JUDAS PRIEST – “Killing machine” – Worst to best

0
660

 

Έφτασε η στιγμή να ασχοληθούμε για πρώτη φορά σε τούτη την στήλη (θα έλθουν και άλλες εννοείται) με την κατά τον γράφοντα και πολλούς ακόμη, μεγαλύτερη metal μπάντα όλων των εποχών, το συνώνυμο του «μετάλλου» στην μουσική, τους ανθρώπους που το ανακάλυψαν/εφηύραν και καθιέρωσαν: τους JUDAS PRIEST. Το “Killing machine” (ή “Hell bent for leather”, δεν ξέρω ποιο προτιμάς, έχει δύο ονόματα) σβήνει 42 κεράκια, οπότε ήταν δεδομένο πως έπρεπε να το τιμήσουμε στα γενέθλιά του βάζοντας σε μια καθαρά υποκειμενική σειρά τα τραγούδια του από το χειρότερο (λέμε τώρα) στο καλύτερο. Πριν όμως ξεκινήσει το γλυκό μαρτύριο για τον ταλαίπωρο συντάκτη ο οποίος έχει αναλάβει τούτο το έργο (c’est moi), ας ανατρέξουμε στο καλεντάρι μας, το οποίο δεν δείχνει 2020, αλλά…

1978. Οι JUDAS PRIEST έχουν ήδη στο παλμαρέ τους τέσσερεις εξαιρετικούς δίσκους στους οποίους, επειδή είναι τεράστιοι και μπορούν, έχουν αλλάξει ΗΔΗ τέσσερα διαφορετικά ηχητικά στυλ. Στον τελευταίο κατά σειρά “Stained class”, έχουν θέσει τόσα νέα δεδομένα και standards, που θα ήταν αδικία να τα συμπτύξουμε εδώ. Άλλωστε, θα τα πούμε αναλυτικότατα όλα, όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή. Για την ώρα, θα κρατήσουμε μόνο ότι μετά από αυτό το μυθικό αριστούργημα, η μπάντα πήρε την απόφαση να αλλάξει ξανά προσανατολισμό, κάνοντας τον ήχο της πιο λιτό και την μουσική της περισσότερο εμπορική. Όντως, τα “Stained class” και “British steel” εκ των υστέρων είδαμε πως τα χωρίζει ένα μεγάλο βάραθρο, τέτοια είναι η διαφορά τους. Ενδιάμεσά τους, τον ρόλο της «γέφυρας» που ενώνει τις δύο πλευρές, ή τον ρόλο του «ενδιάμεσου σκαλιού» από το ένα «πλατύσκαλο» στο άλλο, δες το κι έτσι, έπαιξε ιδανικά το “Killing machine”. H μετάβαση μάλιστα έγινε όχι απλά ομαλότατα, αλλά οδήγησε σε μιαν ακόμη μεγάλη παγκόσμια επιτυχία και ένα θρυλικό live album, το “Unleashed in the East”.

Εκτός από την προαναφερθείσα πιο «εμπορική» προσέγγιση, αναφερόμενοι στο “Killing machine”, αξίζει να δούμε λίγο κάποιες λεπτομέρειες γύρω από τον «κόσμο» του, οι οποίες εν συνεχεία θα μας φανούν πολύ χρήσιμες για να βγάλουμε τα όποια συμπεράσματά μας, αλλά και να αξιολογήσουμε παρέα τα τραγούδια του δίσκου.

1. Ο καλλιτεχνικός αντίκτυπος. Μπορεί οι βάσεις να είχαν μπει με το “Sad wings of destiny”, αλλά αμφότερα τα “Stained class” και “Killing machine” ευθύνονται σε ένα τεράστιο ποσοστό τόσο για την έκρηξη του NWOBHM (ένα κίνημα που έβγαλε IRON MAIDEN και SAXON μεταξύ άλλων), όσο και για τις αντίστοιχες στην κεντρική Ευρώπη και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Επίσης έθεσε γερά θεμέλια στην απλούστευση των στίχων, κάνοντάς τους πιο…ανέμελους. Και αφού έγινε αναφορά στο NWOBHM, κάνε και συ ένα πείραμα: έχε αυτήν την παράγραφο στο νου σου την επόμενη φορά που θα ακούσεις το “Iron Maiden”, αναλογίσου τις χρονολογίες κυκλοφορίας των δύο δίσκων και σημείωσε τα αποτελέσματα. “I’m running free, yeah… I’m running free!”.


2.
 Εδώ έχουμε την τελευταία (με τους JUDAS PRIEST) studio παράσταση του τεράστιου Les Binks, του καλύτερου drummer που είχε ποτέ το συγκρότημα μαζί με τον Simon Phillips, του οποίου την πρωτιά κλέβει στο νήμα μόνο και μόνο επειδή ο δεύτερος ήταν συνεργάτης του group για έναν δίσκο (“Sin after sin”). Εσύ που με αγριοκοιτάς και θες να πεις για τον Travis, να ξέρεις πως και ο Scott το ίδιο πιστεύει, δεν είναι μόνο δικά μου λόγια αυτά. Τώρα, γιατί έφυγε ένας τόσο καλός drummer σαν τον Les Binks; Η απάντηση των PRIEST στην ερώτηση αυτή είναι πως «ο Les ήταν ένας πολύ τεχνικός drummer και θέλαμε να πάμε σε μια πιο απλοϊκή κατεύθυνση. Όταν τον ρωτήσαμε αν μπορούσε να αλλάξει το στυλ του, αυτός αρνήθηκε». Η εκδοχή βέβαια του Ιρλανδού είναι εντελώς διαφορετική και έχει να κάνει με το γεγονός πως πληρωνόταν ως session και όχι ως full time μέλος. Το ποιος έχει δίκιο δεν ξέρω αν θα το εξακριβώσουμε ποτέ, αφού και οι δύο εκδοχές έχουν εκ του αποτελέσματος στέρεες βάσεις. Το μόνο σίγουρο είναι πως κάποτε πρέπει να ασχοληθούμε με το «φαινόμενο Les Binks» και τί αυτός έδωσε στον metal χώρο προερχόμενος από αυτόν της jazz.

3. Το 1978 έφτασε επιτέλους η χρονιά του tapping για την ηλεκτρική κιθάρα και για τον ευρύ κόσμο του hard rock και του heavy metal. Μεγάλη η συζήτηση ποιος το εφήρμοσε πρώτος, αλλά γενικά είναι γνωστό πως μέχρι τότε το είχαμε συναντήσει στην baroque μουσική, στα blues και σε κάποιους μεγάλους του rock σε πρώιμο στάδιο, όπως ο Blackmore και ο Steve Hackett των GENESIS. Όμως, όπως ο συγχωρεμένος (τρεις μέρες έχουν περάσει μόλις από τον χαμό του και μου φαίνεται «κάπως» όταν το γράφω αυτό…) Eddie Van Halen μας το παρουσίασε/σύστησε με τον πλέον εντυπωσιακό τρόπο στο ευρύ hard rock, το ίδιο έκανε και ο Glenn Tipton στο heavy metal. Ένας Glenn Tipton ο οποίος δυστυχώς, το τονίζω αυτό, ποτέ δεν πήρε τα credits που δικαιούταν ως αυτόνομος κιθαρίστας. «Ευθύνη» τρόπον τινά έφερε για αυτό το ότι ήταν μέλος του ενός από τα δύο μεγαλύτερα κιθαριστικά δίδυμα στην heavy metal ιστορία μένοντας πάντα υπό την «σκιά» του. Αναφέρομαι φυσικά στο «Tipton/Downing», με το «Murray/Smith» να είναι το άλλο.

4. Η δεκαετία του ’70 κατά βάση ήταν η δεκαετία της «ποίησης» για το hard rock και το heavy metal. Οι JUDAS PRIEST είναι από τους πρώτους, ίσως και οι πρώτοι, οι οποίοι αλλάζουν τους στίχους και τους κάνουν πιο εύπεπτους, κατανοητούς θα έλεγε κανείς, άμεσους και πωρωτικούς. Γιατί άλλο να τραγουδά κανείς αλληγορικά για τους Άγιους που κατέβηκαν στην Κόλαση ή για τα Βασίλεια του Θανάτου, και άλλο να του πετάς ένα απλούστατο μα κολλητικό “Hell bent for leather”, το οποίο μετά θα γίνει ένα “Metal gods”, ένα “Defenders of the faith”, ένα “Ram it down”. Ακόμη και οι «ήρωες» άλλαξαν. Ίδιος είναι ο Αμαρτωλός με τον Φρουρό/Σκοπό; Όχι βέβαια.

5. Λανσάρεται, υπερεπιτυχημένα όπως απεδείχθη περίτρανα, το αιώνιο, trademark metal ντύσιμο, που επικρατεί ως τις μέρες μας. Τα όποια βαμβακερά, λινά ή και γω δεν ξέρω τι ρούχα, τα κοστούμια και τα πουκάμισα μπαίνουν στην ντουλάπα και στην θέση τους έρχονται δερμάτινα, καρφιά, ζώνες με σφαίρες, Douglas MacArthur γυαλιά, μέχρι και Harley μηχανές πάνω στην σκηνή, στοιχεία που όλα ορίζουν ένα μεγάλο μέρος της μεταλλικής κουλτούρας. Πάντα το οπτικό του θέματος θα συμβαδίζει με το ακουστικό, όσα χρόνια και να περάσουν, και οι JUDAS PRIEST ήταν και σε αυτό πρώτοι.

5+1. Το album είπαμε πως κυκλοφόρησε με δύο τίτλους και διαφορετικό tracklisting, με διαφορά κάποιων μηνών. Συγκεκριμένα στις Η.Π.Α ο τίτλος του δίσκου ήταν “Hell bent for leather”, και αυτό για να μην υπάρχει σύνδεση της μπάντας με ένα πρόσφατο τότε περιστατικό, σε σχολείο του Cleveland, όπου ένα δεκαεξάχρονο κορίτσι πυροβόλησε και σκότωσε δύο άτομα και τραυμάτισε άλλα εννέα. Τελικά, την όποια αντιστοίχιση με πυροβολισμούς και θανάτους δεν την γλύτωσαν οι PRIEST, κάποια χρόνια αργότερα. Ήταν γραφτό τους φαίνεται, γιατί όπως λέει και ο σοφός λαός “Better by you, better than me”.

Νομίζω όμως πως καιρός είναι να ξεκινήσει η αντίστροφη μέτρηση, με μια απαραίτητη σημείωση πριν απ’ όλα: σαν γνώμονα πήραμε την πρώτη έκδοση του δίσκου, όπως αυτή κυκλοφόρησε σε Ευρώπη και Ιαπωνία, όχι στις Η.Π.Α. Εξ ου και η συγκεκριμένη μορφή του countdown, η οποία σε κάποια φάση μηδαμινή σημασία έχει, λόγω του πραγματικά ισοδύναμου υλικού. Για πάμε λοιπόν!

The KILLING MACHINE countdown

 

10. “Take on the world” (Halford/Tipton)

Ρε πού έχω ξανακούσει αυτή την εισαγωγή, ρε πού την έχω ξανακούσει… Μου είναι πολύ γνώριμη… Α, ναι, περίπου στα μισά heavy metal τραγούδια που ξεκινούν με αυτόν τον ρυθμό στα drums, και ειδικά στο “Chains and leather” των RUNNING WILD το οποίο είναι ένα ωραιότατο δάνειο – φόρος τιμής – πες το όπως θες των Γερμανών προς τους Βρετανούς θεούς τους. Το “Take…” γράφτηκε ως αποτέλεσμα του αντίκτυπου που είχε το “We will rock you” των QUEEN στους Halford/Tipton αλλά έχει κάτι και από “We are the world”, στα δικά μου αυτιά τουλάχιστον. Είναι το πρώτο αυτού του στυλ για το group (ακολούθησαν τα “United” και “Heavy duty/Defenders of the faith”), σίγουρα το χειρότερο κομμάτι του άλμπουμ, αλλά είναι τόσο ευχάριστο, τόσο κολλητικό και τόσο απροβλημάτιστο, που αν το παίξουν σε κάποιο live είναι σίγουρο πως θα ξελαρυγγιαστώ. “Put yourself in our hands, so our voices can be heard and together we will take on all the world”: πρόκειται για μια παρότρυνση της μπάντας προς τους οπαδούς της, να την εμπιστευτούν και να την ακολουθήσουν στην «κατάκτηση του κόσμου». Όπως απεδείχθη στην συνέχεια, ήταν πολύ εύκολη δουλειά αυτή. Το “Take on the world” κυκλοφόρησε ως single, ανέβηκε στο Νο14 των βρετανικών charts, πούλησε 400.000 κόπιες, έγινε ο ύμνος της Wolverhampton Wanderers F.C. (της Wolves δηλαδή) και διασκευάστηκε από την new wave μπάντα THE HUMAN LEAGUE. Μην το ακούσεις δέκα φορές μπας και σου ξέφυγε, όντως δεν έχει solo. Video διάλεξα αυτό από μια εμφάνιση των Priest σε ένα από τα πολλά BBC sessions, για να δεις τον Rob με μούσι και τον ΚΚ με μουστάκι.

9. “Evening star” (Halford/Tipton)

Η ενάτη θέση σηματοδοτεί την αφετηρία ενός ποιοτικότατου σερί, ως το νούμερο ένα. Το “Evening star” ήταν ένα ακόμη single, εννοείται και αυτό επιτυχημένο. Ωραία μελωδία στην εισαγωγή εμπνευσμένη από το “I’d love to change the world” των TEN YEARS AFTER (η οποία εμφανίζεται ξανά ως break στα ¾ του κομματιού), υπέροχος Halford σε μεσαίες και χαμηλές κλίμακες (κάπως έτσι θα ακουγόταν ο Ozzy αν «πατούσε» καλύτερα στις νότες, τα δύο ηχοχρώματα έχουν πολλές ομοιότητες εδώ), «πιασάρικο» riff και ακόμη πιο «πιασάρικο» refrain τα χαρακτηριστικά του. Αυτά της πρώτης γραμμής όμως, αυτά που ακούγονται με την πρώτη. Γιατί στην ουσία όλο το παιχνίδι το κάνει από πίσω ο Ian Hill, σε μια από τις τελευταίες του «σύνθετες» παραστάσεις, πριν αλλάξει στυλ και καθιερώσει το μονολιθικό heavy metal παίξιμο στο μπάσο. Ο Αυγερινός ή Αποσπερίτης (η Αφροδίτη δηλαδή) δείχνει τον δρόμο στον ήρωα των στίχων ώστε να μην παρεκκλίνει της πορείας του και να φτάσει στο επιθυμητό τέρμα του ταξιδίου. Οι JUDAS PRIEST πάλι, δεν είχαν να ανησυχούν για τέτοια θέματα, αφού εκείνη την εποχή όδευαν από ψηλή κορυφή σε ψηλότερη, πηγαίνοντας με αυτόματο πιλότο. Λίγο διαφορετικό να ήταν στην τελική του μορφή και με διαφορετική παραγωγή, το “Evening star” θα μπορούσε εύκολα να βρίσκεται στο “Sin after sin” αντί για εδώ.

8. “Killing machine” (Tipton)

Το ομώνυμο κομμάτι του δίσκου, αν είχες πάρει τότε την ευρωπαϊκή έκδοση ή/και αν ενστερνίζεσαι την ίδια την μπάντα. “They pay me the money and I do the job, I got a contract on you” τραγουδά ο Halford και δεν μας είναι δύσκολο να καταλάβουμε, σε συνδυασμό με τον τίτλο, πως τούτο το τραγούδι μιλά για κάποιον πληρωμένο δολοφόνο ο οποίος εκτελεί συμβόλαια θανάτου. “I never give true answers, I never tell no lies. I never walk a straight line, so never get surprised” – ο εν λόγω hitman είναι μυστηριώδης, μυστικοπαθής μα και απρόβλεπτος. “I got no face, no name, I’m just a killing machine. I cut the population down, if you know what I mean. I never stop in one place, I move about the cities. Got expensive tastes, but I hasten to add that I’m the best that there is.” Το μήνυμα είναι απλούστατο: θες να πετύχει η δουλειά; Θα τα «σκάσεις χοντρά», διότι αυτός που έχεις μπροστά σου μπορεί να ζητά πολλά, αλλά είναι ο καλύτερος της πιάτσας. Μουσικά τώρα, μια υποβόσκουσα funk-ιά ντύνεται με βαρυμεταλλικές κιθάρες σ’ ένα τραγούδι που βαδίζει στα ίδια χνάρια με το “Evil fantasies” και το οποίο παίχτηκε στην περιοδεία του “Firepower” για πρώτη φορά μετά το 1980! Εύκολα το φαντάζομαι να ανήκει στους KISS και να το τραγουδά ο «γλωσσάς» της παρέας. Σαν το “God of thunder” ένα πράγμα…

7. “Evil fantasies” (Tipton/Downing/Halford)

Στακάτο και αργό σφυροκόπημα στα τύμπανα από τον Binks, μονόπλευρο μπάσο από τον Hill, βαριές μα ταυτόχρονα «τσαχπίνικες» οι κιθάρες των Tipton/Downing και πολυποίκιλη η ερμηνεία του Halford στην οποία και ποντάρει η ίδια η σύνθεση τα λεφτά της. Ο μεγάλος frontman εδώ έχει βάλει μέχρι και blues στοιχεία στο τελικό αποτέλεσμα. Δεν είναι βέβαια από τα τραγούδια πρώτης γραμμής των Priest, φαντάσου έχει αποδοθεί ζωντανά μόλις 22 φορές (πάλι καλά να λέει) όλα αυτά τα χρόνια, έχει όμως μπόλικη από την μαγεία της μπάντας και αντικατοπτρίζει την κατάσταση, το όραμα και την ψυχοσύνθεση των Βρετανών εκείνης της περιόδου με πολύ γλαφυρό και εύστοχο τρόπο. Ο Halford τραγουδά τους προκλητικούς στίχους του όπως μόνον αυτός ξέρει και μπορεί, με την ιδιαίτερη ικανότητά του να μην είναι πρόστυχος αλλά να περνάει με περισσότερο «τακτ» τα μηνύματά του. Στο μέτρο του δυνατού, εννοείται. Τώρα, αν σου πω πως κάπως έτσι θα ακούγονταν οι LED ZEPPELIN αν έπαιζαν κάποια στιγμή heavy metal; Θα με πιστέψεις; Η εκτέλεση από το “Unleashed in the East” (πιο κάτω ακολουθεί επεξήγηση για αυτό, μην σκας εσύ που δικαίως δεν το θυμάσαι στο tracklisting του άλμπουμ) είναι πιο «χύμα» και είναι σκέτος δυναμίτης, αλλά εμείς θα προτιμήσουμε την αρχική.

6. “Rock forever” (Tipton/Downing/Halford)

Θα μπορούσαμε να έχουμε τα πάνω – κάτω εδώ, αλλά ας πάρει την έκτη θέση το “Rock forever”. Το εισαγωγικό του riff θυμίζει περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο σε αυτό το άλμπουμ την όλη φιλοσοφία του προκατόχου του, “Stained Class”. Πρόκειται για έναν up tempo επιμεταλλωμένο THIN LIZZY-ικό μικρό ύμνο, με τους Downing/Tipton στις κιθάρες να ανταγωνίζονται ευγενώς «εαυτούς και αλλήλους» για την πρωτιά. Μαζί τους και ο Halford, ο οποίος δημιουργεί μόνος του μιαν υπέροχη πολυφωνία. Τι άλλο κάνει εντύπωση; Η αλλαγή από μονή σε διπλή μπότα καθ’ όλη (πλην του σημείου τις δισολίας) την διάρκεια του κομματιού που κάνει ο Binks. Υπάρχει όμως και άλλο παρασκήνιο συνδεδεμένο με αυτό το τραγούδι. Το “Rock forever” κυκλοφόρησε εκτός άλμπουμ σε τρεις ακόμη εκδόσεις: Πρώτα ως b-side single μαζί με το “Before the dawn”, έπειτα σε 12ιντσο maxi το 1981, ενώ η τρίτη έχει το μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς η live του εκδοχή μαζί με τις αντίστοιχες των “Hell bent for leather”, “Evil fantasies” και “Beyond the realms of death”, αποτέλεσαν υλικό για ένα ακόμη καταπληκτικό 7ιντσο EP. Ένα EP το οποίο ήρθε και «κόλλησε» μαζί με το “Starbreaker” στην επανακυκλοφορία του “Unleashed in the East” το 2001, μόνο που η ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΗ εκτέλεση του “Beyond…” ήταν αποκλειστικό προνόμιο των Ιαπώνων. Σε «ζωντανές» συνθήκες το “Rock forever” δούλεψε καλά, αφού και ο Tipton και ο μυστακοφόρος τότε Downing μπορούσαν να ανταπεξέλθουν στις «πίσω» φωνές. Μικρό trivia, έτσι για το «κάψιμο»: αν πάρεις τους στίχους των “Killing machine”, “Rock forever” και “Hell bent for leather”, θα βρεις ομοιότητες ως προς τα μέτρα και άνετα μπορείς να τους κάνεις τράμπα μεταξύ των τριών προαναφερθέντων τραγουδιών. Do it.

5. “Before the dawn” (Tipton/Downing/Halford)

“Before the dawn, I hear you whisper, in your sleep ‘Don’t let the morning take him’. Outside the birds begin to call, as if to summon up my leaving”… Ζητώ συγγνώμη, μα δεν μπορώ να είμαι ιδιαίτερα αντικειμενικός εδώ, έτσι κι αλλιώς, το ομολογώ. Προσπάθησα και ίσως να έχω αποτύχει. Εδώ ακούμε ένα από τα πρώτα μου «Priest κολλήματα». Από την παρθενική φορά που το άκουσα, μέχρι και σήμερα, θεωρώ πως είναι ένα από τα πιο συναισθηματικά, ευαίσθητα, αισθαντικά τραγούδια που γράφτηκαν ποτέ. Οι ακουστικές κιθάρες, το υπέροχο solo του Ken Downing και η ΑΨΕΓΑΔΙΑΣΤΗ ερμηνεία του Halford, θα αρκούσαν όπως και να ’χει από μόνα τους για να εκτοξεύσουν στα ύψη της μουσικής καλλιέπειας, έστω και αν συμμετείχε το rhythm section. Τώρα, απογυμνωμένα και εκτεθειμένα, επωμίζονται όλον τον συνθετικό φόρτο και τον ανεβάζουν στην υψηλότερη κορυφή. Αν θες να βρεις την πηγή της έμπνευσης αυτού του αριστουργήματος, ψάξε στους U.F.O και το album “No heavy petting”. Θα την ανακαλύψεις όταν τραγουδήσεις μαζί με τον Phil Mogg “Out of reach, out of touch, how you’ve learned to hate so much”…

4. “Burnin’ up” (Downing/Tipton)

Από εδώ ζορίζει πολύ η υπόθεση. Το “Burnin’ up” δεν σε «πιάνει» με την πρώτη. Είναι αυτός ο περίεργος περίπου funky ρυθμός του, που κάνει τα πράγματα δύσκολα. Αν όμως του αφιερώσεις τον δέοντα χρόνο, θα καταλάβεις πως είναι κομ-μα-τά-ρα. Με διαφορετικό «περιτύλιγμα», το “Burnin’ up” θα μπορούσε άνετα να είναι πρώτη μούρη σε κάποιον δίσκο των VAN HALEN ή κάποιου άλλου hard rock ως και glam συγκροτήματος. Ομολογώ πως είναι από τα τραγούδια εκείνα που εκτίμησα αργότερα, με το πέρασμα των ετών, θύμα ίσως και εγώ στα πολύ (ευτυχώς) «μικράτα» μου του moto “Heavy metal or no metal at all”. Του ταύρου οι σκ@τούλες δηλαδή, ή αλλιώς, bullshit. Η εντελώς “Exciter” εισαγωγή είναι παραπλανητική, καθώς δεν ακολουθεί ένας speed metal «τυφώνας», αλλά ένα άκρως παιχνιδιάρικο, πουτ@νιάρικο riff πάνω στα υπέροχα τσαλίμια του rhythm section. Η ατμοσφαιρική παύση στη μέση οδηγεί ιδανικά σε ένα εξαιρετικό solo από τον Tipton, με τον Binks να βάζει τη δική του πινελιά σε έναν ρυθμό που με άλλον drummer θα μπορούσε να ήταν πολύ πιο απλός, χωρίς πολλές εναλλαγές. Αλλά τί να λέμε τώρα, μιλάμε για τον Binks. Πόσο δεμένοι, πόσο άψογοι ήταν μαζί οι δυο τους με τον Hill… Στιχουργικά έχουμε άλλο ένα γλαφυρό πορνοτράγουδο με την υπογραφή των Downing/Tipton την φορά αυτή. “We’ve got to make love, the time is right, we’ve got to make love tonight…’cause we’re burnin’ up!”. Το έχουν διασκευάσει εξαίσια οι DOOM SQUAD, δηλαδή οι UGLY KID JOE με τον John Bush να μοιράζεται τα φωνητικά με τον Whitfield Crane και τον Scott Ian να ρίχνει τις «πενιές» του. John Bush είπα; Για φαντάσου το με σύγχρονη παραγωγή σε έναν δίσκο σαν το “Symbol of salvation”. Σωστά κατάλαβες. Θα ταίριαζε απόλυτα.

3. “Running wild

Πριν πούμε το οτιδήποτε περί μουσικής (λες και χρειάζεται, αλλά αφού αυτό πρέπει να γίνει, ας γίνει) οφείλω να αναφερθώ σε τούτο: Μόνον οι JUDAS PRIEST είχαν/έχουν/θα έχουν εις το διηνεκές το προνόμιο να γίνονται «νονοί» συγκροτημάτων. Όπως λοιπόν συνέβη με αρκετά ακόμη κομμάτια του Ιερέα, έτσι και αυτό έδωσε το όνομά του σε μια μπάντα…και τι μπάντα, έτσι; Ένας Γερμαναράς από το Αμβούργο είχε τους GRANITE HEARTS, μέχρι που άκουσε αυτόν τον ύμνο, έπαθε σοκ και άλλαξε τα πάντα, αρχής γενομένης από το όνομα. Τι εποχές και εκείνες… δεν τις έζησα, αλλά θα ήθελα. Επιστροφή όμως στα δικά μας, εδώ, σε τούτον τον αιώνιο ύμνο, έναν από τους πάμπολλους που έγραψαν οι JUDAS PRIEST, προορισμένο να μείνει εις τους αιώνας των αιώνων, με ένα riff πιο χαρακτηριστικό και από τις τουλίπες στην Ολλανδία. Δεν γινόταν να ακούσεις τραγούδι σαν αυτό ως έφηβος το 1978 και να μην σοκαριστείς. Rolf, σε νιώθω φίλε, απόλυτα δικαιολογημένη η αντίδρασή σου. Όπως νιώθω και σένα Adrian, που εκεί όπου αυτοσχεδίαζες και ψαχνόσουν με riffs, έβγαλες από το (καθόλου βαθύ) υποσυνείδητό σου αυτό το riff και πάνω του δημιουργήθηκε ένα από τα καλύτερα κομμάτια της ανανεωμένης Σιδηράς Παρθένου. Συγκρότημα – θρύλος και τραγούδι – σήμα κατατεθέν των 00s έχουν τις ρίζες τους εδώ, και εγώ ψάχνω τρόπο να τελειώσω το κείμενο; Μπα, μόλις τον βρήκα.

2. “Delivering the goods

Τι λέγαμε στην εισαγωγή του αφιερώματος; Από τα πρώτα δευτερόλεπτα καταλαβαίνεις πως κάτι έχει αλλάξει, σε σχέση με το “Stained class”. Όταν «σκάει» το εναρκτήριο θεϊκό riff και το κομμάτι εν συνεχεία «ολοκληρώνεται» μπροστά σου, βεβαιώνεσαι. Αυτό που ακούς είναι η χρυσή τομή, το τέλειο «συνοικέσιο» μεταξύ του “Stained class” και του “British steel”, η μετάβαση του group από τις πιο «σκοτεινές» και «δύσπεπτες» σε πολύ πιο χαλαρές και απλές φόρμες. Δεν είναι διόλου τυχαίο πως στο finale του “Delivering…”, υπάρχει μια από τις ελάχιστες στιγμές που ο Les Binks κάνει μια μικρή «φιγούρα», με ωραία γεμίσματα και ρολαρίσματα. Συναυλιακής υφής σύνθεση, με τις κιθάρες λοιπόν να «γαζώνουν», τα lead μέρη να κόβουν σαν εκείνα τα ξυράφια που είχαν οι παππούδες μας και με το που τα ακουμπούσες μάτωνες (ναι, ένα τέτοιο φιγουράρει στο εξώφυλλο του “British steel”), αλλά το απόλυτο highlight αυτών των τεσσάρων λεπτών και δεκαεπτά δευτερολέπτων είναι σίγουρα ο Rob. Ο τρόπος που αλλάζει ηχοχρώματα και τεχνοτροπία στην ερμηνεία του είναι παροιμιώδης. Από το πέρας του πρώτου solo μέχρι και το τέλος του “Delivering…”, η μίξη υψηλών συχνοτήτων και «γρεζαριστών» φωνητικών αποτελεί ένα πραγματικό σεμινάριο προς πάσα κατεύθυνση. Τσέκαρε και την εκδοχή των SKID ROW με καλεσμένο τον ίδιο τον Ροβέρτο, κάποια στιγμή, αν δεν το έχεις ήδη κάνει. Θα διαπιστώσεις πως ενώ ο καράφλας της καρδιάς μας έχει ήδη ενστερνιστεί την nu-groove-rap metal κουλτούρα και υποτίθεται πως τραγουδά στο (τότε) αγαπημένο του στυλ, ουδεμία διαφορά υπάρχει με την ερμηνεία του 1978. Δηλαδή, πόσο μπροστά πια ήταν οι αυτοί οι JUDAS PRIEST; Το ότι έφτασαν να το εντάξουν ξανά στο set τους μετά από 40 (!) χρόνια, επίσης μου λέει πολλά.

1. “Hell bent for leather

Το ομότιτλο κομμάτι, αν είσαι γεννημένος σε κάποια από τις Πολιτείες των Η.Π.Α. Η ώρα της Harley Davidson, η ώρα μιας εκ των πιο trademark στιγμών στην ιστορία του «σκληρού ήχου», η ώρα του καλύτερου encore όλων των εποχών, κάτι το οποίο δεν θα αλλάξει που να γίνει έρημος η Αλάσκα. Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, το “Hell bent for leather” είναι ένα απλούστατο, χαρακτηριστικό της χρυσής περιόδου, JUDAS PRIEST κομμάτι, άρα αυτόματα μιλάμε για αριστούργημα. Απογειώνεται όμως, παιγμένο ζωντανά. Αλλάζει εντελώς επίπεδο, μεταμορφώνεται σε συμπαντική σταθερά, πως το λένε! Η εισαγωγή σε προετοιμάζει κατάλληλα, η κιθάρα του Tipton ξεκινά το πανηγύρι αφού έχει προηγηθεί ένα μικρό όργιο με το whammy bar, ο Halford σαν τον El Cid επάνω στην μηχανή δεν χρειάζεται καν να σαλέψει (έτσι είναι οι μεγάλοι frontmen, των άκρων, άλλος δεν «μουβάρει», άλλος χοροπηδάει και τρέχει πάνω-κάτω, το αποτέλεσμα όμως είναι το ίδιο – η τρέλα του κόσμου) και ευχαριστούμε όλοι τον Travis ο οποίος ακολουθώντας τις διδαχές του Binks, επανέφερε τις διπλομποτιές, αρνούμενος το επί μια δεκαετία «του-πα-τουτου-πα» του Dave Holland. Γι’ αυτό λοιπόν το video θα είναι από την “Epitaph” περιοδεία, για να το ακούσουμε και με extra solo διά χειρός Ritchie Faulkner, έτσι, γιατί είναι τόσο άνετος και ωραίος που πρέπει και αυτός να βάλει την τζίφρα του. Η πιο χαρακτηριστική διασκευή του εν λόγω ύμνου έρχεται να ξέρεις από τους ANNIHILATOR.

 

ΕΚΤΟΣ ΣΥΝΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

 

“The green manalishi (with the two-pronged crown)” (Peter Green)

Για την ιστορία και για την οικονομία της συζήτησης, διασκευή κανονικά σημαίνει «κάνω το εκάστοτε αλλότριο τραγούδι ‘κτήμα’ μου», διαφορετικά, στην ουσία δεν έχουμε διασκευή μα επανεκτέλεση. Υπό αυτό το πρίσμα, οι JUDAS PRIEST δεν έχουν απλά να επιδείξουν μερικές από τις καλύτερες διασκευές/επανεκτελέσεις στο «κουρμπέτι» μας με τα “Race with the Devil”, “Better by you, better than me” και “Johnny B. Good”. Έχουν καπαρώσει και τα δύο πρώτα σκαλιά του βάθρου με το “Diamonds and rust” και φυσικά το “The green manalishi (with the two-pronged crown)”. Από την πρώτη ακρόαση, από την επόμενη κιόλας στιγμή, το “The green manalishi…” έγινε όχι μόνον ένα ακόμη JUDAS PRIEST τραγούδι, αλλά ένα μεγάλο τους hit. Τόσο δικό τους και τόσο μεγάλο, που πλέον υπάρχουν συγκροτήματα τα οποία διασκευάζουν όχι των πρωτότυπη σύνθεση, αλλά την διασκευή. Σαν τους THERION ας πούμε. Μετά από τα παραπάνω, πρέπει να σου πω και τί γίνεται δω μέσα τώρα; Τί να γίνεται… ο ορισμός του 70s heavy metal γίνεται! Ειδικά στο σημείο που ανταλλάσσουν leads o Tipton με τον Downing και στο τέλος τους μπαίνει ΤΟ RIFF, ξέχνα τα όλα φίλε, δεν ήξερες τίποτα μέχρι τώρα, ούτε συ, ούτε εγώ. Και τα “oh, oh oh oh” του Halford, διαχρονικότερα και από πίνακα του Delacroix. Ας δώσω και εδώ ένα trivia: από την περιοδεία του “British steel” και μετά, κάθε φορά που το κομμάτι παίζεται και φτάνει η στιγμή του πρώτου solo, θα ακούσεις τον Rob να απευθύνεται στο κοινό της εκάστοτε πόλης που τους φιλοξενεί, αναμένοντας την «απάντησή» του. Εν προκειμένω λοιπόν… “what you say Dallas Texas???»

 

Δημήτρης Τσέλλος

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here