Σκαλίζοντας ανάμεσα στον ορυμαγδό των λέξεων και των εκφράσεων που είναι ικανές να περιγράψουν ή έστω να προσεγγίσουν τη μουσική κληρονομιά που με περίσσια αποθέματα υπομονής και μεθοδικότητας έχουν χτίσει οι EARTH για παραπάνω από δυόμιση δεκαετίες, φρονώ ότι η πιο ταιριαστή απo όλες, είναι εκείνη της διαρκούς αμφισβήτησης. Όχι φυσικά με την αρνητική έννοια και χροιά που συνήθως την συνοδεύει, όσο, κυρίως, με την αντίστοιχη της μη επανάπαυσης και της εξεύρεσης ενός διαφορετικού σκοπού, στο δρόμο προς την μουσική ολοκλήρωση. Ίσως για αυτόν ακριβώς το λόγο, όχι μόνο ουδέποτε ανέπτυξαν φλερτ με τη μετριότητα, αλλά δημιούργησαν αντιθέτως ένα cult status που ουκ ολίγα ονόματα της συνομοταξίας τους μάταια φιλοδοξούν να φτάσουν και να αντιγράψουν.
Η προσήλωση στον μονολιθικό μινιμαλισμό παραμένει το κυρίαρχο στοιχείο και στο “Full upon her burning lips”. Μόνο που στη συγκεκριμένη περίπτωση, αφήνει ξεκάθαρα πίσω της τον διαλογιστικό χαρακτήρα και τη βαρύτητα του υπερεθιστικού “Primitive and deadly” και επαναποκτά αμιγώς ψυχεδελικές διακλαδώσεις. Η άτυπη, πλην όμως ουσιαστική, επιστροφή στις ρίζες των EARTH, επισφραγίζεται αναπόφευκτα και από ορισμένες επιμέρους μεταβολές. Η κολλεκτίβα των cellos, του πιάνου και των φωνητικών, που έδωσε βροντερό παρών στο “Primitive and deadly”, έχει αντικατασταθεί πλέον από έναν ξερό, απογυμνωμένο από μαξιμαλιστικά εφέ ήχο, όπου τα riffs του Dylan Carlson διατηρούν μεν τη μεγαλοπρέπεια τους, αλλά ο αργόσυρτος, ναρκωτικός τόνος επιβάλλεται σχεδόν ολοκληρωτικά μέσα από τα drums της Adrienne Davies. Συν τοις άλλοις, είναι από τις σπάνιες φορές όπου το αμερικανικό συγκρότημα μπήκε στο στούντιο δίχως κάποιο συγκεκριμένο θεματολογικό υπόβαθρο κατά νου, με συνέπεια ο ρυθμός και η διακύμανση του άλμπουμ να καθοδηγούνται αποκλειστικά από το δημιουργικό ένστικτο και την υποσυνείδητη ανάγκη για την αποκρυπτογράφηση όλων των μέχρι πρότινος δυσπρόσιτων ηχητικών τοπίων.
Κάπως έτσι, καθένα από τα δέκα κομμάτια του δίσκου μοιάζει να αναπλάθει συνεχώς έναν μουσικό καμβά, τα ηχοχρώματα του οποίου άλλοτε συγκλίνουν προς έναν σκοτεινό ερωτισμό και άλλοτε έχουν ως κατάληξη μία ιμπρεσιονιστική ευφορία. Το ποιο από όλα τα (συν)αισθήματα θα επιτρέψεις να εισχωρήσει βαθύτερα στις φλέβες σου, σαφώς και είναι θέμα ψυχοσύνθεσης. Ουδεμία αντίρρηση. Στην τελική όμως, πως διάολο γίνεται να προβάλλεις σθεναρή αντίσταση στις σαγηνευτικές drone blues νότες του “Datura’s crimson veils”; Πώς να μην αποκτήσεις εθισμό με το υπνωτικό μομέντουμ που καταφέρνει να επιβάλλει με ενάργεια και ακρίβεια η Davies στα “Cats on the briar” και “An unnatural carousel”; Πώς να μην ψάξεις μέρος να κρυφτείς από τις σκιές που θεριεύουν μέσα από το στοιχειωτικό “She rides an air of malevolence”; Γίνεται να μην μαγευτείς από την μελαγχολική ambient/post-rock χρυσόσκονη που καλύπτει τα “Descending belladonna” και “The Mandrake’s hymn”; Ή, τέλος πάντων, πώς να μην χαμογελάσεις σαρδόνια με την SABBATH-ίλα που λικνίζεται μοχθηρά και ξεδιάντροπα πάνω από τις χορδές της κιθάρας του Carlson στο “The colour of poison”;
Η κοσμογονική μαγεία της μουσικής του “Full upon her burning lips” φωλιάζει και συγχρόνως απλώνεται παντού. Από τα χείλη που καίγονται αποζητώντας το μεταμεσονύχτιο ερωτοτρόπημα, τις φεγγαροστόλιστες μπουάτ όπου το whiskey χορεύει ταγκό με την υψηλή τέχνη, μέχρι τις συμπαντικές σιωπές που συμπιέζονται και πυρακτώνονται από τις συνεχείς ταλαντώσεις του Άπειρου. Η λέσχη των αθεράπευτα μη ρομαντικών μόλις απέκτησε το νέο της soundtrack. Της μιας βραδιάς, της μιας χρονιάς ή και μιας ολόκληρης ζωής. Εξάλλου, κάθε φορά που ο Dylan Carlson πιάνει την κιθάρα του, ο χρόνος μοιάζει να χάνει εντελώς τη σημασία του.
8/10
Πάνος Δρόλιας