Αφιέρωμα στο 90s metal – 1995 Part 3

0
857

Με αργούς αλλά σταθερούς ρυθμούς, κλείνουμε και το αφιέρωμα στο 1995, το πρώτο μέρος του οποίου μπορείτε να διαβάσετε εδώ και το δεύτερο μέρος του, εδώ. Πάντα με αλφαβητική σειρά και για πρώτη ίσως φορά με τόσες ελληνικές κυκλοφορίες, αλλά και με κλασικά άλμπουμ, άλμπουμ που βγήκαν από καλλιτέχνες με λίγη έμπνευση, με ιδιώματα που είτε αναπτύσσονταν τότε, είτε βρίσκονταν σε παρακμή, με λίγα λόγια, απ’ όλα έχει ο μπαξές!!! Ώρα να έχετε, να διαβάζετε και όπως πάντα, στο τέλος του κειμένου, ακολουθεί ενδεικτική Spotify λίστα.

Διαβάστε το πρώτο μέρος.

Διαβάστε το δεύτερο μέρος.

VINCE NEIL – “Carved in stone” (Warner Bros)

To 1995 πρέπει να ήταν και να είναι η χειρότερη χρονιά στη ζωή του Vince Neil. Ο τραγουδιστής των MOTLEY CRUE βιώνει την ασθένεια της κόρης του Skylar, την βλέπει να αργοσβήνει και παράλληλα αποφασίζει να γράψει νέα μουσική. Η Skylar φεύγει από τη ζωή και ο Neil είναι μέσα στα χάπια και τα αντικαταθλιπτικά. Μία κόλαση από την οποία θα αργήσει να βγει ο τραγουδιστής καθώς ούτε το reunion με του άλλους τρεις αλητάμπουρες θα τον κάνει να νιώσει καλύτερα.

Στα του άλμπουμ. Δε νομίζω ότι ο δίσκος είναι άξιος ανάλυσης. Είναι ένα πολύ κακό άλμπουμ. Από όλες τις απόψεις. Κακά τραγούδια, ακόμα πιο κακή παραγωγή, μία μίξη rock και hip hop, με τραγικά αποτελέσματα. Μοναδική εξαίρεση το τραγούδι για την αγαπημένη του κόρη! Μία κατάθεση ψυχής ενός πατέρα προς το αγγελούδι του που χάθηκε τόσο γρήγορα από τη ζωή. Στίχοι που σου δένουν κόμπο το στομάχι… Αξίζει να του δώσετε μία ακρόαση διαβάζοντας τους στίχους… Ο Vince Neil έχει δηλώσει πως κανένας δεν ήταν έτοιμος να ακούσει έναν τέτοιο δίσκο εκείνη την εποχή. Το θεωρούσε πρωτοτυπία και πως αν είχε κυκλοφορήσει κάπου στα μέσα του 2000 θα είχε πουλήσει για πλάκα 15.000.000 αντίτυπα.

Μεταξύ μας, νομίζω πως δεν θα πούλαγε ούτε το 1/3. Αλλά ας είναι, δεν υπάρχει λόγος να «κράξω» τον λατρεμένο μου Vince. Αν είστε οπαδοί και γουστάρετε, ακούστε το και αγοράστε το. Αν πάλι όχι, το “Skylar’s song” αξίζει της προσοχής σας! Για εκείνο το αγγελούδι που έχασε τη μάχη με τον καρκίνο…

Ντίνος Γανίτης

 

OLD MAN’S CHILD – “Born of the flickering” (Hot Records)

Ηχογραφημένο τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο του 1995, το “Born of the flickering” είναι το ντεμπούτο άλμπουμ των Νορβηγών Blacksters OLD MAN’S CHILD. Έχοντας ήδη κυκλοφορήσει ένα Demo το 1994, το “In the shades of life”, ο Galder των DIMMU BORGIR πίσω από το μικρόφωνο, στις κιθάρες και τα πλήκτρα, τότε με το ψευδώνυμο Grusom, σε συνεργασία με τον Tjodalv (τότε κιθαρίστα των DIMMU BORGIR, στα δύο πρώτα άλμπουμ τους) στα τύμπανα, ενώνουν τις δυνάμεις τους με τους Aldrahn (THORNS) επίσης στα φωνητικά, Gonde (VESTIGE OF VIRTUE) στο μπάσο και Jardar στις κιθάρες για την κυκλοφορία του πρώτου ολοκληρωμένου τους δίσκου.

Με το δεύτερο κύμα του Νορβηγικού Black Metal να έχει ήδη προκαλέσει αντιδράσεις αλλά και φανατικό κοινό, οι OLD MAN’S CHILD έρχονται διατηρώντας ένα «σατανικό» στιχουργικό υπόβαθρο να γίνουν μέλος αυτού που αποκαλούμε μελωδικό Black Metal.

Προφανώς και η παραγωγή ενός Black Metal άλμπουμ εκείνης της εποχής, εσκεμμένα δεν είναι υψηλού επιπέδου αλλά παράλληλα, υπάρχουν πολλά όμορφα μελωδικά τμήματα που δεν ξεχωρίζουν αρκετά λόγω της παραγωγής του. Αν και δεν είναι στο επίπεδο κάποιων μεταγενέστερων κυκλοφοριών του συγκροτήματος, αυτό το άλμπουμ ξεχωρίζει σίγουρα σε σύγκριση με πολλές σύγχρονές του κυκλοφορίες. Τόσο όσον αφορά την ατμόσφαιρα όσο και τη σύνθεση τραγουδιών, το “Born of the Flickering” έχει μια πολύ πιο ενδιαφέρουσα προσέγγιση στο Black Metal από αυτήν που έκαναν οι περισσότεροι άλλοι καλλιτέχνες του είδους τότε.

Αν κάτι διαχωρίζει ευκρινώς  τους  OLD MAN’S CHILD  από την πλειοψηφία του νορβηγικού Black Metal του 1995, είναι η χρήση τυπικών Ηeavy Μetal riff και σόλο. Ο Galder, είχε πάντα έναν εξαιρετικό τρόπο με τις μελωδίες και την χρήση τους και αυτό φαίνεται και εδώ.

Όσον αφορά τα τραγούδια επιμέρους, τα “Born of the flickering”, “On through the desert storm” και “Christian death”, με τα Death Metal γρυλίσματα αναμεμειγμένα με τα τυπικά φωνητικά του Βlack Μetal, τα κάνει να ξεχωρίζουν από μία κυκλοφορία λίγο υποτιμημένη, λίγο κατώτερη της υπόλοιπης καριέρας του σχήματος, όμως και αυτή με την δική της σπουδαιότητα και θέση στο ιδίωμα.

Φανούρης Εξηνταβελόνης

 

ON THORNS I LAY – “Sounds of beautiful experience” (Holy Records)

Η Holy Records, στα μέσα των 90s, έχει για τα καλά απλώσει τα δίχτυα της στην Ελληνική underground σκηνή. Μία από αυτές τις μπάντες που είχε στο ρόστερ της ήταν οι Αθηναίοι ON THORNS I LAY. Το ντεμπούτο τους ήταν το “Sounds of beautiful experience”, ένα αμάλγαμα death/doom με gothic υφές. Παρόλο που ο ήχος, δεν κολάκευε το συγκεκριμένο ύφος, κατάφεραν να κερδίσουν περίοπτη θέση στην εποχή της άνθησης του extreme ήχου στα μέρη μας. Γενικά, στο δίσκο υπάρχουν αρκετές εναλλαγές σχεδόν στα πάντα. Είτε αυτά είναι τα φωνητικά, τα οποία κατά το πλείστον είναι σε death φόρμες, αλλά με αρκετά καθαρά (τα οποία υστερούν όμως), είτε στις κιθάρες, στις οποίες ακούμε αρκετά ξεσπάσματα, αλλά και αργόσυρτα lead riffs υπό τη συνοδεία πλήκτρων. Μπορεί ο δίσκος, υπό την αύρα του Γιώργου Ζαχαρόπουλου aka Magus και του Ευθύμη Καραδήμα (NIGHTFALL), να έβαλε τους ON THORNS I LAY στα εφηβικά ακούσματα μας, ωστόσο καθαρά υποκειμενικά, η μπάντα «ανήκει» στο ύφος που παίζει στις μέρες μας. Το “Sounds of beautiful experience” έχει όμως την εκτίμηση μου, για… νοσταλγικούς λόγους!

Γιώργος Δρογγίτης

 

OPETH – “Orchid” (Peaceville)

Για κάποιον σαν εμένα που δεν είχε πολλές παρτίδες με το grunge στη ζωή του τα 90s τα οποία κατακλύστηκαν από την συγκεκριμένη σκηνή ήταν η περίοδος που ανακάλυπτα πολλά πράγματα στην μουσική που μου αρέσει και αγαπώ. Ένα από αυτά προφανώς και ήταν οι OPETH και το ντεμπούτο τους ”Orchid”, το οποίο θεωρώ ίσως ως έναν από τα πιο ενδιαφέροντα ντεμπούτα κατά το δεύτερο αυτό μισό της δεκαετίας των 90s. Ένα άλμπουμ που μπορεί να μην είναι ο κορυφαίος δίσκος της ζωής τους, ούτε καν στην πεντάδα τους για τον γράφοντα τουλάχιστον, όμως είναι ένα εξαιρετικό ντεμπούτο και ένας από τους καλύτερους τρόπους για να μας συστηθούν. Κατά βάση αυτό που μου κίνησε το ενδιαφέρον και το πιο σημαντικό, κατ’ εμέ, στο ”Orchid” είναι η progressive δομή και ο συνδυασμός των 70’s και ψυχεδελικών στοιχείων της μουσικής των Σουηδών με τα ακραία μέτρα του black και του death, που είναι -θεωρητικά πάντα- η βάση τους στο πρώτο τους αυτό άλμπουμ. Οι OPETH λοιπόν σε αυτό το εξαιρετικό ξεκίνημα τους απευθύνονταν ξεκάθαρα σε ανοιχτά μυαλά και αυτιά. Καθώς μέσα στα black και death δεδομένα του δίσκου σε καθηλώνουν με ακουστικές κιθάρες, καθαρά κατά τόπους φωνητικά, πιάνο, μπόλικη jazz διάθεση και φυσικά τον progressive μανδύα που θα τους ακολουθήσει σε όλη τους την πορεία μέχρι και σήμερα, άλλοτε με επιτυχία, άλλοτε χωρίς. Είναι πραγματικά κρίμα νομίζω που κατά την πορεία της μέχρι τώρα καριέρας τους, κατά βάση ο Mikael Akerfeldt δηλαδή όντας το μόνο μέλος που έχει παραμείνει στην σύνθεση της μπάντας, ξεχνάνε αρκετά αυτό το πολύ καλό ντεμπούτο. Για τον απλό λόγο πως τραγούδια σαν τα ”In mist she was standing”, ”Forest of October”, ”Under the weeping moon” και ”Twilight is my robe” είναι κρίμα να μην μας τα θυμίζουν ως σχήμα πού και που δίνοντας τους χώρο είτε στα live τους, είτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο θα μπορούσαν να τιμούν το ντεμπούτο τους.

Το ”Orchid” λοιπόν κατά την εκτίμηση μου είναι από τα άλμπουμ που επιβεβαιώνουν την γνωστή ρήση ”η αρχή είναι το ήμισυ του παντός” καθώς είναι ένα άλμπουμ που οδήγησε σε μια εκπληκτική πορεία με αρκετές αλλαγές μεν, αλλά με την ίδια προοδευτική λογική δε μέχρι και το ”Watershed”, τουλάχιστον στα δικά μου αυτιά. Από εκεί και κάτω μπορεί να χάθηκε η μαγεία και η έκπληξη από την μουσική τους αλλά σίγουρα με τις βάσεις που είχαν βάλει δεν μπορούσε να χαθεί το όνομα των OPETH. Δικαίως και μπράβο τους για αυτό, έστω και αν δεν μου κεντρίζουν έκτοτε και τόσο πολύ το ενδιαφέρον, χωρίς να σημαίνει αυτό πως δεν τους παρακολουθώ. Κλείνοντας να πω πως όποιος δεν έχει έρθει σε επαφή με το ντεμπούτο των Σουηδών progressive metallers, κάτι που το θεωρώ δύσκολο για ανθρώπους που γουστάρουν το prog ως κεντρική ιδέα στην μουσική, να το πράξουν άμεσα, μόνο να κερδίσουν έχουν.

Παναγιώτης ”The Unknown Force” Γιώτας

 

THE ORGANIZATION – “Savor the flavor” (Metal Blade)

Ας ξεκινήσουμε με τα βασικά. Οι ORGANIZATION, όπως έχουμε πει στο δεύτερο μέρος του αφιερώματος στο 1993, είναι ουσιαστικά οι DEATH ANGEL χωρίς τον Mark Osegueda, τον τραγουδιστή τους, που μετά το “Act III” και το σοβαρό τους ατύχημα με το tour bus, αλλά και το διωγμό τους από τη Geffen (και διάφορα άλλα γεγονότα), αποφάσισε να πάει στη Νέα Υόρκη και να σταματήσει να ασχολείται με τη μουσική. Ο κιθαρίστας, Rob Cavestany ανέλαβε τα φωνητικά και το ύφος των ORGANIZATION, ήταν εντελώς διαφορετικό από αυτό των DEATH ANGEL. Δηλαδή, το τεχνικό και πολύ ιδιόμορφο thrash είχε κάνει πέρα και είχε αφήσει χώρο σε αρκετά έως πολύ πειραματικά πράγματα. Κι αν το ομώνυμο ντεμπούτο, μου είχε αφήσει μία θετική γεύση, το “Savor the flavor” ποτέ δεν μου έκατσε καλά. Ούτε και τώρα που το επισκέφθηκα εκ νέου για να γράψω τούτες τις αράδες.

Είναι προφανές ότι στην Αμερική αλλά και στον κόσμο όλο εκείνη την περίοδο, ελάχιστοι ασχολούνταν με το thrash metal, οπότε το άλμπουμ αυτό, έχει μία σαφή alternative χροιά, με διάφορα punk (“The draught”) αλλά και funk στοιχεία που υπήρχαν διάσπαρτα και στο ντεμπούτο. Το μεγάλο πρόβλημα, ήταν πως οι συνθέσεις, με την εξαίρεση ίσως του “The chase”, δεν σου έμεναν στο μυαλό, περνούσαν και δεν ακουμπούσαν. Ελάχιστες εκλάμψεις και δεν είναι τυχαίο πως δεν έβγαλαν άλλο δίσκο, παρά ο Cavestany αργότερα έκανε τους SWARM (όταν και είχα ξεκινήσει αλληλογραφία μαζί του). Το τελευταίο κομμάτι του άλμπουμ, το “By the time”, είναι αρκετά καλό, πάντως, αλλά για τους μύστες, που ακούνε τους δίσκους ολόκληρους και δεν «κλέβουν», αν έχουν λίγη υπομονή, μετά το τέλος του, μπορούν να ακούσουν μία πραγματικά καλή διασκευή στο κλασικό “Do it again” των STEELY DAN. Κλείνω με μία υποσημείωση. Ουσιαστικά η εταιρία τους, είναι η Unsafe Unsane Recordings και τη διανομή τους είχε αναλάβει η Metal Blade. Αυτός ήταν και ο λόγος που βρισκόταν μόνο ως CD εισαγωγής κι –ευτυχώς- η πολύ ακριβή τιμή του (σε συνδυασμό με τα πολλά χρήματα που είχα δώσει για το ντεμπούτο τους, χωρίς να ανταποκρίνεται η αξία του), με απέτρεψαν από το να το αγοράσω. Και δεν το μετάνιωσα ποτέ.

Σάκης Φράγκος

OZZY OSBOURNE – “Ozzmosis” (Epic)

Όλοι μιλούσαν για το τέλος της καριέρας του Οzzy το 1995, σε σημείο που το “Live & loud” θεωρείτο η τελευταία του δουλειά. Πλέον του “No more tours”, η επανασύνδεση που επιχειρήθηκε με τους BLACK SABBATH, δεν έγινε ποτέ. Όμως ο ίδιος είχε άλλα σχέδια και παρά την αποτυχημένη συνεργασία με τον Steve Vai και τον Bob Daisley, που δεν μετουσιώθηκε σε δίσκο, επανεκκίνησε την διαδικασία με τον Zakk Wylde. Μάλιστα, υπήρχαν αρκετές αχρησιμοποίητες ιδέες από το “No more tears” τις οποίες ολοκλήρωσαν. Ανάμεσά τους ήταν η εξαιρετική μπαλάντα “Old L.A. tonight” που κλείνει το άλμπουμ, το “Tomorrow” που εύκολα έμπαινε στο προηγούμενο άλμπουμ και το πρώτο single το “Perry Mason”.

To “Ozzmosis” εκτός από συνθετική ομάδα, άλλαξε στην πορεία τόσο το line-up όσο και την ομάδα παραγωγής. Εν τέλει ο Michael Beinhorn ολοκλήρωσε το έβδομο προσωπικό άλμπουμ του Prince of Darkness χτίζοντας ένα σκοτεινό, πιο σκληρό και πιο «αναλογικό» ήχο. Για άλλη μια φορά, ο Ozzy πιάνει τον παλμό της εποχής, με αρκετά τραγούδια σε σκοτεινό, εσωστρεφές πνεύμα, ενώ ακόμα και τα πιο δυνατά, δεν ήταν γρήγορα για να συγκριθούν με παλιότερα όπως το “I don’t want to change the world” ή το “Miracle man” για παράδειγμα.

Το “I just want you”, γραμμένο από τον Jim Vallance (βλ. Bryan Adams), είναι ένα καθαρόαιμο pop τραγούδι, που έγινε πιο σκληρό με την παραγωγή, όπως και το “Ghost behind my eyes”, που φανερώνει την αγάπη του Ozzy για τους BEATLES. Η μέση του δίσκου, είναι και η κορυφή, με “Thunder underground” (ριφάρα γραμμένη από τον Geezer στην πιο SABBATH στιγμή του δίσκου), “See you on the other side” (κλασικό και με την συμβολή του Lemmy στους στίχους) και “Tomorrow” (o Zakk ροκάρει σε στυλ ALICE IN CHAINS). Το “Denial” μπορεί να είναι αχρείαστο, ενώ το “My little man” (γραμμένο για τον γιο του, τον Jack) όπως και το “Aimee” που έμεινε απέξω αρχικά (για την μεγάλη κόρη του / μπήκε στην επανέκδοση) είναι πολύ προσωπικά και δεν κρίνονται.

Μπορεί στο τέλος να έπαιξε τα τύμπανα ο Deen Castronovo, που ενδιάμεσα είχε αντικαταστήσει τον Randy Castillo, ενώ ο Zakk Wylde έδειχνε έτοιμος να μπει στους GUNS N’ ROSES όσο το αφεντικό σκεφτόταν να αποσυρθεί, αλλά στο τέλος γύρισε στο σχήμα. Στο μπάσο όμως, δεν επέστρεψε ο Mike Inez, αλλά ο νεο-αποχωρήσαντας (ξανά) από τους BLACK SABBATH, Geezer Butler. Βέβαια, αυτός ο δίσκος, τον έβγαλε από το τρυπάκι της συνταξιοδότησης (πάνε 25 χρόνια και βάλε) αν και χρειάστηκαν 6 ολόκληρα χρόνια για να κυκλοφορήσει τον επόμενο.

Γιώργος “Tomorrow” Κουκουλάκης

PARADISE LOST – “Draconian times” (Music for Nations)

Το 1995, έμελλε να είναι ένα σημαδιακό έτος για το ένα από τα λεγόμενα «τριάδα της Peaceville» συγκροτήματα. Από τους πρωτοπόρους της Doom/Death Metal σκηνής, γεννήτορες ενός υποείδους, αυτού του Gothic Metal. Βασική επιρροή για όλα τα πρώτα συγκροτήματα της αρχής αυτού του ιδιώματος αλλά και όσων το εκπροσώπησαν και συνεχίζουν να το υπηρετούν μέχρι σήμερα. Οι ρίζες που οι ίδιοι φύτεψαν με το εκπληκτικό άλμπουμ τους “Gothic” του 1991, απέδωσαν τους καρπούς τους με το “Icon” του 1993, για να φτάσουν στην πλήρη καρποφορία τους το έτος 1995.

Ένα άλμπουμ σταθμός στην ιστορία όχι μόνο της μεγάλης τετράδας από το Halifax του Ηνωμένου Βασιλείου, ούτε καν στην ιστορία του Gothic metal μόνο, αλλά σε ολόκληρη την ιστορία του Metal, ανεξαρτήτως είδους, κατηγορίας, ταυτότητας. Ένα άλμπουμ που άνοιξε διάπλατα τις πόρτες της μελαγχολίας, της επιβλητικής, σκοτεινής ατμόσφαιρας, όλου του Γοτθικού μεγαλείου που ρέει σε κάθε δευτερόλεπτο των 48:55 λεπτών διάρκειάς του.

Το 1995, οι PARADISE LOST, χάρισαν στον κόσμο το “Draconian times”.

Με χαρακτηριστικό τους την αλλαγή ύφους σε κάθε άλμπουμ τους, οι LOST από το “Gothic” και εξής έδειχναν την κατεύθυνση που ήθελαν να ακολουθήσουν. Με την ατμόσφαιρα να κυριαρχεί και κύριο συναίσθημα αυτό της απόγνωσης, προχώρησαν στο επίσης πολύ καλό “Shades of God”, αλλάζοντας τα Death φωνητικά με πιο ήπια, αλλά εξίσου επιθετικά. Κρατώντας ότι έκριναν καλύτερο από τις δύο αυτές κυκλοφορίες, προσφέρουν σαν φυσική εξέλιξη του σχήματος το θεόρατο “Icon”, το οποίο τους σύστησε στις πλατιές μάζες του κόσμου, σκορπίζοντας απλόχερα σκοτάδι στο πέρασμα του.

Και εκεί που θα έλεγε κανείς ότι δεν πάει παραπάνω το ταβάνι, αποφάσισαν να το ανατινάξουν, βάζοντας σε ένα αποστακτήρα όλα τα παραπάνω άλμπουμ και παίρνοντας το απόσταγμα, κατόρθωσαν να φτάσουν σε ύψη δυσθεώρητα και κορυφές απάτητες, ακόμα και για τους ίδιους πια.

Φυσική συνέχεια ίσως του “Icon”, το “Draconian times”, βρίσκει τους PARADISE LOST με μία αλλαγή στη σύνθεσή τους, καθώς αποχώρησε ο αρχικός ντράμερ της μπάντας Matthew Archer, για να αντικατασταθεί από τον Lee Morris, τον δεύτερο μακροβιότερο ντράμερ στην ιστορία του συγκροτήματος, το οποίο μόνο στην θέση πίσω από τα τύμπανα έχει οποιεσδήποτε αλλαγές στο line-up του.

Παρότι άμεσος συγγενής και διάδοχος του “Icon”, το “Draconian times” και πάλι ηχητικά δεν είναι ίδιο με τον προκάτοχό του. Ακόμα και στο απόγειο της επιτυχίας τους, οι σπουδαίοι Βρετανοί δεν σταματούν να εξελίσσονται, να μεταβάλλονται.

Τα φωνητικά του Nick Holmes μαλακώνουν ακόμα περισσότερο, γενόμενα πλέον σχεδόν καθαρά, αλλά διατηρώντας την επιβλητικότητά τους. Τα τραγούδια γίνονται ακόμα πιο μελωδικά, ίσως πιο απαλά στην ακρόασή τους. Παρά τις όποιες αλλαγές όμως, όλη η βαρύτητα, όλη η σκοτείνια δεν υποχωρεί. Ίσα ίσα. Η κιθάρα του Greg Mackintosh, με τον τόσο χαρακτηριστικό τόνο της, το τόσο αναγνωρίσιμο ύφος της που θα το ξεχώριζε κανείς εύκολα ανάμεσα σε δεκάδες άλλες, δημιουργεί και πάλι την σήμα κατατεθέν ατμόσφαιρα που συνοδεύει τους LOST από γενέσεως τους. Οι στίχοι του Nick για άλλη μία φορά δεν χαρίζονται στον ακροατή. Τον προβληματίζουν, τον βάζουν σε σκέψεις, τον μεταβάλλουν με κάθε ακρόαση.

Αν πρέπει να ξεχωρίσει κανείς κάποια τραγούδια από αυτό το άλμπουμ, η δουλειά του είναι εύκολη. Ξεκινάει από το “Enchantment”, για να συνεχίσει με τα “Hallowed land”  και “The last time”, να απογειωθεί με το “Forever failure”, να προχωρήσει στα “Once solemn”, “Shadowkings”, “Elusive cure”,  “Yearn for change” και “Shades of God” και να κλείσει το ταξίδι του με τα “Hands of reason”, “I see your face” και “Jaded”.

Είναι το “Draconian times” το καλύτερο άλμπουμ των PARADISE LOST; Αντικειμενικά, ναι (τουλάχιστον ως τώρα). Ξένισε (και ίσως ακόμα ξενίζει κάποιους) με την κυκλοφορία του; Επίσης ναι. Άλλωστε οι αλλαγές είναι ίδιον των τολμηρών. Οι υπόλοιποι, απλά φοβούνται την αλλαγή, μένουν στάσιμοι και τα ακροατήριά τους το ίδιο. Και οι Βρετανοί ποτέ δεν φοβήθηκαν να τολμήσουν. Από το θαυμάσιο εξώφυλλο μέχρι την άψογη, σχεδόν κρυστάλλινη παραγωγή, το “Draconian times” από της κυκλοφορίας του αποτέλεσε, συνεχίζει και θα συνεχίσει να αποτελεί σημείο αναφοράς. Δείγμα του τι μπορούν να καταφέρουν όσοι πειραματίζονται, δοκιμάζουν, αλλάζουν, προσπαθούν και δεν επαναπαύονται σε πρόσκαιρες δάφνες αλλά κυνηγάνε το απόλυτο, σε μονοπάτια που δεν διαβαίνει εύκολα κανείς.

Hail the Shadowkings.

Φανούρης Εξηνταβελόνης

PINK CREAM 69 – “Change” (Epic)

Ότι γράφει ο τίτλος. Ο Andi Deris έχει αποχωρήσει για τους HELLOWEEN και στα «παπούτσια» του μπαίνει ο David Readman. Ο ήχος της μπάντας αλλάζει και από εκείνο το ηλεκτρισμένο hard rock, το συγκρότημα κάνει μία μίξη του grunge και του παλιού του ήχου με αποτέλεσμα να ακούγεται κάτι τελείως απροσάρμοστο για τα δεδομένα της εποχής! Οι PINK CREAM 69 ήταν ένα συγκρότημα που είχε ταυτότητα, που μέσα από τρεις δίσκους κατάφερε να δημιουργήσει μία πολύ μεγάλη βάση οπαδών, κυρίως στον ευρωπαϊκό χάρτη, αλλά δεν είναι αυτό που μας απασχολεί στην προκειμένη περίπτωση. Το  “Change” ήταν ένα άλμπουμ το οποίο δίχασε έως και απομάκρυνε αρκετούς οπαδούς της μπάντας. Δεν έχει καμία σχέση με το παρελθόν της μπάντας. Θα ρωτήσει κάποιος «Μα καλά τόσο κακό άλμπουμ είναι;». Η αλήθεια είναι πως όχι. Δεν είναι κακό άλμπουμ, είναι διαφορετικό, ήταν κάτι καινούργιο και φυσικά εκείνο τον καιρό μη αποδεκτό. Βέβαια, δε νομίζω πως οι απόψεις του κόσμου έχουν αλλάξει, αλλά δεν μπορώ να πω ότι είναι κακό άλμπουμ. O Readman ακούγεται αρκετές φορές σαν ο κλώνος του Chris Cornell, αλλά όσο και να μου αρέσουν οι SOUNDGARDEN δε μπόρεσα ποτέ μου να χωνέψω πως οι PINK CREAM 69 έβγαλαν ένα δίσκο τόσο πολύ κοντά, ηχητικά πάντα, στην πάντα του Cornell. Από μένα είναι ξεκάθαρο το «ΟΧΙ». Και ο λόγος είναι αυτός που ανέφερα παραπάνω. Η μπάντα έπαιζε ένα ηλεκτρισμένο hard rock. Και στο “Change” αυτό έχει πάει περίπατο. Την αμαρτία μου θα την πω όμως. Το “Yesterdays” είναι ΜΕΓΑΛΗ ΤΡΑΓΟΥΔΑΡΑ!

ΥΓ. Το κείμενο αφορά τα προσωπικά μου γούστα και μόνο. Για να είμαστε αγαπημένοι!

Ντίνος Γανίτης

PSYCO DRAMA – “The illusion” (Massacre Records)

Όταν κάνουμε την ανασκόπηση των περασμένων ετών, συνήθως προσπαθούμε να κρατάμε μια ισορροπία και να γράφουμε τόσο για τους γνωστούς στο ευρύ κοινό καλλιτέχνες και τους δίσκους που απολαμβάνουν ευρείας αναγνώρισης, όσο και για κάποια «κρυφά διαμάντια», που όμως η αξία τους είναι τέτοια που σου απαγορεύει να τα αγνοήσεις. Από τα βουνά του Colorado και συγκεκριμένα από το Colorado Springs, μας ήρθε το 1995 ένα ακόμη εξαίσιο δείγμα βατού, στρωτού, μελωδικού US progressive metal, που φλερτάρει έντονα, για να μην πω ξεδιάντροπα, με το power metal. Κάπως ετεροχρονισμένα είναι η αλήθεια, αφού αυτό ακριβώς το στυλ του προοδευτικού μετάλλου ήταν από τα καλύτερα εξαγώγιμα προϊόντα των Η.Π.Α πριν το 1992 – 1993, όταν οι DREAM THEATER κυκλοφόρησαν το “Images and words” και χωρίς να το θέλουν, του κατάφεραν το πρώτο μεγάλο πλήγμα (το δεύτερο το κατάφερε ο Wilson αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία). Στα των PSYCO DRAMA λοιπόν! Λυρικό US power/prog ή prog/power (διαλέγεις τον ανάλογο προσδιορισμό ανάλογα τα δικά σου γούστα και χωρίς επιφύλαξη) από αυτό που αποθεώνεται σε δίσκους σαν το “Winner/Loser” των TITAN FORCE (συντοπίτες γαρ), με τις αναλόγου αξίας κρυστάλλινες ερμηνείες από τη θεία φωνή του Corey Brown, γνωστού επίσης από τους BALANCE OF POWER και MAGNITUDE 9. Και μπορεί οι Hercules Castro και Bart Barlettano (κιθάρες), Brian Dail (μπάσο) και MacKenzie Kerr (τύμπανα) να μην είχαν να επιδείξουν τίποτα ως τότε και να μην έκαναν και κάτι το ιδιαίτερο μετά, αλλά εδώ είναι οπωσδήποτε «συνάδελφοι» άξιοι και δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα από καθιερωμένα ονόματα του χώρου. Ο δίσκος κυκλοφόρησε από δυνατή εταιρεία, αλλά για έναν εντελώς ανεξήγητο λόγο, από το 1996 (πρώτη επανέκδοση) ως και σήμερα δεν έχει γνωρίσει ούτε μια επανακυκλοφορία, με αποτέλεσμα να αλλάζει χέρια η αυθεντική του έκδοση για μεγάλα ποσά. Τουλάχιστον αυτό είναι κάτι που δεν έρχεται σε αντιδιαστολή με τη μουσική του αξία, η οποία είναι εξίσου μεγάλη. Για την ιστορία, να σημειωθεί εδώ πως σε καιρούς που όλες οι πρωτεμφανιζόμενες μπάντες ήθελαν να «πιάσουν την καλή» στοχεύοντας φυσικότατα και σε οικονομικές απολαβές, πέραν της όποιας φήμης, οι PSYCO DRAMA έδωσαν το πρώτο τους live δωρεάν στην στρατιωτική βάση Fort Carson, η οποία βρίσκεται στην ευρύτερη γενέτειρά τους περιοχή, μπροστά στο προσωπικό και στις οικογένειες αυτού. Είπες κάτι περί πρωτοτυπίας και τιμιότητας;

Δημήτρης Τσέλλος

THE QUILL – “The Quill” (Megarock Records)

Στο δεύτερο μέρος του αφιερώματος στο κίνημα του vintage rock, είχαμε ξαναβρεί τους THE QUILL με τη δισκάρα “Voodoo Caravan”. «Δισκάρα»; Τι πάει να πει «δισκάρα»; Τώρα που το έγραψα, νομίζω πως δε χρειαζόταν. Αυτό εννοείται, όταν έχουμε να κάνουμε με κάποια κυκλοφορία τούτων εδώ των Σουηδών! Οι δεύτεροι μεγαλύτεροι καταχραστές στην ιστορία του σκληρού ήχου, οι οπαδοί του “stoner”, βάπτισαν τους THE QUILL “stoner” μπάντα, προφανέστατα μην έχοντας επισκεφτεί έστω και μια φορά την επίσημη σελίδα τους στο MySpace και μην έχοντας διαβάσει μια συνέντευξή τους κάπου, όπου περιγράφουν τη μουσική τους ως “groovy hard/heavy rock”. Παρένθεση: εδώ θα στεναχωρήσω τον αρχισυντάκτη μου, μα οι πρώτοι είναι μακράν οι progsters που ό,τι ακούγεται περισσότερο τεχνικό από «φα-σολ-λάδα» και έχει σχετικά “out of the box” νοοτροπία θέλουν να το οικειοποιούνται, κοτσάροντας χαζά τσιτάτα δίπλα τύπου “thinking man’s metal” – λες και όλα τα άλλα είδη είναι για χαζούς. Κλείνει η παρένθεση. (σ. αρχισυντάκτου: Ναι, αλλά δεν έβαλες την παρένθεση, σε… παρένθεση). Με γνώμονα λοιπόν τη χρονολογία κυκλοφορίας του ντεμπούτου τους, οι THE QUILL μπορούν να υπερηφανεύονται πως μαζί με τρεις, τέσσερεις, άντε πέντε (;) ακόμη μπάντες, ήταν από τους πρωτεργάτες του όλου vintage κινήματος, πριν καν αυτό «εκραγεί» και εξελιχθεί στο ποιοτικότερο ίσως, βάσει αριθμού κυκλοφοριών και ποιότητας αυτών, «κίνημα» όλων των εποχών. Μπροστάρης τους, ο καταπληκτικός Magnus Ekwall, ο οποίος με περίεργο τρόπο πήρε τις φωνές του Chris Cornell, του Doogie White και του Ray Gillen για να φτιάξει τη δική του και να τραγουδήσει ένα μουσικό μείγμα από BLACK SABBATH, DEEP PURPLE, LED ZEPPELIN και SOUNDGARDEN. Heavy rock υψηλών οκτανίων, με θεσπέσια riffs από τον Christian Carlsson, τον Anders Haglund να σε ταξιδεύει πίσω στον χρόνο με το Hammond B3 και το Fender Rhodes πιάνο του και τους Roger Nilsson και George “Jolle” Atlagic να χτυπούν στο «Δόξα Πατρί». H αρχή μιας σπουδαίας δισκογραφικής παρουσίας, της οποίας το τελευταίο, ως τώρα, κεφάλαιο, απολαύσαμε με το φετινό “Earthrise”. Το είπα και στην αρχή, δε χρειάζονται πολλά λόγια. Μιλάμε για ένα από τα “buy or die” της τιμώμενης χρονιάς.

Δημήτρης Τσέλλος

RAGE – “Black in mind” (G.U.N.)

Δίχως να το γνωρίζουν ακόμα και οι ίδιοι, οι RAGE βρισκόταν ήδη στην χρυσή τους περίοδο. Από το “Trapped!” κι έπειτα, η ανοδική τους πορεία συνεχιζόταν με γοργούς ρυθμούς, σαν την στρουθοκάμηλο που την κυνηγάνε. Είχαν πλέον κυκλοφορήσει 8 ολοκληρωμένα άλμπουμ, σε μόλις 10 χρόνια και μάλιστα τα 2 τελευταία τους, έδειχναν ένα συγκρότημα που εξελίσσεται και παίρνει φόρα. Παράλληλα, το “The missing link” και η συλλογή “10 years in rage” παρουσίαζαν τον Peavy Wagner με μια πιο σκληρή και βραχνή φωνή, να τραγουδά πιο επιθετικά, όπως άρμοζε στις πιο ογκώδεις συνθέσεις του. Μπορεί τα παραπάνω να είχαν μεγαλώσει τις προσδοκίες, όμως λίγοι μπορούσαν να φανταστούν πόσο άρτιο θα ήταν το επόμενό τους άλμπουμ. Φανταστική παραγωγή, μοντέρνες κιθάρες, απίστευτο drumming, εναλλαγές ρυθμού και τα πιο κολλητικά ρεφραίν που είχαν γράψει ποτέ. 

Πλέον, μετά την αποχώρηση του Manni Schmidt, υπάρχουν δύο κιθαρίστες με τον ένα να είναι ο αδερφός του Chris Efthimiadis, για χρόνια drummer του σχήματος και τον άλλο να είναι ο Sven Fischer. Οι δυο τους, είχαν συμβάλλει στις επανηχογραφήσεις του “10 years in rage” και πλέον ήταν έτοιμοι να συμβάλλουν στην εκτόξευση της μπάντας του Peavy. Όποιος μάλιστα είχε βρεθεί στο Ρόδον, τον Μάρτιο του ’95, πριν κυκλοφορήσει το άλμπουμ, κατάλαβαν την δυναμική και την ενέργεια των RAGE. 

Αρκεί να διαβάσουμε έναν-έναν τους τίτλους των τραγουδιών κι αμέσως συνειδητοποιούμε ότι πρόκειται για τον πιο κλασικό δίσκο των RAGE.  Αυτός ο δίσκος, ο πρώτος τους σε νέα δισκογραφική στέγη, ήταν απλά άρτιος. Επιθετικά κομμάτια για ανελέητο headbanging (“Sent by the Devil”, “A spider’s web”, “The icecold hand of misery”, “Forever”), πιο midtempo ύμνοι (“The crawling chaos”, “Alive but dead”), σκοτεινές μπαλάντες (“All this time”) και ένα 10άλεπτο έπος αντίστοιχο του “The missing link” (“In a nameless time”).

Πρέπει εδώ να υπογραμμίσουμε, πως στο “Black in mind” προσθέτουν και για πρώτη φορά ορχήστρα, κάτι που τους οδήγησε αργότερα στο πρωτοποριακό “Lingua Mortis”, όταν άλλοι ακόμα ονειρευόταν να παντρέψουν το metal με συμφωνικές ορχήστρες. 

Γιώργος “Sent by the devil” Κουκουλάκης

RAINBOW – “Stranger in us all” (BMG)

Μερικά άλμπουμ είναι από την μοίρα τους ταγμένα, όσο καλά και εάν είναι,  να μείνουν για πάντα αν όχι στην αφάνεια, σίγουρα πάντως μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας και την ευρύτερη αναγνώριση. Τέτοια περίπτωση είναι αυτό εδώ, το “Stranger in us all” το οποίο ναι μεν είναι ένα πάρα πολύ καλό δείγμα δουλειάς, από την άλλη οι μισοί οπαδοί των RAINBOW δείχνουν να το αγνοούν σε πολύ μεγάλο βαθμό. Όμως, η αλήθεια να λέγεται, ο κόσμος εκείνα τα χρόνια είχε πραγματικά κουραστεί με τα τερτίπια των Gillan και Blackmore στους DEEP PURPLE, το παραδοσιακό hard rock ουσιαστικά ήταν σε …διωγμό από τα νέα μουσικά ρεύματα και το “Stranger in us all” μουσικά ομολογουμένως δεν είχε και τίποτα νέο να μας δώσει. Βέβαια εμείς οι παραδοσιακοί τύποι, ούτε θέλαμε, ούτε περιμέναμε νεοτερισμούς από την μπάντα του Man In Black. Το άλμπουμ περιέχει στο σύνολο του πολύ καλές συνθέσεις, έξυπνες ιδέες και τραγούδια, εξαιρετικό παίξιμο από όλους τους μουσικούς Doogie White, Paul Morris, Greg Smith και John O’Reilly, αλλά προσωπικά (αν και ένθερμος οπαδός του) βρίσκω πως είναι ολίγον αποπροσανατολισμένο ηχητικά ως προς το που θέλει να πάει. Θέλει να μοιάσει λίγο στην εποχή του “Rising”, θέλει να πάει προς πιο Turner μονοπάτια; Είναι κάπως μετέωρο ανάμεσα, με τον Doogie White όμως να είναι ο μοναδικός τραγουδιστής στην ιστορία της μπάντας που έχει την απολαυστική ικανότητα να γεφυρώνει εξαιρετικά τους δύο αυτούς κόσμους… Επίσης τα drums μοιάζουν ακόμα και σήμερα αδύναμα και σε αυτό δεν φταίει το παίξιμο του John O’Reilly, αλλά η τελική μίξη. Αν είχαμε πιο στιβαρό ήχο, θα μιλούσαμε για άλμπουμ επικών διαστάσεων διότι οι συνθέσεις είναι μια και μια. Αλλά είπαμε… Όπως και να έχει το πράμα, αν μια μέρα με βάζατε να κάνω ένα best of των RAINBOW από εδώ σίγουρα τα “Wolf to the moon”, “Black masquerade”  (τι έπος είναι αυτό…), “Too late for tears” (αυτό θα το έβαζα δίπλα στο αδερφάκι του, το “Lost in Hollywood”) και “Ariel” θα είχαν δεδομένα θέση δίπλα σε όλα τα άλλα κλασσικά τους. Από εκεί και πέρα δυο προσωπικές ενστάσεις. Η επανάληψη του “Still I’m sad” έστω και με στίχους δείχνει κουραστική εμμονή, όπως και το “Hall of the mountain king” το οποίο και αυτό νομίζω δεν έχει να προσφέρει τίποτα σπουδαίο. Γενικά και συμπερασματικά: Είναι έγκλημα μερικοί να επιμένουν μόνο σε συγκεκριμένα άλμπουμ όπως πχ το “Rising” και είκοσι χρόνια μετά να μην έχουν ανακαλύψει αυτό εδώ το διαμάντι…

Δημήτρης Σειρηνάκης

RAMMSTEIN – “Herzeleid” (Motor Music)

Δεν ξέρω πόσοι κατάφεραν να ακούσουν το “Herzeleid” και τους RAMMSTEIN το 1995, αλλά χρειάστηκε να περάσουν 3 χρόνια για να πέσουν στα δικά μου χέρια. Μιλάμε άλλωστε για περίοδο δίχως ίντερνετ και κοινωνικά δίκτυα βέβαια, όπως και μηδενική ραδιοτηλεοπτική κάλυψη αυτής της μουσικής στη χώρα μας τότε (αυτό εξακολουθεί). Πάντως το ντεμπούτο των Γερμανών, όποιος το άκουσε εκείνη την εποχή, ήταν σαν να έσκαγε μπουνιά στα μούτρα του, χωρίς να το περιμένει. Όταν σου συμβαίνει κάτι τέτοιο συνήθως είναι συνδυασμός τόσο των συνθέσεων, όσο και του ήχου. Στον πρώτο τομέα αυτό έρχεται με την μονοδιάστατη προσέγγιση των Γερμανών, την πίστη τους στα 4/4 και την στρατιωτική τους προσήλωση στα απλά ριφ και τους Γερμανικούς στίχους. Στον δεύτερο, είναι ο σύγχρονος, στιβαρός ήχος στις κιθάρες, τα ψυχρά αλλά γεμάτα τύμπανα και την ογκώδη παραγωγή, μαζί με την βαρύτονη φωνή του Lindemann. Ένας συνδυασμός που σκοτώνει.

Ο μύθος λέει πως τόσο ο παραγωγός (Jacob Hellner), όσο και ο μηχανικός ήχου (Ronald Prent) βρισκόταν στην Ελλάδα για διακοπές, όταν τους κάλεσαν να το αναλάβουν αφού το συγκρότημα δεν ήταν ευχαριστημένο από τις αρχικές ιδέες του Herlofsson. Μάλιστα δοκίμασαν πολλές εκδοχές στην μίξη μέχρι να καταλήξουν σε αυτή που τελικά μας έδωσαν. Υπάρχει μια κάποια αθωότητα στις συνθέσεις, όμως στο σύνολό του, το “Herzeleid” ήταν σεισμικών διαστάσεων. Τραγούδια που έγραψαν ιστορία, με τα 7 από τα 11 να θεωρούνται χαρακτηριστικά του ύφους που καθιέρωσαν. Εξαιρετικό λοιπόν για ένα συγκρότημα που μαζί έπαιζε μόνο λίγους μήνες σε ένα αφιλόξενο περιβάλλον, όπως αυτό τις Ανατολικής Γερμανίας, ακόμα και μετά την επανένωση. Τα “Wohlt ihr das Bett in Flamen sehen?”, “Das alte Leid”, “Du riechst so gut”, “Asche zu asche”, “Heirate mich” και “Rammstein” έχουν μια διαχρονική αξία. Ακόμα και το “Seeman” (το πρώτο single και αυτό που μας δείχνει τον Till να χτυπά ρυθμικά με την γροθιά του το πόδι του, κάτι που έγινε σήμα κατατεθέν) παρόλο που θυμίζει έντονα τις Αμερικάνικες neo-grunge μπάντες (βλ. CREED) φέρει την σφραγίδα των RAMMSTEIN.

Εργοστασιακό, βιομηχανικό, ογκώδες metal, έστω κι εναλλακτικό, το “Herzeleid” δεν κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ, παρά μόνο 3 χρόνια αργότερα. Τόσο το τραγούδι “Weisses Fleisch” (White meat) όσο και η φωτογραφία του (απαίσιου) εξωφύλλου, σε συνάρτηση με το «στρατιωτικό» τους στυλ και την χρήση της Γερμανικής γλώσσας, έμελλε να ωθήσει κάποιους να τους χαρακτηρίσουν φασίστες, κάτι τελείως άσχετο που πολεμούν (με τον δικό τους σαρκαστικό τρόπο) μέχρι και σήμερα.

Γιώργος “Der Meister” Κουκουλάκης

RΙΟΤ – “The brethren of the Long House” (Sony Records)

Το «πείραμα» της αλλαγής του ήχου των RIOT από το “in your face” USPM των γιγαντιαίων “Thundersteel” και “The privilege of power”, προς έναν σαφέστατα πολύ πιο “hard rock oriented” με το “Nightbreaker”, είχε στεφθεί με απόλυτη επιτυχία. Ο Mike DiMeo πατούσε πια πολύ γερά στα πόδια του, οι Reale/Flyntz είχαν τέτοια «χημεία» που σου έδιναν την εντύπωση πως ζούσαν και ανέπνεαν στο ίδιο σώμα, ο νεοφερμένος Pete Perez είχε δείξει τα πρώτα δείγματα του τεράστιου ταλέντου του, συνεργαζόμενος άψογα με τον Bobby Jarzombek. Τι πιο λογικό λοιπόν, από το να συνεχιστεί αυτή η πορεία, έτσι δεν είναι; Έτσι είναι, αλλά όχι ακριβώς, αν λέγεσαι Mark Reale. Εσύ, ήθελες πάντα να ωθείς τα πράγματα ένα βήμα παρακάτω. Όταν λοιπόν είδες την αριστουργηματική ταινία «Ο τελευταίος των Μοϊκανών», συγκλονίστηκες τόσο πολύ, που θέλησες να γράψεις το δικό σου soundtrack, εμπνευσμένο από τους Αμερικανούς ιθαγενείς και να τους το αφιερώσεις. Το φαινομενικά δυσαναπλήρωτο κενό του Jarzombek, το κάλυψες με τον ερχομό του John Macaluso, ενός drummer-φαινομένου, που ακουγόταν πιο “Rondinelli” και από τον ίδιο τον Rondinelli. Στράφηκες προς δυο μεγάλες σου αγάπες για να βρεις έμπνευση, το βρετανικό hard rock μέσω των RAINBOW, των THIN LIZZY και του Gary Moore και την κελτική παραδοσιακή μουσική. Προς τούτο, διασκεύασες το θρυλικό πια “The Gael” του Dougie MacLean βασιζόμενος στην εκδοχή του OST της ταινίας «Ο τελευταίος των Μοϊκανών», το “Out in the fields” των Moore/Lynott και ένα παραδοσιακό αμερικανικό τραγούδι, το “Shenandoah”. Έδωσες πολύ χώρο στον Mike DiMeo και άφησες τον Perez να ξεσαλώσει στο μπάσο, κάτι που σου επεστράφη διπλό και τρίδιπλο. Και έγραψες μεγάλα, σπουδαία τραγούδια: ένα “Glory calling” που ήρθε και διεκδίκησε την πρωτιά στα αγαπημένα μας «εναρκτήρια» όλων των εποχών, έστω κι αν μάλλον την έχασε. Ένα “Rain”, που η ομορφιά του χρωστούσε πολλά στο “Rainbow eyes”. To ανθεμικό “Wounded heart”, το Blood of the English” που απαντούσε στο υποθετικό ερώτημα «πως θα ακούγονταν οι BAD COMPANY αν συνέθεταν δίσκο με τους THIN LIZZY»… Έτσι όπως πάει, θα γράψω ατόφια την tracklist. Για όλους τους οπαδούς των RIOT, συγκαταλέγεται στις καλύτερες στιγμές της μπάντας, ενώ για κάποιους από αυτούς, «χτυπάει» και τις πρώτες πέντε θέσεις, σε μια ΑΨΕΓΑΔΙΑΣΤΗ δισκογραφία. Για τον οποιονδήποτε έχει αυτιά που λειτουργούν σωστά και ακούει μουσική με αυτά, είναι ένας από τους καλύτερους δίσκους ολόκληρης της δεκαετίας του ’90. Γιατί; Επειδή το “The brethren of the Long House” είναι ένα συγκλονιστικό άλμπουμ. Τόσο απλά.

Δημήτρης Τσέλλος

ROYAL HUNT – “Clown in the mirror” (Teichiku Records/Rondel Records)

Το θυμάμαι σαν τώρα. Στον ημιώροφο στη Σωκράτους, ο συγχωρεμένος ο Βαγγέλης να μου δίνει το “Moving target” και το ζωντανά ηχογραφημένο “1996” των ROYAL HUNT, που μόλις είχαν αποκτήσει διανομή στην Ελλάδα και να μου λέει: «άκου αυτά κι επειδή ξέρω τα μουσικά σου γούστα, θα παραμιλάς». Και η αλήθεια είναι ότι παραμιλάω μέχρι και σήμερα… Γιατί το λέω αυτό, ενώ πρέπει να μιλήσω για το “Clown in the mirror”; Επειδή οι δύο πρώτοι δίσκοι των ROYAL HUNT, δεν είχαν διανομή στην Ευρώπη και μόνο μετά το “Paradox”, τους επανακυκλοφόρησε η SPV. Ήμασταν τυχεροί όμως, διότι είχαμε την ευκαιρία να ακούσουμε από το ΜΥΘΙΚΟ “1996” τις εκτελέσεις πολλών τραγουδιών τους και να γνωρίζουμε την πλήρη αξία τους.

Στο δεύτερο άλμπουμ των Δανών (τότε ήταν αμιγώς Δανέζικη μπάντα οι ROYAL HUNT), στα φωνητικά ήταν ο Henrik Brockmann, ο οποίος δεν είχε κακή φωνή, αλλά τα τραγούδια με τον DC Cooper, πραγματικά απογειώνονται. Το ίδιο και με την καλύτερη παραγωγή του “1996”, παρότι live. Έτσι μπορούμε να διαπιστώσουμε τα “Wasted time”, “On the run”, “Ten to life”, η μπαλάντα “Clown in the mirror” και το απίστευτο “Epilogue” που κλείνει όχι μόνο το δίσκο, αλλά παραδοσιακά σχεδόν όλες τις συναυλίες των ROYAL HUNT, είναι εξαιρετικά τραγούδια, φοβερά δείγματα neoclassical power/progressive, καθοδηγούμενα από τον μαέστρο Andre Andersen. Μοναδικό «μελανό» σημείο στο δίσκο (πέρα από την παραγωγή και τα φωνητικά που είναι απλά ικανοποιητικά), είναι το “Bodyguard”, το οποίο είναι ο προπομπός του “Step by step”, ενός τραγουδιού που δεν θα έπρεπε να υπάρχει στο τέλειο –κατά τ’ άλλα- “Moving target”. Συνολικά, ένα βήμα πάνω από το “Land of broken hearts”, μας βροντοφώναζαν «ΕΡΧΟΜΑΣΤΕ», αλλά με διανομή μόνο στην Ιαπωνία και την Αμερική, μας ήταν κομματάκι δύσκολο να τους ακούσουμε. Δεν πειράζει, το κάναμε έστω κι ετεροχρονισμένα.

Σάκης Φράγκος

RUNNING WILD – “Masquerade” (Noise Records)

Το 1995 έγινε κάτι αναπάντεχο για τα δεδομένα των RUNNING WILD. Μέχρι εκείνη την χρονιά, η μοναδική φορά που κυκλοφόρησαν δύο διαδοχικά άλμπουμ με το ίδιο line up ήταν στα “Branded and exiled” και “Under Jolly Roger”. Έκτοτε και σε κάθε τους νέο άλμπουμ, το μόνο σταθερό μέλος της μπάντας δεν ήταν άλλο από τον ηγέτη της, τον Rolf Kasparek. Έχοντας κυκλοφορήσει έναν χρόνο πριν το μεγαλειώδες “Black hand inn”, o Kasparek βρήκε την χρυσή φόρμουλα και κράτησε το ίδιο line up στο “Masquerade”, που αποτελούταν από τους Thilo Herman στις κιθάρες, τον Thomas Smuszynski στο μπάσο και τον Jorg Michael στα ντραμς. Στιχουργικά το “Masquerade” επικεντρώνεται σε ένα θέμα, όπου ο καπετάνιος το συνέχισε στα “Rivalry” και “Victory” ως concept. Το θέμα είναι η παγκόσμια μάχη μεταξύ του καλού και του κακού, κάτι που πάντα υπήρχε στην μουσική των RUNNING WILD και ας ήταν καμουφλαρισμένο από την πειρατική θεματολογία τους. Μην ξεχνάμε πως στο εξώφυλλο του “Pile of skulls”, πίσω από τα κρανία υπάρχουν τρία σύμβολα που απεικονίζουν την θρησκεία, την εξουσία και τον πόλεμο και στο “Masquerade”, οι τρεις άντρες που εμφανίζονται στο εξώφυλλο, πετώντας τα προσωπεία τους, αντικατοπτρίζουν τον ίδιο συμβολισμό ως τα τρία μεγαλύτερα κακά που έχει να αντιμετωπίσει ο άνθρωπος. Μουσικά τώρα, το “Masquerade” είναι το πιο λυσσασμένο άλμπουμ που έβγαλαν ποτέ και σου δίνεται η εντύπωση ότι όταν το ηχογραφούσαν έπρεπε να έδωσαν το 1000% της ενέργειας τους. Το ομώνυμο τραγούδι, το “Lions of the sea”, το “Wheel of doom” και το “Underworld” είναι από τα πιο αντιπροσωπευτικά τραγούδια του άλμπουμ και από αυτά που σου δίνουν την εντύπωση ότι η μπάντα του Kasparek δάγκωνε σίδερα. Η ταχύτητα, τα ξερά riff και η αγριάδα του “Masquerade”, κατατάσσουν τον δίσκο ως ένα ακόμα εξαιρετικό σημείο αναφοράς του συγκροτήματος, στην χρυσή του εποχή που σιγά σιγά έφτανε στο τέλος της.

Δημήτρης Μπούκης

SACRED REICH – “Heal” (Metal Blade)

Επιστροφή στην Metal Blade για τους SACRED REICH, μετά το διάλειμμα στην Hollywood για το “Independent”. Επιστροφή επίσης στις μικρές διάρκειες για το θρυλικό συγκρότημα από το Phoenix της Arizona, με τα 33 λεπτά να είναι η συνολική διάρκεια του δίσκου, έναντι των 47 λεπτών του προκατόχου του. Εν αντιθέσει με την γκρούβα του προκατόχου, έχουμε επίσης το πιο αμιγώς hardcore feeling του δίσκου που έρχεται στο προσκήνιο. Αυτό σημαίνει περισσότερο ξύλο σαφώς, ενισχύοντας την crossover πτυχή των SACRED REICH, σε κομμάτια όπως το “Blue suit, brown shirt” και το “Break through”, με την αντίστοιχη SABBATH-ική γκρούβα στο ομώνυμο. Πράγματα που τα μαθαίνει ο κόσμος στο τέλος του ‘95 (αρχές ‘96, συγκεκριμένα Φεβρουάριο λένε άλλες πηγές), μέσω της Metal Blade.

Σε κομμάτια όπως το “Low” και “Don’t”  φαίνεται η απτή επιρροή των PANTERA στον ήχο των συμπατριωτών τους. Το δε “Ask Ed” αγκαζέ με το “Jason’s idea” δείχνει το πηγαίο χιούμορ του συγκροτήματος, σε συνδυασμό με την τζαμαριστή φύση της μπάντας. Η διασκευή στο “Who do you want to be?” των OINGO BOINGO, ενός new wave σχήματος που έδρασε το διάστημα ‘79 – ‘95, δείχνει τη βαθιά ριζωμένη punk και hardcore νοοτροπία των SACRED REICH, που είχαν καταστήσει χρόνια πίσω σαφές πως δεν ακούνε μόνο metal μέσα στο “31 flavors” που κατονόμασε σωρεία μπαντών εκτός του συγκεκριμένου φάσματος. Το “I don’t care” στα καπάκια με το “The power of the written word” μαρσάρουν φουλ κι ενώ διαλύουν σβέρκους, οδηγούν το δίσκο στο φινάλε του και σε ένα μεγάλο διάλειμμα από τη δισκογραφία για τους SACRED REICH.

Ένας ακόμα αξιοπρεπές άλμπουμ σε ζόρικα χρόνια για το κλασσικό thrash. Οι Αμερικανοί, θα διαλυθούν το 2000. Το 2007, θα επανέλθουν στην ενεργό δράση, μα θα παραμείνουν αυστηρά συναυλιακό συγκρότημα, μέχρις ότου πάρουν την απόφαση, να βγάλουν το πολύ καλό “Awakening” το 2019, διατηρώντας ωστόσο μια αναγνωρισιμότητα στους κόλπους της σκηνής, παρότι ποτέ δεν έγιναν τόσο μεγάλοι σε δημοτικότητα/απήχηση όσο ενδεχομένως μπορούσαν.

Γιάννης Σαββίδης

SAINT VITUS – “Die healing” (Hellhound Records)

Μετά την κυκλοφορία του “C.O.D.” το 1992 και την αντίστοιχη περιοδεία του δίσκου την επόμενη χρονιά, οι τεράστιοι πατέρες του Aμερικάνικου doom, SAINT VITUS, είδαν τον Σουηδό τραγουδιστή τους Christian “Chritus” Linderson να αποχωρεί και βρίσκονταν σε τέλμα. Μάλιστα είχε γραφτεί ένα άλμπουμ με ακυκλοφόρητο υλικό το οποίο όμως ποτέ δεν έμελλε να κυκλοφορήσει και η μπάντα το παράτησε επίσημα. Όλα αυτά με τη μπάντα να το ηχογραφεί σαν τρίο, με τον κιθαρίστα Dave Chandler να αναλαμβάνει και τα φωνητικά και τη μόνιμη ρυθμική βάση της μπάντας στο πλάϊ του, δηλαδή τον μπασίστα Mark Adams και τον ντράμερ Armando Acosta (μεγάλη η χάρη Σου, αξέχαστε). Και κάπου εκεί γίνεται η μεγάλη ανατροπή και ο αρχικός τραγουδιστής του συγκροτήματος, ο θεός Scott Reagers, επιστρέφει στο συγκρότημα μετά από διαβουλεύσεις που κράτησαν αρκετό καιρό, με τον όρο ότι αυτός θα ήταν ο τελευταίος δίσκος της μπάντας και αντίστοιχα η περιοδεία που θα ακολουθούσε θα ήταν επίσης η τελευταία τους, ώστε όπως δήλωσε, «να ολοκληρωθεί ο κύκλος των πραγμάτων» που αφορούσαν το συγκρότημα. Και κάπως έτσι τα πράγματα παίρνουν διαφορετική τροπή και τελικά το υλικό που είχε ηχογραφηθεί και παρατηθεί, επαναπροσαρμόζεται στο στυλ του Reagers και το συγκρότημα πετάει για τη Γερμανία άμεσα.

Εκεί και στα γνώριμα Music Lab Berlin στο Βερολίνο, οι SAINT VITUS ετοιμάζουν τον δίσκο που πήρε τον τίτλο “Die healing”, με έναν μεγάλο γνώριμο του μεταλλικού κοινού, δηλαδή τον Harris Johns στην παραγωγή (ή αλλιώς τον άνθρωπο που παρήγαγε ένα από τα δυο κορυφαία Ευρωπαϊκά άλμπουμ όλων των εποχών, δηλαδή το “Agent orange” των SODOM) (σ. Σάκη Φράγκου: από τη στιγμή που επιβίωσα αφότου διάβασα κι αυτό, είμαι παλικάρι!!!). Μάλιστα, η δουλειά του με τους SODOM ήταν αυτή ακριβώς που τράβηξε την προσοχή του Dave Chandler, και θέλησε να τον εμπιστευτεί για την παραγωγή. Μετέπειτα, ο Chandler χαρακτήριζε τον δίσκο ως τον καλύτερο ηχητικά στην πρώτη φάση της μπάντας, ενώ αρκετά χρόνια μετά το πήγαινε παραπέρα λέγοντας ότι χάρη(ς) και στον Johns, ήταν το καλύτερο συνολικά άλμπουμ που έκαναν ποτέ οι SAINT VITUS. Μια άποψη που έχουν και πάρα πολλοί οπαδοί της μπάντας μάλιστα, η οποία είναι εντυπωσιακή δεδομένου του τι δίσκοι είχαν προηγηθεί από το συγκρότημα και που καταδεικνύει την μεγάλη αξία του “Die healing”. Αρκετοί θεωρούν ότι είναι γενικά το τελευταίο SAINT VITUS άλμπουμ, προφανώς μην λογίζοντας τα δυο άλμπουμ της επανασύνδεσης τους με τον Scott “Wino” Weinrich. Και ποιος μπορεί να τους αδικήσει όταν όντως η ποιότητα τους κακά τα ψέματα δεν ήταν όπως την πρώτη εποχή του ιερού συγκροτήματος.

Το “Die healing” έχει μέσα κομματάρες που στο στόμα του Reagers έχουν μεγαλοποιηθεί τα μάλα, με το αρχικό δίδυμο των “Dark world”/”One mind” (με το δεύτερο να γυρίζεται και σε βίντεο κλιπ) να αποδεικνύουν ότι η μεγάλη φανέλα χρόνια και συνθήκες δεν κοιτάει, ενώ και η χαρακτηριστική στοιχειωτική φωνάρα του Reagers ακουγόταν καλύτερη από ποτέ, με αυτό το γνώριμο ηχητικό «πάγωμα» των αισθήσεων όταν προσπαθεί να φωνάξει λίγο περισσότερο και την ξεχωριστή θεατρικότητα που δεσπόζει σε κομμάτια όπως το επιβλητικό “Sloth”. Δυστυχώς ότι αρχίζει όμορφα δεν τελειώνει πάντα το ίδιο όμορφα, κι έτσι ο Reagers 10 μέρες αφού άρχισε η περιοδεία του δίσκου, άφησε το συγκρότημα που αναγκάστηκε να ακυρώσει την υπόλοιπη περιοδεία και να διαλύσει οριστικά μέσα στο 1996. Ακόμα και αυτή η αρνητική εξέλιξη πάντως, δεν αποδείχθηκε ικανή ούτε να αφαιρέσει κάτι από την αξία του “Die healing”, αλλά ούτε και η διάλυση άφησε να ξεχαστεί η υπόσταση και το έργο των SAINT VITUS μέσα στις δεκαετίες, δείγμα του πόσο σεβασμό είχαν και πόσο μεγάλη υστεροφημία απέκτησαν μετέπειτα. Πλέον ο Reagers είναι εδώ και 6 χρόνια ξανά στο συγκρότημα, οι SAINT VITUS είναι ενεργοί, ζουν και βασιλεύουν όπως τους αρμόζει, το “Die healing” παραμένει ακατέβατο δεκάρι και όλοι στο τέλος είμαστε ευχαριστημένοι!

Άγγελος Κατσούρας

SAVATAGE – “Dead winter dead” (Edel)

Το συγκρότημα ήταν άκρως παραγωγικό εκείνα τα χρόνια, κυκλοφορόντας το ένατο δίσκο του, σε 12 χρόνια, ενώ ενδιάμεσα συνεχώς περιόδευε. Σκεπτόμενοι πόσα σημαντικά είχαν συμβεί ενδιάμεσα όλα αυτά τα χρόνια (αλλαγές μελών, ο θάνατος του Criss Oliva, η απόσυρση του Jon Oliva, αλλαγές δισκογραφικής) αλλά και πόσο χρονοβόρες ήταν οι παραγωγές εκείνα τα χρόνια, είναι πραγματικά αξιοσέβαστη η προσήλωσή τους. Βέβαια, ως σωστός μαέστρος, ο Paul O’Neill ήταν μεθοδικός και δημιουργικότατος, ενώ έδινε παράλληλα και κίνητρο στην έμπνευση του Jon Oliva για να οδηγεί συνεχώς σε πιο μεγάλες περιπέτειες τους SAVATAGE. Μπορεί το “Streets” να ήταν η πρώτη rock opera που έγραψαν και κυκλοφόρησαν, όμως το “Dead winter dead” ήταν πιο περιπετειώδες, πιο θεατρικό και σίγουρα πιο καινοτόμο. Για πρώτη φορά οι SAVATAGE βάζουν τόσα έγχορδα και τόσο πιάνο, τόσες εισαγωγές και τόσα instrumental μέρη για να ντύσουν την ιστορία που διαδραματίζεται τον χειμώνα του Γιουγκοσλαβικού πολέμου, όπως τον βιώνουν τρεις διαφορετικοί πρωταγωνιστές από αντίπαλες παρατάξεις.

Το τελικό αποτέλεσμα αποδεικνύει πως λιγότερη προσοχή έδωσαν όμως στα τραγούδια, σε σχέση με το concept και την θεατρική διάθεση. Λίγες είναι οι εκρηκτικές στιγμές του δίσκου που πραγματικά αξίζουν, με τα “I am” και το “Dead winter dead” να είναι ένα σκαλί κάτω με τα “Starlight” “Doesn’t matter anyway” να ξεχωρίζουν εύκολα. Ευτυχώς τα μπαλαντοειδή “Now what you see”, “This isn’t what we meant” και “This is the time” έχουν αυτή την χαρακτηριστική ομορφιά των SAVATAGE. Βέβαια οι χορωδίες και τα πολυ-επίπεδα φωνητικά δίνουν μεγαλύτερο βάθος, όπως και τα έγχορδα που προσέθεσαν. Για μένα το διαμάντι του δίσκου είναι το “One child” με την μελαγχολική του διάθεση, αλλά και το κολλητικό ρεφραίν.

Εύκολα θα χαρακτήριζα το “Dead winter dead” ως το «demo των TRANS-SIBERIAN ORCHESTRA» αφού πάνω σε αυτό το μοτίβο και την επιτυχία του “Christmas Eve” πάτησε ο Paul O’Neill για να τους δημιουργήσει. Είναι άλλος ένας υπέροχος δίσκος για τους SAVA-fans, ο πρώτος επίσημα για τον Chris Caffery και τον Jeff Plate, αυτός της επιστροφής του Jon Oliva, αυτός με το αστέρι του Al Pitrelli να αντικαθιστά τον Alex Skolnick αυτός που έδειξε στους δημιουργούς του, την δυνατότητα να πετύχουν εμπορικά με διαφορετικό τρόπο.

Γιώργος “Not what you see” Κουκουλάκης

SAXON – “Dogs Of War” (Virgin Records)

Το 1995 οι SAXON είχαν ήδη στις πλάτες τους περίπου 17 χρόνια δισκογραφικής παρουσίας, με δουλειές που θα μνημονεύονται για πάντα από όλους τους οπαδούς, και ήταν ένα σχήμα που δεν είχε να αποδείξει το οτιδήποτε σε κάποιον. Επίσης ήταν και θα είναι μέχρι να σταματήσουν να παίζουν μουσική, ένα από τα συγκροτήματα που κάθε του κυκλοφορία είναι μια πολύ σημαντική είδηση για όλο το heavy metal ιδίωμα.   

Την χρονιά εκείνη λοιπόν, 3 έτη μετά την κυκλοφορία του “Forever free”, το “Dogs of war”, ήταν η δωδέκατη δουλειά τους, η οποία δεν είχε συνθετικές διαφορές από τα προηγούμενα δυο albums τους που το συγκρότημα ξαναέγινε πιο heavy σχετικά με την περίοδο 1984-1988. Ήταν άλλωστε πολύ γνωστό ότι τα μέλη του group έχουν πάντα μια μοναδική ικανότητα να συνθέτουν  τραγούδια που θα έχουν διάρκεια στον χρόνο, όντας αξιομνημόνευτα. Έτσι οι SAXON για ακόμα ένα δίσκο, δεν πειραματίστηκαν, έγραψαν τραγούδια που είχαν αρχή, μέση και τέλος, συνδυάζοντας αρμονικά το metal στοιχείο με ευφάνταστες μελωδίες και παράλληλο άκρατο δυναμισμό. Και στο “Dogs of war” υπήρχε πληθώρα, στακάτων συνθέσεων, με άκρως πορωτικά κιθαριστικά ριφ και solos, μνημειώδη ρεφραίν που σου «έμεναν» άμεσα τραγουδώντας τα συνεχώς και σε ξεσήκωναν σε κάθε ακρόαση. Για μια ακόμα δουλειά, οι συνθέσεις δεν είχαν καμία πολυπλοκότητα, βασίζονταν σε ένα κύριο ευφάνταστο ριφ και την υπόλοιπη σύνθεση να «χτίζεται» πάνω εκεί, και το πολύ σημαντικό και συνάμα χαρμόσυνο, ήταν ότι η πλειοψηφία των συνθέσεων έσφυζε από έναν απίστευτο ηχητικό τσαμπουκά, δείγμα του μοναδικού ταλέντου που πάντα είχαν. Το συγκρότημα, έπραξε ότι ακριβώς ήξερε να κάνει καλά, «μένοντας» πιστό στις μουσικές αρχές του, χαρίζοντας στον οπαδό, εκτός από άλλο ένα εκπληκτικό εξώφυλλο, τραγούδια όπως τα “Burning wheels”, “Big twin rolling (coming home)”, “Hold on”, “The great white buffalo”, “Demolition alley”, “Give it all away” και “Yesterday’s gone” τα οποία μαζί με το υπέρ κλασσικό ομώνυμο, επιβεβαίωσαν για ακόμη μια φορά, την φήμη και την αίγλη που είχαν αποκτήσει.

Το “Dogs of war” θα ήταν το τελευταίο άλμπουμ του συγκροτήματος με τον κιθαρίστα Graham Oliver, στη σύνθεση του, αφού απολύθηκε με την κατηγορία ότι προσπάθησε να πουλήσει ηχογραφήσεις παλιότερων ζωντανών εμφανίσεων του συγκροτήματος, χωρίς οι υπόλοιποι να το γνωρίζουν. Ίσως το μόνο μελανό σημείο στο δίσκο.

Θοδωρής Μηνιάτης

SCANNER – “Mental reservation” (Massacre Records)

Είμαι σίγουρος 100% πως δε χρειάζεται να μιλήσω για τα προ του “Mental reservation” τεκταινόμενα των SCANNER. Τόσο το “Hypertrace” όσο και το “Terminal Earth” είναι ζωντανά μνημεία μιας ολόκληρης σκηνής, αυτής του ευρωπαϊκού power/speed. Και τα χαρακτηρίζω «ζωντανά», γιατί είναι τέτοιος ο ήχος τους και τέτοιο το ύφος και το στυλ των συνθέσεων, που δεν τα αγγίζει ο χρόνος, δε γερνούν, δεν παρακμάζουν! Ξέρεις όμως τι έγινε με το “Mental reservation”; Ό,τι έχει συμβεί αναρίθμητες φορές σε τούτα τα 50+ χρόνια της ζωής του «σκληρού ήχου». Μπήκε αυτογκόλ! Ο κιθαρίστας και ηγέτης των Γερμανών από το Gelsenkirchen της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, ο Axel Julius, μια κατά τ’ άλλα σημαντικότατη προσωπικότητα του κεντροευρωπαϊκού μετάλλου, άλλαξε ολόκληρη τη μπάντα που είχε θριαμβεύσει προηγουμένως. Και αν μεταξύ “Hypertrace” και “Terminal Earth” υπήρξε μόνον η αλλαγή του Michael Knoblich με τον S.L Coe η οποία δεν επηρέασε το σχήμα, εδώ ήρθαν τα πάνω-κάτω. Τα νέα μέλη δεν ανταποκρίνονται στα υψηλά standards του group, η παραγωγή δε βοηθά, η μπάντα αποπνέει μια αίσθηση… σύγχυσης και κατά συνέπεια το νέο τότε άλμπουμ, αν και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί «αδύναμο» ή «μέτριο», να φαντάζει το μικρό, καχεκτικό αδερφάκι των δύο πρώτων. Κακά τα ψέματα, το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης σε αυτό, φέρουν δύο παράγοντες: Αφενός ο ίδιος ο Julius, ο οποίος δείχνει ντεφορμέ και αφαίρεσε από την μπάντα του το έντονο speed metal στοιχείο (πχ το “Warp 7” κατατροπώνει μόνο του ολόκληρο το “Mental reservation”) και το έστριψε προς πιο μελωδικούς, europower δρόμους, αφετέρου ο Leszek Szpigiel, που δυστυχώς δε δύναται να σταθεί ως ίσος προς ίσο όχι μόνο με τους προκάτοχούς του, αλλά και γενικά δεν ταιριάζει με το ύφος του άλμπουμ. Και το περίεργο είναι πως, πιθανότατα, αν ο Julius κυκλοφορούσε έναν ακόμη speed metal δίσκο, να ταίριαζε καλύτερα! Συμπερασματικά, τόσο αυτοί που λάτρεψαν τους SCANNER στα δύο πρώτα έπη, όσο και εμείς που τους μάθαμε με το επόμενο, πολύ καλό “Ball of the damned”, όταν έρχεται η ώρα να μιλήσουμε για το “Mental reservation”, κάπου αισθανόμαστε άβολα και θέλουμε να…αλλάξουμε συζήτηση. Αν υποθέσουμε λοιπόν πως η πρώτη περίοδος του group τελειώνει το 1996, εδώ έχουμε την πιο αδύναμη προσπάθεια των Γερμανών η οποία και πάλι, στο τέλος της ημέρας κρίνεται αξιολογότατη. Και εντάξει, το “Into a brave man’s mind” είναι ύμνος.

Δημήτρης Τσέλλος

SENTENCED – “Amok” (Century Media)

All the tears and the fears and the lies and the cries and the… Amok! Κανονικό όμως με αυτό το άλμπουμ!

Όπως με πολλές μπάντες τότε, ελέω και της έλλειψης internet και επομένως της πολύ πιο περιορισμένης πρόσβασης στη γνώση και την ανακάλυψη σχημάτων, έτσι και με τους αγαπημένους SENTENCED, η γνωριμία μας (των περισσοτέρων) έγινε με το “Amok”. Το τρίτο άλμπουμ τους μεν, αλλά το πιο κλασικό που έβγαλαν ποτέ. Καλύτερο ή όχι, είναι θέμα γούστου. Αλλά το “Amok” είναι το απόλυτο σημείο αναφοράς στη δισκογραφία του σχήματος. Ο δίσκος που τους έβγαλε από το σωρό των doom/death-death metal σχημάτων της εποχής και τους έφερε στην επιφάνεια. Επειδή τότε τα άκουσα τη στιγμή που βγαίνανε, “Amok” και “Tales from the thousand lakes” (από τα παιδιά προφανώς), τα έχω σαν “ξαδερφάκια”, ασχέτως των διαφορών τους, αφού άλλωστε έχουν και μόλις 6 μήνες διαφορά. Όπως άλλωστε και τις μπάντες, αφού αυτό το “Sentenced ή Amorphis”, υπήρχε για χρόνια. Και τα δύο είναι ισάξια μνημεία του melodic doom/death, ή όπως αλλιώς θέλει να το πει ο καθένας και σε μεγάλο βαθμό έβαλαν και τα δύο τρελές βάσεις για το πως παίζεται το είδος, έκαστο με τα δικά του τελείως διαφορετικά χαρακτηριστικά.

Το “Amok”, αφού για αυτό μιλάμε τώρα, είναι τεράστιος δίσκος. Τεράστιος. Ακόμα και σήμερα είναι το αγαπημένο μου άλμπουμ από SENTENCED και παρόλο που αυτή η προσέγγιση της μπάντας δεν κράτησε καθόλου (στην ουσία μόνο γι’ αυτό το άλμπουμ), όσο και αν μου αρέσουν τα περισσότερα από τα μετέπειτα και όσο και αν εκτίμησα στην πορεία περισσότερο τα πρώτα (ειδικά το “North from here”), εδώ τα πάντα είναι λες και εναρμονίστηκαν τα άστρα. Η αγάπη των Φινλανδών για τους IRON MAIDEN είναι διάχυτη στο δίσκο, οι επιρροές τους από τις πιο καθαρές death metal μέρες τους επίσης, αλλά μαζί και ο λυρισμός που είχε αρχίσει να γίνεται ολοένα και εντονότερος τόσο στην πατρίδα τους, όσο και στη Σουηδία. Πάρε τα όλα, ρίξε τα στη μαρμίτα και βγάλε μία δισκάρα, έτσι για να γουστάρουμε.

Η αλήθεια είναι ότι έχοντας ακούσει αρχικά το “Nepenthe” μόνο, μέσω των κλασικών κασετών με συλλογές που έφτιαχναν γνωστοί και φίλοι εκείνη την εποχή, ξαδέρφια, μεγαλύτερα αδέρφια κλπ κλπ, δεν περίμενα το σύνολο αυτού του δίσκου. Και η παλέτα της δημιουργίας των SENTENCED εδώ, είναι μακράν η πιο ποικίλα που είχαν ποτέ σε άλμπουμ τους. Πολλές φορές είναι σαν να ακροβατούν στα όρια μεταξύ ειδών και επιρροών, όμως το κάνουν τόσο σωστά, που το γενικότερο σύνολο ακούγεται εξαιρετικό και καλύπτει όλη τη γκάμα των οπαδών τους, δηλαδή και τους πιο “κάφρους” που γούσταραν κυρίως τα death metal χρόνια τους, αλλά και αυτούς που προτιμούν την μετέπειτα πορεία τους. Είναι σαν ο δίσκος που τέμνει το παρελθόν με το μέλλον του σχήματος και τους μαζεύει όλους γύρω του. Και πως μπορεί να μην είναι; Η ισορροπία της μελωδίας, του λυρισμού, της groove-ας, των up tempo και των πιο “μαύρων” στιγμών, του πιο “κάφρικου” και του πιο heavy metal-άδικου, του πιο rock-άδικου σε πολλά σημεία… ένας αχταρμάς στη θεωρία, μία μαγεία στην πράξη!

Η φωνή του Taneli Jarva, στο κύκνειο άσμα του με το σχήμα, έρχεται να αποτελέσει το συνδετικό κρίκο όλου αυτού του περίεργου και μαζί τόσο ελκυστικού εγχειρήματος και να μας δώσει τραγούδια που κάποια μπήκαν στο πάνθεον της δισκογραφίας τους και κάποια στο πάνθεον της δεκαετίας γενικότερα. Εκτός αν υπάρχει κάποιος που θεωρεί το “Nepenthe” κομμάτι που δεν ανήκει στο πάνθεον των 90s. Να ‘ναι καλά και αυτές οι ΑΓΙΕΣ βιντεοκασέτες του Metal Invader, οι “Fire and ice”. Μέτριο κομμάτι δεν υπάρχει ούτε για πλάκα. Στο κάθε κομμάτι θα βρεις και κάτι που θα σε κρατήσει και σε κάθε ένα θα είναι και κάτι διαφορετικό, δείγμα της ποικιλίας του δίσκου, αλλά και της ποιότητάς του. Προσωπικά έχω τα δικά μου “κολλήματα”, όπως άλλωστε όλοι μας και αν πρέπει να βάλω μία τετράδα (όχι τριάδα… μην γίνεστε βάναυσοι), αυτή θα είχε τα “Forever lost” εννοείται (το πως ξεκινάει και πως εξελίσσεται αυτό το κομμάτι, αλλά και τόσο τίγκα MAIDEN δισολία, είναι επικών διαστάσεων), “Moon magick” (το intro του, ακόμα και σήμερα, με σκοτώνει), το “The golden streams of Lapland” που κλείνει ιδανικά το άλμπουμ και φυσικά το “Nepenthe”, που κασέτα ή όχι, χιλιοπαιγμένο ή όχι, είναι το καταραμένο τόσο εθιστικό. Όχι ότι δεν χωράει εκεί το “The war ain’t over” φυσικά ή το “Dance on the graves” ή το “New age messiah”… όλος ο δίσκος θα μπορούσε να είναι. Αλλά έτσι για την κουβέντα, έβαλα μόνο τέσσερα τραγούδια που στην ουσία πιάνουν και όλο το εύρος της συνθετικής μαεστρίας των SENTENCED σε αυτό το άλμπουμ.

Το “Amok” το λατρεύω. Τόσο απλά. Και οι SENTENCED έβγαλαν κάποια εξαιρετικά άλμπουμ στη συνέχεια, κάποια λιγότερο καλά, όμως αυτό το τόσο περίεργο πάντρεμα που πέτυχαν εδώ, προσωπικά, δεν το πέτυχαν ποτέ ξανά. Είναι η εποχή της μαγείας από τον Βορρά και αυτό το άλμπουμ είναι μία από τις κορυφές της οροσειράς της.

Φραγκίσκος Σαμοΐλης

SEPTICFLESH – “Έσοπτρον” (Holy Records)

Και κάπου τον Ιούνιο του 1995, οι πολυαγαπημένοι Αθηναίοι SEPTICFLESH, κυκλοφορούν τον 2ο full length δίσκο τους, με τον ελληνικό τίτλο “Έσοπτρον”. Οι αφοί Αντωνίου και ο Σωτήρης Βαγενάς ρίχνουν σχετικά τις ταχύτητες, σε σχέση με το ντεμπούτο τους “Mystic places of dawn” (1994) και γίνονται πιο ατμοσφαιρικοί και πιο μελωδικοί. Στην ολότητα του το άλμπουμ σφύζει από σκοτεινό ρομαντισμό και μυστικιστικές μελωδίες, με αρκετές «θεατρικές» στιγμές. Ο Σωτήρης κλέβει τη παράσταση με τα ανεπανάληπτα lead riffs του, τα οποία ακόμα και τώρα, 26 χρόνια μετά, μαγεύουν τα αυτιά του ακροατή. Χαρακτηριστικές στιγμές το ομώνυμο τραγούδι, το “Ice castle”, αλλά κυρίως το “Burning phoenix”, τα οποία θεωρώ τα πιο αξιομνημόνευτα, ενός καθολικά πολύ καλού δίσκου. Τα πολλά ιντερλούδια δίνουν ένα ιδιαίτερο ύφος στον δίσκο, καθιστώντας τον ως έναν τρόπον τινά concept δίσκο. Το “Έσοπτρον” ήταν η αρχή μίας τριάδας δίσκων, της πιο σκοτεινής περιόδου της πολυετούς καριέρας των SEPTICFLESH.

Γιώργος Δρογγίτης

 

SHADOW GALLERY – “Carved in stone” (Magna Carta)

Για τους SHADOW GALLERY τα έχουμε πει πολλάκις στο Rock Hard και συνεχίζουμε να τα λέμε και να κρατάμε επαφή με το γκρουπ μέχρι και πολύ πρόσφατα. Οι Έλληνες επίσης δεν ξεχνάνε αφού οι SG ήταν πάντοτε ένα πολύ αγαπημένο γκρουπ των Ελλήνων οπαδών που απέκτησε ένα cult status ειδικά με το “Tyranny” που τους ανέβασε στο πάνθεον του συμφωνικού power/progressive. Πιο πριν όμως η μπάντα έκανε ένα πρώτο, μικρότερο, μπαμ με το “Carved in stone”, δίσκο που με μεγάλη δυσκολία θα τοποθετούσα κάτω απ’ τον διάδοχο γιατί είναι, πρωτίστως, η πρώτη επαφή που είχα με τη μπάντα αλλά και γιατί το θεωρώ μουσικά ένα δεκάρι ακατέβατο. Επιπλέον, με το μοναδικό τους progressive metal, που συνδύαζε άψογα το US power με έναν διάχυτο λυρισμό (ιδιαίτερα χάρη στην αγγελική φωνή του αδικοχαμένου Mike Baker), η μπάντα προσέθετε το λιθαράκι της στην υστεροφημία του progressive metal στα 90s, όταν κυριαρχούσε το grunge και η heavy metal μουσική άρχισε να σβήνει. Οι SG επιπλέον είναι και αντιπροσωπευτική μπάντα του Magna Carta line-up στα 90s με εξαιρετικές prog μπάντες όπως οι ENCHANT και τα διάφορα project των DREAM THEATER (EXPLORER’S CLUB, LTE).    

Το “Carved in stone” λοιπόν, είναι το δεύτερο άλμπουμ των Αμερικάνων που κυκλοφόρησε τρία χρόνια μετά το ομώνυμο ντεμπούτο τους. Ήταν και το πρώτο του κιθαρίστα και πληκτρά Gary Wehrkamp που έμεινε μαζί τους μέχρι το τέλος. Εδώ επίσης κάνει την πρώτη και μοναδική του εμφάνιση στα τύμπανα ο Kevin Soffera, τη θέση του οποίου θα πάρει το 1997 ο Joe Nevolo. Δυστυχώς, δεν ακολούθησε κάποια περιοδεία για την προώθηση του δίσκου, κάτι που συνέβαλε στην παραμονή τους σε πιο underground φάση. Ο δίσκος έχει μια σαφώς πιο χαλαρή δομή από το “Tyranny” με τα πέντε ιντερλούδια που σπάνε τη δομή, όπως και κείνο το αχρείαστο hidden track (που αρχίζει όταν ακούγεται το χτύπημα στη πόρτα) μετά το εικοσάλεπτο “Ghostship”, αλλά προσωπικά δεν με ενοχλούν αυτές οι λεπτομέρειες. Θα μου πείτε, γιατί συγκρίνεις συνέχεις με το “Tyranny”; Ε, γιατί είναι υπόδειγμα ενός ΤΕΛΕΙΟΥ δίσκου και για αρκετούς το “Carved in stone” μπορεί να πάσχει σε σύγκριση. Όχι όμως για μένα. Και χωρίς τον δεύτερο δίσκο τους, δεν θα είχαμε μάλλον το “Tyranny”. Κοιτώντας πίσω στη καριέρα και μικρή δισκογραφία των SHADOW GALLERY, ειλικρινά νιώθω ευγνώμων για κάθε δίσκο τους ξεχωριστά και για την συνολική τους προσφορά στη μουσική. Don’t ever cry, just remember…

Φίλιππος Φίλης 

SIEGES EVEN – “Sophisticated” (Under Siege)

Είναι τόσες πολλές οι ιστορίες από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 και μετά, για να βγάλω άκρη και να επικοινωνήσω με τους ήρωες της εφηβείας μου. Τους SIEGES EVEN, τους λάτρεψα με το “A sense of change”, έναν από τους απόλυτους δίσκους λυρικού progressive metal όλων των εποχών και η αλήθεια είναι ότι σε μία επίσκεψή μου στο Μόναχο, όπου είναι και η έδρα τους, τους πέτυχα να παίζουν live, σε μία στάση μετρό!!! Ό,τι να ‘ναι, δηλαδή! Όταν βγήκε το “Sophisticated”, έγινε αυτό που λένε first day buy. Έστω και από mailorder διότι δεν θυμάμαι να βρισκόταν στην Ελλάδα, τουλάχιστον μόλις βγήκε. Με είχε εξιτάρει το απλοϊκό εξώφυλλο με το ανθρωπάκι (ίσως το μοναδικό εξώφυλλο που θα μπορούσα να φτιάξω ο ίδιος!!!) και ήμουν περίεργος για το πώς θα ηχούσε. Μην ξεχνάμε ότι από το τεχνικό thrash των δύο πρώτων δίσκων, άλλαξαν εντελώς ύφος (και τραγουδιστή, μην το ξεχνάμε). Τώρα, άλλαξαν και κιθαρίστα (ήρθε ο Wolfgang Zenk) και τραγουδιστή (πίσω από το μικρόφωνο ήταν ο Greg Keller, αλλά ο προκάτοχός του, Jogi Kaiser, είχε στιχουργική συνεισφορά).

Η αλλαγή ήταν για μία ακόμη φορά σχεδόν κοσμογονική. Άφθονα jazz περάσματα, μπόλικο metal, τεχνική από άλλο πλανήτη και υψηλές ταχύτητες σε πολλά τραγούδια. Τεράστια τραγούδια, το εναρκτήριο “Reporter” (σπουδάζοντας και ΜΜΕ στο Πανεπιστήμιο, ακουγόταν το «τραγούδι» μου, κιόλας!!!), το “Dreamer”, που είναι το μοναδικό που κρυφοκοιτάζει το “A sense of change” μουσικά, το “As the world moves on”, το υπεραγαπημένο μου και μέσα στην τριάδα των αγαπημένων μου κομματιών από το γκρουπ, “Water the barren tree” με την επική κορύφωση κι ένα από τα πιο τεχνικά σημεία που ΔΕΝ έχουν παιχτεί από τους SPASTIC INK ή τους WATCHTOWER. Ο δίσκος κλείνει με το “The more, the less”, που είναι ότι πιο ξεφυγεμένο έχουν γράψει ποτέ, σ’ ένα δίσκο που έρχεται σε πλήρη αντιδιαστολή με το απλοϊκό εξώφυλλο.

Ναι, δεν έχει τον λυρισμό του “A sense of change”, έχει όμως (μαζί με το “Uneven” που ακολούθησε κι έχει την ίδια σύνθεση και για πρώτη φορά παρουσίασαν κάτι παρόμοιο από δίσκο σε δίσκο) μία διαφορετική ταυτότητα, για μένα εξίσου υψηλή ποιότητα, ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΟ παίξιμο και συνθέσεις πολύ ξεχειλωμένες από τη μία, ταυτόχρονα όμως με ευκρινή δομή ακόμα και ρεφρέν!!! Δίσκος που ακούω οποιαδήποτε στιγμή της ημέρας, δίσκος που γουστάρω από την αρχή μέχρι το τέλος, παρότι πάνω από αυτά βάζω το “A sense…” και το “The art of navigating by the stars”.

Σάκης Φράγκος

SINISTER – “Hate” (Nuclear Blast)

Ένα δύσκολο έργο που έχεις να επιτελέσεις σαν συγκρότημα που ξεκινάει εμφατικά, είναι να ξεπεράσεις το πρώτο σου δίσκο. Το πρώτο σοκ στο μουσικό κόσμο που φέρει το όνομα σου. Για τους υπερηχητικούς και ιπτάμενους Ολλανδούς SINISTER, αυτό είχε όνομα “Cross the styx”. Ένα μόλις χρόνο μετά, το προσωπικό αγαπημένο του γράφοντος “Diabolical summoning” ήρθε και σάρωσε ό,τι άφησε το ντεμπούτο και ακόμα περισσότερα. Κάπου εδώ, διαφαίνεται το επιπλέον δύσκολο έργο της μπάντας. Να ξεπεράσει τη δυάδα πλέον των φανταστικών δίσκων της, ενώ όλη η Ολλανδία έχει ήδη βγάλει τις καλύτερες δουλειές της στο είδος. Οι ASPHYX τα αθάνατα “The rack”/”Last one on earth”/”Asphyx”, οι PESTILENCE τα “Malleus maleficarum”/”Consuming impulse”/”Testimony of the ancients”/”Spheres”, οι GOREFEST τη φονική τριπλέτα “Mindlock”/”False”/”Erase”. Το ημερολόγιο, γράφει 7 Ιουλίου 1995 και από τη Nuclear Blast βγαίνει το πολυπόθητο τρίτο άλμπουμ των SINISTER, με τον απλό τίτλο “Hate”, ηχογραφημένο για δεύτερη σερί φορά στα TNT studios στο Gelsenkirchen της Γερμανίας.

Η σινεματική εισαγωγή που ξεκινάει με τη πόρτα που ανοίγει, δίνει στο ακροατή να καταλάβει πως εδώ έχει κάτι μεγαλύτερο από τον εαυτό του. Αρχίζουν οι ψαλμωδίες, οι επικλήσεις σε αρχαίους δαίμονες, βοήθεια μας! Για να μπουν τα αθάνατα blastbeats του “Awaiting the Absu” και να διαλύσουν ό,τι υπάρχει. Ένα από τα πιο πλήρη κομμάτια που έγραψαν ποτέ οι Ολλανδοί, με Αμερικάνικης κλάσης κοψίματα, με γκάζια, με πόνο και φόνο για όλη την οικογένεια. Τα φωνητικά του Mike Van Mastrigt, στη τελευταία του παράσταση πριν φύγει για τους HOUWITSER και το δικό τους ντεμπούτο “Death…but not buried” (1999), γίνονται συνώνυμα της πρώτης εποχής των SINISTER, προσδίδοντας το κάτι που χρειάζονταν αυτά τα τραγούδια για να γίνουν κλασσικά. Ο δε μετέπειτα frontman, τότε drummer Aad Kloosterwaard, παραδίδει σεμινάρια δυναμικών τόσο σε αυτό το επτάλεπτο έπος, όσο και στον υπόλοιπο δίσκο. Τι να πούμε δηλαδή για το σαρωτικό “Embodiment of chaos”, με την υπέροχη εισαγωγάρα του και το φοβερό πέρασμα του μπάσου που προσθέτει ένα άλλο χρώμα στο κομμάτι;

Οι ταχύτητες πέφτουν ελαφρώς στο “Art of the damned”, δίνοντας χώρο στις κιθάρες να κεντήσουν riff-άρες αλλόκοτες, σαν τους στίχους των SINISTER ένα πράγμα! Το “Unseen darkness” όπως και το “18th century hellfire” στρώνουν το δρόμο για πολλά παραπάνω γκάζια, παρότι στέκονται κάπου στη μέση, με αρκετά mid-tempo περάσματα. Το κλασσικό πλέον και αγαπημένο από το δίσκο “To mega therion” (666!), σαρωτικό και υπερηχητικό επικαλείται τα αρχαία πνεύματα του κακού σαν άλλος Mumm-Ra ο Παντοτινός με το τελευταίο ρεφρέν να κλείνει το κομμάτι απότομα. Σαν να σου λέει το αμίμητο “θα υπάρξει και επόμενη φορά”. Τα καταστροφικά “The cursed mayhem” (τι ρεφρενάρα διάολε…) και “The bloodfeast” αναλαμβάνουν να συνθλίψουν τελευταία φορά το κρανίο του ακροατή ο οποίος 40 σχεδόν λεπτά μετά από το play αναρωτιέται τι στο διάολο ήταν αυτό που πέρασε και του έκανε τη σπονδυλική στήλη σμπαράλια από το κοπάνημα.

To “Hate” συνοψίζει το μεγαλείο της πρώτης περιόδου των SINISTER, και κλείνει άθελα του μια πρώτη εποχή, με τη συνέχεια να παραμένει σοβαρή, με τα άλμπουμ να κυμαίνονται άνω του αξιόλογου και στη συντριπτική πλειοψηφία της άνω του πολύ καλού. Το line up θα παρέμενε ασταθές, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο. Ωστόσο, αυτό δε πτόησε ποτέ τους Ολλανδούς μακελάρηδες, που πάντοτε βρίσκονταν στις επάλξεις για να παραδώσουν ποιότητα.

Γιάννης Σαββίδης

SINNER – “Bottom line” (No Bull Records)

Οι SINNER ποτέ δεν υπήρξαν εμπορικά μία δημοφιλής μπάντα. Ακόμη και αμιγώς καλλιτεχνικά να το δούμε, οι Γερμανοί απευθύνονται σε ένα περιορισμένο ακροατήριο της κεντρικής Ευρώπης (κυρίως) ενώ υπολείπονται σαφέστατα σε ποιότητα από το έτερο σχήμα του Mat Sinner, τους PRIMAL FEAR. Ωστόσο, από το συγκεκριμένο άλμπουμ και μέχρι το 2003 οι SINNER ξεκίνησαν μία ανοδική πορεία η οποία θεωρείται από τη βάση των οπαδών τους σαν το καλύτερο κεφάλαιο της καριέρας τους. Προσωπικά, όχι μόνο συμμερίζομαι τη συγκεκριμένη άποψη αλλά θεωρώ ταυτόχρονα το ”Bottom line” σαν το πιο παραγνωρισμένο άλμπουμ εκείνης της οκταετίας. Καταλαβαίνω όμως και το λόγο…

Βλέπετε το “Bottom line”, σε αντίθεση με τους επόμενους δίσκους ως το 2003, είναι κάπως άνισο και χωρίς συγκεκριμένη μουσική ταυτότητα. Βέβαια, ο Sinner πάντα αρέσκονταν δίπλα στα heavy metal κομμάτια να πετάει 2-3 hard rock συνθέσεις καθώς έχει και τέτοιες επιρροές (κάτι που φαίνεται ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια με τις κυκλοφορίες της AFM). Ωστόσο, όταν μένει πιστός σε heavy metal μονοπάτια (π.χ. σε κομμάτια όπως το “All men are heroes” ή το “Mercy killer”) τότε το αποτέλεσμα είναι θετικό. Και μην ξεχνάμε ότι εδώ παίζουν κιθάρα οι Naumann και Beyrodt που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της χημείας των PRIMAL FEAR εδώ και δεκαετίες. Νομίζω ότι όλοι οι φίλοι του παραδοσιακού τευτονικού ήχου αξίζει να δώσουν μία ευκαιρία στο “Bottom line” το οποίο, η αλήθεια είναι, ότι δεν βρίσκεται και εύκολα στις μέρες μας σε φυσικό προϊόν. Τα καλύτερα πάντως έρχονταν για τους SINNER από το επόμενο άλμπουμ και μετά.

Σάκης Νίκας

SIX FEET UNDER – “Haunted” (Metal Blade)

Βρισκόμαστε εν έτει 1993 και ο τραγουδιστής (ή βόρβορος, ότι σας βολεύει) των CANNIBAL CORPSE, Chris Barnes, αποφασίζει να ξεκινήσει ένα side project μαζί με τον κιθαρίστα των OBITUARY, Allen West. Το όνομα του συγκροτήματος; SIX FEET UNDER, μια ασχολία που θα λάμβανε χώρο αποκλειστικά όταν οι δυο τους θα είχαν ελεύθερο χρόνο από τις κύριες μπάντες τους. Στο πλευρό τους είχαν τον θρυλικό μπασίστα Terry Butler (ναι, αυτόν που μαζί με τον ντράμερ Bill Andrews έφαγαν όλες τις κατάρες του κόσμου γι’ αυτό που έκαναν στον Chuck Schuldiner στην περιοδεία του “Spiritual healing” των DEATH) και τον ντράμερ Greg Gall. Side project είπαμε αλλά μόνο τέτοιο δεν έμελλε να καταλήξει, καθώς οι εξελίξεις προλαβαίνουν τις σκέψεις τους, και έτσι μετά την επεισοδιακή εκδίωξη του Barnes από τους CANNIBAL CORPSE το 1995, οι SIX FEET UNDER γίνονται κύρια ασχολία και βάζουν μπροστά άμεσα την δραστηριοποίηση τους, όπως και την  κυκλοφορία του πρώτου τους δίσκου, ονόματι “Haunted”. Να σημειωθεί εδώ ότι παρά τον διωγμό του από τους CANNIBAL CORPSE, o Barnes παρέμεινε στην Metal Blade με τις καλύτερες των σχέσεων με τον ηγέτη της Brian Slagel, ο οποίος μάλιστα συνέβαλλε και στην παραγωγή του “Haunted” μαζί με τον «πολύ» Scott Burns!

To “Haunted” ενώ δεν το περίμενε προφανώς κανείς, ήταν ένα μνημειώδες ντεμπούτο και δυστυχώς, κακά τα ψέματα, οι SIX FEET UNDER δεν έβγαλαν ποτέ ξανά στην πορεία ανάλογης ποιότητας δίσκο (παρότι στα 90s όλες τους οι δουλειές είναι συνώνυμο τελειότητας). Με τον Allen West ως κύριο συνθέτη, ο ήχος στην ουσία ήταν OBITUARY με τα φωνητικά του Barnes, αντί για τον τιτάνα John Tardy. Groove μέχρι τελικής πτώσεως κοινώς, σαν να ακούγεται ως μια μίξη της ξηρότητας του “The end complete” και της πιο μοντέρνας λογικής του “World demise” των OBITUARY. Δίσκος που χαρακτηρίζεται από ενέργεια και από τραγουδάρες όπως το εναρκτήριο “The enemy inside”, τα κορυφαία και «χορευτικά» “Beneath a black sky”/”Human target”, το γκαζάτο “Suffering in ecstasy” και το ομότιτλο κομμάτι που κλείνει το δίσκο. Φυσικά και θα γίνει ιδιαίτερη αναφορά στο αρχι-hit “Lycanthropy”, το οποίο μέχρι και σήμερα θεωρείται το trademark-και για πολλούς καλύτερο- κομμάτι όλης της καριέρας τους, το οποίο δίνει τον τόνο για το τι εστί το συγκρότημα, ενώ ακούγεται λες και κάποιος πυροβολάει προς πάσα κατεύθυνση. Σίγουρα ένα από τα πλέον κορυφαία και αξιομνημόνευτα κομμάτια της δεκαετίας του ’90 ανεξαρτήτως είδους. Ποιος όμως ήταν τελικά ο αντίκτυπος της κυκλοφορίας και πως αντιμετωπίστηκε το συγκρότημα;

To “Haunted” χαιρετήθηκε με πολλή θέρμη κατά την κυκλοφορία του και πάρα πολλοί το εξέλαβαν ως μια προσωπική «νίκη» του Barnes έναντι των CANNIBAL CORPSE, η φωνή του τη διετία ’94-’95 ήταν στην καλύτερη της φόρμα (συμπεριλαμβανομένου και του απόλυτου Καννιβαλο-δίσκου “The bleeding”) και ακουγόταν συν τοις άλλοις αρκετά ανανεωμένος. Τα riffs ακούγονται θεόρατα, η ρυθμική βάση των Butler/Gall έχει κάνει τρομερή δουλειά, η παραγωγή των Slagel/Burns είναι άκρως ιδανική και έτσι το “Haunted” θεωρείται ως ένα από τα τελευταία κορυφαία άλμπουμ στην ιστορία του death metal γενικότερα. Προφανώς δε θα έλειπαν και οι φωνές αντίρρησης, καθώς αρκετοί το χαρακτήρισαν ασφαλές, φλώρικο, μη κάφρικο γενικότερα και θεωρούσαν ότι είναι κηλίδα στην ιστορία του Barnes ειδικότερα στον ακραίο ήχο. 26 χρόνια μετά έχει το σεβασμό ακόμα και σκληροπυρηνικών κάφρων (οι οποίοι τους γύρισαν την πλάτη δυο χρόνια μετά στο “Warpath”) και λογίζεται από την συντριπτική πλειοψηφία ως η καλύτερη (ή για άλλους μοναδική καλή) δουλειά του συγκροτήματος. Ο Barnes έπαιρνε τρόπον τινά την εκδίκησή του από τους CANNIBAL CORPSE, οι οποίοι είχαν ήδη προβεί στην αλλαγή τραγουδιστή με τον αγαπητό George “Corpsegrinder” Fisher και έτσι ξεκινούσε μια εποχή για της αναγνώρισης για τους SIX FEET UNDER, που μελλοντικά θα αυξανόταν ραγδαία!

Άγγελος Κατσούρας

SKID ROW – “Subhuman race” (Atlantic Records)

Κάποια άλμπουμ δεν κατάφεραν ποτέ όχι μόνο να συγκινήσουν τους οπαδούς μιας μπάντας αλλά και να απογοητεύσουν σε μεγάλο βαθμό με το τελικό αποτέλεσμα. Όσο και αν κάποιοι εθελοτυφλούν, οι SKID ROW υπήρξαν κομμάτι του τρίτου και τελευταίου κύματος του Hair Metal κινήματος με δύο τεράστιους δίσκους στο ενεργητικό τους την περίοδο 1989-1991. Το 1994, όταν οι SKIDS αποφάσισαν να ξεκινήσουν την προετοιμασία του επόμενου (τότε) δίσκου τους, τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα τόσο για το ιδίωμα όσο και για το ίδιο το συγκρότημα αφού οι σχέσεις των μελών είχαν πιάσει πάτο και ειδικά οι Rachel Bolan & Snake Sabo δεν ήθελαν να βλέπουν τον Sebastian Bach. Η εταιρεία όμως ζητούσε νέο δίσκο και το management πρότεινε τον Bob Rock για παραγωγό ο οποίος ήταν μεν φημισμένος αλλά δεν γνώριζε τίποτα από SKID ROW. Και αυτό φάνηκε από τις πρώτες μέρες των ηχογραφήσεων…

Ο Rock ήθελε η μπάντα να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα της εποχής και ο Bach να σταματήσει τις περίφημες τσιρίδες του. Το αποτέλεσμα; Απογοητευτικό τόσο από πλευράς παραγωγής (ξερή στα τύμπανα και με έναν χαμηλοκουρδισμένο, sludgy ήχο στις κιθάρες) όσο και από πλευράς έμπνευσης. Ακόμη και οι ελάχιστες “φωτεινές” στιγμές του δίσκου (“My enemy”, “Breakin’ down”, “Eileen”) χάνονται στη…μετάφραση αφού είναι ολοφάνερο ότι οι SKIDS προσεγγίζουν το όλο εγχείρημα τελείως διεκπεραιωτικά. Αργότερα, μάλιστα, θα μαθαίναμε ότι οι Snake & Bolan είχαν περιορίσει στο minimum την επικοινωνία με τον Bach ο οποίος πάντως είναι μακράν ο MVP του “Subhuman race” με συγκλονιστική, σε σημεία, ερμηνεία. Ακόμη και από το εξώφυλλο ήταν ολοφάνερο ότι οι SKID ROW είχαν φτάσει στο τέλος μιας εποχής ή αν προτιμάτε στην ολοκλήρωση ενός άκρως επιτυχημένου κύκλου. Από το σημείο αυτό και μετά, τίποτα δεν θα ήταν ίδιο για τους SKIDS…

Σάκης Νίκας

SKY OF AVALON – “Prologue to the symphonic legends” (Zero Corporation/ Sky Productions)

Σε αντίθεση με την δεκαετία του ’80 και τις τύπου Hendrix αναζητήσεις του, ο Γερμανός μάγος της εξάχορδης θεάς (και ενίοτε, επτάχορδης) Uli Jon Roth, την δεκαετία του ’90, επέστρεψε στον κόσμο της κλασικής μουσικής,. Μετά τους ELECTRIC SUN, έγραψε τέσσερεις συμφωνίες (!), εκ των οποίων η πρώτη, με τίτλο “Europa ex favilla” έκανε πρεμιέρα στο Βέλγιο το 1993 και προβλήθηκε στην γερμανική τηλεόραση. Η παραγωγή έγινε σε συνεργασία με την Συμφωνική Ορχήστρα των Βρυξελλών και έφερε τίτλο “Symphonic rock for Europe”, παρουσιάζοντας ένα πρωτοποριακό format συνεργασίας ορχήστρας, rock μουσικών και τραγουδιστών και κλασικής χορωδίας.

Ο κιθαρίστας πέρασε τα επόμενα χρόνια στο στούντιο του κοντά στο Tunbridge Wells, στην Αγγλία, γράφοντας και ηχογραφώντας νέα μουσική. H επιτυχία του “Symphonic rock for Europe” έφερε τον Uli στην θέση να διεκδικείται από τουλάχιστον έξι δισκογραφικές εταιρείες στην Ιαπωνία. Αποφάσισε τελικά να υπογράψει με την Zero Corporation, όμως δεν μπόρεσε να τηρήσει τη συμφωνηθείσα προθεσμία για ένα ολοκληρωμένο νέο άλμπουμ και αποφασίστηκε αμοιβαία να ανοίξει ο κύκλος “Symphonic Legends” με ένα σύντομο “teaser” περίπου 32 λεπτών. Αυτό ήταν το “Prologue to the symphonic legends (Sky of Avalon)”.

Πρόκειται για μία κανονική όπερα σε δομή και ενορχήστρωση, διάρκειας λίγο παραπάνω από 30 λεπτά. Προσέξτε: δεν είναι μία rock opera, ούτε νεοκλασσικό metal…είναι όπερα με την συμμετοχή ηλεκτρικών οργάνων, όπως κιθάρα, μπάσο και πλήκτρα, όλα παιγμένα από τον Roth, o οποίος μεταξύ άλλων επιμελήθηκε την παραγωγή, τις μουσικές συνθέσεις, τους στίχους και το artwork που είναι η ελαιογραφία του με όνομα “Pegasus rising”.

Τον συντροφεύουν ο Roger Smith (πρώτος τσελίστας) και ο Steve Bentley-Klein (πρώτος βιολιστής). Στα φωνητικά συμμετέχει η σοπράνο Leonora Gold και οι Michael Flexig (πρώην τραγουδιστής των ZENO, το συγκρότημα του αδελφού του Uli, Zeno Roth) και Tommy Heart (τραγουδιστής των Γερμανών hard rockers FAIR WARNING). Όλοι αυτοί ερμηνεύουν με την βοήθεια μιας τριακονταμελούς ορχήστρας, αγγίζοντας το ύφος των Puccini, Toscanini, Mahler και Grieg, αλλά και συνθέτες μιούζικαλ όπως ο Andrew Lloyd Webber.

Με το project “Sky of Avalon”, o υπέρ-ταλαντούχος καλλιτέχνης φιλοδοξούσε να εκδώσει τα κομμάτια κλασικής μουσικής που είχε συνθέσει, χρησιμοποιώντας ως κύριο όργανο την Sky Guitar, ένα δικό του concept ηλεκτρικής κιθάρας που ξεκίνησε το 1983 και την έχει χρησιμοποιήσει σε ό,τι έχει κυκλοφορήσει έκτοτε. Θεματολογικά, η όπερα έχει να κάνει με τον Αρθουριανό μύθο και την διαρκή αναζήτηση του «Δισκοπότηρου της Συνείδησης». Οι κύριοι πρωταγωνιστές της ιστορίας είναι μια αρχαία φυλή εκλεκτών από διάφορες περιοχές του διαστήματος, γνωστοί ως “The Knights Of The Deep”. Η Μοίρα αποφάσισε να στείλει μερικούς από τους ιππότες στην Γη για να βοηθήσει τους ανθρώπους και να προσπαθήσει να αποτρέψει την αυτοκαταστροφή τους. Για να ολοκληρώσουν αυτή την αποστολή οι ιππότες πρέπει να συμμετέχουν στην ανθρώπινη εμπειρία, με όλες τις δοκιμασίες της, γιατί ο Νόμος του Σύμπαντος δεν επιτρέπει καμία άλλη μορφή παρέμβασης. Αυτή η αναζήτηση, μέσα από πολλά διαφορετικά χρονικά πλαίσια και ενσαρκώσεις, πρέπει τελικά να τους οδηγήσει στο Δισκοπότηρο της Συνείδησης, το οποίο οφείλουν να συνενώσουν ξανά. Αν αποτύχουν, η ανθρωπότητα θα είναι καταδικασμένη.

Με την κυκλοφορία του, το “Prologue to the symphonic legends (Sky of Avalon)” έκανε τεράστια επιτυχία στην Ιαπωνία, πηγαίνοντας μέχρι το νο. 2 του διεθνούς ρεπερτορίου και πουλώντας 60.000 αντίτυπα την πρώτη μέρα της κυκλοφορίας του. Στις ΗΠΑ κυκλοφόρησε το 1998. O Roth προσπαθεί εδώ να δημιουργήσει έναν δικό του μύθο, μουσικά και οπτικά, κάνοντας αυτό που αγαπάει περισσότερο από όλα: να παίζει με ορχήστρα και με την συμμετοχή rock μουσικών, προκειμένου να αποκρυσταλλώσει αυτό που ο ίδιος θεωρεί το αυθεντικό «συμφωνικό rock».

Κώστας Τσιρανίδης

SKYCLAD – “The silent whales of lunar sea” (Noise Records)

Το “The silent whales of lunar sea”, είναι το πέμπτο άλμπουμ των Βρετανών folk Metallers SKYCLAD. Για την ακρίβεια, είναι το πέμπτο άλμπουμ σε πέντε χρόνια γι’ αυτήν την πολύ αγαπημένη μπάντα από το Newcastle. Οι τέσσερις δίσκοι που προηγήθηκαν του “The silent whales of lunar sea”, αποτελούν σίγουρα σημεία αναφοράς στην καριέρα των SKYCLAD, μιας και κυριολεκτικά, ήταν το ένα καλύτερο από το άλλο, με αποκορύφωμα θα λέγαμε τον προκάτοχο, “ Prince of the poverty line”.

Πέμπτη κυκλοφορία σε πέντε χρόνια όμως συνεπάγεται και κάποια κούραση, κάποια φθορά. Και η φθορά δυστυχώς έχει αρχίσει να κάνει την εμφάνιση της σε αυτήν την δουλειά του σχήματος.

Το άλμπουμ δεν είναι κακό, δεν είναι από αυτά τα οποία θα χαρακτήριζε κανείς ανάξιο λόγου. Όμως, έχοντας μόλις ένα χρόνο πριν, κυκλοφορήσει αυτό που για πολλούς αποτελεί την κορυφαία δουλειά τους, οι συγκρίσεις είναι αναπόφευκτες. Και ειδικά όταν τα συγκρίσιμα μεγέθη απέχουν μεταξύ τους, ο πιο αδύναμος, ίσως και να χάνει ακόμα περισσότερο.

Τα τραγούδια είναι λιγότερο ενδιαφέροντα από οποιονδήποτε προηγούμενο δίσκο των SKYCLAD. Ο Steve Ramsey βγάζει μια αίσθηση απουσίας έμπνευσης. Ο Martin Walkyier δείχνει να έχει γίνει πιο «εσωστρεφής». Το δε “Still spinning shrapnel”, ίσως να είναι το πιο αδύναμο opener άλμπουμ του συγκροτήματος, μέχρι εκείνη τη στιγμή. Δυστυχώς για την μπάντα όμως, τα κακά δεν έχουν να κάνουν μόνο με την απουσία μεγάλης έμπνευσης ή καθαρά με τη μουσική της. Ακόμα και οι μέχρι τότε αψεγάδιαστες παραγωγές που προσέφερε στο  σχήμα ο Kevin Ridley και θα συνέχιζε να προσφέρει στο μέλλον, εν προκειμένω είναι δυστυχώς κακή. Δεν είναι απαστράπτουσα, δεν είναι ιδιαίτερη, δεν ανυψώνει τις μέτριες συνθέσεις ώστε να τις αλλάξει επίπεδο.

Η μουσική στο “The silent whales of lunar sea”, δεν είναι καθόλου αυτό που περιμένει ο ακροατής. Δεν έχει πολλά φλάουτα, βιολιά και ακουστικές κιθάρες, ούτε στίχους για Δρυίδες ή μαγικά δάση. Η Powerίζουσα αισθητική του, ηχεί ξένη στα αυτιά των οπαδών τους. Και ίσως καμιά φορά, ο πειραματισμός να μην αποδίδει τα αναμενόμενα.

Μία μικρή λεπτομέρεια: αν τον τίτλο του δίσκου, “The silent whales of lunar sea”, τον προφέρει κανείς με συγκεκριμένη Αγγλική ή Αυστραλιανή προφορά, αυτό που ακούγεται στον προφορικό λόγο, είναι: “The silent wails of lunacy”. Έξυπνο…

Φανούρης Εξηνταβελόνης

SLASHS SNAKEPIT – “Its five oclock somewhere” (Geffen)

Eδω έχουμε την πρώτη δουλειά του Slash εκτός των GUNS N’ ROSES. To album που κυκλοφόρησε στις αρχές του ‘95 από την Geffen ήταν κομμάτια που είχε συνθέσει ο κιθαρίστας μετά το τέλος της τεράστιας περιοδείας των “Use your Illusions”. Τα κομμάτια αυτά τα είχε συνθέσει στο garage του νέου του σπιτιού στο L.A και εκεί εκτός από τον Matt Sorum με τον οποίο έκανε πιο στενή παρέα και έπαιζε μαζί του για πλάκα, συνήθιζαν να περνούν ο ΜIke Ιnez (ALICE IN CHAINS) αλλά και ο Gilby Clarke. Οι τρεις GUNS τζάμαραν και ηχογραφούσαν κάθε βράδυ, χωρίς να ξέρουν που θα καταλήξει όλο αυτό το υλικό. Όταν κάποια στιγμή το έβαλαν στον Axl να το ακούσει, έδειξε απροκάλυπτα ότι δεν του προκαλούσε κανένα ενδιαφέρον το υλικό.

Όμως ο Slash, εξ αρχής, όλες αυτές τις συνθέσεις τις έγραψε για να περνά καλά, χωρίς να τον απασχολεί για το μέλλον της μπάντας του. Μάλιστα όπως αναφέρει ο ίδιος, τα κομμάτια στα οποία έγραψε ο ίδιος τους στίχους (στα υπόλοιπα υπεύθυνος είναι ο τραγουδιστής Eric Drover) απευθύνονται όλα σε ένα πρόσωπο (ποιος να ήταν άραγε!), εκείνη την εποχή κανείς δεν το κατάλαβε και χρησιμοποίησε τον δίσκο ως μια ευκαιρία για να διώξει από πάνω του όλα όσα ένιωθε ότι τον καταπίεζαν.

Ο δίσκος κυκλοφόρησε και τα πήγε καλά και εμπορικά φθάνοντας το ένα εκατομμύριο σε πωλήσεις, ο Slash θα προσλάβει όμως τους Brian Tichy και James Lomenzo από τoυς PRIDE AND GLORY του Ζakk Wylde και με το Gilby Clarke επίσης στην line up (οι Mike Inez και Μatt Sorum αδυνατούσαν  να ακολουθήσουν)  θα περιοδεύσει στην Αμερική, Ευρώπη, Ιαπωνία και Αυστραλία. Θα κυκλοφορήσει επίσης δύο singles από τον δίσκο τα “Beggars & hangers on” και “Good to be alive”. 

Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Slash όλη αυτή η εμπειρία των συναυλιών με τους SNAKEPIT ήταν υπέροχη. Δεν υπήρχαν δράματα όπως αναφέρει και τον βοήθησε να ανακαλύψει εκ νέου τι ήταν αυτό που του άρεσε να κάνει. Ήταν μια πραγματική ενδοσκόπηση μιας και τα δυο τελευταία χρόνια ένοιωθε ότι είχε χάσει τον εαυτό του. Ο Slash το μοναδικό πράγμα που ήθελε ήταν απλώς να ανεβαίνει πάνω στην σκηνή και να παίζει, τα υπόλοιπα τον έφθειραν σαν άτομο και συναισθηματικά και ψυχολογικά τον κούραζαν αφάνταστα.

Συνολικά το πρώτο album των SLASH’S SNAKEPIT ήταν ένα ζόρικο hard rock album που έφερε πάνω του όλη την σφραγίδα τους ταλαντούχου κιθαρίστα και αυτό το καταλαβαίνει κανείς από την πρώτη νότα. Ο δίσκος διαθέτει από πίσω του την ομάδα των GUNS N’ ROSES (Mike Clink- παραγωγή, ηχογραφημένο στα record Plant και Conway recording studios με Micheal Barbiero και Steve Thompson  για την μίξη) και με συμμετοχές και από τους Duff McΚagan και Dizzy Reed, όλος ο καλός ο κόσμος δηλαδή εκτός από τον «αχώνευτο». Τέλος ο δίσκος έφτασε στο #70 στην Αμερική και στο #15 στην Βρετανία και απέσπασε θετικές κριτικές από παντού.

Γιάννης Παπαευθυμίου

SODOM – “Masquerade in blood” (Steamhammer)

Περίεργη ιστορία ετούτο εδώ το άλμπουμ. Το “Masquerade in blood” είναι το έβδομο άλμπουμ των  Γερμανών πολεμάρχων SODOM κι έχει αρκετές ιδιαιτερότητες. Κυκλοφόρησε μόλις ένα χρόνο μετά το “Get what you deserve” και σε αρκετούς έδωσε την εντύπωση της προχειρότητας. Δεν είναι ακριβώς όμως έτσι τα πράγματα, καθώς ο Andy Brings, κιθαρίστας της μπάντας στα δύο προηγούμενα άλμπουμ αλλά και στο live “Marooned”, αποχώρησε στις αρχές της χρονιάς και ο Angelripper θέλησε γρήγορα να αποκαταστήσει την τάξη. Αντικαταστάτης του, ο ταλαντούχος αλλά και αυτοκαταστροφικός Dirk Strahlmeier (R.I.P. 2011). Ο δίσκος κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 1995 και ακόμα και σήμερα εξακολουθεί να διχάζει τους οπαδούς. Πολύ punk ήχος για τους παραδοσιακούς οπαδούς, πολύ thrash γι’ αυτούς που λάτρεψαν την punk κατεύθυνση του “Get what you deserve”. Ως συνήθως, η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση. Το “Masquerade in blood”ακούγεται σαν η φυσική συνέχεια του προκατόχου του που όμως φέρνει την ωμότητα και τραχύτητα του “Tapping the vein”. Μπερδεμένο αποτέλεσμα; Ίσως την εποχή που κυκλοφόρησε, ναι. Σήμερα όμως, ακούγοντας το άλμπουμ, συνειδητοποιεί κανείς πόσο πραγματικά καλό ήταν.  Η πολεμική ατμόσφαιρα που είχε μειωθεί κάπως στο προηγούμενο άλμπουμ, επανέρχεται εντονότερη. Συμπαγής δίσκος και με εξαιρετική παραγωγή από τον ίδιο τον Angelripper,  περιλαμβάνει κάποια πολύ καλά κομμάτια, όπως το ομώνυμο, το “Gathering of minds”, τα ωμά “Scum”και “Mantelmann”  και τα φανταστικά “Peacemaker’s law” και “Murder in my eyes”. Το “Fields of honour” βρωμάει και ζέχνει MOTORHEAD από μακριά, θυμίζοντας εποχές “Better off dead”  κι ας μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για τη μία από τις δύο αγαπημένες μπάντες του Angelripper (ναι, η δεύτερη είναι αυτή που φαντάζεστε!), όσο για τη διασκευή στο “Let’s break the law” των ANTI-NOWHERE LEAGUE , κουμπώνει ιδανικά στο όλο κλίμα του δίσκου.  Η απόδοση της μπάντας είναι εξαιρετική, με τον Angelripper να αποτελεί για μια ακόμη φορά σταθερή αξία, τον Strahli να ακούγεται ιδανικός αντικαταστάτης του Brings, ενώ ο Atomic Steif για μια ακόμη φορά είναι ΤΙΤΑΝΙΟΣ πίσω από τα τύμπανα. Δυστυχώς το line up του δίσκου αυτού αποδείχθηκε εξαιρετικά βραχύβιο καθώς ο Strahli εκδιώχθηκε λόγω των προβλημάτων που αντιμετώπιζε με τα ναρκωτικά και τον οδήγησαν μάλιστα και στην σύλληψή του από τις αρχές, ενώ και ο Atomic Steif αποχώρησε κάτω από ένα πέπλο μυστηρίου. Παρόλα αυτά, εκτιμώ ότι το “Masquerade in blood” είναι ένα παρεξηγημένο όσο και υποτιμημένο άλμπουμ που αξίζει πολλά περισσότερα από όσο νομίζετε.

Θοδωρής Κλώνης

STEEL PROPHET – “The Goddess principle” (Brainstorm Division)

Έχουν περάσει ήδη έξι χρόνια από το 1983, τη χρονολογία σύστασής του και είχαν ήδη ηχογραφηθεί τρία demos. Ένα εξ αυτών, το “Inner Ascendance” του 1989 (το οποίο είχαν περιποιηθεί ιδιαιτέρως ο Bill Metoyer με τον Joe Floyd), συγκαταλέγεται στα καλύτερα demos όλων των εποχών ανεξαρτήτου ιδιώματος και κοντράρει στα ίσα πάμπολλους official δίσκους μεγάλων συγκροτημάτων. Κι όμως, ο Ατσάλινος Προφήτης (για τον οποίο μιλάμε) από το Middletown του Connecticut έπρεπε να περιμένει άλλα έξι ολόκληρα χρόνια για να κάνει την επίσημη «πρώτη» του, με το “The Goddess principle”. Ένα album που και αυτό στην ουσία demo ήταν, γι’ αυτό και η «φτωχή» του (για «κανονική» κυκλοφορία) παραγωγή. Τι τα θες όμως, τι τα γυρεύεις… Η ουσία πάντα θα βρίσκεται στις συνθέσεις και υπό αυτό το πρίσμα, οι STEEL PROPHET του “The Goddess principle” εξακολουθούν να είναι «από άλλον πλανήτη»! Ο κιθαρίστας Steve Kachinsky δεν πτοήθηκε από την αποτυχία του να αντικαταστήσει τον Victor Arduini στους FATES WARNING (προτιμήθηκε ο Frank Aresti ως γνωστόν) και θέλησε να τιμήσει τη μπάντα του φίλου του Jim Matheos, αφού οι φιλίες δε χαλάνε για τέτοια ζητήματα. Έτσι, συνέχισε από εκεί που έμειναν το “The spectre within” και το “Awaken the Guardian”, προσθέτοντας τη δική του, προσωπική ταυτότητα που περιείχε ακόμη και doom ή και thrash metal στοιχεία. Μαζί του σε αυτό το εγχείρημα, ο Horacio Colmenares των NEW EDEN στην άλλη κιθάρα, οι Vince Dennis (το θηρίο των BODY COUNT) και John Tarascio στο rhythm section και Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ Rick Mythiasin στο μικρόφωνο. Θεάρεστο power metal, με καταπληκτικές Maiden μελωδίες, τεχνοκρατική αντίληψη, φωνητικά στην Στρατόσφαιρα και “white”, θεολογική στιχουργική άποψη, από ένα σχήμα τόσο ικανό μουσικά, όσο και «εκτός κλίματος» της εποχής του. Αυτός ήταν και ο μοναδικός λόγος που οι STEEL PROPHET όχι απλά δε γνώρισαν επιτυχία στις Η.Π.Α, αλλά δε μπορούσαν να βρουν μια θέση support έστω, σε κάποιο τοπικό club, κάτι που δεν έγινε ούτε στη πορεία, κι ας διαδεχόταν η μια δισκάρα την άλλη… Όχι ότι στην Ευρώπη θα στρώνονταν χρυσά χαλιά να περπατήσει επάνω τους η μπάντα, αφού αυτό το USPM δύσκολα θα το καταλάβαινε ο μέσος οπαδός των GAMMA RAY ή των STRATOVARIUS (δε μειώνω τα groups αυτά, είναι απλά εντελώς διαφορετικοί κόσμοι), αλλά όπως και να ’χει, για παραδοσιακό metal μιλάμε, στη Γηραιά Ήπειρο το «έδαφος» ήταν πολύ πιο «πρόσφορο». Υπάρχει ακόμη χρόνος να διορθωθεί αυτή η αδικία, άραγε; Νομίζω ναι!

Δημήτρης Τσέλλος

STRAPPING YOUNG LAD – “Heavy as a really heavy thing” (Century Media)

Το 1993 ο κόσμος γνωρίζει για πρώτη φορά έναν άγνωστο ως τότε τραγουδιστή, ονόματι Devin Townsend. Ο Καναδός ψυχασθενής της καρδιάς μας επιλέχθηκε από έναν υπέρμετρα –τότε- τολμηρό Steve Vai, ώστε να τραγουδήσει στο τρίτο ολοκληρωμένο άλμπουμ του μέγιστου βιρτουόζου της κιθάρας, ονόματι “Sex & religion”. O Townsend μετά και την περιοδεία του δίσκου μέσα στο 1994, θεώρησε ότι έγινε «μουσική πόρνη» ατόμων που τον εκμεταλλεύονταν και μετά από μια περιοδεία ως κιθαρίστας των THE WILDHEARTS, αποφάσισε να τραβήξει το δικό του μουσικό μονοπάτι. Μέσα στη χρονιά, έλαβε τηλεφώνημα από εκπρόσωπο της Roadrunner, η οποία είχε εκδηλώσει ενδιαφέρον να ακούσει τα demo που είχε ετοιμάσει, με το υλικό τελικά να απορρίπτεται από τους ανώτερους της εταιρείας, χαρακτηριζόμενο ως «απλά θόρυβος». Την ίδια απόρριψη έλαβε κι από την Relativity Records, την εταιρεία στην οποία κυκλοφόρησε το “Sex & religion”, η οποία δεν είδε εμπορική προοπτική στη μουσική του. Μέχρι που μαζί του επικοινώνησε η Century Media η οποία του ανέφερε απλά ότι «θέλουμε να μας προσφέρεις μερικά ακραία άλμπουμ» και του πρόσφερε ένα γενναίο συμβόλαιο πέντε δίσκων. Μετά λοιπόν την περιοδεία του με τους THE WILDHEARTS, o Townsend βάζει μπροστά τη νέα εποχή της καριέρας του, ονομάζοντας το σχήμα STRAPPING YOUNG LAD!

To “Heavy as a really heavy thing” είναι το ντεμπούτο των SYL που κυκλοφόρησε το 1995. Ή μάλλον το ντεμπούτο του ίδιου του Devin, καθώς στο δίσκο ακούμε αποκλειστικά τον ίδιο να παίζει τα πάντα, εκτός από τα τύμπανα στα οποία έχει συνδράμει ένα drum machine. Φυσικά είχε τη βοήθεια κάποιων συγκεκριμένων καλεσμένων, άλλων που έγιναν αναπόσπαστο μέρος της μπάντας όπως ο Jed Simon στις κιθάρες, και άλλων που δεν μακροημέρευσαν αλλά βοήθησαν σημαντικά, όπως ο ντράμερ Andrew White, o επίσης ντράμερ Chris Byes, ο πληκτράς Chris Meyers, ο μπασίστας Ashley Scribner και ο κιθαρίστας Mike Sudar, ενώ έξτρα βοήθεια στον προγραμματισμό των τυμπάνων έδωσε ο Greg Price. O Townsend χωρίς να το θέλει, γέννησε μια νέα μουσική τάση, ενώ υποθέτω ότι βγάζοντας τον θυμό του από τη μουσική βιομηχανία, δεν ήξερε πόσο προφητικό θα αποδεικνυόταν το ρεφρέν του εναρκτήριου “S.Y.L.”  όπου αναφέρει γεμάτος σιγουριά “I am the coming of a new age and I will never fall”. Πόσα ήξερες αλλά δεν το πίστευες ούτε ο ίδιος πόσο ακριβής θα ήσουν. Το ντεμπούτο των SYL λοιπόν είναι μια ξεκάθαρη in your face industrial meets death meets thrash meets groove λαίλαπα με έναν ήχο που είναι έτοιμος να σε συνθλίψει.

Ο δίσκος μπορεί αρχικά να μην αναγνωρίστηκε και να έχει πατώσει εμπορικά στο πρώτο εξάμηνο, με μόλις 143 κόπιες να έχουν πουληθεί, αλλά οι διθυραμβικές κριτικές που έλαβε το «έσπρωξαν» μελλοντικά σε πολύ καλύτερη μοίρα, η οποία προφανώς και ενισχύθηκε από το επόμενο SYL μνημείο, ονόματι “City”, το 1997. Ο Andy Stout του Aγγλικού Metal Hammer τόνισε ότι «είναι ένα από τα πιο ενοχλητικά άλμπουμ που θα ακούσετε για πολύ καιρό». Ο ίδιος ο Devin πάντως ανέκαθεν εξέφραζε την αποστροφή του, είτε αναφέροντας ότι έχει μόνο δυο καλά κομμάτια, (προφανώς εννοώντας το “S.Y.L.” και το “In the rainy season”), ότι η παραγωγή είναι φτωχή και η όλη ηχογράφηση δυσάρεστη, προσθέτοντας ότι «είναι απλά μια συλλογή από demo που επαναμιξαρίστηκαν». Στην επανέκδοση του 2006 όταν η Century Media ανέφερε ότι πρόκειται για την αναγέννηση ενός κλασικού δίσκου που όρισε ένα είδος, ο Townsend απάντησε λακωνικότατα «μ@λ@κίες δισκογραφικών εταιρειών». Παρόλα αυτά, αν και ημιτελές στα μάτια του, το άλμπουμ αυτό έμελλε να είναι η αρχή που στήριξε την πολυσχιδή καριέρα του, ενώ βρισκόταν στο μάτι του κυκλώνα της μάχης του με την διπολική του διαταραχή και τα ναρκωτικά που έπαιξαν αμφότερα μέγιστο ρόλο στον ήχο των SYL μελλοντικά. Η νέα εποχή είχε έρθει. Και ήταν αναμφισβήτητα μια νέα εποχή πραγματικότητας ολομόναχος!

Άγγελος Κατσούρας

STRATOVARIUS – “Fourth dimension” (T&T)

Πριν μιλήσουμε για το “Fourth dimension” πρέπει να γυρίσουμε έναν χρόνο πίσω, στο  1994, όταν οι STRATOVARIUS ολοκλήρωσαν την περιοδεία του εξαιρετικού “Dreamspace” και ετοιμάζονταν για την δημιουργία του “Fourth dimension”. Το “Twilight time” ήταν το άλμπουμ όπου ξεκίνησε το συγκρότημα να δείχνει ότι προορίζεται να γίνει ένας εκ των κύριων πρωταγωνιστών στο euro power metal στερέωμα και το “Dreamspace” έσκασε με τέτοιον τρόπο, που ήρθε να επισφραγίσει την δυναμική των αγαπημένων Φινλανδών. Ήταν αυτή η στιγμή που ο ηγέτης και βασικός συνθέτης του συγκροτήματος Timo Tolkki, κατάλαβε πως πρέπει να αλλάξει ορισμένα πράγματα, για να δώσει στην μπάντα του αυτή την μικρή ώθηση που χρειαζόταν για να πετάξει. Έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού του την αναγνώριση που επιζητούσε ως ένας νέος guitar hero και βλέποντας πως οι απαιτήσεις στα φωνητικά μέρη αυξάνονταν κατακόρυφα, πήρε την απόφαση να αφοσιωθεί πλήρως στις κιθάρες των STRATOVARIUS, αφήνοντας την θέση του τραγουδιστή κενή. Μία θέση που ήρθε να καλύψει επάξια ο Timo Kotipelto.

Πέντε μήνες χρειάστηκαν για να ολοκληρωθούν οι ηχογραφήσεις του “Fourth dimension”, το τελευταίο άλμπουμ που αποτελούταν αποκλειστικά από Φινλανδούς μουσικούς, καθώς είναι ο τελευταίος δίσκος για τον πληκτρά Antti Ikonen, που αντικαταστάθηκε από τον Σουηδό Jens Johansson, όπως επίσης τελευταίος και για τον drummer Tuomo Lassila, που την θέση του πήρε ο Jorg Michael. Το πρώτο τραγούδι που βγήκε ως video clip και προάγγελος του “Fourth dimension” δεν θα μπορούσε να είναι άλλο από τον κομμάταρο “Against the wind”, που κυκλοφόρησε και ως b’ side στο single “Wings of tomorrow” (μπορεί να ήταν τραγούδι από το “Dreamspace”, αλλά κυκλοφόρησε αργότερα από το “Fourth dimension”, κυρίως για την ελληνική αγορά, με την προσδοκία να γίνει ύμνος της Εθνικής μπάσκετ για το Eurobasket 1995, κάτι που τελικά συνέβη μία και μοναδική φορά στον εναρκτήριο αγώνα της). Μουσικά το “Fourth dimension” πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα από το “Dreamspace” και φανερώνει την κατεύθυνσή που θα ακολουθούσε το συγκρότημα, μία μαγική πορεία που ξεκίνησε από το “Twilight time” και που έκανε τους STRATOVARIUS συγκρότημα-ηγέτη στο euro-power, δημιουργώντας κυριολεκτικά μία νέα ολόκληρη σχολή, με άπειρα συγκροτήματα που επηρεάστηκαν και εμπνεύστηκαν από τον ήχο τους. Συγκινήθηκα ανάθεμά σας.

Δημήτρης Μπούκης

SUFFOCATION – “Pierced from within” (Roadrunner)

Οι SUFFOCATION (όπως και οι MALEVOLENT CREATION) ήταν οι μεγάλοι «άτυχοι» το 1993, όταν είδαν το δεύτερο τους άλμπουμ “Breeding the spawn” να έχει την αντίστοιχη μοίρα του “Stillborn” των MALEVOLENT CREATION. Δηλαδή την έλλειψη budget από πλευράς Roadrunner και την αδυναμία της εταιρείας να υποστηρίξει το άλμπουμ, με αποτέλεσμα μια καταστροφική παραγωγή από τον άσημο Paul Bagin και συνολικό αποτέλεσμα ένα δίσκο-κηλίδα όχι μόνο για το συγκρότημα αλλά και για όλο το death metal συνολικά εκείνη την εποχή (μακράν το χειρότερο άλμπουμ του είδους από μεγάλη μπάντα). Ευτυχώς μετά την κυκλοφορία του τα πράγματα βελτιώθηκαν (δε γινόταν μάλλον να βαλτώσουν και περισσότερο) και η πρώτη αρχική είδηση που (θα έπρεπε να) φέρει χαμόγελο, είναι η φυγή του Mike Smith και η έλευση του υπερ-παίχτη και τυμπανικού καταστροφέα, Doug Bohn, με αποτέλεσμα αυτού που λέω χρόνια, ότι οι SUFFOCATION για πρώτη φορά είχαν ντράμερ. Καλό, χρυσό παιδί ο Mike, ωραίος τύπος γενικά, αλλά αυτό το ξύλινο παίξιμο του δεν αντεχόταν με καμία Παναγία. Το δεύτερο ευχάριστο είναι ότι αυτή τη φορά το συγκρότημα έχει το budget και τις σωστές συνθήκες ηχογράφησης και έτσι επιστρέφουν στο ναό του death metal (Morrisound Recording, Tampa, Florida) για να δημιουργήσουν το τρίτο τους άλμπουμ.

To τρίτο και μεγαλύτερο ευχάριστο και μάλλον το σημαντικότερο, είναι η επιστροφή του αρχιερέα του death metal όσον αφορά τις παραγωγές, δηλαδή του Scott Burns. Ο οποίος με το μαγικό του χέρι δίνει στο δίσκο –που ονομάστηκε “Pierced from within”- μια άλλη υπόσταση, η οποία τουλάχιστον συνολικά καταφέρνει το πλέον ακατόρθωτο, να ξεπεράσει το συναίσθημα που έβγαζε το πρωτόγονο ντεμπούτο τους “Effigy of the forgotten”. To “Pierced from within” όμως είναι γενικότερα το ανώτερο άλμπουμ (προσοχή, άλμπουμ, όχι κυκλοφορία) των SUFFOCATION, καθώς συνθετικά είναι απλησίαστο και το παικτικό τους επίπεδο σε συνδυασμό με την παραγωγάρα, το φτάνουν σε στρατόσφαιρα τελικού αποτελέσματος. Η μεγάλη διαφορά όμως είναι στο σκαμνάκι και τα δέρματα. Αυτά που έχει κάνει ο Doug Bohn εδώ πέρα είναι απερίγραπτα, ο άνθρωπος γεννήθηκε να φέρνει την καταστροφή σε κάθε κατέβασμα μπαγκέτας. Μιλάμε για Δ-Υ-Ν-Α-Μ-Η χτυπημάτων όσο ελάχιστες φορές στην ιστορία, γυρίσματα που προκαλούν πανικό, η δίκαση κλαίει σε κάθε του ομοβροντία, ένας γεννημένος δολοφόνος που βγήκε στη γύρα να σκορπίσει όλεθρο. Χάρη στο παίξιμο του, γεννήθηκαν κομμάτια αναπόσπαστα μέρη των συναυλιών τους αλλά και κοσμήματα όλου του είδους γενικότερα, όπως το εναρκτήριο ομότιτλο, το θρυλικό “Thrones of blood” και το καθηλωτικό “Brood of hatred” με ρυθμό-κόλαση ξεκάθαρα.

Όλα τα παραπάνω συνέβαλαν στο να γίνει άμεσα αποδεκτό το “Pierced from within” από τους οπαδούς, πολλοί εκ των οποίων σίγουρα δεν πίστευαν ότι οι SUFFOCATION μπορούν να επιστρέψουν τόσο καταστροφικοί μετά το σκόπελο του “Breeding the spawn”. To “Pierced from within” θεωρείται από πολλούς στην Αγία Τριάδα –μαζί με το “Once upon the cross” των DEICIDE και το “Domination” των MORBID ANGEL που αμφότερα κυκλοφόρησαν πολύ κοντά χρονικά- των δίσκων που είναι οι τελευταίοι ΤΕΡΑΣΤΙΟΙ δίσκοι στην ιστορία του death metal και πως τίποτα μετά το 1995 δεν ακούστηκε όπως παλιά (ορθότατη άποψη παρότι μας πικραίνει εμάς τους οπαδούς του είδους, παρά τις συνεχείς ποιοτικότατες κυκλοφορίες κάθε χρόνο). Στο “Pierced from within” ξεκινάει και η αγαπημένη «συνήθεια» των SUFFOCATION να επανηχογραφούν τα κομμάτια του “Breeding the spawn” με ήχο που θεωρούν ότι θα έπρεπε να έχουν εξ αρχής οι συνθέσεις, έτσι εδώ έχουμε το ομότιτλο κομμάτι επανηχογραφημένο, ενώ έχουμε και επανεκτέλεση του “Synthetically revived” μέσα από το EP “Human waste”. Ένα από τα κορυφαία κάφρικα άλμπουμ όλων των εποχών, κόντρα στα προγνωστικά της εποχής που τους θεωρούσαν καμένο χαρτί και γενικά ξοφλημένους και που μαζί με το επόμενο ΕΡ “Despise the sun” σηματοδοτούν το κορυφαίο δίδυμο κυκλοφοριών στην ιστορία τους. Με μια λέξη: ΤΣΙΜΕΝΤΟΛΙΘΟΣ!

Άγγελος Κατσούρας

SYMPHONY X – “The damnation game” (Inside Out Music)

Πρώτος δίσκος των SYMPHONY X με διανομή στην Ευρώπη, πρώτος δίσκος με τον Russell Allen στα φωνητικά (δηλαδή πρώτος με κανονικό τραγουδιστή και ΤΙ τραγουδιστή αλήθεια), πρώτος δίσκος του σχήματος που αγόρασα όταν βγήκε, ψάχνοντας για καλό neoclassical progressive metal. Μπορώ να πω άσχημα λόγια για το “The damnation game”; Προσοχή, μιλάμε για τον –προσωπικά- δεύτερο χειρότερο (;;;) δίσκο του συγκροτήματος, που έχει βγάλει όμως τέτοια αριστουργήματα, ώστε τον όγδοο σε προσωπική κατάταξη δίσκο τους, άλλοι τον κοιτάνε με κυάλια!!!

Κατ’ αρχάς, περιέχει ένα από τα κορυφαία τραγούδια τους, το εννιάλεπτο “The edge of forever”, που πρέπει να το έβαζα κάθε εβδομάδα στη ραδιοφωνική μου εκπομπή, όταν ξεκινούσα πριν από σχεδόν 26 χρόνια. Ένα τραγούδι-προπομπός ανάλογων επών, που άλλα ήταν λίγο καλύτερα, άλλα λίγο χειρότερα, αλλά η δομή του τραγουδιού με την ακουστική εισαγωγή και την κορύφωση, ακολουθήθηκε στους επόμενους δίσκους και μας χάρισε μοναδικές στιγμές, επίσης. Παρόμοιο τραγούδι είναι το “A winter’s dream” (εντάξει, όλοι καταλαβαίνουμε ότι είναι ένα τραγούδι χωρισμένο σε δύο μέρη), με το δεύτερο μέρος του (“The ascension”) να έχει παρουσιαστεί με άλλες βελτιωμένες μορφές σε επόμενες δουλειές του σχήματος.

Παρότι η παραγωγή δεν το κολακεύει το “The damnation game”, είναι καλύτερη από το ομώνυμο ντεμπούτο τους και ακόμα κι έτσι, ξεχωρίζουν και οι παιχτικές ικανότητες των μελών τους αλλά και τραγουδάρες όπως το ομώνυμο που ανοίγει το δίσκο, το “Dressed to kill” και το “The haunting”, που μαζί με τα προαναφερθέντα, δημιουργούν έναν πυρήνα εξαίσιων δειγμάτων neoclassical power/prog metal, ακριβώς σαν αυτό που ζητούσα να ακούσω αγοράζοντάς του. Που να φανταζόμουν ότι εκείνη τη στιγμή, έμπαινα στα σαλόνια του Champion’s League; Κι επειδή πάντα το λέω, αν ασχολιόμουν ποτέ σοβαρά με τη μουσική, είχα συγκρότημα και δεν ήμουν χαβαλές, θα ήθελα να έπαιζα σ’ ένα σχήμα που θα έπαιζε ακριβώς σαν τους SYMPHONY X. Το απόλυτο σχήμα που συνδυάζει τον heavy ήχο, με την τεχνική. Και το “The damnation game” ήταν η σπίθα που θα οδηγούσε σ’ έναν από τους απόλυτους δίσκους όλων των εποχών. Το ανυπέρβλητο “Divine wings of tragedy”.

Σάκης Φράγκος

SYRIS – “Syris” (Shark Records)

Είναι κάποια συγκροτήματα, που δε χρειάζονται πολλές προσπάθειες για να κατακτήσουν τις καρδιές των οπαδών του ιδιώματος που υπηρετούν. Δεν ξέρω αν αυτό το συμπέρασμα είναι μόνο δικό μου, και πιθανότατα δεν είναι, αλλά θεωρώ πως δεν επιδέχεται αμφισβήτησης. Πως συνδέεται τώρα με την περίπτωση των SYRIS, από το Illinois; Εύκολα. Το αμερικανικό power metal δεν έχει «επιφανειακούς» ακροατές. Δεν είναι europower (πικρή αλήθεια, αλλά αλήθεια το δίχως άλλο), για να μείνει ο οπαδός σχετικά στην επιφάνεια και να ασχολείται με τους μεγάλους και γνωστούς του είδους, άντε και τους «συγγενείς» αυτών. Ο USPM οπαδός, είναι από τους καλύτερους «δύτες» της πιάτσας, και βουτά βαθιά. Πολύ βαθιά. Και σε μια από αυτές τις καταδύσεις του θα έβρισκε, στα μεγάλα εκείνα βάθη, να τον κοιτά τούτο το άλμπουμ. Πρόκειται περί ενός μικρού αριστουργήματος, που έχει φτάσει να είναι εξαιρετικά δυσεύρετο και ακόμη και σήμερα εκθειάζεται στις συζητήσεις μεταξύ των «μυστών» του χώρου. Καλοί, μελετηροί μαθητές της αμερικανικής σχολής οι SYRIS, καταθέτουν έναν δίσκο σαφέστατα επηρεασμένο από τα πριν από αυτούς «θηρία», αλλά που θα μπορούσε να ξεκινήσει τη δική τους επιδραστική κληρονομιά. Αυτό, αν οι εποχές ήταν διαφορετικές, πιο «φιλικές» για τη μουσική τους και τα πράγματα στο μέλλον είχαν διαφορετική κατάληξη, αφού οι SYRIS δέχτηκαν μέχρι και το χτύπημα της σχεδόν ολικής αλλαγής στην σύνθεσή τους. Τουλάχιστον, ο drummer Sean Brown μπορεί να έμεινε μόνος και έρημος, αλλά δεν το έβαλε κάτω και με καινούργιους συμπαίκτες κυκλοφόρησε έναν ακόμη δίσκο μεγατόνων, το “Unseen forces” του 1998, που εννοείται και αυτός πήγε «άκλαφτος». Για το οποίο βέβαια θα μιλήσουμε όταν έρθει η ώρα, αφού προέχει η νιοστή ακρόαση του “Syris” και του θεάρεστου power metal του. Αν μέχρι σήμερα δηλώνεις άγνοια αλλά συγκαταλέγεσαι σε αυτούς που ξυπνούν με QUEENSRYCHE και HEIR APPARENT, συνεχίζουν τη μέρα τους με STEEL PROPHET και κοιμούνται με APOLLO RA, τότε δεν πρέπει να περιμένεις άλλο.

Δημήτρης Τσέλλος

TAD MOROSE – “Sender of thoughts” (Black Mark Production)

Όταν ακούμε το όνομα TAD MOROSE, αυτόματα το συνδέουμε με πρώτης διαλογής power metal, που κοντράρει στα ίσα μεγάλους του είδους και θυμίζει τον τιτάνιο ήχο της απέναντι όχθης του Ατλαντικού. Και όμως, οι Σουηδοί με τον Kristian Andrén στο μικρόφωνο μάγεψαν ΚΑΙ τον χώρο του progressive, δημιουργώντας δύο μικρά διαμαντάκια: το ντεμπούτο τους “Leaving the past behind” και τούτην εδώ τη διάδοχή του κατάσταση. Αλλά ας τα δούμε λίγο από πιο κοντά τα πράγματα. Το progressive metal των TAD MOROSE χαρακτηρίζει κατ’ αρχάς το γεγονός πως προσπαθούν εξαρχής να βρουν τον δικό τους ήχο, χωρίς να προβαίνουν σε επαίσχυντες αντιγραφές καθιερωμένων καλλιτεχνών και χωρίς να έχουν τάσεις βερμπαλιστικές και φλύαρες. Μολονότι τεχνικά κρίνονται πολύ παραπάνω από απλά «επαρκείς», δε θέλουν να τραβήξουν την προσοχή του ακροατή κάνοντας επίδειξη τεχνικών ικανοτήτων, αλλά ποντάροντας σε μια λυρική όσο και σκοτεινή ατμόσφαιρα. Δεδομένη είναι η αγάπη της μπάντας για σχήματα όπως οι CRIMSON GLORY, οι QUEENSRYCHE και οι SAVATAGE, ακόμη πιο δεδομένη η ηγετική παρουσία του κιθαρίστα Christer Andersson (μοναδικού εναπομείναντος μέλους από τότε μέχρι και σήμερα) και καθόλου αμελητέα η συνεισφορά του πληκτρά Fredrik Eriksson, αφού αυτός ευθύνεται για τη δημιουργία της ατμόσφαιρας που περιγράψαμε πιο πριν. Οι TAD MOROSE έχουν έμπνευση, έχουν υλικό, το “Sender of thoughts” έχει μεγάλη διάρκεια και προς το τέλος, σου επιφυλάσσει και μια διασκευή στο κλασσικότερο των κλασσικών “Gates of Babylon”, όπου φάνηκε περισσότερο από κάθε άλλη στιγμή, ότι η μπάντα είναι για πολλά περισσότερα και χρειαζόταν αλλαγή τραγουδιστή. Ο Kristian Andrén δεν είναι Urban Breed, το ξέρουμε όλοι αυτό, παρουσιάζεται σαφέστατα βελτιωμένος σε σχέση με το ντεμπούτο του group, αλλά το συνθετικό επίπεδο περίπου «φωνάζει» πως θέλει άλλον τραγουδιστή. Δε θα αργούσε λοιπόν η ώρα που ο μικρός θεός Urban Breed θα προσχωρούσε στο group και θα τους ωθούσε στο να αλλάξουν το ύφος τους και να αποθεώσουν ένα ολόκληρο μουσικό ιδίωμα. Δυστυχώς για τους δύο πρώτους δίσκους, ήταν τέτοιο το εκτυφλωτικό φως της αίγλης των αντίστοιχων μεγάλων της Breed εποχής, που μοιραία «κρύφτηκαν» μόνοι τους στο υπέροχο σκότος που οι ίδιοι δημιούργησαν. Εκεί είναι ακόμη το “Sender of thoughts”. Ψάξτο.

Δημήτρης Τσέλλος

TANKARD – “The tankard” (Noise Records)

Το έβδομο άλμπουμ από τους Γερμανούς μπεκρούλιακες TANKARD που έφερε και το όνομα τους στον τίτλο, ήταν ένας δίσκος με πολλές ιδιαιτερότητες. Πρώτος δίσκος της μπάντας ως τετράδα, και έτσι θα συνέχιζαν από εδώ και πέρα, καθώς ο κιθαρίστας Axel Katzmann αποφάσισε να αποχωρήσει καθώς τα προβλήματα που αντιμετώπιζε με την αρθρίτιδα τον εμπόδιζαν να είναι συνεπής απέναντι στις υποχρεώσεις του στη μπάντα. Πρώτος δίσκος επίσης όπου συστηνόμαστε με τον ντράμερ Olaf Zissel, θέση που κατέχει μέχρι και σήμερα. Πρώτος δίσκος όμως, όπου πέραν του τίτλου του άλμπουμ και του εξωφύλλου, δεν υπάρχει καμία αναφορά στη μπύρα! Όχι, οι TANKARD δεν έγιναν ξαφνικά “σοβαρή” μπάντα, εξάλλου υπάρχει το απίστευτο “Fuck Christmas” στον δίσκο για να επιβεβαιώσει το αντίθετο. Εκείνη την εποχή όμως οι TANKARD είχαν δημιουργήσει ένα βραχύβιο, όπως αποδείχτηκε, side project, τους TANKWART, όπου εκεί εξωτερίκευαν τις αλκοολικές τους ανησυχίες. Στιχουργικά λοιπόν, το “The tankard” παρουσιάζει μια άλλη πλευρά της μπάντας, περισσότερο ευαισθητοποιημένη, δείχνοντας ότι έχουν και άλλα πράγματα να πουν εκτός από την κατάποση μπύρας και να κάνουν χαβαλέ. Μουσικά ο δίσκος κυμαίνεται στα ίδια σταθερά επίπεδα που μας έχουν συνηθίσει. Εντάξει, ποτέ οι TANKARD δεν κατάφεραν να σπάσουν την Αγία Τευτονική Τριάδα των SODOM, KREATOR και DESTRUCTION, πάντα όμως βρίσκονταν ακριβώς πίσω τους. Και το “The tankard” πιστοποιεί αυτό ακριβώς, καθώς μας παρουσιάζεται μια μπάντα εργατική και με αγάπη σε αυτό που κάνει, δηλαδή να παίζει old school thrash metal. Ο δίσκος ξεφεύγει από τα τυπικά TANKARD καλούπια, αυτό όμως δεν τον κάνει λιγότερο ποιοτικό. Οι πιο παραδοσιακοί οπαδοί δυσκολεύονται ακόμα να το χωνέψουν το συγκεκριμένο άλμπουμ καθώς η μπάντα παρουσιάζεται πιο σοβαρή και με πιο ραφιναρισμένο ήχο που προσωπικά μου θυμίζει τους συμπατριώτες τους RAGE και κάπου μπορώ να δικαιολογήσω όσους ξένισε το άλμπουμ αυτό.  Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν κάποιες πολύ καλές στιγμές μέσα, όπως τα “Grave new world”, “Close encounter”, και βέβαια το “Fuck Christmas”. Συνολικά είναι μια αξιόλογη προσπάθεια που ξεφεύγει από τις πεπατημένες, καθιστώντας το, ίσως, το πιο σοβαρό και ώριμο άλμπουμ των TANKARD, με ό,τι καλό ή κακό συνεπάγεται αυτό.  Αξίζει, τέλος, να σημειώσουμε ότι το “The tankard” ήταν το τελευταίο άλμπουμ της μπάντας με την Noise Records, κλείνοντας με αυτόν τον τρόπο την πολύχρονη συνεργασία τους.

He was fuckin’ born in August anyway …

Θοδωρής Κλώνης

THE ELYSIAN FIELDS – “Adelain” (Unisound Records)

Το “Adelain” είναι το περίφημο ντεμπούτο των Αθηναίων THE ELYSIAN FIELDS, το οποίο έβαλε κατευθείαν στον «χάρτη» της άνθησης του Ελληνικού extreme metal της εποχής, τη μπάντα των Διόσκουρων Bill και Michael, THE ELYSIAN FIELDS. Μελωδικό death/black metal που πατούσε πάνω στο γενικό ήχο/ύφος της Ελληνικής underground σκηνής. Η μπάντα καταπιάνεται κυρίως με το σκοτάδι, με νοσταλγικό ύφος και μπόλικο συναίσθημα. Όχι απαραίτητα δακρύβρεκτο, αφού πέρα από τις πανέμορφες μελωδίες των πλήκτρων και του πιάνου, τα black metal ξεσπάσματα, σε mid και up tempo, δεν είναι λίγα. Γενικά, ο δίσκος είναι γεμάτος riffs, σε διάφορες ταχύτητες, από doom σε black metal και τούμπαλιν, με αρκετά ευφάνταστα lead riffs. Τα φωνητικά θα έλεγα ότι είναι σε blackened death metal φόρμες, άριστα συνδεδεμένα με το ύφος κάθε στιγμής των τραγουδιών. Τα drums, αν και λίγο «πλαστικά», εξυπηρετούν στο έπακρο τον σκοπό τους. Κατ’ εμέ όμως, τη παράσταση κλέβουν τα πλήκτρα, τα οποία ούτως ή άλλως, όπως αποδείχτηκε και στη μετέπειτα πορεία της μπάντας, είναι το χαρακτηριστικό που τους έκανε να ξεχωρίζουν. Σίγουρα το τραγούδι που έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση από τον δίσκο, είναι το θρυλικό πλέον “I of forever”, χωρίς όμως τα υπόλοιπα να υστερούν. Το “Adelain” είναι άλλο ένα μικρό διαμαντάκι, εκείνης της «ρομαντικής» εποχής των mid 90s, όπου αρκετές μπάντες του ακραίου ήχου ξεπήδησαν, με μοναδικούς δίσκους, που λησμονούνται ακόμα και στις μέρες μας.

Γιώργος Δρογγίτης

TEA PARTY – “The edges of twilight” (EMI)

Τι να πεις για αυτήν εδώ την μπάντα και ειδικότερα για αυτόν εδώ τον τρίτο δίσκο τους που ήταν αυτός που τους σύστησε σε ένα πιο διευρυμένο κοινό και αυτός που έβαλε για τα καλά τους Καναδούς στον χάρτη. Η αλήθεια είναι ότι το μουσικό περιεχόμενο που βρίσκουμε εδώ μέσα ήταν πολύ πλούσιο και σίγουρα τους άξιζε η πιο ευρεία αναγνώριση από αυτή που τελικά απέκτησαν.

H μπάντα εδώ διατηρεί σαν κύρια τους επιρροή τους LED ΖΕPPELIN αλλά δεν μένει εκεί μόνο, μιας και στον δίσκο περιέχονται 31 διαφορετικά μουσικά όργανα που το σχήμα μάζεψε από τις χώρες που επισκέφτηκε στην περιοδεία του δίσκου τους “Splendor Soils”.

To ethnic χρώμα και οι ανατολίτικες επιρροές είναι διάσπαρτες σε κάθε σπιθαμή των συνθέσεων και μέσα από τις έμπειρα χέρια των τριών μελών τους μας προσφέρουν ένα μαγικό αποτέλεσμα, το μέγιστο αριστούργημά τους, που παραμένει ακόμα και σήμερα είκοσι έξι χρόνια μετά, το ίδιο φρέσκο άκουσμα όσο και τότε που κυκλοφόρησε.

Τέσσερα singles επιλέχθηκαν από τον δίσκο, όλα τους εξαιρετικά είναι η αλήθεια. Το πρώτο to “Fire in the head” είναι και αυτό που ανοίγει το album μας φανερώνει τις επιρροές των ΖΕPPELIN, όμως εδώ υπάρχει καθαρή καλλιτεχνική επιρροή και όχι αντιγραφή. Αυτή ήταν και η μεγάλη ικανότητα των ΤΕΑ PARTY, να εμπνέονται από μουσικές που αγαπούσαν και να τις μπόλιαζαν στην μουσική τους με σκοπό να δημιουργήσουν και να εξελίσσουν την δική τους μουσική ταυτότητα.

Το “Τhe Bazaar” ήταν το δεύτερο single και αυτή η ανατολίτικη αύρα του σε συνδυασμό με τον hard rock χαρακτήρα του βασικού του riff σε γραπώνει και σε αφήνει να ξεφύγεις από την “μαγεία” του. Το video για το ”Bazaar” έγινε στην Τουρκία και έμειναν εκεί πέντε μέρες και έκαναν παρέα με ντόπιους μουσικούς, έμαθαν μερικές τεχνικές μουσικών οργάνων και επισκεφθήκαν και τοπικά μαγαζιά με παραδοσιακά όργανα.

Το “Shadows on the mountainside” είναι ένα κομμάτι και αυτό επηρεασμένο από την folk κληρονομιά των μεγάλων ΖΕP’s, η αισθαντική φωνή του Jeff Martin και οι ακουστικές κιθάρες μας γαληνεύουν και μας μαγεύουν ταυτόχρονα.

To “Sister Awake” είναι άλλο ένα από τα τραγούδια που ξεχωρίζουν και εδώ που τα ethnic/tribal στοιχεία παντρεύονται με το hard rock αριστοκρατικά, σε ένα κομμάτι κόσμημα που πρέπει να ακούσει όποιος δεν το έχει κάνει μέχρι τώρα. Έξι σχεδόν λεπτά απόλυτης τελειότητας!

Πέρα από τα παραπάνω κομμάτια, υπάρχουν επίσης πολλά σπουδαία tracks εδώ, ενδεικτικά αναφέρω τα “Turn the limp down low”, “Coming home”, “Silence”, “The badger”, “Correspondences” και “Walk with me”, το τελευταίο με την συμμετοχή του Roy Harper.

Με το “The edges of twilight” οι ΤΕΑ PARTY τράβηξαν την προσοχή ευρύτερου κοινού και πολλών μουσικόφιλων ανά τον κόσμο και επίσης είχαν την τύχη να εμφανισθούν σε μεγάλα festivals σε όλον τον κόσμο.

Γιάννης Παπαευθυμίου

THEATRE OF TRAGEDY – “Theatre of tragedy” (Massacre)

Όταν μιλάμε για 90s και μπάντες που σημάδεψαν έναν ήχο και ταυτόχρονα έδειξαν το δρόμο για την ύπαρξη αρκετών ακόμα που πήγαν να τους πλησιάσουν (και κάποιων, λέγε με MACBETH, που μόνο που δεν τους πήραν και τις πραγματικές ταυτότητες και τα ονόματα στα επίπεδα αντιγραφής), δεν γίνεται να μην αναφέρουμε τους THEATRE OF TRAGEDY. Μία μπάντα που μπορεί τα εσωτερικά της προβλήματα (ερωτικά και μη, αλλά δεν μας ενδιαφέρουν εδώ) να μην της επέτρεψαν να πάει ακόμα ψηλότερα, όμως, πρόλαβε, στα “ντουζένια”, να μας δώσει δύο δίσκους-μνημεία του gothic metal και gothic/doom/death metal και να κάνει το “beauty and the beast” στα φωνητικά μόδα που λέμε.

Οι περισσότεροι εξ ημών (συμπεριλαμβανομένου του γράφοντος), τους μάθαμε είναι η αλήθεια μέσω του πρώτου εκ των δύο μνημείων τους, του “Velvet darkness they fear”. Ενός δίσκου που αποτελούσε ξεχωριστή και μοναδική, τότε, εμπειρία, αλλά η ώρα του δεν έχει έρθει ακόμα για την ανάλυση-αποθέωση. Όμως, η ανακάλυψη του σχήματος εκεί στα mid 90s, μας έφερε και στην ακρόαση του ντεμπούτου τους, “Theatre of tragedy”, το οποίο είχε κυκλοφορήσει μόλις ένα χρόνο πριν το “Velvet…” και όχι μόνο έδειχνε ήδη το δρόμο του δεύτερου δίσκου τους, αλλά ήταν και αυτό πάρα μα πάρα πολύ καλό.

Το ομότιτλο ντεμπούτο λοιπόν των Γερμανών, είναι ο προάγγελος του δεύτερου μουσικά και στιχουργικά, σε μία πιο “ωμή” (σε πολλά εισαγωγικά) έκδοση, με πολύ λιγότερα (ελάχιστα βασικά) πλήκτρα, έχοντας φυσικά το πιάνο σταθερό. Το δίδυμο της Liv Kristine Espenaes στα γυναικεία φωνητικά και του “βόθρου” Raymond I. Rohonyi στα αντρικά, σε μαγνήτιζε, λόγω του πόσο ωραία έδεναν οι φωνές τους. Είχες από τη μία τη Liv, που σε στιγμές έμοιαζε τόσο νεανικά αθώα και… “παιδάκι” (με την καλή έννοια πάντα), να είναι η beauty και από την άλλη, το beast, που ερχότανε να διαλύσει κάθε σημάδι αθωότητας και αγνότητας. Και μαζί τους, αυτή η περίεργη (πάντα για την εποχή) μίξη του doom, του doom/death, με πιο κλασσικότροπες νοοτροπίες και αναγεννησιακές σε στιγμές, σε ένα συνδυασμό που αν ήσουνα οπαδός αυτών των “σκοτεινών” μονοπατιών της μουσικής μας, σε γράπωνε και κόλλαγες. Βάλε και τους στίχους του Rohonyi (ο απόλυτος ιθύνων νους της μπάντας) που ήταν γραμμένοι σε ένα δικό τους συνδυασμό middle και modern English και έδεσε το γλυκάκι (ένα cheesecake παρακαλώ, με φράουλα). 

Ένα άλμπουμ λυρικό, γεμάτο ατμόσφαιρα, παρά την απουσία των πλήκτρων, με τις κιθάρες να μην riff-άρουν και πολύ, αλλά να είναι συνοδεία των φωνητικών γραμμών και με το μπασοτύμπανο να είναι τόσο-όσο για να δημιουργούν τη βάση και τη σταθερότητα για να ξεδιπλωθεί το όραμα του Rohonyi. Ναι, μιλάμε για ντεμπούτο, όμως αυτό το ντεμπούτο, δείχνει μία μπάντα που ξέρει ακριβώς τι και πως ήθελε να παίξει και απλά στο δεύτερο άλμπουμ της το τερμάτισε! Και αυτό φαίνεται σε κομμάτια όπως το εναρκτήριο “A hamlet for a slothful vassal”, το πιο ατμοσφαιρικό “Mire”, το λίγο από όλα του δίσκου “Dying – I only feel apathy” και φυσικά στην απόλυτη ανατριχιαστική στιγμή του (το αγαπημένο μέχρι και σήμερα), το “A distance there is”, το οποίο παρεμπιπτόντως, είναι και το μόνο κομμάτι που η μουσική και οι στίχοι δεν είναι του Rohonyi, αλλά ανήκουν στην Liv και τον Lorentz Aspen, τον πληκτρά του σχήματος. Ακόμα θυμάμαι που το είχαν παίξει και live τότε στο Athens Open Air, είχε πέσει και ο ήλιος και ήταν μαγική στιγμή. Μαγικό live γενικότερα, αλλά ειδικά αυτό ήταν το κάτι άλλο, με τη φωνή της Liv να στοιχειώνει για τα καλά το χώρο, ασχέτως που όταν βγήκαν αρχικά στη σκηνή υπήρξαν πάρα πολλές αντιδράσεις, ειρωνείες κλπ (να τα θυμόμαστε όπως ήταν τα πράγματα ε… όχι όπως βολεύει μετά από χρόνια), οι οποίες ευτυχώς σταμάτησαν πολύ γρήγορα γιατί η μπάντα τις έκανε να σταματήσουν. Μία Liv που εννοείται παρουσιάστηκε με αυτό το δίσκο και αποτέλεσε με την αξία της και δικαιωματικά τη μία από τις 3 ιέρειες αυτού του χώρου μαζί φυσικά με την αρχι-ιέρεια Kari Rueslatten και την Anneke van Giersbergen.

Το ομότιτλο ντεμπούτο των THEATRE OF TRAGEDY δεν είναι “Velvet…”, δεν είναι “Aegis”, είναι όμως μία εξαιρετική αρχή μίας μπάντας που όσο γρήγορα ανέβηκε και μας έδωσε δίσκους-μνημεία, τόσο γρήγορα χάθηκε επίσης. Η μουσική όμως μένει και τέτοιοι δίσκοι κάνουν τα 90s τόσο ιδιαίτερα και λατρεμένα.

Φραγκίσκος Σαμοΐλης

THERAPY? – “Infernal love” (A&M)

Tο “Troublegum” που κυκλοφόρησε το 1994 ήταν το τεράστιο breakthrough για την μπάντα, έβγαλε επτά singles, τα πέντε από αυτά μπήκαν στο top 30 των Uk charts και γενικότερα το όνομα των ΤΗΕRAPY? εκτοξεύτηκε από εκείνον τον δίσκο.

Το δύσκολο σε τέτοιες περιπτώσεις είναι να μπορέσεις να κυκλοφορήσεις τον επόμενο σου δίσκο την στιγμή που όλα τα φώτα είναι στραμμένα πάνω σου. Οι Ιρλανδοί στο “Ιnfernal love” αποφασίζουν να αλλάζουν πλεύση, κυκλοφορώντας ένα  δίσκο με πιο σκοτεινές συγχορδίες και πιο αργούς ρυθμούς, με τα punk στοιχεία να έχουν σχεδόν εξαλειφτεί από τις νέες συνθέσεις.

Επιπλέον εδώ θα συνεργαστούν με τον DJ David Holmes , επιχειρώντας να δώσουν μια πιο ατμοσφαιρική/ ambient ατμόσφαιρα στα νέα τους τραγούδια. Ήταν πλέον ξεκάθαρο ότι το σχήμα επιχειρούσε να παρουσιάσει κάτι το διαφορετικό από τον προκάτοχο του. 

Τα τρία singles που κυκλοφόρησαν συνέχισαν την επιτυχία της μπάντας. Το “Loose” θυμίζει ΑFGHAN WIGHS, το “Stοries” δεν παρεκκλίνει αρκετά από το γνώριμο ύφος τους και επιπλέον η εξαιρετική “διασκευή” τους στο “Diane” των Αμερικάνων θρύλων ΗUSKER DU, αγαπήθηκε πολύ από το κοινό τους και αποτελεί μέχρι και σήμερα μόνιμο κομμάτι στο set list τους. Εδώ η εκτέλεση με φωνητικά και cello (από τον Martin Mc Carrick των ΤΗIS MORTAL COIL) προσδίδει επιπλέον πόντους στο διαφορετικό ηχόχρωμα που επιχειρούν στο “Infernal love”.

Κομμάτια σαν το “Bowels of love” μοιάζουν επηρεασμένα από τους ΒΑD SEEDS του Νick Cave, ενώ το “Me Vs you” έχει αυτό το ambient χρώμα. Οι πιο σκοτεινές στιγμές υπερτερούν παρόλο που και εδώ υπάρχουν “τυπικά” THERAPY? κομμάτια σαν το ομώνυμο, το “Epilepsy”, το “Misery”, και το “30 seconds” που μπορεί να κλίνει ένα “dark”  κατά βάση δίσκο αλλά εδώ ξεκάθαρα δηλώνουν “ότι υπάρχει φως στο τούνελ”.

Ο δίσκος παρόλες τις ανάμεικτες κριτικές που δέχθηκε στην εποχή του, παραμένει μέχρι και σήμερα από τα αγαπημένα και πιο σπουδαία albums της μπάντας και εμπορικά αν αυτό λέει κάτι τα πήγε μια χαρά. Προσπάθησαν να μην βγάλουν άλλο ένα “Troublegum 2” και το κατάφεραν είναι η αλήθεια. Προσωπικά τους επιβραβεύω.

Γιάννης Παπαευθυμίου

THUNDER – “Behind closed doors” (EMI)

Αυτό το τρίτο, το δύσκολο, το σημαντικό το άλμπουμ. Είναι αυτό που πρέπει να σε καθιερώσει, ή στην περίπτωση των THUNDER που έκανα το μπαμ με το ντεμπούτο τους, αυτό το τρίτο άλμπουμ, έπρεπε να τους απογειώσει. Καμία πίεση δηλαδή.

Πέραν της πίεσης όμως, το 1995, ήταν μια περίοδος που μόνο για μελωδικά hard rock τραγούδια δεν έκανε. Ο κόσμος απολάμβανε την εσωστρεφή grunge και στον πιο σκληρό ήχο, υπήρχε μια τάση προς στεγνά και ψυχρά τραγούδια. Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, δεν άφησε τους Βρετανούς ανεπηρέαστους, με αποτέλεσμα το “Behind closed doors” να είναι κάπως διπρόσωπο και να υστερεί σε σχέση με τα προηγούμενα δύο διαμάντια τους.

Τα παραπάνω λόγια, δεν πρέπει να σας αποτρέψουν να το αποκτήσετε όμως. Κι αυτό διότι το “Behind closed doors” περιέχει 4 από τα καλύτερα τραγούδια που έχουν κυκλοφορήσει ποτέ. Το απίστευτο “River of pain”, το μελαγχολικό “Castles in the sand”, το χορευτικό “Stand up” και το βαρύ “Moth to the flame”. Μιλάμε για διαχρονικούς ύμνους για τους φίλους των THUNDER και τραγούδια που μας συγκινούν ακόμα και σήμερα.

Ο μπασίστας Mikael Hoeglund ήρθε για να αντικαταστήσει τον Mark Luckhurst, όμως έμελλε να είναι και το τελευταίο του άλμπουμ με το συγκρότημα. Στην καλλιτεχνική επιμέλεια ήταν και πάλι ο Storm Thorgerson (PNIK FLOYD) ο οποίος είχε ήδη αναλάβει το “Laughing on judgement day” και αποτέλεσμα ήταν αυτό το μοντέρνο, σκοτεινό και παιχνιδιάρικο εξώφυλλο. Μάλιστα το CD είχε και κίτρινη πλαστική διάφανη θήκη.

Εμπορικά, η μεγαλύτερη αστοχία ήταν το ότι κυκλοφόρησε, σχεδόν 6 μήνες μετά που το ολοκλήρωσαν, σε μια εποχή που η μουσική τάση συνέχιζε να αλλάζει και μάλιστα ενάντια στο ύφος των THUNDER, ιδιαίτερα στην Αμερική, όπου μάλιστα δεν κυκλοφόρησε καθόλου από την ΕΜΙ. Σε σχέση με το μεγάλο κόστος παραγωγής, η εταιρία τους απογοητεύτηκε από τις πωλήσεις, παρότι το “Behind closed doors” έφτασε μέχρι το νούμερο 5 στα Βρετανικά charts.

Γιώργος “Moth to the flame” Κουκουλάκης

 

TROUBLE – “Plastic green head” (Bullet Proof Records)

O πιο γλυκός μεταλλικός μπελάς είχε ήδη αλλάξει ρότα εν έτει 1992 και αυτό αποτυπώθηκε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στο ασύγκριτο πέμπτο άλμπουμ των TROUBLE, “Manic frustration”. Το εν λόγω άλμπουμ εξερευνώντας πιο ψυχεδελικά ηχοτόπια αλλά και εισάγοντας λίγο ανώτερης ταχύτητας άσματα σε σχέση με τις πιο ξερές πρώιμες doom ημέρες τους, αγαπήθηκε άμεσα από οπαδούς αλλά και ανθρώπους που δεν είχαν και ιδιαίτερη σχέση με το συγκρότημα ως τότε. Αυτό βέβαια δεν αποτυπώθηκε και στις πωλήσεις του “Manic frustration” καθώς παρά το μεγαλύτερο «άνοιγμα» αγοράς που είχαν αποκτήσει από το προηγούμενο ομότιτλο άλμπουμ τους το 1990 και όντας στο δυναμικό της Def American του Rick Rubin –που προφανώς έκανε και τις παραγωγές στα δυο άλμπουμ,- τελικά δεν κατάφεραν να το μετουσιώσουν και εμπορικά, και έτσι μοιραία ήρθε ο τερματισμός της σχέσης τους με την εταιρεία μετά και την περιοδεία του δίσκου.  Όταν σκέφτεσαι ότι στον κατά πολλούς κορυφαίο τους δίσκο δεν τα πήγαν τόσο καλά, ε, τότε λες ότι ήταν γραφτό να μην είναι ποτέ ικανοί να κάνουν το επόμενο βήμα που θα τους ανέβαζε ακόμα περισσότερο στην συνείδηση του κόσμου, διότι πολύ απλά ούτε λόγος για σχέση λιγότερο από λατρείας από τους πιστούς τους οπαδούς του παρελθόντος.

Οι TROUBLE λοιπόν βρίσκονται σε κατάσταση που δεν έχουν εταιρεία, αλλά έρχεται εκείνη τη στιγμή μάλλον από το πουθενά η Music For Nations να τους προσφέρει δισκογραφική στέγη και έτσι αφού βρίσκουν και παραγωγό στο πρόσωπο του ανερχόμενου τότε Vincent Wojno, ετοιμάζουν το έκτο τους άλμπουμ ονόματι “Plastic green head” το οποίο θα κυκλοφορήσει σε διανομή από την Bullet Proof Records μαζί με την Music For Nations στην Ευρώπη και από την Century Media στην Αμερική. Ας είμαστε ειλικρινείς όσο κι αν λατρέψαμε όσο ελάχιστες αξίες της ζωής τους TROUBLE. To “Plastic green head” ήταν ένα καλό άλμπουμ το οποίο όμως δεν είχε ΚΑΜΙΑ σχέση με το παρελθόν τους. Ναι το πνεύμα του συγκροτήματος ήταν εκεί, ναι η πρόθεση είναι καλή και μάλιστα συνεχίζει εν μέρει το ύφος του “Manic frustration” (με τη σύγκριση να έχει χαθεί από τα αποδυτήρια ωστόσο), αλλά είναι πως λέμε «το πνεύμα είναι πρόθυμο, η δε σαρξ όχι». Έτσι οι TROUBLE δυστυχώς ακούγονται κουρασμένοι, όχι το ίδιο εμπνευσμένοι όπως παλιά και ξεκάθαρα εκτός εποχής (όχι ότι ήταν ποτέ εντός των εξελίξεων να λέμε την αλήθεια). Από την άλλη, ο δίσκος έχει φάει απίστευτη λέζα σε σημείο που πολλοί να νομίζουν ότι έχουμε να κάνουμε με πατάτα.

Προφανώς δεν μιλάμε για επίπεδο “Demanufacture”, “Burnt offerings”, “Slaughter of the soul”, “Storm of the light’s bane”, “Symbolic”, “Land of the free” και “Draconian times” εν έτει 1995, αλλά δεν μιλάμε και για ανεκδιήγητη πατάτα τύπου “The X-Factor”, “Stomp 442”, “The tankard” και άλλων λοιπών άλμπουμ της χρονιάς που έχετε ήδη διαβάσει σε προηγούμενα μέρη του αφιερώματος. Η κατάσταση πάντως βελτιώθηκε με την επανέκδοση του 2007 από την Escapi Music μαζί με DVD από εμφάνιση τους στο Αμβούργο της Γερμανίας το 1996, όπου τα κομμάτια του δίσκου ακούγονται απείρως καλύτερα. Το “Plastic green head” έκλεινε το πρώτο κεφάλαιο της εποχής των TROUBLE με αβεβαιότητα, με το συγκρότημα να μένει ανενεργό παρότι όχι διαλυμένο, ενώ η αξία του σαν άλμπουμ εκτιμήθηκε πολύ περισσότερο όταν κυκλοφόρησαν τα δυο επόμενα άλμπουμ τους, “Simple mind condition” (2007) και “The distortion field” (2013), από τα οποία σε κάθε περίπτωση το “Plastic green head” είναι απείρως ανώτερο. Ας πούμε είναι το δικό τους “No prayer for the dying”, χειρότερο από ότι προηγήθηκε, καλύτερο από ότι ακολούθησε, χωρίς την παραμικρή αμφιβολία και στις δυο περιπτώσεις. Με την πρόσφατη απώλεια του εμβληματικού τραγουδιστή τους Eric Wagner, ο χαρακτήρας του κειμένου γίνεται πιο επίπονος και αποκτάει μεγαλύτερη σημασία.

Άγγελος Κατσούρας

ΤΥΚΕΤΤΟ – “Shine” (Gestrichen Records)

Έχει μαλλιάσει η γλώσσα μας τόσα χρόνια να λέει πως η δεκαετία του 1990 ήταν πολύ κακή όσον αφορά το hard rock. Οι μεγάλες μπάντες ναι μεν υπήρχαν αλλά σε ρόλο κομπάρσου και οι μικρότερες έφευγαν από τη σκηνή με ελαφρά πηδηματάκια. Οι ΤΥΚΕΤΤΟ ήταν από τα συγκροτήματα που το πάλεψαν. Αν και κυκλοφόρησαν ένα πάρα πολύ καλό ντεμπούτο και ένα εξίσου καλό δεύτερο άλμπουμ, δεν κατάφεραν ποτέ να γίνουν household όνομα, που θα τους επέτρεπε να μην αγχώνονται και ιδιαίτερα εκείνη την εποχή. Το 1995 κυκλοφόρησαν την τρίτη τους δουλειά με τίτλο “Shine”. Μία δουλειά που εμένα προσωπικά μου αρέσει αρκετά, έως πάρα πολύ και να πω και την αμαρτία μου το προτιμώ από το “Strength in numbers”. Το “Shine” είναι πιο τσαμπουκαλεμένο άλμπουμ ρε παιδί μου, έχει μεγαλύτερη δόση αλητείας και μυρωδιάς της ασφάλτου. Οι LED ZEPPELIN επιρροές τους επιμεταλλώνονται και αποκτούν σοβαρή υπόσταση όταν αυτές γίνονται ένα με τις επιρροές από AEROSMITH και WHITESNAKE της μεσαίας περιόδου, με το αποτέλεσμα να είναι απολύτως εκρηκτικό. Δεν λέω πως το άλμπουμ είναι ακατέβατο δεκάρι, επ’ ουδενί δεν είναι τέτοιο, αλλά είναι ένα άλμπουμ το οποίο ακούγεται ευχάριστα όποια στιγμή και αν επιλέξεις να σου κρατήσει συντροφιά. Άλλωστε, όπως μας αρέσει να λέμε εμείς οι λάτρεις των 80s, «Τα 80s σταμάτησαν το 1995». Δόξα και τιμή λοιπόν!

Ντίνος Γανίτης

UFO – “Walk on water” (SPV)

Το “Walk on water” είναι το αποτέλεσμα ίσως του πλέον ανύποπτου και πιο ξεχασμένου reunion όλων των εποχών. Οι U.F.O ξανά με τον M. Schenker και όλη την σύνθεση της χρυσής τους περιόδου: Pete Way, Paul Raymond, Andy Parker και φυσικά τον Phil Mogg.  Όσο γρήγορα βρέθηκαν μαζί όλοι άλλο τόσο γρήγορα ξανάφυγε ο Γερμανός κιθαρίστας και για να μας αποτρελάνει επιστρέφοντας μετά από μερικά χρόνια για να φτιάξουν τα “Covenant” και “Sharks”  και φυσικά να ξαναφύγει.. (έλεος κάπου δηλαδή). Ηχητικά το “Walk on water” θα μπορούσε να είναι μια φυσιολογική συνέχεια του “Obsession” από το 1978, με την διαφορά ότι η καθαριστική δουλειά του Schenker είναι πιο λίγο κοντά στον ήχο της εποχής που ήταν με τους McAuley Schenker Group. Δηλαδή κάπως λιγότερο επιθετική και περισσότερο μελωδική και νομίζω ότι αυτό πρέπει να ήταν δασκάλεμα από το κρυφό μέλος των U.F.O. τον παραγωγό τους Ron Nevison, o οποίος φρόντισε το άλμπουμ να έχει έναν κρυστάλλινο hard rock ήχο,  και απέφυγε εντέχνως αλλά σαφώς να του δώσει μια μοντέρνα προσέγγιση που θα τους έκανε να ακούγονται παράταιροι. To “Walk on water” είναι καλό άλμπουμ, έχει όμορφα τραγούδια, έχει την λάμψη της μπάντας, έχει την επιθετικότητα που πάντα είχαν, έχει όμως και τις μελωδίες που τους έκαναν αγαπητούς. Κορυφαία του στιγμή το “Pushed To The limit” που πραγματικά εδώ έχουμε μια από τις κορυφαίες στιγμές του Schenker, πραγματικά καλά τραγούδια σαν το  “Venus”, Dreaming of summer”, “Α Self-made man” και γενικά μπορεί να μην κέρδισαν πολλούς νέους οπαδούς, μα ικανοποίησαν στο έπακρο τις προσδοκίες όσων περιμέναν το επόμενο τους βήμα.  Το συγκεκριμένο άλμπουμ για την ιστορία της μπάντας είναι σημείο καμπής διότι αν και δεν χάθηκαν δισκογραφικά στα 80s, πέρασαν πραγματικά από χίλια μύρια κύματα, έπεσαν όσο χαμηλά μπορούσαν από άποψη δημοτικότητας, αλλά για έναν θαυμαστό, και ακατανόητο ίσως, λόγο κατάφεραν να επιβιώσουν. Εάν δεν έχει τύχει να το ακούσετε το “Walk on water”, ακόμα και τώρα δώστε του την ευκαιρία και θα δείτε ότι δεν θα σας απογοητεύσει καθόλου…

Δημήτρης Σειρηνάκης  

UGLY KID JOE – “Menace to sobriety” (Mercury)

Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί ότι το EP “As ugly as they wanna be”, των UGLY KID JOE, εξαιτίας του “Everything about you” και του εξωφύλλου με τον πιτσιρικά που κάνει κωλοδάχτυλο, θα έφτανε σε σημείο να γίνει το πρώτο EP που θα γινόταν πλατινένιο, πουλώντας πάνω από ένα εκατομμύριο αντίτυπα; Και το “America’s least wanted”, ναι, αυτό με τη διασκευή στο “Cats in the cradle”, πούλησε τα διπλάσια!!! Ποιες ήταν οι επόμενες κινήσεις των UKJ, σε μία μουσική βιομηχανία που αυτό το κράμα χιούμορ και heavy metal, έδειχνε να μην έχει πολύ μέλλον; Πήραν τον Shannon Larkin στα τύμπανα (αυτόν που παίζει στους GODSMACK τώρα, ντε) και σκλήρυναν τον ήχο τους. Πραγματικός heavy ήχος, που χρωστά πολλά στους BLACK SABBATH (δεν είναι τυχαίο ότι στο θρυλικό άλμπουμ διασκευών των SABS, είχαν διασκευάσει το “N.I.B.” με πολύ μεγάλη επιτυχία), με τον χαρισματικό Whitfield Crane, να μην είναι απλά ένας μορφονιός με ωραία φωνή, αλλά να δείχνει το ταλέντο του απλόχερα, σε σημείο που να μοιάζει μία μίξη του Axl Rose και του Mike Patton!!!

Τα δύο πρώτα single, το “Tomorrow’s world” και το “Milkman’s son” (ιδιαίτερα αυτό), τα επισκέπτομαι αρκετά τακτικά και ήταν εξαιρετικά δείγματα γραφής, αλλά το “Menace to sobriety”, δεν έχει μόνο χιτάκια, μα και “funky” τραγούδια όπως το “C.U.S.T.”, το “V.I.P.” που είναι πιο RED HOT CHILI PEPPERS εκείνης της εποχής (δεν είναι τυχαίο φαίνεται, ότι ο Gggarth που τους είχε κάνει παραγωγή, είχε δουλέψει και με τους RHCP πριν από εκείνους), αλλά και το πιο μπαλαντοειδές “Cloudy skies” και το πολύ βαρύ “10/10”. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο, ποτέ δεν είχαν από την εταιρία τους το back up που τους άξιζε, μόνο και μόνο αναλογιζόμενοι τα εκατομμύρια των πωλήσεων που είχαν κάνει προηγουμένως και αυτή η στάση της Mercury, τους έκανε να ιδρύσουν δική τους εταιρία. Θέλετε κι άλλον ένα λόγο που τους γούσταρα πολύ και σ’ αυτή τους την περίοδο; Όταν βγήκαν περιοδεία, δεν έπαιζαν το “Everything about you”, μόνο και μόνο για να δείξουν ότι δεν είναι μπάντα one-hit-wonder και ότι έχουν κι άλλο υλικό που αξίζει να παίξουν και να το ακούσει το κοινό. Είπατε κάτι;

Σάκης Φράγκος

ULVER – “Bergtatt” (Head Not Found)

Η δεύτερη γενιά του νορβηγικού black metal είχε αυτή τη χρονιά εξαιρετικούς δίσκους, οι οποίοι αναθεωρήσανε τα βασικά στοιχεία του ήχου της σκηνής. Ένα από αυτά είναι και το ντεμπούτο των ULVER, οι οποίοι είχαν δείξει με τον καλύτερο τρόπο τις δυνατότητες τους με το “Vargnatt” demo δυο χρόνια πριν και με το split με τους συμπατριώτες τους MYSTICUM το 1994. Αν και προορισμένο να κυκλοφορήσει σαν split με το “First spell” των GEHENNA, τελικά η μικρή νορβηγική εταιρία του Metallion (SLAYER fanzine) διάλεξε να το κυκλοφορήσει αυτόνομα. Χωρισμένο σε 5 μέρη με θεματολογία παρμένη από τους θρύλους της Νορβηγίας, το album αυτό όρισε την μεταστροφή της νορβηγικής σκηνής από τον αποκρυφισμό και την σατανιστική θεματολογία. Το folk στοιχείο είναι έντονο με τα «διαλείμματα» των ακουστικών κιθάρων, γεγονός που θεώρησαν πολύ ως προπομπό του “Kveldssanger”, το οποίο κυκλοφόρησε ένα χρόνο μετά και ήταν εξ ολοκλήρου ενορχηστρωμένο με ακουστικές κιθάρες. Πολλοί εσφαλμένα θεωρούν ότι το “Bergtatt” ήταν η αρχή της τριλογίας που ολοκληρώθηκε με το “Nattens madrigal” το 1997, το οποίο άφησε σύξυλη την Century Media που το κυκλοφόρησε. Δεν υπήρχε σχέδιο για τριλογία, αλλά αυτό μικρή σημασία έχει, μιας και το “Bergtatt” λειτούργησε αυτόνομα με τα εκπληκτικά καθαρά φωνητικά του ηγέτη τους, Garm, στο εναρκτήριο πρώτο μέρος και στις φοβερές μελωδίες που διαπνέουν κάθε στιγμή του. Ένα μεγάλο μέρος του λεγόμενου post black metal χρωστάει πολλά ηχητικά σε αυτόν τον δίσκο και η καριέρα της MYRKUR είναι απόλυτα βασισμένη στον ηχητικό σχεδιασμό του “Bergtatt”. Παραμένει για τους παλιούς οπαδούς των ULVER ως το καλύτερο album τους, σηματοδοτώντας την έναρξη μιας καριέρας πολύπλευρης και πολυδιάστατης ως σήμερα.

Λευτέρης Τσουρέας 

UNANIMATED – “Ancient God of evil” (No Fashion)

Μετά το ντεμπούτο τους “In the forest of the dreaming dead” το 1993 και με την ποιότητα του να στρέφει τα βλέμματα του κόσμου πάνω τους, οι Σουηδοί UNANIMATED χωρίς να το γνωρίζουν, έμελλε να παίξουν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη όλου του μελωδικού death/black ήχου και ειδικά στα early to mid 90s. Αφού φεύγουν από την Pavement που κυκλοφόρησε το ντεμπούτο τους, θα υπογράψουν στην άσημη No Fashion Records για τη δημιουργία του δεύτερου άλμπουμ τους. Εν τέλει την 1η μέρα του Μαρτίου του 1995, κυκλοφορούν το αξεπέραστο “Ancient God of evil” και έκτοτε 26 χρόνια μετά, ο συγκεκριμένος δίσκος έχει αναφερθεί σε κάθε δυνατή ευκαιρία ως ένα από τα κορυφαία άλμπουμ στο είδος του, στη χρονιά που κυκλοφόρησε και στο σύνολο όλου του Σουηδικού ήχου. Από το πορφυρό εξώφυλλο με τον γνώριμο ανάποδο σταυρό που λιτά απεικονίζει τα πιστεύω τους, μέχρι τις 9 συνθέσεις του (8 και ένα ορχηστρικό, το πανέμορφο “Mireille” στη μέση του δίσκου) και τα 39’ διάρκειας του, το “Ancient God of evil έμελλε να αποτελέσει αντικείμενο λατρείας μέσα στις δεκαετίας και να χαρακτηριστεί από πάρα πολλούς ως Instant classic.

Το εκτελεστικό κρεσέντο του “Ancient God of evil” τέμνει τους DISSECTION και τους AT THE GATES ισόποσα και με τον αέρα υπεροχής του παιξίματος όλων στο δίσκο, με το κιθαριστικό δίδυμο των Jonas Mellberg/Johan Bohlin σε έξαρση και τη ρυθμική βάση των Richard Cabeza/Peter Stjarnvind (με θητεία σε DISMEMBER/ENTOMBED αντίστοιχα) σε μέγιστα κέφια, προετοιμάζουν το έδαφος ώστε ο κορυφαίος Micke Jansson στα φωνητικά να βγάλει υπέρμετρο πόνο στιχουργικά και να βάλει το κερασάκι στην τούρτα ενός από τους πλέον εκφραστικούς δίσκους στην μεταλλική ιστορία. Κάθε κομμάτι από μόνο του θα μπορούσε να αποτελέσει απάτητη κορυφή, αλλά με τρόπο μαγικό, το καθένα εξυπηρετεί και το σύνολο άψογα, σε βαθμό που να απορείς πως στο καλό κατέληξαν όλα μαζί στον ίδιο δίσκο. Το εναρκτήριο “Life demise” έχει αλλάξει ζωές πραγματικά, ως πρώτη γνωριμία πολλών με το συγκρότημα, το κομμάτι που κλείνει το δίσκο, δηλαδή το “Die alone”, σηματοδοτεί για πολλούς το τέλος μιας ολόκληρης εποχής για τον Σουηδικό ήχο γενικά, και τον Ευρωπαϊκό ήχο γενικότερα, αθάνατα δίδυμα όπως των “Eye of the greyhound”/”Oceans of time” ή
“The depths of a black sea”/”Ruins” παγώνουν τις αισθήσεις, ενώ η ολότητα των “Dead calm” και “Dying emotions domain” προσφέρουν ασύγκριτη πληρότητα στον μέσο ακροατή.

Δυστυχώς παρότι ο δίσκος έμελλε να αποτελέσει ένα από τα αγαπημένα σύνολα των οπαδών ανεξαρτήτως προτιμήσεων και η αύρα του και επιρροή του να αποτελούν μέχρι σήμερα αντικείμενο προς συζήτηση, δεν βοήθησε τίποτα από τα παραπάνω στο να έχει καλή διανομή και εμπορική απήχηση. Αποτέλεσμα αυτού η πρώτη έκδοση του CD πλέον να πωλείται στην καλύτερη των περιπτώσεων 50-80 ευρώ σε όχι και τόσο σούπερ κατάσταση, όπου εκεί θέλετε μεγάλο διψήφιο νούμερο για να το αγοράσετε. Εν μέρει αποδόθηκε δικαιοσύνη με τις επανεκδόσεις του από την Regain Records αρχικά το 2008 και από την Century Media μόλις πέρυσι, αλλά σε δίκαιο κόσμο, οι UNANIMATED ούτε για πολλά χρόνια θα έμεναν ανενεργοί, ούτε και θα είχαν πατώσει εμπορικά. Από την άλλη, κράτησαν την αγάπη και το ενδιαφέρον των οπαδών μέσα στα χρόνια όπως και την υστεροφημία τους, ενώ την ώρα που θα διαβάζετε το κείμενο, θα έχει κυκλοφορήσει το πολυαναμενόμενο τέταρτο full length τους με τίτλο “Victory in blood”. Λίγες φορές ένα άλμπουμ έχει ηχήσει τόσο καθηλωτικό και τόσο αψεγάδιαστο όσο το “Ancient God of evil”, στο σύνολο του μεταλλικού ήχου, ενώ για το ακραίο ειδικά παρακλάδι του, έχουμε να κάνουμε ξεκάθαρα με σημείο αναφοράς που πρέπει να λατρεύεται μέχρι τελικής πτώσεως.

Άγγελος Κατσούρας

URIAH HEEP – “Sea of light” (SPV)

Τη δεκαετία του ’80 οι URIAH HEEP ήταν από τις μπάντες που βρίσκονταν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, τη μία ανακοίνωναν την διάλυσή τους, την άλλη την επιστροφή τους. Άλλαζαν εταιρίες, μέλη και τραγουδιστές ευκολότατα, άλλαζαν ήχο και προσανατολισμό, προσπαθούσαν να βρουν την εμπορική επιτυχία, μάταια όμως. Η αλήθεια είναι πως για όλους όσους εξακολουθούσαν να τους ακολουθούν και δεν αδιαφόρησαν για όλα τα παραπάνω (δικαίως ως ένα βαθμό) η μπάντα πάντα είχε να προσφέρει καλές στιγμές, καλά τραγούδια, καλά άλμπουμ. Το λάθος απλά ήταν πως και αυτοί προσπάθησαν να κάνουν την μουσική τους πιο προσιτή προς το ευρύ κοινό του ραδιοφώνου, αλλά δεν ήταν η μπάντα που θα το κατάφερνε όσο και εάν προσπαθούσε, όσο και αν τα άλμπουμ εκείνης της περιόδου είναι όντως καλά έως και πολύ καλά θα έλεγα. Ερχόμενος ο Bernie Shaw από τους GRAND PRIX κ.α. θα ήταν ένα αποφασιστικό βήμα όπως θα αποδειχτεί μελλοντικά ως το προς να βρουν μια βασική ισορροπία στον τομέα των φωνητικών και σιγά σιγά το συγκρότημα να αρχίσει να αποκτά εμπιστοσύνη πάλι στον εαυτό του. Τρίτο άλμπουμ λοιπόν το “Sea of light” με τον συμπαθέστατο Shaw και οι URIAH HEEP θα κάνουν μια λογική στροφή πια στα γνώριμα λημέρια τους, δηλαδή σε πιο prog διαδρομές εμπλουτισμένες με τις ωραίες τους μελωδίες. Δεν είναι πως το άλμπουμ αυτό του 1995, είναι κάποιος ακρογωνιαίος λίθος της rock μουσικής. Είναι όμως σημαντικό για τους ίδιους, διότι ξαναβρίσκουν σε αυτό την ουσία της ύπαρξής τους, αποδέχονται την φύση τους και το που ανήκουν. Τα στοιχεία των καλύτερων τους χρόνων επανέρχονται και οι ομοιότητες με το παρελθόν τους (πχ. “Demons and wizards”, “The magician’s birthday”) είναι φανερές. Είναι μια επιστροφή την οποία αποδέχεται και το σύνολο των οπαδών τους, αφού εκείνα τα χρόνια δεν θα μπορούσαμε καν να μιλήσουμε ότι θα προσέλκυαν νέους, 1995 θυμάστε τι γίνονταν τότε; Το άλμπουμ έχει πολύ καλές στιγμές (μην ξεχνάτε ότι ο βασικός του συνθέτης Ken Hesnley, έχει προ πολλού φύγει), και τραγούδια όπως τα “Against all odds”, “Time of revelation”, “Mistress of all time”, “Love in silence” όχι μόνο είναι στο ύφος και στο ύψος των περιστάσεων αλλά νομίζω πως στέκονται σχεδόν επάξια δίπλα στα αντίστοιχα της δεκαετίας του εβδομήντα. To “Sea of light” πλησιάζει πολύ ηχητικά τις καλές εποχές της μπάντας, είναι καθόλα αξιόλογο και σήμερα είναι μια ευκαιρία για όσους δεν το έχουν ακούσει να το ανακαλύψουν και όσοι το έχουμε στα ράφια της δισκοθήκης μας να το ακούσουμε ξανά.

Δημήτρης Σειρηνάκης

VADER – “De profundis” (Croon)

3 ολόκληρα χρόνια μετά το “The ultimate incantation” (αν αυτό δε σας φαίνεται πολύ, σκεφτείτε, πως οι μπάντες της σειράς τους ήταν σύνηθες να έβγαζαν σε συνεχόμενες χρονιές δίσκους – άντε με δύο χρόνια διαφορά το πολύ!) οι Πολωνοί θεοί του σεξ και του καράτε VADER, έπρεπε να κάνουν δύο πράγματα. Αφενός μεν να διαχειριστούν το να μην έχουν δισκογραφική στέγη ίδιου βεληνεκούς και αφετέρου, να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν στην μεγάλη επιτυχία του ντεμπούτου τους, που σε πλαίσιο Ευρωπαϊκού death metal έκανε όλα τα κεφάλια από την αντίπερα όχθη του Ατλαντικού να γυρίσουν προς τη μικρή και ηρωική Πολωνία. Έχοντας κερδίσει και χρόνο με το φονικό live “The darkest age – live ‘93” (μανούλα μου…τα ούλα μου…) και το EP “Sothis” (αμφότερα το ‘94), οι VADER μπαίνουν στα Modern Sound studios το Μάιο του ‘95, για να βγουν στις 5 Ιουλίου της ίδιας χρόνιας, μέσω της άσημης Croon records, με το δεύτερο τους πόνημα, με τίτλο “De profundis”.

Κεραυνός στην εισαγωγή, κεραυνός εν αιθρία για το Ευρωπαϊκό death metal, ακόμα και για τους πλέον αισιόδοξους οπαδούς του! Το μπάσιμο του κλασσικού και λατρεμένου “Silent empire” δείχνει μια μπάντα που ναι μεν έχει ρίξει τις διάρκειες, αλλά δε τσιγκουνεύεται τις αλλαγές σε tempo, προτού πάρει κεφάλια, με τον θρυλικό επιβήτορα των δερμάτων Doc, να απασφαλίζει το “πολυβόλο” και να αρχίζει να βάλλει κατά ριπάς! Σφηνάκι 116 δευτερολέπτων (στα πρότυπα του “Necrophobic” των αρχόντων του ακραίου SLAYER) ακολουθεί ασάλιωτα, με το “An act of darkness” που δεν αφήνει περιθώρια ούτε για ανάσες, ούτε για έλεος. Όπως πρέπει δηλαδή! Μικρό fun fact: το εν λόγω κομμάτι, κυκλοφόρησε σε single πριν τη κυκλοφορία, και σαν b-side, είχε διασκευή στο “Ι feel you” των DEPECHE MODE (από το “Songs of faith and devotion” του ‘93)! Πάμε πάλι: διασκευή σε τέτοιο συγκρότημα, από death metal μπάντα του σκοτωμού, εν έτει ‘95. Πολλά κιλά “καμπανέλια”. Κλείνει η παρένθεση, προχωράμε στο γκρουβάτο και σαρωτικό “Blood of kingu” που έρχεται και δένει με το “Incarnation”. Αμφότερα, ανεβασμένα από τεχνικής άποψης σε σχέση με το ντεμπούτο. Άλλο που το δεύτερο, στο δεύτερο μισό του, ανάβει τα αίματα για τα καλά, διαλύοντας τα πάντα!

Και τώρα πάμε στα κομμάτια που ήταν ήδη γνωστά από το “Sothis” EP: το ομώνυμο που μοιράζεται ακριβώς μεταξύ υπερταχείας που σε συνθλίβει, και επιβλητικού. αργόσυρτου σχεδόν, για τα δεδομένα της μπάντας, παιξίματος. Το έτερο είναι το “Vision and the voice”, που ο Doc πραγματικά παρά την ανελέητη ομοβροντία του, κάνει κάτι γυρίσματα και παίζει κάτι πανέξυπνα θέματα, που προσθέτουν φοβερά στο συνολικό αποτέλεσμα. Αμφότερα, μαρτυρούν τη αλλαγή επιπέδου της μπάντας, που ερχόταν, και φυσικά κολακεύονται. Και στη μέση, το καταστροφικό “Revolt” (πίσω και σας φάγαμε!) και το πολυποίκιλο “Of moon, blood, dream and me”, το οποίο παρά το εμφανές γκάζι του, δείχνει ένα άλλο πρόσωπο των VADER, που ξέρουν να ελιχθούν μεταξύ διαφορετικών ταχυτήτων, προσδίδοντας έτσι μια άλλη πτυχή και πρωτίστως δυναμική στο υλικό τους. Το κλείσιμο με το “Reborn in flames” δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης για το εάν διαδέχθηκαν επάξια το ντεμπούτο.

Με το “De profundis”, μια από τις πλέον σπουδαίες μπάντες του Ευρωπαϊκού ακραίου ήχου, είχε μόλις εδραιώσει τη θέση της ανάμεσα στους συνοδοιπόρους της. Από εκεί και έπειτα, η πορεία για τους VADER θα συνεχίσει να είναι ανοδικότατη με εξαιρετικούς δίσκους να έπονται, που είναι δικό τους κείμενο έκαστος (και πολύ “χορταστικό” κιόλας!). Ωστόσο, παρότι δεν θα έπιαναν πάντα τέτοιες κορυφές, η δισκογραφία των Πολωνών, είναι αξιοζήλευτης ποιότητας και συνέπειας.

Γιάννης Σαββίδης

VAN HALEN – “Balance” (Warner)

Το τεράστιο ψέμα τις δεκαετίας του ‘90, ήταν και είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό η άποψη πως το heavy metal και το hard rock είχαν πέσει και δεν υπήρχαν σοβαρές κυκλοφορίες, κάτι που επικράτησε σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό από τα μέσα των 90s και έπειτα. Ευτυχώς όμως με κάτι τέτοια αφιερώματα θυμούνται κάποιοι που ξεχνούν και σε κάποιο βαθμό μαθαίνουν και κάποιοι που δεν είχαν την τύχη να ζήσουν από κοντά εκείνη την περίοδο. Όσο αναφορά την άποψη μου επί του θέματος φυσικά και με μια κουβέντα μπορώ να πω: ”τρίχες!”. Κύριοι στα 90s βγήκαν απλά πολλοί μεγάλοι δίσκοι για τον σκληρό ήχο και γαλουχήθηκαν γενιές και γεννήθηκαν ιδιώματα, δίνοντας και μια φρέσκια πνοή στον ήχο. Επίσης, πολλά κλασικά σχήματα του χώρου έκαναν υπέροχες δουλειές και τεράστιες επιτυχίες κατά την διάρκεια της συγκεκριμένης 10ετίας, ώρα καλή φυσικά οι τεράστιοι VAN HALEN, με δυο υπέροχους δίσκους. Το σχήμα, που κατά την ταπεινή μου γνώμη, είχε την τύχη να έχει ως ιδρυτή και ηγετική μορφή του των κορυφαίο κιθαρίστα που έχει εμφανιστεί, και αυτό το στηρίζω όχι απαραίτητα στην εκπληκτική τεχνική του αλλά στο γενικότερο πακέτο του ως μουσικού. Ο πρώτος από τους δυο υπέροχους δίσκους των Αμερικανών hard rockers προφανώς και ήταν το τρομακτικά επιτυχημένο και εμπορικά ”For unlawful carnal knowledge” του 1991, αυτό όμως που θα μας απασχολήσει εδώ είναι το δεύτερο, το εξίσου εξαιρετικό και υπέρ-επιτυχημένο από όλες τις πλευρές ”Balance”. Όταν μιλάμε για εμπορική επιτυχία στην περίπτωση των VAN HALEN να εξηγούμε πως συζητάμε για ένα άλμπουμ που καρφώθηκε στο νούμερο 1 του Billboard 200, βρέθηκε μέσα στην 10αδα σχεδόν σε όλα τα charts του υπόλοιπου κόσμου και φυσικά πούλησε μερικά εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως.

Το ”Balance”, για πολλούς αλλά και για τον γράφοντα ήταν δυστυχώς η τελευταία δουλειά των VAN HALEN με τον Sammy Hagar, αλλά ευτυχώς αυτή η υπέροχη και τεράστια συνεργασία με τον εξαιρετικό μουσικό/τραγουδιστή/performer ήταν όσο καλή της άρμοζε. Έχοντας στην κορυφή έναν Eddie Van Halen να μαγεύει και να ερεθίζει τα ώτα μας με τα φανταστικά τσαλίμια του στην ταστιέρα της εξάχορδης θεάς, αλλά και ένα rhythm section μοναδικό, με τον μέγα Alex Van Halen στα τύμπανα και τον γίγαντα Michael Anthony στο μπάσο, που ήξερε με τον καλύτερο τρόπο πώς να πλαισιώνει και να χτίζει πάνω τον μουσικό καμβά του γκρουπ. Τόσο απλά λοιπόν στο ”Balance” βρίσκει κανείς τα πάντα: ένα υπέροχο εναρκτήριο τραγούδι ”The seventh seal” που προτάθηκε και για Grammy, 4 ακόμα εξαιρετικά single που βοήθησαν τα μέγιστα και αυτά στην επιτυχία του δίσκου καταλαμβάνοντας υψηλότατες θέσεις στα αντίστοιχα charts singles και λαμβάνοντας σημαντικό airplay από ραδιόφωνα και τηλεοράσεις. Αυτά ήταν τα ”Not enough” με την συμμετοχή του αδελφικού φίλου του Eddie, Steve Lukather των TOTO στα φωνητικά, το ”Amsterdam” που σκοπό είχε να τιμήσει την χώρα καταγωγής των αδελφών Van Halen, το ”Don’t tell me (what love can do)”, δηλαδή την περιγραφή της συνεργασίας και της σχέσης του Sammy Hagar με τα αδέλφια Van Halen και ουχί ένα τραγούδι για την αγάπη όπως φαινομενικά πιστεύει κάποιος, και το ‘Επος ”Can’t stop loving you”, το οποίο με τα pop στοιχεία του αποτίνει φόρο τιμής στον Ray Charles και το τραγούδι του ”I Can’t stop loving you”. Δεν είναι όμως μόνο αυτά, καθώς πέρα από τα τραγούδια που κέρδισαν τα φώτα της δημοσιότητας πάνω τους, υπάρχουν και τα μικρά ή μεγάλα διαμαντάκια που κυκλοφορούν στο ”’Balance”. Ως τέτοια νομίζω πως πρέπει να λογίζονται το instrumental ”Baluchiterium” που συμπεριλήφθηκε μόνο στην έκδοση του CD και όχι στο LP, το κιθαριστικό όργιο ”Aftershock” και το υπέροχο κλείσιμο του άλμπουμ ”Feelin”’. Κλείνω λοιπόν λέγοντας πως όποιος γουστάρει να θυμηθεί ή να γνωρίσει ένα υπέροχο hard rock δείγμα των 90s και μάλιστα από ένα εκ των κορυφαίων σχημάτων του είδους το οποίο διέθετε τον μεγαλύτερο κιθαρίστα (κατά την ταπεινή μου άποψη όπως προείπα) δεν έχει παρά να ακούσει το ”Balance” των μεγάλων VAN HALEN. Αν πάλι δεν είναι αυτό το στυλ του ας βρει κάτι στα δικά του γούστα μέσα από το αφιέρωμα του Rock Hard στο 1995, να είστε σίγουροι πως από όλα τα καλά έχει ο μπαξές της εν λόγω χρονιάς.

Παναγιώτης “The unknown force” Γιώτας

VARATHRON – “Walpurgisnacht” (Unisound Records)

Oι VARATHRON είναι από τις πιο παλιές καραβάνες της ακραίας εγχώριας σκηνής και μαζί με τους ROTTING CHRIST και τους NECROMANTIA, διαμόρφωσαν τον ήχο που απέκτησε το διεθνές trademark “Ηellenic black metal”. Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας των 80s είχαν δημιουργήσει αίσθηση με τα demo τους στον underground χώρο και όταν ήρθε η ώρα του ντεμπούτου τους “His majesty at the swamp”, η μπάντα έλαμψε, με το δίσκο να θεωρείται ακόμα και σήμερα ως ένα από τα κορυφαία και πιο αντιπροσωπευτικά δείγματα του ελληνικού black metal. Το “Walpurgisnacht” που το διαδέχτηκε ήταν ακόμα μια κορυφαία δουλειά της μπάντας και ένα ακόμα διαμάντι της ελληνικής ακραίας μουσικής. Συνεχίζοντας στο μοτίβο του “His majesty at the swamp”, οι VARATHRON εδώ προσέθεσαν μελωδίες στα κομμάτια και ακολουθώντας μια πιο συμφωνική προσέγγιση στα πλήκτρα (σε πολλά σημεία), σε συνδυασμό με τα χαρακτηριστικά riffs τους, αλλά και τις σκόρπιες ακουστικές κιθάρες, συνέθεσαν ένα σκοτεινό και συνάμα μυστηριακό σκηνικό. Αν εξαιρέσουμε το “The Dark Hills”, το οποίο ξεφεύγει και φέρνει περισσότερο σε gothic rock (χωρίς να είναι καθόλου άσχημο), όλα τα υπόλοιπα κομμάτια αγκαλιάζουν τον ακροατή με την μελαγχολική τους αύρα και τον ταξιδεύουν. Κορυφαίες στιγμές του δίσκου τα “Cassiopeia’s ode”, “Birthrise of the graven image” και “Somewhere beyond seas”. Στα τελευταία δύο μάλιστα από τα προαναφερθέντα κομμάτια συναντάμε και το Σωτήρη Βαγενά των SEPTICFLESH να προσθέτει πανέμορφες πινελιές στα σόλο.

Θανάσης Μπόγρης

VED BUENS ENDE – “Written in waters” (Misanthropy)

Με έναν δίσκο-ορόσημο για τον όρο avant garde black metal, η τριάδα Carl Michael Eide/Vicotnic/Scoll έφερε τα πάνω κάτω στη νορβηγική σκηνή μαζί τα ντεμπούτα των FLEURETY και ARCTURUS, που κυκλοφόρησαν την ίδια χρονιά. Ένα χρόνο μετά το “Those who caress the pale” demo, στο οποίο η μαυρομεταλλική ηχητική ήταν ξεκάθαρη, εδώ ξεπερνούν τα όρια των ηχητικών διαχωρισμών στα είδη της μουσικής με μοναδικό τρόπο. Οι VOIVOD είναι η μπάντα που λατρεύουν και γι’ αυτό το όνομά τους ξεκινά από V, όπως και οι VIRUS, το group – συνέχεια τους όταν διέλυσαν πρώτη φορά το 1997. Από τους Καναδούς πρωτομάστορες του τεχνικού thrash, πήραν τις αρχετυπικές δυσαρμονίες και τις εμπλούτισαν με τρόπο που κανένα άλλο συγκρότημα δεν έχει τολμήσει να κάνει με κάθε λογής tempo που μπορεί να γίνει με μπάσο, κιθάρα και drums. Τα καθαρά φωνητικά του drummer Carl Michael δεσπόζουν και οδηγούν τα μη-μαυρομεταλλικά  μέρη του δίσκου, ενώ στα εμβόλιμα black metal αναλαμβάνει o κιθαρίστας Vicotnic και τα γυναικεία φωνητικά είναι εκπληκτικά! Το μπάσο του Skoll πρωταγωνιστεί σε κάθε στιγμή του δίσκου, επιβεβαιώνοντας γιατί θεωρείται η παραγωγή του ως σημείο αναφοράς λόγω του διαχωρισμού των οργάνων. Ελάχιστες μπάντες στην σκληρή μουσική έχουν καταφέρει με μόνο ένα demo και έναν full length δίσκο να έχουν τόσο μεγάλο αντίκτυπο όσο οι VED BUENS ENDE, έχοντας και ένα από τα πιο όμορφα εξώφυλλα! Η επιρροή τους είναι καταλυτική στην εξέλιξη όσων πειραματίστηκαν στο black metal, γεγονός που αναγνωρίζεται από πάρα πολλά συγκροτήματα που εμπνεύστηκαν από την ατμόσφαιρα, την μελαγχολία και την δυσαρμονική riffολογία τους.

Λευτέρης Τσουρέας

VIRGIN STEELE – “The marriage of heaven and hell, Part Two” (Noise / T&T)

Έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε, σχεδόν ενστικτωδώς, ότι η δεκαετία του ‘90 ήταν δύσκολη και σκληρή για τον παραδοσιακό ήχο. Φυσικά, αυτό ισχύει ειδικά για την άλλη πλευρά του Ατλαντικού αλλά αμελούμε συχνά ότι ορισμένα συγκροτήματα όχι μόνο τα πήγαν περίφημα εκείνη την εποχή αλλά ξεπέρασαν μάλιστα και τους εαυτούς τους! Και μπορεί οι οπαδοί των VIRGIN STEELE να ξαφνιάστηκαν με το πρώτο πόνημα της αγαπημένης τους μπάντας στη δεκαετία του ‘90 (παρεμπιπτόντως, πολύ αξιόλογη κυκλοφορία το “Life among the ruins”) αλλά δεν περίμεναν με τίποτα αυτό που θα ερχόταν τα επόμενα χρόνια. Εγώ, τουλάχιστον, δεν πίστευα αυτό που άκουγα το 1994 με το πρώτο μέρος του “The marriage of heaven and hell” και σίγουρα ανυπομονούσα να ακούσω και τη συνέχεια την επόμενη χρονιά…και όχι μόνο αυτό καθώς ο DeFeis σε συνεντεύξεις του τόνιζε ότι όλα αυτά ήταν μέρος μιας τριλογίας!

Το δεύτερο μέρος της ιστορίας είναι εξίσου συγκλονιστικό και σε σημεία καλύτερο σε σχέση με το «αδερφάκι του» αν και προσωπικά τα προσεγγίζω σαν ένα ολοκληρωμένο concept και έτσι δεν μπορώ καν να μπω στη διαδικασία σύγκρισης. Ο συνθετικός οίστρος του DeFeis είναι εξωπραγματικός και ειλικρινά συγχωρέστε μου την υπερβολή αλλά εδώ ο ηγέτης των VIRGIN STEELE καταθέτει το αριστούργημα ολόκληρης της καριέρας του ξεπερνώντας ακόμη και δίσκους ορόσημα όπως τα “Noble savage” και “Guardians of the flame”. Μιλάμε για ένα εντελώς διαφορετικό επίπεδο αφού εδώ γινόμαστε κοινωνοί μιας απίστευτα εμπνευσμένης φάσης για τον David DeFeis με το λυρικό στοιχείο να βρίσκεται σε απόλυτη αρμονία με τους heavy metal ύμνους που περιέχονται στο δίσκο. Είναι η αποθέωση του…barbaric, romantic heavy metal ήχου όπως χαρακτηρίζει ο ίδιος ο DeFeis τη μουσική των VIRGIN STEELE. “Victory is mine”, “A symphony of steele”, “Emalaith”, “Twilight of the gods” είναι μονάχα κάποια από τα αψεγάδιαστα τραγούδια του δίσκου. Αν θα έπρεπε να βρω ένα μονάχα αρνητικό είναι ότι εδώ ακούμε για τελευταία φορά σε ένα studio άλμπουμ τον σπουδαίο Joey Ayvazian ο οποίος υπήρξε αναπόσπαστο μέρος της μπάντας από την αρχή της πορείας της. Η περιοδεία που ακολούθησε πέρασε από τη χώρα μας και θα τη θυμόμαστε για πάντα…

Σάκης Νίκας

VITAL REMAINS – “Into cold darkness” (Peaceville)

Για πολύ κόσμο που τους γνώρισε μετέπειτα, οι Αμερικάνοι deathsters VITAL REMAINS από το Providence του Rhodes Island, ήταν η μπάντα του Tony Lazaro (κιθάρες) και του Dave Suzuki (επίσης κιθάρες και πρωτύτερα τύμπανα), ενώ αρκετοί μελλοντικοί ακροατές τους συνέδεσαν με την παρουσία για μια επταετία του Glen Benton των DEICIDE, ο οποίος χάρισε τη φωνή του στα “Dechristianize” (2003) και “Icons of evil” (2007). Η αλήθεια όμως είναι ότι η μπάντα ήταν ανέκαθεν πνευματικό παιδί και προϊόν δημιουργίας του κιθαρίστα Paul Flynn, από το σχηματισμό τους το 1988 μέχρι το γεγονός της τελικής μορφής που λάβανε όταν ξεκίνησαν να ηχογραφούν τα άλμπουμ τους, και ειδικά μετά τα δυο πρώτα του θρυλικά demo, “Reduced to ashes” (1989) και “Excruciating pain” (1990). Εκεί οι VITAL REMAINS αποκτούν μια πιο σταθερή σύνθεση που με αργά βήματα οδηγεί στην κυκλοφορία του τρομερού τους ντεμπούτου “Let us pray” το 1992 με τον Flynn και τον Lazaro να μοιράζονται τις κιθάρες και τα συνθετικά credits, τον Jeff Gruslin τα φωνητικά και τον Joe Lewis το μπάσο. Έχοντας υπογράψει τότε στην Deaf Records, η οποία ήταν θυγατρική της Peaceville Records, είδαν το ντεμπούτο τους να αγκαλιάζεται ιδιαίτερα στους underground κύκλους και το momentum έδειχνε υπέρ τους.

Χρειάστηκε να συμπληρωθούν σχεδόν τρία χρόνια για να ακουστούν ξανά νέα τους, ώσπου ήρθε το δεύτερο χτύπημα, που είναι και αυτό που μας αφορά στο αφιέρωμα, με το “Into cold darkness” και με μοναδική προσθήκη στην προϋπάρχουσα σύνθεση αυτή του Rick Corbett στα τύμπανα σαν μόνιμου μέλους (να μην παραλείψουμε να αναφέρουμε τα δεκάδες μέλη που έχουν περάσει από τις τάξεις τους ειδικά για συναυλιακές συνθήκες). Σε αντίθεση με πολλές μπάντες που μαλάκωναν τον ήχο τους και ειδικά σε σχέση με το πιο αργόσυρτο ντεμπούτο “Let us pray”, το “Into cold darkness” είναι ένα πολύ γρηγορότερο και βαρύτερο άλμπουμ από τον προκάτοχο του, με την ακρότητα να έχει προ(σ)χωρήσει σε πολύ υψηλά επίπεδα και την ατμόσφαιρα των συνθέσεων να έχει ενισχυθεί πολύ σημαντικά. Το λαρύγγι του Gruslin παρέμενε τρομακτικό, η κιθαριστική επίθεση των Flynn/Lazaro ανελέητη ενώ και η ρυθμική βάση των Lewis/Corbett ήταν καθοριστική στο τελικό αποτέλεσμα. Ειδικά ο τελευταίος σας νεότερη προσθήκη ανέβασε πολύ το επίπεδο του δίσκου και μέσα σε όλα αυτά, το “Into cold darkness” έμελλε να είναι το μικρότερο σε διάρκεια άλμπουμ τους, με 41’ διάρκειας.  Μάλιστα αυτή τη φορά έδειξαν και τις επιρροές τους, αρχικά με τη διασκευή του “Dethroned emperor” των CELTIC FROST.

Σε μετέπειτα επανεκδόσεις του δίσκου, είχαμε ως μπόνους την διασκευή στο “Countess Bathory” των VENOM από ηχογραφήσεις εκείνης της εποχής, με τις δυο διασκευές να είναι αμφότερες καλοπαιγμένες και να τους δίνουν έξτρα πόντους. Τραγουδάρες όπως το εναρκτήριο “Immortal crusade” ή το διόσκουρο “Under the moon’s fog” που το ακολουθεί έχουν γράψει τη δική τους ιστορία, ενώ το τελειωτικό δίδυμο των “Descent into hell”/”Angels of blasphemy” καταδεικνύει γιατί πολλοί οπαδοί προτιμούσαν αυτή την πιο πρώιμη περίοδο τους από την περίοδο μεγαλύτερης αναγνώρισης τους μελλοντικά και ειδικά της εποχής Benton στο συγκρότημα. Οι VITAL REMAINS κατάφεραν να κοντράρουν το ντεμπούτο τους που αρκετοί ακόμα και σήμερα θεωρούν αξεπέραστο με ένα δίσκο πιο ακραίο σε κάθε δυνατό κομμάτι και σύγκριση και κέρδισαν κατά πολύ την εκτίμηση όλο και περισσότερου κόσμου. Πολλοί πιστεύουν ότι με πιο συχνά δισκογραφικά βήματα ενδιάμεσα, θα είχαν πολύ μεγαλύτερο όνομα, ενώ φτάνοντας το 2022 σύντομα, συμπληρώνουμε 15 χρόνια χωρίς δίσκο τους και με την τύχη τους να αγνοείται. Ένα συγκρότημα που σίγουρα υπηρέτησε τον ήχο του πολύ πιο κιμπάρικα και ποιοτικά από πολλές μεγάλες μπάντες του χώρου και που στην επονομαζόμενη ως τελευταία μεγάλη χρονιά του είδους, έβαλαν το δικό τους λιθαράκι στο να μπουν στις χρυσές σελίδες της death metal ιστορίας.

Άγγελος Κατσούρας

VOIVOD – “Negatron” (Hypnotic)

Η φυγή του Snake μετά την κυκλοφορία του “The outer limits” το 1993, έφερε μεγάλο προβληματισμό στους οπαδούς των VOIVOD. Ας μην ξεχνάμε ότι ήδη στο εν λόγω άλμπουμ δεν συμμετείχε ο Blacky στο μπάσο κι έτσι η μισή από τη θρυλική σύνθεση του παρελθόντος, δεν ήταν πλέον μέρος της μπάντας. Οι Piggy και Away έπρεπε να πάρουν σοβαρές και κρίσιμες αποφάσεις για το μέλλον της μπάντας και έτσι μέσα στο 1994, επιστρατεύουν τον μπασίστα και τραγουδιστή Eric Forrest,με παρελθόν στους LIQUID INDIAN, LUST και THUNDER CIRCUS. Έτσι για πρώτη φορά οι VOIVOD θα ηχογραφήσουν σαν τρίο και τι τρίο, μια σύνθεση και εποχή που θα ήταν άκρως ξεχωριστή και που ο ήχος τους θα ανανεωνόταν ριζικά και θα τους έφερνε σε μια ομαλότερη του αναμενομένου μετάβαση. Ο Forrest με την «σκαμμένη» και άκρως δυνατή φωνή του, φέρνει μοιραία έναν πολύ βαρύτερο και τσιτωμένο δίσκο στο συγκρότημα, με το συνθετικό δίδυμο της μπάντας να προβαίνει σε ριζική αλλαγή ήχου και το άλμπουμ που τελικά θα προκύψει να είναι ότι πιο άγριο και τσιτωμένο έκαναν μετά τα δυο πρώτα άλμπουμ τους, ενώ για πολλούς αποτελεί γενικότερα την πιο ούγκανη στιγμή της μπάντας και γι’ αυτό πολλοί εξήραν την αλλαγή αυτή βάσει χρονολογίας.

Φτάνουμε λοιπόν στο 1995, όπου οι VOIVOD κυκλοφορούν το κατ’ εμέ (το ξέρω ότι είμαι μειοψηφία) κορυφαίο άλμπουμ τους, ονόματι “Negatron”. Κορυφαίο ακριβώς λόγω της προσαρμοστικότητας του Forrest –που πήρε το προσωνύμιο Ε-Force στο συγκρότημα- και του ήχου που βγήκε συνολικά, με το ξύλο (συγνώμη ΤΟ ΞΥΛΟ) που πέφτει εδώ μέσα να είναι σθεναρό, έντονο και άκρως μεταδοτικό. Ο τρόπος με τον οποίο σκάει το “Insect” σαν εναρκτήριο κομμάτι, οι καθαρά industrial ρυθμοί μέσα από τον πάντα προσωπικό ήχο των Καναδών και η φωνή του Forrest κάνουν τα πάντα ίσωμα από την αρχή, η κραυγή του σκίζει το φράγμα του ήχου, ο Piggy έχει γράψει τα πιο διαστροφικά του riff, ενώ και ο Away παίζει πιο δυνατά από ποτέ και οι VOIVOD δεν ακούγονται σαν σχεδόν 35άρηδες που ήταν (ο Forrest ήταν μόλις 25) αλλά πολύ νεότεροι με το συνολικό αποτέλεσμα. Ο δίσκος όσο πάει γίνεται πιο εθιστικός σε διάφορους ρυθμούς ταχυτήτων, ενώ μερικά από τα κορυφαία τους κομμάτια έχουν συμπεριληφθεί εδώ μέσα. Το έρπον “Project X”, το εφιαλτικό ομότιτλο κομμάτι, τα καθηλωτικά “Reality?” και “Cosmic conspiracy” με άπλωμα δομών που δεν μας είχαν συνηθίσει, ενώ του δίσκου ηγείται το δίχως άλλο κορυφαίο κομμάτι του “Negatron” κι από τα κορυφαία της καριέρας τους.

Ο λόγος για το εξαίσιο “Nanoman”, το οποίο ακόμα κι από τον αρχικό ρυθμό στα τύμπανα θα είχε μείνει για πάντα χαρακτηριστικό, πόσο μάλλον για όλο του το σύνολο σαν κομμάτι που είναι συνώνυμο της λέξης ΡΥΘΜΟΣ. Μάλιστα βγήκε σαν single μέσα στο 1996, όπου τα 2 b-sides του, “Erosion” και “Vortex” συμπεριλήφθηκαν μελλοντικά και στη συλλογή “Kronik” το 1998, αλλά και σε επανεκδόσεις του “Negatron” μελλοντικά. Οι VOIVOD πέρασαν το εμπόδιο της αλλαγής τραγουδιστή με τον πλέον ιδανικό τρόπο, κατάφεραν να προσαρμοστούν στις αλλαγές της εποχής όπου οι ήχοι βάραιναν όλο και περισσότερο και να βγάλουν ένα άλμπουμ που πάρα πολλοί θα ήθελαν να έχουν δημιουργήσει, αλλά στο τέλος μόνο το λογότυπο των VOIVOD θα μπορούσε να φέρει. Η φόρα την οποία είχαν από την κυκλοφορία του “Negatron” αποτυπώθηκε και στις συναυλίες της περιοδείας, όπου έβγαζαν τρελή ενέργεια και τα φώτα όλων έπεφταν πάνω στον νεοφερμένο Forrest, που ήταν φοβερός επί σκηνής κι έμοιαζε να δίνει εκ νέου ζωή στο συγκρότημα. Η εγχείρηση πέτυχε, ο ασθενής πήρε εξιτήριο και με τη σειρά του χειρούργησε άπαντες στο πέρασμά του!

Άγγελος Κατσούρας

W.A.S.P. – “Still not black enough” (Raw Power / Castle)

Ο Blackie είναι μια πολύ ιδιαίτερη προσωπικότητα. Κανείς δεν ξέρει αν ήταν έτσι από μικρός ή αν του βγήκε στην πορεία λόγω της onstage απόπειρας δολοφονίας του της οποίας ξεκάθαρη συνέπεια ήταν η αγοραφοβία. Το σίγουρο είναι ότι αυτό επηρέασε πάρα πολύ και τη δημιουργική του έκφραση κι από εκεί που ήταν μέσα στη χαρά του sex drugs and rock n’ roll γύρισε τη θεματολογία του και έκφραση αυτής ήταν ο μουσικός ογκόλιθος που ακούει στο όνομα “The crimson idol”. Ένα από τα καλύτερα concept album στην ιστορία της μουσικής μας που θα μπορούσε να είναι μέχρι και αυτοβιογραφική για τον Blackie Lawless των WASP. Μάλιστα όπως έγινε γνωστό υπήρχε η σκέψη να το κυκλοφορήσει ως προσωπική κυκλοφορία και όχι ως μέρος του συγκροτήματος αλλά τελικά ξέρουμε όλοι ποια άποψη υπερνίκησε. Η ίδια ακριβώς σκέψη υπήρχε και για την διάδοχη κυκλοφορία των WASP “Still not black enough” για το οποίο γράφουμε εδώ λόγω του αφιερώματος στο 1995.

Είναι το 6ο άλμπουμ του συγκροτήματος και κυκλοφόρησε στις 10 Ιουνίου 1995. Ο λόγος που και αυτό το άλμπουμ βγήκε τελικά με το συγκρότημα και όχι ως σόλο άλμπουμ ήταν το heavy περιεχόμενο. Από πολλούς θεωρείται η συνέχεια του “Crimson idol” ωστόσο δεν μπορεί να συγκριθεί σε επιτυχία με τον προκάτοχό του. Με τα θέματα στιχουργικά να κινούνται γύρω από τις προσωπικές εμπειρίες του Blackie Lawless, όπως ο θάνατος της μητέρας του και οι προσωπικές του κρίσεις αγγίζει τον ακροατή σε πολλά επίπεδα. Η εμπορική του επιτυχία ωστόσο πολύ περιορισμένη μιας και δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί επάξιος διάδοχος του “…Idol”. Όσον αφορά τα charts έφτασε μόλις στη θέση 40 στο Σουηδικό chart και θέση 52 στο Βρετανικό. Σίγουρα όχι το σημαντικότερο άλμπουμ στην καριέρα του συγκροτήματος αλλά το κατώφλι για μια πιο σκοτεινή περίοδο του συγκροτήματος με πιο βαριά θεματολογία πιο σύνθετες συνθέσεις.

Έλενα Μιχαηλίδου

Y&T – “Musically Incorrect” (Music For Nations)

Το 1995 οι Y&T, 4 χρόνια μετά την διάλυση τους, αποφασίζουν να ξανά ενώσουν τις δυνάμεις τους με το ίδιο line up και να κάνουν ένα νέο ξεκίνημα. Το αποτέλεσμα της επανένωσης ήταν η δέκατη δουλειά τους στην σειρά με τίτλο “Musically incorrect”, που πήρε την σκυτάλη από την ενάτη δουλειά τους που είχε τίτλο “Ten” (Δέκα). Ο τίτλος του δίσκου αλλά και το εξώφυλλο με τα δυο μικρά παιδιά να κλείνουν τα αυτιά τους, αν μη τι άλλο από θέμα marketing, ήταν πολύ έξυπνες κινήσεις.

Βέβαια ακούγοντας το δίσκο, ο οπαδός ίσως πίστεψε μετά, ότι μπορεί να το είχαν κάνει και επίτηδες, θέλοντας να δώσουν ένα μήνυμα πως ηχούσε η τότε νέα τους δισκογραφική προσπάθεια, πριν βεβαίως την ακούσεις. Δυστυχώς το album δεν είχε καμία σχέση με το παρελθόν τους, αφού άφησαν τις hard rock καταβολές τους και επιδόθηκαν κυρίως σε συνθέσεις που είχαν κατά κόρον πιο κλασσική rock ή blues χροιά. Ανά στιγμές άκουγες κάποια ηχητικά μέρη και στοιχεία της περιόδου, πριν την διάλυση, αλλά και πάλι ήταν μετρημένα στα δάχτυλα. Εκτός από δυο-τρεις συνθέσεις, οι υπόλοιπες ήταν σε mid tempo ρυθμούς, χωρίς όμως καμία συνθετική σπιρτάδα που να θύμιζε το συγκρότημα που είχε γράψει τόσο μοναδικά τραγούδια στο παρελθόν.

Μετά την πρώτη ακρόαση όλου του δίσκου, εκτός των ελαχίστων εξαιρέσεων, κανένα τραγούδι δεν μπορούσες να το ακούσεις ολόκληρο, με το «επόμενο», να γίνεται το αγαπημένο σου κουμπί στο κοντρόλ. Ήταν πολύ κρίμα να ακούς από το συγκρότημα άνευρες συνθέσεις που βεβήλωναν το πεντάγραμμο. Ευτυχώς η συνέχεια δεν ήταν η ίδια, οπότε μάλλον το “Musically incorrect”, ήταν μια κακή παρένθεση.                  

Θοδωρής Μηνιάτης

 

 

 

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here