Η πρώτη μου κριτική για το σωτήριο έτος 2024, έμελλε να είναι οι BLOOD RED THRONE. 25 χρόνια στα πράγματα για τους Νορβηγούς deathsters, οι οποίοι βρίσκονται αισίως στο ενδέκατο τους άλμπουμ με τίτλο “Nonagon”. Άμα μια μπάντα κυματίζει περήφανα τη σημαία του είδους διαχρονικά στη Νορβηγία, είναι αυτοί. Αμερικάνικης υφής ήχος, που αγαπάει τόσο τους CANNIBAL CORPSE και τους MORBID ANGEL, έχοντας και ένα αδύναμο σημείο για τους Βρετανούς θεούς CARCASS. Πλέον, δισκογραφούν μέσω της Soulseller records. Εξώφυλλο, δια χειρός του μετρ Γιάννη Νάκου (Remedy Art Design), κατ’ ελάχιστον εξαιρετικό (o άνθρωπος το κάνει να φαίνεται εύκολο, πραγματικά), η γεύση που μου είχε αφήσει η γνωριμία μου μαζί τους με το προ τριετίας σχεδόν “Imperial congregation” (2021) είναι πολύ καλή. Μένει μόνο, να πατήσουμε το play.
Μετά την ατμοσφαιρική εισαγωγή του, το “Epitaph inscribed”, παρουσιάζει το κράμα Αμερικάνικης σχολής των BLOOD RED THRONE με μια μικρή αλλαγή. Sindre Wathne Johnsen ο νέος τύπος πίσω από το μικρόφωνο, δείχνοντας από τι υλικά είναι φτιαγμένος, αντικαθιστώντας τον επί δέκα ετών προκάτοχό του Yngve Norvin Christiansen, εύκολα. Ικανός τόσο για μοντέρνες τσιρίδες, όσο και για υπέροχα βαθιά φωνητικά που ταιριάζουν σε τέτοιο ύφος σαν το κιμά στα μακαρόνια! Το “Ode to the obscene” παρουσιάζει μια έξυπνη αν μη τι άλλο μελωδικότητα, μέσα στη ταχύτητα του, με μια ύπουλη μελωδική γραμμή και ένα μπάσο που κάνει συχνά την εμφάνιση του μέσα στη μίξη. Από την άλλη, το “Seeking to pierce” με τις ωραίες αρμονικές στο εισαγωγικό riff να δίνουν το στίγμα ενός κομματιού που διπλώνει το σβέρκο πότε με τα γκάζια του πότε με τη γκρούβα του!
Στο “Tempest sculptor” αλλά και στο “Blade eulogy”, έχουμε απόδειξη της τίγκα CARCASS-ικής riff-ολογίας, που πότε γκαζώνει, πότε πάει σε mid-tempo μοτίβα, πότε γκρουβάρει χωρίς έλεος. Σπουδαίο ατού για μια ακραία μπάντα ειδικά, οι δυναμικές εντός του κομματιού. Ενός κομματιού που μας ανταμείβει με πολύ ωραία solos. Η επόμενη δυάδα, του “Every silent plea” και του ομωνύμου, χαρακτηρίζονται από μια τρομερά έντονη MORBID ANGEL αύρα, αλλά και έξυπνα, πιασάρικα riffs. To μοντέρνο mid-tempo riff του “Split tongue sermon” προσθέτει κάτι το διαφορετικό στο μείγμα του δίσκου, οδηγώντας με ένα διαφορετικό τρόπο το κομμάτι προτού τα blastbeats βγουν στο προσκήνιο εκ νέου. Τίτλους τέλους ρίχνει το “Fleshrend”, το μεγαλύτερο κομμάτι του δίσκου.
Οριακά κάτω από 7 λεπτά, ανταμείβει έτι περαιτέρω τον ακροατή που έφτασε μέχρι το τέλος, αναπτύσσεται μεγαλοπρεπώς, με τρόπο που οπωσδήποτε θα έκανε περήφανους τους MORBID ANGEL, ενώ το μπάσο ακούγεται δυνατά και καθαρά σε πόσα μέρη. Ξεκάθαρα το πιο ποικιλόμορφο και περιπετειώδες ούτως ειπείν κομμάτι του δίσκου, με ένα ξεδίπλωμα σύνθεσης, που μου θυμίζει και DEATH της μετά-“Human” εποχής, κυρίως με τις όμορφες φράσεις που παίζει το μπάσο στη μέση αλλά και το riffing στο τελευταίο 2λεπτο-3λεπτο. Τρομερό κομμάτι πραγματικά, ιδανικό φινάλε σε έναν πραγματικά πολύ καλό death metal δίσκο. Κάπου εδώ να τονίσουμε, πόσο μεγάλο καλό κάνει που συμπυκνώθηκε η διάρκεια από τα 45 στα 42 λεπτά, μειώνοντας το περιθώριο λάθους.
Εν κατακλείδι: 25 χρόνια δισκογραφίας, 11 full-length άλμπουμ και οι BLOOD RED THRONE, δε μασάνε από τίποτα. Παραμένουν πιστοί στρατιώτες του death metal, όσα χρόνια κι αν περάσουν, όσες δισκογραφικές κι αν αλλάξουν. Έχουν τη τεχνογνωσία, έχουν την εμπειρία, έχουν το μεράκι και το κάνουν, χωρίς τυμπανοκρουσίες και μεγάλα λόγια. Και αυτό είναι που εν τέλει, λειτουργεί υπέρ τους όλα αυτά τα χρόνια. To “Nonagon”, αποτελεί την απτή, ξεκάθαρη απόδειξη αυτού. Άξιοι!
8 / 10
Γιάννης Σαββίδης