“Live wired and charging out with power…”
Φθινόπωρο του 1984. Η περιοδεία του “Defenders of the faith” έχει τελειώσει για τους JUDAS PRIEST, ο κύκλος έχει κλείσει και υπήρχε επιτακτική ανάγκη για ηρεμία και «φόρτιση μπαταριών». Έτσι, οι διακοπές στη Marbella της Ισπανίας φάνταζαν ιδανικό σενάριο. Δεν υπήρχε λόγος βιασύνης, είχε άλλωστε δημιουργηθεί μια «ζώνη ασφαλείας» με εκείνο το άλμπουμ (καθώς και με το προηγούμενό του, το “Screaming for vengeance”), τόσο για τους οπαδούς όσο και για το ίδιο το group, το οποίο είχε όλον τον κόσμο στα πόδια του. Και σε τι εποχές ε; Να ηγείσαι ενός ολόκληρου μουσικού κινήματος, την εποχή της καλλιτεχνικής και εμπορικής ακμής του. Τεράστια υπόθεση! Το MTV είχε «αυτοχριστεί» ο πολιορκητικός κριός που διέλυε κάθε αντίσταση και έμπαζε το metal σε κάθε σπίτι, τα ΜΜΕ ασχολούνταν από το πρωί μέχρι το βράδυ με τη «μουσική του Διαβόλου», όνειρο κάθε πιτσιρικά ήταν να οργώσει τον κόσμο με μια Flying-V έχοντας κάθε βράδυ μια διαφορετική Bimbo στο κρεββάτι του… Τα δεδομένα όμως άλλαζαν ξανά. Παράλληλα με τη παντοκρατορία του heavy metal, είχαν αναδυθεί και δύο άλλα «θηρία» μέσω του MTV. Το ένα με μαλλί κομμωτηρίου και φανταχτερά ρούχα, που τραγουδούσε ένα ελκυστικότατο, εμπορικό hard rock/heavy metal και το άλλο, μικρότερο αλλά άγριο, λυσσασμένο θα έλεγε κανείς, έμοιαζαν να «απειλούν» τους «κλασσικούς». Ο συνδυασμός των τριών τους, ασυναγώνιστος.
Το «παιχνίδι άλλαζε» λοιπόν, οι ισορροπίες το ίδιο και οι PRIEST, βρισκόμενοι πάντα όχι μόνο σε πλήρη εναρμόνιση με το περιβάλλον αλλά όντες εκ των πρωτεργατών της εκάστοτε αλλαγής του, το γνώριζαν καλά αυτό. Βρίσκονται λοιπόν, για μιαν ακόμη φορά, μπροστά στο ίδιο δίλημμα: Συνεχίζουν στο στυλ που είχαν ως τότε, ή αλλάζουν ξανά ηχητικό προσανατολισμό, όπως είχαν κάνει στο παρελθόν; Το να βγεις από τη «ζώνη ασφαλείας» που αναφέραμε πιο πάνω και να στρέψεις αλλού το βλέμμα σου, σίγουρα εγκυμονούσε κινδύνους. Η απάντηση ήρθε από τον Ian Hill και ήταν αφοπλιστική: «Πολλοί οπαδοί μας θα ήταν τρισευτυχισμένοι αν άκουγαν ένα ακόμη “Defenders of the faith”, αλλά εμείς νιώθαμε πως αυτός ο ήχος δεν μας αντιπροσώπευε πια. Ξέρω πως πολλές μπάντες βρίσκουν ένα στυλ, καθιερώνονται σε αυτό και δεν αλλάζουν, για να μην απογοητεύσουν τους οπαδούς που τις αγάπησαν γι’ αυτό, αλλά εμείς διαφέρουμε. Πάντα κοιτούσαμε μπροστά. Ήταν ένα πείραμα, ναι, αλλά ξέραμε πως πράττουμε το σωστό» Νέοι ορίζοντες λοιπόν για το group και νέες προκλήσεις. Οι PRIEST θα έκαναν, ένα χρόνο μετά, το μέχρι τότε πιο παρακινδυνευμένο βήμα στη καριέρα τους. Δεν γνωρίζω αν το ήξεραν εξαρχής αυτό, αλλά είμαι σίγουρος πως αν ναι, αυτό τους έκανε να πάρουν την απόφαση ακόμη πιο εύκολα. Είπαμε, leaders, not followers!
Αρχές του 1985. Bahamas, Florida. Η μπάντα ετοιμάζεται να στρωθεί στη δουλειά, πάντα παρέα με τον Tom Allom. Ξέφρενη ζωή, ξέφρενοι ρυθμοί… Ήλιος, θάλασσα, παραλίες, τράκες ταχυπλόων σε κοραλλιογενείς υφάλους, καυγάδες με ντόπιους και μπουνιές στα λιμάνια… Δεν μπορείς να συγκεντρωθείς σε τέτοια μέρη, γεμάτα πειρασμούς, εκτός αν «τρέφεσαι» από δαύτους. Διαφορετικά, οι πειρασμοί αυτοί, θα σε οδηγήσουν στο χείλος του γκρεμού. Κάποιος λοιπόν δεν άντεξε. Έπρεπε να παλέψει και να νικήσει τους δικούς του εχθρούς, τους «εσωτερικούς του δαίμονες», όπως λογοτεχνικά έχει επικρατήσει να λέγεται. Ο Rob Halford δεν ήταν καλά. Ναρκωτικά, ποτό και επιπροσθέτως κάποια προσωπικά θέματα (η τότε σχέση του λίγο αργότερα οδηγήθηκε στην αυτοκτονία) τον «βύθιζαν» σε μια κατάσταση η οποία αν συνεχιζόταν για λίγο καιρό ακόμη, θα οδηγούσε στην οριστική και αμετάκλητη καταστροφή του, μόλις στα 31 του χρόνια. Βρήκε όμως τη δύναμη, μπήκε σε κέντρο αποτοξίνωσης στο Los Angeles, πάλεψε, νίκησε και μάλιστα επέστρεψε, φωνητικά και σωματικά, σε εξαιρετική φόρμα! Πραγματικά, ο Halford του “Turbo” είναι καλύτερος ακόμη κι από τις μέρες του “Unleashed in the East” και η “Fuel for Life” περιοδεία που ακολούθησε τον βρήκε να χύνει τόνους ιδρώτα επί σκηνής μη χάνοντας νότα, σημάδι πως είχε ΚΑΙ φυσική κατάσταση. Κάπου εκεί, έρχεται η Roland να προσεγγίσει το group για μια περίεργη, τότε, συνεργασία: να χρησιμοποιήσει τις ολοκαίνουργιες synth κιθάρες της. «Δεν χάσαμε ευκαιρία», θα έλεγε αργότερα ο Rob. «Με τις νέες κιθάρες μπορούσαμε να πάρουμε τον γνώριμο ήχο και να τον μετατρέψουμε σε κάτι το εντελώς αλλιώτικο.»
1986. Και εγένετο “Turbo”. Ένα ρίσκο από μόνο του. Ένα από τα πλέον παρεξηγημένα άλμπουμ της δεκαετίας του ’80. Ένα άλμπουμ που λατρεύτηκε και μισήθηκε. Από τη μια τα εκατομμύρια οπαδών ανά τον κόσμο που «διψούσαν» για εμπορικό heavy metal και βρήκαν σε αυτό το νέο τους «κόλλημα», από την άλλη οι παλαιοί οπαδοί, οι θιασώτες του παραδοσιακού heavy metal αλλά και οι πιουρίστες των 70s οι οποίοι το «έθαψαν». Οι τελευταίοι, φαντάσου, δυσκολεύτηκαν να αποδεχθούν δίσκους σαν το “Defenders…”, το “Turbo” θα πρέπει να τους φαινόταν εντελώς «κραγμένο». Μνημειώδης ο διάλογος μεταξύ K.K και ενός από αυτούς: «Γιατί δεν υπάρχει πια το “Sinner” στο setlist σας;», ρωτά εμφανώς ενοχλημένος ο «παλαίουρας». «Γιατί μετανοήσαμε, δεν υπάρχει πια λόγος», η απάντηση του Ken. Τελικά, η πλάστιγγα έγειρε προς τη πλευρά που υπολόγιζε η μπάντα. Μπορεί να έχασε έναν αριθμό οπαδών που την ακολουθούσαν ως τότε, κέρδισε όμως μια νέα «φουρνιά». «Τους ίδιους, μπορεί και περισσότερους», όπως θα δήλωνε ο Hill αργότερα. Οι JUDAS PRIEST ένιωθαν ανανεωμένοι. ΗΤΑΝ ανανεωμένοι. Το “Turbo” δεν αποτελούσε το «ξεπούλημα» που ακόμη και σήμερα βλέπουν κάποιοι. Αν το δούμε με μια πιο διεισδυτική ματιά, ήταν μπροστά από την εποχή του και σηματοδότησε και τη νέα εποχή των ιδίων των PRIEST, που άλλαξε επίπεδο στο “Ram it down” και τελειοποιήθηκε στο “Painkiller”. Το “Defenders…” μπορεί να ήταν «τουμπανιασμένο» ως εκεί που δεν πάει, αλλά παρέμενε ένας αναλογικός δίσκος. Εδώ, αλλάζει η τεχνοτροπία, με πιο τρανταχτό παράδειγμα τις κιθάρες. Όχι, δεν αναφέρομαι στα synths. Άκουσε τα lead μέρη. Από δω ξεκινά το “Painkiller”. Το συγκρότημα δείχνει τον δρόμο, χαράζει νέες οδούς για πολλοστή φορά. Και στο finale, τον εμπορικό χαρακτήρα του “Turbo” και τη συνθετική του τεχνοτροπία τα είχαμε ακούσει ατόφια και παλαιότερα, σε τραγούδια δίσκων που αποθεώνονταν: “You don’t have to be old, to be wise”, “Take these chains”, “Fever”, “Rock hard ride free”, “Love bites”, “Some heads are gonna roll”, “Night comes down”… Μη πω για τα πολυαγαπημένα “Heading out the highway” και “Desert plains”, που έτσι κι αλλιώς έρχονται από το επίσης «φλώρικο» “Point of entry” και κυρίως, μην αναφέρω το μεταγενέστερο “Touch of evil” και ξεσπάσει θύελλα αντιδράσεων. Το songwriting αυτού του στυλ είναι εκεί. Οπότε, τι μας πείραξε; Οι synth κιθάρες; Γιατί εγώ νόμιζα πως όταν ακούμε μουσική, ακούμε πρωτίστως τη σύνθεση, δηλαδή αν ένα τραγούδι είναι καλό ή όχι.
Μακρηγόρησα, αλλά και πάλι, θα μπορούσαν να γραφτούν τόσα και άλλα τόσα για κάποιον δίσκο του group-συνώνυμου του heavy metal, πόσο μάλλον για αυτόν εδώ. Το “Turbo” λοιπόν πούλησε καλά, έγινε πλατινένιο, έδωσε τρία επιτυχημένα singles (“Turbo Lover”, “Locked In”, “Parental Guidance”), αποτέλεσε το «καύσιμο» της καταπληκτικής “Fuel for life” περιοδείας και τελικά άντεξε στον χρόνο. Και όχι μόνο άντεξε, αλλά αφού το «κύμα» της αμφισβήτησης των απανταχού «σκληρών» πέρασε και «τραβήχτηκαν τα νερά», το θηλυκό χέρι «κάρφωσε» κατευθείαν τη «τετάρτη» στον λεβιέ (δες το γεμάτο υπονοούμενα εξώφυλλο) και η θεαματική κούρσα της καθιέρωσης ξεκίνησε. Ως «κερασάκι στη τούρτα», ήρθε η επανέκδοση του 2017 ως “Turbo 30”, με τέλειο, αναβαθμισμένο ήχο και bonus το διπλό live στη Kemper Arena του Kansas. Κάνε τη χάρη στον εαυτό σου και άκουσέ το. Με έναν «άντε γειά» ήχο, απόδοση χωρίς φρένα, ρεπερτόριο για εύσημα, θετικό «αέρα» και “who’s the boss” στυλ, μας έδωσαν ένα ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΟ live album. Γιατί αυτοί είναι οι JUDAS PRIEST. Κερδίζουν κάθε ματς από τα αποδυτήρια!
THE “TURBO” COUNTDOWN
Σημείωση πριν ξεκινήσουμε: Όλα τα τραγούδια έχουν τη συνθετική υπογραφή της τριάδας Tipton/Halford/Downing, οπότε δεν χρειάζεται να γραφτούν τα credits του καθενός δίπλα από το όνομά του. Φύγαμε!
- “Parental guidance”
Χαρούμενο, ανάλαφρο, απροβλημάτιστο mid-tempo heavy metal, από αυτά που έχουν τις πρώτες θέσεις σε κάποιο playlist όταν θες να πας την εκδρομή σου. Οι JUDAS PRIEST «κλείνουν το μάτι» στην οργάνωση PMRC, η οποία είχε ήδη ξεκινήσει τότε την εκστρατεία της για να «σώσει» τη νεολαία από τον βούρκο της rock μουσικής και της αφιερώνουν το εν λόγω κομμάτι. Μέρος της εκστρατείας αυτής, εκτός από λίστες με απαγορευμένα τραγούδια (“Filthy Fifteen”και τα ρέστα) ήταν και το περιβόητο αυτοκόλλητο “Parental Guidance”, ένα απαραίτητο αξεσουάρ για κάθε δίσκο που περιείχε, σύμφωνα με την PMRC πάντα, “explicit material” (τολμηρό, χυδαίο, απρεπές περιεχόμενο). Εκτός του παραπάνω, οι στίχοι αναφέρονται και στην αιώνια «κόντρα» μεταξύ γονέων και παιδιών, με το παιδί να λέει στον γονιό του πως κι αυτός υπήρξε νέος, «οργισμένος» και «ατίθασος». “Is this message getting through, you went through the same thing too/Don’t you remember what it’s like to lose control, put on my jacket for you get too old – Let’s rock n’ roll!”. Οι lead κιθάρες και το τελείωμα κάτι θα σου θυμίσουν.
- “Wild nights, hot and crazy days”
Ισοβαθμία με το “Parental…”. Μπορεί ο Halford να πέρασε έναν προσωπικό «Γολγοθά», ωστόσο το “Turbo” στιχουργικά είναι από τα πιο «φωτεινά» και «ανάλαφρα» άλμπουμ των JUDAS PRIEST. Σε τούτο το περίπου hard rock τραγούδι, o ήρωας του, «μπαφιασμένος» από την ολοήμερη εργασία, περιμένει απλά την έλευση της νύχτας ώστε να «ξεδώσει» και σε αυτό συνηγορεί και το ότι είναι καλοκαιράκι. Ο Rob στέκεται πολύ πάνω από τα standards του κομματιού, υπό την έννοια πως δεν αρέσκεται σε μια safe μελωδική ερμηνεία αλλά «τραβά» τη φωνή του και το boogie «κόψιμο» στη μέση είναι super. Τόσο super, που ο Δερμάτινος Λύκος το πήρε όπως είναι, το χαμήλωσε λίγο και το έκανε ένα από τα καλύτερά του riffs, για να μας δείξει πως είναι…έτοιμος στον δρόμο (σ.σ: κλείσιμο ματιού εδώ). Μαζί με το group, συμμετέχει στα φωνητικά και ο Jeff Martin (BADLANDS, RACER X, MSG κ.α). Ευτυχώς, όπως θα δούμε στη συνέχεια.
- “Private property”
Άλλο ένα απλό, άμεσο, όμορφο hard ‘n’ heavy κομμάτι, από αυτά που θα ακούσεις σε συγκεκριμένες στιγμές μέσα στη μέρα σου. Με συναυλιακό χαρακτήρα, ο οποίος εννοείται πως αποθεώνεται μέσα από τους πέντε Ιερείς, όταν αυτοί πατούν τη σκηνή. Οι στίχοι του, ένα μήνυμα προς πολλαπλούς παραλήπτες: τον/την πρώην μετά από χωρισμό, κάποιον/κάποια που έχει «ψηλά τον αμανέ», την PMRC (και εδώ), ή μπορεί και κάτι που εγώ δεν φαντάζομαι και με το οποίο μπορεί εσύ να ταυτιστείς, μέσα από δικά σου βιώματα. Νομίζω τελικά πως αυτός θα ήταν και ο αρχικός σκοπός του Rob, όταν έγραφε “I’m number one when I turn it on, do you think you can relate?”. Όπως ήταν αναμενόμενο, live είναι ακόμη καλύτερο, so, enjoy!
- “Rock you all around the world”
In the cities of the world, you know every boy and girl goes crazy to the beat of rock n’ roll
And as the volume is soaring, all the crowd is roaring ‘let it roll’!
Well, we don’t care in the least, ‘cause our metal is a feast, but there’s always someone tryin’ to put it down
So we crank the music louder and our voices turn to power
With a wall of sound we’ll blow ’em all away – Rock you all around the world!
PMRC (κλασσικά), καταπιεστικοί γονείς (ομοίως), μπαρμπάδες, κουτσομπόληδες γείτονες, δεινόσαυροι rock-άδες που θεωρούσαν το heavy metal χαζό και ανούσιο (από τότε υπήρχαν αυτά), όλοι «καυτηριάζονται» μέσα σε τούτο το τραγούδι που μη διεκδικώντας τη παραμικρή δάφνη πρωτοτυπίας, μην όντας ρηξικέλευθο, προοδευτικό, επιθετικό, σοβαρό και πρόσθεσε εσύ όποιο επίθετο θες, άνετα, ΑΝΕΤΑ ΛΕΩ, σε ωθεί να τραγουδήσεις και να χαρείς με τη ψυχή σου όταν το ακούσεις. Άσε που live, είναι πιο HEAVY METAL από πολλά «βαριά» εκεί έξω.
- “Hot for love”
Και πάμε σιγά-σιγά στη πρώτη πεντάδα και στο κατά την άποψη του γράφοντα χειρότερο κομμάτι της. Μια πεντάδα βέβαια που αν τη πάρεις έτσι ατόφια, και τη τοποθετήσεις σε οποιοδήποτε δίσκο μελωδικού heavy metal της εποχής, ο δημιουργός του δίσκου θα σου φιλούσε τα χέρια για το καλό που του έκανες. Χρήση της νέας τεχνολογίας στην εισαγωγή, στακάτο heavy riffing στη συνέχεια, γρεζαριστός Halford, ωραία κουπλέ και γέφυρα, υπέρτατες μελωδίες και θεϊκά lead μέρη (από τα καλύτερα στην ιστορία του group), συνιστούν ένα υποτιμημένο τραγούδι, που κάποια στιγμή πρέπει να βγει περισσότερο στην επιφάνεια. Ακόμη και το “to the point” αλλά «φτωχό» refrain, δεν αρκεί για να το υποβαθμίσει. Εκεί όμως που μένεις με ανοικτό το στόμα, είναι από το 02:46 ως το 03:13. Θεέ μου, δώσε μου παντού αυτιά να ακούω!
- “Reckless”
Ένας υποτιμημένος ύμνος, που στο ξεκίνημά του θυμίζει πολύ το “Rock hard, ride free”, λόγω της κιθαριστικής αρμονίας. Εδώ δεν μιλάμε για αυτοκίνητα, αλλά για γρήγορα μαχητικά αεροσκάφη και την αυτοπεποίθηση του πιλότου ο οποίος είναι στη καλύτερή του φάση. “Young, lethal, alive and kickin’”, συγκεκριμένα. Αυτό είδαν και οι υπεύθυνοι της ταινίας “Top Gun” τότε, συγκεκριμένα τον Maverick και το F-14 Tomcat του, και ζήτησαν το κομμάτι για το OST. Η μπάντα μη πιστεύοντας πρώτον πως η ταινία θα έχει επιτυχία ιδιαίτερη και δεύτερον αρνούμενη να συναινέσει στην απαίτηση των δημιουργών του film που ήθελαν όλα τα δικαιώματα να περιέλθουν στο OST, με συνέπεια το “Reckless” να μείνει εκτός “Turbo”, αρνήθηκε. Η εξέλιξη της υπόθεσης με τη τεράστια επιτυχία του “Top Gun” έδειξε πως θα έπρεπε να χαλαλίσουν τα δικαιώματα ενός τραγουδιού προς χάρη του γενικότερου συμφέροντος, το συγκρότημα εννοείται το μετάνιωσε αμέσως, αλλά η ιστορία έγραψε. Έτσι, το “Reckless” έμεινε στο “Turbo” και εμείς μάθαμε το “Danger zone” από τον θεό Kenny Loggins. Όλα καλά.
- “Locked in”
Τον Halford τον έχει πιάσει αιχμάλωτο μια φυλή κανιβάλων, όλες τους γυναίκες, που άγεται από κάτι σκελετούς ντυμένους με ρομποτικές στολές και οι υπόλοιποι αναλαμβάνουν να τον σώσουν από…το ψήσιμο. Τη συνέχεια δε σου τη λέω, για να δεις (αν δε το έχεις ήδη κάνει) το γκροτέσκο, cult, γραφικό, όπως θες χαρακτήρισέ το (απλά όμως δες το), video clip. Τώρα αυτά πού κολλάνε με τους στίχους θα αναρωτηθείς… Ε, η femme fatale που περιγράφεται σε αυτούς, λογικά στο τέλος θα σε «ψήσει», αν «πέσεις» στον έρωτά της. Δεν είναι όλα για όλους φίλε μου, πού πας να μπλέξεις…; Μουσικά έχουμε ένα κλασσικό, up tempo, μελωδικό heavy metal κομμάτι της σχολής των 80s, με τον Rob να βρίσκεται πάνω από τα standards της σύνθεσης (ήταν τόσο καλά φωνητικά και σωματικά που δεν κρατιόταν τότε) και τους Tipton/Downing σε ένα trademark για αυτούς «ένα-δύο», να ανταλλάσσουν υπέροχα leads.
- “Turbo lover”
Το πρώτο single του άλμπουμ, με το “Hot for love” στη δεύτερη πλευρά του. Το πετάλι της Hamer A7 Phantom του Glenn Tipton πατημένο, και η μηχανή να βρυχάται. Το αμάξι ξεκινά, επιταχύνει και τα «σκασίματα» του Holland, trademark όσο δε πάει, το βγάζουν από τον παράδρομο στην εθνική οδό. Όταν ο Halford το άκουσε πρώτη φορά στο ραδιόφωνο, οδηγώντας την cabrio Mustang του στη Sunset Strip (κάντο εικόνα!), η χαρά του ήταν τόση, που από το headbanging και τη πόζα, έγινε θέαμα στους περαστικούς. “Heading out to the highway” λοιπόν κι εδώ, μέχρι να βρεθεί ένα κάπως παράμερο μέρος, όπου το αμάξι θα σταματήσει και η «θερμοκρασία θα ανέβει επικίνδυνα». Το “Turbo lover” είναι άλλωστε ένα τραγούδι που περιγράφει sex στο αυτοκίνητο, οπότε… καταλαβαίνεις. “You won’t hear me, but you’ll feel me/Without warning, somethings dawning…” – τέρμα πρόστυχο δίστιχο, όπως μόνον ο Rob μπορούσε να γράψει εκείνη την εποχή το heavy metal, και να μη τον «πάνε μέσα» για προσβολή της δημοσίας αιδούς. Πες ό,τι θες, χαρακτήρισέ το όπως θες. Είναι «φλώρικο», είναι “glam” (γελάω) και «ποζεράδικο» (γελάω ξανά), δεν είναι «καραμπινάτο» heavy metal, δεν είναι “The Sentinel”, δεν είναι “Electric eye”, δεν είναι καν “Eat me alive” (λόγω κοινής θεματολογίας), αλλά παραδέξου πως όταν ακούς τα «μαρσαρίσματα» στην αρχή, περιμένεις σαν τρελός για να παρασυρθείς από τον απίστευτο ρυθμό του και να πετάξεις τις φωνητικές σου χορδές στο έδαφος, τραγουδώντας “I’m your turbo lover, tell me there’s no other/I’m your turbo lover, better run for cover”. To solo είναι στις νότες του μετρημένο, ενώ το “On and on we’re charging to the place so many seek, in perfect synchronicity of which so many speak/We feel so close to heaven in this roaring heavy load/And then in sheer abandonment, we shatter and explode” κατατάσσεται άνετα στις καλύτερες στιγμές (γενικά) της PRIEST δισκογραφίας. Και πες μου τώρα εσύ, αν έχεις ακούσει στίχους που να περιγράφουν καλύτερα… οργασμό. Όχι, πες μου!
- “Out in the cold”
Το μικρό, ευαίσθητο και καλόψυχο αδερφάκι του “Love Bites”. Ξεκινώ από το τέλος και σε πάω στην αρχή. Ως το βίντεο που θα «συντροφεύσει» το κείμενο, εννοείται πως διάλεξα αυτό του “Fuel for life”. Ο λόγος; Οι PRIEST πάνε κόντρα στο «ρεύμα» και «ανοίγουν» τις συναυλίες τους με ένα τραγούδι αργό, ατμοσφαιρικό και «αισθαντικό». Η live αυτή εκτέλεση μπορεί να χάνει λίγη από την «σκοτεινιά» και τη λεπτομέρεια της αντίστοιχης studio, αλλά τι να το κάνεις, είναι τόσο ΕΠΟΣ το τελικό αποτέλεσμα που η απώλεια αυτή είναι ως μη γενόμενη. Τα πλήκτρα στην αρχή δημιουργούν τα πρώτα συναισθήματα, ο Holland συνοδεύει με τα στακάτα του χτυπήματα το σήκωμα των πλευρικών εξόδων του «μηχανικού» stage show ώστε να βγουν οι Tipton/Downing και να ξεκινήσει το κομμάτι και ο Halford, που τραγουδά από το παρασκήνιο, τελικά βγαίνει στη σκηνή στο “Where are you now…”, «χορογραφώντας» τη πιο επιβλητική όσο και cool εμφάνιση frontman στη metal μουσική. Ούτε τρεχάλες, ούτε χοροπηδητά, ούτε ακροβατικά. Μόνο η θέασή του αρκεί. Υποβλητική σύνθεση, με αυτοπεριγραφικούς/αυτοκριτικούς στίχους ανάλογου ύφους και διάθεσης (ο Halford μπορεί και να τους έγραφε κλαίγοντας), συνεχίζει, έστω και σε πιο «σύγχρονο» και «μοντέρνο» στυλ, τη παράδοση των μεγάλων μπαλαντών της μπάντας. Ξέρω πως το νούμερο δύο της κατάταξης αυτής είναι ο νικητής στη συνείδηση πολλών οπαδών του Ιερέα, αλλά εδώ έχουμε ένα all time classic έπος όπου στο άκουσμά του νομίζω πως πενθεί η πλάση όλη… Μα για στάσου, συγγνώμη, εκεί κατά το 03:50 και ως το τέλος, συντελείται ένα μικρό μουσικό θαύμα, τέτοια θα λέμε τώρα; Ευτυχώς που ξαναμπήκε στο setlist το 2019, για να το απολαύσουμε και εμείς ζωντανά. Ok, για τους JUDAS PRIEST μιλάμε, παίζουν ολόκληρη τη δισκογραφία τους ανά τακτά χρονικά διαστήματα, το περιμέναμε και ήρθε!
Για την ιστορία…
Όπως είναι ίσως γνωστό, κανονικά δεν έπρεπε να υπάρχει “Turbo”. Όπως δεν θα έπρεπε να υπάρχει “Ram it down”. Αντ’ αυτών, ο κατάλογος θα έπρεπε το 1986 να γράφει “Twin turbos”. Η ιστορία έχει ως εξής: O K.K Downing μαζί με τον Glenn Tipton μόλις είχαν αγοράσει από μια Porsche 911 Turbo. Τις είδαν τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας και είπαν «αυτά τα αυτοκίνητα πρέπει να γίνουν δίσκος». Εξ ού και ο τίτλος. Διπλό άλμπουμ θα ήταν, στη τιμή του ενός, με το ένα μέρος να αποτελείται από πιο εμπορικά τραγούδια, ενώ το άλλο από πιο δυναμικά, χωρίς την χρήση synth κιθαρών και πλήκτρων. Βέβαια η Columbia είχε άλλη άποψη (σε αυτό έπαιξε τον ρόλο της τότε και το cd που ήταν πολύ ακριβό format), ανάγκασε το group να «σπάσει» τη κυκλοφορία εκείνη σε δύο, βάζοντας-βγάζοντας τραγούδια (άλλα μοιράζοντάς τα μεταξύ των “Turbo” και “Ram it down” και άλλα βάζοντάς τα στο «ντουλάπι») και έτσι πιθανότατα χάσαμε την ευκαιρία να ακούσουμε ένα από τα καλύτερα albums των 80s. Ας δούμε λοιπόν κάποια κομμάτια που έμειναν «εκτός» τότε, αλλά τα ακούσαμε αργότερα.
“All fired up”
Έλεγα βάλω ένα quiz σχετικά με το τραγούδι αυτό, αλλά γιατί να σε παιδεύω; Μη σπας το κεφάλι σου λοιπόν. Το “All fired up” είναι το ΑΠΟΛΥΤΟ mash-up του “Rapid fire” και του “(Take these) Chains”, σε ακόμη πιο δυναμικό ύφος και «ραφιναρισμένο», εννοείται, ήχο, χωρίς τη μονολιθικότητα του πρώτου. Riffs και leads ωσάν λεπίδες, κόβουν με ένα άγγιγμα, δεν χρειάζεται καν να πιέσουν τη σάρκα. Ερμηνεία; Υπεράνω κριτικής. Αν χωρούσε στο “Turbo”; Χα! Θα πρωταγωνιστούσε, εύκολα κιόλας. Γιατί έμεινε εκτός; Ο ρεαλισμός λέει πως θα ταλάντωνε επικίνδυνα την ισορροπία μεταξύ εμπορικών και old school PRIEST. Γιατί το κομμάτι ΕΙΝΑΙ old-school. H φαντασία μου; Το κράτησαν μυστικό, για να μας το πετάξουν αργότερα και να χάσουμε τη μπάλα. “I’m soaring, freefalling, with all emotions roaring/Like lighting, like thunder, I’ll rip the world asunder!”
“Heart of a lion”
Αυτό είναι ένα από τα καλύτερα τραγούδια της 80s περιόδου των JUDAS PRIEST και ταυτόχρονα ένα από τα μεγαλύτερα σφάλματά τους. Απορώ ποιος σκέφτηκε να το αφήσει εκτός επίσημης λίστας για τόσα χρόνια. Και καλά, στο “Turbo” δεν το έβαλαν, μετά τη διάσπαση του “Twin Turbos”. Ούτε στο “Ram it down” χωρούσε ένα τέτοιο έπος; Οι RACER X στο “Second heat” δύο χρόνια μετά το διασκεύασαν εκπληκτικά (o Jeff Martin που όπως είδαμε ήταν παρών στις ηχογραφήσεις πήρε την άδεια της μπάντας και το οικειοποιήθηκε για λογαριασμό του δικού του σχήματος) , αλλά έπρεπε να έρθει ο ίδιος ο Halford να το συμπεριλάβει ως bonus track στο “Live insurrection” για να το μάθει ο πολύς κόσμος, να το αγαπήσει και να βρει τη θέση του, έστω και στη demo μορφή του, στη συλλογή “Metalogy”. Mid tempo σύνθεση, με κάποιο μικρό (αντεστραμμένο) δάνειο από το “Some heads are gonna roll”, θα ταίριαζε έτσι κι αλλιώς πολύ στο “Defenders…”, οπότε κάπου εδώ ήρθε η ώρα να ξανασκεφτούμε τα περί ξεπουλήματος. Η αλήθεια είναι πάντως, πως η εκδοχή των HALFORD το απογειώνει πραγματικά, οπότε θα την ακούσουμε από εκεί.
“Prisoner of your eyes”
Το δεύτερο τραγούδι, μαζί με το “Heart of a lion”, που μας έκανε γνωστό από τα “Twin Turbos” sessions o Halford μέσω της μπάντας του, μέχρι να κυκλοφορήσουν ως bonus tracks ελάχιστα αργότερα, μες στην ίδια χρονιά (2001) και από τους JUDAS PRIEST. Εδώ το κομμάτι έχει επιπλέον διάρκεια ένα τρίλεπτο, που του χαρίζει τη πλήρη του υπόσταση. Ερωτικό, φορτισμένο συναισθηματικά, με τέλεια ερμηνεία από τον Rob και solo που θες να ακούς ξανά και ξανά, εντάσσεται και αυτό στην ομάδα των λυρικών μπαλαντών της μπάντας που τόσες φορές μας έχουν ταξιδέψει μουσικά. Υπέροχο.
“Red, white & blue“
Ένας φόρος-τιμής στη Μεγάλη Βρετανία. Ακούγεται περίπου στα μοτίβα που έχει ένας εθνικός ύμνος γιατί ακριβώς αυτό ήθελε να υπηρετήσει. Ήταν ο εθνικός ύμνος των PRIEST, γραμμένος για τη χώρα τους, έτσι τον οραματίστηκαν, έτσι θέλησαν να είναι. Το νόημά του επεκτείνεται και θα μπορούσε να είναι και ο επίσημος ύμνος όλης της Κοινοπολιτείας. Πλην της ηλεκτρικής κιθάρας, το “Red, white & blue” δεν έχει ιδιαίτερη σχέση με το heavy metal, αλλά πολύ που μας νοιάζει. Όσο για τον Halford, αυτός είναι υπέροχος και σε αυτό το στυλ τραγουδιού, γιατί πολύ απλά είναι ο Halford και μπορεί να πει τα πάντα. Να γιατί. Το πρωτακούσαμε στο “British Steel”, ως bonus υλικό.
“Turn on your light“
Άλλο ένα συναισθηματικό τραγούδι, στα χνάρια του “Before the dawn”. Μέχρι να φτάσουμε στο τελευταίο λεπτό, όπου η μπάντα ξαναθυμάται φευγαλέα τον 70s χαρακτήρα της, όλο το υπόλοιπο κομμάτι κυλά με ακουστική κιθάρα, φωνή και κάποια lead σημεία να «πετάγονται» εδώ και κει, για να δίνουν το κάτι παραπάνω. Αριστούργημα δεν το λες, αλλά στέκει πολύ πάνω από τον μέσο όρο ως σύνθεση.
Δημήτρης Τσέλλος