ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Argus” – WISHBONE ASH
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1972
ΕΤΑΙΡΙΑ: Decca Records
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Derek Lawrence
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Martin Turner – Φωνητικά, μπάσο
Andy Powell – Κιθάρες, φωνητικά
Ted Turner – Κιθάρες, φωνητικά
Steve Upton – Τύμπανα
ΚΑΛΕΣΜΕΝΟΙ ΜΟΥΣΙΚΟΙ:
John Tout – Όργανο
“Argus, a soldier and a conqueror…”
Υπάρχουν κάποιοι δίσκοι για τους οποίους μπορείς θεωρητικά να γράψεις τόσα πολλά, μα στο τέλος καταλήγεις να μη μπορείς να τελειώσεις ένα, υποτίθεται, απλό κείμενο. Συνήθως είναι δίσκοι μεγάλης αξίας, με τους οποίους είτε «μεγάλωσες» μουσικά, είτε ευθύνονται για τη γνωριμία σου με το αγαπημένο σου είδος μουσικής, είτε απλά το shock value της πρώτης τους ακρόασης, σε όποια ηλικία και να έγινε αυτή, ήταν τέτοιο που ακόμη θυμάσαι εκείνη την παρθενική φορά, λες και ήταν χθες. Και το τρίτο album των WISHBONE ASH, το θρυλικό και τιμώμενο “Argus”, θα μπορούσε να βρίσκεται σε οποιαδήποτε από τις κατηγορίες αυτές, ή και σε όλες μαζί ταυτόχρονα, για τον καθένα μας.
Είμαστε στο 1972. Αν κοιτάξουμε το καλεντάρι των κυκλοφοριών της χρονιάς εκείνης, θα μας κυριεύσει δέος. Δεν έχω χώρο και χρόνο να αραδιάσω τους τίτλους των τεράστιων τίτλων που κυκλοφόρησαν τότε, είναι τόσοι πολλοί που μαζί με το δέος, πιθανόν να μας πιάσει και κατάθλιψη για το χαμένο μεγαλείο της rock μουσικής. Όταν λοιπόν μέσα σ’ έναν πραγματικό κατακλυσμό αριστουργημάτων, κυκλοφορεί ένας δίσκος που έμελλε να αναδειχθεί ο καλύτερος της χρονιάς εκείνης για ολάκερο το rock ιδίωμα και να γίνει ο πλέον επιτυχημένος, γνωστός και επιδραστικός μιας μπάντας που έχει να επιδείξει ως τώρα, με τον α’ ή β’ τρόπο, άλλους 25 – αφήνοντας εκτός συζήτησης τα live – κάτι σημαίνει αυτό!
Δεν έπεσε από τον ουρανό όμως το “Argus”, ούτε ήταν προϊόν «παρθενογένεσης». Πρότερα είχαν ακουστεί τα “Wishbone Ash” (1970) και “Pilgrimage” (1971), αμφότερα υπέροχα, εμπεριέχοντας κάποια πρώτα δείγματα, κάποια πρώτα μηνύματα αν θες, προς τα πού θα κινείτο εν συνεχεία το group. Τραγούδια όπως τα “Errors of my way”, “Handy”, “Phoenix”, “The pilgrim” και “Valediction”, φανέρωναν οπωσδήποτε μια κλίση προς τη δημιουργία μουσικής η οποία θα περίκλειε το progressive rock, που τότε ζούσε μέρες δόξης και το folklore, υπό ένα γενικότερο λυρικό πρίσμα. Αν και έχω την εντύπωση πως, ακόμη και οι πιο υποψιασμένοι μεταξύ των τότε ακροατών, που ζούσαν τις καταιγιστικές εξελίξεις στον χώρο του rock, δε θα μπορούσαν να φανταστούν πως θα εξελίσσονταν τα πράγματα… Ούτε καν το ίδιο το συγκρότημα!
Αλλά ας παραμερίσουμε τις γενικότερες εγκυκλοπαιδικές πληροφορίες και αναφορές, αυτές είναι πιο ταιριαστό να γραφτούν σε κάποιο αφιέρωμα στην συνολική πορεία/προσφορά του group. Ας αφήσουμε στην άκρη, προς το παρόν τουλάχιστον, το συναίσθημα που, μοιραία, θα επιδράσει κάποια στιγμή στο κείμενο. Εμείς είμαστε εδώ για έναν συγκεκριμένο λόγο, να μεταφερθούμε νοερά στο Soho, στα De Lane Lea Studios όπου θα προσπαθήσουμε να γίνουμε αυτόπτες μάρτυρες όσων θαυμαστών συνέβησαν εκεί όχι την άνοιξη, μα λίγο νωρίτερα, τον Ιανουάριο του 1972.
ΣΤΟ STUDIO
«Νονός» του “Argus” ήταν ο drummer Steve Upton, μάλλον γνώστης και λάτρης της ελληνικής μυθολογίας. O Άργος ο Πανόπτης ή Μυριωπός ήταν ένας τερατόμορφος γίγαντας με 100 μάτια, απόγονος του Άργου, βασιλιά και ιδρυτή της ομώνυμης πόλης. Φρουρούσε την ερωμένη του Δία Ιώ, ήταν υπηρέτης της Ήρας και σφαγέας του χθόνιου ερπετόμορφου τέρατος, της Έχιδνας. Σκοτώθηκε από τον θεό Ερμή, κατόπιν διαταγής του Δία και η Ήρα, για να τιμήσει τον άγρυπνο φύλακα, διατήρησε για πάντα τα εκατό του μάτια στην ουρά των παγωνιών, των ιερών της πουλιών. Ταιριαστός τίτλος, για ένα album που σε σεβαστό μέρος του πραγματεύεται την ιδέα του «φρουρού πολεμιστή», έστω κι αν δε λογίζεται (και δεν πρέπει) ως αυστηρά “concept”.
Όντως, μπορεί να υπάρχουν κομμάτια που να παραπέμπουν ευθέως σε (αντί) πολεμικά θέματα, μπορεί να υπάρχει έντονο το επικό – ηρωικό στοιχείο, αλλά μάλλον θα ήταν σοφότερο από μέρους μας να θεωρήσουμε το “Argus” ως ένα βαθιά «ουμανιστικό», με θεολογικές προεκτάσεις, δημιούργημα. Ήταν το καταστάλαγμα, το απόσταγμα της συνεργασίας νέων ανθρώπων, με πολλές ανησυχίες και πολλούς προβληματισμούς, που μέσα από τη μουσική τους έδειχναν το πόσο «προσγειωμένοι» ήταν, πόσο καλλιεργημένοι πνευματικά αλλά και πόσο διέφεραν από τους rockers (και rock stars) της εποχής τους. Γιατί «πολεμιστής» δεν είναι μόνον αυτός που πατά το πόδι του σε κάποιο πεδίο μάχης. «Πολεμιστής» είναι οποιοσδήποτε μάχεται στην αέναη και μεγαλύτερη μάχη όλων, που λέγεται «ζωή».
Έχοντας πίσω από την κονσόλα ως παραγωγό τον σπουδαίο Derek Lawrence, μηχανικό ήχου τον Martin Birch (“Mirch” όπως γράφει το οπισθόφυλλο, του οποίου το «μαγικό» χέρι μπορεί να διακρίνει στον δίσκο οποιοσδήποτε έχει εντρυφήσει στον ήχο ιδιαίτερα των “Piece of mind” και “Powerslave”) και με την τελευταία λέξη της (τότε) τεχνολογίας στην υπηρεσία τους, το μόνο που είχαν οι τέσσερεις Ash να κάνουν, ήταν να στύψουν το μυαλό τους πάνω από την παρτιτούρα. Σε αυτό θα βοηθούσε και ο Lawrence, υπό την έννοια πως απείχε από την εικόνα και την έννοια του στυγνού επαγγελματία (βλ. περίπτωση Will Malone – “Iron Maiden” για παράδειγμα), αλλά όπου μπορούσε βοηθούσε και με τις μουσικές του γνώσεις το group.
Υπήρχε λοιπόν ένα πολύ «υγιές κλίμα» και ένα ομαδικό πνεύμα, στοιχεία που κυριάρχησαν κατά τη διάρκεια της σύνθεσης και των ηχογραφήσεων του “Argus” και αποτυπώθηκαν στο βινύλιο απολύτως φυσιολογικά. Όλοι οι εμπλεκόμενοι ήξεραν πια πως είχαν τη δυνατότητα και την ευκαιρία να γράψουν ένα αριστούργημα, κάθε φορά που βρίσκονταν από κοινού στο studio το διαπίστωναν. Τα πράγματα ήταν πολύ σοβαρά, συνεπώς κάποιος θα έπρεπε να βγει μπροστά για να ξεπεραστούν, στην αρχή τους, τα όποια μικρά εμπόδια παρουσιάζονταν και να μην εξελιχθούν σε τροχοπέδη. Γι’ αυτό και οι δημοκρατικές οδοί βάσει των οποίων πορευόταν η μπάντα στα δύο προηγούμενα albums, ενώ θα παρέμεναν ανοιχτές, σε κάποιες περιπτώσεις θα παρακάμπτονταν. Αυτόν τον περισσότερο ηγετικό ρόλο θα είχε ο Martin Turner, αναλαμβάνοντας προσωρινά τα ηνία και δίνοντας τις κατάλληλες λύσεις όπου αυτές χρειάζονταν, προς όφελος της μπάντας.
Το καλό επίσης με τους WISHBONE ASH ήταν πως είχαν, πέραν των δύο ισάξιων κιθαριστών, τρία μέλη που θα μπορούσαν να τραγουδήσουν στο ίδιο επίπεδο. Όπως συνέβαινε και με την ανάληψη του κάθε lead, έτσι και με τη φωνή, όποιος ένιωθε περισσότερη άνεση με το εκάστοτε τραγούδι, στεκόταν πίσω από το κύριο μικρόφωνο. Κι όπως ήταν λογικό και αναμενόμενο, δεν άφησαν την ευκαιρία αυτή να πάει χαμένη. Αξιοποιώντας το πλεονέκτημά τους αυτό, γέμισαν το “Argus” με υπέροχες πολυφωνικές γραμμές, φτάνοντας να τραγουδούν ως και οι τρεις μαζί και δημιουργώντας και εδώ, τη δική τους σχολή.
ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Επτά τον αριθμό. Πέντε σε μουσική όλων, ένα αποκλειστικό δημιούργημα του T. Turner, ένα του Upton και οι σκέψεις στο χαρτί, όλες του M. Turner. Μόνο το “Blowin’ free”, γραμμένο για την τότε κοπέλα του M. Turner, Annalena Nordstrom, τραβά τον δικό του δρόμο, με τον ανάλαφρο rock ρυθμό και την slide κιθάρα του. Τo riff του το ακούς παραλλαγμένο στο “Reeling in the years” της ίδιας χρονιάς, από τους STEELY DAN, αλλά περί επιδραστικότητας θα μιλήσουμε εκτενέστερα παρακάτω. Γιατί διαφέρει; Ίσως «φταίει» το ότι γράφτηκε στο Whisky A Go-Go της Sunset Boulevard και ήταν το παλαιότερο όλων, ή μπορεί να συμπεριελήφθη στο album ακριβώς για να προσδώσει τη διαφορετικότητα αυτή. Γιατί όλα τα υπόλοιπα, ανήκουν σε έναν άλλον, ξεχωριστό (όνομα και πράγμα), δικό τους κόσμο. Έναν κόσμο όπου το επικό συναίσθημα, ο λυρισμός, οι εναλλάξ ερμηνείες, οι διπλές αρμονικές στις κιθάρες και τα crescendos των διαδοχικών leads είναι οι αδιαμφισβήτητοι κυρίαρχοι.
Ξεκινάμε με τις λυρικότατες progressive ελεγείες των “Time was” και “Sometime world”. Δύο κομμάτια – στοχασμός για τη ζωή, τις πράξεις μας και πως πορευόμαστε στον κόσμο. Τίποτα δεν πρέπει να απέσπασε την προσοχή του Steve Harris κατά την ακρόασή τους, ο οποίος θα ρούφηξε και την τελευταία λεπτομέρεια. Είναι ακριβώς αυτό που ήθελε να κάνει, εννοείται επιμεταλλωμένα, από την εποχή των 80s, αλλά οι συνθήκες (και ο ίδιος) δεν είχαν την απαιτούμενη ωριμότητα. Και δεν είναι μόνο οι μεγάλες εισαγωγές και η εξέλιξη αμφότερων των δύο κομματιών που το πιστοποιούν αυτό. Πρόσεξε λίγο, στο δεύτερο, το rhythm section και ειδικά το μπάσο που είναι συμπρωταγωνιστής και όχι επικουρικός ρολίστας. Ας μην κάνουμε πως δεν καταλαβαίνουμε, ναι;
Επίσης «Maiden πριν τους Maiden», είναι το θεολογικό έπος “The King will come”. Πως θα μπορούσε να μην είναι «έπος» θα μου πεις, αφού μιλά για την Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου και την Τελική Κρίση. “In the fire, the King will come, thunder rolls, piper and drum. Evil sons, overrun, count their sins – judgment comes”. Εδώ ο Ted καταθέτει το καλύτερό του, ίσως, solo, «βουτηγμένο» στα blues. Η αιώνια μάχη του Πολεμιστή στο ηρωικό “Warrior” μας κάνει να ταυτιστούμε μαζί του και να γίνουμε και μεις σαν αυτόν με τη σειρά μας, έστω και για αυτά τα λίγα λεπτά που διαρκεί. Κι αυτό γιατί δεν είναι κατ’ ανάγκη ένα μιλιταριστικό κομμάτι. Θα μπορούσε να αναφέρεται στην καθημερινή μάχη για ένα καλύτερο μέλλον, μια μάχη στην οποία είναι χρέος όλων μας να λάβουμε μέρος.
Και αφού ταυτιστήκαμε με τον Ήρωα, μοιραζόμαστε το βάρος του, καθώς κάθεται να ξαποστάσει στο αιματοβαμμένο πεδίο του εκτυφλωτικού “Throw down the sword”, την ώρα που αναλογίζεται αν άξιζε όλο αυτό. Μια πολύ σπουδαία σύνθεση που κλείνει ιδανικά τον δίσκο, με ένα θρυλικό solo από τους Powell/Turner και τον John Tout των RENAISSANCE (τι αριστούργημα αυτό το “Turn of the cards”), ο οποίος έπαιξε πλήκτρα, να είναι πολλά περισσότερα από ένας ακόμη «καλεσμένος μουσικός». Με αυτήν την τριπλέτα ξεκινούσαν και οι τότε «ζωντανές» εμφανίσεις του group, για να επιτευχθεί η κατάλληλη ατμόσφαιρα.
Τελευταίο άφησα το ονειρικό “Leaf and Stream”. Μια ιδιαίτερη κατηγορία, ένα τραγούδι που στέκει τόσο μόνο του, όσο και εν αρμονία με τα υπόλοιπα. Το ομορφότερο του δίσκου για τον γράφοντα και ένα από τα αγαπημένα του, όλων των εποχών. Έχεις ακούσει τραγούδι που όντως να θυμίζει ένα φύλλο που κυλά σε κάποιο ποτάμι; Υπάρχει και είναι αυτό. “Find myself beside a stream of empty thought, like a leaf that’s fallen to the ground”… Ο αγώνας ενάντια στο τέρας της κατάθλιψης θέλει επιμονή και τεράστια ψυχικά αποθέματα, στο τέλος όμως μπορεί να κερδηθεί.
Τις «δαντελένιες» του κιθάρες λάτρεψε τόσο ο Ritchie Blackmore, που όταν του δόθηκε η ευκαιρία να εκφραστεί παρομοίως, τόσο με τους RAINBOW όσο και με τους BLACKMORE’S NIGHT, δεν την άφησε να πάει χαμένη. Ο Άνδρας με τα Μαύρα είχε εξάλλου εκδηλώσει τον θαυμασμό του για τη μουσική των WISHBONE ASH, από εκείνη την συναυλία τους στο Dunstable Civic Hall τον Μάιο του 1970, μαζί με τους DEEP PURPLE, όταν διαδραματίστηκε η άτυπη, φιλική «μονομαχία» του με τον Andy Powell. Τους συνέστησε αργότερα στον παραγωγό Derek Lawrence, τους βοήθησε να εξασφαλίσουν ένα δισκογραφικό συμβόλαιο με την Decca/MCA Records, τι άλλο να έκανε;
ΤΟ ARTWORK
Πόσες και πόσες φορές δεν έχουμε αγοράσει έναν δίσκο, ορμώμενοι από το εξώφυλλό του… Ας αφήσουμε λίγο τη δική μας εποχή, όπου μπορούμε να ακούσουμε όποτε και όπως θέλουμε τη μουσική, πριν προβούμε σε αγορά. Κάποτε, δεν υπήρχε αυτή η δυνατότητα. Κάποτε οι καλλιτέχνες έδιναν ιδιαίτερη σημασία στο artwork, για να βάλουν «γκολ από τα αποδυτήρια». Κάποτε, τα εξώφυλλα «μιλούσαν», μην πω «τραγουδούσαν». Έτσι σκέφτηκαν και οι WISHBONE ASH, αναθέτοντας στην Hipgnosis του μεγάλων Storm Thorgerson/Aubrey Powell τη δημιουργία ενός έργου που θα τραβούσε την προσοχή του επίδοξου αγοραστή/ακροατή. Τελικά, όχι μόνο επετεύχθη αυτό, αλλά το εξώφυλλο του “Argus” έμελλε να γίνει ένα από τα πιο χαρακτηριστικά και κλασσικά στην ιστορία του rock.
O φρουρός με το κράνος, την κόκκινη κάπα και το δόρυ στο χέρι, που αγναντεύει τον ορίζοντα από ύψος 600 μέτρων κάπου σε ένα φαράγγι στην περιοχή του Verdun, στην Προβηγκία της Νοτιοανατολικής Γαλλίας, θα γινόταν μια δεσπόζουσα φιγούρα της μουσικής Τέχνης. Η όλη ομιχλώδης, μουντή ατμόσφαιρα, μοιάζει να βγαίνει μέσα από τα «αυλάκια» του βινυλίου, αφού η μουσική της μπάντας θα ήταν το ίδιο μελαγχολική. Η αίσθηση μυστηρίου, διάχυτη. Ποιος ήταν ο φρουρός; Μην ήταν ο Aubrey Powell; Κάποιος από το συγκρότημα; O Bruce Atkins; Ένα κάποιο μοντέλο; Κανείς δε ξέρει, ίσως να μη μάθουμε και ποτέ. Ξέρουμε όμως πως η στολή του ήταν δάνειο από την γκαρνταρόμπα της ταινίας του Ken Russell “The Devils” (1971), ότι αντί για δόρυ υποτίθεται πως θα κρατούσε ένα σπαθί, αντίστοιχο δάνειο από τον “Macbeth” του Roman Polanski το οποίο τελικά χάθηκε κάπου στη γαλλική ύπαιθρο και κυρίως, μας αρέσει να πιστεύουμε πως η φιγούρα αυτή, ήταν η βασική πηγή έμπνευσης για τον χαρακτήρα του θρυλικού πια Darth Vader. Βρε, λες;
Ένα άλλο χαρακτηριστικό γνώρισμα του artwork, ήταν ο ιπτάμενος δίσκος του οπισθοφύλλου, που όμως αφαιρέθηκε από το αντίστοιχο των πρώτων επανεκδόσεων, για να επιστρέψει και πάλι σε αυτήν της Universal Records το 2007. Σύμφωνα με τον Storm Thorgerson, ο φρουρός με τον μεσαιωνικό οπλισμό, αναμένει υπομονετικά την άφιξη επισκεπτών από το διάστημα. Ίσως αυτή η απεικόνιση να ήθελε να αποτυπώσει την αιώνια μοναξιά του πολεμιστή, όπως την αφηγείται το ίδιο το group, ή να προσδώσει μια αίσθηση διαχρονικότητας, που να αντικατοπτρίζει με την σειρά της τη μουσική τoυ “Argus”.
Η ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ
Στην αρχή του κειμένου, υποθέσαμε πως και οι ίδιοι οι WISHBONE ASH πιθανότατα να μην είχαν κατά νου το πόσο θα επηρέαζαν την εξέλιξη του «σκληρού ήχου» με τις πρώτες δουλειές τους και κυρίως με το “Argus”. Η υπόθεσή μας αυτή αποκτά ακόμη πιο στέρεο έδαφος, αν αναλογιστούμε πως το κιθαριστικό δίδυμο των Powell/Turner δημιουργήθηκε… κατά τύχη! Όταν ο αρχικός κιθαρίστας των TANGLEWOOD και αδελφός του Martin Turner, Glenn, εγκατέλειψε το group, ο manager Miles Copeland έβαλε μια αγγελία όπου ζητούσε έναν κιθαρίστα και έναν πληκτρά. Οι δύο επικρατέστεροι για τη θέση του κιθαρίστα ήταν οι Andy Powell και Ted Turner, αλλά ο δαιμόνιος Copeland που έβλεπε πολύ μπροστά, απέρριψε τελικά τη χρήση πλήκτρων και τους «έδεσε», οδηγώντας τους να πλασαριστούν, ως ντουέτο, στους πρώτους και καλύτερους σε αρκετές ψηφοφορίες / μνείες / συζητήσεις που έχουν να κάνουν με κιθαρίστες.
Μπορεί οι δίδυμες κιθάρες, όπως τις ξέρουμε έστω, να έκαναν την εμφάνισή τους στο rock πρώτιστα στους θρύλους του νοτίου ήχου THE ALLMAN BROTHERS BAND (όχι, μπάντες όπως οι THE BEATLES ή οι THE YARDBIRDS δεν είναι ίδια περίπτωση), μα ο χαρακτηριστικός ήχος της «δισολίας» και των διπλών αρμονιών είναι γέννημα των WISHBONE ASH. Και ήταν τέτοια η άμεση επίδρασή τους όχι μόνο στα συγκροτήματα που ακολούθησαν αλλά και στα σύγχρονά τους, που μιλάμε όχι για επιρροή αλλά για δημιουργία ενός ολοκληρωτικά καινούργιου σύμπαντος. Ως τότε, οι rock κιθαρίστες τι έκαναν στην ουσία; Έπαιρναν τα rhythm ‘n’ blues και τους έδιναν έναν πιο «σκληρό» και «επιθετικό» χαρακτήρα. Εκεί ήρθε ο νεοτερισμός των WISHBONE ASH. Δεν αναίρεσαν το στοιχείο αυτό (κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατο άλλωστε), αλλά έδειξαν πως υπάρχει και ένας άλλος δρόμος, που περνά μέσα από την αγγλική παράδοση.
Γιατί το “Argus” είναι ακριβώς αυτό: ένα αριστουργηματικό, εσωστρεφές puzzle με κομμάτια από τον Μεσαίωνα, την σαιξπηρική Αναγέννηση και τη folklore «μαγεία» της Γηραιάς Αλβιώνας. Αυτή η εσωστρέφεια και εσωτερικότητα της μουσικής του αποθεώνει και αποθεώνεται από τις μινόρε κλίμακες και αποτυπώνει τόσο πιστά το μελαγχολικό, μουντό περιβάλλον της Αγγλίας, που θα το χαρακτηρίζαμε, όχι άδικα, ένα κυριολεκτικό δημιούργημά του, ένα προϊόν του. Μοιραία λοιπόν, εκτός από τον αντίκτυπο που είχε στην υπόθεση «rock κιθάρες», ο Άργος θα μετουσιωνόταν σε θεμέλια λίθο στη βάση του επιβλητικού οικοδομήματος που αργότερα θα ονομάζαμε «επικό metal».
Δεν είναι όμως μονάχα το επικό metal. Ο κατάλογος κατ’ ουσίαν δεν τελειώνει ποτέ. Δε ξέρω αν το έχεις ποτέ σου αναλογιστεί, μα εδώ μιλάμε για ένα από τα δέκα (ίσως λέω και πολλά) πιο επιδραστικά albums στην ιστορία του rock. Δες το και αναλογικά, πέραν από καλλιτέχνες όπως οι U.F.O, VAN HALEN, METALLICA, DREAM THEATER και OPETH, που δήλωσαν ανοικτά τη λατρεία τους. Όταν έχεις τον ίδιο τον Phil Lynott να αλλάζει τον ήχο των THIN LIZZY μετά από μια συναυλία των Ash στο Lyceum του Λονδίνου, ή τον Steve Harris να εξηγεί πως αν θέλει κάποιος να κατανοήσει τους IRON MAIDEN και πως διαμορφώθηκε ο ήχος τους δεν έχει παρά να ακούσει το “Argus”, χρειάζεσαι άλλες αποδείξεις; Όταν ΜΟΝΟ από αυτές τις δύο μπάντες ξεπήδησαν αναρίθμητες άλλες, τότε δεν είναι δίκαιο να διεκδικούν οι WISHBONE ASH μια οπωσδήποτε γεναρχική θέση;
Βάλε να παίξει το “Pronounced Leh-Nerd Skin-Nerd” των LYNYRD SKYNYRD, δίνοντας βάση στα θεόρατα “Simple man” και “Free bird”. Άκουσε τους MOLLY HATCHET στα “Fall of the peacemakers” και “Silent reign of heroes” και τους SCORPIONS στο “This is my song”. Οι WISHBONE ASH είναι εκεί. Ως και οι JUDAS PRIEST όχι μόνον επηρεάστηκαν από την ατμόσφαιρά του στις δύο πρώτες δουλειές τους, με τα αριστουργηματικά “Run of the mill” και “Dreamer deceiver” να μη μπορούν να «κρυφτούν» με τίποτα, μα συμπεριέλαβαν ως φόρο τιμής στους Ash, μελωδία από το “Errors of my way” του ντεμπούτου, στο solo του “Dreamer…”.
Η χαρακτηριστικότερη ίσως δισολία στην ιστορία του rock, αυτή του “Hotel California”, μπορεί να μην ανήκει στους WISHBONE ASH αλλά στους EAGLES, μα ήταν οι πρώτοι που αποτέλεσαν έμπνευση για την σύνθεσή της. Μέχρι τότε, δεν είχε ακούσει ο κόσμος κάτι ανάλογο στους δίσκους των Αμερικανών. Είδες τί σου είναι τα πάρε – δώσε με τον ίδιο παραγωγό, τον Bill Szymczyk (βλ. “There’s the Rub”); Αλλάζει, έστω και προσωρινά, την κοσμοθεωρία σου! Να μιλήσω για δίσκους όπως το “Endless skies” των ASHBURY; Ίσως το απόλυτο “Ash tribute”… Ή για την αναβίωση του vintage ήχου; Πέραν της γενικότερης λατρείας μιας ευρείας πλειοψηφίας προς το πρόσωπο των WISHBONE ASH, συγκροτήματα όπως οι TAROT, WYTCH HAZEL, TANITH και HALLAS έχουν δημιουργήσει τα δικά τους αριστουργήματα με κύριο οδηγό τον Άργο.
Πενήντα χρόνια πέρασαν από την πρώτη μέρα της κυκλοφορίας του μα η «μπογιά» του “Argus” δε λέει να ξεφτήσει. Εξακολουθεί και ακούγεται «φρέσκο», σύγχρονο, πρωτοπόρο και επιδραστικό. Προορισμένο να ηγείται. Κάτι που πιστοποιείται επιπλέον και από το γεγονός πως οι προσωπικές μπάντες των Martin Turner/Andy Powell περιοδεύουν έχοντας το στο setlist τους συχνά – πυκνά ολόκληρο, εξαργυρώνοντας έτσι με τον καλύτερο (και τίμιο, η αλήθεια να λέγεται, αν και θα θέλαμε μια ουσιαστική επανασύνδεση κάποια στιγμή) τρόπο την τεράστια αξία του.
Μισός αιώνας “Argus”, ή αλλιώς, μισός αιώνας Μουσικού Πολιτισμού. Το σπαθί χαμήλωσε, μα δεν έπεσε στο έδαφος. Καρφώθηκε στο γη και γύρω του υψώθηκε ένα επιβλητικό μνημείο. Όσοι πιστοί, προσέλθετε.
Δημήτρης Τσέλλος