To “The wall” είναι ο έβδομος δίσκος των PINK FLOYD και κυκλοφόρησε στις 30 Νοεμβρίου του 1979, σηματοδοτώντας μια ριζική αλλαγή στον τρόπο που παρουσίαζαν τη μουσική τους και τις συναυλίες τους. Η τριλογία “δίσκος, συναυλίες, ταινία” παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην ιστορία της μουσικής βιομηχανίας, στιγματίζοντας με την παρουσία του για πάντα τον τρόπο που προσεγγίζουμε την έννοια των concept δίσκων. Το όραμα του Waters για την ιστορία του “The wall” ήταν σαφές από την αρχή. Δεν αφορούσε μόνο την προσωπική του ιστορία, αλλά γενικότερα την οπτική του απέναντι στη μουσική βιομηχανία, την κοινωνία, τις σχέσεις και τον άνθρωπο ειδικότερα, που αποξενώνεται. Έχει χαρακτηριστεί ως “rock opera”, “musical” αλλά ακόμα και “ορατόριο”. Παίρνει κάθε χαρακτήρα ξεχωριστά και δείχνει με κλιμάκωση την εξέλιξη του μέσα στο έργο. Στη συναυλιακή του παρουσίαση είναι κάτι παραπάνω από ένα concept, λόγω του πολυεπίπεδου τρόπου παρουσίασης της ιστορίας του, χάρη στην τεχνολογία που ήταν διαθέσιμη από το 1980 που πρωτοπαρουσιάστηκε. 30 χρόνια μετά δεσπόζει ως το κορυφαίο concept album της rock μουσικής και σας παρουσιάζουμε ιστορίες που συνέθεσαν αυτή την άτυπη τριλογία.
– Το concept είναι αυτοβιογραφικό σίγουρα από την πλευρά του Waters , καθώς περιέχει στοιχεία της ζωής του, γεγονός που φαίνεται ξεκάθαρα στο DVD που κυκλοφόρησε για τις εμφανίσεις του “The wall” από τον Waters στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας. Το DVD αυτό περιλαμβάνει και ένα roadtrip του Waters, το οποίο ενισχύει τα συναυλιακά πλάνα από τις ιστορικές εμφανίσεις του στην Αθήνα στο κλειστό του ΟΑΚΑ και σε ανοιχτό στάδιο στην Αργεντινή.
– Για τον Waters ήταν τραυματική η εμπειρία των συναυλιών σε μεγάλους χώρους. Για τον ίδιο ήταν ό,τι χειρότερο να είναι σε χώρους που ο κόσμος φωνάζει, σπρώχνει τον διπλανό του, ουρλιάζει και δεν αφήνει τον μουσικό να συγκεντρωθεί και να απολαύσει την παρουσία του στη σκηνή. Ο μόνος λόγος για εκείνον που έχουν αξία αυτές οι συναυλίες είναι τα χρήματα. Το γεγονός που γέννησε την ιδέα του “The wall” ήταν όταν σε μια συναυλία για την προώθηση του “Animals”, στις 6 Ιουλίου του 1977, στο Μόντρεαλ του Καναδά, έφτασε στο σημείο να φτύσει έναν οπαδό μπροστά σε 80.000 εμβρόντητους οπαδούς, γεγονός που τον σόκαρε. Σοκαρίστηκε από τον εαυτό του σε τέτοιο βαθμό, που στιγμιαία του ήρθε η εικόνα του τείχους που χωρίζει τους μουσικούς από το κοινό των μεγάλων συναυλιών. Ο οπαδός που δέχτηκε αυτή τη συμπεριφορά παραμένει ανώνυμος μέχρι και σήμερα και δεν κινήθηκε δικαστικά εναντίον τους, ούτε ζήτησε πνευματικά δικαιώματα για την έμπνευση που τους έδωσε για το “The wall”. Η περιοδεία για το “Animals” δεν ήταν μια ευχάριστη εμπειρία για το group. Κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων του “The wall” οι σχέσεις των μελών χειροτέρεψαν, ειδικά λόγω της εχθρότητας που είχαν ο Roger Waters και ο Richard Wright. Ο Waters έτρεφε μια δυσαρέσκεια μέσα του για τον Wright. Πίστευε ότι δεν έδινε ό,τι έπρεπε στο studio και δεν δικαιούνταν πια μερίδιο από τα έσοδα της παραγωγής. Αυτή η γκρίνια θα έβγαινε σε μεγάλο βαθμό όταν θα ξεκινούσαν τις ηχογραφήσεις του δίσκου το 1978.
– Τα οικονομικά προβλήματα που είχαν να αντιμετωπίσουν σαν συγκρότημα ήταν πάρα πολλά. Αποδείχτηκε ότι μια σειρά από επενδύσεις τους, μαζί με φορολογικές υποχρεώσεις, τους είχαν οδηγήσει πολύ κοντά στην πτώχευση. Είχαν επενδύσει σε αναπόδεικτες επενδύσεις από τον Norton Warburg, οι οποίες ήταν όλες λάθος. Η διαίσθηση του Steve O’Rourke δεν έσφαλε και μαζί με την κρίση του, τους οδήγησε στο να επενδύσουν ξανά ό,τι είχε απομείνει διαθέσιμο από χρήματα. Κι όλα αυτά μετά από την τεράστια επιτυχία του “Dark side of the moon” και του “Wish you were here”, για το οποία είχαν κάνει πολύ πετυχημένες περιοδείας προώθησής τους. Ο Steve O’Rourke είχε πλέον το δύσκολο ρόλο του να ενημερώσει τους PINK FLOYD ότι η δημιουργία του δίσκου δεν ήταν πλέον πολυτέλεια, αλλά αναγκαίο project από όλες τις πλευρές. Επιστρέφοντας στην Αγγλία το 1977 βρέθηκαν ενώπιον λογιστών στον τελευταίο όροφο του κτιρίου Brittania Row, στο οποίο στεγάζονταν τα γραφεία τους. Αυτοί οι λογιστές ενημέρωσαν τον O’Rourke ότι ήθελαν προκαταβολικά ένα καινούριο album.Τους είπαν ότι πρέπει να απομονωθούν για ένα χρόνο και φτιάξουν ένα δίσκο με τον οποίο θα προσπαθούσαν να πληρώσουν τους φόρους που όφειλαν. Ευτυχώς είχαν χρήματα διαθέσιμα από τις εταιρίες τους, την EMI στην Αγγλία και την CBS στις ΗΠΑ. Για καλή του τύχη, το όνομα της μπάντας τους ήταν τέτοιο που ο O’Rourke κατάφερε να μαζέψει 4,5 εκατομμύρια λίρες, το οποίο ήταν ένα ικανό ποσό τόσο για την ηχογράφηση του επερχόμενου δίσκου τους, όσο και για να συμμαζέψει τα ελλείμματα που είχαν συσσωρευτεί. Το 1977 οι PINK FLOYD είχαν πλέον διαλυθεί και ήταν αναγκασμένοι να επανενωθούν για έναν από τους χειρότερους λόγους: τα χρήματα. Για πρώτη φορά οι FLOYD θα βρίσκονταν υπό την πίεση ενός deadline, γεγονός που τους οδήγησε σε εκπτώσεις στο τελικό αποτέλεσμα.
– O Roger Waters είχε καταλάβει από την εμπειρία του, ως αξίωμα για τη δουλειά αυτή, ότι θα πρέπει να ξέρει κανείς πότε είναι κατάλληλη στιγμή για να προωθήσει μια ιδέα. Κάποια στιγμή μέσα στο 1978, αισθάνθηκε πεντακάθαρα ότι ήταν καιρός να στήσει ένα home studio. Στο ενδιάμεσο έπαιζε τις ιδέες του στους υπόλοιπους σε κασέτες, στα γραφεία τους στο Brittania Row. Τον Ιούλιο του 1978 έγινε η πρώτη συνάντηση των PINK FLOYD για το “The wall”. Σε αυτή τη συνάντηση ο Waters παρουσίασε demos από δύο εναλλακτικά concepts, τα οποία είχε ετοιμάσει την προηγούμενη χρονιά. Το πρώτο ήταν ένας κύκλος τραγουδιών με αμερικάνικο θέμα υπό τον τίτλο “The pros and cons of Hitch Hiking” και το δεύτερο ήταν το “The wall”. O Richard Wright και ο Nick Mason δεν συμφώνησαν με το πρώτο και έτσι επιλέχτηκε το δεύτερο, που έγινε τελικά και ο δίσκος. Αντίθετα, ο Gilmour πίστευε ότι ο τίτλος “The pros and cons of Hitch Hiking” ήταν πιο δυνατός από πλευράς μουσικής. Η μοίρα το έφερε να είναι αποτυχία τόσο σαν κυκλοφορία, όσο και συναυλιακά, αν και είχε τη συμμετοχή του Eric Clapton. Αφού διάλεξαν το “The wall” ξεκίνησε ένας μαραθώνιος ανταγωνισμού ανάμεσα στα μέλη των PINK FLOYD στο ποσοστό συμμετοχής στο τελικό αποτέλεσμα. Αυτό το «ηφαίστειο» που θα έφερνε τη διχόνοια ανάμεσα τους θα ξεκινούσε να φαίνεται το φθινόπωρο του 1978 στο Britannia Row, όταν και θα ξεκινούσαν να φτιάχνουν rough mixes για το “The wall”. O Richard Wright δεν συμφωνούσε αρχικά στο να δουλέψουν πάνω στις ιδέες που είχε φέρει ο Waters, λέγοντας ότι ξαναμιλάνε για πόλεμο, για την μητέρα του και την απώλεια του πατέρα του. Θεωρούσε ότι αν δεν είχαν το οικονομικό πρόβλημα, ίσως και να τις απέρριπταν, αλλά αναγκάστηκε να τις δεχτεί, μιας και τόσο εκείνος όσο και ο Gilmour δεν είχαν άλλες ιδέες να παρουσιάσουν. Στη θέση οδηγού ήταν πλέον ο Waters, με ελάχιστη συνεισφορά από τον Gilmour και μηδενική από τον Wright και Mason.
– Η ιδέα του τείχους για τον Waters ήταν ότι οι άνθρωποι σαν οντότητες θεωρούμε αναγκαίο να αγνοούμε ή απορρίπτουμε όσα μας πονάνε από τις εμπειρίες μας και στην πραγματικότητα τα χρησιμοποιούμε ως τούβλα για ένα τείχος στο οποίο μέσα του θα βρούμε καταφύγιο. Αυτό το γεγονός είναι, ίσως, και ο λόγος που πολλοί άνθρωποι βλέπουν τον εαυτό τους μέσα σε αυτή την ιστορία. Η αρχική ιδέα του Waters ήταν να αποχωρεί το συγκρότημα με την προσθήκη του τελευταίου τούβλου, αφήνοντας το κοινό στην απογοήτευση. Τελικά με την παρουσία του παραγωγού, Bob Ezrin, η αφήγηση διαφοροποιήθηκε, διαμορφώνοντας ένα τέλος ως «κάθαρση», δίνοντας ένα πιο δυνατό και τολμηρό αποτέλεσμα.
– Ο Waters αποφάσισε να μην ξανασυνεργαστούν με τον Storm Thorgeson, τον σχεδιαστή με τον οποίο συνεργάζονταν μέχρι τότε. Η επιλογή του Gerald Scarfe ήταν ριψοκίνδυνη για το τολμηρό τους εγχείρημα, από τη στιγμή που ήταν γνωστός καρτουνίστας που ειδικευόταν στην πολιτική. Ευτυχώς για τον ίδιο, το concept ήταν σαφές εξαρχής, μιας και ο Waters είχε σαν στόχο να έχει ερμηνεία με εύρος. Το αντιλήφθηκε ως μια ιστορία για κάθε άνθρωπο. Και οι δύο τους εμπνεύστηκαν τα σχέδια που πρωτοπαρουσιάστηκαν στο album ως μέρος που θα απεικονιζόταν τόσο στις συναυλίες τους, όσο και στην ταινία που θα γυριζόταν σύμφωνα με το πλάνο τους. Στις συναυλίες του “The wall”, το τείχος θα μετατρεπόταν σε έναν γιγαντιαίο χώρο στον οποίο θα προβάλλονταν όλα τα animations με τις φιγούρες που είχε σχεδιάσει στον δίσκο.
– Στα τέλη του 1979 οι PINK FLOYD είχαν περίπου ενάμιση χρόνο να ανέβουν στο σανίδι, γεγονός που τους έκανε να ξεχάσουν όσα τους άγχωναν από τις εκτεταμένες περιοδείες. Αυτές οι λίγες συναυλίες που έδωσαν ήταν για τον Waters η επιβεβαίωση ότι υπάρχει πραγματικά απόσταση ανάμεσα στο κοινό των μεγάλων σταδίων και της μπάντας, κάτι που θεωρούσε ως στοιχείο αποξένωσης για όλους. Όταν ρωτήθηκε ποιος είναι ο ρόλος του κοινού σε μια συναυλία απάντησε «παθητικός» όπως στο θέατρο που κάθεσαι στη θέση σου. Μισούσε την συμμετοχή του κοινού όταν τραγουδούσε, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «ένιωθε το κορμί του να σύρεται». Έφτασε τότε στο σημείο να πει ότι «το να τραγουδάς είναι τέλειο σε μια εκκλησία, αλλά όχι σε μια συναυλία μας». Προφανώς με τις συναυλίες που έχει δώσει έκτοτε, αυτό δεν το πιστεύει πλέον. Για εκείνον τότε σημασία είχε το κοινό να ακούει εκείνα που θα μιλήσουν μέσα του και θα πουν «νιώθω κι εγώ το ίδιο». Κι αυτή είναι η μαγεία αυτού του δίσκου: Ότι μιλάει για τα πιο σκοτεινά στοιχεία που συνθέτουν όλους μας και μας κάνουν ανθρώπους.
– Στα τέλη του 1977 και αρχές 1978, ο David Gilmour και ο Richard Wright είχαν ξεκινήσει να συνθέτουν υλικό για τα solo project τους. Η μουσική του πρώτου για τα “Run like hell” και του “Comfortably numb” προορίζονταν για κάποιο solo album του, μετά το πρώτο του “David Gilmour” album. O Roger Waters στα demo τους δεν είχε συνθέσει κάτι για το “Comfortably numb”, κάτι που το έφερε να έχει την instrumental μορφή στην προπαραγωγή του δίσκου του 1978. Ο Gilmour είχε ηχογραφήσει μια demo μορφή του κομματιού στα Bear Les Alps studios, όταν ήταν εκεί για το πρώτο solo δίσκο του, αλλά ήταν περισσότερο μια ιδέα πάνω σε μια συγχορδία και τίποτα παραπάνω. Μόνο κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων απέκτησε την μορφή που ξέρουμε, αποκλειστικά από τη δουλειά που έκανε ο κιθαρίστας. Το “Wet dream” του Wright δεν είχε τον αντίκτυπο που θα αναμενόταν όπως και το αντίστοιχο του Gilmour. Παρόλα αυτά, η μουσική του Gilmour σε αυτά τα δύο κομμάτια δεν θεωρείται από τον ίδιο ότι έχει αναγνωριστεί όπως θα του άξιζε. Θεωρείται, όμως, ότι ο Gilmour «στέρεψε» από ιδέες λόγω του solo album του και γι’ αυτό δεν ήταν σε θέση να συνεισφέρει στο “The wall” όσο θα έπρεπε ή, αν θέλετε, ήθελε.
– Σαν ένας άλλος βασικός ήρωας του “The wall” (Pink), o Richard Wright αντιμετώπιζε προβλήματα τόσο σε προσωπικό επίπεδο όσο και σε δημιουργικό. Δεν είχε συνεισφέρει καθόλου ούτε στο “Animals”, ούτε στο “The wall”, γεγονός που τον έκανε να νιώθει αποξενωμένος από τους υπόλοιπους. Αλλά και σε προσωπικό επίπεδο είχε να αντιμετωπίσει ένα διαζύγιο και προβλήματα με ναρκωτικά. Ο Waters όχι μόνο δεν κατανόησε την κατάσταση του, αλλά έφτασε σε σημείο να μηδενίσει την συνεισφορά του στο studio και να αρπάξει τα πνευματικά δικαιώματα του.
– Η επιλογή του Bob Ezrin σαν παραγωγός δεν ήταν τυχαία. Ήταν παρών όταν έγινε το περιστατικό στο Μόντρεαλ, που είχε δραστικές συνέπειες για το group. Ο Waters τον κάλεσε στο σπίτι του, όπου και του έβαλε μια κασέτα 90 λεπτών με τις ιδέες του για το “The wall”. Για τον παραγωγό, η τοποθεσία του σπιτιού στην μουντή αγγλική εξοχή ήταν καταλυτική στο να «ταξιδέψει» με τις ιδέες του Waters. Μπορεί να μην ήταν σε τελική μορφή, όμως ήξερε πόσο σημαντικό θα ήταν, όταν θα ολοκληρωνόταν, λόγω της ατμόσφαιρας του. Ο Waters τον επέλεξε, γιατί πίστευε ότι ο ισχυρός χαρακτήρας του θα μπορούσε να ελέγξει τις εσωτερικές διαφωνίες κατά τη διάρκεια της ηχογράφησης του. Πέρα από αυτό, θα μπορούσε να συζητήσει μαζί του για το Ad Nauseam, κάτι που κανείς άλλος στη μπάντα δεν ήξερε καν τι είναι. Ο Waters, όμως, το θεωρούσε σημαντικό για εκείνον. Για το “Comfortably numb διαφωνούσαν σαν τρελοί κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων. Σε ένα ιταλικό εστιατόριο μάλιστα, στο Βόρειο Hollywood, είχαν ξεφύγει σε τέτοιο βαθμό που φώναζαν ο ένας στον άλλο με μεγάλη ένταση μπροστά στον παραγωγό τους, Bob Ezrin. Όταν πλέον ήρθε η ώρα των ηχογραφήσεων ο Ezrin ήταν η εξαίρεση στον κανόνα που είχε μπει «ο Waters αποφασίζει». Ο Waters ήρθε στο studio με ένα υποτιθέμενο σενάριο για μια ταινία του “The wall” με όλα τα σημεία του ευκρινή. Τελικά το είδε σαν μια αφήγηση με soundscapes και οργάνωσε όλα τα μουσικά του μέρη που είχανε και όσα δεν είχανε μαζί με ηχητικά εφέ και cross-fades, σε μια ενιαία ιστορία. Ο Waters ένιωσε μέσω αυτής της διαδικασίας ότι ήξερε ποιος ήταν ο κεντρικός χαρακτήρας και κατέληξε ότι δεν θα έπρεπε να παρουσιαστεί σαν μια πεζή αφήγηση πρώτου προσώπου. Έτσι κατέληξε στη μορφή ενός «αναστημένου» Pink όπως ήταν πριν. Έτσι την επόμενη μέρα ήρθε με ένα σενάριο – το οποίο υπάρχει στο Rock n Roll Hall of fame – το οποίο έδωσε σε όλους για να το διαβάσουν μαζί γύρω από ένα τραπέζι. Από εκείνο το σημείο έπαψαν να ψάχνονται και είχαν πλέον να οικοδομήσουν ένα πλάνο. Ο παραγωγός του album πιστεύει ότι παρόλα αυτά ήταν μια συλλογική δουλειά κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων. Όλοι είχαν τη γνώμη τους και τη συμβολή τους. Μερικές φορές ήταν συναρπαστικό, ακολουθώντας την αρχή «η σύνθεση δυο αντίθετων ιδεών είναι καλύτερη από την αρχική ιδέα». Πολλές φορές βέβαια οι διαφωνίες ήταν μεγάλες, αλλά για εκείνον οφειλόταν στο γεγονός ότι εκείνος είναι Καναδός κι εκείνοι Άγγλοι. Έφτασε στο σημείο να μην είναι παρών στο studio όταν ο Waters ήταν εκεί! Όσο κι αν ακούγεται απίστευτο φτάσανε τα μέλη των PINK FLOYD σε σημείο να ηχογραφούν τα μέρη τους σε διαφορετικά studios! Η κατάσταση επιδεινωνόταν, όταν ο Waters άρχισε να απειλεί ότι θα ακύρωνε το project για τους PINK FLOYD και θα το κυκλοφορούσε ως solo δίσκο, αν ο Wright έβγαινε από την τελική μορφή του project, λόγω του εθισμού του στην κοκαΐνη. Ο Gilmour και ο Mason λόγω της ενδεχόμενης χρεοκοπίας το δέχτηκαν. Τελικά τα πλήκτρα που ακούμε στο δίσκο έχουν ελάχιστα γίνει από τον Wright, αλλά από τους Waters, Bob Ezrin, Michael Kamen και Freddie Mandell.
– Όταν πρωτοκυκλοφόρησε στα credits δεν αναφέρονται τα ονόματα των Richard Right και Nick Mason. To “When the tigers broke free”, κομμάτι που γράφτηκε για την ταινία του “The wall”, χρησιμοποιήθηκε και ως single και μέρος του Video EP για την προώθηση της “The final cut”, αν και δεν υπάρχει μέσα σε αυτή τη συλλογή. Οι ίδιοι θεώρησαν ότι δεν είχε στοιχεία έμπνευσης αλλά πιέστηκαν από την EMI για να χρησιμοποιηθεί με αυτόν τον τρόπο, παρά τις διαφωνίες τους. Από το τελικό αποτέλεσμα λείπουν 8,5 λεπτά ηχογραφήσεων, λόγω του γεγονότος ότι το κυρίαρχο μέσο αναπαραγωγής μουσικής ήταν το βινύλιο και δεν ήθελαν να χαθεί η πιστότητα του ξεπερνώντας το όριο των 21 λεπτών ανά πλευρά. Η προοπτική να κυκλοφορήσει σε τριπλό βινύλιο απορρίφθηκε και τα μέρη που δεν μπήκαν υπάρχουν διαθέσιμα στο “Pink Floyd The wall: Immersion”.
– Το “The wall” παρουσιάστηκε live μόλις 31 φορές και κυκλοφόρησε επίσημα σαν live album 20 χρόνια μετά την κυκλοφορία του από το Earl’s Court του Λονδίνου 1981. Στις εμφανίσεις αυτές εντύπωση προκάλεσαν οι μορφές των πρωταγωνιστών του έργου και, κυρίως, οι προβολές πάνω στον τοίχο, τεχνολογία πρωτοποριακή για εκείνη την εποχή. Το κόστος ήταν εφιαλτικό για κάθε μια από τις συναυλίες φτάνοντας στο σημείο να χάνει κάθε μέλος περίπου 15.000 δολάρια και συνολικά το group να αγγίζει τις απώλειες του στις 800.000 δολάρια για όλο το tour. Με έναν πρόχειρο υπολογισμό που έκανε ο Waters θα χρειαζόταν ένα εισιτήριο των 30 δολαρίων, αντί για 12-15 δολαρίων που θα αρκούσαν ίσα-ίσα για να βγουν τα έξοδα παραγωγής. Το 1990 με αφορμή την πτώση του Τείχους του Βερολίνου ξαναπαρουσιάστηκε για πρώτη φορά κάτω από το όνομα του Roger Waters μπροστά σε ένα κοινό 300.000 ανθρώπων και πάνω από 100 εκατομμύρια τηλεθεατών. Και όλα αυτά χωρίς τους υπόλοιπους FLOYD, με πολλούς προσκεκλημένους όπως οι SCORPIONS και ο Bryan Adams. Ξαναπαρουσιάστηκε από τον Waters εκτεταμένα σε όλο τον κόσμο το 2010 και 2013, με την χώρα μας να τον υποδέχεται για 3 συναυλίες στο κλειστό του ΟΑΚΑ το 2011 και δύο χρόνια μετά στο ανοιχτό στάδιο των Ολυμπιακών εγκαταστάσεων.
– Το 1979 ο Waters ανυπομονούσε για την δημιουργία της ταινίας, πριν καν βγει ο δίσκος και τον παρουσιάσουν σε συναυλίες, δημιουργώντας έτσι μια τριλογία. Η αρχική του ιδέα ήταν να γίνει σε εξωτερικό χώρο λόγω των ιδεών που είχε για μέρος με τευτονική αρχιτεκτονική, όπως ένα Γερμανικό/Ρωμαϊκό μέρος, δίνοντας συμβολικά μια μορφή ολοκληρωτισμού, τον οποίο ένα μέρος του “The wall” πραγματεύεται. Όταν ο σκηνοθέτης Alan Parker ξεκίνησε το project της ταινίας είχε ξεκινήσει να φεύγει από τον έλεγχο του Waters. Στις προθέσεις του δεν ήταν να φτιάξει μια ταινία για τους οπαδούς των FLOYD. Ήθελε να κάνει μια mainstream σαν είδος σινεμά, φέρνοντας μια πεντακάθαρη εικόνα στον Waters, ο οποίος είχε κάτι διαφορετικό στο μυαλό του, γεγονός που τους έφερε σε σύγκρουση. O Waters είχε στο μυαλό του μια ταινία για τους fans, έχοντας αποσπάσματα από τις live εμφανίσεις τους, συνδυασμένα από στοιχεία ταινίας μαζί με animations. Η ταινία ξεκίνησε έχοντας ως βοηθούς σκηνοθέτη τους Gerald Scarfe και τον Michael Seresin, αλλά από την πρώτη κιόλας βδομάδα ήταν εμφανές ότι αυτό το σχήμα δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει. Ο Parker έγινε ο σκηνοθέτης, ο Seresin αποχώρησε και ο Scarfe ανέλαβε άλλα καθήκοντα. Ο πρώτος είχε ξεκάθαρο όραμα για την ταινία, αλλά ο Waters και ο Scarfe είχαν επίσης, κάτι που τους έφερε σε σύγκρουση και πάλι παρά την ανακατανομή ρόλων. Τελικά επικράτησε το εξής σχέδιο: Ο Scarfe ανέλαβε το δύσκολο έργο της μεταφοράς των φιγούρων που χρησιμοποιήθηκαν στις συναυλίες του “The wall” στα animation της ταινίας και ο Bob Geldof πήρε τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Pink. O Geldof ήταν ένας άσημος, τότε, τραγουδιστής του new wave και φιλόδοξος ηθοποιός. Ο Waters επέβαλε στον Parker να χρησιμοποιήσει τη φωνή του στο soundtrack της ταινίας. Η αδύναμη ερμηνεία του στο “In the flesh” θεωρείται ως μια χτυπητή αδυναμία του project. O Geldolf μάλιστα σε δηλώσεις του ανέφερε ότι οι PINK FLOYD είναι «σκατά» και η παρουσία του σε μια ταινία βασισμένη στη μουσική τους μοιραία αποπνέεται από έναν κυνικό οπορτουνισμό. Οι σχέσεις του Waters και του σκηνοθέτη χειροτέρευαν όσο ο πρώτος έβλεπε ότι το όραμα του δεν άντεχε στο χρόνο. Για τον συνθέτη του έργου αυτού η ταινία είχε γίνει εφιάλτης και ένιωθε ότι το όραμα του είχε κλαπεί και εξευτελιστεί. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να χαθεί το 35mm video από τις συναυλίες που είχαν δώσει. Αν και κέρδισε ένα βραβείο BAFTA στην κατηγορία του καλύτερου soundtrack, o Waters είδε την ταινία σαν μια χαμένη προοπτική. Με μια σειρά – κυρίως – ανεπίσημων και επίσημων κυκλοφοριών μας έχει δώσει το δικαίωμα να έχουμε μια πλήρη εικόνα για την τριλογία του “The wall”. Η παρουσία του παραμένει τόσα χρόνια μετά τόσο ισχυρή που εμπνέει ακροατές και μουσικούς για το πως μπορεί να ηχογραφηθεί ένα album με ιστορία πίσω του, να παρουσιαστεί ολόκληρο σε συναυλία και να απεικονιστεί πειστικά σε μια ταινία. Με τα παραπάνω θέλαμε να σας παρουσιάσουμε τα κομμάτια του παζλ που το συνθέτουν, έχοντας υπ’ όψιν ότι ο βασικός συνθέτης του εκείνη την περίοδο ήταν ουσιαστικά και στην πραγματικότητα ίδιος σαν συμπεριφορά με τον κεντρικό χαρακτήρα του έργου, ένας Pink.
Λευτέρης Τσουρέας