Έκτη δισκάρα για το «τα παίζω όλα μόνος και συμφέρω» σχήμα του Alexander von Meilenwald (αληθινό όνομα Alexander Frohn) και δεν περιμέναμε τίποτα διαφορετικό και λιγότερο από την μπάντα του, δηλαδή τους THE RUINS OF BEVERAST (TROB από ’δω κι εμπρός για λόγους συμφωνίας). Ο 43χρονος πολυπράγμων από τη στιγμή που έκανε το μεγάλο μπαμ (το οποίο προσωπικά τοποθετώ στο 2009 με το τρίτο άλμπουμ του(ς) ονόματι “Foulest semen of a sheltered elite”), έχει μια λογική κυκλοφορίας δίσκων ανά 4 περίπου χρόνια και ευτυχώς χρονολογικά δε μας απογοήτευσε και φέτος ήταν η σειρά του “The Thule grimoires” να δει το σκοτάδι (και όχι το φως) αυτού του κόσμου και μάλιστα αρκετά νωρίς μέσα στη χρονιά. Οι TROB γενικά ακροβατούσαν πάντα μεταξύ μιας death με black αισθητικής μετάλλου, με τα doom στοιχεία από ένα σημείο και μετά όχι απλά να κάνουν την εμφάνιση τους, αλλά ολοένα και περισσότερο να κερδίζουν έδαφος και να κάνουν την δεδομένη ασύγκριτη ατμόσφαιρα της μουσικής τους ακόμα πιο πλήρη. Έτσι, στη στιγμή που τοποθετώ πιο πάνω ως μπαμ, το συγκρότημα ξέφυγε αρκετά από την πιο ακατέργαστη λογική των δυο πρώτων δίσκων τους (“Unlock the shrine” -2004 και “Rain upon the impure” – 2006) και πήγαινε στο νέο επίπεδο.
Ένα επίπεδο με έναν ήχο πιο ανοιχτό σε προσθήκες, με τον von Meilenwald να γεμίζει τις κυκλοφορίες του υλικό (ειδικά το προαναφερθέν αριστούργημα και το ακόμα ανώτερο –και ίσως κορυφαίο TROB άλμπουμ “Blood vaults – The blazing gospel of Heinrich Kramer” το 2013 να περιέχουν 80’ μουσικής!) και με τους TROB να γίνονται μια απόλυτη δύναμη του underground που ήρθε στον αφρό όπως λέμε στην καθομιλουμένη και έγινε μεγάλος ντόρος με την πάρτη τους. Για να φτάσουμε στο “The Thule grimoires”, o mainman του συγκροτήματος είχε ήδη από το προηγούμενο άλμπουμ “Exuvia” (2017) αρχίσει να δίνει χώρο σε περισσότερο πειραματισμό και ο οχετός που χαρακτήριζε τη φρενήρη απόδοση του στα αρχικά στάδια της μπάντας του, είχε αρχίσει να δίνει τη θέση του σε υλικό που «ανέπνεε» καλύτερα από πριν και φυσικά τόνιζε τις δυναμικές των TROB με τέτοιο τρόπο που περίμενες ότι θα δώσουν ακόμα περισσότερα. Έτσι εν έτει 2021, οι TROB μας προσφέρουν τον πιο πλούσιο δίσκο τους ηχητικά και με την πιο «ανοιχτή» σε ερμηνείες εκδοχή τους. Εδώ να πούμε ότι ωραία ακούγονται όλα αυτά, αλλά να είστε βέβαιοι, ότι ΚΑΝΕΙΣ δεν θα περίμενε μια τέτοια εξέλιξη εν έτει 2004 όταν παθαίναμε το σοκ της πρώτης γνωριμίας μαζί τους.
Έλα όμως που εδώ έχουμε μια περίπτωση που το γλυκό έρχεται και δένει στην κυριολεξία και ο von Meilenwald όχι απλά καταφέρνει να κάνει τη μπάντα του και το υλικό αυτής πιο προσβάσιμο από ποτέ, με την τάση να ελίσσεται ανάμεσα στα τραγούδια να είναι το κύριο χαρακτηριστικό, αλλά να το κάνει και με τέτοιο υπέροχο τρόπο που όχι απλά διατηρείται ο old school TROB χαρακτήρας αλλά και να μη γίνεται μια ξέκωλη (συγνώμη για τη λέξη αλλά δε βρίσκω άλλη να ταιριάζει καλύτερα) καρικατούρα του παλιού του εαυτού. Έτσι μόλις σε 69’ διάρκειας (με το “TTG” να είναι ελάχιστα μεγαλύτερο από τον προκάτοχο “Exuvia” σε διάρκεια), ο von Meilenwald προσφέρει 7 νέες κομματάρες όπου από την αρχή ερχόμαστε αντιμέτωποι με το ανεβασμένο επίπεδο των συνθέσεων του. Ειδικά το αρχικό δίδυμο “Ropes into Eden”/”The tundra shines” (με διάρκεια 12:42/11:18 παρακαλώ) έχουν ήδη κάνει τον ακροατή να πανηγυρίζει γι’ αυτό που ακούει. Απίστευτα blackened death ξεσπάσματα, υμνικά φωνητικά σε βαλτώδη doom απόχρωση σε σημεία να θυμίζουν SULPHUR AEON- συμπατριώτες γαρ- και τον ήχο των TROB πιο απλωμένο από ποτέ να γεμίζει τον χώρο ακρόασης με στοιχεία και σημεία που για να είμαστε απόλυτα ειλικρινείς, ποτέ δε θα περίμενες να ακούσεις από αυτούς.
Εκεί που καταθέτω τα σέβη μου είναι στο «χιτάκι» (το ποιο; Κι όμως!) του δίσκου που έγινε και το βίντεο της κυκλοφορίας, δηλαδή το “Kromlec’h knell”. Ένα έρπον έπος με τα καθαρά εφιαλτικά φωνητικά (πωτς γκένεν ατό; Να που γκένεν!) του von Meilenwald να το κάνουν ίσως το πιο αναγνωρίσιμο κομμάτι μιας ολόκληρης δισκογραφίας πλέον. Τρόπο τινά και πολύ εύστοχα, ο παίχτης βάζει το μικρότερο κομμάτι-ιντερλούδιο (6:22 δεν το λες ούτε μικρό ούτε ιντερλούδιο, αλλά οκ TROB είσαι, το κάνεις επειδή μπορείς) στη μέση για να σπάσει το δίσκο σε δυο μισά. Το “Mammothpolis” λοιπόν προετοιμάζει το έδαφος γι’ αυτό που ακολουθεί στα τρία επόμενα κομμάτια, μετά από αυτό που προηγήθηκε στα τρία πρώτα και στην ουσία είναι ένα μικρό «διάλειμμα» της δεδομένης μεγάλης πληροφορίας που δέχτηκες ήδη. Στο δεύτερο μισό, τον ρόλο που έχουν αντίστοιχα στην αρχή τα δυο πρώτα κομμάτια αποκτούν εδώ τα “Anchoress in furs”/”Polar hiss hysteria”, με τις πτυχές των TROB παρούσες στο συνολικό τους εύρος (και γιατί όχι μεγαλείο), λίγο πριν το τελειωτικό χτύπημα έρθει με το τελευταίο κομμάτι “Deserts to bind and defeat”, διάρκειας μόλις 14’ (όχι για να μην νομίζουν μερικοί ότι θα έκοβε τις παλιές συνήθειες ο αγαπητός von Meilenwald τόσο εύκολα). Τετέλεσται!
Η μουσική των TROB έχει πλέον εξελιχθεί σε κάτι που η έκφραση υπερισχύει της ακρότητας, ενώ η ακρότητα είναι παρούσα σε μεγαλύτερες δόσεις. Τώρα θα πείτε πως γίνεται αυτό, να όμως που γίνεται, στην τελική εγώ είμαι ο συντάκτης/οπαδός κι όχι ο δημιουργός. Δεν έχω την τεχνογνωσία της δημιουργίας όπως ο Γερμαναράς, αλλά έχω τουλάχιστον (όσο με αφήνει μέσα στο δίσκο με αυτά που κάνει) σώας τας φρένας να καταλάβω τι διαφορά αισθητικής, απόδοσης και τελικού αποτελέσματος υπάρχει εδώ πέρα σε σχέση με το παρελθόν και φυσικά να τον εξάρω για πολλοστή φορά για το τελικό αποτέλεσμα. Θέλει τρομερά προσόντα η στόχευση του να πας τη μουσική σου σε άλλο επίπεδο, μουσική δύσκολη και με πολλές πιθανές ερμηνείες. Κι όμως όχι απλά καταφέρνεις να την κάνεις πιο προσβάσιμη από ποτέ χωρίς να ανοίγει μύτη, αλλά να παραμένεις το ίδιο –αν όχι περισσότερο- τολμηρός μέσα από αυτήν και στο τέλος όλων, να καταδεικνύεις και την αδιαμφισβήτητη κλάση σου και να αποδεικνύεις με τρόπο πειθήνιο –δεν είναι για δημοκρατικότητα όλες οι καταστάσεις- το χρυσό ρητό που λέει από αρχαιοτάτων χρόνων ότι «όταν κάτι θέλεις να γίνει σωστά, πρέπει να το κάνεις μόνος σου». Είσαι μεγάλος μάγκας Alexander και σου αξίζουν θερμά συγχαρητήρια. Πάλι!
8,5 / 10
Άγγελος Κατσούρας