Αν μη τι άλλο, αυτή τη φορά μου πήρε αισθητά λιγότερο χρόνο να γράψω για τέσσερα prog σχήματα που άκουσα και μου έκαναν θετική εντύπωση! Στην έκτη εκδοχή του Prog 2 Prog, μιλάμε για τους εξαιρετικούς PORT NOIR και το “Cuts”, ένα άλμπουμ που συστήνεται ανεπιφύλακτα στους φίλους των LEPROUS, τους Φινλανδούς ODDLAND, που παίζουν ένα μείγμα djent, με TOOL και Devin Townsend, τους CAVEAT από τον Καναδά, με γυναικεία και αντρικά φωνητικά και το πάρα πολύ ενδιαφέρον τους αποτέλεσμα και τέλος, τους Νορβηγο-Σουηδούς INFIDUS, και το πιο μοντέρνο rock/metal τους με κάποια προοδευτικά στοιχεία.
ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ: PORT NOIR
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Cuts”
ΕΤΑΙΡΙΑ: Despotz Records
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: κυκλοφορεί
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Love Andersson – φωνητικά, μπάσο
AW Wiberg – ντραμς
Andreas Hollstrand – κιθάρα (session)
Facebook
Instagram
Spotify
Bandcamp
Οι PORT NOIR, είναι ένα alternative prog rock σχήμα από τη Σουηδία, που τους είχα πρωτακούσει το 2019 και στο τρίτο άλμπουμ τους, με τίτλο “The new routine”, που είχε βγει από την Inside Out. Τότε, είχα σκεφτεί ότι ίσως εξελιχθούν στο αντίπαλο δέος των LEPROUS, αφού είχαν πολλά κοινά στοιχεία στον ήχο τους. Όταν είδα, όμως, ότι έμειναν στην Inside Out για έναν μόνο δίσκο, προφανώς εμπορικά η απήχηση δεν ήταν αυτή που περίμενε η εταιρία και πήγαν στη Σουηδική Despotz Records (δισκογραφική έδρα και των «δικών μας», NIGHTRAGE). Τα δύο πρώτα τους άλμπουμ, πρέπει να πούμε εδώ, είχαν βγει από την Razzia Records, που είναι η εταιρία του Anders Friden, τραγουδιστή των IN FLAMES, εξ ου και η κοινή τους περιοδεία με τους συμπατριώτες τους, melodic death metallers.
Βάζοντας το “Cuts”, εντυπωσιάστηκα αρχικά, από το “Wild”, ένα τραγούδι, το οποίο ξαφνιάστηκα που δεν επελέγη για ένα από τα τρία πρώτα single/video clips… Τέλος πάντων… Στο τέταρτο άλμπουμ τους, οι PORT NOIR, νομίζω ότι το… τραβάνε αρκετά παραπάνω το θέμα με τον πειραματισμό. Δηλαδή πέρα από τους LEPROUS ή τους VOLA (για να είμαστε και λίγο παραπάνω up-to-date, αφού οι Δανοί, για τους οποίους έχουμε ξαναγράψει στη στήλη, είναι ραγδαία ανερχόμενο όνομα, με εξαιρετικούς δίσκους σε παρόμοιο ύφος), ακούω αρκετά, διαφορετικά πράγματα. Βασικά, λιγότερες κιθάρες και περισσότερα πλήκτρα σε σχέση με παλαιότερα. Επίσης ακούω σχήματα όπως οι ROYAL BLOOD ή οι BRING ME THE HORIZON. Ακούω τον Love Andersson στα φωνητικά να «ραπάρει», όχι με την “gangsta” έννοια, αλλά πιο πολύ με αυτή των RAGE AGAINST THE MACHINE. Ακούω και πολύ περισσότερες dark pop επιρροές, μαζί με τα ηλεκτρονικά στοιχεία.
Όλα αυτά, είναι βαλμένα σε σωστές ποσότητες και δεν με ενοχλεί το γεγονός ότι υπάρχουν λιγότερες κιθάρες. Άλλωστε, ιδιαίτερα αυτό το είδος μουσικής, δεν είναι διαγωνισμός σκληράδας ή ταχύτητας. Οι ιδέες τους παρουσιάζουν πάρα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και αν δεν είχα ακούσει το “The new routine”, θα το θεωρούσα ένα μικρό αριστούργημα. Όμως, συνολικά, νομίζω ότι εγώ λίγο το παράκαναν με τους πειραματισμούς, ιδιαίτερα σε τραγούδια όπως το “Monument” και χάνεται λίγο η συνοχή του άλμπουμ. Όπως και να έχει όμως, η έμπνευση είναι σε πολύ υψηλά επίπεδα και το “Cuts”, αποτελεί μία από τις πιο ενδιαφέρουσες prog προτάσεις εκεί έξω για τους πρώτους μήνες του 2022, δίχως αμφιβολία. (8 / 10)
ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ: ODDLAND
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Vermillion”
ΕΤΑΙΡΙΑ: UPRISING! Records
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: κυκλοφορεί
Sakari Ojanen – φωνητικά, κιθάρες
Joni Palmroth – μπάσο
Ville Viitanen – ντραμς
Jussi Poikonen – κιθάρες
Facebook
Official site
Instagram
Spotify
Πάμε λοιπόν στην περίπτωση των Φινλανδών ODDLAND, που το πρώτο πράγμα που μου έρχεται στο μυαλό, είναι η ατάκα του φίλου μου του Λευτέρη, μου έλεγε: «Συγκρότημα που βγάζει δίσκο με το ομώνυμο τραγούδι να είναι σε πέντε μέρη και να διαρκεί 27 λεπτά συνολικά, δεν μπορεί παρά να είναι καλό»!!! Εντάξει, δεν εννοώ ότι το “Vermillion” είναι κάποιο αριστούργημα, όμως αξίζει και τα 40+ λεπτά της ακρόασής του.
Οι ODDLAND, ξεκίνησαν με περγαμηνές και σχόλια τύπου «το καλύτερο prog άλμπουμ που έχει ηχογραφηθεί στη Φινλανδία», (τα οποία σχεδόν πάντα είναι άστοχα, αλλά ας όψεται). Το “The treachery of senses” βγήκε, λοιπόν, από τη Century Media. Πήρε καλές κριτικές, αλλά έχασαν το συμβόλαιό τους ή τουλάχιστον δεν ανανεώθηκε και πήγαν στην καρα-progressive αμερικάνικη εταιρία, Sensory, απ’ όπου έβγαλαν το “Origin”. Το τρίτο τους δισκάκι, το “Vermillion”, βγήκε πριν λίγες μέρες από την UPRISING! Records. «Εταιριακά», λοιπόν, η πορεία τους, είναι μάλλον καθοδική ή να το πω με μεγαλύτερη ακρίβεια, ασταθής.
Το “Vermillion”, αποτελείται, όπως υπονοήσαμε και στο ξεκίνημα, από το ομώνυμο τραγούδι σε πέντε μέρη, το τέταρτο εκ των οποίων, με τίτλο “Vermillion Pt.4: Feed the void” είναι αυτό που συμπυκνώνει και όλη την ουσία του, μαζί με το επόμενο μέρος το “Emancipator”. Μουσικά, έχουμε ένα μείγμα από TOOL, με djent και αρκετό Devin Townsend, με την ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΑ καλή παραγωγή που μπορεί να τονίσει τέτοιου είδους τραγούδια, ενώ υπάρχει και το “Pathway”, που είναι ένα δίλεπτο ακουστικό διάλειμμα στο ύφος των OPETH. Το “Vermillion”, είναι ένας δίσκος που σε γενικές γραμμές είναι μία πολύ καλή δουλειά, αλλά τα κάποια κενά που εμφανίζει ανά διαστήματα στην έμπνευση και τη ροή του, με εμποδίζουν από το να του δώσω το «μισάδι» και να στρογγυλέψω το βαθμό. Είναι προφανές ότι πρόκειται για ένα σχήμα με αρκετό ταλέντο, ακόμα όμως δεν είναι έτοιμοι να ανέβουν κατηγορία. (7,5 / 10)
ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ: CAVEAT
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Alchemy”
ΕΤΑΙΡΙΑ: Self-financed
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: κυκλοφορεί
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Amanda Marie Bourdon – φωνητικά, πλήκτρα
Greg Musgrave – κιθάρα, φωνητικά
Joe Sikorski – κιθάρες
Matt Petti – μπάσο
Casey Rogers – ντραμς
Facebook
Bandcamp
Spotify
Κάθε μήνα, ακούω εκ των πραγμάτων, κυριολεκτικά εκατοντάδες κυκλοφορίες, οι περισσότερες εκ των οποίων απορρίπτονται από τα πρώτα δευτερόλεπτα των ακροάσεων. Ο λόγος; Επειδή δεν μου προσφέρουν κάτι το συναρπαστικό ώστε να τις ακούσω μέχρι το τέλος. Όταν, από την άλλη, βλέπεις ότι έχεις να κάνεις μ’ ένα γκρουπ από τον Καναδά, επειδή οι περισσότεροι τύποι από εκεί είναι θεότρελοι, αλλά και τις περισσότερες φορές ενδιαφέροντες, πάντα του δίνεις μία ευκαιρία κι αυτό έκανα με τους CAVEAT από το Calgary, που είναι πιο γνωστή πόλη από τους χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες που κάποτε είχαν γίνει εκεί.
Το “Alchemy”, είναι το τέταρτο άλμπουμ τους και μέχρι τώρα δεν τους είχα ακούσει. Η μεγάλη στροφή στον ήχο τους, έγινε από τον προηγούμενο δίσκο τους, το “Consummation”, όπου είχαν πάρει την Amanda Marie Bourdon για τα πλήκτρα, αλλά τελικά την έβαλαν να τραγουδήσει και σε δύο κομμάτια. Σε τούτο εδώ το άλμπουμ, η Bourdon είναι η βασική τραγουδίστρια, η οποία πλαισιώνεται από τον κιθαρίστα Greg Musgrave, ο οποίος σε πολλά σημεία κάνει και brutal φωνητικά. Ξέρω τώρα, ακούτε μίξη γυναικείων και αντρικών φωνητικών και φαντάζεστε κάτι σαν τους EPICA, αλλά σίγουρα αυτό ΔΕΝ είναι οι CAVEAT.
Η μουσική τους είναι καθαρά progressive, αλλά και ταυτόχρονα καθόλου συμφωνική. Είναι εντυπωσιακός ο τρόπος που τις συνθέσεις τους, ουσιαστικά καθοδηγεί το εντυπωσιακό παίξιμο του μπάσου από τον Matt Petti, που είναι εκτυφλωτικός παίχτης, σε σημείο που με αυτή τη λογική, να μου θυμίζουν πολύ τους CYNIC, που είναι από τα λίγα σχήματα που το μπάσο έπαιζε τόσο πρωταγωνιστικό ρόλο. Επίσης, σίγουρα θυμίζουν τους OPETH στο στήσιμο των συνθέσεών τους, ενώ ο τρόπος που τοποθετούνται τα γυναικεία φωνητικά, δεν έχει καμία σχέση με την κλασική “beauty and the beast” πατέντα, αφού η Bourdon, μπορεί να μην έχει κάποια φωνή που να κλέβει την παράσταση, είναι όμως πολύ δυναμική κι εκφραστική, με τον Musgrave να έχει άλλοτε brutal φωνητικά κι άλλοτε φωνητικά που θυμίζουν από Marco Hietala μέχρι Stu Block (χωρίς τις τσιρίδες).
Από ποικιλία ήχου, πάμε καλά, επίσης, αφού έχουμε το “Until dawn”, που θα μπορούσε να βρίσκεται στο “Addicted” του Devin Townsend, ενώ από την άλλη, στο “Black mirror”, τα γυναικεία φωνητικά στην αρχή μπορώ να πω ότι μου έφεραν στο μυαλό την Elin Larsson των BLUES PILLS. Βρήκα πολύ ενδιαφέρον το “Alchemy” και νομίζω ότι το συγκρότημα βρίσκεται στον σωστό δρόμο με αυτό το άλμπουμ. Το μόνο που πρέπει να δουλευτεί είναι να έχουν μεγαλύτερη συνοχή οι συνθέσεις ώστε το τελικό αποτέλεσμα να είναι πιο «σφριγηλό» κι όχι τόσο «ξεχειλωμένο», όσο ακούγεται τώρα. Αν οι CAVEAT πάρουν έναν έμπειρο παραγωγό, που να τους βοηθήσει λίγο συμβουλευτικά, στο επόμενο άλμπουμ τους, μπορούν να κάνουν ένα πάρα πολύ αξιόλογο ξεπέταγμα. Πάντως, όπως και να έχει, προτείνω να τους ακούσετε, διότι έχουν ξεχωριστό ήχο και αυτό στις μέρες μας σπανίζει… (7,5 / 10)
ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ: INFIDUS
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Endless greed”
ΕΤΑΙΡΙΑ: Crime Records
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 22/4
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Trond Lund – ντραμς
Øyvind Østensen – μπάσο
Mikael Willy Wilhelmsson – φωνητικά
Øyvind Hetland – κιθάρα, φωνητικά
Kenneth Andresen – κιθάρα, φωνητικά
Facebook
Bandcamp
Spotify
Τούτο εδώ το σχήμα, δεν είναι αυτό που θα ονομάζαμε progressive, με την στενή έννοια του όρου, αφού πιο πολύ θα έλεγα ότι τους τοποθετώ δίπλα στους GODSMACK. Ας τα πιάσουμε όμως από την αρχή, τα πράγματα. Οι INFIDUS, όπως μπορείτε να καταλάβετε και από τα ονόματα των μελών τους, κατάγονται από τη Νορβηγία αλλά και από τη Σουηδία. Τη μίξη και το mastering του ντεμπούτου τους, του “Endless greed” που παρουσιάζουμε εδώ, έχει αναλάβει ο Fredrik Nordstrom (IN FLAMES, DARK TRANQUILLITY, AT THE GATES κτλ), αλλά ο ήχος των INFIDUS, πολύ απέχει από το Σουηδικό, μελωδικό ντεθμέταλλο.
Ο ήχος τους είναι πολύ αμερικάνικος, συμπαγής, με αρκετά στοιχεία μοντέρνου rock αλλά και prog metal, ως επί το πλείστον από τους TOOL, τα οποία ενσωματώνουν με έξυπνο τρόπο στη μουσική τους (εξ ου και λαμβάνω αφορμή να τους παρουσιάσω στη στήλη αυτή). Στα συν τους, πρέπει να συγκαταλεγεί οπωσδήποτε, η χρήση των διπλών φωνητικών με τον τρόπο που το κάνουν οι ALICE IN CHAINS και ακούγεται μαγικό. Όλα ακούγονται καλά, μόνο που έχω μία πολύ συγκεκριμένη και παγιωμένη άποψη. Για να παίξεις αυτό το στυλ, πρέπει να έχεις και τεράστια ρεφρέν, κάτι που σίγουρα δεν έχουν οι Νορβηγο-Σουηδοί. Ιδιαίτερα η επιλογή του “The tragedy” για leading single, ήταν μάλλον ακατανόητη, αφού –για εμένα- έχει το λιγότερο ενδιαφέρον ρεφρέν του άλμπουμ. Αντίθετα, το “The locomotive”, ήταν μία σαφώς πιο ορθολογική επιλογή για δεύτερο single.
Το γεγονός ότι το “Endless greed”, έχει πολύ καλή παραγωγή, όμως, το κάνει ωραίο στο άκουσμα και νομίζω πως αποκτώντας εμπειρίες και παίζοντας live, θα μπορέσουν πιθανώς να μας δώσουν το κάτι παραπάνω στην επόμενη προσπάθειά τους. Εξαντλώ την αυστηρότητά μου με το βαθμό. Ίσως να μπορούσε να μπει και μισό παραπάνω… (7 /10)
Σάκης Φράγκος