ARGUS – An essential guide
Άργος ο Πανόπτης ή Μυριωπός: Τερατόμορφος γίγαντας και απόγονος του Άργου, βασιλιά και ιδρυτή της ομώνυμης πόλης. Ο θρυλικός φρουρός της ερωμένης του Δία, Ιούς και ένα από τα ισχυρότερα και φοβερότερα τέρατα της ελληνικής μυθολογίας. Υπηρέτης της Ήρας και σφαγέας του χθόνιου ερπετόμορφου τέρατος, της Έχιδνας. Σκοτώθηκε από τον θεό Ερμή, κατόπιν διαταγής του Δία και η Ήρα, για να τιμήσει τον άγρυπνο φύλακα, διατήρησε για πάντα τα εκατό (!) του μάτια στην ουρά των παγωνιών, των ιερών της πουλιών.
ARGUS: Επική heavy/doom πεντάδα από την Πενσυλβάνια των Η.Π.Α, με «νονό» τον από πάνω κύριο. Ένα από τα καλύτερα συγκροτήματα της τελευταίας δεκαετίας, με τέσσερις εξαιρετικούς δίσκους στο ενεργητικό του, το οποίο μας επισκέπτεται στα πλαίσια του επερχόμενου UP THE HAMMERS FESTIVAL και μας υπόσχεται ένα καταπληκτικό live. Αντί λοιπόν μίας τυπικής παρουσίασης από μέρους μας, δίνουμε την πέννα στον τραγουδιστή τους, Brian “Butch” Balich, ο οποίος αναλαμβάνει χρέη συντάκτη και μας παρουσιάζει τα άλμπουμ, τα έργα και τις ημέρες τούτων των Αμερικανών θεών του επικού ήχου.
“Argus” (Shadow Kingdom Records, 2009)
Το πρώτο μας άλμπουμ, το οποίο και δουλεύαμε από το 2006. Στη μπάντα ήμασταν τότε ο Kevin Latchaw στα τύμπανα, ο Jay Mucio στην κιθάρα, ο Andy Ramage στο μπάσο, ο Mike Wisniewksi στην άλλη κιθάρα και εγώ. Για να σου δώσω να καταλάβεις πόσο δουλέψαμε πάνω σε αυτόν τον πρώτο δίσκο, θα σου πω πως μέχρι να φτάσουμε στην περίοδο των ηχογραφήσεων, από τα τραγούδια που προϋπήρχαν, πριν ακόμη μπω στο συγκρότημα, είχαμε κρατήσει μόνο το “The Effigy is real”! Πιστεύω, πως για ντεμπούτο, το “Argus” είναι ένα τίμιο και ειλικρινές άλμπουμ, προϊόν μίας περιόδου γεμάτης ενθουσιασμό και έμπνευση. Είναι αρκετά αξιόλογο και έχει καλά τραγούδια, αν και κάποια ίσως θα έπρεπε να είναι λίγο πιο «ραφιναρισμένα». Στιχουργικά, καταπιαστήκαμε με τη λογοτεχνία (στο “The damnation of John Faustus” και στο “The outsider”), την ιστορία (“None shall know the hour”) και με προσωπικά, δικά μας θέματα (“From darkness… light”, “Bending time”, “Devils devils”, “Eternity”). Οι στίχοι μου ήρθαν στο μυαλό πολύ γρήγορα, σχεδόν αμέσως. Στο “The outsider”, ασχολήθηκα με τον Lovecraft, πράγμα που μου πρότεινε ο Kevin, όταν σε κάποια φάση συζητούσαμε για τις αγαπημένες μας ιστορίες. Στην αρχή ήθελα να γράψω για το “Cool air” (σ.σ: άλλο βιβλίο του ιδίου συγγραφέα), ακόμη θέλω να γράψω για αυτό βασικά, αλλά όταν ο Kevin έφερε τις ιδέες του για την μουσική του “The outsider” και τις ταιριάξαμε και με αυτά που είχε στο μυαλό του ο Mike, αποφασίσαμε να γράψω στίχους για αυτό. Για πολύ καιρό το ονομάζαμε “The Epic”, λόγω της δεκάλεπτης διάρκειάς του.
Ο Dave Watson, ο μηχανικός ήχου μας, μας είχε δει, θυμάμαι, σε ένα τοπικό club στο Pittsburgh και του είχαμε αρέσει τόσο πολύ, που ήρθε ο ίδιος και αυτοσυστήθηκε για να δουλέψει μαζί μας, όποτε εμείς θα ήμασταν έτοιμοι να μπούμε στο studio. Ήταν μία τυχαία συνάντηση, η οποία όμως εξελίχθηκε σε μία μόνιμη και απολύτως επιτυχημένη συνεργασία, καθώς ο Dave ξεκίνησε μεν ως μηχανικός ήχου και συμπαραγωγός, αλλά στη συνέχεια έγινε βασικό μέλος της μπάντας, ως κιθαρίστας και συνθέτης. Οι πρόβες μας εξελίσσονταν πολύ «στρωτά», μέχρι που ο Mike ένιωσε πως δε μπορούσε να δώσει παραπάνω πράγματα στη μπάντα και μας εγκατέλειψε, αμέσως μετά την ολοκλήρωση των ηχογραφήσεων. Αυτό μας οδήγησε να προσεγγίσουμε ξανά τον Erik Johnson (ο οποίος ήταν ο αρχικός τραγουδιστής του γκρουπ), ο οποίος επέστρεψε σαν κιθαρίστας αυτήν τη φορά. Δε συμμετείχε στη σύνθεση των τραγουδιών βέβαια, αφού, όπως σου είπα, αυτά είχαν ολοκληρωθεί, αλλά έπαιξε στα bonus tracks της βινυλιακής έκδοσης. Αυτά ήταν μία διασκευή στο “Phantom of the Opera” των IRON MAIDEN και ένα ακυκλοφόρητο δικό μας κομμάτι, το “Oblivion (Beyond part II)”. Εκείνη την περίοδο, παρουσιάστηκαν επίσης προβλήματα με την εταιρεία μας, που έπεσε «έξω» και μας άφησε στα «κρύα του λουτρού», στη μέση των ηχογραφήσεων. Τότε ήρθε η Shadow Kingdom Records, που ευτυχώς ανέλαβε να κυκλοφορήσει το ντεμπούτο μας. Θα είμαστε πάντα ευγνώμονες στο αφεντικό της, τον Tim για αυτό. Κάτι ακόμη που θέλω να προσέξει ο κόσμος, είναι το solo του Jay στο “Time bending”, καθώς ακόμη και τώρα, το θεωρώ ένα από τα καλύτερα solos που έχει γράψει ποτέ και από τα αγαπημένα μου. Θα το χαρακτήριζα ιδιαίτερα λυρικό. Όσο για το πιο πετυχημένο τραγούδι του δίσκου, είναι σίγουρα το “Devils, devils”. Μας άρεσε εξαρχής, αλλά δεν περιμέναμε τέτοια ανταπόκριση από τους οπαδούς μας και το έχουμε στο setlist μας συνεχώς από τότε. Άλλα αγαπημένα μου τραγούδια: “The damnation of John Faustus”, “From darkness… light”
“Boldly stride the doomed” (Cruz del Sur Music, 2011)
Νιώθω πως κάναμε ένα τεράστιο βήμα μπροστά με το “Boldly stride the doomed”. Θα μπορούσα να πω ότι μας σταθεροποίησε ως σχήμα. Πιο «σκληρό», πιο «βαρύ», περισσότερο… «κοφτερό», καλύτερο επίσης σε επίπεδα παιξίματος και απόδοσης δικής μου. Θυμάμαι, όταν είχαμε ολοκληρώσει και ήμασταν έτοιμοι να παίξουμε για πρώτη φορά ζωντανά το “A curse on the world”, νομίζαμε πως όταν «έμπαινε» το riff του θα «έπαιρνε το σκαλπ» του κοινού! Ακόμη λατρεύω το πώς ξεκινά εκείνο το riff μετά την εισαγωγή. Θυμάμαι επίσης που επέμενα να βάλουμε τον ήχο από ένα πολεμικό κέρας στο “Durendal”, αλλά δεν τον βρίσκαμε πουθενά, σε κανέναν από τους ειδικούς δίσκους με τα effects που υπήρχαν στο studio. Έτσι, καταλήξαμε να πάρουμε τον ήχο από το “Storming the gates of Hell” των RIOT και να τον «ενώσουμε» με τα ποδοβολητά από τις οπλές των αλόγων που ακούγονται. Ήθελα να ακούγεται κάτι σαν την εισαγωγή του “Crusader” των SAXON, δηλαδή η αντάρα της μάχης. Υπήρχε όμως ένα πρόβλημα. Όταν ήρθε η ώρα να το μιξάρουμε, οι υπόλοιποι στη μπάντα δεν το ήθελαν με τίποτα, χαχα! Ευτυχώς, μαζί με εμένα, «πάτησε πόδι» και ο Dave και έτσι βάλαμε την εισαγωγή με το κέρας και τα άλογα. Παρεμπιπτόντως, το κομμάτι αυτό είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά μας. Επικό, «μεγάλο» και ο κόσμος πάντα το τραγουδά μαζί μας.
Νομίζω πως οι κριτικές που λάβαμε για το δίσκο ήταν απρόσμενα καλές. Ξέραμε πως ήταν ένα καλό άλμπουμ, αλλά είναι πάντα όμορφο να βλέπεις τον κόσμο να το εκθειάζει. Μεγάλη βελτίωση πετύχαμε και στον τομέα των ζωντανών εμφανίσεων, με τον Erik να μας δίνει το «κάτι παραπάνω». Τότε ήταν που παίξαμε και για πρώτη φορά στην Ευρώπη, στο Hammer of Doom V, μία εμφάνιση που μας «έβαλε στον χάρτη». Το θέλαμε πολύ αυτό, καθώς ανέκαθεν οι Ευρωπαίοι ήταν πολύ παθιασμένοι οπαδοί. Στο άλμπουμ αυτό «μιλήσαμε» για πράγματα «δικά μας» (το “42-7-29” γράφτηκε για τον θάνατο του πατέρα μου και το “Wolves of dusk” για τα γηρατειά – σπουδαίο το καλπάζον riff εδώ, ε;) και αντλήσαμε πάλι έμπνευση από τη λογοτεχνία (το “Berenice” του Edgar Allen Poe ήταν επιρροή για το “Pieces of your smile” και το “Durendal” είναι βασισμένο στο επικό ποίημα «Το τραγούδι του Ρολάνδου»). Και εδώ οι στίχοι έρχονταν «αβίαστα». Είμαι πολύ υπερήφανος για το “Pieces of your smile”. Σαν μπάντα, πιστεύω πως καταφέραμε να αγγίξουμε συναισθηματικά πολύ κόσμο με αυτό το τραγούδι, και το λέω αυτό, γιατί έβλεπα αρκετούς να δακρύζουν ακούγοντάς το. Ευθύνεται βέβαια και η μουσική για αυτό, που δημιουργεί από μόνη της μελαγχολία, λύπη ή και θλίψη ακόμη. Χαίρομαι ιδιαίτερα όταν έχουμε πολύ χρόνο στη διάθεσή μας, οπότε μπορούμε να παίξουμε 11λεπτα κομμάτια σαν αυτό. Αγαπημένα μου τραγούδια του δίσκου: “Durendal” και “Pieces of your smile”.
Άκου τώρα και μια αστεία ιστορία. Όταν ο Dave και εγώ ήμασταν στο studio και ηχογραφούσαμε τα φωνητικά, ξέσπασε μία καταιγίδα, η οποία και «έριξε» το ρεύμα. Το studio είχε ένα εσωτερικό γκαράζ με ηλεκτρική γκαραζόπορτα, οπότε, όπως καταλαβαίνεις, μείναμε μέσα και περιμέναμε να τελειώσει όλο αυτό και να «έρθει ξανά» το ρεύμα. Στο μεταξύ, η σύζυγός μου είχε ανησυχήσει και είχε καλέσει την αστυνομία, αφού ούτε στο τηλέφωνο μπορούσε να με βρει. Όλα σου λέω είχαν καταρρεύσει, χαχα! Έτσι, η αστυνομία ήρθε και άνοιξε την πόρτα με έναν ειδικό μηχανισμό που διαθέτει για τέτοιες περιπτώσεις. Και από έξω να ακούγεται το “wah wah wah”, χαχα (σ.σ: ο Brian μιμείται τον ήχο της σειρήνας)! Εννοείται πως εκείνη τη νύχτα δεν κάναμε τίποτα άλλο, δε μπορούσαμε να συγκεντρωθούμε και να ηχογραφήσουμε ούτε μία λέξη από τα γέλια. Ακόμη γελάμε, να σου πω την αλήθεια.
“Beyond the martyrs” (Cruz del Sur Music, 2013)
Παραμένουμε οι ίδιοι πέντε και περνάμε στο τρίτο μας άλμπουμ. Το “Beyond the martyrs”, είναι περισσότερο heavy metal παρά doom, σε σύγκριση με το “Boldly stride the doomed”. To οποίο βέβαια, όχι μόνο δεν είναι κακό, αλλά μάλλον καλό αποδείχθηκε, αν σκεφτείς πως δε θεωρούσαμε ποτέ τους εαυτούς μας ως μία doom metal μπάντα, παρόλο που είχαμε αρκετά στοιχεία. Το “By endurance we conquer”, που ανοίγει το δίσκο, είναι πιστεύω το δεύτερο καλύτερο τραγούδι που συνθέσαμε ποτέ. Αναφέρεται στον Ernest Shackleton, στην αποστολή του στην Ανταρκτική το 1914 και στο πλοίο του, “Endurance”, το οποίο προσέκρουσε στους πάγους. Ο Shackleton και πέντε άνδρες από το πλήρωμα των 27, μπήκαν σε μία σωστική λέμβο και μετά από 17 μέρες έφτασαν ως τη Νότια Γεωργία και τα Νησιά Σάντουιτς για να φέρουν βοήθεια. Τελικά και οι 28 σώθηκαν. Μία απίστευτη ιστορία ηρωισμού, αλλά και αντοχής (“endurance”)! Οι πρώτοι στίχοι μου ήρθαν αμέσως, καθώς παίζαμε την μουσική ξανά και ξανά και τότε είπα πως ναι, για αυτή την ιστορία πρέπει οπωσδήποτε να γράψω!
Εκτός από αυτό το τραγούδι και το “Trinity”, το οποίο μιλάει για τη γέννηση της ατομικής βόμβας, το άλμπουμ είναι όλο βασισμένο σε προσωπικές εμπειρίες, μαθήματα ζωής και στις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους. Με τα χρόνια, θα έλεγα ότι το “Beyond the martyrs” δεν είναι τόσο αγαπημένο μου άλμπουμ όσο ήταν κάποτε, αλλά τα καλά του τραγούδια είναι πραγματικά ΚΑΛΑ! “Endurance”, “The hands of time are bleeding”, “Four candles burning”, “Cast out all raging spirits”. Το τελευταίο δε, παραλίγο να μη μπει στο δίσκο. Παίξαμε πολλές παραλλαγές αυτού του τραγουδιού, αλλά δε μπορούσαμε να το φέρουμε στα μέτρα που θέλαμε και ήμασταν έτοιμοι να το «κόψουμε». Με τα πολλά, τελικά πήρε την τελική του μορφή και έγινε ένα από τα καλύτερα κομμάτια μας, τόσο studio όσο και live. Ονομάσαμε το άλμπουμ έτσι, από ένα βιβλίο του φίλου μας Bruce Nelson, ο οποίος ήταν οπαδός μας και πάντα παρών στις εμφανίσεις μας. Ένας πολύ καλός τύπος. Όταν αρρώστησε και πέθανε, ο Kevin, ο Erik και εγώ, θελήσαμε να χρησιμοποιήσουμε τον τίτλο του βιβλίου και να αφιερώσουμε το άλμπουμ στη μνήμη του και υπήρχε κάτι που μας άρεσε στη φράση. Ελπίζω, κάπου «εκεί πάνω», να άκουσε το δίσκο και να τον ενέκρινε. Αυτό ήταν το τελευταίο άλμπουμ του Erik και του Andy με τους ARGUS (αν και ο Andy επέστρεψε το 2019). Η ξαφνική αυτή αλλαγή στο line-up το 2014, έκλεισε ένα κεφάλαιο και άνοιξε ένα νέο, όπως καταλαβαίνεις. Αγαπημένα μου τραγούδια: “By endurance we conquer”, “The hands of time are bleeding”, “Four candles burning”, “Cast out all raging spirits”.
“From fields of fire” (Cruz del Sur Music, 2017)
Oι αλλαγές, όπως είπα, έφεραν τελικά τον Dave στην κιθάρα και τον Justin Campbell στο μπάσο. Αλλά μέχρι να αρχίσουμε να συνθέτουμε και να ηχογραφούμε, τα πράγματα είχαν αρχίσει να γίνονται απίστευτα εκνευριστικά. «Στη βράση κολλάει το σίδερο», δε λένε; Ε, εμείς αντί να επωφεληθούμε από την ανταπόκριση του κόσμου στο προηγούμενο άλμπουμ μας και την επιτυχημένη περιοδεία μας, απλά καθόμασταν και δεν κάναμε τίποτα! Όταν με τα πολλά αρχίσαμε να συνθέτουμε, δε μας «έβγαινε»τίποτα καλό. Γράψαμε ένα νέο κομμάτι, το “Death hath no conscience”, το οποίο και κυκλοφορήσαμε σε 7ιντσο, μαζί με τη διασκευή στο “Streets of gold” των DIAMOND HEAD, ο Jay είχε έτοιμο το «σκελετό» του “216”, αλλά πέραν αυτών, τίποτα. Ο Andy είχε φύγει από το φθινόπωρο του 2014 και λίγους μήνες πριν πάμε στην Ολλανδία για να παίξουμε στο Roadburn, έφυγε και ο Erik. Ευτυχώς, ο Dave Watson όχι μόνο αναπλήρωσε το κενό άμεσα, τόσο για εκείνο το show όσο και για το live μας στο Δουβλίνο, αλλά δέχτηκε να παραμείνει ως μόνιμο μέλος. Είναι ένας εξαιρετικός μουσικός και συνθέτης, έχει φτιάξει ένα εξαιρετικό κιθαριστικό δίδυμο με τον Jay και ακριβώς επειδή ήταν χρόνια μαζί μας ως παραγωγός και μηχανικός ήχου, ήξερε τι θα «δουλέψει» και τι όχι στη μπάντα. Μας άνοιξε νέους ορίζοντες και η διαδικασία της σύνθεσης των τραγουδιών του νέου δίσκου «κύλησε» εξαιρετικά!
Όσον αφορά τις συναυλίες, δεν τα πηγαίναμε καλά εδώ και κάποιο χρονικό διάστημα, δε μπορούσαμε να «κλείσουμε» όσες θέλαμε. Τελικά όμως, κάναμε ένα tour με τους STEREO NASTY την άνοιξη του 2016 και είχαμε έτοιμο προς κυκλοφορία το νέο μας άλμπουμ, ακριβώς τη στιγμή που θα βγαίναμε σε περιοδεία με τους HIGH SPIRITS. Αυτό που θυμάμαι περισσότερο κατά την διάρκεια των ηχογραφήσεων, είναι ο τρόπος με τον οποίο γράφτηκε το “No right to grieve”. Ο Dave είχε μια ιδέα για ένα κομμάτι, το οποίο θα ήταν ιδίας φιλοσοφίας με το “Let it be captured” του Danzig, δηλαδή να «χτίζεται κλιμακωτά», μέσω ενός riff ή μίας συγχορδίας. Κάναμε λοιπόν το ίδιο και όσο το κομμάτι προχωρούσε, «χτίζαμε» πάνω του μουσικά, αλλά και φωνητικά. Όλο αυτό ήταν σίγουρα κάτι πρωτόγνωρο για τη μπάντα, καθώς δεν το είχαμε δοκιμάσει ποτέ ξανά στο παρελθόν. Να σου πω επίσης, πως από τη στιγμή που αποφασίσαμε ποιές θα είναι οι φωνητικές γραμμές, σκεφτόμουν και επεξεργαζόμουν τους στίχους, για περίπου 1,5 χρόνο! Ο τρόπος με τον οποίο το κομμάτι ολοκληρώθηκε και απέκτησε την τελική του μορφή, όταν προστέθηκαν τα φωνητικά, είναι η αγαπημένη μου στιγμή κατά την διάρκεια των ηχογραφήσεων. Με τον Dave, είχαμε μεν οραματιστεί πως θα είναι η σύνθεση, αλλά το τελικό αποτέλεσμα ήταν πέραν κάθε σχεδιασμού. Προσωπικά, το θεωρώ όχι απλά το καλύτερο κομμάτι του δίσκου, αλλά και το καλύτερο της καριέρας μας αναντίρρητα!
Το “Hour of longing”, ήταν το κομμάτι του οποίου τη μουσική συνθέσαμε ευκολότερα από όλα τα άλλα. Θυμάμαι επίσης, πως ήμασταν κοντά στα deadlines και είχα «κολλήσει» και σε άλλα δύο τραγούδια που είχε φέρει ο Jay! Δε μπορούσα να βρω φωνητικές μελωδίες με τίποτα. Με κάποιο «μαγικό» τρόπο, μου ήρθε τελικά η μελωδία του “Hour of longing” και όλα τα υπόλοιπα πήραν το δρόμο τους. Όταν ακούσαμε το άλμπουμ ολοκληρωμένο, είχαμε ενθουσιαστεί. Το “Devils of your time” και το “You are the curse”, είναι τα πιο up tempo και «πιασάρικα». Το “Infinite lives, infinite doors” (σ.σ: αυτό είναι για μένα το καλύτερο ARGUS κομμάτι Brian, με συγχωρείς) στην αρχή προοριζόταν να είναι ένα ευθύ, άμεσο και μικρό σχετικά κομμάτι, αλλά συνεχώς του προσθέταμε πράγματα, ώσπου έφτασε να γίνει το μεγαλύτερό μας τραγούδι! Θα το χαρακτήριζα ως ένα progressive έπος, νομίζω πως αυτή είναι η πιο ταιριαστή περιγραφή που θα μπορούσε να έχει. Οι στίχοι του μιλούν για την πιθανότητα οι ζωές μας να μην τελειώνουν εδώ, αλλά να ζούμε ξανά και ξανά με συνεχείς μετενσαρκώσεις. Το “From fields of fire”, είναι το άλμπουμ με το οποίο είμαι περισσότερο «δεμένος». Ακολούθησα πιστά τα συναισθήματά μου, τις σκέψεις μου, βασίστηκα στις εμπειρίες μου, η μπάντα έπαιξε εξαιρετικά και είμαστε όλοι πολύ περήφανοι για το τελικό αποτέλεσμα, παρόλες τις δυσκολίες που συναντήσαμε. Δεν είναι ο τέλειος δίσκος, αλλά αξίζει πολλά. Αγαπημένα μου τραγούδια: “No right to grieve”, “Infinite lives, infinite doors”.
Δεν ξέρω προς τα πού θα κατευθυνθούμε στη συνέχεια, αλλά ακόμη και αν δεν κάνουμε άλλο άλμπουμ, θα μπορούμε κοιτάζοντας πίσω να αισθανόμαστε υπερήφανοι για όσα πετύχαμε. Οι ARGUS κατάφεραν να συνδυάσουν πολλά πράγματα. Τι είμαστε άραγε; “True metal”; “Doom metal”; Είμαστε μία σύγχρονη, ή μια retro μπάντα; Η απάντηση είναι πως είμαστε οι ARGUS και είμαστε όλα αυτά μαζί! Σαν μουσικοί είμαστε επίσης πιστοί στις αξίες και στην ιστορία της metal μουσικής, πιστοί στην ιστορία της μπάντας και πιστοί ο ένας στον άλλον. Θα το διαπιστώσετε αυτό από κοντά, στην Αθήνα. Να περιμένετε ένα πολύ δυνατό show. Σας χαιρετώ προς το παρόν!
Brian “Butch” Balich
Απόδοση: Δημήτρης Τσέλλος