JUDAS PRIEST – “Defenders of the faith” – Worst to best

0
2300

Judas Priest

Ααα… τα 80s! Η δεκαετία της παντοκρατορίας του heavy metal. Των μεγάλων καλλιτεχνών, των ακόμη μεγαλύτερων δίσκων, των ΑΚΟΜΗ μεγαλύτερων συναυλιών. Μια τέτοια είχε μόλις τελειώσει, στις 29 Μαΐου 1983, στην California. Οι JUDAS PRIEST είχαν εμφανιστεί στο “US Festival”, μπροστά σε 375.000 οπαδούς, παρέα με τους Ozzy, QUIET RIOT, TRIUMPH, SCORPIONS, VAN HALEN, MOTLEY CRUE και υποστηρίζοντας το καταπληκτικό “Screaming for vengeance”. Με τον κόσμο στα «πόδια» τους, και με «φορτισμένες μπαταρίες», επιστρέφουν στην Ibiza για να ξεκινήσουν τη σύνθεση και την ηχογράφηση του επόμενού τους δίσκου. Ή έτσι πίστευαν, αφού το studio τους είχε κάνει… «φτερά»! Οι ιδιοκτήτες του είχαν ρίξει γερό «πιστόλι» στην αγορά και είχαν εξαφανιστεί, αφήνοντας μόνο τους τοίχους. Στη κυριολεξία, αφού είχαν πάρει ακόμη και τα παράθυρα με τις πόρτες! Εκ του μηδενός λοιπόν, οι JUDAS PRIEST ξαναστήνουν τον χώρο και ρίχνονται στο κυνήγι της θεάς Έμπνευσης, για να διατηρήσουν το όνομά τους στη κορυφή και να δώσουν στον κόσμο το “JUDAS PRIEST style of heavy metal”…

Δεν χρειάστηκαν πολύ καιρό. Εκείνη την εποχή επικρατούσε ακόμη η φρενίτιδα των 70s, όπου οι μουσικοί δημιουργούσαν-περιόδευαν-δημιουργούσαν ακόμη και δύο φορές μέσα σε έναν χρόνο. Την «αυγή» του 1984, στις 4 Ιανουαρίου, όλα ήταν έτοιμα. Οι τελευταίες «πινελιές» έχουν ήδη μπει από τους Tom Allom και Mark Dodson στα DB και Bayshore studios στο Miami και το θηρίο που ονομάζεται “Defenders of the faith” κυκλοφορεί. Στο εξώφυλλο, ο Doug Johnson μετά τον φτερωτό “Hellion” του “Screaming for vengeance”, δημιουργεί τον “Metallian”. “Rising from darkness where Hell hath no mercy and the screams for vengeance echo on forever…only those who keep the faith shall escape the wrath of the Metallian … Master of all metal.” Δηλαδή ένα γατόμορφο τεθωρακισμένο με mini-guns, laser guns, λεπίδες, νύχια, κράνος με κέρατα, κάμερες αντί για μάτια και μεγάλα μεταλλικά μουστάκια. Όπως καταλαβαίνεις, επρόκειτο για τον ορισμό του «Ο,ΤΙ ΝΑ’ΝΑΙ» αλλά συνάμα ένα εμβληματικό εξώφυλλο που δεν το ξεχνάς ποτέ, οπότε, πετυχημένο 100%. Ο Metallian μάλιστα μεταφέρθηκε και στη σκηνή, με τα πόδια του να αποτελούν κινούμενες σκάλες – πλατφόρμες για να ανεβοκατεβαίνουν οι Halford, Tipton και Downing.

Η επιτυχία του άλμπουμ ήταν άμεση και τεράστια, και ας έλειπε ένα μεγάλο, «πιασάρικο» hit όπως το “Breaking the law” ή το “You’ve got another thing comin’”. Η περιοδεία “The Metal Conqueror” που ακολούθησε ήταν επίσης θριαμβευτική, με χαρακτηριστικότερες εμφανίσεις αυτή στο Long Beach της California, η οποία μεταδόθηκε από το ραδιόφωνο (αν πάρεις την digipack επανέκδοση των τριάντα χρόνων περιέχεται σε διπλό cd) και αυτή στο Madison Square Garden, το οποίο και χρειάστηκε ανακαίνιση μετά. Όχι, δεν είναι μεταφορική η έννοια, όντως χρειάστηκε. Προς το τέλος του set, ένας οπαδός ξεκόλλησε το προστατευτικό μαξιλαράκι από το κάθισμά του και το πέταξε στη σκηνή. Το παράδειγμά του ακολούθησαν και άλλοι, και στο τέλος ξέσπασε ένας υπέροχος «μαξιλαροπόλεμος», που δεν άφησε τίποτα όρθιο και γέμισε ως και τη σκηνή, με την μπάντα να μην σταματά να παίζει. Φυσικά η διεύθυνση του σταδίου εξοργισμένη απέκλεισε τους PRIEST από οποιοδήποτε άλλο live στον ίδιο χώρο, με τους ιδίους να της κάνουν δώρο τα νέα μαξιλαράκια!
Φυσικά υπάρχουν και άλλες ιστορίες που συνοδεύουν τον δίσκο, αλλά θα τις δούμε καθώς τοποθετούμε τα τραγούδια του από το «χειρότερο» στο «καλύτερο», πάντα αναλογιζόμενοι πως «χειρότερο» δεν υπάρχει. Και δεν υπάρχει γιατί αυτό είναι το…

The “Defenders of the faith” countdown

9. “Heavy duty/Defenders of the faith” (Tipton/Halford/Downing)
Ο διάδοχος των “Take on the world” και “United”. Ίδια φιλοσοφία, ίδια «φάση». «Γραφικό», «ανώριμο», «ρηχό», «κοινότυπο»… οι χαρακτηρισμοί αυτοί έχουν ειπωθεί (γραφτεί, σωστότερα) από αναλυτές όχι της κακιάς, αλλά της κάκιστης ώρας, για να περιγράψουν ένα τραγούδι το νόημα του οποίου αδυνατούν να συλλάβουν. Ακούστε εδώ, για σας θα τα γράψω. Όταν οι PRIEST ήθελαν να γράψουν μελοποιημένη ποίηση, την έγραψαν, μέχρι το 1978, και έδωσαν αριστουργήματα. Από το “Killing machine” και μετά, άλλαξαν ρότα, θέλησαν να εναρμονίσουν το στιχουργικό τους περιεχόμενο με το ευθύ, χωρίς πολλά-πολλά, απόλυτο heavy metal τους και ήθελαν τα κομμάτια τους να έχουν απλά νοήματα και κυρίως άκρως συναυλιακή υφή. Σε αυτά τα πλαίσια κινούμενο, το “Heavy duty…” παίρνει άριστα και το μήνυμα που κηρύττει είναι σαφές: “We’ll rise inside ya till the power splits your head, we’re gonna rock ya till your metal hunger’s fed… Let’s all join forces, rule with iron hand and prove to all the world, metal rules the land!”. Οι φήμες που θέλουν τον Joey DeMaio να το ακούει λούπα όλη μέρα κάθε μέρα για έναν ολόκληρο μήνα, ελέγχονται ως ακριβείς.

8. “Some heads are gonna roll” (Bob Halligan Jr.)
Σύνθεση του μουσικού, συνθέτη και παραγωγού Bob Halligan Jr., η δεύτερη για την μπάντα μετά το “(Take these) Chains” που ακούσαμε στο άλμπουμ “Screaming for vengeance”. Πραγματεύεται με απλό και άμεσο τρόπο τη θέση της ανθρωπότητας μπρος στον κίνδυνο ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος. Radio single από εκείνα που σήμαιναν μεγάλη επιτυχία με τη πρώτη ακρόαση, mid-tempo, στακάτο, riff-άτο, με trademark εναλλαγές στα lead μέρη (πρώτος ο Glenn, μετά ο ΚΚ), «κολλητικό» pre-chorus και chorus, και φωνητική ερμηνεία με την απαιτούμενη καυστικότητα μα και θεατρικότητα. Μεγάλη επιρροή για τον George Lynch και τους DOKKEN ώστε να συνθέσουν με την σειρά τους το “Into the fire” στο άλμπουμ “Tooth and nail” της ίδιας χρονιάς (το έχει πει ο ίδιος, μάλιστα παραδέχτηκε πως το «ξεσήκωσαν» για τα καλά) και μέλος της λίστας του Clear Channel Communications (το μεγαλύτερο δίκτυο ραδιοφωνικών σταθμών στις Η.Π.Α), με τα «απαγορευμένα» τραγούδια που δεν ξανακούστηκαν μετά την 11η Σεπτεμβρίου και τις γνωστές σε όλους μας πολλαπλές τρομοκρατικές ενέργειες. Δυστυχώς, επισήμως, τo «έσφαξαν στο γόνατο» οι alternative metallers FIGHT OR FLIGHT, του κιθαρίστα των DISTURBED, Dan Donegan.

7. “Rock hard, ride free” (Tipton/Halford/Downing)
Η μηχανή είναι αναπόσπαστο κομμάτι της Priest κουλτούρας αλλά και του heavy metal γενικότερα, και εδώ η σχέση τους αποκτά ένα ακόμη σχετικό, αναφορικό τραγούδι. Το κομμάτι είναι παλαιότερο, έρχεται από τα sessions του “Screaming for vengeance”, ονομαζόταν “Fight for your life”, είχε ελαφρώς διαφορετικούς στίχους (ειδικά στο refrain) και ήταν «φτωχότερο» μουσικά. Ευτυχώς λοιπόν που έμεινε τότε εκτός, και περίμενε τη σειρά του ώστε να μετουσιωθεί σε έναν πραγματικό ύμνο, μετά τη σχετική αναβάθμιση που υπέστη. Η εισαγωγή του είναι μια από τις καλύτερες στην ιστορία της μπάντας και το ανθεμικό του refrain ό,τι πρέπει για να σε οδηγήσει σε παθιασμένο sing along. Εκεί όμως που η σύνθεση απογειώνεται, είναι στα απανωτά solos που διαδέχονται το ένα το άλλο αριστοτεχνικά, με τις κιθάρες όχι να ανταγωνίζονται, αλλά να συμπληρώνουν η μια την άλλη, για πάνω από ένα λεπτό. “Rock hard, ride free, all day, all night – Rock hard, ride free, all your life” και, μπορεί να μην ήταν σε μεγάλη φόρμα οι Priest το 2008 στην Μαλακάσα, ωστόσο ένα ρίγος το νιώσαμε όταν το ακούσαμε ζωντανά.

6. “Eat me alive” (Tipton/Halford/Downing)
Θεϊκό προστυχοτράγουδο, από αυτά που όταν ακούγονταν στα γραφεία της PMRC, ράγιζε μέχρι και το τελευταίο τούβλο στα γραφεία της, εκλεκτό μέλος του “The PMRC Filthy Fifteen” club, δηλαδή των δεκαπέντε κομματιών που είχαν επικηρυχθεί – αποκηρυχθεί για ανάρμοστα μηνύματα. Αν και να σου πω την αλήθεια, είμαι σίγουρος πως η πρόεδρός της Mary Elizabeth “Tipper” Gore (πρώην «Δεύτερη Κυρία» των Η.Π.Α, ούσα σύζυγος του αντιπροέδρου της κυβέρνησης Clinton, Al Gore) τα άκουγε κρυφά το βράδυ στο walkman της και συγκλονιζόταν ακόμη περισσότερο. Το “Eat me alive” δεν περιγράφει λοιπόν τάσεις κανιβαλιστικές. Κάποια χρόνια μετά, διαπιστώσαμε, ή μάλλον, σιγουρευτήκαμε, πως η φράση “Spread-eagled to the wall, you’re well equipped to take it all”, εγείρει μεν τα πάθη, αλλά είναι «στάχτη στα μάτια» και πως όλο το νόημα του κομματιού είναι στον στίχο “I’m gonna force you at gun point”. Τιτάνα Halford, άλλα σκεφτόσουν και εννοούσες, άλλα έγραφες. Προς υπεράσπισή της, η μπάντα υποστήριξε πως το “gun point” είναι η γλώσσα στο στόμα (το φιλί δηλαδή), αλλά εντάξει… σας πιστέψαμε! Όσον αφορά την μουσική, ακούμε γρήγορο, super riff-άτο heavy metal made in 80s, από αυτά που οδηγούν σε air-guitar καταστάσεις, χαζές πόζες και «χορογραφίες» και άκρατη κατανάλωση ζύθου. Τα φρενιασμένα lead ανήκουν κατά σειρά στους Downing – Tipton – Downing – Tipton και Downing. Μέχρι το 2008 δεν είχε αποδοθεί ποτέ «ζωντανά» επί σκηνής, μια «κατάρα» που έμελλε να «σπάσει» στη περιοδεία της ΔΙΣΚΑΡΑΣ “Nostradamus” (το ’πα). Έτσι, το “Defenders…” είναι πια ένα από τα τρία albums του group των οποίων όλα τα τραγούδια έχουν παιχτεί επί σκηνής. Τα άλλα δύο είναι το “Rocka Rolla” και το “British Steel”.

5. “Freewheel burning” (Tipton/Halford/Downing)
“Fast and furious, we ride the Universe…”. Άλλη μια ωδή στις γρήγορες ταχύτητες, στις μηχανές και στα αυτοκίνητα. Εντάξει, και στα arcade games, όπως θα δεις στο video clip. To πρώτο single του δίσκου, βγήκε στην αγορά τον Δεκέμβριο του 1983, και στην 12ιντση έκδοση περιέχει στην αρχή ένα όμορφο lead intro, που σε μένα τουλάχιστον θυμίζει λίγο Brian May. Αν καταφέρεις να πεις τόσο γρήγορα τις τελευταίες δύο στροφές όπως τις τραγουδά ο Rob, θα σου δώσω στο χέρι 1.000 ευρώ. O star του WWE Chris Jericho τα κατάφερε, όταν το τραγούδησε στο άλμπουμ του “Happenstance” (ξέρεις, αυτό με τις διασκευές σε γνωστά rock/metal κομμάτια) αλλά δεν θα πάρει το χιλιάρικο γιατί εντάξει, είπαμε, καλό το οπαδιλίκι, αλλά έκαστος στο είδος του και ο Jericho στο ring. Το ταχύτατο (εννοείται) πρώτο solo του Tipton, η μετέπειτα δισολία των Διόσκουρων και το «κόψιμο» του ΚΚ είναι κλασσικά όσο και χαρακτηριστικά σημεία της PRIEST αισθητικής. Όπως και το εντελώς live κλείσιμο, με τον Halford να ανεβαίνει, να ανεβαίνει και να μην έχει «ταβάνι», το lead outro και το σφυροκόπημα του Holland, τα οποία και ολοκληρώνουν τον ηχητικό αυτόν ανεμοστρόβιλο. Αναμφίβολα από τα καλύτερα εναρκτήρια τραγούδια σε heavy metal δίσκο. Πολύ συχνά στο εκάστοτε setlist του group, τον πρώτο καιρό παιζόταν ακόμη πιο γρήγορα από την studio εκδοχή του, εδώ και κάποια χρόνια οι ρυθμοί έχουν σχετικά πέσει και δίνεται βάση στον όγκο και στο γρέζι του Rob. Επίσης, κακά τα ψέματα, μπορεί ο Dave Holland να ήταν ένας πολύ καλός drummer, αλλά από τραγούδια σαν αυτό φαινόταν πως ήδη δεν μπορούσε, όντως άλλης σχολής, να ακολουθήσει την ολοένα και αυξανόμενη ανάγκη για ταχυδύναμη που επικρατούσε τότε στο heavy metal. Το πώς άντεξε για πέντε χρόνια ακόμη, μόνον αυτός και η μπάντα το ξέρουν. Α! Άσχετο-σχετικό: όταν ετοιμάζονταν τα δύο tributes “Legends of Metal” το 1996, το κομμάτι ήταν έτοιμοι να διασκευάσουν οι LaBrie-Vai-Sheehan-Portnoy, αλλά τελικά δεν προχώρησε η συνεργασία. Όχι, δεν θα σχολιάσω.

4. “Jawbreaker” (Tipton/Halford/Downing)
Άλλος ένας «ήρωας», από αυτούς που έρχονται για να πάρουν εκδίκηση και να σκορπίσουν τρόμο. Ή μπορεί και όχι! Ας δούμε λίγο αυτούς εδώ τους στίχους: “And all the pressure that’s been building up, for all the years it bore the load… The cracks appear, the frame starts to distort, ready to explode…”. Μήπως δεν είναι παρά αλληγορικοί; Μήπως τελικά ο “Jawbreaker” δεν είναι άλλος από κάποιον καταπιεσμένο, καθημερινό άνθρωπο, ο οποίος κάνει την «επανάστασή» του και αποτινάζει από πάνω του όλα τα βάρη της πρότερης ζωής του; Όπως και να ’χει, εδώ έχουμε ένα από τα πιο εμβληματικά τραγούδια ολόκληρης της δεκαετίας του ’80, πολυαγαπημένο, χιλιοτραγουδισμένο και χιλιοδιασκευασμένο, ιδανικό για να διαδεχθεί τον «κεραυνό» που προηγήθηκε στην ροή του άλμπουμ. Καλύτεροι όλων όσων προσπάθησαν εννοείται οι RAGE, αξιοπρεπέστατες οι BURNING WITCHES, οι blacksters SIEBENBURGEN…είναι blacksters, ok, ενώ για πολλές κλωτσιές στα πισινά είναι οι SABATON, με τον τραγουδιστή τους να ακούγεται σαν τσοπάνης την ώρα του καθήκοντος. Και επειδή μας αρέσει να λέμε μόνο αλήθειες, την εκτέλεση του “Live insurrection” του Halford, την οποία απολαύσαμε και στο ΡΟΔΟΝ δύο δεκαετίες πίσω, δεν την ακουμπά κανείς και τίποτα. Ούτε οι ίδιοι οι PRIEST…

3. “Night comes down” (Tipton/Halford/Downing)
Αριστούργημα…ένα μελαγχολικό, «εσωτερικό» αριστούργημα! Μια από τις ομορφότερες, «γλυκόπικρες» μπαλάντες του «σκληρού ήχου», η δεύτερη retro (για τότε) σύνθεση του δίσκου που θα μπορούσε να έρχεται από το 1977, για παράδειγμα. Τούτη είναι από τις λίγες, τις ελάχιστες εκείνες φορές, που ειλικρινά δεν ξέρω τί να γράψω. Πρώτον γιατί το τραγούδι δεν έχει κάποια ιδιαίτερη ιστορία να το ακολουθεί, κάποιο παρασκήνιο, και δεύτερον γιατί οι δύο πρώτες προτάσεις το περιγράφουν απόλυτα. Θα πω όμως ένα μεγάλο «μπράβο» στους KATATONIA, που το έκαναν «δικό τους», προσδίδοντάς του τον χαρακτήρα της μουσικής τους. Τίποτα δεν συγκρίνεται, και δεν μπορεί να συγκριθεί με το αυθεντικό, αλλά οι Σουηδοί μεγαλούργησαν. Αλλά στους Αμερικανούς progsters LEVIATHAN, οι οποίοι έκαναν μια αξιοπρόσεκτη προσπάθεια να το «τιμήσουν», δεν θα δώσω εύσημα. Περίμενα πολλά περισσότερα.

2. “Love bites” (Tipton/Halford/Downing)
Μπορεί αντικειμενικά το καλύτερο κομμάτι του άλμπουμ να είναι άλλο, το “Love bites” όμως εκτός του ότι είναι επίσης ύμνος, είναι και αυτό που προσωπικά έχω ακούσει περισσότερο απ ’όλα, και εξακολουθώ να ακούω. Περίεργο; Μπορεί… Ποιος είπε πως οι ιστορίες για βαμπίρ πρέπει να εξιστορούνται μόνο από μορφονιούς και μορφονιές που ανήκουν στην gothic metal κουλτούρα; Να φέρω τον James Rivera να μας εξηγήσει για ποιον ακριβώς λόγο η επικρατούσα αυτή άποψη είναι λάθος; Δεν χρειάζεται. Έχουμε το “Love bites” μπροστά μας, ως ατράνταχτο επιχείρημα. Εσύ, βάλτο απλά να παίζει και φέρε στο νου σου την επίμαχη σκηνή με τον Κόμη Dracul έξω από την μπαλκονόπορτα της Lucy Westenra… “Gliding on mist, hardly a sound, bringing the kiss, evils abound”. H ομίχλη τον περιβάλλει, και αθόρυβα ζυγώνει το κρεββάτι της άτυχης Lucy για να της δώσει το «φιλί του θανάτου». “Softly you stir, gently you moan, lust’s in the air, wake as I groan…”, η Lucy παραδίνεται στην λαγνεία του αιμοδιψή Κόμη και στο τέλος καταλήγει και αυτή στην ίδια καταραμένη μοίρα, αφού “Love bites you… excites you…delights you, it drains you to white”. Και να φανταστείς, πως κάποιοι τότε μίλησαν για κρυφά μηνύματα περί βιασμών (;) και τα συναφή… Το κομμάτι κυκλοφόρησε ως single και τα πήγε, εννοείται, πολύ καλά. Γυρίστηκε και σε video clip, αλλά εμείς δεν θα προτιμήσουμε αυτό, μα την live εκτέλεσή του από τη περιοδεία “Fuel for life” του 1986, μόνο και μόνο για την σχεδόν παρανοϊκή ερμηνεία του Halford. H οπτική του επί των φωνητικών χορδών ενός εκάστου τραγουδιστή και πως αυτές πρέπει να χρησιμοποιηθούν όταν ερμηνεύεται ένα τέτοιο κομμάτι (σ. Φράγκου: πως το’πες αυτό;), έχει αφήσει εποχή. Ιδιαίτερα στο θρυλικό πια σημείο, όπου ο μεγάλος αυτός τραγουδιστής στην ουσία αναπαριστά την Lucy την ώρα που ο Dracul στραγγίζει το αίμα και την ζωή από μέσα της. “God mode: on” και το σαγόνι μας στο πάτωμα. Πολλά μπράβο και στους NEVERMORE που το μεταμόρφωσαν σε έναν σχεδόν doom metal «εφιάλτη», το 1996.

1. “The Sentinel” (Tipton/Halford/Downing)
Προσωπικά, θεωρώ πως το καλύτερο PRIEST κομμάτι είναι το “Beyond the realms of death”, και οι λόγοι είναι διάφοροι. Υπάρχουν όμως αρκετοί που έχουν το “The Sentinel” στην θέση αυτή. Όπως ο Ritchie Faulkner. Δεν θα τους φέρω μεγάλη αντίρρηση, γιατί έτσι κι αλλιώς ανήκω σε αυτούς που το κατατάσσουν στα πέντε-έξι καλύτερα της μπάντας, γενικότερα. Σαν τον Halford. Η εισαγωγή του; Κλασσικότερη των κλασσικών. Τα riffs του; “Iconic”, όπως λένε. Η δομή και η κλιμάκωσή του, υποδειγματική. Οι εναλλαγές των lead μερών του, σε μια αλληλουχία ιδανική. Και πάνω απ’ όλα να στέκει η ερμηνεία του Ροβέρτου, που «σεληνιασμένος» μοιάζει σαν να βγαίνει από τον εαυτό του και να μπαίνει στο σώμα του «Φρουρού», ο οποίος έρχεται από ένα “distant metal future”, όπως προλογίζει ο ίδιος ο μεγάλος frontman στο “Priest…live!”. Ένα ακόμη χαρακτηριστικό του κομματιού, είναι πως η μπάντα κάνει ένα μικρό flashback στην 70s τεχνοτροπία της και θυμάται τα μεγαλύτερα, πιο progressive έπη της όπως το “Sinner”, με τα πολλαπλά solos, τα ατμοσφαιρικά «κοψίματα» και τις εναλλαγές σε ρυθμούς και συναισθήματα. Στιχουργικά εννοείται πως δεν διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας, συνεχίζει την παράδοση των metal ηρώων της μπάντας (“The Ripper”, “Invader”, “Savage”, “Exciter”, “Grinder” και τα συναφή), ωστόσο οι στίχοι του είναι απολύτως ταιριαστοί με την όλη «φιλοσοφία» του group εκείνο τον καιρό. Πολυαγαπημένο κομμάτι, όχι μόνο από μπάντα και οπαδούς αλλά και από άλλους μουσικούς, έχει διασκευαστεί όχι μόνο μια φορά, με καλύτερη εκδοχή αυτή των θεών HEAVEN’S GATE. Οι MACHINE HEAD από την άλλη, ακόμη διώκονται σε βαθμό κακουργήματος για την δολοφονία ενός τέτοιου ύμνου. “Sworn to avenge, condemn to Hell…Tempt not the blade, all fear the Sentinel!”

Δημήτρης Τσέλλος

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here