Πως μπορεί κάποιος που έχει ήδη τρεις δίσκους στο ενεργητικό του, να αλλάξει όνομα και να ξεκινήσει πάλι από την αρχή; Η αλλαγή αυτή του ονόματος, θα αποπροσανατολίσει τον ακροατή και ήδη φίλο του; Πως γίνεται, αν γίνεται, κάποιος να κοιτά σταθερά πίσω του, αλλά να ακολουθεί τις εξελίξεις και να παραμένει σύγχρονος; Μια μεγάλη εταιρεία, κατά πόσο είναι ικανή να αλλοιώσει τον «χαρακτήρα» ενός καλλιτέχνη και να τον παρασύρει στα δικά της «νερά»; Και αν είναι ικανή για κάτι τέτοιο, το κάνει, ή σέβεται τον δημιουργό; Οι Σουηδοί NEKROMANT, πρώην SERPENT, παραπάνω από γνωστοί στους επαΐοντες του χώρου του hard rock και του heavy metal στην παραδοσιακή τους μορφή, έχουν όλες τις απαντήσεις. Έξι κυκλοφορίες ως τώρα με τα δύο ονόματα, μετακινήσεις από την Transubstans Records στην Ripple Music και από κει στην Despotz κι όμως, όχι μόνο παρέμειναν για τα καλά στο «κάδρο» των σχημάτων των οποίων την πορεία οφείλουμε να προσέχουμε και να παρατηρούμε από κοντά, αλλά διαρκώς ανεβάζουν τον πήχη ολοένα και ψηλότερα.
Νέες περιπέτειες λοιπόν για τον κιθαρίστα Adam Lundqvist, τον μπασίστα – τραγουδιστή Mattias Ottosson και τον drummer Joakim Olsson, στον «Ναό του Haal». Ψάχνω να βρω τι μπορεί να σημαίνει ο τίτλος και πώς να συνδέεται με το περιεχόμενο του δίσκου, αλλά ευτυχώς η ίδια η μπάντα δε με αφήνει στα σκοτάδια και μου λύνει κάθε απορία. Διά των ιδίων λοιπόν: «Ένα μεγάλο μέρος αυτού του άλμπουμ είναι αφιερωμένο στη γενέτειρά μας, το Vargön. Η μικρή μας πόλη ορίζεται από τη θέση της ανάμεσα στα δίδυμα βουνά Halleberg και Hunneberg και συνδέεται επίσης με τη λίμνη Vänern, την τρίτη μεγαλύτερη λίμνη της Ευρώπης. Η ονομασία “Haal” χρονολογείται από το 1325 μ.Χ και αποτελεί σταθερή απόδειξη ότι οι άνθρωποι ζουν στη σκιά των βουνών αυτών εδώ και πολύ καιρό. Αυτοί οι φυσικοί «γίγαντες» αποτελούσαν ανέκαθεν αντικείμενο τοπικών μύθων και ιστοριών, οι οποίες προσέφεραν τεράστια έμπνευση όσον αφορά τους στίχους αυτού του άλμπουμ. Ακόμη, με αυτόν τον τρόπο εκφράζουμε την επιθυμία μας να απορρίψει ο κόσμος την έννοια της ζωής μέσω των social media και να επανασυνδεθεί με πράγματα που έχουν ουσιαστική σημασία» Οπότε καμία σχέση με το αραβικό Haal ή ḥāl, δηλαδή ένα στάδιο πνευματικής κατάστασης από το οποίο διέρχεται ένας ασκητής Σούφι. Είπα κι εγώ… θα έγραφαν οι απόγονοι των Vikings για μουσουλμανικό πνευματισμό;
Μάθαμε για ΤΙ τραγουδούν, πάμε να μάθουμε ΠΩΣ το τραγουδούν. Στους δύο πρώτους δίσκους τους, οι NEKROMANT είχαν αρκετά hard rock στοιχεία, τα οποία έφερναν σε πλήρη αρμονία με τα αντίστοιχα μεταλλικά. Σε τούτον εδώ όμως, η στροφή προς το heavy metal είναι ολοκληρωτική. Το “Temple of Haal” είναι ένα θεοσκότεινο heavy metal album, heavy/doom θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε με περισσή ευκολία, μέσα από το οποίο ξεχωρίζει κυρίως η καλπάζουσα φαντασία του κιθαρίστα Adam Lundqvist, ο οποίος αναδεικνύεται σε έναν μικρό guitar hero. Όχι επειδή κάνει επίδειξη των ικανοτήτων του, αλλά επειδή αυτά που παίζει είναι πέραν από ευφάνταστα, άρτια τοποθετημένα στις εκάστοτε συνθέσεις. Virtuosité εναντίον ουσίας, σημειώσατε Χ. Ο Mattias Ottosson προσθέτει λυρισμό στη φωνή του και μαζί με τον Joakim Olsson ακολουθούν το τρίπτυχο «ευθύτητα-αμεσότητα-δύναμη», μια λογική πολύ κοντά σε αυτή των GRAND MAGUS. Κράτησε αυτό το όνομα, δεν το ανέφερα τυχαία. Οι ομοιότητες είναι αρκετές. Όπως επίσης μπορείς στο puzzle των επιρροών να προσθέσεις τους, σε τέτοιες περιπτώσεις, πανταχού παρόντες BLACK SABBATH και γιατί όχι τον Quorthon.
Φαίνεται πως η γεωγραφία της περιοχής και η φολκλορική της παράδοση, αποδείχτηκαν τρανό «καύσιμο» για τη «μηχανή» των NEKROMANT και συνέβαλαν τα μάλα στη σύνθεση αυτού του μικρού έπους. Δεν υπάρχει κάποιο κομμάτι που να υστερεί, ούτε κάποιο που να ξεχωρίζει. Μόνο με το πιστόλι στον κρόταφο, θα επέλεγα ως highlight του δίσκου όχι κάποιο τραγούδι, καθώς αυτό δε γίνεται, αλλά έστω τις κιθαριστικές ελεγείες των “Sileni”, “Nekrolith” και του ηρωικού “Häckle Klint”. Όσο για σένα, αν θες να ακούσεις μια μπάντα που προχωράει μπροστά χωρίς ποτέ να χάνει τη σύνδεση με τις μουσικές της ρίζες, αν θες έναν απροκάλυπτα old school heavy metal δίσκο, από κείνους που μας έμαθαν να αγαπάμε αυτή τη μουσική, με πελώριες κιθάρες, βροντώδη τύμπανα και επικό, σκοτεινό συναίσθημα, επισκέψου τον Ναό του Haal και να είσαι σίγουρος πως θα μείνεις για πολύ καιρό εκεί.
“I see this place, top of the mountain side
Dreaming away to the gods of old
I will defend by the sword, the spear, the flame, the fire”.
Τρεις στίχοι, που αντικαθιστούν όλα όσα έγραψα ως τώρα. Τρεις στίχοι, μια φιλοσοφία. Νομίζω έφτασε η στιγμή της καταξίωσης.
8,5 / 10
Δημήτρης Τσέλλος