Εκεί που άλλοι γοητεύονται τόσο εύκολα αλλά και τόσο ξεδιάντροπα από τα θωπεύματα με την Σκύλα Θεά της Επιτυχίας, νιώθοντας ότι δεν έχουν να αποδείξουν τίποτα και σε κανέναν, οι NIGHTSTALKER απλά συνεχίζουν να κάνουν αυτό που ξέρουν. Άλλωστε, σε αυτή την περιβόητη heavy rock σκηνή (ο όρος stoner κλειδώθηκε πλέον εντελώς αφοριστικά στο συρτάρι) που μονίμως ανθίζει, μεγαλώνει και εξαπλώνεται εντός και εκτός των ελληνικών συνόρων αλλά στην τελική συντηρείται επί μονίμου βάσεως από την τρέλα μιας χούφτας οπαδών, υπάρχουν πια μετρημένες στα δάκτυλα του ενός χεριού μπάντες που με τριάντα χρόνια καριέρας στην πλάτη τους να εμπνέουν ακόμα σεβασμό στο μουσικό και σκηνικό τους ανάστημα.
Το προ τριετίας “As above, so below” δεν ήταν δα και τόσο κακό όσο έσπευσαν πολλοί να το παρουσιάσουν. Σίγουρα όμως επρόκειτο για ένα ντεφορμάρισμα, το οποίο αφήνεται πίσω οριστικά με το “Great hallucinations”. Η δυναμική επιστροφή στην κανονικότητα για το αγέραστο αθηναϊκό συγκρότημα επισφραγίζεται μέσα από μια γραμμή που τέμνει οριζόντια την ξέφρενη rock αύρα του “Dead rock commandos” και τις ψυχεδελικές νόρμες του “Just a Burn” και παράλληλα έχει ως σημείο τερματισμού της την ένδοξη κληρονομιά των δεκαετιών του ’60 και του ’70. Η ίδια γραμμή παραμένει συγχρόνως μπολιασμένη σε υπερθετικό βαθμό με τον παλμό και τον ενθουσιασμό των συναυλιών του σχήματος, κάτι που επιβεβαιώνεται με το σκάσιμο του ξεσηκωτικού “Black cloud”, το refrain του οποίου μοιάζει σαν να έχει γραφτεί υπό το φώς του εικονίσματος του Dave Wyndorf και της παρέας του.
Φυσικά, δεσπόζουσα θέση κατέχουν για μια ακόμη φορά τα κλασικά mid-tempo κομμάτια όπως για παράδειγμα τα “Cursed” και “Seven out of Ten”, όπου οι μπασοβουτιές δίνουν και παίρνουν ανεβάζοντας τις γκρούβες κατακόρυφα και θέτοντας έτσι σοβαρή υποψηφιότητα για το συναυλιακό setlist, ενώ όσες παραπάνω ακροάσεις έδωσα στο “Sweet knife” τόσο περισσότερο μου φάνηκε σαν οι NIGHTSTALKER (εν είδει πειραματισμού;) να προσπαθούν να κοιτάξουν το μουσικό τους είδωλο μέσα από τον blues καθρέφτη των GRAVEYARD. Δίχως αμφιβολία, ωστόσο, τη διαφορά στο άλμπουμ κάνουν τα σημεία εκείνα όπου ο συγχρωτισμός μελωδίας και ψυχεδέλειας παίρνει την ανιούσα, θυμίζοντας εν πολλοίς τις αλησμόνητες εποχές προ του “Just a Βurn”. Πρέπει να προσπαθήσεις σκληρά για να μην λατρέψεις το υπερεθιστικό “Hole in the mirror”, στο οποίο ο τόνος της φωνής του Argy βουλιάζει αργά και ηδονικά σε μια μελαγχολία που κατευνάζεται μονάχα από ένα εκπληκτικό κιθαριστικό solo που σε απογειώνει κατευθείαν στην στρατόσφαιρα. Όπως επίσης δε γίνεται να μην παρασυρθείς στη μαύρη τρύπα των psych παραισθήσεων που γιγαντώνεται μέσα από το ομότιτλο κομμάτι του δίσκου.
Αν θα μπορούσα να βάλω μια και μόνο επικεφαλίδα στο “Great hallucinations”, αυτή θα ήταν ασυζητητί το «Και είμαστε ακόμα ζωντανοί». Ζωντανοί εδώ και τρείς δεκαετίες, ζωντανοί και αεικίνητοι πάνω στη σκηνή αλλά και συνάμα βουτηγμένοι μέχρι το κόκκαλο στη χύτρα με το μαγικό φίλτρο της (δεύτερης) νιότης. Για το μουσικό του περιεχόμενο δεν χρειάζεται να επισημάνουμε κάτι παραπάνω. Όταν εξάλλου στα μόλις 42 λεπτά διάρκειας του στοιβάζονται όλα όσα απαιτούνται για να μείνει απόλυτα ικανοποιημένο τόσο το παλαιότερο όσο και το πιο νεανικό κοινό του συγκροτήματος, τότε το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να ψάξεις εισιτήρια για το επόμενο τους live.
8/10
Πάνος Δρόλιας