Ημερολόγιο καταστρώματος, ημέρα 65η: Το κλασσικό heavy metal είναι η βάση για κάθε πτυχή και έκφανση του metal, το ξέρουμε αυτό. Ό,τι και να γίνει θα παραμείνει ο ακρογωνιαίος λίθος των πάντων, όλα από εκεί θα προέρχονται και εκεί θα καταλήγουν. Του κάνουν καλό οι εκάστοτε μόδες (λέγε με NWOTHM), αλλά δεν τις χρειάζεται για να βρει το δρόμο του. Από την άλλη, το doom metal, ένα είδος σαφέστατα πιο «εσωστρεφές», «διακριτικό» θα έλεγε κανείς, χρειαζόταν την «αναγέννηση» που περνά τα τελευταία χρόνια. Χρειαζόταν τους μεγάλους δίσκους που προήλθαν από μια, όπως έδειξε η πορεία, καλλιτεχνικά προικισμένη γενιά μουσικών. Τα γράφω αυτά, γιατί το σημερινό Scans είναι μοιρασμένο μεταξύ των δύο προαναφερθέντων ειδών, τα οποία εκπροσωπούνται από ισάριθμες κυκλοφορίες. Η.Π.Α και Πολωνία για το heavy, ξανά ο Θείος Sam και η Γερμανία για το doom. Και η αρχή, θα μας βρει στη Pennsylvania…
… για να γνωρίσουμε τους BLAZON RITE και το “Endless halls of Golden Totem“, κυκλοφορία της Gates Of Hell Records. Στους εραστές του underground heavy metal, το “Dulce bellum inexpertis” EP που είχε κυκλοφορήσει το 2019, είχε αφήσει τις καλύτερες εντυπώσεις, με το πάθος και τα αγνά του κίνητρα. Ας είμαστε όμως ειλικρινείς, με τους εαυτούς μας πρωτίστως, υπήρχαν πράγματα που έπρεπε να βελτιωθούν. Στο εκτελεστικό κομμάτι, στη παραγωγή, γενικά, το σύνολο έπρεπε να αναβαθμιστεί. Τροχοπέδη σε αυτό, αποτέλεσε η οργάνωση εν μέσω πανδημίας. Πέρασαν μήνες χωρίς ουδεμία πρόβα, χωρίς κανένα live show, χωρίς ένα studio που να καλύπτει τις όποιες ανάγκες, να παρέχει μια σιγουριά και να θεωρείται η «έδρα» του group. Όταν οι συνθήκες βελτιώθηκαν, ξεκίνησε η κούρσα ώστε να καλυφθεί το χαμένο έδαφος, με το υπόγειο του κιθαρίστα/συνθέτη/ιδρυτικού μέλους της μπάντας James Kirn να μετατρέπεται σε studio. Τα νέα τραγούδια υπήρχαν πριν την εποχή του ep, επομένως το μόνο που χρειαζόταν ήταν να δουλευτούν σωστά.
Συγκριτικά με το EP λοιπόν, η βελτίωση σε όλους τους τομείς είναι παραπάνω από αισθητή. Όχι μόνο τεχνικά/εκτελεστικά, αλλά κυρίως όσον αφορά τη παραγωγή και τον ήχο. Ας εμβαθύνουμε όμως λίγο παραπάνω. Σε αντίθεση με το “Dulce bellum inexpertis”, το “Endless halls of Golden Totem” δεν είναι concept με την αυστηρή έννοια του όρου. Η θεματολογία του είναι πιο «χαλαρή», έστω κι αν το ευρύτερο, γενικότερό της πλαίσιο μπορεί να θεωρηθεί ως τέτοιο. Ήρωες, μάχες, χαμένοι και μυστικοί κόσμοι, μαγεία, είναι θέματα που συναποτελούν τους στίχους του. Ναι, καμία πρωτοτυπία, αλλά ποιος τη χρειάζεται σε τέτοιες περιπτώσεις; Με τέτοια μουσική, τι άλλο να περίμενε κανείς; Heavy metal με «ηρωικές» προεκτάσεις και αναφορές παίζουν οι άνθρωποι. Και με αυτή τη περιγραφή, εννοώ κυρίως όπως αυτό παίζεται από τους νεότερους εκφραστές του, όχι με απευθείας «δάνειο» από τους πρώτους των πρώτων, χρονολογικά και αξιοκρατικά. VISIGOTH, TERMINUS, DARKEST ERA, λιγότερο οι ETERNAL CHAMPION…Τέτοια σχήματα θα συναντήσεις ως «παρόμοια» σε τούτο το album, που ευτυχώς έχει και σωστή διάρκεια, ούτε 40 λεπτά! Και τα τραγούδια; Στο ίδιο επίπεδο όλα πάνω-κάτω, χωρίς αυτό που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε «μεγάλη σύνθεση», αλλά όλα τους ποιοτικά, με 2-3 να είναι σχετικά πιο αδύναμα. Θα ξεχώριζα το εντελώς VISIGOTH “The executioners woe”, το ομώνυμο και το “Alchemist’s brute” με τον κέλτικο «αέρα» τους (το δεύτερο θυμίζει πολύ τους θεούς SLOUGH FEG), το αργό “The Night Watchmen of Starfall Tower” με την εξαιρετική αφηγηματική τεχνική του και το “Into shores of blood” με το πρωτόλεια επικό του συναίσθημα. Μειονέκτημα το οποίο ακόμη δεν θεωρείται πρόβλημα; Η εμφάνιση και η σκηνική τους παρουσία. Συναυλίες ακόμη δεν γίνονται, ευελπιστώ θα βρεθεί ο χρόνος ώστε να βελτιωθούν εικαστικά αλλά και «θεατρικά». Ως τότε, ακούμε και σχολιάζουμε μόνο νότες. (7,5 / 10)
Οι BLAZON RITE είναι οι:
James Kirn – Κιθάρα
Johnny Halladay – Φωνητικά
Pierson Roe – Κιθάρα, μπάσο, πλήκτρα
Kay Hamacher – Κιθάρα
Ryan Haley – Τύμπανα
CROSS VAULT για τη συνέχεια και “As strangers we depart”. «Μυστήρια τρένα» τούτοι οι Γερμανοί… O M. και ο G. στις κιθάρες, ο N. στα φωνητικά, ο B. στα τύμπανα και ο F. στο μπάσο. Αγνώστων λοιπών στοιχείων, πέραν του ότι μπορούμε να τους βρούμε με διαφορετικά ψευδώνυμα σε μπάντες όπως οι ANGEL OF DAMNATION, HALPHAS και HORN (ίσως θυμάσαι το πολύ-πολύ καλό “Mohngang” που κυκλοφόρησε πέρυσι). Επομένως, συνδυάζοντας πληροφορίες, ξέρουμε πως ο ένας εξ αυτών είναι ο Nerrath των τελευταίων. Επίσης καταλάβαμε τον μπασίστα Forcas και νομίζω πως τα τύμπανα χτυπά ο Skullsplitter, αλλά δεν ορκίζομαι σε καμία περίπτωση. Ας αφήσουμε όμως το παιχνίδι του «ποιος είναι ποιος» και ας επικεντρωθούμε στη μουσική. Το doom metal των CROSS VAULT στο νέο, τρίτο τους αυτό album, είναι τόσο πένθιμο, τόσο υποβλητικό και τόσο…doom, που θαρρείς πως φέρνει έναν αέρα καταδίκης στο σαλόνι σου… Δεν μένει όμως εκεί. Επεκτείνεται και σε φαινομενικά διαφορετικά, ξένα, αλλά στην ουσία συγγενικά του ηχοτόπια, με συνέπεια εκτός από τους παραδοσιακούς doomsters, να κερδίζει επίσης τους οπαδούς του black metal (ναι, ακούς black στον δίσκο και δεν είναι αστείο αυτό), του ατμοσφαιρικού αλλά και του επικού ήχου. Έτσι, εκεί που ανακαλύπτεις επιρροές από groups όπως οι WARNING, PALLBEARER, αλλά και οι δικοί μας THE TEMPLE, έρχονται σχήματα σαν τους AGALLOCH, τους PRIMORDIAL ή/και τους BATHORY (περισσότερο λόγω φωνητικών) να κάνουν το αποτέλεσμα πλουσιότερο και εν τέλει ακόμη πιο ελκυστικό στα αυτιά μας.
Μελαγχολία… πολλή μελαγχολία! Το περιγράφουν οι ίδιοι καλύτερα…”About the struggle of opposing forces, the detaching from the world of appearances, its shallow ideas and the realization of self. An ode to the beauty of transience and the sentiments of a wistful but serene melancholy. Dedicated to a home that never was.” Εξαιρετικά αργοί οι ρυθμοί, χωρίς ξεσπάσματα, τίτλοι συνθέσεων και κατ’ επέκταση στίχοι που φανερώνουν μια τάση φιλοσοφικής αναζήτησης… όλα κυμαινόμενα σε ένα επίπεδο αρκετά ψηλότερο από το να χαρακτηριστεί απλά και μόνο ως «αξιόλογο», με τραγούδια που αν και ξεκινούν φέροντα τον τίτλο της «χρυσής εφεδρείας», μπορούν να χαρακτηριστούν ως “trademark” για το είδος, φέτος. Οι CROSS VAULT μπορεί να μην είναι ακόμη από τα συγκροτήματα εκείνα των οποίων το logo αποτελεί αναγνωρίσιμο στοιχείο (ευελπιστώ μαζί τους αυτό να αλλάξει μετά από αυτόν τον δίσκο), μα ανήκουν στο νέο κύμα του doom το οποίο εδώ και κάποια χρόνια μας έχει γεμίσει μικρά διαμάντια. Αν το μέλημα της σκηνής είναι να μη βρει οπωσδήποτε τους νέους CANDLEMASS αλλά να αποκτήσει συνέχεια στον χρόνο και να μη χαθεί, με δίσκους σαν το “As strangers we depart”, σίγουρα θα το πετύχει. Ταιριαστό και το εξώφυλλο του Γερμανού Waeik. (8 / 10)
Παραμένουμε στο στρατόπεδο του «καταδικαστικού» μετάλλου. Από τη σκηνή της Minnesota τώρα, θα ακούσουμε τους GRIEF COLLECTOR. Εδώ υπάρχει ένα επιπλέον ενδιαφέρον για τους doomsters, λόγω μιας συμμετοχής που όπως και να το κάνεις, πάντα θα τραβά τα βλέμματα: ο Robert Lowe (SOLITUDE AETURNUS, CANDLEMASS, TYRANT για τους μη κατέχοντες), η για κάποιους μεγαλύτερη φωνή όλων των εποχών στο doom, κρατά το μικρόφωνο και συμπληρώνει τη τριάδα μαζί με τους Matt Johnson (κιθάρα/μπάσο, γνωστός από τους SIGNS OF REIGN) και Brad Miller, drummer των AMONG THE SERPENTS. To ανεξάρτητο EP τους “From dissension to avowal” που είχε δει το φως της δημοσιότητας ανήμερα Πρωταπριλιά του 2019, μόνο ως ψέμα και ως φάρσα δεν το εξέλαβε ο κόσμος που το άκουσε. Ωραία, ποιοτική μουσική, που τους έδωσε συμβόλαιο με τη μικρή μεν, αλλά με τις πλάτες της Hammerheart Records πίσω της, Petrichor, και βήμα ώστε να πατήσουν και να κυκλοφορήσουν το “En delirium”. Σύμφωνα με τους ιδίους, η προσπάθειά τους είναι επικεντρωμένη στο να σμίξουν το doom με το sludge εκφράζοντας, όπως είναι λογικό, ένα πεσιμιστικό ως και τραγικό συναίσθημα.
Το αποτέλεσμα τους δικαιώνει. Βέβαια, δεν μπορώ να πω πως τα sludge στοιχεία κατέχουν το ίδιο ποσοστό με τα καθαρά doom, αλλά είναι εκεί. Περισσότερο ο ήχος προσεγγίζει τους ήρωες του σύγχρονου doom metal CRYPT SERMON (το δυναμικό “Our poisonous ways” και το “Knee deep in devils” για παράδειγμα ακούγονται λες και βγήκαν από το πρόσφατο “The ruins of fading light” της μπάντας από τη Philadelphia), τους CANDLEMASS της “Lowe” εποχής (άκουσε το “Corridors” ή το “The letting go” και φαντάσου τα στο “King of the Grey Islands” ή στο “Death, magic, doom”), ενώ οι SOLITUDE AETURNUS δεν θα μπορούσαν να λείπουν, μόνο και μόνο αν σκεφτείς ποιος έχει αναλάβει τα φωνητικά. Πολύ ωραίοι παίκτες οι Johnson και Miller επίσης και άψογη η παραγωγή του πρώτου. Δεν είναι λοιπόν κάτι το μοναδικό ηχητικά (δεν γίνεται αυτό άλλωστε, μιλάμε για ένα είδος που έχει συγκεκριμένες σταθερές οι οποίες δεν μεταβάλλονται), είναι όμως ποιοτικότατο και σίγουρα θα ξεχωρίσει ως κυκλοφορία στο τέλος της χρονιάς, όταν κάνουμε «απογραφή» των doom metal πεπραγμένων. Να σημειωθεί πως στη deluxe edition του δίσκου, περιέχεται και το “From dissension to avowal”. Ας βάλω μισό βαθμό επιπλέον. Αδυναμίες είναι αυτές… (8 / 10)
Bandcamp
Facebook
Instagram
YouTube
To ping-pong μεταξύ heavy και doom συνεχίζεται, και εμείς μεταφερόμαστε στη βορειοανατολική Ευρώπη για να συναντήσουμε τους Πολωνούς IRONBOUND, οι οποίοι μέσω της Ossuary Records κυκλοφόρησαν το ντεμπούτο τους “The lightbringer”. Αποτελούνται από τους Łukasz Krauze στη φωνή, Michał Halamoda Krzysztof Całka στις κιθάρες, Zbigniew Bizoń στο μπάσο και Adam Całka στα τύμπανα, όλοι τους μουσικοί με πείρα και εμπειρίες από τη metal σκηνή της πατρίδας τους. Κλασσικό heavy metal εδώ, όπως προείπαμε, που και κάκιστο να ήταν, θα μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση για έναν και μόνο λόγο: ειλικρινά το λέω, οι IRONBOUND πρέπει να είναι η πιο “IRON MAIDEN friendly” μπάντα εκεί έξω αυτή τη στιγμή! Και το κάνουν και με έναν τρόπο που δεν έχουμε συνηθίσει ιδιαίτερα, μπορώ να πω. Ποιος είναι αυτός; Αντλούν τις επιρροές τους κυρίως από το “X-Factor” και μετά (και όχι από τη «χρυσή εποχή» των Βρετανών ηγητόρων, όπως οι περισσότεροι εκεί έξω), με δεύτερη εμφανέστατη αναφορά στις προσωπικές κυκλοφορίες του Blaze Bayley!
Προς το δεύτερο συνηγορεί όχι μόνον ο ήχος των τραγουδιών, μα και ο Łukasz Krauze, ο οποίος κλέβει τη παράσταση καθώς είναι ο μοναδικός τραγουδιστής, απ’ όσους έχω ακούσει τουλάχιστον, που η φωνή του και ο τρόπος που τραγουδά, θυμίζει πολύ τον Blaze. Ναι! Φαντάσου έναν Bayley που τραγουδά λιγότερο μπάσα και ανεβαίνει ψηλότερα και είσαι «μέσα». Ως προς τα κομμάτια, όλα τα γρήγορα θυμίζουν “Man on the edge”, “Futureal”, “Different world”, “Born as a stranger” κλπ μικρούς και μεγαλύτερους ύμνους του Maiden γενεαλογικού δέντρου, το “When eagles fly” είναι κομματάρα (και το μόνο που δεν θυμίζει μόνο Maiden αλλά και JUDAS PRIEST), το “Smoke and mirrors” προσκυνά το “Dream of mirrors”, το “Children left by God” θα μπορούσε να ήταν το “Stranger in a strange land” αν είχε ενωθεί με το “Phantom of the Opera” και είχε γραφτεί από τον Blaze το 2005 για παράδειγμα, το “The turn of the tide” ακολουθεί τη τακτική “Bloodbrothers” και το “Beyond the horizon” φέρνει στο νου το “The red and the black”. Όπως καταλαβαίνεις, από πρωτοτυπία οι τύποι παίρνουν μηδέν, ολοστρόγγυλο, αλλά το “The lightbringer” είναι καλό. Τόσο, που τους συγχωρώ τη παντελή έλλειψη προσωπικότητας. Μάλιστα, επειδή ξέρω πως υπάρχουν οπαδοί της Σιδηράς Παρθένου που έχουν βαρεθεί τα progressive, μακροσκελή έπη του Harris, να τους πω πως κάτι τέτοιες κυκλοφορίες είναι από τα καλύτερα placebo της αγοράς. Ο βαθμός ξεκινά από το 7 / 10 και τελειώνει στο 10 / 10, ανάλογα με το πόσο πωρωμένος, «άρρωστος» οπαδός των IRON MAIDEN είσαι. Οπότε, άκουσε και βάλε τον δικό σου. Ξαναλέω, είναι ΚΑΛΟ.
Δημήτρης Τσέλλος