What the F***? Music that destroyed our ears and disappointed the fans

0
238

Όλα αυτά τα χρόνια, στην έντυπη έκδοση του ROCK HARD, θεωρούμε ότι κάναμε, αν μη τι άλλο, αξιομνημόνευτα αφιερώματα. Σιγά-σιγά, θα προσπαθήσουμε να τα ανεβάσουμε και στο internet, κάνοντας την αρχή με αυτό εδώ. Παρατίθεται αυτούσιο, οπότε λάβετε υπόψη ότι γράφτηκε πριν από 3-4 χρόνια… Αυτό σε ότι αφορά τα γεγονότα και τους δίσκους που έχουν κυκλοφορήσει έκτοτε…

 

Η νόρμα λέει ότι συνήθως τα περιοδικά γράφουν για τις καλύτερες στιγμές των συγκροτημάτων, τους αγαπημένους δίσκους κ.τ.λ. Ποιος σας είπε όμως ότι το ROCK HARD είναι συνηθισμένο περιοδικό; Μαζευτήκαμε λοιπόν, η αφεντιά μου, ο Δημήτρης Σειρηνάκης και ο Λευτέρης Τσουρέας και κάναμε μία καταγραφή των μεγαλύτερων απογοητεύσεων στην ιστορία του heavy metal. Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, στη λίστα μας, υπάρχουν οι δίσκοι που ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΑΝ κι όχι οι χειρότεροι δίσκοι των συγκροτημάτων. Είναι σημαντικό να κατανοηθεί αυτό, ώστε να αποφευχθούν ατάκες του τύπου «γιατί από τους IRON MAIDEN βάλανε το “No prayer for the dying” κι όχι το “Virtual XI”»; Σε κάθε περίπτωση ξεχωριστά αναλύονται οι λόγοι που μας ώθησαν στην επιλογή του και νομίζω ότι στη συντριπτική πλειοψηφία, δεν έχετε παρά να συμφωνήσετε μαζί μας. Καλή ανάγνωση και για να επανέλθουμε σ’ αυτά που λέγαμε στην αρχή… Μην τολμήσετε να ακούσετε αυτούς τους δίσκους όσο διαβάζετε το άρθρο. Θα τους μισήσετε ακόμα περισσότερο!!!!!!!!!

Σάκης Φράγκος

 

ACDCAC/DC – “Ballbreaker” (Albert, 1995) 

Πέντε χρόνια μετά τη κυκλοφορία του πετυχημένου “The razor’s edge”, όλος ο κόσμος περίμενε τα νέα των AC/DC με κομμένη την ανάσα, διότι πάντα οι Αυστραλοί rockers ήταν και είναι, μια μπάντα που δεν έχει οπαδούς – fashion victims, που σήμερα τους ακολουθούν και αύριο όχι. Παρόλα αυτά, τα πέντε χρόνια αναμονής σίγουρα δεν άξιζαν τον κόπο για ένα μετριότατο άλμπουμ σαν το “Ballbreaker”, που απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί τουλάχιστον καλό, για τα δεδομένα τους. Μπορεί από κεκτημένη ταχύτητα, λόγω ονόματος, να έφτασε να γίνει διπλά πλατινένιο στην Αμερική και να ξεπέρασε παγκοσμίως τα δυο εκατομμύρια άλμπουμ, αλλά αυτό δεν λέει κάτι, όταν ο χρόνος κατάφερε πολύ εύκολα να τα ξεπεράσει και μάλιστα πολύ γρήγορα. Ξέρετε, οι πωλήσεις δεν λένε πάντα την αλήθεια. Ακούγοντάς το, ακόμα και τότε κανείς δεν εντυπωσιάστηκε, μάλλον απογοητευτήκαμε εύκολα από το ανέμπνευστο υλικό που περιέχει. “The furor”, “Burnin’ alive”, “Love bomb”, “Caught with your pants down”, “Boogie man” είναι χαρακτηριστικές συνθέσεις τόσο βαρετές και πρόχειρες που τελικά αναρωτηθήκαμε γιατί μια μπάντα επιπέδου AC/DC, ασχολήθηκε με αυτές. Ο αρχικός ενθουσιασμός εύκολα πέρασε και μαζί του φυσικά και η μπογιά του “Ballbreaker” που σήμερα δεν το θεωρεί κανείς σαν μια καλή στιγμή στην καριέρα τους.

Δ.Σ.

 

acceptACCEPT – “Russian roulette” (Portrait / Epic Records, 1986)

Κυκλοφόρησαν το “Metal heart” έκαναν παγκόσμια επιτυχία και το 1986 οι ACCEPT, ήταν άτι σαν μεσσίες για την παγκόσμια heavy metal σκηνή. Όμως αυτό δε σημαίνει πως δεν είχαν εσωτερικά προβλήματα, τα οποία τελικά δεν υπερκέρασαν ποτέ, τους οδήγησαν στην οριστική διάλυση και παρά τα reunions δεν κατάφεραν τίποτα ουσιαστικό πια. Είναι το “Russian roulette” ένα κακό άλμπουμ; Η απάντηση έρχεται εύκολα. ΟΧΙ! Ήταν όμως αρκετό να τους δώσει το φιλί της ζωής προκειμένου να επιβιώσουν; Πάλι η απάντηση είναι αρνητική. Το ουσιώδες όμως συμπέρασμα, ήταν πως αυτό το άλμπουμ αντικατόπτριζε με ακρίβεια το κλίμα που επικρατούσε μέσα στις τάξεις της μπάντας και είχε ως αποτέλεσμα εκεί που όλος ο κόσμος περίμενε να σταθεροποιηθούν οι ACCEPT σε επίπεδα δημοτικότητας τύπου IRON MAIDEN, αυτοί να μην σταθούν αντάξιοι των περιστάσεων και να απογοητεύσουν όσους είχαν προσδοκίες από αυτούς. Ο Udo, απλά το ηχογραφεί γιατί οι όροι του συμβολαίου του, του επέβαλλαν κάτι τέτοιο, διαφωνώντας με την υπόλοιπη μπάντα για τη πιο εμπορική στροφή που πήραν με το “Metal heart”. Το “Russian roulette” διχάζεται ανάμεσα σε αυτό και στον ήχο των “Breaker” και “Restless & wild”, μην έχοντας κάποια ισορροπία που θα εξασφάλιζε την μουσική του ταυτότητα και τελικά δεν ικανοποίησε κανέναν που περίμενε τους ACCEPT να φτάσουν στην κορυφή. Γιατί καλή η δεύτερη και η τρίτη θέση, αλλά θέλει ένα τελικό σπρώξιμο και κουράγιο να για φτάσεις στο πιο ψηλό σκαλοπάτι. Σε αυτό το επίπεδο οι ACCEPT και το “Russian roulette” απέδειξαν πως δεν μπορούσαν και απογοήτευσαν ειδικά με την αποχώρηση του Udo αμέσως μετά.

Δ.Σ.

 

aerosmith 2AEROSMITH – “Just push play” (Columbia, 2001)

Μετά από άλμπουμ σαν τα “Get a grip”, “Permanent vacation”, “Pump” και “Nine lives” περιμένεις κάτι παραπάνω από το Αμερικάνικο μεγαθήριο που ακούει στο όνομα AEROSMITH. Μπαίνοντας η νέα χιλιετία, κι έχοντας θριαμβεύσει με τις προηγούμενες δουλειές τους, όλοι θέλαμε μια δουλειά που τα τινάξει τη μπάνκα στον αέρα! Κρίμα όμως! Το “Just push play” ήταν μια απίστευτη μετριότητα που δεν άρεσε σε κανένα αφού και μοντέρνοι θέλησαν να ακουστούν οι AEROSMITH και blues και πιο άγριοι απ’ ότι συνήθως. Λίγο απ’ όλα και τελικά τίποτα! Μόνο το “Jaded” παραπέμπει στις ένδοξες τους στιγμές, το “Fly away from here” σώζεται, αλλά τα υπόλοιπα όχι. Μπορεί να κυκλοφόρησαν ένα μέτριο άλμπουμ, στη συνέχεια το blues, “Honkin’ on Bobo” να μην άρεσε πολύ ξανά, αλλά ελπίζω με την επερχόμενη δουλειά τους να μην με απογοητεύσουν πάλι. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο που όπου και να παίζουν ακόμα σήμερα είναι παντού γεμάτες οι αρένες που τους φιλοξενούν.

Δ.Σ.

 

Angra fireworks lineupANGRA – “Fireworks” (SPV, 1998)

Όταν έχεις να διαδεχθείς ένα δίσκο σαν το “Holy land”, αναπόφευκτα η πίεση είναι πολύ μεγάλη ώστε να βγάλεις κάτι ισάξιο. Στην περίπτωση των ANGRA, τα πράγματα εκείνη την περίοδο δεν ήταν ρόδινα. Το σχήμα είχε διασπαστεί σε δύο πλευρές. Από τη μία οι κιθαρίστες κι από την άλλο τα υπόλοιπα μέρη του γκρουπ, που είχαν διαφωνίες όχι μόνο μουσικές αλλά και σε σχέση με το management και τη διαχείριση όλου του οικοδομήματος των ANGRA. Αυτό έγινε ορατό με το “Fireworks”, που ήταν ένα προϊόν καθαρού συμβιβασμού κι έλειπαν όλα τα στοιχεία που τους έκαναν να ξεχωρίζουν από τα δύο πρώτα άλμπουμ τους. Φωτεινές εξαιρέσεις υπάρχουν (όπως το “Lisbon” για παράδειγμα), αλλά δεν είναι τυχαίο ότι τα μέλη του γκρουπ προσπαθούν να ξεχάσουν αυτό το δίσκο…

Σ.Φ.

 

AnnihilatorANNIHILATOR – “Criteria for a black widow” (Roadrunner, 1999)

Για μία ακόμη φορά, το γεγονός ότι το metal από τα μέσα μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’90 ήταν σε πλήρη ανυποληψία, οδήγησε άλλο ένα σχήμα (;) σε ανοσιούργημα. Μετά το απαράδεκτο “Remains” όπου ο Jeff Waters είχε κάνει μέχρι και το drum programming, προσπαθώντας να κάνει το σχήμα να παίζει industrial με πλήρως αποτυχημένο τρόπο, επέστρεψε στην εταιρία όπου καθιερώθηκε (τη Roadrunner), πήρε όλο το σχήμα που έπαιξαν στο ντεμπούτο τους (πλην του μπασίστα) και προσπάθησε να κάνει ένα remake των δύο πρώτων, εξαιρετικά επιτυχημένων, δίσκων του. Τι “Back to the palace” είχαμε, τι “Schizos (are never alone) part III”, αλλά όταν έχεις πέσει σε συνθετικό βούρκο, η κατάσταση δεν σώζεται… Μόνο το “Loving the sinner” διασώζεται. Ο δεύτερος χειρότερος δίσκος τους μετά το “Remains”, αλλά μακράν η μεγαλύτερη απογοήτευση.

Σ.Φ.

 

anthrax32ANTHRAX – “Stomp 442” (Electra, 1995)

Στην περίπτωση των ANTHRAX είχαμε να διαλέξουμε ανάμεσα σε ισάξια απογοητευτικά άλμπουμ, το “Stomp 442” και το “Volume 8: The threat is real”. Επιλέξαμε το πρώτο, μόνο και μόνο επειδή είναι το πρώτο στη σειρά, ενώ το “Volume 8…” είναι και δύσκολο να βρεθεί πλέον, αφού η εταιρία του έκλεισε λίγο μετά την κυκλοφορία του. Μετά το “The sound of white noise” (το οποίο είναι κορυφαίο άλμπουμ, αλλά ξένισε κάποιους οπαδούς των ANTHRAX), μεσολάβησε ένα μεγάλο διάστημα χωρίς υποστήριξη από την εταιρία τους, με τον Dan Spitz να φεύγει για να γίνει ρολογάς κι ο δίσκος ήταν ανέμπνευστος, με δύο μόλις αξιόλογα τραγούδια, που έγιναν και τα δύο single (“Fueled” και “Nothing”). Μπορεί να συμμετείχε και ο Dimebag Darrell σε δύο τραγούδια, αλλά το σύνολο ήταν απογοητευτικό, σε μία περίοδο που δεν υπήρχε χώρος στο προσκήνιο για μπάντες όπως οι ANTHRAX, ιδίως επειδή ανήκαν στο δυναμικό πολυεθνικής εταιρίας….

Σ.Φ.

 

Black-Sabbath-Dehumanizer-231517BLACK SABBATH – “Dehumanizer” (Reprise, 1992)

Λογική ψάχνουμε; Εμπορικότητα; Τα management μπλέκονται; Συμβόλαια; Δεν ξέρω τι απ’ όλα! Αλλά όταν λέγεσαι BLACK SABBATH και έχεις κυκλοφορήσει άλμπουμ σαν τα “Headless cross”, “Tyr” έχεις τους Tony Martin, Cozy Powell, Neil Murrey τι πας να κάνεις ρε φίλε; Εγώ να δεχτώ πως τα “Heaven and hell” και “Mob rules” είναι αχτύπητα, πως όμως αποφασίζεις να ξαναπάρεις τον Dio πίσω και να διώξεις όλους τους άλλους; ΟΚ, μόνο ο Powell έμεινε, αλλά και αυτός είχε ατύχημα και δεν έγραψε στο άλμπουμ. Και άντε, τα κάνεις αυτά, πως στα κομμάτια βάζεις τέτοιες συνθέσεις στο άλμπουμ; Δεν το κατάλαβα ποτέ πως μπορεί να υπάρχει μια μπάντα που με την ίδια σύνθεση γράφει ένα “Heaven and hell” και από την άλλη ένα “Dehumanizer”! Χαλαρά για μένα, η μεγαλύτερη απογοήτευση όλων των εποχών στο χώρο του heavy metal. To πιο μονότονο άλμπουμ που έχω ακούσει ποτέ, το πιο κουραστικό και επαναλήψιμο. Μα δεν το άκουσαν πριν το κυκλοφορήσουν; Είναι δυνατόν να μη το άκουσαν; Εάν νομίζετε πως εγώ είμαι παράξενος, προσέξτε τα χασμουρητά του κόσμου όταν ως HEAVEN AND HELL σήμερα παίζουν live τραγούδια από αυτό το άλμπουμ. Δε το ξαναγόρασα ποτέ σε CD!

Δ.Σ.

 

bon-jovi1BON JOVI – “Lost highway” (Universal, 2006)

Δεν διαφωνώ με την καλλιτεχνική έκφραση των μουσικών, το αντίθετο μάλιστα, δέχομαι την ειλικρίνεια του εκάστοτε δημιουργού στη μουσική του έκφραση και τη σέβομαι απόλυτα. Αυτό δε σημαίνει όμως πως δεν έχω το δικαίωμα να απογοητευτώ στο άκουσμά της ή να διαφωνήσω, όσο μου πέφτει λόγος φυσικά. Έτσι λοιπόν και στη συγκεκριμένη περίπτωση το “Lost highway” ήταν για μένα μια μνημειώδης απογοήτευση γιατί άλλα περίμενα να ακούσω και άλλα άκουσα. Οι προειδοποιήσεις βέβαια υπήρχαν σε προηγούμενα άλμπουμ των BON JOVI, αλλά το ροκάδικο “Have a nice day” μας έδωσε βασικές υπόνοιες πως η μπάντα θα πήγαινε στις πιο πηγαίες της μορφές έκφρασης. Αμ, δε! Το “Lost highway” έσκασε σα βόμβα στα αυτιά μου, ή μάλλον σαν ένα τεράστιο και εκκωφαντικό μούγκρισμα αγελάδας, αφού το διασκεδαστικό και ευφάνταστο rock / hard rock των BON JOVI, ξεκάθαρα μετατράπηκε σε μια country rock μουσική παράσταση! Θα μου πείτε, δικαίωμα τους δεν είναι; Σαφώς, αλλά και δικαίωμα μου είναι να θεωρώ το συγκεκριμένο άλμπουμ ως μια από τις μεγαλύτερες απογοητεύσεις που ένοιωσα ποτέ, όσον αφορά τα μουσικά μου ακούσματα. ΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜ!!!!!!!!!

Δ.Σ.

 

Burzum 1996BURZUM – “Daudi baldrs” (Misanthropy, 1997)

Ο πρώτος δίσκος του Vikernes, που ετοιμάστηκε και ηχογραφήθηκε μετά τη φυλάκιση του δε θα μπορούσε να μην είναι και αντικείμενο έριδας ανάμεσα στους οπαδούς του. Το “Filosofem” κατάφερε να δώσει μεγάλες διαστάσεις στο θέμα BURZUM και σε πρώτη ακρόαση το πέμπτο full length του νεαρού Νορβηγού ακουγόταν τουλάχιστον ανέμπνευστο. Ήταν και ο πρώτος δίσκος χωρίς οργανικά rock μέρη, με τα keyboards και τα effects να οδηγούν όλες τις συνθέσεις με έναν πολύ «επίπεδο» ήχο. Το γεγονός αυτό οφείλεται στην απαγόρευση που είχε ο mainman να ηχογραφήσει εκτός φυλακής, με τη λύση της χρήσης MIDI μέσω ηλεκτρονικών υπολογιστών να είναι μονόδρομος. Χωρίς φωνητικά, με πολύ ωραία θεματολογία και εικαστικά στο concept των κειμένων και με δηλώσεις που τον έκαναν ακόμα πιο αντιπαθή στους πολέμιους του. Το “Daudi baldrs” είναι ο δίσκος στον οποίο οφείλεται ο μύθος του βαρετού και του «κι εγώ μπορώ να παίξω έτσι» ήχου των BURZUM. Καμία σχέση με όλες τις ηχογραφήσεις που έκανε στα Grieghallen μέχρι και το Μάρτιο του ‘93, που παραδέχονται σχεδόν όλοι για την επιδραστικότητα που είχαν στη σκηνή του black metal! Αυτό το άλμπουμ πώς να το πεις ambient ή folk όταν ο ίδιος παρουσίασε το αριστουργηματικό “Tomhet”;

Λ.Τ.

 

Candlemass Dactylis glomerata eraCANDLEMASS – “Dactylis glomerata” (Music For Nations, 1998)

Εδώ, δεν θα πω τίποτα απολύτως. Θα αφήσω τον ίδιο τον Leif Edling να τα πει, μέσα από τις σημειώσεις που υπήρχαν στην πρόσφατη επανακυκλοφορία του: «Ξεκίνησα να το δουλεύω σαν το δεύτερο άλμπουμ των ABSTRACT ALGEBRA και 18 μήνες αργότερα κατέληξε να κυκλοφορήσει σαν το νέο δίσκο των CANDLEMASS με εντελώς διαφορετική σύνθεση και απίστευτα χρήματα να έχουν ξοδευτεί. Κάποιοι πιστεύουν ότι έπρεπε να μείνει ένα ακόμη αποτυχημένο studio project ή τουλάχιστον να μην είχε το όνομα των CANDLEMASS. Λυπάμαι… Προσπάθησα… Κάποια τραγούδια ήταν καλά, αλλά είχαμε διαλέξει λάθος studio και λάθος παραγωγό. Ακουγόταν απαίσιο και μετά από λίγο καιρό είχα φοβερά χρέη και δεν είχα δίσκο να πουλήσω. Εξαντλημένος και στο χείλος της κατάρρευσης, με πήραν τηλέφωνο από τη Music For Nations και μου είπαν ότι μπορούσαν να με βοηθήσουν, αν έκανα το δίσκο αυτό με τους CANDLEMASS. Και φυσικά το έκανα σκληρότερο. Για να αποφύγω την προσωπική χρεοκοπία, αναγκάστηκα να υποκύψω». Και τι έγινε που έπαιζε ο Mike Amott; Συμπληρώνω εγώ…

Σ.Φ.

 

CELTIC FROSTCELTIC FROST – “Cold lake” (Noise, 1988)

Η πρώτη μεγάλη ψυχρολουσία για τη μεταλλική σκηνή είναι γεγονός με αυτό το άλμπουμ. Όχι τόσο γιατί είχε κακές συνθέσεις, όσο για την τρομακτική αλλαγή που επήλθε στο γκρουπ σε όλα τα επίπεδα. Είναι από τις ελάχιστες περιπτώσεις που οι συνθήκες που δημιουργήθηκαν από μια εταιρία συνετέλεσαν στην παρουσίαση ενός τελείως διαφορετικού προφίλ για μια μπάντα. Ο Warrior μόνος του απλώς κατάφερε να αμαυρώσει την ιστορία των Ελβετών με τις φωτογραφήσεις και τον ήχο του δίσκου, που παραδόξως είχε κομμάτια αρκετά καλά! Χάθηκαν όμως στο κράξιμο που έφαγαν με την κίνηση τους να γίνουν «ένα gothic ζόμπι που μπήκε στo ντουλάπι των MOTLEY CRUE» και θεωρήθηκε ως καθαρά εμπορική! Το παράδοξο είναι ότι στην ολοκληρωτική καταστροφή που επήλθε της πετυχημένης περιοδείας “One in their pride” ο Warrior κράτησε μόνος του το γκρουπ κάνοντας αδικαιολόγητους συμβιβασμούς, που δε θα τους έδιναν καμία δυνατότητα να επανέλθουν στο εγγύς μέλλον. 10 χρόνια μετά δε θα επανεκδοθεί μαζί με τον υπόλοιπο κατάλογο του γκρουπ, αλλά η ιστορία είχε γραφτεί κάνοντας έκτοτε και τους glam/sleaze fans να τους προσθέσουν στα ακούσματα τους. Άλλη μια απόδειξη πως η εικόνα μετράει πολλές φορές περισσότερο από τη μουσική. Πιστεύετε πως δε θα είχαν άλλη αντιμετώπιση τα κομμάτια αυτά με άλλο ήχο και attitude να τα συνοδεύει;

Λ.Τ.

 

Cradle of filthCRADLE OF FILTH – “Damnation and a day” (Sony/Abracadaver, 2003)

Όταν το 1999 επέλεξαν να βγάλουν το πρώτο τους video clip για ένα EP, το όνομα τους ακούστηκε παντού! Κι ό,τι δεν κατάφεραν με εκείνη τη στρατηγική κίνηση που τους άνοιξε τις διαπραγματεύσεις με πολυεθνικές εταιρίες το κατάφεραν με το “Midian” ένα χρόνο μετά, ανεβάζοντας τις μετοχές τους στα ύψη! Οι κόποι τόσων χρόνων έμελλε να εξανεμιστούν με την κάκιστη ταινία “Cradle of fear” και με αυτό το άλμπουμ που δεν είχε κανένα από τα στοιχεία του προκατόχου του. Ήχος επίπεδος, φωνητικά που προκαλούν ακόμα και το γέλιο στους φανατικούς των Άγγλων (πρώην;) superstars συνθέτουν το σύνολο που δικαιολογεί την, από τότε, καταβαράθρωση τους από την αφρόκρεμα της metal σκηνής. Ακόμα και η φωτογράφιση ήταν επιεικώς ερασιτεχνική, επιβεβαιώνοντας ότι και η Sony απλώς δεν έδωσε σημασία σε αυτή την κυκλοφορία! 17 κομμάτια που παλεύουν επί 76 λεπτά να ισορροπήσουν ανάμεσα στην heavy/thrash riffολογία του “Midian” και την πιο «εμπορική» goth κατεύθυνση, αποτυγχάνοντας να συγκινήσουν και τον πιο φανατικό νεόκοπο οπαδό τους. Ακόμα και η συμφωνική ορχήστρα της Βουδαπέστης πέρασε απαρατήρητη από αυτό το ναυάγιο. Από εκεί που έπαιζαν μαζί με τα μεγαθήρια της metal σκηνής στα μεγαλύτερα festival μετά από αυτό το δίσκο απλώς εξαφανίστηκαν, παραδίδοντας οι ίδιοι τα σκήπτρα στους, μέχρι τότε δεύτερους στην κούρσα, αντιζήλους τους DIMMU BORGIR. Η φυγή τους για τη Roadrunner ένα χρόνο μετά θα είναι η αφορμή για συνεχείς αρνητικές αναφορές από τον Dani γι’ αυτή την περίοδο της καριέρας τους.

Λ.Τ.

 

Deep Purple mk2-2reunionDEEP PURPLE – “The battle rages on” (BMG, 1993)

Εμ, μετά σου φταίνε οι NIRVANA που τα σάρωσαν όλα, όταν έχεις τα μεγαλύτερα ονόματα του hard rock και metal εκείνα τα χρόνια να κυκλοφορούν τις πιο μεγάλες πατάτες της καριέρας τους. Που πας ρε Καραμήτρο; Κάτσε στα αυγά σου! Διώχνεις τον Gillan, παίρνεις τον Turner, διώχνεις τον Turner και ξαναπαίρνεις τον Gillan για να φύγει ο Blackmore μετά. Μα τι κατάσταση είναι αυτή; Πώς να βγάλεις καλή δουλειά, όταν ΑΠΟΔΕΔΕΙΓΜΕΝΑ Blackmore και Gillan ο ένας θέλει να σκοτώσει τον άλλον; Έλεος δηλαδή! Πήραν τα μισά τραγούδια που περίσσεψαν από το “Slaves and masters” και τα σκότωσαν εντελώς, οι υπόλοιπες συνθέσεις είναι πρόχειρες εκτός από το “Anya” και το “A twist in the tale” που ακούγονται κάπως. Είναι πολύ εύκολο το “The battle rages on” να χαρακτηριστεί ως ότι πιο πρόχειρο έχουν κυκλοφορήσει οι PURPLE με την MK II σύνθεση τους και προφανώς το χειρότερο τους άλμπουμ από οποιαδήποτε μορφή της μπάντας. Μεγάλη απογοήτευση για τους οπαδούς των DEEP PURPLE που περίμεναν κάτι καλό από αυτό, αλλά τελικά δεν ήταν απογοητευτικό μόνο, ήταν απαράδεκτο!

Δ.Σ.

 

Def Leppard Band 9 Slang RoofDEF LEPPARD – “Slang” (Mercury, 1996)

Η αλήθεια είναι ότι μετά το “Adrenalize” οι DEF LEPPARD δεν έχουν βγάλει δίσκο αντάξιο του παρελθόντος τους και ιδίως των “Hysteria” και “Pyromania”. Ο ερχομός του Vivian Campbell σηματοδότησε μία μεταστροφή στον ήχο τους, εντελώς ξαφνική είναι η αλήθεια. Μπορεί κάποιοι τελευταίοι δίσκοι τους να ακούγονται σχετικά pop (όπως το “X”), αλλά από έναν οπαδό του συγκεκριμένου σχήματος, το γεγονός ότι έχω να τον ακούσω από τότε που βγήκε, λέει πολλά. Μόνο μία καλή μπαλάντα υπάρχει στο δίσκο και όλα τα υπόλοιπα είναι κυριολεκτικά για τα σκουπίδια… Ότι άλλο και να πούμε, περιττεύει. Εκτός από έναν τραγικό δίσκο, πρόκειται για μεγάλη απογοήτευση.

Σ.Φ.

 

DioDIO – “Lock up the wolves” (Reprise, 1990)

Το πείσμα του Dio! Θέλει να αποδείξει σε Ozzy και BLACK SABBATH πως από τον πρώτο είναι καλύτερος και στους δεύτερους πως χωρίς αυτόν δεν μπορούν να ζήσουν. Έτσι φέρνει ένα νέο κιθαρίστα τον εξαίσιο Rowan Robertson, δεκαοχτώ ετών παιδί, στη μπάντα για να απαντήσει στην κίνηση του Ozzy με τον Zakk Wylde. Τον αναγκάζει να παίξει σαν τον Iommi σε ένα σχεδόν doom άλμπουμ για να δείξει πως είναι καλύτερος από τους SABBATH! Γίνονται αυτά; Για ποιον λόγο; Μετά από μια σειρά επικών άλμπουμ, που καθιερώνουν τους DIO στην ελίτ του metal μέχρι ακόμα και το “Dream evil”, όλοι περιμένουμε ένα δίσκο φρέσκο, δυναμικό φουριόζικο και σαρωτικό όπως μας έχει συνηθίσει ο πιο διάσημος κοντός της μουσικής μας. Όλος ο κόσμος του metal θέλει ένα νέο “Holy diver” ή έστω μια αξιοπρεπή συνέχεια του καλού “Dream evil”, γιατί πιστεύει στον Dio! Έτσι δεν είναι; Αμ, δε! Το πείσμα του δεν καταλαβαίνει από τέτοια! Μιλάμε μου έπεσε το σαγόνι, όταν πρωτοάκουσα το “Lock up the wolves”! Β – Α – Ρ – Ε – Τ – Ο! Κουραστικό, το ένα τραγούδι ίδιο με το προηγούμενο και το επόμενο, αργό και χωρίς ίχνος σπιρτάδας. Ο φτωχός Rowan, παίζει φοβερά, αλλά το ταλέντο του περιορίζεται δραματικά από το ύφος της μουσικής. Ξέρεις τι είναι να περιμένεις να ακούσεις ένα νέο π.χ “Stand up and shout” και να τρως στη μάπα έντεκα συνθέσεις κάκιστες απομιμήσεις του “Shame on the night” τρία επίπεδα κάτω από αυτό;

Δ.Σ.

 

Dream TheaterDREAM THEATER – “Falling into infinity” (Eastwest, 1997)

Μπορεί να πρόκειται για ένα δίσκο ο οποίος προσωπικά μου αρέσει και μου αρέσει πολύ. Το θέμα είναι ότι επρόκειτο για ένα άλμπουμ που παραλίγο να οδηγήσει το συγκρότημα σε διάλυση κι αυτό ήταν βέβαιο ότι θα συνέβαινε αν δεν έπαιρναν στις τάξεις τους τον Jordan Rudess και δεν κυκλοφορούσαν το ασύλληπτο “Scenes from a memory”. Αυτά δεν είναι δικά μου λόγια, αλλά όλων των μελών του γκρουπ. Δέχθηκαν απίστευτες πιέσεις από την εταιρία να κάνουν τον ήχο τους πιο εμπορικό κι έφτασαν σε σημείο μέχρι και να τους επιβάλλουν τον Desmond Child να τους γράψει το ρεφρέν του “You not me”. Αυτό το λάθος, σύμφωνα με τον Portnoy, είναι το μοναδικό πράγμα για το οποίο έχει μετανιώσει στην καριέρα του. Οι DREAM THEATER τιμούν το δίσκο παίζοντας τραγούδια του σε πολλές συναυλίες τους και κυρίως τον ύμνο “Peruvian skies”, αλλά και το -κλασικά- αντισυμβατικό “Trial of tears”. Θα πρέπει να γυρίσουμε το χρόνο πίσω πάντως και να θυμηθούμε ότι εκείνη την εποχή, το metal και δη το progressive ήταν καταδικασμένο εκ προοιμίου και οι πολυεθνικές το απέρριπταν ή απλά δεν ασχολούνταν μαζί του, έχοντας το μυαλό τους μόνο στις μόδες (διαχρονικό φαινόμενο).

Σ.Φ.

 

Emperor metal bandEMPEROR – “IX Equilibrium” (Candlelight, 1999)

Μετά την αποδοχή που είχε το “Anthems to the welkin at dusk” και την επιτυχία πολλών συμπατριωτών τους, το τρίτο full length άλμπουμ των Νορβηγών αναμενόταν με μεγάλη ανυπομονησία. Η έλευσή του, θα τους παρουσίαζε αισθητικά «εξωγήινους» να αφορίζουν τη black metal ταμπέλα που ένιωθαν ότι τους περιόριζε, κάτι που ηχητικά τους έφερε για πρώτη φορά δική τους ηχογράφηση να έχουν ευκρινέστατες και σαφείς επιρροές. Αυτό και μόνο έκανε όλους να χαμογελάσουν πικρά για τους «πρωτοπόρους» της σκηνής! Οι MERCYFUL FATE θα συγγενέψουν με την τρέλα των MORBID ANGEL και η ισορροπία που διακηρύσσεται από τον τίτλο του δίσκου θα χαθεί κάθε που η μεγαλομανία του Ihsahn θα αποτυπώνεται στην ταστιέρα ή στις υψηλές οκτάβες. Αποτέλεσμα ήταν να ξεκινήσει ο σεισμός που θα τους οδηγήσει στη διάλυση ένα μόλις χρόνο μετά από πολλές περιοδείες και πετυχημένες εμφανίσεις. Και μόνο το γεγονός ότι επέλεξαν να κυκλοφορήσουν ένα ακόμα δίσκο, αν και διαλυμένοι, για χάρη της υστεροφημία τους μιλάει από μόνο του…

Λ.Τ.

 

 

Gamma RayGAMMA RAY – “Powerplant” (Sanctuary, 1999)

Ακόμα θυμάμαι κάποιες προσωπικές συζητήσεις με τον Kai Hansen εδώ και πολλά χρόνια… Δεν έπαυε να μου λέει ότι μετά την αναπάντεχη επιτυχία του “Land of the free”, έψαχνε να βρει το μυστικό που έκανε το δίσκο αυτόν τόσο αγαπητό στην Ελλάδα, αλλά και στη Γερμανία (όπου κυρίως έκανε θραύση). Τραγούδια σαν το “Man on a mission” ήταν αυτά που λάτρευε ο κόσμος και πήρε απόφαση ότι στις δύσκολες εποχές που περνούσε το metal στη δεκαετία του ’90, θα έπρεπε να γράφει έτσι, για να μπορέσει να επιβιώσει. Το “Somewhere out in space” ήταν ένας δίσκος που –κακά τα ψέματα- έδειχνε τον σαφή προσανατολισμό του Hansen προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά το “Powerplant” ήταν τόσο μονοδιάστατο, που νόμιζες ότι άκουγες επί μία ώρα το ίδιο κομμάτι με τον ίδιο ρυθμό… Ούτε η διασκευή στο “It’s a sin” μπόρεσε να σώσει την κατάσταση. Το κατάλαβε και ο Kai και με το “No world order” που ακολούθησε, άλλαξε τροπάριο. Έπαιζε σαν JUDAS PRIEST… Ρε, τι πάθαμε…

Σ.Φ.

 

helloween 1989 1993HELLOWEEN – “Chameleon” (ΕΜΙ, 1993)

Τα έχουμε πει επανειλημμένα γι’ αυτόν το δίσκο. Οι σχέσεις των μελών των HELLOWEEN είχαν πιάσει πάτο και είχαν χωριστεί σε τρεις μεριές. Από τη μία ο Kiske με τον Schwichtenberg που ήθελαν πιο pop/rock μονοπάτια, ο Weikath με τον Grapow που ήθελαν πιο παραδοσιακά HELLOWEEN τραγούδια και ο Grosskopf που ήταν κάπου στη μέση. Το αποτέλεσμα ήταν τραγικό. Για να μη δυσαρεστηθεί κανείς, οι τρεις βασικοί συνθέτες (Kiske, Grapow, Weikath) έφεραν από τέσσερα τραγούδια έκαστος (για να εισπράξουν και τα ίδια χρήματα από τα πνευματικά δικαιώματα), το καθένα εκ των οποίων ήταν εντελώς διαφορετικό από τα υπόλοιπα. Ο δίσκος βγήκε ένας αχταρμάς άνευ προηγουμένου, όπου ακόμα και τα πιο παραδοσιακά τραγούδια, ακούγονταν εκτός κλίματος. Προσωπικά θεωρώ μεγαλύτερη απογοήτευση το “Rabbits don’t come easy”, που ήταν μία πλήρως αποτυχημένη απόπειρα να παίξουν το “happy, happy Helloween” metal, αλλά επειδή όλοι οι υπόλοιποι θέλουν να γράψουν το “Chameleon”, συμβιβάζομαι και μ’ αυτό!

Σ.Φ.

 

ICED EARTHICED EARTH – “The crucible of man” (SPV, 2008)

Η μόνιμη απορία μου είναι ότι τελικά ο “Ripper” Owens δεν κολλάει πουθενά; Μάλλον έπεσε στη χειρότερη –συνθετικά- περίοδο των JUDAS PRIEST, ICED EARTH και Yngwie Malmsteen. Οι κακές γλώσσες –και όχι μόνο- κάνουν λόγο για ανεπαρκή σκηνική παρουσία, αλλά όσο κι αν απογοητεύτηκαν οι πολυάριθμοι στην Ελλάδα οπαδοί των ICED EARTH, περίμεναν πολλά με την επιστροφή του Barlow στο μικρόφωνο, με τον οποίον αναμφισβήτητα οι ICED EARTH διήνυσαν τις καλύτερες μέρες της καριέρας τους. Το συνολικό αποτέλεσμα όμως δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες μας ούτε στο ελάχιστο, αφού η συνθετική «ξηρασία» του Schaffer είναι ορατή από χιλιόμετρα πλέον και μάλλον θα μείνουμε να θυμόμαστε τα αριστουργήματα του παρελθόντος. Η μαγιά είναι καλή, το τελικό αποτέλεσμα του δίσκου λίαν αμφισβητούμενο πάντως.

Σ.Φ.

 

immortalIMMORTAL – “Sons of northern darkness” (Nuclear Blast, 2002)

Το πολυπόθητο «μεγάλο» συμβόλαιο ήρθε και μαζί του έφερε και έναν πιο γυαλισμένο ήχο με πολλά thrash/heavy riffs. Τι κρατήθηκε; Φυσικά το corspepaint που οι εναπομείναντες του χώρου είχαν από καιρό αφαιρέσει από το image τους! Οι Νορβηγοί με την «επαγγελματική» φωτογράφιση αυτού του δίσκου, έθεσαν εκ νέου τα όρια της γραφικότητας που προσάπτουν οι πολέμιοι του black metal, καυτηριάζοντας το ως βλακ μεταλ. Ερείσματα επίσης υπάρχουν στους στίχους για ένα γκρουπ που στην πορεία του χρόνου δεν εξελίσσεται, αλλά γίνεται ακόμα πιο «τετράγωνο» στη θεματολογία του. Η αμερικάνικη περιοδεία τους με τους MANOWAR (“Gods of war”) θα είναι και το επιστέγασμα της κατρακύλας τους, που θα τους οδηγήσει στη διάλυση ένα χρόνο μετά! Από την επαναδραστηριοποίηση τους το φάντασμα αυτού του δίσκου στοιχειώνει οποιαδήποτε κακή σκέψη υπάρχει για καινούριο άλμπουμ!

Λ.Τ.

 

 

IRON MAIDEN lineup1990IRON MAIDEN – “No prayer for the dying” (EMI, 1990)

Ο χειρότερος δίσκος των MAIDEN είναι μακράν το “Virtual XI”. Ο δεύτερος χειρότερος, το “The X factor”. Η μεγαλύτερη απογοήτευση όμως ήταν το “No prayer for the dying” που προηγήθηκε. Στους δύο δίσκους που προαναφέραμε, τα τεράστια ελαττώματα ήταν η μετριότατη παραγωγή και ο ανύπαρκτος τραγουδιστής. Αυτά τα ελαττώματα δεν υπάρχουν στο “No prayer…”. Με τη μπάντα να προέρχεται από δύο ασύλληπτους δίσκους, η φυγή του Adrian Smith και τα πειράματα με τη σόλο καριέρα του Bruce Dickinson, πέφτουν βαριά στο σχήμα. Μεγάλη αδυναμία στις συνθέσεις και πρώτη φορά που υπάρχουν τόσα μέτρια τραγούδια σ’ ένα δίσκο των IRON MAIDEN. Αφήστε που δεν μπορώ να ξεχάσω και το τραγικό video clip του ανεκδιήγητου “Holy smoke” με τον Steve Harris πάνω σ’ ένα τρακτέρ.

Σ.Φ.

 

judas priest 2001JUDAS PRIEST – “Demolition” (SPV, 2001)

Και μόνο το γεγονός ότι είναι ο χαμηλότερος σε πωλήσεις δίσκος των PRIEST, λέει κάτι. Μετά το “Jugulator”, το οποίο ξάφνιασε με τον αναπάντεχα σκληρό και μοντέρνο ήχο του (για PRIEST) ήρθε ο φυσικός διάδοχός του, ο οποίος όμως ήταν κλάσεις κατώτερος και από το μέτριο ντεμπούτο του Tim “Ripper” Owens. Ο κόσμος των PRIEST ουσιαστικά ποτέ δεν δέχτηκε τον νεαρό “Ripper”, αλλά δεν έφταιγε αυτός που οι βασικοί συνθέτες του γκρουπ θέλησαν ουσιαστικά να κάνουν αυτό που έκανε ο Halford με τους FIGHT αρκετά χρόνια πριν. Δηλαδή να εκσυγχρονίσει τον ήχο του. Το θέμα είναι ότι το έκαναν με αποτυχημένο τρόπο και αναγκάστηκαν σε αναδίπλωση κι επιστροφή του Metal God και του metal ήχου τους…

Σ.Φ.

 

 

 

KISS 1985KISS – “Asylum” (Mercury, 1985)

Ιούνιος του 1985 και μετά από δυο πολύ καλά άλμπουμ “Creatures of the night” και “Lick it up”, χωρίς πια μακιγιάζ, οι KISS ρίχνουν στην αγορά τα τριάντα οχτώ λεπτά του “Asylum”, που ατυχώς δεν μπορεί καν να κοιτάξει στα μάτια τους προκατόχους του. Δεν είναι πως μιλάμε για ένα κακό άλμπουμ, είναι όμως μακράν κατώτερο από τους προκατόχους του και μια φανερή προσπάθεια εξευγενισμού του image και ήχου τους. Ποιος άλλωστε δεν θυμάται τις πολύχρωμες … ρόμπες που φοράνε στο video clip του “Who wants to be lonely”; Διότι οι KISS είναι μια μοναδική και ύφος και στυλ μπάντα και δεν τους ταίριαζε το να προσπαθήσουν να μοιάσουν με τον … David Lee Roth! Μουσικά από το άλμπουμ δεν έχουμε και πολλά να θυμόμαστε, ούτε και η ίδια η μπάντα άλλωστε, αφού στο μεγαλύτερο μέρος, αναλώθηκαν μάλλον σε εύπεπτες τσιχλοαμερικάνικες hard rock συνθέσεις, που δεν εντυπωσίασαν κανέναν τελικά. Ξεχώρισαν μόνο τα “King of the mountain”, “Who wants to be lonely” και το υπέροχο “Tears are falling” που όμως δεν ήταν αρκετά ώστε να μην με απογοητεύσουν, ειδικά όταν σκεφτόμουν τις συνθέσεις των δυο προηγουμένων τους άλμπουμ και με τα χρόνια των τριών επομένων. Άδικο έχω;

Δ.Σ.

 

manowar2MANOWAR – “Louder than hell” (Geffen, 1996)

Ακόμα και οι αυτοαποκαλούμενοι «βασιλιάδες του metal», μέσα στη δεκαετία του ’90 κυκλοφόρησαν έναν πραγματικά αδύναμο δίσκο. Με το “Triumph of steel”, ξεσήκωσαν τους Έλληνες οπαδούς τους, αλλά και τον υπόλοιπο κόσμο θέλω να πιστεύω, αλλά το “Louder than hell”, μάλλον θα έπρεπε να λέγεται “Simpler than hell”. Ακούγεται υπερβολικά απλό ακόμα και για τα δεδομένα των MANOWAR, με πολύ καθαρή παραγωγή και συνθέσεις που πάρα πολύ δύσκολα βρίσκουν το δρόμο στο setlist κάποια συναυλίας τους. Φυσικά υπάρχουν και καλές στιγμές, οι αδιάφορες όμως υπερισχύουν. Και μετά από μία σειρά πραγματικά σπουδαίων δίσκων, έφτασε η στιγμή να ξενερώσουν οι λιγότερο φανατικοί οπαδοί τους (γιατί οι πιο φανατικοί δεν ξενερώνουν ποτέ και –σε τελική ανάλυση- καλά κάνουν!!!).

Σ.Φ.

 

MEgadeth wnah lineup 2MEGADETH – “The world needs a hero” (Sanctuary, 2001)

Το “Risk” ήταν σίγουρα ένας rock δίσκος, παραδομένος στις rock επιρροές του Marty Friedman, στην εμμονή του Mustaine να κάνει κάποια στιγμή ισάξια επιτυχία με αυτή των METALLICA και στην περίεργη κατάσταση που επικρατούσε για το metal προς το τέλος της δεκαετίας του ’90, όπου η μουσική μας ψυχορραγούσε σε μεγάλες αγορές όπως αυτή της Αμερικής. Το “Risk” είχε αδύναμες συνθέσεις και ξένισε τους μεταλλάδες επειδή ακριβώς δεν ήταν metal. Ο δίσκος που ακολούθησε όμως, προσπάθησε να σηματοδοτήσει την επιστροφή στο metal, με πλήρως αποτυχημένο τρόπο όμως και ανούσιες συνθέσεις από έναν καλλιτέχνη που έχει γράψει ιστορία. Το χειρότερο όλων ήταν το “Return to the hangar”, που ήταν το δεύτερο μέρος του “Hangar 18”, αλλά περισσότερο ντροπιάζει, παρά ικανοποιεί. Εδώ οι MEGADETH έπιασαν πάτο και ουσιαστικά διαλύθηκαν για να επανέρθουν με αξιοπρέπεια τα τελευταία χρόνια.

Σ.Φ.

 

Photo St. Anger 300CMYKMETALLICA – “St. Anger” (Elektra, 2003)

Πολλοί θα πιστεύουν ότι στη θέση του θα έπρεπε να είναι το “Load” ή ακόμα χειρότερα, το “Re-load”. Επιμένω όμως στο “St. Anger” για έναν και μόνο λόγο. Τα “Load” και “Re-load” ήταν μία συνειδητή προσπάθεια του σχήματος να κάνουν κάτι διαφορετικό από το κλασικό metal ύφος τους (στο μεν “Load” μάλλον πετυχημένα στο δε “Re-load” εντελώς αποτυχημένα). Το “St. Anger” ήταν μία απεγνωσμένη προσπάθεια επιστροφής στο metal παρελθόν τους, πριν το κύκλωμα τους ξεγράψει εντελώς. Αυτό συνοδεύτηκε από μία σειρά προσωπικών διαμαχών ανάμεσα στον Hetfield και τον Ulrich, που καταγράφτηκαν πολύ παραστατικά στο “Some kind of monster”. Το αποτέλεσμα ήταν ένας μετριότατος δίσκος, με τραγούδια που ναι μεν ήταν metal, αλλά έπασχαν από τις αδύναμες συνθέσεις και την κακή παραγωγή (με το διαβόητο πλέον ταμπούρο του Ulrich). Το ότι δεν παίζουν παρά ελάχιστα τραγούδια στις συναυλίες τους, είναι ένα ελάχιστο δείγμα του πόσο λίγο πίστεψαν και οι ίδιοι οι METALLICA στο “St. Anger”.

Σ.Φ.

 

 

motleycrue pic12MOTLEY CRUE – “Theatre of pain” (Elektra, 1985)

Μετά το “Shout at the devil”, έχεις απαίτηση από τους CRUE με το επόμενο τους άλμπουμ να σαρώσουν τα πάντα. Αντί αυτού, τι είχαμε; Ένα άλμπουμ, αντικειμενικά όχι κακό, αλλά που δεν έφτανε σε καμία περίπτωση τον προκάτοχό του, σε επίπεδο συνθέσεων και ύφους αλλά και μια μπάντα που εκεί που αντιπροσώπευε το Αμερικάνικο πεζοδρόμιο, ξαφνικά εμφανίζεται ντυμένη στα …ροζ και μέσα σε σαπουνάδες! Μπλιάχ! Ήταν η εποχή που τα είχαν χάσει τελείως από τη χρήση ναρκωτικών, η ζωή τους ήταν απίστευτα επικίνδυνη και εκτός ελέγχου, οπότε λογικό ήταν να μην μπορέσουν να συνθέσουν και πολλά τραγούδια της προκοπής. Στο απόγειο αυτής της καταστροφικής περιόδου από λάθος του Vince Neil που προκάλεσε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, σκοτώθηκε ο ντράμερ των HANOI ROCKS Nicholas “Razzle” Dingley και ο τραγουδιστής των CRUE καταδικάστηκε. Το “Theatre of pain” εμπορικά πήγε πολύ καλά, έβγαλε singles, πούλησε πολύ, αλλά μέχρι και σήμερα είναι το μόνο CRUE άλμπουμ που δεν ξαναγόρασα ποτέ σε CD. Ευτυχώς η συνέχεια ήταν καλύτερη σε επίπεδο άλμπουμ τουλάχιστον με τα “Girls, girls, girls” και “Dr Feelgood”, που τους οδήγησαν στην κορυφή. Ευτυχώς, ένα μέτριο άλμπουμ, δεν στοίχισε την καριέρα τους όπως συνέβη σε άλλες περιπτώσεις συγκροτημάτων.

Δ.Σ.

 

nighfall 2NIGHTFALL – “Diva future” (Holy, 1999)

Η ξεκάθαρη goth rock στροφή των Αθηναίων με αυτό το δίσκο είχε προετοιμαστεί λίγους μήνες πριν με το “Electronegative” mini CD. Η ψυχρολουσία ήταν καταλυτική για τη σχέση των fans με το γκρουπ, κυρίως για εκείνους που μόλις τους είχαν εκτιμήσει με το ευθύβολο heavy “Lesbian show”. Από τις φοβερά δυνατές κιθάρες και τα riffs που σε έκαναν να τα σιγοτραγουδάς (ο ορισμός του hit μήπως;) κατέληξαν εδώ στις ανέμπνευστες και άνευρες κιθαριστικές γραμμές. Το attitude της μπάντας αλλάζει ριζικά και στις ηχογραφήσεις και στα live ακολουθώντας μια πιο «light» κατεύθυνση, που δυστυχώς δεν τους ταίριαζε. Η επόμενη κίνηση τους θα αργήσει τέσσερα χρόνια, έχοντας ξανά δυναμικό ήχο, με πολλές ανακατατάξεις στις τάξεις στο μεσοδιάστημα. Όλα αυτά απλώς επιβεβαίωσαν τα προβλήματα που προέκυψαν εξαιτίας του και το κακό που κάνουμε όταν «χαϊδεύεται» μια μπάντα στο στραβοπάτημα της για «το καλό της ελληνικής σκηνής». Με αυτό το δίσκο χάθηκε μια μπάντα που, επί χρόνια, έδειχνε τις δυνατότητες που είχε με κάθε της κυκλοφορία. Και να ήταν η μόνη καλά θα ήταν…

Λ.Τ.

 

Omen - Reopening the gatesOMEN – “Reopening the gates” (Massacre, 1997)

Κάποιοι σκληροπυρηνικοί οπαδοί των ΟΜΕΝ, είχαν θεωρήσει ξεπούλημα τα πιο hard rock στοιχεία που είχε το “Escape to nowhere”, κυρίως εξαιτίας του τραγουδιστή Coburn Pharr (ο οποίος πέρασε κι από τους ANNIHILATOR). Προσωπικά τον θεωρώ αξιοπρεπέστατο δίσκο, αλλά προχωράμε. Το “Reopening the gates”, πρόκειται για τη μεγαλύτερη ίσως απογοήτευση στο χώρο το επονομαζόμενου true metal. Ο Kenny Powell, έφερε το γιο του, Greg, να τραγουδήσει και να παίξει δεύτερη κιθάρα και μάλλον έφερε και επιρροές από τη μουσική που άκουγε η Αμερική εκείνη τη δεκαετία. Το τελικό αποτέλεσμα όχι μόνο δεν είχε καμία σχέση με τους OMEN που λάτρεψαν οι οπαδοί τους στα 80’s, αλλά και αυτό που έπαιζαν ήταν τόσο κακό και ανέμπνευστο, που ακόμα απορώ για ποιο λόγο υπάρχει στη δισκοθήκη μου. Εξοργιστικός δίσκος όσο λίγοι.

Σ.Φ.

 

ozzyOZZY – “Black rain” (Epic, 2007)

Αλήθεια, πόσοι από εσάς που πήρατε το δίσκο πριν δύο χρόνια, τον ακούτε ακόμα; Κανένα ίχνος ευρηματικότητας, κανένα ίχνος φρεσκάδας, απλά μία ανάγκη διεκπεραίωσης. Μία απέλπιδα προσπάθεια της Sharon Osbourne να επαναδραστηριοποιήσει τον άντρα της δισκογραφικά, αφού δεν αρκούσε το reunion των BLACK SABBATH απ’ ότι φαίνεται. Η αλήθεια είναι ότι δεν περιμέναμε και πολλά μετά το μετριότατο προηγούμενο άλμπουμ του, αλλά το “Black rain” ξεπέρασε και τις πιο απαισιόδοξες προβλέψεις μας.

Σ.Φ.

 

paradise lost 1PARADISE LOST – “Believe in nothing” (EMI, 2001)

Το έχω πει και δεν θα βαρεθώ να το λέω. Το “One second” είναι ένας πραγματικά καλός δίσκος, αλλά τα electro στοιχεία και οι επιρροές από DEPECHE MODE είναι εμφανείς. Το “Host” μας ξάφνιασε όλους αφού μάλλον δεν θα έπρεπε να βγει κάτω από την ταμπέλα των PARADISE LOST και προσπάθησαν να διεισδύσουν σε μία διαφορετική αγορά όντας σε πολυεθνική, με λάθος τρόπο. Από εκεί και πέρα ξεκίνησε μία άνευ προηγουμένου προσπάθεια να αποκηρύξουν αυτόν τον αποτυχημένο δίσκο (και εμπορικά και μουσικά) και αυτή ξεκίνησε με το “Believe in nothing”. Η απογοήτευση ήταν τεράστια όμως, αφού δεν ήταν κάτι συνειδητό, αλλά κάτι που τους επιβλήθηκε είτε από κάποιους είτε από τις περιστάσεις. Προσπάθησαν να φανούν “metal” (λες και νοιάζει κανέναν) ενώ κατά βάθος δεν γούσταραν τότε αυτή τη μουσική… Από τότε και σε κάθε δίσκο τους, προσπαθούμε να βρούμε τα metal στοιχεία που είναι «ολοένα και περισσότερα» σε σχέση με το “Host”. Λες κι αυτό νοιάζει κανένα…

Σ.Φ.

 

QueensrycheQUEENSRYCHE – “Tribe” (Sanctuary, 2003)

Το “Hear in the now frontier” ήταν μία ηχηρή σφαλιάρα, από ένα συγκρότημα που αποφάσισε να δοκιμάσει κάτι εντελώς διαφορετικό. Το “Q2K” ήταν ακόμα χειρότερο από τον προκάτοχό του. Εκεί ήταν που πίστεψα ότι έπιασαν πάτο. Η επερχόμενη περιοδεία τους με τους DREAM THEATER, με οδήγησε να πιστέψω ότι ο επόμενος δίσκος τους θα ήταν τουλάχιστον αξιοπρεπής. Το “Hear…” είχε ενάμιση καλό τραγούδι, το “Q2K” ένα, το “Tribe” κανένα όμως… Απόλυτο χάλι και τεράστια απογοήτευση. Και δεν έχει καμία σχέση (για μία ακόμη φορά) με το πόσο metal είναι. Το κακό είναι ότι με την εξαίρεση του “Operation: mindcrime 2”, η κατηφόρα τους έχει παρασύρει για τα καλά…

Σ.Φ.

 

rotting christ  09ROTTING CHRIST – “Khronos” (Century Media, 2000)

Ο δίσκος που έδειξε ακόμα και στους ίδιους ότι βρίσκονται σε αδιέξοδο, χαμένοι στη δίνη μιας ταυτότητας που δεν τους εκφράζει και δεν τους συνδέει με το παρελθόν τους. Αν και τα “You are I” και “Thou art blind” εμφανίζονται αραιά στο setlist τους, στο έκτο άλμπουμ των Αθηναίων δεν αναφέρεται σχεδόν καθόλου o frontman τους, Σάκης Τόλης στην πορεία τους στο τελευταίο τους DVD. Η απόφαση να ξαναβάλουν το παλιό λογότυπο στο επόμενο άλμπουμ και να κάνουν τον ήχο τους πιο τραχύ, έδειξε ότι κάπου εδώ η πυξίδα είχε χαθεί. Όταν βγήκε φυσικά κανείς δεν το «έθαψε», γιατί είχε όλα τα στοιχεία του λεγόμενου «Century Media ήχου». Δεν είχε δηλαδή την τραχύτητα και τη μελωδικότητα που τους διέκρινε σε όλη τη metal σκηνή, κάτι που φάνηκε και στην χαμηλή αποδοχή μετά τα επιτυχημένα από εμπορικής άποψης, προηγούμενα δύο άλμπουμ τους. Είναι τυχαίο που μετά το “Khronos” πήραν τα πάνω τους για να ξαναφτάσουν στην κορυφή που στρογγυλοκάθονται σήμερα;

Λ.Τ.

 

saxon 1986jpgSAXON – “Rock the nations” (EMI1986)

Ήταν η εποχή της σύγχυσης για τους SAXON. Ήθελαν να επιβληθούν στην Αμερικάνικη αγορά με πιο μελωδικό ήχο, κάτι στο οποίο ως ένα σημείο τους υποχρέωσε τότε η EMI υπογράφοντάς τους για τέσσερα άλμπουμ. Η ίδια εταιρία έχοντας στο ρεπερτόριο της το μεγαθήριο των IRON MAIDEN, ήθελε άλλη μια heavy μπάντα να σαρώσει την Αμερική. Είχαν προηγηθεί τα “Crusader” και “Innocence is no excuse”, τα οποία παρά τη ποιότητά τους, είχαν διχάσει το κοινό τους, χωρίς να προσθέσουν και πολλούς καινούργιους οπαδούς στο συγκρότημα. Το θέμα είναι πως το κλασικό metal με το οποίο είχαν καθιερωθεί, ήταν τόσο χαρακτηριστικό που πολύ δύσκολα αυτή η αλλαγή ήχου θα γίνονταν αποδεκτή και αυτό δε το κατάλαβαν εγκαίρως. Με το “Rock the nations” επέμεναν σε μια πορεία χωρίς νόημα, που ναι μεν διαφαίνονταν οι συνθετικές τους δυνατότητες για ακόμα μια φορά, αλλά το στυλάκι του party και τα εύκολα singles τύπου “Northern lady” και “Waiting for the night” δεν ταίριαζαν σε αυτό που ήταν στην πραγματικότητα οι SAXON. Εκεί που όλοι περιμέναμε την επιστροφή τους στον ορισμό του heavy metal, όπως μας είχαν μάθει, κι έχοντας στην πλάτη τους το πολύ καλό “Innocence..”, το “Rock the nations” μας προσγείωσε απότομα και καταλάβαμε πως το κόλλημα για τη κατάκτηση της Αμερικάνικης αγοράς δεν είχε γίνει μάθημα, όπως επίσης και η ανοχή στις απαιτήσεις της δισκογραφικής τους. Αποκορύφωμα; Η συμμετοχή του Elton John σε δυο τραγούδια! Μα τι δουλειά μπορεί να είχε αυτός με τους SAXON; Ήταν στην EMI και αυτός όμως τότε! Ε;

Δ.Σ.

 

 

Scorpions eye to eye 01SCORPIONS – “Eye II eye” (Eastwest, 1999)

Μέσα στη δεκαετία του ’90, οι SCORPIONS έβγαλαν αρκετούς δίσκους που μάλλον ντρόπιαζαν το ένδοξο παρελθόν τους. Στην προσπάθειά τους να ακουστούν up-to-date για την εποχή, έβαλαν πάρα πολλά pop στοιχεία, εμπλεκόμενοι με μία μουσική την οποία δεν κατείχαν ποτέ και το πείραμα κρίνεται ως απολύτως αποτυχημένο. Ζήτημα να υπάρχουν τρία rock τραγούδια, αλλά ακόμα χειρότερα καμία αξιοπρεπής σύνθεση.

Σ.Φ.

 

Sepultura - GreenSEPULTURA – “Against” (Roadrunner, 1998)

Όχι, δεν είμαι από τους Cavalerικούς! Όχι, δεν πιστεύω ότι ο Green είναι κακός τραγουδιστής και τα άλμπουμ των SEPS μ’ αυτόν στα φωνητικά είναι σκουπίδια. Αντίθετα, πιστεύω (με εξαίρεση το “A-lex”), ότι κάθε δίσκος τους στην περίοδο με τον Green είναι ο ένας καλύτερος από τον άλλο. Το “Against” είναι ένας δίσκος όμως, που προσπάθησε να αναπαράγει την ατμόσφαιρα του “Roots” με αποτυχημένο τρόπο. Μάλλον στις βλέψεις του σχήματος ήταν να καλύψουν την απώλεια του Max Cavalera, βγάζοντας ένα δίσκο που να έχει παρόμοια μουσική με τη μεγαλύτερη εμπορική τους επιτυχία μέχρι τώρα. Για να γίνουμε μετά Χριστόν προφήτες, μάλλον θα πρέπει να έβγαζαν κάτι εντελώς διαφορετικό για να αποφύγουν τις συγκρίσεις. Το κοινό γύρισε την πλάτη στους SEPULTURA κι από τότε κάθε δίσκος τους πουλάει ολοένα και λιγότερο. Είμαι περίεργος να δω τι επιφυλάσσει το μέλλον γι’ αυτούς.

Σ.Φ.

 

skidrowSKID ROW – “Subhuman race” (Atlantic, 1995)

Ποιοι ήταν οι SKID ROW; Πως έγιναν γνωστοί; Καλώς ή κακώς ως μια δυνατή hair metal μπάντα με τραγούδια που άντεξαν στο χρόνο. Αυτό ισχύει για τα δυο πρώτα τους άλμπουμ, αν και το “Slave to the grind” ήταν ιδιαίτερα επιθετικό και τραχύ, πλησιάζοντας έναν ήχο ανάμεσα στο “Painkiller” και “Cowboys from hell”. Αυτοί όμως ήταν πραγματικά; Μας μπέρδεψαν με τα χρόνια. Το “Subhuman race” του 1995, ακόμα και οι ίδιοι οι οπαδοί τους, δεν το πήραν χαμπάρι όταν κυκλοφόρησε, η εταιρία τους δεν το υποστήριξε και η ίδια η μπάντα ήταν διαλυμένη από τις εσωτερικές διαφωνίες. Ήταν η ύστατη προσπάθειά τους να ακουστούν πραγματικά heavy, να πλησιάσουν ακόμα πιο πολύ το μοντέρνο ύφος του metal των nineties, αλλά ήταν πλέον πολύ αργά. Κάποιοι θεωρούν το άλμπουμ καλό και ίσως δεν έχουν άδικο. Κάποιοι άλλοι απλά το αγνοούν. Προσωπικά το θεωρώ απογοητευτικό, αν όχι κακό, γιατί τελικά δε μάθαμε ποτέ ποιοι στα κομμάτια ήταν οι SKID ROW! Αυτοί των “Youth gone wild”, “18 and life”, “Big guns”; Των “Quicksand Jesus” και “Monkey business” ή του “Subhuman race”; Υπό αυτή την έννοια, το αναφερόμενο άλμπουμ τους με απογοήτευσε οικτρά, γιατί μου απόδειξε πως δεν ήξεραν προς τα πού να πάνε και τι να κάνουν. Κάτι που οδήγησε στην οριστική ρήξη τους με τον Sebastian Bach. Αν συνυπολογίσουμε πως κι αυτός χωρίς την υπόλοιπη μπάντα δεν έκανε ξανά ποτέ τίποτα αξιομνημόνευτο και οι υπόλοιποι κυκλοφόρησαν SKID ROW άλμπουμ με τρομερές punk επιρροές, τότε το χάος της ταυτότητάς τους, αντί να ξεδιαλύνεται συνεχίζει να υπάρχει πιο μεγάλο από ποτέ μέχρι και τις μέρες μας.

Δ.Σ.

 

Slayer1SLAYER – “Divine intervention” (American, 1994)

Όταν κυκλοφόρησε εξυμνήθηκε και παρουσιάστηκε ως η προσπάθεια των Σφαγέων να βγάλουν το “Reign in blood” για τα 90’s. Για πρώτη φορά οι Αμερικανοί θα αναγκάσουν τους fans τους να περιμένουν τόσο πολύ για μια κυκλοφορία, που τους έχρισε και επισήμως «βασιλιάδες» μιας σκηνής, η οποία είχε διαλυθεί και τους είχε ανάγκη ανεβάζοντάς τους ακόμα και στο #8 του Billboard! Από τις φωτογραφήσεις και το γενικό προφίλ τους οι SLAYER έκαναν μια σαφέστατη στροφή σε πιο χύμα punk/hardcore attitude που μεταφράστηκε ηχητικά και στα 36 λεπτά του δίσκου και θα τους έκανε να επιλέξουν τους MACHINE HEAD και BIOHAZARD ως supports στα live τους! Ο Araya θα παρουσιάσει επιτυχώς στοιχεία από τους ALICE IN CHAINS στα φωνητικά του “Serenity in murder”, αλλά η παραμόρφωση που θα επιλεγεί στα αντίστοιχα του “SS-3” και “Circle of beliefs” θα ξενίσει σχεδόν όλους. Πολλοί εστιάζουν στις αδυναμίες του δίσκου, λόγω της έλευσης του Bostaph στη θέση του Lombardo. Ουσιαστικά όμως το πρόβλημα είναι οι ανέμπνευστες και προβλέψιμες συνθέσεις που υπογράφονται από τον Kerry King και καμία τους δε θα αποτελεί μέρος του setlist των συναυλιών τους εδώ και πολλά χρόνια! Τυχαίο νομίζετε; Οι σκληροπυρηνικοί οπαδοί από τότε αναπολούν την πορεία τους μέχρι και το “Seasons in the abyss”, που σφραγίστηκε από το συνθετικό οργασμό του Jeff Hanneman. Με την ηχητική κατεύθυνση του, όμως, κατάφεραν να γίνουν πλήρως αποδεκτοί σε όλο το φάσμα της σκληρής μουσικής, φεύγοντας για πάντα από τα στεγανά της ακραίας σκηνής!

Λ.Τ.

 

stratovariusSTRATOVARIUS – “Stratovarius” (Sanctuary, 2005)

Μετά το “Episode”, οι STATOVARIUS έβγαλαν μία σειρά από αμφιλεγόμενους δίσκους, με αποκορύφωμα το “Elements part 2”, το οποίο και τους οδήγησε στον άμεσο διωγμό τους από τη Nuclear Blast. Ακολούθησε η περίοδος παράνοιας του Tolkki, που τον οδήγησε στην πρόσληψη της Miss K για τα φωνητικά και τον εγκλεισμό του σε νοσοκομείο για να ξεπεράσει τα προσωπικά του προβλήματα. Μπορεί το ομώνυμο άλμπουμ να ηχογραφήθηκε με την κλασική σύνθεση των STRATOVARIUS, αλλά τα κατάλοιπα της ψυχικής ασθένειας του Tolkki βρίσκονται διάσπαρτα παντού. Επειδή εγώ πληρώνω το δίσκο για να ακούσω μουσική κι όχι για να γίνω ψυχαναλυτής του καθενός, το τελικό αποτέλεσμα ήταν σχεδόν αποκρουστικό. Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι.

Σ.Φ.

 

THe gathering - almost a danceTHE GATHERING – “Almost a dance” (Foundation 2000, 1993)

Ό,τι έχτιζαν επιμελώς από την αρχή της πορείας τους οι 6 φίλοι από το σχολείο κατέρρευσε με αυτή την κυκλοφορία. Με συνθέσεις, που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ακόμα και καλύτερες από το φοβερό ντεμπούτο τους “Always” κατάφεραν να γίνουν παράδειγμα προς αποφυγή στην επιλογή φωνητικών! Τα αλά FAITH NO MORE φωνητικά του Niels Duffhues ακούγονται ακόμα και σήμερα και από τους πιο ανοιχτόμυαλους ως ξεκάρφωτα και ασύνδετα με τις φοβερές μελωδικές γραμμές όλων των κομματιών. Και ήταν σε τέτοιο βαθμό που ο Hans Rutten τότε έλεγε στις συνεντεύξεις πριν κυκλοφορήσει «ετοιμαστείτε να χορέψετε, ακούγοντας το». Οι προσεκτικοί είδαν τότε τη μελλοντική τους κατεύθυνση με heavy κιθάρες και ήχο που πλησίαζε το “Vanity/Nemesis” των CELTIC FROST. Πάνω σε αυτό το ηχητικό πλαίσιο θα συνεχίσουν και στο “Mandylion”, φέρνοντας την αλλαγή για την οποία είναι γνωστοί στη metal κοινότητα. Θα δώσουν ελάχιστες συναυλίες μέχρι να οδηγήσουν το γκρουπ στη διάλυση, χωρίς συμβόλαιο και με αβέβαιο μέλλον. Οι Ολλανδοί θα αποστομώσουν όσους αφορίζουν τις συνθέσεις του “Almost a dance”, ηχογραφώντας με την Anneke το “Like fountains” του στο ηλεκτρακουστικό live “Sleepy buildings”. Και στο ερώτημα «πώς θα ήταν αυτά τα κομμάτια αν στα φωνητικά ήταν ο πρώτος τους τραγουδιστής» δόθηκε απάντηση με τα demos από τις πρόβες εκείνης της περιόδου! Σκεφτείτε όμως τι αποφάσεις θα είχαν πάρει αν δεν είχαν κάνει αυτό το λάθος, από το οποίο διασώθηκε στα φωνητικά η Martine van Loon! Ίσως και είχαν την τύχη των περισσότερων γκρουπ της σκηνής που μνημονεύονται σήμερα για τις εκπληκτικές πρώτες τους ηχογραφήσεις…

Λ.Τ.

 

Van Halen 1980VAN HALEN – “Women and children first” (Warner, 1980)

Πολλοί θεωρούν σαν τη χειρότερη στιγμή των VAN HALEN το “Van Halen III” με τον τρελό Gary Cherone, στα φωνητικά. Κάτι παραπάνω από δέκα χρόνια μετά τη κυκλοφορία αυτού του άλμπουμ, εξακολουθώ να υποστηρίζω τη κριτική που είχα γράψει τότε στο Metal Invader, και να θεωρώ σαν το πλέον απογοητευτικό άλμπουμ τους, το “Women and children first”. Μα ειλικρινά, ποτέ δεν μπόρεσα να βρω ΕΝΑ τραγούδι που να μου αρέσει! Ούτε ένα! Σε σημείο που είχα απορήσει για ποιο λόγο το είχαν βγάλει στην αγορά. Η αλήθεια είναι, πως όταν βάλεις δίπλα – δίπλα τα άλμπουμ πριν και μετά από αυτό, εύκολα συμπεραίνει κανείς το πόσο απογοητευτική δουλειά είναι. Σε καμία περίπτωση δεν στέκεται δίπλα ούτε στις δυο πρώτες κυκλοφορίες τους, πόσο μάλλον σε ότι επακολούθησε αυτού. Μα είναι δυνατόν; Ολόκληρη η δεύτερη πλευρά, δεν έχει ένα καλό τραγούδι, και στη πρώτη από τα τέσσερα, μόνο τα “And the cradle will rock…” και “Everybody wants some” ακούγονται… Βέβαια ένα μέτριο / κακό άλμπουμ, δεν ήταν δυνατό να σταματήσει τη πορεία μιας τέτοια μπάντας…

Δ.Σ.

 

Virgin SteeleVIRGIN STEELE – “Life among the ruins” (Noise, 1993)

 

Όπως είναι φυσικό, μέσα σε μία κακή περίοδο για ένα συγκρότημα, βγαίνουν δίσκοι οι οποίοι αποτελούν αν μη τι άλλο αποτυχημένες επιλογές καριέρας. Για να γίνω πιο σαφής, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, οι VIRGIN STEELE μαστίζονταν από προβλήματα με τον manager τους και τρομερά οικονομικά προβλήματα. Αυτό προφανώς τους οδήγησε να γράψουν ένα δίσκο που έμοιαζε τρομερά με τους WHITESNAKE κι όλα αυτά όταν ο προηγούμενος δίσκος τους ήταν το “Age of consent” και ο αμέσως προηγούμενος το “Noble savage”. Δεν ήταν και ιδιαίτερα κακός δίσκος το “Life…”, για να πούμε την αλήθεια, αλλά εντελώς εκτός κλίματος του γκρουπ, αφού έπαιζε κάτι με το οποίο δεν είχε καμία απολύτως σχέση. Οι οπαδοί τους την έκαναν με ελαφρά πηδηματάκια, αλλά οι STEELE βρήκαν το σθένος να γράψουν δύο δισκάρες αμέσως μετά (τα “Marriage…” και να τους σώσουν). Όταν όμως άρχισαν να το κουράζουν με τις rock όπερες, μάλλον εκεί ξεκίνησε και η οριστική κατρακύλα…

Σ.Φ.

 

WASP Band2W.A.S.P – “Kill, fuck, die” (Castle, 1997)

Είχαν προηγηθεί μια σειρά από εξαιρετικά άλμπουμ με αποκορύφωμα το “The crimson idol”, ενώ η συνέχεια του, το “Still not black enough”, μπορεί να μην πρόσθεσε κάτι παραπάνω στο μύθο της μπάντας, αλλά για τον γράφοντα αποτελεί μια από τις καλύτερες στιγμές τους. Το θέμα ήταν, να μπορούσε ο Blackie να στέκονταν στα ίδια υψηλά επίπεδα έμπνευσης και δημιουργίας. Την εποχή εκείνη, οι διάφορες τάσεις ανάμιξης διάφορων ήχων με το metal ήταν καθημερινό φαινόμενο, δικαιολογημένο μεν, προκειμένου σαν μουσικό ιδίωμα αυτό να επιβιώσει. Ο Blackie θέλοντας να εκσυγχρονίσει τον ήχο της μπάντας του, ακολουθεί το δρόμο του industrial metal, αφήνοντας πίσω το βρώμικο και επιθετικό rock n’ roll και ενίοτε καθαρόαιμο metal που τους είχε καθιερώσει. Ελάχιστοι οπαδοί των W.A.S.P. αποδέχτηκαν το “K.F.D.” και τελικά αποδείχτηκε μια πλήρως απογοητευτική κίνηση για τους Αμερικάνους, που τους έριξε σε σχετική δίνη από τη οποία θα έκαναν αρκετά χρόνια να βγουν, διότι η συνέχεια με τα “Helldorado” και “Unholy terror”, αν και σε πιο καθαρό heavy ήχο, δεν ήταν και η καλύτερη δυνατή. Όσο για μένα; Κατανοώ πλήρως την καλλιτεχνική ανάγκη του Blackie, αλλά δέκα και πλέον χρόνια μετά, ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω πως φαντάστηκε ότι το industrial θα ταίριαζε στους W.A.S.P και το ύφος τους.

Δ.Σ.

 

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here