Επειδή ο Neal Morse δεν είναι ένας οποιοσδήποτε καλλιτέχνης και επειδή του τρέφω μία αδυναμία, μία εισαγωγή είναι απαραίτητη προτού μιλήσω για το νέο του σόλο δίσκο, “Sola gratia”. Κάποιοι μπορεί να τον μάθατε στις χρυσές μέρες των SPOCKS BEARD ή με τις πρώιμες σόλο κυκλοφορίες του, ενώ αρκετοί, καλή ώρα εγώ, μπορεί να τον μάθατε μέσω του Mike Portnoy και των δεκάδων συνεργασιών τους.
Μιλάμε για έναν από τους πιο δημιουργικούς μουσικούς στο χώρο του prog rock, που κλείνει φέτος τα 60 χρόνια και παραμένει εξίσου πολυάσχολος όσο ποτέ. Ο Morse δεν σταματά να γράφει μουσική, έχει κυκλοφορήσει τόσους πολλούς δίσκους που βαριέμαι να τους μετράω και δεν δείχνει σημάδια κόπωσης. Είναι αειθαλής μουσικός, όσο και ένας πραγματικός φίλος της μουσικής. Δείτε τον για παράδειγμα στο πρόσφατο podcast του The Prog Report να μιλάει για σχεδόν δύο ώρες για τους BEATLES σαν έφηβη που μόλις είδε μπροστά της τον John Lennon. Δεν παύει να βρίσκει έμπνευση, όχι μόνο από τις μουσικές αποσκευές του, αλλά και από την πίστη του, μιας και μιλάμε για έναν born again Χριστιανό, που ζει για να υμνεί το μεγαλείο του Θεού. Η αγάπη του για τη μουσική και δη για το 60s και 70s prog rock, καθιστούν σχεδόν κάθε δίσκο του μία εγκυκλοπαίδεια του prog rock. Ο Morse ωστόσο, έχει καταφέρει να χτίσει έναν ήχο και μία τεχνοτροπία εντελώς δική του και με τον Mike Portnoy πάντοτε πλάι του, παράγει ποιοτική μουσική, ακόμα και αν τείνει να επαναλαμβάνεται.
Εν έτει 2020, για χιλιοστή φορά, έχει γράψει έναν δίσκο με θέμα την ιστορία και τη μετάδοση του Χριστιανισμού στον οποίο βρίσκουμε όλους τους κλισέ Morse-ισμούς, χωρίς πολλές εκπλήξεις. Ναι, το άλλο θέμα με τον καλλιτέχνη αυτόν, είναι πως είναι πολύ συντηρητικός και παρόλη την τεράστια μουσική του παιδεία, γράφει πάντοτε τον ίδιο δίσκο με κάποιες διακυμάνσεις. Μας έχει μάθει σε έναν συγκεκριμένο τρόπο ερμηνείας αυτού που λέμε προοδευτικό rock, που είναι μεν μουσικά περιπετειώδης, αλλά και πολύ συντηρητικός. Ο Neal Morse είναι γίγαντας του prog rock, αλλά όχι τόσο για όσους κοιτάνε προς πειραματικά μονοπάτια, μιας και δεν πειραματίζεται ιδιαίτερα. Επομένως, είναι περίπτωση love or hate. Ή θα γουστάρεις που κάθε φορά παίζει αυτό το πατροπαράδοτο prog rock, πράγμα που κάνει καλύτερα από την πλειονότητα ή θα βλαστημήσεις και θα κοιτάξεις σε πιο σύγχρονες μπάντες που έχουν μια πιο πλούσια παλέτα. Προσωπικά, δεν με ενοχλεί η επανάληψη και η απουσία εκπλήξεων στην περίπτωση του Morse και αυτό διότι αυτό που ξέρει και κάνει, το κάνει πάρα μα πάρα πολύ καλά. Ο άνθρωπος είναι ένας εξαιρετικός τραγουδοποιός, με αστείρευτη έμπνευση και ιδέες, ακόμα και αν ακούγονται πλέον τόσο κλισέ. Κάποια κλισέ είναι ενίοτε ωραία. Αυτό νιώθω συμβαίνει και με τον ένατο σόλο δίσκο του Neal Morse.
Τι περιμένετε να σας πώ; Τα είπα ήδη. Prog rock, με βασικό σημείο αναφοράς τις συνθετικές καινοτομίες των BEATLES, το επικό και περιπετειώδες μουσικό σύμπαν των GENESIS, YES, THE WHO και φυσικά κατιτίς από την gospel μουσική που λατρεύει ο κύριος Morse, ως σωστός born again Χριστιανός. Ως είθισται, ο δίσκος βασίζεται σε ένα επικό concept, επομένως ανοίγει με μία σύντομη ακουστική εισαγωγή και ένα επικό overture, όπου ακούμε κάποια από τα βασικά θέματα που θα επαναληφθούν (και που ακούσαμε στο “Sola scriptura”, το οποίο ουσιαστικά είναι αυτό που διαδέχεται το “Sola gratia”). Το πρώτο μισό του δίσκου ηχεί σαν ένα σύγχρονο ξαδερφάκι του “Tommy”, σε ύφος rock opera, με διάσπαρτα ιντερλούδια, που φανερώνουν την αέναη αγάπη του Morse για τους GENESIS και YES. Όπως πάντα με τον Morse, δεν μπορείς να εκτιμήσεις ένα τραγούδι μόνο του, ακόμα και αν υπήρξαν μερικά singles. Ο δίσκος ακούγεται και απολαμβάνεται σαν μία ενότητα με αρχή, μέση και τέλος. Ο Mike Portnoy φυσικά και παίζει όπως τον μάθαμε και όπως τον έχει μάθει ο Morse. Μπορεί να μην έχει συμμετάσχει στη σύνθεση (και μάλιστα για πρώτη φορά έγραψε τα τύμπανα από απόσταση ελέω πανδημίας). αλλά το παίξιμό του είναι αυτό που ιστορικά τον καθιστά ίσως τον πιο σημαντικό drummer της γενιάς του. Το όλο πράγμα όμως χωλαίνει όταν η «θεία» έμπνευση του Morse αγγίζει το μελό και η εμμονή του με το gospel και τις απαλές μπαλάντες προκαλούν αμηχανία. Αναφέρομαι κυρίως στα δύο κομμάτια που κλείνουν το δίσκο, που είναι υπερβολικά γλυκανάλατα, σε σημείο που θες να βάλεις λίγο LEPROUS για να έρθεις στα ίσα σου. Αυτό το κλισέ του Neal Morse ειδικά, δεν το μπορώ καθόλου.
Και εδώ είναι που θέλω να καταλήξω: αν ψάχνετε για έναν ακόμη κλασσικό Neal Morse δίσκο, με όλους τους γνωστούς Morse-ισμούς, και αγαπάτε τους GENESIS και BEATLES, τότε το “Sola gratia” είναι για εσάς. Αν όμως ψάχνετε για prog rock/metal με πραγματικά προοδευτικό ήχο και καλλιτέχνες που βλέπουν μόνο μπροστά, τότε θα σας συνιστούσα να κοιτάξετε προς τους νεότερους εκπροσώπους του είδους.
7.5/10
Φίλιππος Φίλης