SUFFOCATION – Death metal specialists

0
151

13 χρόνια μετά την πρώτη τους και μοναδική μέχρι στιγμής επίσκεψη στη χώρα μας, οι θρυλικοί SUFFOCATION επισκέπτονται ξανά την Ελλάδα, ως μέρος ενός πολύ πλούσιου κάφρικου πακέτου. Στο πλάϊ τους οι τίμιοι και υπερπαραγωγικοί BELPHEGOR από την Αυστρία και HATE από την Πολωνία. Οι SUFFOCATION υπήρξαν στην ουσία οι θεμελιωτές αυτού που μετέπειτα ονομάστηκε brutal death metal, ενώ φύτεψαν και τους σπόρους για να γίνει ο ακραίος ήχος πολύ πιο τεχνικός. Τα καμάρια του Long Island της Νέας Υόρκης μπορούν να περηφανεύονται ότι υπήρξαν μία από τις πλέον επιδραστικές μπάντες της μεταλλικής ιστορίας, καθώς από αυτούς προέκυψαν υποκατηγορίες όπως το slam και το deathcore, μπασταρδεύοντας το κλασικό death metal με άλλα πιο νεωτεριστικά στοιχεία και με αρχική και κύρια επιρροή όλων αυτών των συγκροτημάτων τους Νεοϋορκέζους. Η πορεία των SUFFOCATION χωρίζεται ξεκάθαρα πριν και μετά τη διάλυσή τους το 1998, όπου η πρώτη τους δεκαετία (μια και σχηματίστηκαν το σωτήριον έτος 1988) είναι αυτή της δόξας, των μεγαλείων και της καθολικής τους αναγνώρισης, ενώ μετά το 2002 που επανασυνδέθηκαν υπήρξαν μεν πιο παραγωγικοί, ωστόσο με την ποιότητα των κυκλοφοριών τους σε καμία περίπτωση να μη μπορεί να αγγίξει τα παλιά άλμπουμ και μάλιστα σε συγκεκριμένες στιγμές να γεμίζουν προβληματισμό τους πολύ φανατικούς οπαδούς τους, με έλλειψη έμπνευσης, βεβιασμένα άλμπουμ που δεν τιμούσαν το όνομα τους και πολλά φύγε εσύ-έλα εσύ που αποδείχτηκαν καταστροφικά για τη συνοχή τους σαν συγκρότημα. Σαν Rock Hard δε θα μπορούσαμε να μην κάνουμε μία αναφορά στα έργα και ημέρες τους, καθώς όπως και να ’χει, υπήρξαν βασικός λόγος που αρκετοί άνθρωποι ασχολήθηκαν με το μεταλλικό ήχο και δη τον πολύ ακραίο, ενώ παρά τα σκαμπανεβάσματα στις τάξεις τους και την διαφορά ποιότητας του καταλόγου τους, έχουν διατηρήσει ακόμα και σήμερα ένα άκρως σεβαστό όνομα στις τάξεις των οπαδών, ακόμα και όσων δεν ακούνε τη μουσική τους. Ας δούμε πως και γιατί υπήρξε η άνοδος, η πτώση, τα ερωτηματικά και τι μπορούμε να περιμένουμε από την εμφάνιση τους.

“Human waste” (1991, Relapse Records)
Ιστορική κυκλοφορία καθώς είναι η πρώτη που βγήκε ποτέ από την Relapse Records (στην Ευρώπη κυκλοφόρησε από τη Nuclear Blast). Με το καλημέρα οι SUFFOCATION δείχνουν ότι ήρθαν για να μείνουν και με όπλο τα 6 καταστροφικά κομμάτια διάρκειας μόλις 23’, παραδίδουν ως πρώτο δείγμα τους αυτό το φοβερό ΕΡ το οποίο έδειχνε τη λύσσα τους και το ξεχωριστό τους στυλ. Σε αντίθεση με τις περισσότερες μπάντες του death metal, οι SUFFOCATION δεν είχαν καθόλου thrash μέσα στον ήχο τους, παρότι δήλωναν ότι οι πρώιμοι SEPULTURA ήταν στις βασικές τους επιρροές και αγαπημένες μπάντες. Το λαρύγγι του Frank Mullen από τότε έμεινε ως ένα από τα πλέον κλασικά του είδους, με το πηχτό και υπόκωφο στυλ του, το δίδυμο των Doug Ceritto/Terrance Hobbs στις κιθάρες κεντάει νοσηρά υπερτεχνικά και επιθετικά ριφφ, ενώ η ρυθμική βάση με τους Josh Barohn (μπάσο) και Mike Smith (τύμπανα) παίζει τα άπαιχτα, δείχνοντας ότι κάτι μεγάλο γεννιόταν και ο κόσμος δεν ήταν και πολύ προετοιμασμένος για τον ερχομό του. Η εισαγωγή του ομότιτλου κομματιού είναι παρμένη από την ταινία “Hellbound:Hellraiser 2”, ενώ το “Catatonia” είναι το πρώτο κομμάτι που έγραψαν ποτέ. Ένα βίντεο γυρίστηκε για το “Synthetically revived”, ενώ τα “Infecting the crypts”, “Mass obliteration” και “Jesus wept” θα τα συναντούσαμε ξανά την ίδια χρονιά εκτελεσμένα διαφορετικά (και άκρως ανώτερα αν αυτό ήταν δυνατόν). Ιδανική αρχή η οποία στη συνέχεια έφτασε απίστευτα επίπεδα πώρωσης.


“Effigy of the forgotten” (1991, R/C Records)
ΚΤΗΝΩΔΙΑ: Ο ΟΡΙΣΜΟΣ. Αυτός θα ήταν ένας ιδανικός τίτλος αν το “Effigy of the forgotten” γινόταν αντικείμενο μελέτης. Ας είμαστε ειλικρινείς, δεν παίζει να υπήρχε ψυχή που να περίμενε αυτή την ηχητική σφαγή τότε, μόλις 5 μήνες μετά την κυκλοφορία του πρώτου ΕΡ. Λες και τους φύτεψαν στεροειδή και τους γύρισε ο εγκέφαλος ανάποδα, οι δολοφονικοί SUFFOCATION του “Human waste” γίνονται ηγεμόνες μίας τάσης που ήταν έτοιμη να εκραγεί αλλά δεν το ήξερε ακόμα. Κανείς δεν είχε παίξει ΤΟΣΟ ακραία τότε και κανείς δε θα μπορούσε να φανταστεί ότι θα δημιουργούταν μία σχολή καφρίλας που σαν λαίλαπα κατέκλυσε τα πάντα στην πορεία. Το μπάσιμο του “Liege of inveracity” έδειχνε το δρόμο, ο όγκος αυξημένος κατά πολύ, ο Frank Mullen τελείως απόκοσμος στην ερμηνεία του, τα τεχνικά σημεία ήταν τεχνικότερα, η ακρότητα έπιασε κόκκινο και ο παγκόσμιος μεταλλικός τύπος σάστισε στην επιρροή του ολοκληρωμένου τους ντεμπούτου. Κυκλοφορώντας στην απόλυτη χρονιά του είδους, το τιμημένο 1991, το “Effigy of the forgotten” έχει κερδίσει επάξια όχι μόνο τον τίτλο ενός από τα καλύτερα ακραία ντεμπούτα, αλλά κι ενός από τα πληρέστερα μεταλλικά άλμπουμ πέρα από κάθε ταμπέλες. Μέσα σε 37’, οι Νεοϋορκέζοι είχαν αλλάξει για πάντα τον ακραίο ήχο και πολλοί μιμητές έσπευσαν από τότε να προσπαθήσουν –μάταια- να δημιουργήσουν κάτι ανάλογο. Το εξώφυλλο του δίσκου χαρακτηρίστηκε ως αγαπημένο του χαρισματικού δημιουργού του, Dan Seagrave, που τόσα αριστουργήματα κόσμησε με την απαράμιλλη τέχνη του. Τα κομμάτια του “Human waste” που επανηχογραφήθηκαν ακούγονται 10 φορές πιο τσιτωμένα και ο δίσκος έγινε ο εφιάλτης όσων προσπαθούσαν να εναντιωθούν στην ευρύτερη έννοια του metal. Το μαγικό χέρι του Scott Burns στην κονσόλα του παραγωγού έκανε πάλι το θαύμα του. Πόνος και τιμωρία, απάνθρωπο, αγέραστο, ασύγκριτο.


“Breeding the spawn” (1993, Roadrunner Records)
Aπό το ζενίθ στο σχεδόν ναδίρ, οι SUFFOCATION αρχικά είδαν τον Josh Barohn να φεύγει και τη θέση του στο μπάσο να παίρνει ο Chris Richards. Η κυκλοφορία του δεύτερου δίσκου τους “Breeding the spawn”, μπορεί να χαρακτηριστεί ως και ιστορικό λάθος, καθώς η Roadrunner τους γείωσε οικονομικά και δεν τους επέτρεψε να ηχογραφήσουν στα Morrisound με τον Scott Burns. O Paul Bagin ήταν ο παραγωγός στα Noise Lab Studio, με τον δίσκο να χάνει από τα αποδυτήρια τη σύγκριση με τον προκάτοχο του, καθώς η αισχρή (δε γίνεται πιο ευγενικός όρος) παραγωγή του χαντάκωσε το δίσκο, ο οποίος το πήγαινε στο πιο τεχνικό μονοπάτι σε σχέση με το “Effigy of the forgotten” και οι συνθέσεις είναι τόσο υποδεέστερες εξ αρχής, που ο δίσκος ακούγεται λες και προσπαθεί ολομόναχος ο τιτάνας Frank Mullen να σώσει τα προσχήματα με την απόδοση του. Την ίδια μοίρα με τους SUFFOCATION είχαν την ίδια περίοδο και οι MALEVOLENT CREATION με το τρίτο τους άλμπουμ “Stillborn”, με τη διαφορά ότι εκείνο ήταν άκρως ανώτερο του “Breeding the spawn”. Το μοναδικό θετικό για τους SUFFOCATION ήταν ότι η Roadrunner σε αντίθεση με τους MALEVOLENT CREATION, τους κράτησε στο δυναμικό της και τους έδωσε τη δυνατότητα δύο χρόνια μετά να μπορέσουν να βγάλουν αυτό που πραγματικά μπορούσαν. Το “Breeding the spawn” είναι η κηλίδα της πρώτης τους εποχής και σίγουρα το λιγότερο καλό άλμπουμ που κυκλοφόρησε από μεγάλη death metal μπάντα της εποχής. Ήταν η τελευταία φορά που έπαιξε ο Mike Smith στη μπάντα πριν αυτή επανενωθεί.


“Pierced from within” (1995, Roadrunner Records)
Το κορυφαίο full-length στην ιστορία της μπάντας. Τελεία και κ@υλ@. Για πρώτη φορά οι SUFFOCATION έχουν στις τάξεις τους έναν αληθινό ντράμερ-δολοφόνο (sorry Mike) με τον Doug Bohn να μπαίνει στο στούντιο και να ανεβάζει όλη τη μπάντα πολλά επίπεδα ψηλότερα. Μιλάμε για ηγεμονικό drumming, με τον άνθρωπο να ορίζει καριέρες και να κατευθύνει συναδέλφους του στο να παίξουν ΔΥΝΑΤΑ, τεχνικά και με απίστευτη φαντασία όπως λίγες φορές αυτή έχει αποτυπωθεί πάνω σε δέρματα. Αυτή τη φορά η Roadrunner πλήρωσε τον Scott Burns και τα Morrisound Studio, αποκαθιστώντας την αδικία που έκανε στη μπάντα στο “Breeding the spawn”. Το αποτέλεσμα είναι και πάλι δολοφονικό με τον ήχο να έχει τον όγκο που είχε το “Effigy of the forgotten”, αλλά την τεχνική τους να έχει γίνει απερίγραπτη και τα κομμάτια τους να είναι ότι απαιτητικότερο αποτυπώθηκε ποτέ σε δίσκο τους. Δίσκος ο οποίος ήταν και ο μεγαλύτερός τους σε διάρκεια μέχρι σήμερα με 45’ και κάτι, ενώ έχουμε επανηχογράφηση του “Synthetically revived”από το EP “Human waste”. Στο “Pierced from within” ξεκινάει και η επανηχογράφηση κομματιών από το “Breeding the spawn”, κάτι που θα καθιερωνόταν στη συνέχεια σε κάθε κυκλοφορία, σαν δήλωση από τη μεριά της μπάντας για την παραγωγή του δίσκου κι εδώ το ομότιτλο κομμάτι παρουσιάζεται όπως θα έπρεπε εξ’αρχής να ακούγεται, η μέρα με τη νύχτα σαν διαφορά. Εν έτει 1995, την τελευταία θεωρητικά ΜΕΓΑΛΗ χρονιά με τα τελευταία ΜΕΓΑΛΑ άλμπουμ του είδους, το “Pierced from within” συντροφεύει ως Αγία Τριάδα τα “Once upon the cross” και “Domination”, κλείνοντας την αυλαία σε μία 8ετία που το death metal ήταν ότι καλύτερο και συνεπέστερο υπήρξε στον πλανήτη.


“Despise the sun” (1998, Vulture Records)
“The greatest trick the Devil ever pulled was convincing the world he didn’t exist”… Με την φράση αυτή που προέρχεται από το αριστούργημα “The usual suspects”, ανοίγει Η ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ SUFFOCATION. Το για πολλούς κορυφαίο ΕΡ στην ιστορία του μεταλλικού ήχου (κι όμως), είχε μία βασική αλλαγή, με τον ένα δολοφόνο (Doug Bohn) να έχει αφήσει το συγκρότημα και τον άλλο ΦΟΝΙΑ (Dave Culross) να παίρνει τη θέση του. Μόλις τελειώνει η επίμαχη φράση που ανοίγει το ΕΡ, το “Funeral inception” με ένα μπάσιμο που θα το ζήλευε το κάθε συγκρότημα, σε κάνει να ξεχάσεις ότι έχουν ηχογραφήσει μέχρι τότε οι SUFFOCATION, ΝΑΙ, ακόμα και τα “Effigy of the forgotten”/”Pierced from within”. Ο Culross ακούγεται σαν να ήταν πάντα γεννημένος να παίξει στο συγκρότημα, το αέρινο στυλ του και το μόνιμα επιθετικό στυλ (τίγκα στο μπλαστίδι) των συνθέσεων, φέρνει τους SUFFOCATION στα ουράνια και μέσα σε μόλις 16’ και κάτι ψιλά, οι τέσσερις συνθέσεις του συν η απίστευτη επανεκτέλεση του “Catatonia” από το “Human waste”, αποτελούν τον κατάλληλο επικήδειο γι’αυτό το ΜΕΓΑΛΟ εκείνη τη στιγμή συγκρότημα. Οι SUFFOCATION λες και γνώριζαν ότι δεν μπορούν να συνθέσουν κάτι ανάλογο, αιφνίδια διέλυσαν μετά την κυκλοφορία του ΕΡ και ο κόσμος βυθίστηκε σε μεγάλη στεναχώρια. Η διάλυσή τους έγινε στο ιδανικό γι’αυτούς σημείο, αυτοκρατορικά και με το πλέον αψεγάδιαστο δείγμα τους σαν συγκρότημα. Οι φωνές για επανασύνδεση ήταν πολλές στη συνέχεια και η μπάντα επέστρεψε το 2002, όλοι μας όμως κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, όσο και αν χαρήκαμε τότε, θα προτιμούσαμε όλα να είχαν τελειώσει εδώ.


“Souls to deny” (2004, Relapse Records)

Επιστροφή μετά από 6 χρόνια στη δισκογραφία εκεί που όλα ξεκίνησαν, στη Relapse Records. H προσπάθεια επανένωσης με την κλασική σύνθεση απέτυχε, καθώς ο Doug Cerrito δεν ενδιαφερόταν πλέον (πρόλαβε πάντως να δώσει το δικό του μνημείο ενδιάμεσα, παίζοντας στο ντεμπούτο και καλύτερο άλμπουμ των HATE ETERNAL, “Conquering the throne”). Έτσι τη θέση του πήρε ο Guy Marchais, ενώ πριν ολοκληρωθεί ο δίσκος, ο Josh Barohn πήρε πόδι καθώς ο εθισμός του στα ναρκωτικά ήταν κάτι που η μπάντα του είχε ξεκόψει και δεν υπήρχε γυρισμός. Το μπάσο ηχογραφήθηκε από τους Terrance Hobbs/Mike Smith, και ο δίσκος συνολικά μπορεί να χαρακτηριστεί ως το κορυφαίο τους δείγμα όσον αφορά τα χρόνια της επανασύνδεσης. Σίγουρα σε καμία περίπτωση κοντά στα 2 μεγαλειώδη άλμπουμ και τα 2 ανεπανάληπτα ΕΡ, αλλά το χαρακτηρίζει ένας αέρας ανανέωσης, ενώ κι ο Mike Smith εμφανώς βελτιωμένος σε σχέση με την πρώτη του φάση στη μπάντα, παίζει κάποια πολύ ωραία θέματα. Το “Surgery of impalement” γυρίστηκε σε βίντεο, βοηθώντας σημαντικά το συγκρότημα, ενώ κι ο ντόρος γύρω από την επιστροφή τους καθώς και η πραγματικά καλή και εύστοχη προώθηση από πλευράς Relapse, έφεραν νέο κόσμο στις τάξεις της μπάντας, με αρκετούς πιτσιρικάδες που δεν τους γνώριζαν στην πρώτη τους φάση, να ανακαλύπτουν τους τότε πιονιέρους και να καταλαβαίνουν άμεσα το γιατί υπήρξαν τόσο σημαντικοί. Ο δίσκος αρχίζει και τελειώνει με το ίδιο blast beat στην αρχή του “Deceit” και το τέλος του “Tomes of acrimony”, το οποίο αποτελεί ωραία cheat-ιά από πλευράς συγκροτήματος. Στα συν η επιστροφή του Dan Seagrave στο εξώφυλλο. Eίναι το μοναδικό άλμπουμ στο οποίο δεν επανηχογραφήθηκε κομμάτι από το “Breeding the spawn”. Μακάρι να έβγαινε μόνο αυτό το άλμπουμ και τίποτα άλλο μετά, αλλά δυστυχώς αυτό δεν συνέβη…


“Suffocation” (2006, Relapse Records)
Tο ομότιτλο άλμπουμ τους ήταν και αυτό που τους έφερε στη χώρα μας για πρώτη και μοναδική φορά ως τώρα (12 και 13 Μαΐου του 2007). Προσπάθησαν φιλότιμα να πιάσουν το συναίσθημα του “Souls to deny” αλλά μάταια. Κάποιες συνθέσεις όπως το “Abomination reborn” (που είχε ανοίξει τις συναυλίες τους τότε), το “Bind, torture,kill” ή το “Entrails of you” (ευτυχώς ήταν και τα μόνα που είχαν παίξει από το δίσκο), στέκονται με ένα άλφα επίπεδο, δυστυχώς στα υπόλοιπα κομμάτια η μπάντα ακούγεται κουρασμένη και σαν να προσπαθεί επιτηδευμένα να ακολουθήσει τις εξελίξεις σε ένα ήχο που κάποτε όριζε και εκείνη την εποχή προσπαθούσε να γίνει μέρος της περαιτέρω βελτίωσης του παικτικού επιπέδου. Η προσθήκη του παιχταρά μπασίστα Derek Boyer (DEEDS OF FLESH, DECREPIT BIRTH, ευτυχώς έχει παραμείνει στη μπάντα μέχρι σήμερα) σίγουρα είναι το θετικό της όλης υπόθεσης, ωστόσο εδώ αρχίζει η ελεύθερη πτώση στην δισκογραφία της μπάντας και ακόμα κι αν το ομότιτλο αυτό άλμπουμ ήταν το λιγότερο καλό τους δείγμα μέχρι τότε, έχει μέσα του μία μεγαλύτερη συνοχή σε σχέση με ότι ακολούθησε. Το “Abomination reborn” έγινε και βίντεο κλιπ, ενώ εδώ έχουμε επανηχογράφηση του “Prelude to repulsion” από το “Breeding the spawn” (στην Ιαπωνική έκδοση του δίσκου έχει επανηχογραφηθεί και το “Animalistic offerings”). Το εξώφυλλο είναι αποτυχία και είναι κρίμα γιατί προήλθε από τον γνωστό τατουατζή Jon Zig.


“Blood oath” (2009, Nuclear Blast)
Ήταν στραβό το κλίμα, φύγανε κι από τη Relapse και πήγανε που; Στη Nuclear Blast! Πρώτη ανησυχία τότε για ενδεχόμενο πλαστικό ήχο. Το οποίο και φυσικά συνέβη (ούτε από εκκλησία να κλέβαμε, μόνο πότε θα τα κακαρώσουμε δεν ξέρουμε). Αυτή τη φορά το εξώφυλλο του Jon Zig είναι ωραίο αλλά και πάλι δεν προδιέθετε για πολλά θετικά πράγματα. Το παράξενο της υπόθεσης είναι ότι ο δίσκος μπήκε στο Billboard και μάλιστα στο νούμερο 135, πουλώντας 3.600 αντίτυπα στην πρώτη εβδομάδα κυκλοφορίας του. Το άλμπουμ έμελλε να είναι πιο μελωδικό σε σημεία και να ξενίσει πολύ κόσμο. Οκ μη φανταστείτε καμία τρελή ξεφτίλα, αλλά και πάλι ήταν που ήταν κατώτερο από το ήδη κατώτατο ομότιτλο άλμπουμ, ακούς και τον Frank Mullen να προσπαθεί να τραγουδήσει λίγο διαφορετικά, ε σε πιάνει μια αηδία ρε παιδί μου. Δεν έφαγα ποτέ τον παπά με την πάρτη του εξ’αρχής, δε μου έκατσε ποτέ καλά και είχα πραγματικά όλη την καλή διάθεση να του δώσω ευκαιρίες αλλά απλά ΔΕΝ… Μόνο κουφός δεν παρατηρούσε τότε την ολοένα κι αυξανόμενη πτωτική πορεία και σίγουρα δεν θες να απογοητεύεσαι ΤΟΣΟ πολύ από ένα συγκρότημα όπως οι SUFFOCATION. Στην τελική μιλάμε για μπάντα που υπήρξε φάρος για πολλούς ώστε να ασχοληθούν με τη μουσική, κάπου το ακούς και λες «μην ξηγιέστε έτσι ρε μόρτηδες». Μέσα στην όλη μου αγάπη γι’αυτούς του είχα βάλει 6,5 τότε νομίζω, ακόμα και το μισό το μετάνιωσα με τα χρόνια. Όλα λάθος! Μεταξύ άλλων, γυρίστηκε κι ένα βίντεο για το “Cataclysmic purification” κι επανηχογραφήθηκε το “Marital decimation” από το “Breeding the spawn”.


“Pinnacle of bedlam” (2013, Nuclear Blast)
Μετά από εκτενείς περιοδείες για την προώθηση του “Blood oath”, ο Mike Smith την έκανε μια για πάντα από το συγκρότημα και επέστρεψε στη θέση του Ο ΦΟΝΙΑΣ. Dave Culross in λοιπόν ξανά, κι αυτό από μόνο του ήταν βασικός λόγος να χαρούμε τότε για την κυκλοφορία του “Pinnacle of Bedlam”, πέρασαν και 4 σχεδόν χρόνια χωρίς δίσκο, υπήρχε μια αναμονή κι ελπίδα για ανανέωση. Φευ! OK τα πράγματα ήταν λίγο καλύτερα απ’ότι στο “Blood oath” (γιατί μάλλον δε γινόταν χειρότερα), ο δίσκος μπήκε κι αυτός (ξανά παραδόξως) στο Billboard (νούμερο 152) με 3.200 αντίτυπα στην πρώτη εβδομάδα κυκλοφορίας του, ενώ αν και θεματικά δεν μιλάμε για full concept δίσκο, είναι επηρεασμένο από το Θιβετιανό Βιβλίο Των Νεκρών και τον κύκλο της ζωής και του θανάτου (αυτό μας έλειπε μια και όλα ήταν τέλεια ας πούμε). To “As grace descends” γυρίστηκε σε βίντεο, ενώ εδώ επανηχογραφήθηκε το “Beginning of sorrow” από το “Breeding the spawn”. Ο Dave Culross συμμαζεύει ο άμοιρος όσο μπορεί την έλλειψη έμπνευσης με το παίξιμο του, υπάρχει μια σκληρότητα μεγαλύτερη από το “Blood oath”, αλλά οι SUFFOCATION πλέον μοιάζανε με μια μπάντα που προσπαθεί καθαρά να κρατηθεί βιοποριστικά και να βγαίνουν τα προς το ζην (που δεν είναι ντροπή) παρά αυτό που ήταν στις αρχές τους. Κι αν για την έλλειψη έμπνευσης δε μπορείς να πεις πολλά γιατί αυτό είναι κάτι που μπορεί να συμβεί στον καθένα, για την αλλαγή στάσης και τη γκρίνια που βγάζανε σαν συγκρότημα τότε δεν μπορείς να κάνεις το παγώνι.


“…Of the dark light” (2017, Nuclear Blast)
Ρε τσογλάνια, λυπηθείτε λίγο τον οπαδισμό μας γαμώ το κέρατο. Μην ασελγείτε πάνω στα νιάτα μας και την αγάπη που σας είχαμε. Τι Playmobile δίσκος είναι αυτός από τους μεγάλους SUFFOCATION θεέ μου; Πιο πλαστικό από κουβαδάκι με το οποίο προσπαθείς να φτιάξεις πυργάκια στην άμμο, πιο ακίνδυνο κι από πασχαλίτσα που περπατάει γύρω από το αυτί σου. Δεν έφταναν όλα, είχαμε και αλλαγές, με νέο κιθαρίστα τον Charlie Errigo στη θέση του Guy Marchais και νέο ντράμερ τον Eric Morotti στη θέση του ΦΟΝΙΑ Dave Culross. O Morotti δε μπορώ να πω, είναι πολύ καλός παίχτης, σίγουρα καλύτερος από τον Mike Smith ας πούμε. Αλλά δε φτάνει αυτό. Άλμπουμ-ντροπή για το συγκρότημα, που φαινομενικά υποτίθεται ότι είναι καλύτερο από τα προηγούμενα (μετά “Suffocation”, εποχής Nuclear Blast), αλλά και πάλι η έλλειψη αυτού του κάτι διαφορετικού που είχαν είναι εμφανέστατη. Αφήστε κάτι συγκεκριμένα σημεία που προσπαθούν να περάσουν κάτι νεωτερισμούς που φτιάχνεις κοιλιακούς από τα γέλια. Κλασικά ένας Frank Mullen να παλεύει με τα θηρία και να θυμίζει κάτι από το παρελθόν, ενώ η μόνη στιγμή που θυμίζει κάτι από τα παλιά, είναι προφανώς το “Epitaph of the credulous” από το “Breeding the spawn”, στην κλασσική επανηχογράφηση –συνήθεια που έγινε λατρεία. Πραγματικά ελπίζω να είναι το τελευταίο τους άλμπουμ γιατί στη σκέψη ότι θα υπάρξει κάτι μελλοντικά χειρότερο από αυτό, δε θα αντέξω και θα φύγω στον τοίχο όπως έκανε ο συγχωρεμένος ο Γιάνκοβιτς στη μπασκέτα όταν τον έπνιξε η αδικία από φάουλ που δεν έκανε. Το εξώφυλλο-Μίκυ Μάους αρνούμαι να το δεχτώ ότι υπήρξε, είναι μέρος μιας εικονικής πραγματικότητας στην οποία σίγουρα δεν είμαι μέρος της.

Όπως παρατηρείτε, τα σκαμπανεβάσματα αρκετά, το «κάθε πέρυσι και καλύτερα» που λέμε στην καθομιλουμένη σχεδόν νόμος από ένα σημείο και μετά, ενώ πλέον μοναδικό εναπομείναν μέλος από την αρχική σύνθεση είναι ο Terrance Hobbs, μέχρι κι ο Derek Boyer πλέον θεωρείται παλιός στο συγκρότημα (16 χρόνια πάντως τα δίνει όλα, σεβασμός). Πλέον το μικρόφωνο έχει αναλάβει ο πρώην…ντράμερ των DISGORGE, Ricky Myers (αυτός μάλιστα, θα ήταν ότι έπρεπε για τα τύμπανα). Δυστυχώς δε θα είναι ο Frank Mullen μαζί τους, ο οποίος εδώ και χρόνια έχει ως κύρια προτεραιότητα την βασική του δουλειά, ενώ πέρυσι έκανε και την αποχαιρετιστήρια περιοδεία του μαζί τους. Ελπίζουμε ότι οι SUFFOCATION είναι ακόμα κάτι τόσο μεγάλο και πάνω από πρόσωπα και καταστάσεις και θα μας χαρίσουν μία ανεπανάληπτη βραδιά, έστω κι αν οι απαιτήσεις είναι κατά πολύ μικρότερες από αυτές που υπήρχαν το 2007 αντίστοιχα. Μακάρι να μας διαψεύσουν και να είμαστε οι πρώτοι που θα παραδεχτούμε το λάθος μας.
Άγγελος Κατσούρας

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here