιατί είχε κακές συνθέσεις, όσο για την τρομακτική αλλαγή που επήλθε στο γκρουπ σε όλα τα επίπεδα. Είναι από τις ελάχιστες περιπτώσεις που οι συνθήκες που δημιουργήθηκαν από μια εταιρία συνετέλεσαν στην παρουσίαση ενός τελείως διαφορετικού προφίλ για μια μπάντα. Ο Warrior μόνος του απλώς κατάφερε να αμαυρώσει την ιστορία των Ελβετών με τις φωτογραφήσεις και τον ήχο του δίσκου, που παραδόξως είχε κομμάτια αρκετά καλά! Χάθηκαν όμως στο κράξιμο που έφαγαν με την κίνηση τους να γίνουν «ένα gothic ζόμπι που μπήκε στo ντουλάπι των MOTLEY CRUE» και θεωρήθηκε ως καθαρά εμπορική! Το παράδοξο είναι ότι στην ολοκληρωτική καταστροφή που επήλθε της πετυχημένης περιοδείας “One in their pride” ο Warrior κράτησε μόνος του το γκρουπ κάνοντας αδικαιολόγητους συμβιβασμούς, που δε θα τους έδιναν καμία δυνατότητα να επανέλθουν στο εγγύς μέλλον. 10 χρόνια μετά δε θα επανεκδοθεί μαζί με τον υπόλοιπο κατάλογο του γκρουπ, αλλά η ιστορία είχε γραφτεί κάνοντας έκτοτε και τους glam/sleaze fans να τους προσθέσουν στα ακούσματα τους. Άλλη μια απόδειξη πως η εικόνα μετράει πολλές φορές περισσότερο από τη μουσική. Πιστεύετε πως δε θα είχαν άλλη αντιμετώπιση τα κομμάτια αυτά με άλλο ήχο και attitude να τα συνοδεύει;

Λ.Τ.

 

Cradle of filthCRADLE OF FILTH – “Damnation and a day” (Sony/Abracadaver, 2003)

Όταν το 1999 επέλεξαν να βγάλουν το πρώτο τους video clip για ένα EP, το όνομα τους ακούστηκε παντού! Κι ό,τι δεν κατάφεραν με εκείνη τη στρατηγική κίνηση που τους άνοιξε τις διαπραγματεύσεις με πολυεθνικές εταιρίες το κατάφεραν με το “Midian” ένα χρόνο μετά, ανεβάζοντας τις μετοχές τους στα ύψη! Οι κόποι τόσων χρόνων έμελλε να εξανεμιστούν με την κάκιστη ταινία “Cradle of fear” και με αυτό το άλμπουμ που δεν είχε κανένα από τα στοιχεία του προκατόχου του. Ήχος επίπεδος, φωνητικά που προκαλούν ακόμα και το γέλιο στους φανατικούς των Άγγλων (πρώην;) superstars συνθέτουν το σύνολο που δικαιολογεί την, από τότε, καταβαράθρωση τους από την αφρόκρεμα της metal σκηνής. Ακόμα και η φωτογράφιση ήταν επιεικώς ερασιτεχνική, επιβεβαιώνοντας ότι και η Sony απλώς δεν έδωσε σημασία σε αυτή την κυκλοφορία! 17 κομμάτια που παλεύουν επί 76 λεπτά να ισορροπήσουν ανάμεσα στην heavy/thrash riffολογία του “Midian” και την πιο «εμπορική» goth κατεύθυνση, αποτυγχάνοντας να συγκινήσουν και τον πιο φανατικό νεόκοπο οπαδό τους. Ακόμα και η συμφωνική ορχήστρα της Βουδαπέστης πέρασε απαρατήρητη από αυτό το ναυάγιο. Από εκεί που έπαιζαν μαζί με τα μεγαθήρια της metal σκηνής στα μεγαλύτερα festival μετά από αυτό το δίσκο απλώς εξαφανίστηκαν, παραδίδοντας οι ίδιοι τα σκήπτρα στους, μέχρι τότε δεύτερους στην κούρσα, αντιζήλους τους DIMMU BORGIR. Η φυγή τους για τη Roadrunner ένα χρόνο μετά θα είναι η αφορμή για συνεχείς αρνητικές αναφορές από τον Dani γι’ αυτή την περίοδο της καριέρας τους.

Λ.Τ.

 

Deep Purple mk2-2reunionDEEP PURPLE – “The battle rages on” (BMG, 1993)

Εμ, μετά σου φταίνε οι NIRVANA που τα σάρωσαν όλα, όταν έχεις τα μεγαλύτερα ονόματα του hard rock και metal εκείνα τα χρόνια να κυκλοφορούν τις πιο μεγάλες πατάτες της καριέρας τους. Που πας ρε Καραμήτρο; Κάτσε στα αυγά σου! Διώχνεις τον Gillan, παίρνεις τον Turner, διώχνεις τον Turner και ξαναπαίρνεις τον Gillan για να φύγει ο Blackmore μετά. Μα τι κατάσταση είναι αυτή; Πώς να βγάλεις καλή δουλειά, όταν ΑΠΟΔΕΔΕΙΓΜΕΝΑ Blackmore και Gillan ο ένας θέλει να σκοτώσει τον άλλον; Έλεος δηλαδή! Πήραν τα μισά τραγούδια που περίσσεψαν από το “Slaves and masters” και τα σκότωσαν εντελώς, οι υπόλοιπες συνθέσεις είναι πρόχειρες εκτός από το “Anya” και το “A twist in the tale” που ακούγονται κάπως. Είναι πολύ εύκολο το “The battle rages on” να χαρακτηριστεί ως ότι πιο πρόχειρο έχουν κυκλοφορήσει οι PURPLE με την MK II σύνθεση τους και προφανώς το χειρότερο τους άλμπουμ από οποιαδήποτε μορφή της μπάντας. Μεγάλη απογοήτευση για τους οπαδούς των DEEP PURPLE που περίμεναν κάτι καλό από αυτό, αλλά τελικά δεν ήταν απογοητευτικό μόνο, ήταν απαράδεκτο!

Δ.Σ.

 

Def Leppard Band 9 Slang RoofDEF LEPPARD – “Slang” (Mercury, 1996)

Η αλήθεια είναι ότι μετά το “Adrenalize” οι DEF LEPPARD δεν έχουν βγάλει δίσκο αντάξιο του παρελθόντος τους και ιδίως των “Hysteria” και “Pyromania”. Ο ερχομός του Vivian Campbell σηματοδότησε μία μεταστροφή στον ήχο τους, εντελώς ξαφνική είναι η αλήθεια. Μπορεί κάποιοι τελευταίοι δίσκοι τους να ακούγονται σχετικά pop (όπως το “X”), αλλά από έναν οπαδό του συγκεκριμένου σχήματος, το γεγονός ότι έχω να τον ακούσω από τότε που βγήκε, λέει πολλά. Μόνο μία καλή μπαλάντα υπάρχει στο δίσκο και όλα τα υπόλοιπα είναι κυριολεκτικά για τα σκουπίδια… Ότι άλλο και να πούμε, περιττεύει. Εκτός από έναν τραγικό δίσκο, πρόκειται για μεγάλη απογοήτευση.

Σ.Φ.

 

DioDIO – “Lock up the wolves” (Reprise, 1990)

Το πείσμα του Dio! Θέλει να αποδείξει σε Ozzy και BLACK SABBATH πως από τον πρώτο είναι καλύτερος και στους δεύτερους πως χωρίς αυτόν δεν μπορούν να ζήσουν. Έτσι φέρνει ένα νέο κιθαρίστα τον εξαίσιο Rowan Robertson, δεκαοχτώ ετών παιδί, στη μπάντα για να απαντήσει στην κίνηση του Ozzy με τον Zakk Wylde. Τον αναγκάζει να παίξει σαν τον Iommi σε ένα σχεδόν doom άλμπουμ για να δείξει πως είναι καλύτερος από τους SABBATH! Γίνονται αυτά; Για ποιον λόγο; Μετά από μια σειρά επικών άλμπουμ, που καθιερώνουν τους DIO στην ελίτ του metal μέχρι ακόμα και το “Dream evil”, όλοι περιμένουμε ένα δίσκο φρέσκο, δυναμικό φουριόζικο και σαρωτικό όπως μας έχει συνηθίσει ο πιο διάσημος κοντός της μουσικής μας. Όλος ο κόσμος του metal θέλει ένα νέο “Holy diver” ή έστω μια αξιοπρεπή συνέχεια του καλού “Dream evil”, γιατί πιστεύει στον Dio! Έτσι δεν είναι; Αμ, δε! Το πείσμα του δεν καταλαβαίνει από τέτοια! Μιλάμε μου έπεσε το σαγόνι, όταν πρωτοάκουσα το “Lock up the wolves”! Β – Α – Ρ – Ε – Τ – Ο! Κουραστικό, το ένα τραγούδι ίδιο με το προηγούμενο και το επόμενο, αργό και χωρίς ίχνος σπιρτάδας. Ο φτωχός Rowan, παίζει φοβερά, αλλά το ταλέντο του περιορίζεται δραματικά από το ύφος της μουσικής. Ξέρεις τι είναι να περιμένεις να ακούσεις ένα νέο π.χ “Stand up and shout” και να τρως στη μάπα έντεκα συνθέσεις κάκιστες απομιμήσεις του “Shame on the night” τρία επίπεδα κάτω από αυτό;

Δ.Σ.

 

Dream TheaterDREAM THEATER – “Falling into infinity” (Eastwest, 1997)

Μπορεί να πρόκειται για ένα δίσκο ο οποίος προσωπικά μου αρέσει και μου αρέσει πολύ. Το θέμα είναι ότι επρόκειτο για ένα άλμπουμ που παραλίγο να οδηγήσει το συγκρότημα σε διάλυση κι αυτό ήταν βέβαιο ότι θα συνέβαινε αν δεν έπαιρναν στις τάξεις τους τον Jordan Rudess και δεν κυκλοφορούσαν το ασύλληπτο “Scenes from a memory”. Αυτά δεν είναι δικά μου λόγια, αλλά όλων των μελών του γκρουπ. Δέχθηκαν απίστευτες πιέσεις από την εταιρία να κάνουν τον ήχο τους πιο εμπορικό κι έφτασαν σε σημείο μέχρι και να τους επιβάλλουν τον Desmond Child να τους γράψει το ρεφρέν του “You not me”. Αυτό το λάθος, σύμφωνα με τον Portnoy, είναι το μοναδικό πράγμα για το οποίο έχει μετανιώσει στην καριέρα του. Οι DREAM THEATER τιμούν το δίσκο παίζοντας τραγούδια του σε πολλές συναυλίες τους και κυρίως τον ύμνο “Peruvian skies”, αλλά και το -κλασικά- αντισυμβατικό “Trial of tears”. Θα πρέπει να γυρίσουμε το χρόνο πίσω πάντως και να θυμηθούμε ότι εκείνη την εποχή, το metal και δη το progressive ήταν καταδικασμένο εκ προοιμίου και οι πολυεθνικές το απέρριπταν ή απλά δεν ασχολούνταν μαζί του, έχοντας το μυαλό τους μόνο στις μόδες (διαχρονικό φαινόμενο).

Σ.Φ.

 

Emperor metal bandEMPEROR – “IX Equilibrium” (Candlelight, 1999)

Μετά την αποδοχή που είχε το “Anthems to the welkin at dusk” και την επιτυχία πολλών συμπατριωτών τους, το τρίτο full length άλμπουμ των Νορβηγών αναμενόταν με μεγάλη ανυπομονησία. Η έλευσή του, θα τους παρουσίαζε αισθητικά «εξωγήινους» να αφορίζουν τη black metal ταμπέλα που ένιωθαν ότι τους περιόριζε, κάτι που ηχητικά τους έφερε για πρώτη φορά δική τους ηχογράφηση να έχουν ευκρινέστατες και σαφείς επιρροές. Αυτό και μόνο έκανε όλους να χαμογελάσουν πικρά για τους «πρωτοπόρους» της σκηνής! Οι MERCYFUL FATE θα συγγενέψουν με την τρέλα των MORBID ANGEL και η ισορροπία που διακηρύσσεται από τον τίτλο του δίσκου θα χαθεί κάθε που η μεγαλομανία του Ihsahn θα αποτυπώνεται στην ταστιέρα ή στις υψηλές οκτάβες. Αποτέλεσμα ήταν να ξεκινήσει ο σεισμός που θα τους οδηγήσει στη διάλυση ένα μόλις χρόνο μετά από πολλές περιοδείες και πετυχημένες εμφανίσεις. Και μόνο το γεγονός ότι επέλεξαν να κυκλοφορήσουν ένα ακόμα δίσκο, αν και διαλυμένοι, για χάρη της υστεροφημία τους μιλάει από μόνο του…

Λ.Τ.

 

 

Gamma RayGAMMA RAY – “Powerplant” (Sanctuary, 1999)

Ακόμα θυμάμαι κάποιες προσωπικές συζητήσεις με τον Kai Hansen εδώ και πολλά χρόνια… Δεν έπαυε να μου λέει ότι μετά την αναπάντεχη επιτυχία του “Land of the free”, έψαχνε να βρει το μυστικό που έκανε το δίσκο αυτόν τόσο αγαπητό στην Ελλάδα, αλλά και στη Γερμανία (όπου κυρίως έκανε θραύση). Τραγούδια σαν το “Man on a mission” ήταν αυτά που λάτρευε ο κόσμος και πήρε απόφαση ότι στις δύσκολες εποχές που περνούσε το metal στη δεκαετία του ’90, θα έπρεπε να γράφει έτσι, για να μπορέσει να επιβιώσει. Το “Somewhere out in space” ήταν ένας δίσκος που –κακά τα ψέματα- έδειχνε τον σαφή προσανατολισμό του Hansen προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά το “Powerplant” ήταν τόσο μονοδιάστατο, που νόμιζες ότι άκουγες επί μία ώρα το ίδιο κομμάτι με τον ίδιο ρυθμό… Ούτε η διασκευή στο “It’s a sin” μπόρεσε να σώσει την κατάσταση. Το κατάλαβε και ο Kai και με το “No world order” που ακολούθησε, άλλαξε τροπάριο. Έπαιζε σαν JUDAS PRIEST… Ρε, τι πάθαμε…

Σ.Φ.

 

helloween 1989 1993HELLOWEEN – “Chameleon” (ΕΜΙ, 1993)

Τα έχουμε πει επανειλημμένα γι’ αυτόν το δίσκο. Οι σχέσεις των μελών των HELLOWEEN είχαν πιάσει πάτο και είχαν χωριστεί σε τρεις μεριές. Από τη μία ο Kiske με τον Schwichtenberg που ήθελαν πιο pop/rock μονοπάτια, ο Weikath με τον Grapow που ήθελαν πιο παραδοσιακά HELLOWEEN τραγούδια και ο Grosskopf που ήταν κάπου στη μέση. Το αποτέλεσμα ήταν τραγικό. Για να μη δυσαρεστηθεί κανείς, οι τρεις βασικοί συνθέτες (Kiske, Grapow, Weikath) έφεραν από τέσσερα τραγούδια έκαστος (για να εισπράξουν και τα ίδια χρήματα από τα πνευματικά δικαιώματα), το καθένα εκ των οποίων ήταν εντελώς διαφορετικό από τα υπόλοιπα. Ο δίσκος βγήκε ένας αχταρμάς άνευ προηγουμένου, όπου ακόμα και τα πιο παραδοσιακά τραγούδια, ακούγονταν εκτός κλίματος. Προσωπικά θεωρώ μεγαλύτερη απογοήτευση το “Rabbits don’t come easy”, που ήταν μία πλήρως αποτυχημένη απόπειρα να παίξουν το “happy, happy Helloween” metal, αλλά επειδή όλοι οι υπόλοιποι θέλουν να γράψουν το “Chameleon”, συμβιβάζομαι και μ’ αυτό!

Σ.Φ.

 

ICED EARTHICED EARTH – “The crucible of man” (SPV, 2008)

Η μόνιμη απορία μου είναι ότι τελικά ο “Ripper” Owens δεν κολλάει πουθενά; Μάλλον έπεσε στη χειρότερη –συνθετικά- περίοδο των JUDAS PRIEST, ICED EARTH και Yngwie Malmsteen. Οι κακές γλώσσες –και όχι μόνο- κάνουν λόγο για ανεπαρκή σκηνική παρουσία, αλλά όσο κι αν απογοητεύτηκαν οι πολυάριθμοι στην Ελλάδα οπαδοί των ICED EARTH, περίμεναν πολλά με την επιστροφή του Barlow στο μικρόφωνο, με τον οποίον αναμφισβήτητα οι ICED EARTH διήνυσαν τις καλύτερες μέρες της καριέρας τους. Το συνολικό αποτέλεσμα όμως δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες μας ούτε στο ελάχιστο, αφού η συνθετική «ξηρασία» του Schaffer είναι ορατή από χιλιόμετρα πλέον και μάλλον θα μείνουμε να θυμόμαστε τα αριστουργήματα του παρελθόντος. Η μαγιά είναι καλή, το τελικό αποτέλεσμα του δίσκου λίαν αμφισβητούμενο πάντως.

Σ.Φ.

 

immortalIMMORTAL – “Sons of northern darkness” (Nuclear Blast, 2002)

Το πολυπόθητο «μεγάλο» συμβόλαιο ήρθε και μαζί του έφερε και έναν πιο γυαλισμένο ήχο με πολλά thrash/heavy riffs. Τι κρατήθηκε; Φυσικά το corspepaint που οι εναπομείναντες του χώρου είχαν από καιρό αφαιρέσει από το image τους! Οι Νορβηγοί με την «επαγγελματική» φωτογράφιση αυτού του δίσκου, έθεσαν εκ νέου τα όρια της γραφικότητας που προσάπτουν οι πολέμιοι του black metal, καυτηριάζοντας το ως βλακ μεταλ. Ερείσματα επίσης υπάρχουν στους στίχους για ένα γκρουπ που στην πορεία του χρόνου δεν εξελίσσεται, αλλά γίνεται ακόμα πιο «τετράγωνο» στη θεματολογία του. Η αμερικάνικη περιοδεία τους με τους MANOWAR (“Gods of war”) θα είναι και το επιστέγασμα της κατρακύλας τους, που θα τους οδηγήσει στη διάλυση ένα χρόνο μετά! Από την επαναδραστηριοποίηση τους το φάντασμα αυτού του δίσκου στοιχειώνει οποιαδήποτε κακή σκέψη υπάρχει για καινούριο άλμπουμ!

Λ.Τ.

 

 

IRON MAIDEN lineup1990IRON MAIDEN – “No prayer for the dying” (EMI, 1990)

Ο χειρότερος δίσκος των MAIDEN είναι μακράν το “Virtual XI”. Ο δεύτερος χειρότερος, το “The X factor”. Η μεγαλύτερη απογοήτευση όμως ήταν το “No prayer for the dying” που προηγήθηκε. Στους δύο δίσκους που προαναφέραμε, τα τεράστια ελαττώματα ήταν η μετριότατη παραγωγή και ο ανύπαρκτος τραγουδιστής. Αυτά τα ελαττώματα δεν υπάρχουν στο “No prayer…”. Με τη μπάντα να προέρχεται από δύο ασύλληπτους δίσκους, η φυγή του Adrian Smith και τα πειράματα με τη σόλο καριέρα του Bruce Dickinson, πέφτουν βαριά στο σχήμα. Μεγάλη αδυναμία στις συνθέσεις και πρώτη φορά που υπάρχουν τόσα μέτρια τραγούδια σ’ ένα δίσκο των IRON MAIDEN. Αφήστε που δεν μπορώ να ξεχάσω και το τραγικό video clip του ανεκδιήγητου “Holy smoke” με τον Steve Harris πάνω σ’ ένα τρακτέρ.

Σ.Φ.

 

judas priest 2001JUDAS PRIEST – “Demolition” (SPV, 2001)

Και μόνο το γεγονός ότι είναι ο χαμηλότερος σε πωλήσεις δίσκος των PRIEST, λέει κάτι. Μετά το “Jugulator”, το οποίο ξάφνιασε με τον αναπάντεχα σκληρό και μοντέρνο ήχο του (για PRIEST) ήρθε ο φυσικός διάδοχός του, ο οποίος όμως ήταν κλάσεις κατώτερος και από το μέτριο ντεμπούτο του Tim “Ripper” Owens. Ο κόσμος των PRIEST ουσιαστικά ποτέ δεν δέχτηκε τον νεαρό “Ripper”, αλλά δεν έφταιγε αυτός που οι βασικοί συνθέτες του γκρουπ θέλησαν ουσιαστικά να κάνουν αυτό που έκανε ο Halford με τους FIGHT αρκετά χρόνια πριν. Δηλαδή να εκσυγχρονίσει τον ήχο του. Το θέμα είναι ότι το έκαναν με αποτυχημένο τρόπο και αναγκάστηκαν σε αναδίπλωση κι επιστροφή του Metal God και του metal ήχου τους…

Σ.Φ.

 

 

 

KISS 1985KISS – “Asylum” (Mercury, 1985)

Ιούνιος του 1985 και μετά από δυο πολύ καλά άλμπουμ “Creatures of the night” και “Lick it up”, χωρίς πια μακιγιάζ, οι KISS ρίχνουν στην αγορά τα τριάντα οχτώ λεπτά του “Asylum”, που ατυχώς δεν μπορεί καν να κοιτάξει στα μάτια τους προκατόχους του. Δεν είναι πως μιλάμε για ένα κακό άλμπουμ, είναι όμως μακράν κατώτερο από τους προκατόχους του και μια φανερή προσπάθεια εξευγενισμού του image και ήχου τους. Ποιος άλλωστε δεν θυμάται τις πολύχρωμες … ρόμπες που φοράνε στο video clip του “Who wants to be lonely”; Διότι οι KISS είναι μια μοναδική και ύφος και στυλ μπάντα και δεν τους ταίριαζε το να προσπαθήσουν να μοιάσουν με τον … David Lee Roth! Μουσικά από το άλμπουμ δεν έχουμε και πολλά να θυμόμαστε, ούτε και η ίδια η μπάντα άλλωστε, αφού στο μεγαλύτερο μέρος, αναλώθηκαν μάλλον σε εύπεπτες τσιχλοαμερικάνικες hard rock συνθέσεις, που δεν εντυπωσίασαν κανέναν τελικά. Ξεχώρισαν μόνο τα “King of the mountain”, “Who wants to be lonely” και το υπέροχο “Tears are falling” που όμως δεν ήταν αρκετά ώστε να μην με απογοητεύσουν, ειδικά όταν σκεφτόμουν τις συνθέσεις των δυο προηγουμένων τους άλμπουμ και με τα χρόνια των τριών επομένων. Άδικο έχω;

Δ.Σ.

 

manowar2MANOWAR – “Louder than hell” (Geffen, 1996)

Ακόμα και οι αυτοαποκαλούμενοι «βασιλιάδες του metal», μέσα στη δεκαετία του ’90 κυκλοφόρησαν έναν πραγματικά αδύναμο δίσκο. Με το “Triumph of steel”, ξεσήκωσαν τους Έλληνες οπαδούς τους, αλλά και τον υπόλοιπο κόσμο θέλω να πιστεύω, αλλά το “Louder than hell”, μάλλον θα έπρεπε να λέγεται “Simpler than hell”. Ακούγεται υπερβολικά απλό ακόμα και για τα δεδομένα των MANOWAR, με πολύ καθαρή παραγωγή και συνθέσεις που πάρα πολύ δύσκολα βρίσκουν το δρόμο στο setlist κάποια συναυλίας τους. Φυσικά υπάρχουν και καλές στιγμές, οι αδιάφορες όμως υπερισχύουν. Και μετά από μία σειρά πραγματικά σπουδαίων δίσκων, έφτασε η στιγμή να ξενερώσουν οι λιγότερο φανατικοί οπαδοί τους (γιατί οι πιο φανατικοί δεν ξενερώνουν ποτέ και –σε τελική ανάλυση- καλά κάνουν!!!).

Σ.Φ.

 

MEgadeth wnah lineup 2MEGADETH – “The world needs a hero” (Sanctuary, 2001)

Το “Risk” ήταν σίγουρα ένας rock δίσκος, παραδομένος στις rock επιρροές του Marty Friedman, στην εμμονή του Mustaine να κάνει κάποια στιγμή ισάξια επιτυχία με αυτή των METALLICA και στην περίεργη κατάσταση που επικρατούσε για το metal προς το τέλος της δεκαετίας του ’90, όπου η μουσική μας ψυχορραγούσε σε μεγάλες αγορές όπως αυτή της Αμερικής. Το “Risk” είχε αδύναμες συνθέσεις και ξένισε τους μεταλλάδες επειδή ακριβώς δεν ήταν metal. Ο δίσκος που ακολούθησε όμως, προσπάθησε να σηματοδοτήσει την επιστροφή στο metal, με πλήρως αποτυχημένο τρόπο όμως και ανούσιες συνθέσεις από έναν καλλιτέχνη που έχει γράψει ιστορία. Το χειρότερο όλων ήταν το “Return to the hangar”, που ήταν το δεύτερο μέρος του “Hangar 18”, αλλά περισσότερο ντροπιάζει, παρά ικανοποιεί. Εδώ οι MEGADETH έπιασαν πάτο και ουσιαστικά διαλύθηκαν για να επανέρθουν με αξιοπρέπεια τα τελευταία χρόνια.

Σ.Φ.

 

Photo St. Anger 300CMYKMETALLICA – “St. Anger” (Elektra, 2003)

Πολλοί θα πιστεύουν ότι στη θέση του θα έπρεπε να είναι το “Load” ή ακόμα χειρότερα, το “Re-load”. Επιμένω όμως στο “St. Anger” για έναν και μόνο λόγο. Τα “Load” και “Re-load” ήταν μία συνειδητή προσπάθεια του σχήματος να κάνουν κάτι διαφορετικό από το κλασικό metal ύφος τους (στο μεν “Load” μάλλον πετυχημένα στο δε “Re-load” εντελώς αποτυχημένα). Το “St. Anger” ήταν μία απεγνωσμένη προσπάθεια επιστροφής στο metal παρελθόν τους, πριν το κύκλωμα τους ξεγράψει εντελώς. Αυτό συνοδεύτηκε από μία σειρά προσωπικών διαμαχών ανάμεσα στον Hetfield και τον Ulrich, που καταγράφτηκαν πολύ παραστατικά στο “Some kind of monster”. Το αποτέλεσμα ήταν ένας μετριότατος δίσκος, με τραγούδια που ναι μεν ήταν metal, αλλά έπασχαν από τις αδύναμες συνθέσεις και την κακή παραγωγή (με το διαβόητο πλέον ταμπούρο του Ulrich). Το ότι δεν παίζουν παρά ελάχιστα τραγούδια στις συναυλίες τους, είναι ένα ελάχιστο δείγμα του πόσο λίγο πίστεψαν και οι ίδιοι οι METALLICA στο “St. Anger”.

Σ.Φ.

 

 

motleycrue pic12MOTLEY CRUE – “Theatre of pain” (Elektra, 1985)

Μετά το “Shout at the devil”, έχεις απαίτηση από τους CRUE με το επόμενο τους άλμπουμ να σαρώσουν τα πάντα. Αντί αυτού, τι είχαμε; Ένα άλμπουμ, αντικειμενικά όχι κακό, αλλά που δεν έφτανε σε καμία περίπτωση τον προκάτοχό του, σε επίπεδο συνθέσεων και ύφους αλλά και μια μπάντα που εκεί που αντιπροσώπευε το Αμερικάνικο πεζοδρόμιο, ξαφνικά εμφανίζεται ντυμένη στα …ροζ και μέσα σε σαπουνάδες! Μπλιάχ! Ήταν η εποχή που τα είχαν χάσει τελείως από τη χρήση ναρκωτικών, η ζωή τους ήταν απίστευτα επικίνδυνη και εκτός ελέγχου, οπότε λογικό ήταν να μην μπορέσουν να συνθέσουν και πολλά τραγούδια της προκοπής. Στο απόγειο αυτής της καταστροφικής περιόδου από λάθος του Vince Neil που προκάλεσε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, σκοτώθηκε ο ντράμερ των HANOI ROCKS Nicholas “Razzle” Dingley και ο τραγουδιστής των CRUE καταδικάστηκε. Το “Theatre of pain” εμπορικά πήγε πολύ καλά, έβγαλε singles, πούλησε πολύ, αλλά μέχρι και σήμερα είναι το μόνο CRUE άλμπουμ που δεν ξαναγόρασα ποτέ σε CD. Ευτυχώς η συνέχεια ήταν καλύτερη σε επίπεδο άλμπουμ τουλάχιστον με τα “Girls, girls, girls” και “Dr Feelgood”, που τους οδήγησαν στην κορυφή. Ευτυχώς, ένα μέτριο άλμπουμ, δεν στοίχισε την καριέρα τους όπως συνέβη σε άλλες περιπτώσεις συγκροτημάτων.

Δ.Σ.

 

nighfall 2NIGHTFALL – “Diva future” (Holy, 1999)

Η ξεκάθαρη goth rock στροφή των Αθηναίων με αυτό το δίσκο είχε προετοιμαστεί λίγους μήνες πριν με το “Electronegative” mini CD. Η ψυχρολουσία ήταν καταλυτική για τη σχέση των fans με το γκρουπ, κυρίως για εκείνους που μόλις τους είχαν εκτιμήσει με το ευθύβολο heavy “Lesbian show”. Από τις φοβερά δυνατές κιθάρες και τα riffs που σε έκαναν να τα σιγοτραγουδάς (ο ορισμός του hit μήπως;) κατέληξαν εδώ στις ανέμπνευστες και άνευρες κιθαριστικές γραμμές. Το attitude της μπάντας αλλάζει ριζικά και στις ηχογραφήσεις και στα live ακολουθώντας μια πιο «light» κατεύθυνση, που δυστυχώς δεν τους ταίριαζε. Η επόμενη κίνηση τους θα αργήσει τέσσερα χρόνια, έχοντας ξανά δυναμικό ήχο, με πολλές ανακατατάξεις στις τάξεις στο μεσοδιάστημα. Όλα αυτά απλώς επιβεβαίωσαν τα προβλήματα που προέκυψαν εξαιτίας του και το κακό που κάνουμε όταν «χαϊδεύεται» μια μπάντα στο στραβοπάτημα της για «το καλό της ελληνικής σκηνής». Με αυτό το δίσκο χάθηκε μια μπάντα που, επί χρόνια, έδειχνε τις δυνατότητες που είχε με κάθε της κυκλοφορία. Και να ήταν η μόνη καλά θα ήταν…

Λ.Τ.

 

Omen - Reopening the gatesOMEN – “Reopening the gates” (Massacre, 1997)

Κάποιοι σκληροπυρηνικοί οπαδοί των ΟΜΕΝ, είχαν θεωρήσει ξεπούλημα τα πιο hard rock στοιχεία που είχε το “Escape to nowhere”, κυρίως εξαιτίας του τραγουδιστή Coburn Pharr (ο οποίος πέρασε κι από τους ANNIHILATOR). Προσωπικά τον θεωρώ αξιοπρεπέστατο δίσκο, αλλά προχωράμε. Το “Reopening the gates”, πρόκειται για τη μεγαλύτερη ίσως απογοήτευση στο χώρο το επονομαζόμενου true metal. Ο Kenny Powell, έφερε το γιο του, Greg, να τραγουδήσει και να παίξει δεύτερη κιθάρα και μάλλον έφερε και επιρροές από τη μουσική που άκουγε η Αμερική εκείνη τη δεκαετία. Το τελικό αποτέλεσμα όχι μόνο δεν είχε καμία σχέση με τους OMEN που λάτρεψαν οι οπαδοί τους στα 80’s, αλλά και αυτό που έπαιζαν ήταν τόσο κακό και ανέμπνευστο, που ακόμα απορώ για ποιο λόγο υπάρχει στη δισκοθήκη μου. Εξοργιστικός δίσκος όσο λίγοι.

Σ.Φ.

 

ozzyOZZY – “Black rain” (Epic, 2007)

Αλήθεια, πόσοι από εσάς που πήρατε το δίσκο πριν δύο χρόνια, τον ακούτε ακόμα; Κανένα ίχνος ευρηματικότητας, κανένα ίχνος φρεσκάδας, απλά μία ανάγκη διεκπεραίωσης. Μία απέλπιδα προσπάθεια της Sharon Osbourne να επαναδραστηριοποιήσει τον άντρα της δισκογραφικά, αφού δεν αρκούσε το reunion των BLACK SABBATH απ’ ότι φαίνεται. Η αλήθεια είναι ότι δεν περιμέναμε και πολλά μετά το μετριότατο προηγούμενο άλμπουμ του, αλλά το “Black rain” ξεπέρασε και τις πιο απαισιόδοξες προβλέψεις μας.

Σ.Φ.

 

paradise lost 1PARADISE LOST – “Believe in nothing” (EMI, 2001)

Το έχω πει και δεν θα βαρεθώ να το λέω. Το “One second” είναι ένας πραγματικά καλός δίσκος, αλλά τα electro στοιχεία και οι επιρροές από DEPECHE MODE είναι εμφανείς. Το “Host” μας ξάφνιασε όλους αφού μάλλον δεν θα έπρεπε να βγει κάτω από την ταμπέλα των PARADISE LOST και προσπάθησαν να διεισδύσουν σε μία διαφορετική αγορά όντας σε πολυεθνική, με λάθος τρόπο. Από εκεί και πέρα ξεκίνησε μία άνευ προηγουμένου προσπάθεια να αποκηρύξουν αυτόν τον αποτυχημένο δίσκο (και εμπορικά και μουσικά) και αυτή ξεκίνησε με το “Believe in nothing”. Η απογοήτευση ήταν τεράστια όμως, αφού δεν ήταν κάτι συνειδητό, αλλά κάτι που τους επιβλήθηκε είτε από κάποιους είτε από τις περιστάσεις. Προσπάθησαν να φανούν “metal” (λες και νοιάζει κανέναν) ενώ κατά βάθος δεν γούσταραν τότε αυτή τη μουσική… Από τότε και σε κάθε δίσκο τους, προσπαθούμε να βρούμε τα metal στοιχεία που είναι «ολοένα και περισσότερα» σε σχέση με το “Host”. Λες κι αυτό νοιάζει κανένα…

Σ.Φ.

 

QueensrycheQUEENSRYCHE – “Tribe” (Sanctuary, 2003)

Το “Hear in the now frontier” ήταν μία ηχηρή σφαλιάρα, από ένα συγκρότημα που αποφάσισε να δοκιμάσει κάτι εντελώς διαφορετικό. Το “Q2K” ήταν ακόμα χειρότερο από τον προκάτοχό του. Εκεί ήταν που πίστεψα ότι έπιασαν πάτο. Η επερχόμενη περιοδεία τους με τους DREAM THEATER, με οδήγησε να πιστέψω ότι ο επόμενος δίσκος τους θα ήταν τουλάχιστον αξιοπρεπής. Το “Hear…” είχε ενάμιση καλό τραγούδι, το “Q2K” ένα, το “Tribe” κανένα όμως… Απόλυτο χάλι και τεράστια απογοήτευση. Και δεν έχει καμία σχέση (για μία ακόμη φορά) με το πόσο metal είναι. Το κακό είναι ότι με την εξαίρεση του “Operation: mindcrime 2”, η κατηφόρα τους έχει παρασύρει για τα καλά…

Σ.Φ.

 

rotting christ  09ROTTING CHRIST – “Khronos” (Century Media, 2000)

Ο δίσκος που έδειξε ακόμα και στους ίδιους ότι βρίσκονται σε αδιέξοδο, χαμένοι στη δίνη μιας ταυτότητας που δεν τους εκφράζει και δεν τους συνδέει με το παρελθόν τους. Αν και τα “You are I” και “Thou art blind” εμφανίζονται αραιά στο setlist τους, στο έκτο άλμπουμ των Αθηναίων δεν αναφέρεται σχεδόν καθόλου o frontman τους, Σάκης Τόλης στην πορεία τους στο τελευταίο τους DVD. Η απόφαση να ξαναβάλουν το παλιό λογότυπο στο επόμενο άλμπουμ και να κάνουν τον ήχο τους πιο τραχύ, έδειξε ότι κάπου εδώ η πυξίδα είχε χαθεί. Όταν βγήκε φυσικά κανείς δεν το «έθαψε», γιατί είχε όλα τα στοιχεία του λεγόμενου «Century Media ήχου». Δεν είχε δηλαδή την τραχύτητα και τη μελωδικότητα που τους διέκρινε σε όλη τη metal σκηνή, κάτι που φάνηκε και στην χαμηλή αποδοχή μετά τα επιτυχημένα από εμπορικής άποψης, προηγούμενα δύο άλμπουμ τους. Είναι τυχαίο που μετά το “Khronos” πήραν τα πάνω τους για να ξαναφτάσουν στην κορυφή που στρογγυλοκάθονται σήμερα;

Λ.Τ.

 

saxon 1986jpgSAXON – “Rock the nations” (EMI1986)

Ήταν η εποχή της σύγχυσης για τους SAXON. Ήθελαν να επιβληθούν στην Αμερικάνικη αγορά με πιο μελωδικό ήχο, κάτι στο οποίο ως ένα σημείο τους υποχρέωσε τότε η EMI υπογράφοντάς τους για τέσσερα άλμπουμ. Η ίδια εταιρία έχοντας στο ρεπερτόριο της το μεγαθήριο των IRON MAIDEN, ήθελε άλλη μια heavy μπάντα να σαρώσει την Αμερική. Είχαν προηγηθεί τα “Crusader” και “Innocence is no excuse”, τα οποία παρά τη ποιότητά τους, είχαν διχάσει το κοινό τους, χωρίς να προσθέσουν και πολλούς καινούργιους οπαδούς στο συγκρότημα. Το θέμα είναι πως το κλασικό metal με το οποίο είχαν καθιερωθεί, ήταν τόσο χαρακτηριστικό που πολύ δύσκολα αυτή η αλλαγή ήχου θα γίνονταν αποδεκτή και αυτό δε το κατάλαβαν εγκαίρως. Με το “Rock the nations” επέμεναν σε μια πορεία χωρίς νόημα, που ναι μεν διαφαίνονταν οι συνθετικές τους δυνατότητες για ακόμα μια φορά, αλλά το στυλάκι του party και τα εύκολα singles τύπου “Northern lady” και “Waiting for the night” δεν ταίριαζαν σε αυτό που ήταν στην πραγματικότητα οι SAXON. Εκεί που όλοι περιμέναμε την επιστροφή τους στον ορισμό του heavy metal, όπως μας είχαν μάθει, κι έχοντας στην πλάτη τους το πολύ καλό “Innocence..”, το “Rock the nations” μας προσγείωσε απότομα και καταλάβαμε πως το κόλλημα για τη κατάκτηση της Αμερικάνικης αγοράς δεν είχε γίνει μάθημα, όπως επίσης και η ανοχή στις απαιτήσεις της δισκογραφικής τους. Αποκορύφωμα; Η συμμετοχή του Elton John σε δυο τραγούδια! Μα τι δουλειά μπορεί να είχε αυτός με τους SAXON; Ήταν στην EMI και αυτός όμως τότε! Ε;

Δ.Σ.

 

 

Scorpions eye to eye 01SCORPIONS – “Eye II eye” (Eastwest, 1999)

Μέσα στη δεκαετία του ’90, οι SCORPIONS έβγαλαν αρκετούς δίσκους που μάλλον ντρόπιαζαν το ένδοξο παρελθόν τους. Στην προσπάθειά τους να ακουστούν up-to-date για την εποχή, έβαλαν πάρα πολλά pop στοιχεία, εμπλεκόμενοι με μία μουσική την οποία δεν κατείχαν ποτέ και το πείραμα κρίνεται ως απολύτως αποτυχημένο. Ζήτημα να υπάρχουν τρία rock τραγούδια, αλλά ακόμα χειρότερα καμία αξιοπρεπής σύνθεση.

Σ.Φ.

 

Sepultura - GreenSEPULTURA – “Against” (Roadrunner, 1998)

Όχι, δεν είμαι από τους Cavalerικούς! Όχι, δεν πιστεύω ότι ο Green είναι κακός τραγουδιστής και τα άλμπουμ των SEPS μ’ αυτόν στα φωνητικά είναι σκουπίδια. Αντίθετα, πιστεύω (με εξαίρεση το “A-lex”), ότι κάθε δίσκος τους στην περίοδο με τον Green είναι ο ένας καλύτερος από τον άλλο. Το “Against” είναι ένας δίσκος όμως, που προσπάθησε να αναπαράγει την ατμόσφαιρα του “Roots” με αποτυχημένο τρόπο. Μάλλον στις βλέψεις του σχήματος ήταν να καλύψουν την απώλεια του Max Cavalera, βγάζοντας ένα δίσκο που να έχει παρόμοια μουσική με τη μεγαλύτερη εμπορική τους επιτυχία μέχρι τώρα. Για να γίνουμε μετά Χριστόν προφήτες, μάλλον θα πρέπει να έβγαζαν κάτι εντελώς διαφορετικό για να αποφύγουν τις συγκρίσεις. Το κοινό γύρισε την πλάτη στους SEPULTURA κι από τότε κάθε δίσκος τους πουλάει ολοένα και λιγότερο. Είμαι περίεργος να δω τι επιφυλάσσει το μέλλον γι’ αυτούς.

Σ.Φ.

 

skidrowSKID ROW – “Subhuman race” (Atlantic, 1995)

Ποιοι ήταν οι SKID ROW; Πως έγιναν γνωστοί; Καλώς ή κακώς ως μια δυνατή hair metal μπάντα με τραγούδια που άντεξαν στο χρόνο. Αυτό ισχύει για τα δυο πρώτα τους άλμπουμ, αν και το “Slave to the grind” ήταν ιδιαίτερα επιθετικό και τραχύ, πλησιάζοντας έναν ήχο ανάμεσα στο “Painkiller” και “Cowboys from hell”. Αυτοί όμως ήταν πραγματικά; Μας μπέρδεψαν με τα χρόνια. Το “Subhuman race” του 1995, ακόμα και οι ίδιοι οι οπαδοί τους, δεν το πήραν χαμπάρι όταν κυκλοφόρησε, η εταιρία τους δεν το υποστήριξε και η ίδια η μπάντα ήταν διαλυμένη από τις εσωτερικές διαφωνίες. Ήταν η ύστατη προσπάθειά τους να ακουστούν πραγματικά heavy, να πλησιάσουν ακόμα πιο πολύ το μοντέρνο ύφος του metal των nineties, αλλά ήταν πλέον πολύ αργά. Κάποιοι θεωρούν το άλμπουμ καλό και ίσως δεν έχουν άδικο. Κάποιοι άλλοι απλά το αγνοούν. Προσωπικά το θεωρώ απογοητευτικό, αν όχι κακό, γιατί τελικά δε μάθαμε ποτέ ποιοι στα κομμάτια ήταν οι SKID ROW! Αυτοί των “Youth gone wild”, “18 and life”, “Big guns”; Των “Quicksand Jesus” και “Monkey business” ή του “Subhuman race”; Υπό αυτή την έννοια, το αναφερόμενο άλμπουμ τους με απογοήτευσε οικτρά, γιατί μου απόδειξε πως δεν ήξεραν προς τα πού να πάνε και τι να κάνουν. Κάτι που οδήγησε στην οριστική ρήξη τους με τον Sebastian Bach. Αν συνυπολογίσουμε πως κι αυτός χωρίς την υπόλοιπη μπάντα δεν έκανε ξανά ποτέ τίποτα αξιομνημόνευτο και οι υπόλοιποι κυκλοφόρησαν SKID ROW άλμπουμ με τρομερές punk επιρροές, τότε το χάος της ταυτότητάς τους, αντί να ξεδιαλύνεται συνεχίζει να υπάρχει πιο μεγάλο από ποτέ μέχρι και τις μέρες μας.

Δ.Σ.

 

Slayer1SLAYER – “Divine intervention” (American, 1994)

Όταν κυκλοφόρησε εξυμνήθηκε και παρουσιάστηκε ως η προσπάθεια των Σφαγέων να βγάλουν το “Reign in blood” για τα 90’s. Για πρώτη φορά οι Αμερικανοί θα αναγκάσουν τους fans τους να περιμένουν τόσο πολύ για μια κυκλοφορία, που τους έχρισε και επισήμως «βασιλιάδες» μιας σκηνής, η οποία είχε διαλυθεί και τους είχε ανάγκη ανεβάζοντάς τους ακόμα και στο #8 του Billboard! Από τις φωτογραφήσεις και το γενικό προφίλ τους οι SLAYER έκαναν μια σαφέστατη στροφή σε πιο χύμα punk/hardcore attitude που μεταφράστηκε ηχητικά και στα 36 λεπτά του δίσκου και θα τους έκανε να επιλέξουν τους MACHINE HEAD και BIOHAZARD ως supports στα live τους! Ο Araya θα παρουσιάσει επιτυχώς στοιχεία από τους ALICE IN CHAINS στα φωνητικά του “Serenity in murder”, αλλά η παραμόρφωση που θα επιλεγεί στα αντίστοιχα του “SS-3” και “Circle of beliefs” θα ξενίσει σχεδόν όλους. Πολλοί εστιάζουν στις αδυναμίες του δίσκου, λόγω της έλευσης του Bostaph στη θέση του Lombardo. Ουσιαστικά όμως το πρόβλημα είναι οι ανέμπνευστες και προβλέψιμες συνθέσεις που υπογράφονται από τον Kerry King και καμία τους δε θα αποτελεί μέρος του setlist των συναυλιών τους εδώ και πολλά χρόνια! Τυχαίο νομίζετε; Οι σκληροπυρηνικοί οπαδοί από τότε αναπολούν την πορεία τους μέχρι και το “Seasons in the abyss”, που σφραγίστηκε από το συνθετικό οργασμό του Jeff Hanneman. Με την ηχητική κατεύθυνση του, όμως, κατάφεραν να γίνουν πλήρως αποδεκτοί σε όλο το φάσμα της σκληρής μουσικής, φεύγοντας για πάντα από τα στεγανά της ακραίας σκηνής!

Λ.Τ.

 

stratovariusSTRATOVARIUS – “Stratovarius” (Sanctuary, 2005)

Μετά το “Episode”, οι STATOVARIUS έβγαλαν μία σειρά από αμφιλεγόμενους δίσκους, με αποκορύφωμα το “Elements part 2”, το οποίο και τους οδήγησε στον άμεσο διωγμό τους από τη Nuclear Blast. Ακολούθησε η περίοδος παράνοιας του Tolkki, που τον οδήγησε στην πρόσληψη της Miss K για τα φωνητικά και τον εγκλεισμό του σε νοσοκομείο για να ξεπεράσει τα προσωπικά του προβλήματα. Μπορεί το ομώνυμο άλμπουμ να ηχογραφήθηκε με την κλασική σύνθεση των STRATOVARIUS, αλλά τα κατάλοιπα της ψυχικής ασθένειας του Tolkki βρίσκονται διάσπαρτα παντού. Επειδή εγώ πληρώνω το δίσκο για να ακούσω μουσική κι όχι για να γίνω ψυχαναλυτής του καθενός, το τελικό αποτέλεσμα ήταν σχεδόν αποκρουστικό. Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι.

Σ.Φ.

 

THe gathering - almost a danceTHE GATHERING – “Almost a dance” (Foundation 2000, 1993)

Ό,τι έχτιζαν επιμελώς από την αρχή της πορείας τους οι 6 φίλοι από το σχολείο κατέρρευσε με αυτή την κυκλοφορία. Με συνθέσεις, που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ακόμα και καλύτερες από το φοβερό ντεμπούτο τους “Always” κατάφεραν να γίνουν παράδειγμα προς αποφυγή στην επιλογή φωνητικών! Τα αλά FAITH NO MORE φωνητικά του Niels Duffhues ακούγονται ακόμα και σήμερα και από τους πιο ανοιχτόμυαλους ως ξεκάρφωτα και ασύνδετα με τις φοβερές μελωδικές γραμμές όλων των κομματιών. Και ήταν σε τέτοιο βαθμό που ο Hans Rutten τότε έλεγε στις συνεντεύξεις πριν κυκλοφορήσει «ετοιμαστείτε να χορέψετε, ακούγοντας το». Οι προσεκτικοί είδαν τότε τη μελλοντική τους κατεύθυνση με heavy κιθάρες και ήχο που πλησίαζε το “Vanity/Nemesis” των CELTIC FROST. Πάνω σε αυτό το ηχητικό πλαίσιο θα συνεχίσουν και στο “Mandylion”, φέρνοντας την αλλαγή για την οποία είναι γνωστοί στη metal κοινότητα. Θα δώσουν ελάχιστες συναυλίες μέχρι να οδηγήσουν το γκρουπ στη διάλυση, χωρίς συμβόλαιο και με αβέβαιο μέλλον. Οι Ολλανδοί θα αποστομώσουν όσους αφορίζουν τις συνθέσεις του “Almost a dance”, ηχογραφώντας με την Anneke το “Like fountains” του στο ηλεκτρακουστικό live “Sleepy buildings”. Και στο ερώτημα «πώς θα ήταν αυτά τα κομμάτια αν στα φωνητικά ήταν ο πρώτος τους τραγουδιστής» δόθηκε απάντηση με τα demos από τις πρόβες εκείνης της περιόδου! Σκεφτείτε όμως τι αποφάσεις θα είχαν πάρει αν δεν είχαν κάνει αυτό το λάθος, από το οποίο διασώθηκε στα φωνητικά η Martine van Loon! Ίσως και είχαν την τύχη των περισσότερων γκρουπ της σκηνής που μνημονεύονται σήμερα για τις εκπληκτικές πρώτες τους ηχογραφήσεις…

Λ.Τ.

 

Van Halen 1980VAN HALEN – “Women and children first” (Warner, 1980)

Πολλοί θεωρούν σαν τη χειρότερη στιγμή των VAN HALEN το “Van Halen III” με τον τρελό Gary Cherone, στα φωνητικά. Κάτι παραπάνω από δέκα χρόνια μετά τη κυκλοφορία αυτού του άλμπουμ, εξακολουθώ να υποστηρίζω τη κριτική που είχα γράψει τότε στο Metal Invader, και να θεωρώ σαν το πλέον απογοητευτικό άλμπουμ τους, το “Women and children first”. Μα ειλικρινά, ποτέ δεν μπόρεσα να βρω ΕΝΑ τραγούδι που να μου αρέσει! Ούτε ένα! Σε σημείο που είχα απορήσει για ποιο λόγο το είχαν βγάλει στην αγορά. Η αλήθεια είναι, πως όταν βάλεις δίπλα – δίπλα τα άλμπουμ πριν και μετά από αυτό, εύκολα συμπεραίνει κανείς το πόσο απογοητευτική δουλειά είναι. Σε καμία περίπτωση δεν στέκεται δίπλα ούτε στις δυο πρώτες κυκλοφορίες τους, πόσο μάλλον σε ότι επακολούθησε αυτού. Μα είναι δυνατόν; Ολόκληρη η δεύτερη πλευρά, δεν έχει ένα καλό τραγούδι, και στη πρώτη από τα τέσσερα, μόνο τα “And the cradle will rock…” και “Everybody wants some” ακούγονται… Βέβαια ένα μέτριο / κακό άλμπουμ, δεν ήταν δυνατό να σταματήσει τη πορεία μιας τέτοια μπάντας…

Δ.Σ.

 

Virgin SteeleVIRGIN STEELE – “Life among the ruins” (Noise, 1993)

 

Όπως είναι φυσικό, μέσα σε μία κακή περίοδο για ένα συγκρότημα, βγαίνουν δίσκοι οι οποίοι αποτελούν αν μη τι άλλο αποτυχημένες επιλογές καριέρας. Για να γίνω πιο σαφής, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, οι VIRGIN STEELE μαστίζονταν από προβλήματα με τον manager τους και τρομερά οικονομικά προβλήματα. Αυτό προφανώς τους οδήγησε να γράψουν ένα δίσκο που έμοιαζε τρομερά με τους WHITESNAKE κι όλα αυτά όταν ο προηγούμενος δίσκος τους ήταν το “Age of consent” και ο αμέσως προηγούμενος το “Noble savage”. Δεν ήταν και ιδιαίτερα κακός δίσκος το “Life…”, για να πούμε την αλήθεια, αλλά εντελώς εκτός κλίματος του γκρουπ, αφού έπαιζε κάτι με το οποίο δεν είχε καμία απολύτως σχέση. Οι οπαδοί τους την έκαναν με ελαφρά πηδηματάκια, αλλά οι STEELE βρήκαν το σθένος να γράψουν δύο δισκάρες αμέσως μετά (τα “Marriage…” και να τους σώσουν). Όταν όμως άρχισαν να το κουράζουν με τις rock όπερες, μάλλον εκεί ξεκίνησε και η οριστική κατρακύλα…

Σ.Φ.

 

WASP Band2W.A.S.P – “Kill, fuck, die” (Castle, 1997)

Είχαν προηγηθεί μια σειρά από εξαιρετικά άλμπουμ με αποκορύφωμα το “The crimson idol”, ενώ η συνέχεια του, το “Still not black enough”, μπορεί να μην πρόσθεσε κάτι παραπάνω στο μύθο της μπάντας, αλλά για τον γράφοντα αποτελεί μια από τις καλύτερες στιγμές τους. Το θέμα ήταν, να μπορούσε ο Blackie να στέκονταν στα ίδια υψηλά επίπεδα έμπνευσης και δημιουργίας. Την εποχή εκείνη, οι διάφορες τάσεις ανάμιξης διάφορων ήχων με το metal ήταν καθημερινό φαινόμενο, δικαιολογημένο μεν, προκειμένου σαν μουσικό ιδίωμα αυτό να επιβιώσει. Ο Blackie θέλοντας να εκσυγχρονίσει τον ήχο της μπάντας του, ακολουθεί το δρόμο του industrial metal, αφήνοντας πίσω το βρώμικο και επιθετικό rock n’ roll και ενίοτε καθαρόαιμο metal που τους είχε καθιερώσει. Ελάχιστοι οπαδοί των W.A.S.P. αποδέχτηκαν το “K.F.D.” και τελικά αποδείχτηκε μια πλήρως απογοητευτική κίνηση για τους Αμερικάνους, που τους έριξε σε σχετική δίνη από τη οποία θα έκαναν αρκετά χρόνια να βγουν, διότι η συνέχεια με τα “Helldorado” και “Unholy terror”, αν και σε πιο καθαρό heavy ήχο, δεν ήταν και η καλύτερη δυνατή. Όσο για μένα; Κατανοώ πλήρως την καλλιτεχνική ανάγκη του Blackie, αλλά δέκα και πλέον χρόνια μετά, ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω πως φαντάστηκε ότι το industrial θα ταίριαζε στους W.A.S.P και το ύφος τους.

Δ.Σ.

 

90 minutes of fame: Best of 1987 part I

0

Κατά την αγαπημένη μας συνήθεια, φτιάχνουμε την αγαπημένη μας κασέτα με τα πιο αντιπροσωπευτικά τραγούδια από το 1986 και το δεύτερο μέρος του αφιερώματος που μόλις παρουσιάσαμε στο site μας με αλφαβητική σειρά! Προσοχή, από κάθε γκρουπ παρουσιάζουμε μόνο ένα τραγούδι… Μια συμβουλή: Καθίστε αναπαυτικά και απολαύστε τα τραγούδια ένα-ένα…

Sevas Tra = Art Saves: 30 men (+ 1 woman) behind the “curtain” (part 2)

0

Καλησπέρα, καλησπέρα… Άλλος ένας πρόλογος θα ήταν περιττός θαρρώ, οπότε βουρ στο ψητό για να μην κουράζουμε. Το πρώτο μέρος του αφιερώματος για τους καλύτερους σχεδιαστές εξωφύλλων στο metal γενικότερα, όπου καλύψαμε τους «Κλασικούς», μπορείτε να το βρείτε εδώ

 

Το δεύτερο μέρος περιλαμβάνει μεταγενέστερους σχεδιαστές οι οποίοι όμως ήδη από τα 00’s έχουν αφήσει το στίγμα τους με την ποιότητα της δουλειάς τους. Για άλλη μια φορά θα ήταν καλό να τονίσω πως τα πάντα εδώ μέσα είναι αντικειμενικώς υποκειμενικά, οπότε φύγαμε…

 

 

PART 2: ΟΙ «ΜΟΝΔΕΡΝΟΙ»

 

1) JOHN DYER BAIZLEY 

Όπως προείπα και στον πρόλογο του πρώτου μέρους, ο νέος δίσκος των BARONESS με το για άλλη μία φορά εκπληκτικό και χαρακτηριστικό εξώφυλλο του Baizley, μου έδωσε το ερέθισμα για να κάνω όλο αυτό το αφιέρωμα… Θέλετε να με πείτε μαζοχάκι;; Πείτε με, αλλά η λατρεία μου ως προς τα δημιουργήματά του δε θα αλλάξει. Γεννήθηκε στο Lexington της Virginia αλλά μένει στη Savannah της Georgia των Η.Π.Α., και είναι από τους λίγους που απαρτίζουν αυτό το αφιέρωμα όντας και ενεργό μέλος συγκροτήματος (BARONESS βεβαίως – βεβαίως!). Τα μουσικά του κατορθώματα μπορούμε να τα απολαύσουμε στους πολύ καλούς τους δίσκους (με πιο πρόσφατο παράδειγμα την δισκάρα “Yellow & Green” ), αλλά το χέρι του δε πιάνει μόνο στην κιθάρα! Εξαιρετικός σχεδιαστής εξωφύλλων/αφισών και δε συμμαζεύεται, με άκρως ιδιαίτερο στυλ, επηρεασμένο από τον Τσέχο ζωγράφο Alphonse Mucha. Τα σχέδιά του τις περισσότερες φορές είναι αρκετά περίπλοκα και λεπτομερή, με έμφαση στον συνδυασμό της γυναικείας φύσης και της «Μητέρας Φύσης», χωρίς να διστάζει να παρεκκλίνει και από το γνώριμό του μοτίβο. Το μυστήριο που αποπνέουν και η ιδιαιτερότητά τους είναι πραγματικά αξιοθαύμαστα! Πέρα από τα εξώφυλλα για όλες τις κυκλοφορίες των BARONESS, έχει σχεδιάσει και για τους DARKEST HOUR, KYLESA, PIG DESTROYER, KVELERTAK, BLACK TUSK κ.α. Μπορώ να γράψω τα άπειρα για τον κύριο, αλλά το μόνο που θα καταφέρω θα είναι να παραληρήσω και να μου κολλήσετε και επίσημα την στάμπα της groupie…ΘΕΟΣ!!!

TRIVIAΟ Baizley είναι εξαιρετικά χαμηλών τόνων άνθρωπος, τόσο που μέχρι πρόσφατα ο μόνος τρόπος για να αγοράσεις κάποιο έργο του ήταν να πας σε μια συναυλία των BARONESS… Πλέον αυτό γίνεται και από την ιστοσελίδα του!

 

TOP – 3

KVELERTAK – “Kvelertak”: Το εξώφυλλο που επί ένα χρόνο κοσμεί την επιφάνεια εργασίας του μαραφετιού που σας γράφω… Η μπάντα που τάραξε τα νερά των 10’s πριν καν ξεκινήσουν και δικαίως πλέον μας έχουν στην «τσίτα» για την επερχόμενη δουλειά τους που αναμένεται το 2013… Το συγκρότημα που αποθεώθηκε ακόμη και σαν support στο φετινό live με τους MEGADETH… Το προειδοποιητικό βλέμμα της κουκουβάγιας για τον χαμό που θα ξεχυθεί στα ηχεία σου!!

BARONESS – “Blue Record”: Δεν μπορώ να καταλήξω στο ποιος είναι ο αγαπημένος μου δίσκος των BARONESS, αλλά αν κρίνω από το ότι το εξώφυλλο αυτό είχε μπαστακωθεί (πάλι!) στην επιφάνεια εργασίας μου πριν τους KVELERTAK, ε τότε εύκολα μπορώ να διαλέξω αγαπημένο… Και μόνο που καταφέρνει να αναδείξει την γοητεία του γυναικείου σώματος, ακόμη και με εμφανείς ατέλειες είναι κατόρθωμα! Και αυτό το μπλε, τούμπανο του πάει λέμε!!

PIG DESTROYER – “Phantom Limb”: Τι να πρωτοπώ για αυτά τα «ψυχάκια»… Από τις αγαπημένες μου grindcore μπάντες που παρά την «αρρώστια» τους, θαρρώ πως μπορεί να τους πιάσει και ένα «απαίδευτο» αυτί! Στο “Terrifyer” τα έσπασαν όλα, αλλά με αυτό εδώ έδειξαν πως δε ξεμένουν εύκολα από ενέργεια. Μετά από πέντε χρόνια σιγής, ετοιμάζουν νέο χτύπημα σε ενάμιση μήνα που αναμένεται να ισοδυναμεί με τριπλό κύμα Kamehameha (Dragonball freaks ενωθείτε!). Όσο για το εξώφυλλο… απερίγραπτο!

KVELERTAKBLUE RECORDPHANTOM LIMB

 

 

2) JACOB BANNON

Αν η φράση/στάση ζωής γενικότερα “do it yourself” (a.k.a. DIY), έψαχνε τον ιδανικό άνθρωπο στα ευρύτερα metal δρώμενα για να την προσωποποιήσει, τότε ο Jacob Bannon θα ήταν εύκολα στους βασικούς υποψηφίους. Μιλάμε για τον συνιδρυτή των CONVERGE (ΟΙ ΘΕΟΙ!!!) μαζί με τον επίσης τιτανομέγιστο Kurt Ballou, από τα 14 του (!!!), τραγουδιστή – performer – στιχουργό τους, ιδιοκτήτη της δισκογραφικής Deathwish Inc., και πέρα απ’ όλα αυτά αναλαμβάνει να σχεδιάζει τα άπαντα για τις μπάντες που παίζει, της εταιρίας του και μη!!! Γεννήθηκε στη Βοστόνη στις 15 Οκτωβρίου του 1976, και είναι κατά πολύ υπεύθυνος για την εξέλιξη του ακραίου ήχου από τα 00’s και έπειτα. Διακρίνεται από ένα μινιμαλιστικό στυλ συνήθως, το οποίο πλέον είναι αναγνωρίσιμο από χιλιόμετρα ειδικά στα hardcore punk/whatevercore λημέρια, και του πιστώνεται ο συνδυασμός του ανθρώπινου κρανίου με φτερά στα σχέδιά του, κάτι που χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον στη συνέχεια στο είδος. Η δουλειά του είναι πραγματικά τεράστια σε σημείο να μας αναγκάζει να τον πούμε εργασιομανή, αλλά διόλου που μας χαλάει αυτό μιας και διατηρεί σε υψηλά επίπεδα την ποιότητά της. Μερικές από τις σημαντικότερες μπάντες που έχει σχεδιάσει εξώφυλλα πέρα από τους CONVERGE, είναι οι CAVE IN, POISON THE WELL, AS I LAY DYING, TRAP THEM, CURSED, και μέσα σε όλα αυτά σημειώστε πως είναι χορτοφάγος, straight edge και μεγάλος fan των MMA (Mixed Martial Arts)…Μάλλον συμφωνεί με το «Νους υγιής εν σώματι υγιεί»!

TRIVIA : Από το 2005 έως το 2008, ο Bannon ήταν υποψήφιος για τον τίτλο του «Πιο sexy χορτοφάγου στον κόσμο» από το site υπεράσπισης των δικαιωμάτων των ζώων peta2… Ομολογουμένως περίεργος διαγωνισμός για το ύφος του site αλλά ας το παίξουμε και εμείς λίγο «κίτρινος τύπος»!!

 

TOP -3

CONVERGE – “Jane Doe”: Όταν ένας δίσκος κουβαλάει έστω και την υποψηφιότητα για τον καλύτερο μιας δεκαετίας, τότε το credit είναι πιο βαρύ και από κοπάδι ελεφάντων που κάνει μπανάκι σε λίμνη… Άσε που για πολλούς αξίζει να είναι στην κορυφή! Το σίγουρο είναι πως χωρίς αυτόν ο ακραίος ήχος θα ηχούσε πολύ διαφορετικός στις μέρες μας (και μάλλον προς το χειρότερο) κι έφτασε τους CONVERGE σε μια άφταστη για τους πολλούς κορυφή, που μόνο οι ίδιοι μπορούν να κοντράρουν (βλ. “Axe To Fall”). Η φιγούρα της Jane Doe είναι κάτι σαν εικόνισμα για τους απανταχού hardcore – άδες και η minimal αισθητική της μπορεί να μην εντυπωσιάζει το μέσο μάτι, αλλά βοηθάει στο να στοιχειώσει συνειδήσεις!

AS I LAY DYING – “Shadows Are Security”: Ο πιο μοσχοπουλημένος δίσκος που έχει σχεδιάσει εξώφυλλο ο Bannon (όχι όμως και ο καλύτερος των AILD) και ένας από τους δίσκους που έβαλαν το εμπορικό metalcore σε πολλάαααααα σπίτια! Minimal αισθητική και πάλι, άψογος συνδυασμός χρωμάτων και το απόλυτο «πάντρεμα» εικόνας – τίτλου, μας δίνουν ένα εκπληκτικό αποτέλεσμα.

PULLING TEETH – “Paranoid Delusions/Paradise Illusions”: Θυμάστε τους τρισδιάστατους χάρακες με διάφορες κινούμενες εικόνες που είχαμε μικρά; Ε, στον δίσκο αυτό των PULLING TEETH που δεν έχω ακούσει καν, επικρατεί η ίδια λογική όπου δύο εξώφυλλα αντίστοιχα σε κάθε τίτλο εναλλάσσονται με την κίνηση. Από τα artworks που σε ωθούν να πάρεις το βινύλιο (μιας και το CD δεν έχει «παιχνιδάκι»), χωρίς καν να έχεις ακούσει νότα, χωρίς καν να έχεις πικ – απ ακόμη και στις μέρες μας, με στυλ διαφορετικό απ’ ότι μας έχει συνηθίσει ο Bannon (πιο comic friendly) αλλά άψογα «μεταφρασμένο» από τίτλο σε εικόνα.

JANE DOESHADOWS ARE SECURITY

PARANOID DELUSIONSPARADISE ILLUSIONS

 

 

3) ELIRAN KANTOR

Εδώ αν τα υπολόγισα καλά, έχουμε να κάνουμε με τον «Βενιαμίν» ολόκληρου του αφιερώματος, μιας και γεννήθηκε στις 13 Σεπτεμβρίου του 1894 από Ισραηλινούς γονείς και μένει στο Βερολίνο. Το νεαρό της ηλικίας του δεν του επιτρέπει να έχει ΤΟ βιογραφικό, αλλά από το 2004 έως τώρα ακολουθεί μόνιμα μια ανοδική πορεία η οποία απ’ ότι φαίνεται θα συνεχιστεί για πολλά χρόνια ακόμη. Το ύφος του συνδυάζει το κλασσικό με το μοντέρνο και χαρακτηρίζεται από την εξαιρετική λεπτομέρειά του. Με την πάροδο των χρόνων, όλο και περισσότερες μπάντες των εμπιστεύονται, όπως οι SIGH, SODOM, ATHEIST, MEKONG DELTA και φυσικά οι TESTAMENT στους δύο τελευταίους τους δίσκους. Σαφέστατα και μιλάμε για ένα πολύ «δυνατό» σχεδιαστή που θα μας απασχολήσει στο μέλλον πολλάκις!

TRIVIA : Το πιο εντυπωσιακό (αν μπορούμε να το πούμε έτσι) trivia που βρήκα για τον Kantor, είναι πως πρόκειται για πλήρως αυτοδίδακτο σχεδιαστή… Άρα, μία ματιά στη δουλειά του φτάνει για να τον χαρακτηρίσει κάποιος γεννημένο γι’ αυτό που κάνει!

 

TOP – 3

TESTAMENT – “Dark Roots Of Earth”: Την τελευταία στιγμή κέρδισε την μάχη από το αντίστοιχο εξώφυλλο για το “Formation Of Damnation”, αλλά δε θα ξεχάσω το πόσο εντυπωσιάστηκα όταν το είδα για πρώτη φορά, ακούγοντας από πίσω το “True American Hate” που μόλις είχε δοθεί στη δημοσιότητα. Τους πιο σύγχρονους ίσως τους ξενίσει μιας και δε θα το πεις και λιτό, αλλά όσοι νοσταλγούν λίγο τις υπερβολές των 80’s μέσα από πιο σύγχρονες τεχνικές σχεδίασης, σίγουρα θα το χαζεύουν με τις ώρες… Ααα, και για άλλη μια φορά οι TESTAMENT μας έδωσαν τα μυαλά στο χέρι!

SIGH – “In Somniphobia”: Άλλος ένας δίσκος που αν και δεν έχω ακούσει νότα, με εντυπωσίασε το εξώφυλλό του, το οποίο βγάζει ένα «άρρωστο» feeling που με ελκύει με έναν περίεργο τρόπο… Μάλλον κι εγώ δεν είμαι στα συγκαλά μου! Η λεπτομέρεια του έργου είναι κυριολεκτικά απίστευτη και μόνο σε βινύλιο ξεδιπλώνεται σε όλο της το μεγαλείο. Πληροφοριακά για όσους δε ξέρουν, οι SIGH παίζουν progressive black metal και είναι …Γιαπωνέζοι (από το 1990 παρακαλώ)!!!

FERIUM – “Reflections”: Αν τους SIGH τους είχα απλά ακουστά, τότε τους Ισραηλινούς (!!!) FERIUM δεν τους ήξερα καν! Τα παλικάρια από όσο είδα παίζουν djent/deathcore και αυτός είναι ο μοναδικός τους δίσκος ως τώρα. Εδώ το στυλ σχεδίασης μου θυμίζει πολύ τον Paul Romano (θα τον δούμε παρακάτω), και αυτό το «ημιτελές – πρόχειρο», βγάζει μια φυσικότητα τους στυλ «μπορώ να το κάνω κι εγώ»… Για δοκιμάστε!

DARK ROOTS OF EARTHIN SOMNIPHOBIAREFLECTIONS

 

 

4) ORION LANDAU

Ερώτηση: Πόσοι από εμάς που θέλουμε να πιστεύουμε πως διατηρούμε μία υγιή σχέση με τον σύγχρονο και κυρίως ακραίο metal ήχο, προσκυνούμε την Relapse σαν δισκογραφική; Χμμ, σα να βλέπω πολλά χεράκια και νομίζω πως δεν μπορούμε να κάνουμε και αλλιώς. Μπορεί τα τελευταία χρόνια να μη μας δίνει τόσο μεγάλο αριθμό καλών δίσκων όπως παλιότερα, αλλά δε παύει να παραμένει μία από τις πιο σημαντικές ανεξάρτητες εταιρίες του χώρου… Που κολλάνε όλα αυτά; Ο Orion Landau είναι ο βασικός σχεδιαστής της, πράγμα που σημαίνει πως πέρα από το ότι θα τον βρείτε μόνο στις κυκλοφορίες της, είναι υπεύθυνος για τα εξώφυλλα δίσκων που έχουν σημαδέψει τον ακραίο ήχο. Γεννήθηκε στο Portland των H.Π.Α. και στις αρχές των 90’s πρωτοστάτησε στην εξέλιξη της ροκ αφίσας, δημιουργώντας την εταιρεία σχεδιασμού Psychic Sparkplug μαζί με τους Frank Kozik και Lindsey Kuhn. Έχει επηρεαστεί από έργα του Francis Bacon και τα φωτομοντάζ του John Heartfield, και δηλώνει πως «πολλές φορές οι μπάντες του δίνουν πλήρη ελευθερία κινήσεων, αλλά πάντα ζητάει να του δοθούν στίχοι, οι οποίοι τον οδηγούν στο τελικό αποτέλεσμα». Τα έργα του σίγουρα είναι πολλά, αλλά ξεχωρίζει η συνεργασία του με μπάντες όπως οι BURST, NILE, DYING FETUS, CEPHALIC CARNAGE και UNEARTHLY TRANCE.

TRIVIAΑν και είναι εμφανές πως ο Landau δουλεύει με την τεχνική του φωτομοντάζ, κάποιες φορές σχεδιάζει μερικά μέρη και στο χέρι για πιο φυσικό αποτέλεσμα.

 

TOP – 3

BURST – “Lazarus Bird” : Αυτός ο δίσκος τα έχει όλα… Αυτός ο δίσκος μπορεί να «αγγίξει» πολλά αυτιά, αρκεί αυτά να είναι ανοιχτά… Αυτός ο δίσκος θα ανήκε στο προσωπικό μου top – 20 (το ξέρω πως λέω πολλά!) για να έχω μαζί μου σε ένα ερημικό νησί… Αυτός ο δίσκος είναι το απόλυτο, δε θα άλλαζα καμία νότα του και δε θα μπορούσε παρά να έχει ένα άψογο εξώφυλλο, το καλύτερο κατ’ εμέ του εν λόγω κυρίου… Αυτός ο δίσκος σε κάνει καλύτερο άνθρωπο τελικά!

KARL SANDERS – “Saurian Meditation”: Ο mastermind των NILE, μας αποδεικνύει για άλλη μια φορά την λατρεία του για την αρχαία Αίγυπτο αλλά και το πόσο ανήσυχο καλλιτεχνικά πνεύμα είναι, δίνοντάς μας ένα δίσκο εντελώς διαφορετικό από ότι μας έχει συνηθίσει, αλλά τόσο οικείο! Ξεχάστε το brutal death metal, καθίστε αναπαυτικά και ταξιδέψτε στα άδυτα του αιγυπτιακού πολιτισμού που τόσα πολλά κρύβει. Το εξώφυλλο δεν θα μπορούσε να είναι πιο ταιριαστό και σε βάζει με την πρώτη επαφή στον «κόσμο» του δίσκου… Άκουσμα για όλους!

NILE – “In Their Darkened Shrines”: Οι NILE δεν έχουν κακό δίσκο and that’s a fact. Από εκεί και πέρα σηκώνει μεγάλη συζήτηση για το ποιος είναι ο καλύτερός τους, και αρκετοί θα συμφωνήσουν πως το τρίτο τους πόνημα αξίζει αυτό τον τίτλο. Μιλάμε για τον «τρίτο κρίσιμο δίσκο» που τους καθιέρωσε και αναπόφευκτα οδήγησε τους fans του είδους να τους προσκυνήσουν σαν άλλους Φαραώ! Το φίδι που δεσπόζει απειλητικό στο λιτό αλλά straight to the point εξώφυλλο, σίγουρα θα μπορούσε να συμβολίζει τη δύναμη του δίσκου… Ίσως η καλύτερη death metal μπάντα της δεκαετίας που μας πέρασε!

LAZARUS BIRDSAURIAN MEDITATIONIN THEIR DARKENED SHRINES

 

 

5) STEPHEN O’MALLEY

Ένας ακόμη από τους λίγους του αφιερώματος ο οποίος είναι και ενεργό μέλος (όχι μόνο μίας) μπάντας, με πιο αξιοπρόσεκτη φυσικά τους ιδιαίτερους και πρωτοποριακούς SUN O))). Γεννήθηκε στις 15 Ιουλίου του 1974 στο Seattle, και ξεκίνησε «καλλωπίζοντας» το fanzine Descent και τις δουλειές της Ajna Records. Στη συνέχεια τον «τσίμπησε» η Misanthropy Records και από εκεί και πέρα μπήκε το νερό στο αυλάκι, με το στυλ του να εξελίσσεται με τα χρόνια σε κάτι εντελώς προσωπικό, τόσο στο σχέδιο με το χέρι όσο και στη φωτογραφία. Αυτό μπορούμε εύκολα να το καταλάβουμε – θαυμάσουμε σε δουλειές του για τους SUN O))), CATHEDRAL, ELECTRIC WIZARD, EMPEROR, ακόμη και για το PROBOT project του Dave Grohl. Θεωρείται από τους καλύτερους του είδος στην μινιμαλιστική και συνάμα σκοτεινή απεικόνιση, αφήνοντάς σου μία αίσθηση μεγαλείου αλλά και «σαπίλας» ταυτόχρονα και έχει συνεργαστεί αρκετά και με την Hydra Head Records. Σίγουρα ένας καλλιτέχνης που αποτελεί ένα κεφάλαιο μόνος του μόνο και μόνο λόγω ιδιαιτερότητας!

TRIVIAΤο εξώφυλλο του ντεμπούτου “Temples Of Torment” των δικών μας RAVENCULT, είναι δουλειά του κυρίου από πάνω… Σαφέστατα τεράστιο credit!

 

TOP – 3

CATHEDRAL – “Endtyme”: Οι ήδη καθιερωμένοι και καταξιωμένοι CATHERDAL αποφασίζουν να ξεκινήσουν τα 00’s χωρίς αστεία! Αν οι προηγούμενοί τους δίσκοι είχαν ξεφύγει λίγο από το doom ύφος με το οποίο ξεκίνησαν, τότε το “Endtyme” αποτέλεσε μία back to the roots δουλειά, όντας πιο heavy, απαισιόδοξο και «αφιλόξενο» από ότι μας είχαν συνηθίσει. Ο αέρας του ντεμπούτου “Forest of Equilibrium” επανήλθε και η τάση για αλλαγές που επικρατεί, αποδεικνύεται και από την αντικατάσταση του Dave Patchett (σχεδιαστή των πέντε πρώτων τους δίσκων) με τον O’ Malley, ο οποίος μάλλον κρίνεται ως ο πιο κατάλληλος άνθρωπος για να πιάσει απόλυτα τα vibes του δίσκου… Το αποτέλεσμα τους δικαιώνει!

SUN O))) – “00 Void”: Ποιος θα το πίστευε πως μία μπάντα σαν τους SUN O))) θα μπορούσε να γίνει ευρέως (αναλογικά πάντα) αποδεκτή από τον κόσμο, χωρίς καν να έχει τύμπανα και φωνητικά στον ήχο της! Less is more στάση πραγμάτων, επαναλαμβανόμενα υπέρβαρα riffs και ιδιαίτερη χρήση συχνοτήτων, καθιστούν αυτό το ντεμπούτο καθοριστικό στην εξέλιξη του «ακραίου» ήχου στα 00’s. Συνάμα το σκοτεινό και «απόμακρο» artwork, αποτελεί το κερασάκι στην τούρτα στην τόσο σημαντική αυτή δουλειά.

BORIS with MERZBOW – “Sun Baked Snow Cave”: And now something completely different… Ποτέ μου δεν ασχολήθηκα με τους Ιάπωνες BORIS, πόσο μάλλον με τον MERZBOW, έναν Γιαπωνέζο noise μουσικό εν ονόματι Masami Akita. Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα άλμπουμ συνεργασίας αυτών των δύο στα γνωστά noise/drone μονοπάτια, αποτελούμενο από ένα μόνο κομμάτι 62 λεπτών!! Προφανώς και δε θα το παίξω «ψαγμένος» για να πουλήσω μούρη, δεν έχω ακούσει νότα από τον δίσκο αλλά ψάχνοντας όλα τα εξώφυλλα του O’ Malley 1-1, για κάποιο ανεξήγητο λόγο αυτό με προσέλκυσε έντονα.

ENDTYME00 VOIDSUN BAKED SNOW CAVE

 

 

6) PAUL ROMANO

Ο άνθρωπος ο οποίος βρίσκεται πίσω από τα εξώφυλλα των MASTODON εκτός από το πιο πρόσφατο “The Hunter”… Τι σημαίνει αυτό; Τι θα μπορούσε να σημαίνει όταν μία από τις δέκα κορυφαίες μπάντες των 00’s σε εμπιστεύονται να «ντύσεις» μία σειρά αριστουργημάτων που έστειλαν πολλά σαγόνια να σκουπίζουν το πάτωμα; Ότι μετράς και είσαι ωραίος! Γεννήθηκε στη Philadelphia των Η.Π.Α. και σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Καλών Τεχνών της Pennsylvania. Έκανε μπάσιμο στη μουσική βιομηχανία στις αρχές των 00’s (αν και δούλευε επαγγελματικά και νωρίτερα εκτός αυτής) αναλαμβάνοντας το εξώφυλλο του “Messiah” EP των GODFLESH το 2000. Εκεί όμως που τράβηξε τα βλέμματα πολλών, ήταν φυσικά στο ντεμπούτο των MASTODON “Remission”, αρχίζοντας σιγά – σιγά να γίνεται περιζήτητος στους metal κύκλους. Το στυλ του είναι αναγνωρίσιμο από χιλιόμετρα και έχει συνεργαστεί επίσης με μπάντες όπως οι HATE ETERNAL, NASUM, TRIVIUM και THE RED CHORD.

TRIVIAΟ Romano πέρα από εξώφυλλα δίσκων, σχεδιάζει ακατάπαυστα και για άλλους σκοπούς με προφανώς πολύ καλά αποτελέσματα.

 

TOP – 3

MASTODON – “Leviathan”: Ε – Π – Ο – Σ!!! Η μοναδικότητα που αποπνέει αυτός ο δίσκος είναι πραγματικά απαράμιλλη. Κανείς δεν ακούστηκε μέχρι τότε έτσι, παρά τις εμφανείς επιρροές τους και αυτή είναι η μαγκιά. Όχι μόνο πιστεύω πως παραμένει ο καλύτερός τους δίσκος, αλλά συνάμα το εξώφυλλό του ίσως να είναι και το αγαπημένο μου ever… και όχι μόνο για τη στιγμή που σας γράφω! Δε θα ξεχάσω ποτέ την αντίδρασή μου στο riff του “Blood and Thunder”, κάτι που λίγοι δίσκοι στο δίνουν έτσι άμεσα. Με αυτόν για soundtrack, λογικό είναι ο καπετάν Ahab και η παρέα του να μη μασήσουν στη θέα του τεράστιου Moby Dick και να τον κάνουν «με τα κρεμμυδάκια» για να φάει όλο το χωριό μετά. ΟΚ, κόβω τα ναρκωτικά και πατάω play τώρα!!

NASUM – “Helvete”: Η πρώτη λέξη που μπορεί να σου έρθει κατά νου όταν ακούς το όνομα NASUM (που στα λατινικά σημαίνει μύτη!) πέρα από ΜΠΑΝΤΑΡΑ, είναι κρίμα! Κρίμα γιατί κανείς δεν περίμενε τον τραγικό θάνατο από τσουνάμι του frontman τους Mieszko Talarczyk στην Ταϊλάνδη το 2004, κάτι που οδήγησε στην διάλυσή τους και ενώ σίγουρα είχαν ακόμη να προσφέρουν πολλά. Το “Helvete” θεωρείται δίσκος – μνημείο για τη grindcore σκηνή και το εξώφυλλό του αναπαριστά άριστα (με μία δόση φαντασίας προφανώς) τον τίτλο του… δηλαδή την ΚΟΛΑΣΗ!!!

TRIVIUM – “The Crusade”: Αυτός ο δίσκος για εμένα είναι ο ορισμός του σύγχρονου HEAVY METAL που συνδυάζει άψογα τις διάφορες επιρροές του. Με εικόνισμα τους METALLICA, οι TRIVIUM αφήνουν στην άκρη το core παρελθόν τους, φοράνε τα τζιν – σωλήνες, τα μπουφάν με τα ραφτά και τα sneakers τους, και κατακτούν τον κόσμο με το αδιαμφισβήτητο ταλέντο τους. Αυτή την αίσθηση του «κλασσικού» βγάζει και το επικό εξώφυλλο, το οποίο σαφώς δεν το λες και έργο τέχνης αλλά ταιριάζει γάντι στην αισθητική του “Crusade”.

LEVIATHANHELVETETHE CRUSADE

 

 

7) ARIK ROPER

Τους HIGH ON FIRE τους ξέρετε όλοι, σωστά; Αν όχι, αυτομαστιγωθείτε και ακούστε τους ΤΩΡΑ! Όχι, δεν μπερδεύτηκα νομίζοντας πως γράφω δισκοκριτική για την πάρτη τους, απλά ο Arik Roper έχει συνδέσει το όνομά του μαζί τους. Γεννημένος στη Νέα Υόρκη το 1973, αλλά μεγαλωμένος στο Richmond της Virginia, αποφοίτησε από το School of Visual Arts το 1995 με ειδικότητα τα εξώφυλλα και την μεταξοτυπία. Με τον καιρό ανέπτυξε το στυλ του και «μπλέχτηκε» και με την μουσική βιομηχανία. Πέρα από τις δουλειές του για μπάντες όπως οι SLEEP, EARTH, GRAND MAGUS και THE BLACK CROWES, παρεμβαίνει εικαστικά αλλά και γραπτά στα Arthur Magazine και Revolver. Δεν περιορίζεται μόνο στα εξώφυλλα αλλά κάνει σχέδια για μπλούζες και αφίσες. Οι τεχνικές του πολλές και το στυλ του μοναδικό, με έμφαση στην μυθολογία, την ψυχολογία, τη θρησκεία και άλλα διαχρονικά θέματα. Η αντίληψή του για το φανταστικό είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένη και τα έργα του καταφέρνουν να μοιάζουν τόσο οικεία αλλά και απόμακρα ταυτόχρονα. Με μία λέξη… μοναδικός!

TRIVIA : Ο Roper μετράει πολλές και σημαντικές συνεργασίες, όπως με την Southern Lord, την Relapse, το MTV και την…NIKE!!!

 

TOP – 3

HIGH ON FIRE – “Snakes for the Divine”: Να που τα ρεμάλια αυτά, κατάφεραν σιγά – σιγά να θεωρούνται σήμερα από τις πιο σημαντικές μπάντες στο metal. Βέβαια σε αυτό δε τους βοήθησε κανείς άλλος πέρα από την ίδια τους την αξία και τις από καλές έως άριστες δουλειές τους. Το “Snakes…” σίγουρα δεν είναι ο αγαπημένος μου δίσκος τους αλλά αυτό δε σημαίνει πως δεν αξίζει (μακάρι όλοι οι κακοί δίσκοι να ήταν σαν αυτόν!), αλλά το επιβλητικό εξώφυλλο του σε κάνει να το συμπαθήσεις ακόμη περισσότερο… Obey την θεά των φιδιών!

GRAND MAGUS – “The Hunt”: True story: Αράζω με ένα φιλαράκι, έχουμε πλακώσει από δύο κομμάτια σουφλέ ζυμαρικών, πίνουμε μπυρίτσα και λέμε να βάλουμε μουσική να παίζει. Βάζω το “The Hunt” και αφού άνοιξε κι άλλη μπύρα και πιάσαμε την κουβέντα, μετά από ώρα συνειδητοποιούμε πως παίζει για τρίτη φορά συνεχόμενη, χωρίς να έχουμε βαρεθεί νότα… Και άντε πες καλά εγώ, θα το έχω και στην εικοσάδα μου φέτος, ο bro που δεν ακούει καν metal; Αυτή είναι και η επιτυχία των Magus κυρίες και κύριοι και συγκεκριμένα αυτού του δίσκου, του οποίου το εξώφυλλο δε σου αφήνει περιθώρια να το αμφισβητήσεις!

 

SLEEP – “Dopesmoker”: Τελικά το χέρι του Matt Pike πιάνει το άτιμο! Το “Dopesmoker” έμελλε να είναι η τελευταία του πράξη με τους stoner gods SLEEP, μιας και στη συνέχεια θέλησε να αφοσιωθεί εξ’ ολοκλήρου στους HIGH ON FIRE (δε μας χάλασε!). Τώρα το ότι οι SLEEP μαζί με τους KYUSS οφείλονται στο ότι το stoner είναι η πιο συμπαθητική μόδα στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια, το ξέρουμε όλοι. Το ότι ο δίσκος αυτός ή καλύτερα το κομμάτι, αν του αφεθείς θα σε ταξιδέψει με το καραβάνι του σε μακρινές ερήμους (το πιάσατε το υπονοούμενο ε;) το ξέρετε επίσης… Τί, όχι; Αφήστε τις σκοτούρες στην άκρη και χαλαρώωωωωστε…

SNAKES FOR THE DIVINETHE HUNTDOPESMOKER

 

 

8) SETH SIRO ANTON

Ας μην αρχίσουμε τα γραφικά του τύπου «Να το και το δικό μας το παιδί» λες και είμαστε η γιαγιά του, ή «Μας κάνει υπερήφανους με τις δουλειές του»! Σώπα ρε γκασμά, μετά από τόσα χρόνια παρουσίας του στην πιάτσα, ακόμη τα ίδια θα λέμε; Πάρτε το χαμπάρι (και εσείς που ευσυνείδητα κράζετε ότι εγχώριο, μιας και είστε κομπλεξάρες του κερατά!) πως ο Seth είναι καταξιωμένος πλέον. Όχι μόνο με τους SEPTIC FLESH, οι οποίοι αφότου επέστρεφαν με το “Communion”, έχουν φτάσει σε σημείο να είναι μεγαλύτεροι από ποτέ, αλλά και σαν καλλιτέχνης – σχεδιαστής. Γεννήθηκε στην Αθήνα, το πραγματικό του όνομα είναι Σπύρος Αντωνίου και από μικρός είχε μια κλίση προς τη ζωγραφική. Σπούδασε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, έχοντας καθηγητή τον διάσημο ζωγράφο Δημήτρη Μυταρά και η εξέλιξή του με τα χρόνια είναι πραγματικά αξιοθαύμαστη… Αρκεί μία ματιά στα εξώφυλλα που έχει κάνει κατά καιρούς για να το καταλάβεις. HEAVEN SHALL BURN, PARADISE LOST, EXODUS, MOONSPELL και SOILWORK, λίγες από τις μπάντες με τις οποίες έχει συνεργαστεί. Όπως ο ίδιος δηλώνει «θεωρεί την τέχνη του ως μία σκοτεινή πύλη προς το απαγορευμένο», απεικονίζοντας κατά κάποιο τρόπο τα όνειρα που βλέπουμε, στα οποία ο μόνος ζωγράφος είναι το υποσυνείδητο μας… Σίγουρα τα λέει καλύτερα από εμάς, άρα το μόνο που μένει είναι να χαζεύουμε τα έργα του.

TRIVIA : Το 2010 έγινε μέλος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών της Ελλάδας, υπό τον έλεγχο του Υπουργείου Πολιτισμού… Γιατί μερικές φορές για να κατανοήσουμε την αξία κάποιου, θέλουμε και «γαλόνια», τα οποία ο Seth έχει και με το παραπάνω!

 

TOP – 3

PARADISE LOST – “In Requiem” : Είναι τέτοια η αγάπη μας για τους PARADISE LOST, που όποια κουβέντα και να ανοίξουμε για την πάρτη τους δε θα τελειώσει ποτέ. Η επιστροφή στις ρίζες που σήμανε ο ομώνυμος δίσκος (δισκάρα!) δεν προμήνυε σε τίποτα την κεραμίδα που φάγαμε με το “In Requiem”! «Πώς τζένεν αυτό;» αναρωτηθήκαμε όλοι, αλλά οι LOST ήξεραν πολύ καλά τι έκαναν (και συνεχίζουν να το κάνουν άψογα). Συνθέσεις για Όσκαρ, ατμόσφαιρα από τα παλιά αλλά όχι επιτηδευμένη και όλοι μας να προσκυνάμε! Ο άγγελος του εξωφύλλου σε συνδυασμό με το μαύρο φόντο, σου καρφώνεται στο νου, σε μια δουλειά του Seth πολύ πιο απλή από το σύνηθες ύφος του αλλά τόσο ουσιαστική… Δεν είναι τυχαία ο μόνος που έχει κάνει δύο εξώφυλλα για τους Άγγλους!

MOONSPELL – “Alpha Noir”: Εδώ έχουμε να κάνουμε με άλλη μία φετινή κυκλοφορία και μάλιστα διπλή (μαζί με το αδερφάκι του “Omega White”), άρα καταλαβαίνουμε πως οι δύο γυναικείες φιγούρες αντιπροσωπεύουν τους δύο δίσκους αντίστοιχα και η αντίθεση μεταξύ του λευκού και μαύρου κύκνου αποτελεί μία πάρα πολύ επιτυχημένη λεπτομέρεια. Είναι εμφανές πλέον πως ο Seth παίζει μπάλα μόνος του και θαρρώ πως όταν επιλέγει να είναι πιο λιτός, ευνοείται το τελικό αποτέλεσμα.

 

SLAVEBREED – “Dethrone the Architect”: Εδώ θα πρωτοτυπήσουμε, μιας και οι αθηναίοι SLAVEBREED είναι η πρώτη εγχώρια μπάντα που περιλαμβάνεται στο αφιέρωμα και έχουν αποδείξει πως αποτελούν εγγύηση για τους απανταχού κάφρους! Ο Seth σχεδιάζει με το γνωστό του ύφος, υποστηρίζοντας απόλυτα τον τίτλο του δίσκου και δείχνοντας το πόσο «σάπιος» έχει καταντήσει ο θεσμός της εκκλησίας αλλά και η επικρατούσα θρησκεία γενικότερα. Μιας και είναι αρκετά φρέσκος, μη παραβλέψετε να τον ακούσετε έως το τέλος της χρονιάς.

IN REQUIEMALPHA NOIRDETHRONE THE ARCHITECT

 

 

9) TRINE (POULSEN) & KIM (SOLVE)

Επιτέλους έφτασε η στιγμή που δικαιολογείται ο τίτλος που έδωσα στο αφιέρωμα, μιας και στους 30 άντρες που θα παρουσιαστούν συνολικά και στα τρία μέρη του αφιερώματος, υπάρχει και μία γυναίκα (έπρεπε!). Οι Trine & Kim είναι ένα ζευγάρι από τη Νορβηγία, που μοιράζεται τις ίδιες καλλιτεχνικές ανησυχίες και δουλεύουν μαζί στο δικό τους design studio (ααχ, τι ρομαντικό!) από το 1999. Αυτό που τους ξεχωρίζει είναι η ποικιλομορφία στη δουλειά τους και πως δε διστάζουν να δημιουργήσουν για εντελώς ετερόκλητους καλλιτέχνες μεταξύ τους. Δεν νομίζω να ξέρετε πολλούς που πέρα από μπάντες όπως οι ENSLAVED, ULVER, DODHEIMSGARD, MAYHEM και DARKTHRONE να σχεδίαζαν και για τον Silvert Hoyem για παράδειγμα! Μπορούν και συνδυάζουν τόσο την εικονογράφηση, τη φωτογραφία και το design και δεν πέφτουν στην παγίδα να βάλουν στα σχέδιά τους «την Άρτα και τα Γιάννενα», με τις τόσες δυνατότητες που τους δίνει η ψηφιακή τεχνολογία… Μαζί με τον Stephen O’Malley, ότι πιο ιδιαίτερο από καλλιτεχνικής άποψης εδώ μέσα.

TRIVIA : Παραθέτω το motto του ζεύγους ως προς την προσέγγιση της δουλειά τους : “We work across a wide range of disciplines. No rules. No limits. Conceptual thinking. Forward bound.” Δεν νομίζω να περιμένατε να μάθετε ποια στάση προτιμούν στο σεξ, ε;

 

TOP – 3

DODHEIMSGARD – “Supervillain Outcast”: Οχτώ χρόνια μετά ΤΟΝ δίσκο “666 International”, ο Vicotnik και η παρέα του ξαναχτυπούν με ένα δίσκο διαφορετικό από τον προκάτοχό του, αλλά συνάμα και αρκετά ποιοτικό. Μην περιμένετε τις απίστευτες λεπτομέρειες από την πλευρά μου μιας και όποιος λέει πως ακούει τα πάντα έχει μεγαλύτερη μύτη και από τον Πινόκιο, και απλά θα σταθώ στο τόσο ιδιαίτερο και απειλητικό εξώφυλλο, που δίνει μια εντελώς διαφορετική οπτική στο κλασικό στυλ της εικονογράφησης.

VED BUENS ENDE – “Written in Waters”: Εδώ έχουμε να κάνουμε με την επανακυκλοφορία του ενός και μοναδικού δίσκου των avant – garde black metallers VED BUENS ENDE, στους οποίους ο Vicotnik δίνει πάλι το παρόν. Ότι γράφω από πάνω ισχύει και εδώ, το σίγουρο είναι πως προτιμώ αυτή την έκδοση από την αυθεντική, με τις φιγούρες πάνω από το νερό να βγάζουν μία «όμορφη αποκρουστικότητα»!

 

DARKTHRONE – “Forebyggende Krig”: Μεγάλη περίπτωση μπάντας οι DARKTHRONE, ακόμη μεγαλύτερη ο Fenriz. Αν έπρεπε να διαλέξουμε μία μόνο μπάντα από κάθε είδος, που να χαίρει καθολικού σεβασμού από όλους τους μεταλλάδες, μάλλον κερδίζουν τον τίτλο στα black metal λημέρια. Το single αυτό του 2005 δεν μπορεί να χαρακτηριστεί μείζονος σημασίας για την μπάντα, αλλά η μαυρίλα και η σκατοψυχιά που βγάζει το εξώφυλλό του φτάνουν και περισσεύουν!

SUPERVILLAIN OUTCASTWRITTEN IN WATERSFOREBYGGENDE KRIG

 

 

10) AARON TURNER

Πως το έφεραν οι συγκυρίες και ο τελευταίος του δεύτερου μέρους του αφιερώματος, συνδέεται με το κλείσιμο μίας από τις πιο ιστορικές metal δισκογραφικές εταιρίες… Η «ιδιοφυία» εν ονόματι Aaron Turner είχε ιδρύσει την Hydra Head Records, η οποία ήταν υπεύθυνη για πολλές και σημαντικές κυκλοφορίες σκεπτόμενου και κυριολεκτικά εναλλακτικού metal, και έκλεισε μόλις πριν από ελάχιστες ημέρες (R.I.P.). Γεννήθηκε στις 5 Νοεμβρίου του 1977 στο Springfield της Μασαχουσέτης, αλλά σύντομα μετακόμισε στο Νέο Μεξικό όπου και μεγάλωσε. Όντας περιορισμένος από τα λίγα που του πρόσφερε η πόλη, μετακόμισε στη Βοστόνη όπου και σπούδασε στο School of the Museum of Fine Arts και από το 1995 άρχισε να ασχολείται με τη μουσική. Πέρα από τα καθήκοντά του ως frontman των ISIS (R.I.P. again) και την ασχολία του με διάφορα projects όπως οι OLD MAN GLOOM, είναι υπεύθυνος για το artwork πολλών δίσκων που κυκλοφόρησαν από την Hydra Head και όχι μόνο… PELICAN, CAVE IN, CONVERGE, NEUROSIS και ISIS βεβαίως – βεβαίως, αρκούν να σας πείσουν για την βαρύτητα της δουλειάς του. Τα έργα τέχνης του συνήθως τείνουν προς το αφηρημένο ή το σουρεαλιστικό, απεικονίζοντας φανταστικά τοπία ή δομές, γεγονός που τα κάνει να ξεχωρίζουν στα συνήθη έργα στο metal γενικότερα. Πραγματικά αν σκεφτείτε το πόσο νέος είναι ακόμη και πόσα μας έχει προσφέρει ήδη, καταλαβαίνετε πως έχουμε πολλά να περιμένουμε στο μέλλον, από έναν άνθρωπο που «ερωτοτροπεί» συχνά με την ποιότητα!

TRIVIA : Ο Turner ξεκίνησε από τα 12 του (!!!) να καπνίζει μαριχουάνα, μιας και στο Νέο Μεξικό δεν υπήρχαν πολλά παιδιά που να ταιριάζει στην παρέα! Στη συνέχεια έγινε straight edge, κάτι που τον ώθησε να μετακομίσει στη Βοστόνη.

 

TOP – 3

PELICAN – “Australasia”: Όσοι αρέσκονται σε post ακούσματα, γνωρίζουν ήδη τους PELICAN, έχουν «λιώσει» το δίσκο και τον έχουν σε περίοπτη θέση στη δισκοθήκη τους. Όσοι δεν τους ξέρουν, μη κάνετε το λάθος και δεν ακούσετε το “Australasia”! Το ντεμπούτο της μπάντας ακολουθεί την less is more αισθητική και είναι ικανό να σε ταξιδέψει στον ιδανικό προορισμό σου. Απόδειξη αυτού το κορυφαίο artwork, που με την απλή προσέγγιση της φύσης και την εξαιρετική χρήση χρωμάτων, αποτελεί την απαρχή του ταξιδιού αυτού. Όσοι ξέρετε δεν το έχετε βαρεθεί, όσοι το αγνοείτε φορτώστε σακίδιο και ακολουθείστε!

ISIS – “Panopticon”: Το απόλυτο «καταφύγιό μου» όταν έχω τις μαύρες μου και θέλω ένα καθαρτικό (μη πείτε εξυπνάδες!) ψυχής. Άπειρα βράδια στο μπαλκόνι (το καλοκαίρι τουλάχιστον), με μπύρα στο χέρι και βλέμμα στη θέα… ή καλύτερα στο άπειρο! Για να μη μας πιάσουν τα ζουμιά, εδώ οι ISIS μας προσφέρουν άλλο ένα 10αρι μετά το OCEANIC, πιο ατμοσφαιρικό και post rock από τον προκάτοχό του αλλά συνάμα τόσο μεγαλοπρεπές που πρέπει να έχεις κερί στα αυτιά για να του αντισταθείς. Το concept του artwork είναι επίσης κορυφαίο, και το εξώφυλλο αν και απλό – όντας μια φωτογραφία – κερδίζει εύκολα μια θέση εδώ μιας και πολλές φορές η σκέψη είναι που μετράει.

 

KNUT – “Terraformer”: Τώρα που το παρατηρώ, οι τρεις κυκλοφορίες που παρουσιάζονται εδώ έχουν βγει αντίστοιχα το 2003, 2004 και 2005… Ωραία χρόνια θα πει κάποιος (μη γκρινιάζετε, καλές μουσικές έχουμε και τώρα)! Εδώ έχουμε να κάνουμε με μία ακόμη πιο ιδιαίτερη περίπτωση μπάντας από τη Γενεύη, η οποία ρίχνει στο ίδιο καζάνι post, hardcore, drone και noise rock και βγάζει ένα αποτέλεσμα που λίγοι θα μπορούσαν να φτάσουν. Οι KNUT στον τρίτο τους δίσκο πιάνουν άλλα επίπεδα ψυχεδέλειας και συνεχίζουν επάξια την κληρονομιά του δεύτερού τους δίσκου “Challenger” (στα must listen επίσης). Το αφηρημένο εξώφυλλο με το κίτρινο φόντο αν και απλό, κάνει πάλι θαύματα!

AUSTRALASIAPANOPTICONTERRAFORMER

 

Βασίλης Γκορόγιας

Αφιέρωμα: DEAD CAN DANCE

0

 

dead-can-dance afieroma 2 Οι DEAD CAN DANCE είναι από τις ελάχιστες περιπτώσεις συγκροτημάτων, που η παρουσία τους επέδρασε καταλυτικά σε ένα ευρύ φάσμα του κόσμου της μουσικής. Η σκληρή μουσική δέχτηκε την ευεργετική τους αύρα, διαμορφώνοντας μια σχολή συγκροτημάτων που διαμόρφωσε την ατμοσφαιρική πλευρά της metal μουσικής. Όσοι λατρεύετε albums σαν το “Mandylion” των THE GATHERING, γνωρίζετε πολύ καλά τί εννοώ. Πώς κατάφεραν, όμως, να επηρρεάσουν και τη metal σκηνή και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, που πολλές μπάντες μπήκαν στην ταμπέλα 4AD metal. Αν και χρησιμοποιήθηκε απαξιωτικά από τους πολέμιους τους, με αυτόν τον τρόπο αναδείχτηκε η αλήθεια της καταλυτικής επίδρασης όλων των σχημάτων αυτής της εταιρίας σε μια ολόκληρη γενιά μουσικών.

Όντας Αυστραλοί, ήταν αναπόφευκτο για το δίδυμο Lisa Gerrard – Brendan Perry να ξεκινήσουν το 1981 ένα σχήμα με πολύπλευρο μουσικό χαρακτήρα. Ζούσαν σε έναν πολυπολιτισμικό παράδεισο ήχων και στην απαρχή μιας αντίληψης, που διαμόρφωσε στα επόμενα χρόνια τον κόσμο της world music. Η φυγή τους στο Λονδίνο το 1982, πριν καν ηχογραφήσουν το πρώτο album τους ήταν περισσότερο ευεργετική, παρά αποτρεπτική. Βρέθηκαν στο επίκεντρο των μουσικών αναζητήσεων μιας ολόκληρης γενιάς καλλιτεχνών που έψαχναν τις προεκτάσεις του new wave με ετερόκλητα ατμοσφαιρικά στοιχεία. Εκεί που οι περισσότεροι αναμίχθηκαν στον κόσμο του darkwave, εκείνοι ακολούθησαν το δικό τους μοναχικό μονοπάτι.

dead-can-dance afieroma 3 Στα 80s ο ήχος τους έφυγε από το πιο δομημένο του ομότιτλου – με ελληνικούς χαρακτήρες στο εξώφυλλο – ντεμπούτου τους το 1984, στο πιο αφαιρετικό και πειραματικό “The serpent’s egg” (1988). Είναι χαρακτηριστικό ότι όλος ο δίσκος δείχνει ενιαίος, με κάθε μέρος του να μην ακολουθεί την ομαλή δομή ενός κομματιού. Το εκπληκτικό κλείσιμο με το “Ulysses” επιβεβαιώνει με την παρουσία του αυτό το γεγονός.

dead-can-dance afieroma 9  Σε καμμία περίπτωση δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι στην πορεία του χρόνου οι DEAD CAN DANCE αλλάζουν από δίσκο σε δίσκο ή εξελίσσονται. Ακολουθώντας χρονολογικά καθένα από τα 7 albums τους μέχρι το 1994, είναι ευκρινές ότι διαφοροποιούνται από μια κοινή αναφορά στη συνθετική τους αντίληψη. Στο μεν “Within The Realm Of A Dying Sun” (1987) εστιάζουν στην μινιμαλιστική πλευρά της ατμόσφαιράς τους με λιτή ενορχήστρωση και πολλά υμνικά μέρη. Αντίθετα το “Aion” είναι πολυσυλλεκτικός τόσο σε ήχους όσο και σε φωνητικές γραμμές. Αυτές οι διαφορετικές προσεγγίσεις κατάφεραν να διατηρήσουν αμείωτο τοενδιαφέρον όσων τους παρακολουθούσαν στενά. Και δεν ήταν πλέον λίγοι…

dead-can-dance afieroma 4  Το κλείσιμο αυτής της περιόδου των αναζητήσεων σηματοδοτήθηκε to 1993 με την εμπορική επιτυχία του “Into the labyrinth” album. Ήταν πλέον εμφανές ότι το δίδυμο ήταν έτοιμο να παρουσιάσει ολοκληρωμένες συνθέσεις που στέκονταν η κάθε μια σαν ξεχωριστό μέρος ενός δίσκου! Είχαν πλέον την πολυτέλεια να δημιουργούν αυτοτελείς συνθέσεις, γεγονός που διαφοροποίησε πλήρως την, μέχρι τότε πορεία τους με το πιο μεγαλεπήβολο εγχείρημα που έχει κάνει ποτέ μια μπάντα που μόλις έκανε χρυσό δίσκο με 500.000 αντίτυπα και είσοδο στα charts…

Χωρίς να χάσουν χρόνο την ίδια χρονιά οι DEAD CAN DANCE σοκάρουν και τους πιο ορκισμένους οπαδούς τους! Δε θα ηχογραφούσαν το νέο τους album στο studio, κάτι που καμμία «μεγάλη» μπάντα δεν έχει κάνει στην ιστορία της μουσικής. Διακινδυνεύοντας πλήρως τη συνοχή των κομματιών και την ολοκληρωμένη παρουσίαση τους, θα ηχογραφούσαν one take το νέο τους album live! Στο μεγαλεπήβολο εγχείρημα τους θα είχαν ως κοινό τους πιο στενούς φίλους της μουσικής τους και η ενέργεια αποτυπώθηκε με τον πιο αξιοθαύμαστο τρόπο στο “Toward the within” album. Κυκλοφόρησε 13 μήνες μετά από εκείνη τη συγκλονιστική βραδιά του Νοέμβρίου στο Mayfair Theater της Santa Monica (Καλιφόρνια, ΗΠΑ) και όσοι δεν ήταν εκεί είχαν πάρα πολλούς λόγους να ζηλέψουν! Όσοι ήταν θα το θυμούνται για μια ζωή για έναν ακόμα λόγο, πέρα από το γεγονός ότι ήταν και η πρώτη επίσημη live ηχογράφηση τους…Το event αυτό θα ήταν και το τελευταίο μεγάλο που θα γινόταν σε αυτό το θέατρο, γιατί θα καταστρεφόταν ολοσχερώς τον Ιανουάριο του 1994!

AlbumArt DAE0D4C4-0F2A-4854-8DDC-048D3B673CB1 Large Η οπτικοακουστική παρουσίαση του υλικού αυτού είναι το λιγότερο συγκλονιστική! Το “Toward the within” δεν ήταν απλά ένας ακόμα δίσκος για τη Lisa Gerrard και τον Brendan Perry. Είναι ένα statement σε όλο τον κόσμο της μουσικής για το τι είναι οι DEAD CAN DANCE, κάτι που ήξεραν πως θα λειτουργούσε ευεργετικά για το όνομα του σχήματος. Ετσι δεν παρέλειψαν στην έκδοση του video να ενδυναμώσουν την εικόνα τους κάνοντας αναφορές συνολικά στους DEAD CAN DANCE, αποφεύγοντας να μπουν σε μια στείρα παρουσίαση/επεξήγηση νέων κομματιών τους. Ξέρανε πως με αυτό το υλικό είχαν πλέον εισαχθεί στο επίπεδο της τραγουδοποιίας και όχι στη σύνθεση ήχων και φωνητικού πλαισίου, πάνω στο οποίο είχαν καθιερωθεί μέχρι εκείνη τη στιγμή! Πιο σαφείς από ποτέ και με εξαιρετικές φωνητικές επιδόσεις σε δύσκολα μέρη, το “Toward the within” αναδεικνύει με τον πιο περίτρανο τρόπο τη μορφή που έχουν στις ζωντανές τους εμφανίσεις…

dead-can-dance afieroma 6 Στα live τους περιστοιχίζονται από πολλούς μουσικούς, οι οποίοι είναι ικανοί να παράγουν ήχους με όλα τα διαθέσιμα όργανα που έχουν επί σκηνής. Η σκηνική παρουσία του δίδυμου είναι τόσο επιβλητική, που οποιαδήποτε κινησιολογία είναι μη απαραίτητη. Η επαφή με τον κόσμο μέσω της μουσικής τους είναι τόσο έντονη, που όσοι ήταν στις 18 Ιουνίου του 1996 στο θέατρο του Λυκαβηττού, θυμούνται για πάντα την επαφή μαζί τους! Το ραντεβού ανανεώνεται φέτος, 16 χρόνια μετά ξανά στον ίδιο χώρο σε λίγες μέρες και σίγουρα η ανυπομονησία είναι μεγάλη! Τότε είχαν στις αποσκευές τους το “Spiritchaser” album, το οποίο θα ήταν και το τελευταίο της 12χρονης αδιάλειπτης παρουσίας τους στη μουσική σκηνή. Στην προετοιμασία του υλικού για το επόμενο album τους ήταν εμφανές ότι δεν είχαν πλέον την ενέργεια να δημιουργήσουν κάτι πέρα από αυτά που είχαν ήδη καταφέρει ως δίδυμο από το ’93 και μετά.

dead-can-dance afieroma 5  Οι δρόμοι τους χώρισαν και έκαστος έδωσε τελείως διαφορετικά solo albums, επιβεβαιώνοντας και τα βαθύτερα αίτια που ήταν μόνο καλλιτεχνικής φύσεως. Άλλωστε η Lisa Gerrard είχε ήδη κυκλοφορήσει ένα solo album από το 1995, μέσω του οποίου ήταν εμφανές ότι έψαχνε με τη φωνή της και ηχοχρώματα πέρα από εκείνα που περιέβαλαν την επιβλητική της ερμηνεία. Θα έκανε σημαντική πορεία στα soundtracks, χαρίζοντας τη φωνή της σε ταινίες όπως το “Insider” και το “Gladiator”. Αντίθετα ο Brendan Perry παρουσίασε στα 2 solo albums του περισσότερες από τις συνθετικές του ανησυχίες, αφήνοντας πίσω τις εκτελεστικές του ικανότητες στα όργανα που χρησιμοποιούσε στους DEAD CAN DANCE.

Ήταν, όμως, κοινό μυστικό ότι οι δρόμοι τους θα έσμιγαν ξανά αργά ή γρήγορα. Στο μέσο της προηγούμενης δεκαετίας, έκαναν εμφανίσεις σε Ευρώπη και Αμερική, από τις οποίες προέκυψε το “Selections from Europe 2005”. Θα ήταν η πρώτη κυκλοφορία τους μακριά από την εταιρία, που είχε κυκλοφορήσει όλα τα albums τους μέχρι τότε. Η φετινή χρονιά θα φέρει και το πρώτο studio album τους μακριά από την 4AD και γι’άλλη μια φορά θα χρησιμοποιούσαν πολλές ελληνικές λέξεις και πέρα από τον τίτλο του album.

dead-can-dance afieroma 8   Το “Anastasis” έχει τα πιο ορχηστρικά μέρη από όλα τα albums του, γεγονός που οφείλεται στις επιδράσεις που είχαν αμφότεροι σε αυτό το συνθετικό διάλλειμα των 14 χρόνων! Με αυτό στις αποσκευές τους θα εμφανιστούν την Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου στο θέατρο Γης της Θεσσαλονίκης και δύο μέρες μετά, την Κυριακή 23/9 στο θέατρο του Λυκαβηττού! Όσοι τους γνωρίζουν ξέρουν πως με κανένα τρόπο δε θα πρέπει να λείπουν από αυτό το ραντεβού, του οποίου η ενέργεια θα τους συνοδεύει για πάντα! Οι υπόλοιποι που δεν έχετε εισαχθεί στον κόσμο τους, δεν έχετε παρά να δείτε ξανά τη δισκοθήκη σας. Αν έχετε δίσκους με έντονα ατμοσφαιρικά στοιχεία, τότε οι μπάντες που τα έγραψαν χρωστάνε έστω και λίγο στους DEAD CAN DANCE! Τα ετερόκλητα σχήματα που συμμετέχουν στο φοβερό tribute album τους απλά το αποδεικνύουν με τον πλέον πειστικό τρόπο!

Μην τους χάσετε!

Λευτέρης Τσουρέας

 

  • https://noc.ezhellas.com:44450/live
  • Rock Hard Radio
  • rock hard greece