
Το Rockwave Festival 2025 μπορεί να έχει σηματοδοτηθεί από διεθνή ονόματα, όμως η έναρξη της 10ης Ιουλίου είχε ξεκάθαρα ελληνική υπογραφή — και μάλιστα μεταλλική. Οι CORRUPTED SYMMETRY και TYPHUS άνοιξαν τη μέρα κάτω από τον καυτό ήλιο στην Μαλακάσα, κουβαλώντας στις πλάτες τους διαφορετικές γενιές του εγχώριου σκληρού ήχου. Παρά την ώρα και τη ζέστη, κάποιοι από το κοινό είχαν ήδη μαζευτεί μπροστά από τη σκηνή, αποδεικνύοντας πως η ελληνική metal σκηνή διαθέτει πλέον φανατικούς ακροατές που στηρίζουν τα δικά τους σχήματα.

Το πενταμελές σχήμα των CORRUPTED SYMMETRY ανέβηκε στη σκηνή με χαρακτηριστική σεμνότητα, αλλά και αυτοπεποίθηση παρουσιάζοντας έναι prog ύφος στις συνθέσεις του με εναλλαγές που παρέπεμπαν σε ύφος EVERGREY και KAMELOT, αλλά με πιο προσωπική ταυτότητα. Στυλιστικά, απέφυγαν τα «μεγαλοπρεπή» prog στοιχεία και προτίμησαν πιο προσγειωμένες εκτελέσεις. Η σκηνική παρουσία του συγκροτήματος ήταν μετρημένη αλλά προσεγμένη. Οι μουσικοί έδειξαν απόλυτα συγκεντρωμένοι, χωρίς να «χάνονται» στις τεχνικές απαιτήσεις του υλικού τους. Πέφτοντας στην παγίδα της δυσκολίας του ήχου σε ένα Open Air Festival, δυστυχώς δεν είχαν σαν σύμμαχο τον καλό ήχο με αποτέλεσμα να μην περνάει, τουλάχιστον στα πρώτα τραγούδια, το prog/power ύφος τους με έμφαση στη μελωδία, τις τεχνικές κιθαριστικές γραμμές και τα πολυεπίπεδα πλήκτρα. Η συνοχή της μπάντας στη σκηνή φανέρωνε εμπειρία μεγαλύτερη απ’ ό,τι μαρτυρά η ηλικία της. Παρά την ώρα εμφάνισής τους, η ανταπόκριση του κοινού ήταν θετική. Φυσικά, δεν υπήρξαν mosh pits ή κάτι τέτοιο, αλλά η σιωπηλή προσήλωση και τα χειροκροτήματα σε κάθε κομμάτι κατέδειξαν ότι η μουσική τους άγγιξε όσους ήταν εκεί — ακόμα και αν δεν τους γνώριζαν εκ των προτέρων.

Η εμφάνιση των CORRUPTED SYMMETRY πέτυχε κάτι σημαντικό: να αποδείξει ότι η ελληνική prog metal σκηνή έχει να προσφέρει νέο αίμα με άποψη, τεχνική, στηριζόμενη στη μουσική τους, στην αισθητική συνέπεια και στη σκηνική απλότητα.

Οι TYPHUS έχουν πίσω τους αρκετά πλέον χρόνια στη σκηνή, με εμφανίσεις στο εξωτερικό, και μια σταθερή παρουσία σε μικρότερες και μεγαλύτερες ελληνικές σκηνές. Η εμφάνισή τους στο Rockwave ήταν, ως εκ τούτου, περισσότερο από ένα τεστ: ήταν μια ευκαιρία να επιβεβαιώσουν γιατί θεωρούνται ένα από τα πιο αξιόπιστα thrash/speed σχήματα της χώρας.
Από το πρώτο riff, το συγκρότημα παρέδωσε ένα σετ γεμάτο ένταση, ακρίβεια και επιθετικότητα. Η εμπειρία τους φάνηκε ξεκάθαρα: επαγγελματική παρουσία, σωστά χτισμένο setlist, και επικοινωνία με το κοινό χωρίς υπερβολές. Ο ήχος ήταν δυνατός, και καθαρός, λειτουργώντας φυσικά υπέρ τους. Έδειξαν από την πρώτη νότα ότι ξέρουν πώς να χτίζουν ένταση στη σκηνή, με riffs κοφτερά και «πειθαρχικά» οργανωμένα, θυμίζοντας έντονα KREATOR, παραδίδοντας ατόφια ενέργεια και τεχνική ακρίβεια.

Το κοινό, πιο ζεστό πλέον και με αριθμητικά ενισχυμένη παρουσία, ανταποκρίνονταν πιο θερμά, με αρκετούς παλιούς οπαδούς να τραγουδούν στίχους και να κουνάνε ρυθμικά τα κεφάλια. Ήταν εμφανές πως οι TYPHUS παίζουν πλέον με γνώση σκηνής, ήχου και ροής. Σε αντίθεση με την πιο «ρομαντική» προσέγγιση των CORRUPTED SYMMETRY, εδώ υπήρχε πολεμική πειθαρχία και thrash επιθετικότητα – και αυτό ακριβώς περίμενε και ήθελε το κοινό.
Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι οι CORRUPTED SYMMETRY και οι Typhus εκπροσώπησαν δύο όψεις της σύγχρονης ελληνικής metal σκηνής στο Rockwave 2025: το μέλλον και την καθιερωμένη δύναμη. Οι πρώτοι επιβεβαίωσαν ότι το πάθος και η προσπάθεια μπορούν να ανοίξουν δρόμους ακόμα και χωρίς βαρύ όνομα. Οι δεύτεροι απέδειξαν για άλλη μια φορά ότι παραμένουν σταθερά αξιόπιστοι και έτοιμοι για κάθε πρόκληση. Αν μη τι άλλο, το χθεσινό Rockwave ξεκίνησε με τον σωστό τρόπο – ελληνικά συγκροτήματα που κοιτούν μπροστά και τιμούν το παρελθόν τους.
Πέτρος Καραλής

Οι PARADISE LOST, έχουν μακρά ιστορία στο Rockwave, αφού είχαν παίξει από την πρώτη μορφή του ως Rock Of Gods το μακρινό 1996. Οι συνθήκες ήταν ιδανικές για να τους απολαύσουμε στη νέα τους εμφάνιση στο Terra Vibe. Προσωπικά ήμουν περίεργος για τα κομμάτια που θα επιλέξουν, ανυπομονώντας να ακούσω live τα δύο τους νέα single από το επερχόμενο “Ascension” άλμπουμ, το οποίο θα κυκλοφορήσει τον Σεπτέμβριο.
Η εκκίνηση με το “Enchantment” θα προκαλούσε τουλάχιστον ενθουσιασμό, αλλά ο μπουκωμένος ήχος πάγωσε το κοινό. Ευτυχώς ο ήχος βελτιώθηκε αισθητά στη συνέχεια με το “Forsaken”, αν και ο Holmes δεν ήταν στην καλύτερη κατάσταση με τα καθαρά φωνητικά του. Προς έκπληξη όλων η συνέχεια ήταν με το “Pity the sadness” με τον ήχο να βοηθά να ακουστεί εντελώς primitive στις κιθάρες. Τα πίσω μπρος στη δισκογραφία τους συνεχίστηκαν με το “Faith divides us – death unites us” μέχρι να έρθει η πιο μεγάλη έκπληξη.

“Eternal”και το κοινό να μένει αποσβολωμένο από την φοβερή εκτέλεσή του! Πραγματικά κανείς δεν περίμενε να το παίξουν και μάλιστα στη μέση του setlist τους. Κάπου εδώ ο Holmes έδειξε περίτρανα ότι μπορεί να αποδώσει πειστικά τα ακραία φωνητικά. Ευτυχώς δεν εκνευρίστηκε από τον προβολέα που ενεργοποιήθηκε, αναγκάζοντάς τον να βάλει το δεξί του χέρι μπροστά καθώς τραγουδούσε για να μην τυφλώνεται. Ίσως η πιο τρανή ένδειξη ότι ήταν ευδιάθετος, αν και η φωνή του δεν ήταν στην καλύτερή της κατάσταση.

Πλήρης ηχητική αλλαγή στην, προβληματική από όλες τις απόψεις, παρουσίαση του “One second”. Θαρρώ πως κάπου εκεί φαίνεται ότι εν έτει 2025 οι PARADISE LOST είναι πιο κοντά στην early/mid 90s ηχητική τους και αυτά τα κομμάτια δεν αποδίδονται πλέον όπως θα έπρεπε. Ίσως έπαιξε ρόλο και ο περίτεχνος τρόπος που έπαιξε τα μονολιθικά μέρη των drums ο Jeff Singer, ο οποίος ήταν στις τάξεις τους το 2007/2008. Σημειωτέον δεν έχει ηχογραφήσει τα μέρη των τυμπάνων στο νέο τους άλμπουμ.

Η συνέχεια με το “The enemy” επισκιάστηκε από το αμέσως επόμενο “As I die”, στο οποίο ο Holmes άφηνε το κοινό να τραγουδήσει και ο Mackintosh να αποδώσει το riff με τον χαρακτηριστικό του ήχο. Αντίστοιχα είχαμε την ευκαιρία να ακούσουμε στις μπασογραμμές πόσο παραμορφωμένα άψογα ακουγόταν ο Steve Edmondson. Στο “The last time” δυστυχώς ο Holmes φάνηκε απλά να μην μπορεί να αποδώσει με καθαρά φωνητικά μέρη που θα μπορούσε να τα ερμηνεύσει επαρκώς με γρέτζο στη φωνή του. Η εναλλαγή καθαρών φωνητικών και αντίστοιχων με γρέτζο στο “No hope in sight” έδειξε την σύγχρονη πλευρά του γκρουπ μέχρι να αποδοθεί με νεύρο το “Say just words”. Με το που τελείωσε έφυγε από τη σκηνή χωρίς να πει κουβέντα ο, μέχρι εκείνη τη στιγμή λαλίστατος, Holmes και με τους υπόλοιπους να ακολουθούν.
Tο άτυπο encore είχε το “Embers fire” με την ηχητική που του έδωσαν στην επαναηχογράφηση του “Icon”. Η δεύτερη έκπληξη της εμφάνισής τους ήταν η διασκευή του “Small town boy” των BRONSKI BEAT που αποδόθηκε άψογα και έδειξε περίτρανα τις καταβολές των PARADISE LOST. Το γεγονός ότι το κλείσιμο της ωριαίας εμφάνισης τους έγινε με το “Ghosts” και το κοινό να συμμετέχει πολύ ενεργά έδειξε ότι ακόμα και σήμερα μπορούν να γράφουν κομμάτια αντάξια των χρυσών 90s.

Καταληκτικά, σε επίπεδο απόδοσης οι PARADISE LOST είχαν νεύρο και όρεξη με τον Mackintosh να αποδίδει άψογα τα lead κιθαριστικά του μέρη και τον Aaron Aedy να κρατάει τα αντίστοιχα ρυθμικά χωρίς να σταματάει στιγμή να κάνει headbanging. Ο ήχος στα drums και στο μπάσο δεν ήταν ο καλύτερος προσθέτοντας στο συνολικό μπούκωμα που είχαν, γεγονός που δυστυχώς είναι παθογένεια των εμφανίσεων τους. Ο Holmes ξεσήκωνε συνεχώς το κοινό και φάνηκε ότι ήταν ευδιάθετος καθ’ όλη τη διάρκεια του set τους, αλλά για μένα πρέπει να πάρει την απόφαση να αποδίδει με γρέτζο στη φωνή του τα κομμάτια που έχει αποδώσει έτσι στουντιακά. Οι επετειακές συναυλίες για το “Icon” έδειξαν ότι μπορεί όπως και τα 3(!) κομμάτια που επέλεξαν από τα “Shades of God” και “Gothic”. Όπως και να έχει στην τρέχουσα δεκαετία φαίνεται να έχουν έναν αέρα ανανέωσης και σίγουρα η παρουσία τους στο φετινό Rockwave δεν ήταν διεκπαιρεωτική. Και θα είχε ακόμα μεγαλύτερη αξία αν παρουσίαζαν live και τα καινούρια τους κομμάτια, κάτι που όμως δεν έγινε και προσωπικά με απογοήτευσε.
Όμως η βραδιά ήταν του KING DIAMOND και οι PARADISE LOST λειτούργησαν σαν ένα ορεκτικό που έφτιαξε τη διάθεση όλων παρά τα δικαιολογημένα παράπονα. Το σίγουρο είναι ότι με ένα τέτοιο setlist θα μπορούσαν να αφήσουν τις καλύτερες των εντυπώσεων αν ο ήχος δεν ήταν μπουκωμένος και η φωνή του Holmes ήταν σε καλή κατάσταση.
Λευτέρης Τσουρέας

Και φτάνουμε στο «κυρίως πιάτο»… Την υπόθεση «King Diamond ‘ζωντανά’ στας Αθήνας», δεν ξέρω πως θα τη χαρακτήριζες, αλλά εγώ άνετα θα της έδινα τον τίτλο «η Οδύσσεια ενός ξεριζωμένου», μέρος δεύτερο!
Στην αρχή, ήρθε ο Covid και μας στέρησε τους MERCYFUL FATE. Μετά, ήρθε ο στρεπτόκοκκος. Πέρασε κι αυτός και πάνω που είχαμε ετοιμαστεί και είχαμε σχετικώς αναθαρρήσει… να η φωτιά στον Ωρωπό. Δέκα χιλιόμετρα από τον χώρο του Terra Vibe, όχι αστεία. Και δώστου πάλι αγωνία, νέες αμφιβολίες… δεν ήθελε και πολύ να ξεκινήσει μια συζήτηση περί «καταραμένου live», το οποίο «δεν πρόκειται να γίνει ποτέ». Τούτη τη φορά μάλιστα, δε χρειάστηκε η Ελεύθερη Ώρα να βγει με πρωτοσέλιδο «Ο Διάβολος κατέβηκε να κάψει τον Ωρωπό: Ο Βασιλιάς Διαμαντής εξαπολύει τον όλεθρο με στίχους – επίκληση στον Σατανά»… Το φτιάξαμε μόνοι μας!

Δηλαδή, τι άλλο θα μπορούσε να γίνει σε τούτο το έρμο το live; «Πάμε ρε φίλε και όποιους δούμε… το πολύ-πολύ στο τέλος να βγουν οι MEGADETH», λέει μισογελώντας ο φίλος, γείτονας και παλαιός συμπολεμιστής Νικόλας, μετά και την ακύρωση, λόγω εκτάκτου προβλήματος, των NULL ‘O ‘ZERO, μην έχοντας και πολύ άδικο. Δε βαριέσαι… στο κάτω-κάτω, δε μπορούμε να τα έχουμε όλα όπως τα θέλουμε, έτσι δεν είναι; “Shit happens” στη ζωή, που είπε κάποτε και ένας Τζαμαϊκανός μαφιόζος. Οι σινεφίλ θα τον θυμηθούν αμέσως.
Ας είμαστε ειλικρινείς. Ακόμη και μετά το «πράσινο φως», δεν πιστεύω πως υπήρχε έστω κι ένας ανάμεσα σε όσους βρεθήκαμε στο Terra Vibe, που να μην ανησυχούσε για την κατάσταση του King Diamond και για το αν και κατά πόσο αυτός θα μπορούσε να τραγουδήσει όπως έπρεπε. Παρά τις όποιες διαβεβαιώσεις τόσο του ιδίου όσο και της διοργανώτριας εταιρείας, μια επανάληψη του «κάζου» του 1997 ήταν παραπάνω από πιθανή.

Όσο προχωρούσε το στήσιμο των σκηνικών, μεγάλωνε η ανυπομονησία. Το “The Wizard” των αγαπημένων του, αλλά και δικών μας εννοείται, URIAH HEEP, που έπαιξε τον ρόλο του άτυπου (γιατί το τυπικό ήταν το “Funeral”) intro, την έφτασε στα ύψη, μέχρι να έρθουν οι αρχικές «κανονικές» νότες του “Arrival”, να σπείρουν τους πρώτους σπόρους ενθουσιασμού στο κοινό. Ένα κοινό που απλά περίμενε να ακούσει τη φωνή του Βασιλέως, για να απογειωθεί…
“Through the summer rain of 1845, the coach had finally arrived
to the valley where the crossroads meet below and where all darkness seems to grow…
People blame it on the Hill…!”

Ο King Diamond ήρθε και ναι, γαμώτο, ναι, δε χρειάστηκε περισσότερους από τους πρώτους τρεις – τέσσερεις στίχους, για να διώξει από πάνω μας κάθε σύννεφο αμφιβολίας! Δεν ξέρω πως το κατάφερε, σε συνεργασία πάντα με το ιατρικό του επιτελείο, αλλά το γεγονός, το αποτέλεσμα, ήταν ένα και δεν επιδέχεται αμφισβήτησης: Η απόδοσή του ήταν τόσο καλή, που αν ο ίδιος δεν άλλαζε επίτηδες σε κάποια σημεία την ερμηνεία του, θα μπορούσες να ισχυριστείς, κακοπροαίρετα, πως ακούγαμε playback!
Αυτό από μόνο του, το να τον ακούς δηλαδή όπως τον ακούς στο CD, έφτανε, για να δώσει πίσω στον κόσμο το χαμένο του κέφι και να ισορροπήσει τα πράγματα. Γιατί, τι να λέμε τώρα, πριν βγει ο King Diamond στην σκηνή, δε νομίζω πως υπήρχαν και πολλά που να θύμιζαν πως προσήλθαμε σε μια «μεταλλική γιορτή»…
Ας κάνουμε τώρα «πενηνταράκια» μια, όπως απεδείχθη, ιστορική συναυλία…

Πρώτον και κυριότερον, είδαμε μια καταπληκτική μπάντα. Με τον Anders Lars-Erik Allhage και τον Per Mickael Vikström ή αλλιώς, τους Andy LaRoque και Mike Wead, για να γίνω πιο αντιληπτός, να κρατάνε τα κορυφαία «τσεκούρια» αυτήν την στιγμή στο heavy metal. Δεν έχει καμία σημασία το προσωπικό μας γούστο, δεν έχει καμία σημασία αν αγαπάμε κάποια άλλη μπάντα με δύο (ή και παραπάνω) κιθάρες περισσότερο από το γκρουπ του King Diamond, αυτοί εδώ οι τύποι, είναι ό,τι καλύτερο υπάρχει σήμερα, δεξιά κι αριστερά της σκηνής, σε οποιαδήποτε σκηνή.
Σε οποιαδήποτε!

Είδαμε τον φίλο μου (δεν τον έχω φίλο, αλλά τον έχω, κατάλαβες) τον Pontus Egberg, έναν υποτιμημένο μπασισταρά (μόλις κόλλησα αυτοκόλλητο στο pc, να θυμηθώ μετά να ακούσω THE POODLES και LION’S SHARE), ισότιμο μεταξύ των κιθαριστών κι ας ασχολείται με τις χαμηλές συχνότητες, αεικίνητο κι επικοινωνιακό χωρίς να μιλά καθόλου (γίνεται). Τον θεούλη Matt Thompson που πάει, «πάλιωσε» κι αυτός, καθώς χτυπά από το 2002 τα τύμπανα του Βασιλιά, πάντα με την ίδια – άριστη – απόδοση. Τις κυρίες Hel Pyre και Jodi Cachia, να συνεισφέρουν τα μέγιστα η μία μουσικά, σε φωνή και πλήκτρα, η άλλη θεατρικά, ενσαρκώνοντας διάφορους ρόλους.
Απολαύσαμε κάποια από τα ομορφότερα σκηνικά που έχουμε δει ποτέ στη χώρα μας, έστω κι αν δεν ήταν τα πιο ογκώδη σε μέγεθος. Βλέποντας την σκηνή, σε ένα ιδιότυπο, συμπτυγμένο stage concept, παρατηρούσαμε/χαζεύαμε να «ζωντανεύουν» όλα τα «μέρη» που φανταζόμασταν, διαβάζοντας τους στίχους στα booklets. Με καταπληκτικό φωτισμό και ένα φεγγάρι από πίσω μας και απέναντι, να βγαίνει από το βουνό λαμπρότατο, λες και ήταν μέρος κι αυτό του show.

Ακούσαμε την αγαπημένη μας μπάντα μέσα από έναν απίστευτο, κρυστάλλινο ήχο. Ήταν λες και κάποιος πάτησε ένα κουμπί και άλλαξε μονομιάς όλες τις ρυθμίσεις! Μια απάντηση προς όλους όσους πίστεψαν έστω και για ένα nanosecond πως η καταπληκτική παραγωγή που ονομάζεται “Songs for the Dead” (σύγχρονο classic όσον αφορά τα live albums/DVD), ήταν εν πολλοίς κατασκευασμένη στο studio και κάτι ανάλογο δε μπορεί να αποδοθεί στον απόλυτο βαθμό, χωρίς την απαιτούμενη… εχμ… «βοήθεια».
Και διαπιστώσαμε ότι τα καινούργια “Spider Lilly” και “Masquerade of madness” ακούγονται πολύ καλύτερα live, παρά studio.
Highlights:

Η neoclassical τρέλα (κι – θά – ρες) του “A mansion in darkness”. To “Halloween”, γιατί το λατρεύω, τα highlights τα ξεχωρίζω εγώ, το άρθρο το γράφω εγώ και άντε τώρα να ρίξεις αντεπιχείρημα στο τραπέζι. Το «θεατράλε» “Voodoo” και το γνήσιο horror του “Sleepless nights”. Το «μπορώ να βαρύνω κι άλλο» “Eye of the Witch”, το νούμερο ένα soundtrack της συζήτησης περί γκαντεμιάς στο ελληνικό facebook, τις τελευταίες μέρες. Το oriental riff του “Abigail”, τραγούδι – ταμάμ για encore.
Όσοι (αρκετοί εξ αυτών, βαμμένοι) τραγουδούσαν σύμφωνα με τις επιταγές του Βασιλέως και όσοι δεν σάλευαν γιατί τα είχαν κάνει πάνω τους με αυτά που έβλεπαν. Η ατάκα «σφάξτο το μούλικο!» κατά τη «θανάτωση» της Abigail, η αντίστοιχη «πού’σαι μωρή κωλόγρια!», όταν εμφανίστηκε η… γιαγιά και το «σήκω επιτέλους, μας γκάστρωσες!» όταν με τα πολλά, σηκώθηκε από την πολυθρόνα της.

Ο King Diamond που έπρεπε να πιει νερό και ήπιε από το βάζο με τον υποτιθέμενο αγιασμό, με συνέπεια να καεί η κοιλίτσα του (χαζοχαρούμενο έπος, τέτοια θέλουμε). Το σύνθημα “long live the king!” που ακούστηκε πρώτη φορά στα χρονικά της καριέρας του Δανού και η αντίδρασή του («πρώτη φορά το ακούω αυτό, είναι γαμάτο, αλλά νομίζω πως θα πεθάνω, αφήστε το καλύτερα»).
Ο τρίλεπτος (!) αποθεωτικός αποχαιρετισμός σύσσωμης της μπάντας, με τον King Diamond να μένει μόνος του στην σκηνή στο τέλος, να μη θέλει να μας αφήσει και να δείχνει πως αναγκαστικά, πρέπει κάποια στιγμή να πάει στα παρασκήνια.
Αυτά…

Εν κατακλείδι, ήταν μια από τις πληρέστερες συναυλίες που έχω να θυμάμαι, τα τελευταία τουλάχιστον δέκα χρόνια. Μια βραδιά που θα τη φέρνουμε στο νου μας για πολύ καιρό και που το χιλιοειπωμένο, για ψύλλου πήδημα, «τι ζήσαμε!», αξίζει επιτέλους να αναφωνείται!
Οι νέοι δίσκοι των MERCYFUL FATE και KING DIAMOND βρίσκονται στο στάδιο της ολοκλήρωσης. Οπότε…
Απογοητευτική η προσέλευση του κόσμου, αρνητική έκπληξη για αρκετούς. Από την άλλη, όσοι πήγαμε, περάσαμε εξαιρετικά ΚΑΙ για αυτόν τον λόγο. Περίεργο, ε;
Τα της οργάνωσης, δεν θα τα αναφέρω εδώ. Νομίζω έχουμε εξαντλήσει κάθε συζήτηση, οι υπεύθυνοι έχουν λάβει το μήνυμα.
Ραντεβού τώρα στους…; Θα δούμε.
Δημήτρης Τσέλλος
SETLIST: 1. Funeral/Arrival 2. A mansion in darkness 3. Halloween 4. Voodoo 5. “Them”/Spider Lilly 6. Two little girls/Sleepless nights 7. Out from the Asylum/Welcome home 8. The Invisible Guests 9. The Candle 10. Masquerade of madness 11. Eye of the Witch 12. Burn 13. Abigail/Insanity
Φωτογραφίες: Έλενα Βασιλάκη















