MANOWAR – The story behind “Battle hymns” (Ross The Boss)

0
1322
Manowar












Manowar

Σήμερα κλείνουν 40 χρόνια από την ημέρα που κυκλοφόρησε το ντεμπούτο των MANOWAR, το “Battle hymns”. Ένας δίσκος που έμελλε να αποτελέσει τον πρώτο, ίσως, δείγμα επικού metal στην ιστορία, μ’ ένα από τα σαφώς επικότερα τραγούδια όλων των εποχών, το “Battle hymn”. Ο Σάκης Φράγκος, με την υπερπολύτιμη βοήθεια του Δημήτρη Τσέλλου και του Σάκη Νίκα, βρήκε τον τότε κιθαρίστα του σχήματος, Ross The Boss, ο οποίος παρότι ήταν εθνική αργία τότε (Memorial Day), δέχτηκε να μιλήσει με πολύ μεγάλη του χαρά για τους φίλους του από την “Sacred Hellas”, όπως ακριβώς έλεγε. Και μίλησε με ειλικρίνεια και χωρίς διάθεση να καλοπιάσει κανέναν. Όπως πάντα. Και μην ξεχνάτε: Την Τετάρτη 22 Ιουνίου, οι MANOWAR στο Release Athens Festival, μαζί με τους ROTTING CHRIST, RHAPSODY OF FIRE και MEDEN AGAN!

Ross, η συζήτησή μας αυτή γίνεται με αφορμή την συμπλήρωση των σαράντα (40) ετών από την κυκλοφορία του “Battle hymns”, οπότε θα ήθελα να πάμε πίσω τον χρόνο σε εκείνες τις πρώτες μέρες και να μας πεις, αρχικά, πως βοήθησε ο R.J.Dio στο να σχηματιστούν οι MANOWAR.
Λοιπόν… Τότε έπαιζα κιθάρα σε μια γαλλική μπάντα που λεγόταν SHAKIN’ STREET και ήμασταν σε περιοδεία. Είχαμε λοιπόν για manager τον Samuel Clarke “Sandy” Pearlman, ο οποίος ήταν εκτός από δικός μας, manager των BLUE OYSTER CULT, BLACK SABBATH και THE DICTATORS. Έτσι, μας έβαλε να ανοίγουμε για τους BOC και BLACK SABBATH σε όλη τη διάρκεια της περιοδείας του “Black and Blue Tour” (σ.σ: από κοινού περιοδεία των συγκροτημάτων στις Η.Π.Α το 1980), σε αρένες και μεγάλα στάδια. Ακολουθήσαμε αρχικά τους Sabbath και στη βρετανική τους περιοδεία, η οποία ήταν η πρώτη του RJ Dio με το group, στα πλαίσια πάντα του “Heaven and Hell”. Περιττό να σου πω, πως η τιμή του να παίζω στα ίδια venues με τον Tony Iommi ήταν τεράστια, καθώς ανέκαθεν ήμουν μεγάλος του οπαδός. Σε κάποια στάση της περιοδείας λοιπόν, δυστυχώς δε θυμάμαι την πόλη για να σου πω ακριβώς, ενώ έκανα soundcheck, o Ronnie ήταν στην άκρη της σκηνής και με έβλεπε. Μόλις τελείωσα, ήρθε και μου μίλησε, λέγοντάς μου πόσο ξέρει τη μουσική μου και την rock σκηνή της Νέας Υόρκης και πως του αρέσει πολύ ο τρόπος που παίζω κιθάρα. Εκεί, μου μίλησε για έναν «φίλο που είχε στο crew του, ο οποίος έπαιζε μπάσο όπως κανείς άλλος, με τρόπο νεωτεριστικό και πρωτότυπο, που θα έπρεπε οπωσδήποτε να γνωρίσω». Ε, πήγα, τον βρήκα, γίναμε φίλοι αμέσως και καταλάβαμε πως είχαμε πολλά κοινά ως προς το πώς βλέπαμε τη μουσική. Jamm-άραμε για αρκετή ώρα, με τον Joey να χρησιμοποιεί το μπάσο του Geezer. Ήταν πολύ ωραία φάση!

Εσύ ήσουν όμως, ήδη, ένας καταξιωμένος μουσικός…
Ναι, είχα ήδη τρεις δίσκους με τους THE DICTATORS και έναν με τους SHAKIN’ STREET και όλοι με ήξεραν.

Και σχηματίζονται οι MANOWAR, με τον Eric Adams στη φωνή και τον Donnie Hamzik στα τύμπανα. Τον Eric πως τον βρήκατε;
Αφού πλέον είχαμε αποφασίσει να φτιάξουμε μπάντα με τον Joey, έπρεπε να βρούμε και τον κατάλληλο τραγουδιστή, σωστά; Θυμάμαι ο φίλος μου τότε, ο Bob Currie, που δούλευε στην ΕΜΙ, ρώτησε τον Joey αν έχει κάποιον στο νου. Εκείνος είπε πως είχε έναν παλιό συμμαθητή, από το Auburn της Νέας Υόρκης, που τον έλεγαν Louis (σ.σ: Louis Marullo είναι το πραγματικό όνομα του Adams). Ήρθαμε σε επαφή, ξεκινήσαμε πρόβες και ηχογραφήσαμε το πρώτο μας demo, με drummer όμως τον Carl Canedy (THE RODS, Jack Starr, Rhett Forrester). Ήμασταν πολύ ευχαριστημένοι από τον Louis, αλλά έπρεπε να αλλάξει το όνομά του. Ξέρεις, δεν είναι όνομα αυτό για rock ‘n’ roll! Οπότε, του είπα: «Έχεις δύο γιούς, τον Eric και τον Adam, οπότε, από δω και στο εξής, θα λέγεσαι… Eric Adams!»

Καταπληκτικό… Και φτάνουμε στην στιγμή που μπαίνετε στο studio, για να ηχογραφήσετε το “Battle Hymns”. Είχατε από τότε στόχο να είστε η «πιο heavy μπάντα του πλανήτη»;
Θέλαμε να είμαστε τα πάντα! Γρήγοροι, αργοί, δυναμικοί, επικοί… αλλά κανείς δεν ήθελε να μας υπογράψει, ούτε θα το έκανε ποτέ! Μόνον ο φίλος μου ο Bob, που ανέφερα παραπάνω, επέμενε! Αν δεν ήταν αυτός, δε θα είχαμε ξεκινήσει ποτέ την πορεία μας.

Γιατί όμως;
Επειδή ήμασταν τελείως διαφορετικοί! Επίσης, είχαμε ένα συγκεκριμένο «όραμα» για το τι είδους εξοπλισμό θα χρησιμοποιούσαμε, και κανείς δεν ήθελε να βάλει το χέρι στην τσέπη για κάτι τέτοιο, εκτός από την ΕΜΙ, ελέω Bob! Που και πάλι, δεν ήξεραν οι άνθρωποί της τι να περιμένουν, δεν είχαν ιδέα! Ίσως γι’ αυτό φύγαμε και τόσο γρήγορα από κει, χαχα!

Δεν ήξεραν λοιπόν, πώς να προμοτάρουν τη μουσική σας…
Ακριβώς. Και τόσο εγώ όσο και τα υπόλοιπα παιδιά, θέλαμε απλά να κυκλοφορήσουμε έναν σπουδαίο δίσκο. Όλο το διάστημα πριν την ηχογράφηση, κάναμε συνέχεια πρόβες, δουλεύαμε συνέχεια τα τραγούδια. Είχαμε τον χώρο μας, είχαμε χρόνο, είχαμε στόχους.

Και εκείνες τις πρώτες μέρες, ποιες ήταν οι επιρροές σας; Δεν έχουμε ακούσει κάποιο μέλος των MANOWAR να μιλά ανοικτά για τις επιρροές σας, λες και υπήρχε κάτι σαν παρθενογένεση! Μόνο τον Joey (σ.σ: DeMaio) να μιλά για το πόσο σας είχε επηρεάσει η κλασσική μουσική.
Σαφέστατα η κλασσική μουσική αποτέλεσε μεγάλη επιρροή για μας, αλλά παράλληλα είχαν αντίκτυπο στη μουσική μας μπάντες όπως οι BLACK SABBATH, LED ZEPPELIN, MOUNTAIN, GRAND FUNK RAILROAD, Jimi Hendrix, THE WHO… Ειδικά οι τελευταίοι αποτέλεσαν για μένα μέγιστη επιρροή! (σχ. Δημήτρη Τσέλλου: Να τα βλέπουν αυτά οι Manowarriors)

Από τις πρώτες σας μέρες, κηρύξατε πόλεμο στο “false metal” (σ.σ: γελά ήδη ο Ross). Ποιες μπάντες αντιπροσώπευαν τον όρον αυτόν; Είμαστε στο 1982 και…
(Διακόπτει) Δεν είχα και δεν έχω κανένα πρόβλημα, με καμία μπάντα. Η ατάκα, η δήλωση “Death to false metal” ήταν το πιο ΗΛΙΘΙΟ, ΓΕΛΟΙΟ, ΑΧΡΗΣΤΟ και ΕΠΙΒΛΑΒΕΣ για την καριέρα ενός μουσικού πράγμα, που θα μπορούσε να ειπωθεί. Αυτό πίστευα, κι αυτό πιστεύω.

Άρα, όλες οι άλλες μπάντες ήταν “false”, εκτός από τους MANOWAR
Ακριβώς!

Δηλαδή, μισό λεπτό, μπάντες σαν τους JUDAS PRIEST και τους IRON MAIDEN ήταν…
False! Βέβαια, χαχα! Ειδικά τους δεύτερους, ο Joey τους μισούσε, αλλά εμένα μου άρεσαν πολύ, ήταν και είναι καταπληκτικές μπάντες και οι δύο!

Ok, εντάξει. Πέραν όμως αυτού του moto, τι σας ενόχλησε τόσο πολύ στην τότε σκηνή, ώστε να συνθέσετε δίσκους τόσο… θηριώδεις; (“monstrous”, ήταν η λέξη που χρησιμοποιήθηκε)
Εμένα; Τίποτα, τίποτα δε με ενοχλούσε!

Τότε τη μπάντα γενικά, ή τον Joey. Ή ήταν ένα marketing κόλπο όλο αυτό, με σκοπό να «τραβήξει» κόσμο;
Χαχα, έλα τώρα, δε γίνεται να τα παίρνει κανείς στα σοβαρά όλα αυτά! Ερχόταν κόσμος και μου έλεγε «Ross, μας δουλεύετε, έτσι; Μας κάνετε πλάκα!» κι εγώ απαντούσα «Εγώ; Εγώ δε λέω κάτι, αυτός τα λέει!» (σ.σ: εννοεί τον DeMaio). Βασικά, μη γελιόμαστε, περισσότερες μέλισσες θα πιάσεις με το μέλι, παρά με χυμό λεμόνι (σ.σ: αμερικανική παροιμία, πασιφανές το νόημά της) … Αν μισείς τους πάντες, ποιος θα σε πάρει μαζί του στον δρόμο; Με ποιον θα παίξεις; Ενώ αν είσαι ευχάριστος και αγαπητός, οι δρόμοι είναι ανοικτοί… καταλαβαίνεις τι εννοώ. Ε, αυτό έγινε.

Αληθεύει το γεγονός πως η εταιρεία σας τότε, ήθελε να γράψετε όσο γίνεται περισσότερα τραγούδια;
Όχι, δεν είναι αληθές αυτό. Ήταν απόλυτα ευχαριστημένοι με αυτά που είχαμε και δόξα τω Θεώ που δεν είχαμε άλλα, θα έμεναν στο συρτάρι, σιγά μη μας κυκλοφορούσαν δεύτερο δίσκο! (γέλια) Εδώ περίμεναν πως και πως, πότε θα μας ξεφορτωθούν!

Γι’ αυτό και υπογράψατε μετά στην Megaforce/Music for Nations
Ναι, ευτυχώς, ο manager μας μπόρεσε να μας εξασφαλίσει ένα buy out και ένα καλό ποσό για τον δεύτερό μας δίσκο, πού όλοι ξέρετε ποιος ήταν, χαχα!

Πως ήρθατε σε επαφή με τον Orson Welles, για να αφηγηθεί στο “Dark avenger”;
Τόσον εγώ που έγραψα τη μουσική, όσο και ο Joey που ήταν ο στιχουργός, σκεφτήκαμε πως έπρεπε να υπάρχει ένας αφηγητής στο σημείο που το κομμάτι κάνει το “break”. «Άκουγα» στο κομμάτι ήδη τον James Earl Jones, τον Vincent Price, τον Orson Welles, κάποιον με «βαθιά» φωνή. Να διαφέρει από τη φωνή του Eric. Εκεί επενέβη ξανά ο Bob Currie και ανέλαβε να μας φέρει σε επαφή με τον Welles, μέσω του manager του που ζούσε, όπως και ο ίδιος ο Welles, στο Las Vegas. Toυ είπαμε πόσο πολύ θέλαμε να συνεργαστούμε, του στείλαμε το κείμενο και συμφώνησε! Ενθουσιάστηκε!

Είχε ακούσει το κομμάτι;
Τίποτα, ούτε νότα. Καταρχάς, δεν υπήρχε και κομμάτι έτοιμο, κάτι demos είχαμε, χαχα! Του άρεσε πολύ το κείμενο και μόνο! Έτσι, συνεννοηθήκαμε να είμαστε όλοι τον Μάιο στη Νέα Υόρκη, καθώς ο Welles θα ήταν εκεί για μια εκδήλωση, με τίτλο “Night of the thousand stars”, για το ραδιόφωνο ή κάτι τέτοιο. Ήρθε λοιπόν στο studio μας, το Media Sound, στην 57η Οδό, ένα πανέμορφο μέρος. Υπάρχει και η σχετική φωτογραφία από τότε. Εκείνη την ημέρα, έκανε και τις τρεις αφηγήσεις: για το “Dark avenger”, το “Defender” και την σύστασή μας στο κοινό, κάθε που ξεκινούσε μια συναυλία μας.

Σας είπε κάτι;
Μπα, τίποτα! Απλά, του άρεσε όλο αυτό. Και μεις του αρέσαμε, προφανώς. Θυμάμαι είχε πάει από νωρίς, και ρώταγε με την χαρακτηριστική του φωνή «Ήρθαν οι συνθέτες;» (σ.σ: μιμείται τον Welles εδώ ο Ross). Εκείνη την ώρα μπαίναμε και μεις, και τα κάναμε πάνω μας, χαχα! Σας λέω, η φωνή του έκανε το studio να τρίζει! Και εμείς κοιτούσαμε ο ένας τον άλλον και λέγαμε «όντως ρε φίλε, συμβαίνει, έχουμε έναν super star ως συνεργάτη, στο πρώτο μας album!». Και η ΕΜΙ, να μη δίνει δεκάρα, το μόνο που ήθελε ήταν να κάνουμε έναν δίσκο που θα πουλήσει πολύ.

Ναι, αλλά της φέρατε έναν αστέρα, που θα έφερνε με τη σειρά του πωλήσεις!
Ε, ναι, ως εκεί.

Πως και συμπεριλάβατε το “Williams tale” στον δίσκο; Ούτε τότε, ούτε τώρα είναι συνηθισμένο ένα solo μπάσο.
Γιατί, ήμασταν εμείς συνηθισμένοι; (γέλια) Ο Joey έπαιζε τη μελωδία αυτή συνέχεια και μου άρεσε, οπότε του είπα να το κάνει επίσημα. Όταν διασκευάζεις ένα γνωστό κομμάτι σαν solo, τότε ναι, έχει νόημα, υπό την έννοια πως δεν είναι ένα ακόμη αχρείαστο solo.

Σκέφτηκες να «ανταποδώσεις» με solo κιθάρας;
Ποτέ! Μιλάμε για άχρηστο πράγμα. Παίζω όμορφα solos μέσα σε ωραία τραγούδια και αυτό αρκεί, δεν είμαι σαν κάποιους κιθαρίστες που πάσχουν από «διάρροια στα δάκτυλα»! (τρελά γέλια) Ούτε σαν αυτούς που προσπαθούν σε ένα λεπτό να δείξουν όσα ξέρουν, τί μπούρδες είναι αυτές;

Και αν τους πεις να γράψουν ένα καλό τραγούδι, δε ξέρουν να το κάνουν.
Βέβαια! Εγώ είμαι της άποψης να παίζεις όσες νότες επιτάσσει το solo το ίδιο. Δύο; Δύο. Χίλιες; Χίλιες. Αλλά δεν έχω «διάρροια». Less is more, όπως λένε.

Πως καταλήξατε να χρησιμοποιήσετε ήχους από μοτοσικλέτες στο ξεκίνημα του δίσκου σας, κάτι που οι MANOWAR έκαναν τακτικά και σε επόμενα άλμπουμ;
Ναι, στο “Death tone”. Νομίζω ότι λειτούργησε καλά. Γούσταρε και ο Joey τις μηχανές, οπότε βάλαμε πολλές μηχανές σ’ ένα γκαράζ στη Florida, βάλαμε μικρόφωνα μέσα και τις ηχογραφήσαμε.

Ναι, ας μην ξεχνάμε ότι τότε δεν υπήρχαν τράπεζες ήχων στους υπολογιστές. Αν ήθελες έναν συγκεκριμένο ήχο, έπρεπε να χρησιμοποιήσεις τον πραγματικό.
Ακριβώς αυτό, μπράβο.

Πως καταλήξατε σ’ αυτό το εξώφυλλο;
Ωραία ερώτηση. Ο αετός είναι κάτι πάρα πολύ αγαπημένο σε μένα. Πριν ακόμα από τους MANOWAR, είχα αυτόν τον αετό σε τατουάζ στο χέρι μου και στον Joey άρεσε πολύ. Μάλιστα για να δείξουμε ότι είμαστε αδέρφια, κάναμε το ίδιο τατουάζ στον ίδιο καλλιτέχνη. Σκεφτήκαμε, λοιπόν, για ποιον λόγο να μη βάλουμε τον αετό στο εξώφυλλο; Έναν απίστευτα δυνατό αετό, σαν Ρωμαϊκό άγαλμα, κάτι απίθανο. Έναν αετό με μούσκουλα. Έναν αετό με six-pack!!! Χαχαχαχα! Ήταν κάτι παρατραβηγμένο, αλλά αν μας ήξερες, έβγαζε νόημα. Ο Bob Currie, φυσικά, φρόντισε να βρει έναν καλλιτέχνη να φτιάξει αυτό που είχαμε στο μυαλό μας κι επιλέξαμε αυτό που βλέπεις, το οποίο μας άρεσε πολύ. Εγώ είχα ενθουσιαστεί και με το οπισθόφυλλο, που ακόμα και τώρα πιστεύω ότι θα έπρεπε να έχει γίνει αυτό το εξώφυλλο του δίσκου κι ο αετός να πάει πίσω, αλλά ό,τι έγινε, έγινε.

Ήταν ο John Stillwell, ευρύτερα γνωστός ως “Dawk”, το πέμπτο μέλος του γκρουπ;
(εκεί άλλαξε απότομα ο τόνος του κι έγινε λυπημένος, αφού ο Dawk πέθανε το 2015) Ναι, σίγουρα ήταν. Εκείνος έδωσε την εντολή να παραγγείλουμε τον εξοπλισμό που χρειαζόμασταν. Μόλις υπογράψαμε στην EMI, πήγα στο εργοστάσιο της Marshall και αγόρασα έναν εντελώς γελοίο και παράλογο αριθμό μηχανημάτων. Πρέπει να ήταν πάνω από 40-50 κομμάτια. Φαντάσου είχα πάρει 7 κεφαλές Marshall, πέρα απ’ όλα τα υπόλοιπα.

Χρησιμοποιήσατε όλο αυτό το backline στο στούντιο; Βλέπουμε τις φωτογραφίες και ήταν απίστευτος ο όγκος!
Όχι φυσικά. Τελικά χρησιμοποίησα μόνο έναν ενισχυτή! Φαινόταν εντυπωσιακή όμως η εικόνα, συμφωνώ μαζί σου.

Για ποιον λόγο δεν χρησιμοποιήσατε πουθενά το τραγούδι “Golden ride”, που είχε γραφτεί εκείνη την περίοδο;
Δεν ξέρω. Εγώ το θεωρώ καλό τραγούδι, αλλά είναι από αυτές τις περιπτώσεις που τελικά ποτέ δεν τα κατάφερε να μπει σε δίσκο.

Λογικά δεν θα ταίριαζε και στην ατμόσφαιρα των επόμενων δίσκων…
Πιθανώς, ναι. Αυτός πρέπει να είναι ο λόγος, τελικά.

Πέντε από τα τραγούδια του δίσκου, φέρουν την υπογραφή σου. Πως συμφωνήσατε με τον Joey να μοιραστούν ανάμεσα στα πιο επικά και στα πιο street heavy metal;
Σε κάθε δίσκο, έτσι και με το “Battle hymns”, είχαμε ένα «μοντέλο» σχετικά με τα τραγούδια που θα έμπαιναν. Είχαμε επικά τραγούδια, αλλά και rock n’ roll. Το ένα ύφος έπρεπε να «εξουδετερώνει» το άλλο, αλλιώς το άλμπουμ θα ήταν βαρετό. Στο “Battle hymns”, ο κόσμος γούσταρε πολύ τη μίξη της μουσικής που είχαμε. Το ίδιο έγινε και με το “Into glory ride”, που είχε τραγούδια όπως το “March for revenge”, το “Hatred”, το “Gloves of metal”, το “Warlord”. Αυτή η ποικιλία, κρατούσε το δίσκο φρέσκο.

Συμφωνείς με την άποψη πολλών, ότι η δεύτερη πλευρά του βινυλίου του “Battle hymns”, σηματοδοτεί και το ξεκίνημα του epic metal;
Μου θυμίζεις σε παρακαλώ ποια ήταν τα τραγούδια της δεύτερης πλευράς, επειδή δεν θυμάμαι;

“Manowar”, “Dark avenger”, “William’s Tale”, “Battle hymn”.
Ορίστε. Το είπες και μόνος σου. Δε νομίζω ότι μπορείς να κάνεις κάτι καλύτερο από αυτό. Αυτά τα τραγούδια είναι ο ορισμός του epic heavy metal. Και αυτό, είναι η κοινή συνισταμένη των έξι δίσκων που έκανα με τους MANOWAR, ότι όλα τα τραγούδια που γράψαμε ήταν σπουδαία. Δε νομίζω ότι έχουμε κάποιο filler σ’ αυτούς τους έξι δίσκους. Εκτός ίσως από τα σόλο του μπάσου. Χαχαχαχα!

Μιας και μιλάμε για fillers, ποια είναι η γνώμη σου για τραγούδια όπως το “Blow your speakers”, που αρκετοί οπαδοί των MANOWAR θεωρούν ότι δεν είναι και η καλύτερη στιγμή τους;
Μου αρέσει πολύ.

Ξέρεις πως είναι όλα αυτά… «Η μπάντα που έλεγε “death to false metal”, έβγαλε ένα εμπορικό τραγούδι για να το παίζει το MTV» και διάφορα τέτοια ωραία…
Φυσικά και το κάναμε αυτό. Ήμασταν στην Atlantic Records. Για ποιον λόγο πιστεύεις ότι μας υπέγραψαν; Για να μην κάνουμε video clip; Φυσικά και προσπαθήσαμε να κάνουμε επιτυχία, να κάνουμε crossover. Δεν καταλαβαίνω που είναι το λάθος σε αυτό.

Μην το ρωτάς αυτό σε εμένα… Νομίζω ότι πολλοί δεν έχουν καταλάβει πως οι MANOWAR ήταν σε πολυεθνική εταιρία και αυτά είναι εμπορικές αποφάσεις.
Μιλάμε για την Atlantic Records. Ήθελαν να πουλήσουν δίσκους. Δεν είναι μία underground εταιρία που δεν έχει δύο σεντς στην τσέπη. Μιλάμε για πολυεθνική εταιρία και δεν έχουν καμία διάθεση να παίζουν όταν μιλάμε για νούμερα. Δεν θέλω να με πετάνε έξω οι εταιρίες. Είναι βαρετό και θα ήθελα να έκανα επιτυχία.

Τι συνέβη και δεν τελειώσατε την περιοδεία με τον Ted Nugent, που ακολούθησε μετά την κυκλοφορία του “Battle hymns”;
Είχαμε φέρει στην περιοδεία τόσο πολύ εξοπλισμό, που έκανε τον δικό του να φαίνεται σαν «νάνος». Από την πρώτη στιγμή, λοιπόν, άρχισε να μη μας συμπαθεί. Χαχαχαχα. Για εμένα είναι ένα είδωλο. Λατρεύω τον Ted Nugent. Όταν παίζαμε, όμως, καταστρέφαμε τον τόπο και δεν τον αδικώ.

Για ποιον λόγο έφυγε ο Donnie Hamzik μετά την ηχογράφηση του δίσκου; Έχεις καθόλου επαφή μαζί του;
Πιστεύαμε ότι ο Donnie δεν ήταν στο ίδιο επίπεδο με εμάς και ο Joey ήθελε να πάρει έναν άλλο ντράμερ.

Πως κρίνεις την απόφαση να επανηχογραφηθεί το “Battle hymns” πριν λίγα χρόνια, με τον Karl Logan να παίζει τα μέρη σου;
Νομίζω ότι ήταν μία τραγωδία. Ήταν μία προσβολή προς τους οπαδούς. Νομίζω ότι η επανηχογράφηση ήταν εντελώς χάλια (σ.σ. “sucked ass” είπε για την ακρίβεια). Ήταν ένα χάσιμο χρόνου και ίσως μία προσπάθεια για εύκολο χρήμα. Ο Karl Logan δεν μπορούσε να παίξει τα θέματά μου ακόμα κι αν ήταν το τελευταίο πράγμα που χρειαζόταν να κάνει πριν τον σκότωνε κάποιος. Ακόμα κι αν κάποιος του απειλούσε τη ζωή, εκείνος δεν θα μπορούσε να παίξει αυτά που έπαιζα εγώ.

Πρόσφατα είπες κάποια σκληρά λόγια για τον Joey DeMaio. Προφανώς ήσουν ειλικρινής, αλλά έχεις μετανιώσει τουλάχιστον για τον τρόπο που παρουσιάστηκε όλη αυτή η δήλωση;
Ναι, έχω μετανιώσει, επειδή αυτή η συνέντευξη δεν επρόκειτο να δημοσιευθεί και αυτός ο τύπος τη δημοσίευσε χωρίς την άδειά μου. Αν είχα ακούσει τι είχα πει, θα του έλεγα να μην δημοσιεύσει αυτά τα λόγια, επειδή αυτό δεν είναι το στυλ μου, να προσβάλλω δηλαδή κόσμο, άσχετα αν ο Joey το άξιζε αυτό. Αν το ήξερα από πριν, δεν θα είχα δώσει την έγκρισή μου.

Ποια ήταν η τελευταία στιγμή που μίλησες με τον Joey; Ήταν στο Earthshaker Festival το 2005;
Ναι, ναι. Βασικά του μίλησα και όταν πέθανε ο Dawk.

Θα έλεγες «ναι» σε κάποιο υποθετικό reunion με τους MANOWAR ή αυτό το ενδεχόμενο δεν υπάρχει σε καμία περίπτωση;
Δεν θα έλεγα όχι. Δεν πρόκειται να συμβεί, βέβαια, αλλά δεν θα έλεγα όχι.

Σου πέρασε ποτέ από το μυαλό, όταν αποκαλύφθηκε η αηδιαστική δράση του Karl Logan με την παιδεραστία, ότι θα σε έπαιρνε τηλέφωνο ο Joey να επιστρέψεις στο συγκρότημα;
Όχι, ποτέ. Όχι.

Ο θάνατος του Scott Columbus ήταν ένα σοκ για σένα ή κάτι που του περίμενες;
Σε καμία περίπτωση δεν ήταν σοκ για μένα. Ο Scott έπαιζε τότε με τους ROSS THE BOSS, το συγκρότημά μου. Ήθελα να τον βοηθήσω και τον πήρα στην περιοδεία μαζί μας. Κάναμε κάποιες συναυλίες, αλλά ήταν ένα ερείπιο. Ήταν σκιά του εαυτού του και δεν είχε καμία σχέση με τον Scott που ήξερα. Ήθελα όμως να τον βοηθήσω. Η τελευταία συναυλία που έδωσε ποτέ, ήταν μαζί μας στη Φινλανδία κι έκανε πολύ καλή δουλειά. Επέστρεψε και 1-2 εβδομάδες αργότερα, πέθανε.

Τα πρώτα έξι άλμπουμ των MANOWAR, δικαίως θεωρούνται από τα πιο κλασικά στο heavy metal κι εσύ ήσουν ένα πολύ σημαντικό κομμάτι τους. Αν σου ζητούσα να επιλέξεις μόνο ένα από αυτά, ποιο θα διάλεγες και γιατί;
Το “Battle hymns”, ήταν ένας δίσκος που ξεκίνησε τα πάντα. Το power metal, το Viking metal, το epic metal, ξεκίνησαν απ’ αυτόν το δίσκο. Μου αρέσει πάρα πολύ και το “Hail to England”, το οποίο πολλοί φίλοι μου, το θεωρούν και τον καλύτερο δίσκο των MANOWAR. Δεν ξέρω, δεν μπορώ να σου πω.

Για ποιον λόγο, πιστεύεις εσύ, ότι οι MANOWAR δεν έγιναν αποδεκτοί εμπορικά; Είχε να κάνει με τη μουσική τους ή με κακές αποφάσεις του management;
Κακές αποφάσεις του management. Πιστεύω ότι δεν παίξαμε αρκετά, όπως για παράδειγμα έκαναν οι METALLICA, οι MEGADETH, οι TESTAMENT, οι EXODUS και τόσοι άλλοι, που έπαιζαν συνεχώς συναυλίες. Αυτό το πράγμα, μας έκανε μεγάλο κακό.

Αυτά είχα να σε ρωτήσω για το δίσκο. Ευχαριστώ πολύ για το χρόνο σου.
Ευχαριστώ πολύ κι εγώ και είμαι πολύ χαρούμενος που καταφέραμε να συζητήσουμε. Ελπίζω να τα καταφέρουμε να κάνουμε και αυτή τη συναυλία με τους ROSS THE BOSS, που αναβλήθηκε…

Σάκης Φράγκος
Ερωτήσεις: Σάκης Φράγκος – Δημήτρης Τσέλλος – Σάκης Νίκας
Απομαγνητοφώνηση: Σάκης Φράγκος – Δημήτρης Τσέλλος
All photos from “Battle hymns MMXI” booklet

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here