O tempora, o mores. Φτάσαμε στο σημείο, που μας δόθηκαν 5 streams διαθέσιμα για να ακούσουμε το νέο άλμπουμ των DREAM THEATER. Ναι, από τις 2-3 ακροάσεις, φυσικά και καταλαβαίνεις που το πάνε, αλλά δγιάολε, για DREAM THEATER μιλάμε, όχι για punk rock. Για να κατανοήσεις τα τέρατα που παίζουν, χρειάζεσαι μπόλικες ακροάσεις, ώστε να έχεις ένα συμπέρασμα όσο πιο κοντινό στην απόλυτη υποκειμενική αλήθεια. Η αναβολή της συνέντευξης με το γκρουπ, ωστόσο, μας έδωσε μερικά streams παραπάνω (ως αντίβαρο!!!), οπότε με πιο ξεκάθαρη εικόνα κι έχοντας περάσει (;) ο αρχικός ενθουσιασμός, κάθομαι να γράψω τούτες τις γραμμές.
Βέβαια, ο ενθουσιασμός για δίσκο των DREAM THEATER υπάρχει πάντα, όπως κι αυτό το καρδιοχτύπι, που θυμίζει σχολιαρόπαιδο που βλέπει τον εφηβικό του έρωτα. Αλλά, έτσι είναι η μουσική. Ένας ατελείωτος έρωτας, όσα χρόνια και να περάσουν. Όσες δισκάρες κι αν βγάλει το αγαπημένο σου σχήμα, όσες απογοητεύσεις κι αν έχεις νιώσει, αν σταματήσεις να νιώθεις το σκίρτημα στην καρδιά, σημαίνει ότι ήρθε η ώρα για απόσυρση…
“A view from the top of the world”, λοιπόν και όταν έχοντας μιλήσει με τον Rudess και τον Petrucci και τους ακούς να είναι τόσο ενθουσιασμένοι με το τελικό αποτέλεσμα, αν μη τι άλλο, αισθάνεσαι μία σιγουριά. Διότι, ας μην ξεχνάμε, πριν ηχογραφηθεί ο δίσκος, έχει προηγηθεί μία περιοδεία, όπου έπαιζαν όλο το “Scenes from a memory” (άρα είναι απολύτως λογικό να υπάρχουν τα σχετικά vibes), ο Petrucci έβγαλε προσωπικό δίσκο, μετά ηχογραφήθηκε το τρίτο άλμπουμ των LIQUID TENSION EXPERIMENT, όπου συμμετείχαν οι Petrucci και Rudess, ο Jordan είχε βγάλει και σόλο δίσκο, οπότε ο συνθετικός πυρήνας του σχήματος, ήταν on fire, παρότι σε περίοδο πανδημίας.
Με μεγάλη μου χαρά, υποδέχτηκα το γεγονός, ότι οι περισσότερες «αγκυλώσεις» που είχαν τα tracklisting των δίσκων του αγαπημένου μου σχήματος, «κατάλοιπα» της περιόδου του Portnoy, ο οποίος είχε μία πολύ συγκεκριμένη εικόνα/θέση για τη σειρά που μπαίνουν τα τραγούδια στο δίσκο, είχαν πάει περίπατο. Μπαλάντα, για παράδειγμα, δεν υπάρχει. Το δεύτερο τραγούδι του δίσκου, δεν είναι κάτι –μερικές φορές εξόφθαλμα- πιο εμπορικό, αλλά είναι ένα καρακλασικό DREAM THEATER τραγούδι, όπως ΑΚΡΙΒΩΣ τους έχουμε αγαπήσει (όσοι τους έχουμε αγαπήσει, τέλος πάντων). Ο λόγος για το “Answering the call”, που είναι και από τις κορυφαίες στιγμές όλου του “A view…”. Εντάξει, το ομώνυμο εικοσάλεπτο έπος, λογικό είναι να κλείνει το δίσκο, αφού δεν θα είχε καμία λογική να μπει κάπου ενδιάμεσα. Αυτό που παραμένει ή μάλλον επιστρέφει ύστερα από μικρή απουσία, είναι το τραγούδι που φέρει υπέρ του δέοντος την επιρροή κάποιου σχήματος. Το “Transcending time”, είναι ένα τραγούδι, που «βρωμάει» από την αρχή μέχρι το τέλος, RUSH, και είναι κάτι σαν μικρό tribute (να κάτι που ήθελα να ρωτήσω τον Jordan, προτού το γράψω). Βέβαια, σαν RUSH παίζουν, δεν μπορεί να είναι απλά καλό, αλλά λέμε τώρα για τις «αγκυλώσεις».
Το “A view…” όμως, έχει κάποια πολύ βασικά χαρακτηριστικά, που κάνουν την ακρόασή του απολαυστική. Ξεκινάμε, από το γεγονός ότι υπάρχουν απίστευτα instrumental μέρη. Σημεία που ο Petrucci/Rudess, κυριολεκτικά ξεσαλώνουν και για τους πιο old school οπαδούς του σχήματος, αυτό ήταν πάντοτε ζητούμενο, σε κάθε δίσκο. Τώρα, νομίζω ότι παίζουν και πολλά και τρελά, τεχνικά, instrumental σημεία σε κάθε τραγούδι. Λες και το γεγονός ότι ο LaBrie, δεν μπορούσε να πάει στο στούντιο λόγω του lockdown τον πρώτο καιρό, οδήγησε το σχήμα να γράψει περισσότερα οργανικά σημεία και να αφήσει χώρο για λιγότερους στίχους. Λέω εγώ τώρα!
Αναφέροντας τον LaBrie, υπάρχει κάτι που είναι πάρα πολύ εμφανές σ’ όλη τη διάρκεια του δίσκου. Όλα μα όλα τα τραγούδια, φαίνεται να είναι γραμμένα, έχοντας ως δεδομένο ότι η φωνή του, στα 58 του χρόνια, δεν μπορεί να φτάνει εύκολα (ή και καθόλου) τα ύψη που έφτανε προ δεκαετίας και βγάλε. Οπότε οι μελωδικές γραμμές, πλέον, είναι γήινες, προσαρμοσμένες στην κατάσταση που βρίσκεται η φωνή του τώρα, κάτι που θα διευκολύνει και στις μελλοντικές, ζωντανές τους εμφανίσεις. Το συνολικό αποτέλεσμα, είναι εξαιρετικό.
Για τα ντραμς του Mike Mangini, πάλι θα κάνω μία μαντεψιά. Νομίζω ότι το γεγονός πως οι Petrucci και Rudess έπαιξαν με τον Mike Portnoy στους LIQUID TENSION EXPERIMENT, έβαλε πολύ κόσμο πάλι, να μπει στο τριπάκι «τι θα γινόταν αν επέστρεφε ο Portnoy στους THEATER» και διάφορα τέτοια που τη στιγμή που μιλάμε τουλάχιστον, δεν έχουν λόγο ύπαρξης, αφού όλοι είναι χαρούμενοι έτσι όπως είναι η κατάσταση. Αυτό το momentum όμως, φαίνεται να «στρίμωξε» στα σκοινιά τον Mangini, ο οποίος είναι αδιαμφισβήτητα ένας κορυφαίος τεχνικά ντράμερ, που δεν είχε όμως την προσωπικότητα και τον ήχο του προκατόχου του. Πλέον (μήπως έχει παίξει ρόλο και ο Andy Sneap σ’ αυτό;) ακούω έναν Mangini, να παίζει με σπασμένα φρένα, να έχει πιο προσωπικό ήχο στα τύμπανα και γενικότερα να είναι απελευθερωμένος, σαν να του είπε κάποιος «μάγκα, μπες μέσα και δείξε στον κόσμο τι μπορείς να κάνεις». Απολαυστικός.
Να πούμε επίσης, ότι στο “Awaken the master”, ο Petrucci, χρησιμοποιεί για πρώτη φορά 8χορδη κιθάρα και το τραγούδι, έχει ένα βασικό riff τουλάχιστον τόσο βαρύ, όσο το “Dark eternal night”. Άλλη μία λεπτομέρεια, ότι στο 20λεπτο ομώνυμο τραγούδι, δεν υπάρχει σχεδόν καθόλου «χαμένος χρόνος» με ατμοσφαιρικά πλήκτρα και μεγάλα ακουστικά μέρη. Καθαρή μουσική και το ακουστικό διάλειμμα, είναι απαραίτητο για να πάρει λίγο ανάσα το τραγούδι. Δεν θα έπρεπε να παραλείψω ότι οι ήχοι που παράγει ο Rudess στα πλήκτρα, είναι πιο ποικίλοι από ποτέ, βρίσκοντας την ευκαιρία να πειραματιστεί με πάρα μα πάρα πολλούς και διαφορετικούς.
Αυτό που θα προτιμούσα να είναι λίγο καλύτερο, είναι τα ρεφρέν σε ορισμένα τραγούδια, όπως για παράδειγμα το “The alien”, που ανοίγει το δίσκο. Τους «το δίνω», ότι έβγαλαν πρώτο single ένα 9λεπτο τραγούδι, με το οποίο ανοίγει το άλμπουμ, είναι όσο στριφνό και τεχνικό θα ήθελα να είναι, το ρεφρέν του, όμως, με αφήνει με μία αίσθηση του ανικανοποίητου, ότι δηλαδή χρειαζόταν κατιτίς παραπάνω. Αντίθετα, το έτερο single, “Invisible monster”, έχει αυτό το vibe του “Pull me under”, συνδυάζοντας τους DREAM THEATER όλων των περιόδων, όντας και μία πολύ σωστή επιλογή για το τραγούδι που θα μας οδηγούσε στο release date.
Το να μπούμε σε μία διαδικασία να εξηγήσουμε σαν πιο δίσκο μοιάζει πιο πολύ, αυτό είναι μία παγίδα, στην οποία δεν χρειάζεται να πέσει κανείς, επειδή σε κάθε δίσκο, το συγκρότημα αντλεί στοιχεία από όλη την καριέρα τους, ίσως είναι λίγο πιο πολύ 90s από προηγούμενες προσπάθειές τους, αλλά έχει και πολλά πράγματα από την περίοδο του “A dramatic turn of events” (όπως το 10λεπτο “Sleeping giants” για παράδειγμα). Στην τελική, πόση σημασία έχει αυτό; Ο ήχος είναι trademark DREAM THEATER. Αυτό ήμασταν σίγουροι ότι θα συνέβαινε, αυτό και συνέβη.
Είναι τελικά καλό; Σίγουρα. Και πολύ καλό. Συγκρινόμενο με το “Distance over time”, το πιο πρόσφατο στούντιο άλμπουμ τους, θα έλεγα ότι είναι κατά τι καλύτερο στο τελικό αποτέλεσμα. Όσοι περίμεναν ένα νέο “Images…” ή ένα νέο “Scenes…”, ας ψάξουν αλλού. Ποιος σας είπε ότι μπορεί να ξαναβγεί τέτοιο άλμπουμ τώρα ή κάποτε στο μέλλον; Όσοι έχουν τις αντιρρήσεις τους με τον σύγχρονο ήχο των DREAM THEATER, είναι πιθανό να υπαναχωρήσουν λίγο, κυρίως εξαιτίας των εξαιρετικών instrumental σημείων, που θα λυγίσουν ακόμα και όποιους τους άφησαν λίγο πιο πίσω στις προτιμήσεις τους τα τελευταία χρόνια. Οι DREAM THEATER έχουν απαιτητικούς οπαδούς, θεωρώ όμως ότι το “A view from the top of the world”, συνολικά θα έχει τις πιο θετικές απόψεις απ’ όλα τα άλμπουμ τους της τελευταίας δεκαετίας (με τον Mangini πίσω από τα τύμπανα). Είναι φρέσκο, μακριά από νόρμες, με σαφή προσανατολισμό στα τραγούδια, με απίστευτα τεχνικά σημεία που έχουν όμως και πολύ δυνατές μελωδίες και δεν καταλήγουν ως ασκήσεις εκμάθησης ή στείρες επιδείξεις. Ότι ακριβώς ήθελα να ακούσω από τους DREAM THEATER, μετά από 15 δίσκους και πάνω από 35 χρόνια καριέρας… Χωρίς υστερίες, χωρίς παροξυσμούς. Πολύ ωραίος δίσκος. Πολύ ωραίος.
8,5 / 10
Σάκης Φράγκος