«Πόσα αντίτυπα έχει πουλήσει το συγκρότημα; Από ποια εταιρεία κυκλοφορεί το album; Παίζει μέσα κανένας γνωστός;». Ερωτήματα που τουλάχιστον εδώ, δεν υφίστανται. Και δεν υφίστανται, διότι πολύ απλά, δε μας ενδιαφέρουν οι απαντήσεις τους. Η ποιότητα στη μουσική είναι αυτό που μας ενδιαφέρει. Το να ανακαλύπτει κανείς νέες αγαπημένες μπάντες εκεί που δεν το περιμένει, θα αποτελεί πάντα, εκτός από μεγάλη ικανοποίηση, την πλέον ευχάριστη πρόκληση, καθώς κι εμείς είμαστε πρωτίστως οπαδοί. Σε μια στήλη λοιπόν όπου τα «αδηφάγα» αυτιά των ολοένα και αυξανόμενων φίλων της δεν έχουν σύνορα, έτσι κι εμείς θα προσπαθούμε κάθε φορά να παρουσιάζουμε τη μεγαλύτερη δυνατή γκάμα ήχων και συγκροτημάτων. Άλλωστε, κανένα best seller δε θα υπήρχε, αν δεν υπήρχε η σκηνή του UNDERGROUND.
ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: BLAZEMTH
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “The return of Lucifer”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Xtreem Music
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Volkhaar – Κιθάρες, φωνητικά
Kerberos – Μπάσο
Jorge Dragon – Didgeridoo
Croma Lan Ro – Τύμπανα
Shunh – Κιθάρες
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:
Facebook
Bandcamp
YouTube
Άλλη μια περίπτωση μπάντας που βγήκε από τη ναφθαλίνη μετά από δεκαετίες αδράνειας είναι οι Καταλανοί black metallers BLAZEMTH. Μετά από δυο ΕΡ το 1995 και 1996 (“For centuries left behind” και “Fatherland” αντίστοιχα), τα ίχνη τους χάθηκαν αφού διέλυσαν το 1997. 20 χρόνια μετά, εν έτει 2017 αποφάσισαν να επανασχηματιστούν με τον ιθύνοντα νου Volkhaar (κατά κόσμον Ferran Moya) να το παίρνει πάνω του και τελικά φτάσαμε να καταφέρουν να κυκλοφορήσουν πλέον το παρθενικό τους άλμπουμ “The return of Lucifer” ύστερα από 28 χρόνια ύπαρξης. Κάλλιο αργά παρά ποτέ θα πει κανείς και ειδικά στην περίπτωση των Καταλανών (Η Καταλονία δεν είναι Ισπανία και τέτοια) θα έχει απόλυτο δίκιο. Για τον απλούστατο λόγο ότι το ντεμπούτο των BLAZEMTH είναι ένα σπουδαίο άλμπουμ (για να το διαβάζετε και στη στήλη). Ξεπερνώντας τον ενδεχομένως αφελή τίτλο του, το άλμπουμ μέσα από 8 κομμάτια (συν το intro/outro) εκφράζεται σε 45’ με διάρκειες ως επί το πλείστον γύρω στα 5’. Πολύ ωραίο black metal που προσδίδει γνώση του αντικειμένου και αγάπη για το είδος πάνω απ’ όλα. Ακούγονται πολύ σίγουροι σε αυτό που κάνουν, λες και έχουν εμπειρία ετών στον ήχο και παρά την απουσία πάμπολλων ετών, μπορούν να διεκδικήσουν κάλλιστα την προσοχή που αξίζουν.
Το παίξιμο τους πέρα από ταχύτητα και φοβερά riffs και καταιγιστικά τύμπανα, κρύβει πανέμορφες μελωδίες στο background, με την παραγωγή να βοηθάει πάρα πολύ στο τελικό αποτέλεσμα και μπράβο τους που φαίνεται να την δούλεψαν στο έπακρο. Δεν ξέρω αν και κατά πόσο θα καταλάβετε αν ο Volkhaar τραγουδάει Αγγλικά ή κάτι άλλο λόγω προφοράς και άρθρωσης, η οποία είναι ιδιαίτερη τουλάχιστον, αλλά ο τύπος έχει ωραία φωνή και με αρκετό πάθος μάλιστα. Το αποτέλεσμα είναι ξεκάθαρα Σουηδικής υφής στον ήχο, λες και δεν είχαν διαλύσει ποτέ και το κυκλοφόρησαν κάπου στα τέλη των 90s, αν αυτό ας πούμε έβγαινε το 1999 περίπου, θα ήταν διαμαντάκι που θα είχε θέση σε αναφορές δίπλα σε ονόματα τύπου DISSECTION, UNANIMATED, DAWN, SACRAMENTUM, SACRILEGE, VINTERLAND και όλη η όμορφη μελωδική (και κρυφο-death) black σκηνή της Σουηδίας. Με σημερινά δεδομένα, γλυκοκοιτάζει προς WATAIN μεριά, έχει και τα majestic BORKNAGAR/NAGLFAR σημεία του (στη ‘90s εποχή αμφότερων), ενώ παίζουν με δύναμη χωρίς να τσιγκουνεύονται τις εύστοχες μελωδικές γραμμές και ο μη τετρακαναλικός ήχος (νισάφι, στο 2022 είμαστε) τους προσδίδει πάμπολλους πόντους υπέρ τους στο τέλος. Από τις ευχάριστες εκπλήξεις σε ότι αφορά τη στήλη και δίσκος που ίσως να ξεπεραστεί αν συνεχίσουν έτσι και δεν εξαφανιστούν ξανά από το πουθενά.
(8 / 10)
Άγγελος Κατσούρας
ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: CHILDREN OF THE SUN
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Roots”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: The Sign Records
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Josefina Berglund Ekholm – Φωνητικά
Jacob Hellenrud – Κιθάρα
Ida Wahl – Μπάσο
Johan Lööf – Τύμπανα
Ottilia Berglund Ekholm – Χορωδίες
Wilma Ås – Χορωδίες, πλήκτρα
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:
Facebook
Instagram
Bandcamp
YouTube
Το σουηδικό «κοινόβιο» των CHILDREN OF THE SUN (η σωστή γραφή είναι Sün) επιστρέφει στα δισκογραφικά δρώμενα. Αν παρακολουθείς την σύγχρονη rock σκηνή, θα θυμάσαι λογικά το ντεμπούτο τους, το “Flowers”, που κυκλοφόρησε το 2019 και είχε κάνει πολύ καλή εντύπωση, τόση ώστε να εξαντληθεί μέσα σε λίγους μήνες. Η ιστορία τους όμως ξεκινά ουσιαστικά το 2018, με την επιτυχία τους στον σουηδικό μουσικό διαγωνισμό Livekarusellen και την κυκλοφορία του ομώνυμου EP τους. Τότε ήταν που τους απέκτησε η The Sign Records, εταιρεία που εξειδικεύεται στον προ 50ετίας retro ήχο και ακολούθησαν οι συμμετοχές σε πολλά φεστιβάλ και συναυλίες στην Σουηδία. Έρχεται λοιπόν τώρα το “Roots”, η δεύτερη ολοκληρωμένη δισκογραφική δουλειά του εξαμελούς αυτού συγκροτήματος, να μας δείξει και να μας αποδείξει αν το καλό όνομα που είχε ως τώρα δημιουργηθεί, άξιζε ή όχι.
Το “Roots” είναι η φυσική εξέλιξη του ντεμπούτου. Οι Σουηδοί παραμένουν πιστοί στο rock/psych στυλ τους, ο ήχος είναι αναβαθμισμένος και τα καινούργια κομμάτια λιγότερο trippy. Σχετικά μιλώντας, μη φανταστείς πως το πνεύμα της μαριχουάνας και του LSD δεν είναι παρόν. Το χίπικο, Woodstock πνεύμα της μπάντας εξακολουθεί να παραμένει αναλλοίωτο. Οι COTS μου θυμίζουν μια μίξη Janis Joplin, LED ZEPPELIN (από τους «παλαιούς»), GRAVEYARD, RIVAL SONS και PURSON (από τους νεότερους), με δυνατότερο σημείο τους, αναμφισβήτητα, τις πολυεπίπεδες φωνητικές γραμμές από τις κυρίες του group. Όπως πληροφορούμαστε από τις σημειώσεις του δίσκου, το “Roots” διηγείται το ταξίδι της ζωής και την συνεχή μας προσπάθεια να βρούμε τον πραγματικό εαυτό μας, με τραγούδια για τα «πάνω» και τα «κάτω» μας, την αγάπη και το μίσος, το φως και το σκοτάδι. Στο ταξίδι αυτό, καθένας από μας μεγαλώνει σαν δέντρο και όλα όσα ήμασταν, είμαστε και μπορούμε να γίνουμε, ξεκίνησαν και θα ξεκινούν πάντα από τις ρίζες μας. Ωραίο μήνυμα. Συνθετικά, οι COTS τα πάνε εξαιρετικά στο πρώτο μισό του άλμπουμ, αλλά μετά πέφτουν σχετικά. Αν το “Roots” αντί για 13 κομμάτια είχε ας πούμε οκτώ, θα μιλούσαμε για ένα μικρό αριστούργημα. Τώρα, μιλάμε για έναν πολύ καλό δίσκο. Η παραγωγή εννοείται είναι υπέροχη (δύσκολο ως αδύνατο αυτό το στυλ να μην έχει καλές παραγωγές αφού πάντα χρησιμοποιούνται πανάκριβα, αναλογικά μηχανήματα) και πολύ ωραίο επίσης το εξώφυλλο του άλμπουμ, δημιούργημα της Revolver Design. Γενικά, μια πολύ καλή πρόταση για όσους αρέσκονται σε (πολύ) retro ακούσματα.
(7,5 / 10)
Δημήτρης Τσέλλος
ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: THE SPIRIT
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Of clarity and galactic structures”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: AOP Records
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Manuel Steitz – Τύμπανα
Matthias Trautes – Φωνητικά, κιθάρες, μπάσο
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:
Facebook
Bandcamp
Spotify
YouTube
Εξαιρετική περίπτωση μπάντας οι THE SPIRIT από το Saarbrucken της Γερμανίας. Το δίδυμο των MS/MT έχει καταφέρει τα τελευταία χρόνια να τραβήξει την προσοχή του μεταλλικού κοινού με την απαράμιλλη εκτελεστική του(ς) κλάση και την αποτύπωση αυτής στα άλμπουμ τους. Αυτό το black/death ή death/black metal που παίζουν (διαλέγετε ότι σας βολεύει) και που παραπέμπει σε εποχές γύρω στα 20-30 χρόνια πίσω, είναι για άκρως ρομαντικούς που είδαν τα δυο είδη να τέμνονται πανέμορφα και δη στον Ευρωπαϊκό βορρά και κυρίως στη μεταλλομάνα Σουηδία. Το προηγούμενο τους άλμπουμ “Cosmic terror” το 2020 (προκάλεσε – δίκαια – ένα μικρό πάταγο και χαρακτηρίστηκε -ακόμα πιο δίκαια – από τα καλύτερα άλμπουμ της χρονιάς, και το ίδιο θα ξανασυμβεί σίγουρα και με το νέο, τρίτο τους άλμπουμ “Of clarity and galactic structures”. Κι αυτό γιατί πέραν της αναντίρρητης DISSECTION αύρας που τους διακατέχει, αρχίζουν να προσθέτουν όλο και περισσότερο το δικό τους στυλ και να προκαλούν θαυμασμό πραγματικά με το πόσο άρτιοι παιχταράδες είναι. Και λόγω ηχητικής προσέγγισης αλλά και λόγω συγγενικής πορείας με τους THULCANDRA, δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι στην ουσία είναι μια πιο black έκδοση των γιγάντων OBSCURA, με τη χροιά ειδικά του ΜΤ να θυμίζει φοβερά τη φωνή του Stefen Kummerer.
Χρησιμοποιώ το όνομα των OBSCURA δίπλα στους THE SPIRIT όχι μόνο για να τονίσω την ποιότητα της μουσικής τους, αλλά και την αίσθηση ότι συνεχώς θα μεγαλώνουν με κάθε δίσκο και θα βελτιώνουν το ήδη υψηλό επίπεδο τους. Έτσι όπως οι OBSCURA με το “A valediction” έβγαλαν το δίσκο της ζωής τους (μέχρι τον επόμενο;), έτσι και οι THE SPIRIT προετοιμάζουν το έδαφος για κάτι ακόμα μεγαλύτερο μελλοντικά. Το τρίτο τους άλμπουμ είναι επιπέδου που θα τρομάξει/ξεφτιλίσει την πλειοψηφία των συγκροτημάτων εκεί έξω, οι παίκτες έχουν ξεφύγει ακόμα περισσότερο, ριφφάρες που θα σήκωναν οροσειρές αστεροειδών, όπως στιχουργικά περιγράφουν την αγάπη τους για τον εξώκοσμο, τύμπανα που δεν υπερβάλλουν αλλά πίσω τους κρύβουν δημιουργικότητα και ευφάνταστη λογική και αντίληψη της μουσικής. Το ομότιτλο κομμάτι που ανοίγει το δίσκο όπως και το “Celestial fire” που γυρίστηκε σε βίντεο, έδειξαν ήδη τις προθέσεις τους εξ αρχής, αλλά και το υπόλοιπο σύνολο δεν φείδεται ποιότητας και ο δίσκος απλώνεται δομικά και σε βάθος αλλά και σε βάρος και όγκο. Το σύνολο καταλήγει σε 7 κομμάτια και ένα ιντερλούδιο και σε λιγότερο από 45’ καταφέρνουν και να είναι ουσιώδεις και να έχουν πληθώρα σε ποσότητα/ποιότητα υλικού που και θα τους πάει στο επόμενο επίπεδο και θα ικανοποιήσει απόλυτα τους οπαδούς. Το μέλλον τους ανήκει και είναι σε θέση να το καθορίσουν από μόνοι τους. Εύγε!
(8,5 / 10)
Άγγελος Κατσούρας