A day to remember… 1/8 [W.A.S.P.]

0
1504

ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ“The Crimson Idol” – W.A.S.P
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ1992
ΕΤΑΙΡΙΑParlophone
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣBlackie Lawless, Mikey Davis, Ross Robinson, Ian Cooper
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Blackie Lawless – Φωνητικά, ηλεκτρικές και ακουστικές κιθάρες, μπάσο, πλήκτρα

Frankie Banali – Τύμπανα
ΚΑΛΕΣΜΕΝΟΙ ΜΟΥΣΙΚΟΙ:
Bob Kulick – Κιθάρα
Doug Aldrich – Κιθάρα
Stet Howland – Τύμπανα

Η.Π.Α, δεκαετία του ’80. Ο τόπος και ο χρόνος της παντοκρατορίας του Hard Rock, του Heavy Metal και ειδικότερα του αλήτικου, «μπάσταρδου» τέκνου τους, αυτού που για δική μας ευκολία αλλά και για να το περιγράψουμε/προσδιορίσουμε καλύτερα, ονομάσαμε Hard ‘n’ Heavy. Της μουσικής των φανταχτερών ρούχων που συνδυάζονταν με τα δερμάτινα, τα jeans και παντός είδους σιδερικά, του βαψίματος, των μεγάλων χτενισμάτων, των φαντασμαγορικών shows στα πελώρια στάδια. Αρένες που γεμάτες από έφηβους, πάλλονταν κάθε βράδυ σχεδόν υπό τους ήχους και τους ρυθμούς τραγουδιών με θεόρατα hooks, εκτυφλωτικά leads και riffs που σε άρπαζαν σαν την πιο δυνατή, σφιχτή μέγγενη. Ναι, των αρένων, αλλά και των υγρών, μικρών clubs του L.A, εκεί όπου κυριαρχούσε η άκρατη έμπνευση και βάδιζε χεράκι-χεράκι με την ακολασία. Ο τόπος και ο χρόνος των συγκροτημάτων που λάτρευαν ισόποσα τους KISS, τους VAN HALEN, τα blues αλλά και τους JUDAS PRIEST.

Οι W.A.S.P του Blackie Lawless τα έζησαν όλα αυτά στο έπακρο, όντας από τους πιο αναγνωρίσιμους εκπροσώπους της σκηνής εκείνης. Ακραίοι, προκλητικοί, μισητοί στην PMRC, σε κάθε αρτηριοσκληρωτική οργάνωση, στους γονείς και στον θείο που πολέμησε στην Κορέα, «ζούσαν» από και για κάθε τέτοια αντίδραση. Αυτό τους έδινε έμπνευση. Αυτό τους «έθρεφε». Κάποια στιγμή όμως, ο Ψηλός ξύπνησε αλλαγμένος. Φαίνεται πως οι σκέψεις προς μια πιο «σοβαρή» στροφή που ήδη τον ταλάνιζαν (“The headless children”), τον κυρίευσαν ολοκληρωτικά και θέλησε να τις μετατρέψει σε ένα δικό του, προσωπικό manifesto. Μπάντα στην ουσία δεν υπήρχε, είχε μπει στον «πάγο», οπότε του δινόταν η ευκαιρία να γράψει κάτι που θα ήταν κατά δικό του. Οι οπαδοί όμως δεν τον άφησαν, ήθελαν νέο W.A.S.P δίσκο και τον ήθελαν τώρα. Έτσι, συνέβη ό,τι είχε συμβεί τρία χρόνια νωρίτερα με έναν άλλον σπουδαίο εκπρόσωπο του shock metal, τον Lizzy Borden και το “Master of disguise”. Αυτό που θα έπρεπε να έχει λογότυπο “Blackie Lawless”, θα είχε τελικά λογότυπο “W.A.S.P”.

Το concept που θα αποτελούσε το καινούργιο «πρόσωπο» του συγκροτήματος, απλό, πάντα επίκαιρο, δραματικό και εν προκειμένω, σχεδόν περιγραφικό και αυτοβιογραφικό: η πραγματική ζωή ενός rock star, μέσα από τα μάτια του ιδίου. Η θέλησή του να πετύχει, η άνοδος, η καταξίωση, ο κόσμος που απλώνεται στα πόδια του, η δόξα, οι παντός είδους πειρασμοί, οι παγίδες, και εν τέλει η πτώση, από την αδυναμία να σηκωθεί όλο αυτό το βάρος σε ώμους νεαρούς, χωρίς την απαιτούμενη πείρα, αλλά και βοήθεια/καθοδήγηση… Δεν ήταν βέβαια κάτι το ξεχωριστό το σενάριό του, το είχαμε δει έναν χρόνο πριν στο “Streets: a rock opera” των SAVATAGE και φυσικά στο θρυλικό “Tommy” των THE WHO, το οποίο ήταν και η μεγάλη επιρροή του “The Crimson Idol”. Θρυλείται δε, πως το τελικό “ok” δόθηκε από τον ίδιο τον Pete Townsend.

Ο Jonathan Aaron Steel, μεγάλωσε σε μια τυπική, μεσοαστική αμερικανική οικογένεια. Ήταν ένας ακόμη νεαρός, που προσπαθούσε να φτάσει τον μεγάλο του αδερφό, Michael, στα μάτια των γονιών του, του William και της Elizabeth. Γιατί ενώ ο Michael θεωρείται υπόδειγμα παιδιού, ο Jonathan είναι το «μαύρο πρόβατο» της οικογενείας Steel και όταν δεν περνά σχεδόν απαρατήρητος, δέχεται την κριτική, την αμφισβήτηση και την κακομεταχείριση από τους γονείς του. Ευτυχώς, υπάρχει ο μεγάλος αδερφός που όχι μόνο τον αγαπά και τον στηρίζει, αλλά πιστεύει και σ’ αυτόν και του λέει με κάθε ευκαιρία πως είναι γεννημένος για «μεγάλα πράγματα».

Δυστυχώς, όταν ο δεκατετράχρονος Jonathan πάσχιζε όσο ποτέ να κερδίσει την αγάπη και την αναγνώριση των γονιών του, ο Michael σκοτώνεται σε τροχαίο, χτυπημένος από έναν μεθυσμένο οδηγό. Το πλήγμα για τον μικρό, τεράστιο. Ο Jonathan, νιώθοντας ότι έχασε τον μόνο αληθινό φίλο και στήριγμα που είχε ποτέ, περιπλανιέται στους δρόμους, ανακαλύπτοντας τα ναρκωτικά, το αλκοόλ και τις εφήμερες σχέσεις. Μια μέρα, ενώ τριγυρνά μεθυσμένος, βλέπει σε μια βιτρίνα μια κατακόκκινη κιθάρα, την οποία και κλέβει, σπάζοντας το τζάμι. Η κιθάρα αυτή, έμελλε στο εξής να είναι η μόνη του διέξοδος, ο μόνος τρόπος μέσω του οποίου θα μπορούσε να εκφραστεί αλλά και το μοναδικό του εφόδιο, ώστε να βγάζει χρήματα. Έτσι, άρχισε σιγά-σιγά να ονειρεύεται πως θα μπορούσε να γίνει επαγγελματίας μουσικός και φέρνει τον εαυτό του νοερό πρωταγωνιστή στις μεγαλύτερες σκηνές του κόσμου, όπως τα είδωλά του.

Οι περιπλανήσεις του Jonathan θα τον φέρουν στο Hollywood, στο γραφείο του “Chainsaw” Charlie, προέδρου της μεγαλύτερης δισκογραφικής εταιρείας, όπου και του δίνεται ένα συμβόλαιο. Το ταλέντο του αλλά και η βοήθεια από την εταιρεία του και τον manager του, τον ικανότατο Alex Rodman (the best manager money can buy, όπως ακούγεται χαρακτηριστικά να αποκαλείται), θα τον φέρουν πολύ γρήγορα σε συνεχή ανοδική πορεία κι ας είναι μόλις δεκαοχτώ ετών. Tότε είναι που θα συναντήσει μια μυστηριώδη τσιγγάνα, η οποία θα του πει πως θα πετύχει όλα του τα όνειρα, αλλά θα του δώσει και μια πολύ περίεργη, δυσοίωνη προφητεία για το μέλλον. Η πορεία προς την καταστροφή έχει ήδη ξεκινήσει, απλά κανείς, πόσο μάλλον ο ίδιος ο Jonathan, δεν μπορεί να το δει ακόμη.

Η φήμη του είναι πια τεράστια, είναι ο Νο1 rock αστέρας, η κορυφή του ανήκει, το χρήμα ρέει άφθονο και αυτός πλέει σε έναν ωκεανό αλκοόλ, ναρκωτικών και πρόθυμων γυναικών. Ή σωστότερα, βυθίζεται, αφού αυτό το «περιβάλλον» αποδεικνύεται μια δίνη που τον τραβά στον πάτο. Με την πάροδο του χρόνου, ο Jonathan συνειδητοποιεί ότι παρά την τεράστια επιτυχία του, κανείς στη ζωή του δεν τον αγαπάει πραγματικά, κανείς δε νοιάζεται γι’ αυτόν. H εικόνα του είναι ψεύτικη και μόνο στον καθρέπτη του, τον οποίο βλέπει σαν «εξομολόγο» του, διακρίνει τον πραγματικό Jonathan. Η σταγόνα που θα ξεχειλίσει το ποτήρι θα πέσει όταν ένα βράδυ, o manager του διαλύει το νιοστό party του μικρού και απειλεί να τον εγκαταλείψει, αν δεν σταματήσει την ακόλαστη ζωή που κάνει και δεν αφοσιωθεί στις δεσμεύσεις και τις υποχρεώσεις του.

Εκεί ο ήρωας καταλαβαίνει πως ο Rodman τον θέλει «καθαρό» όχι επειδή θέλει το καλό του, αλλά επειδή είναι απίστευτα ταλαντούχος και έχει τη δυνατότητα να του αποφέρει ακόμη περισσότερα χρήματα. Σε αυτό το σημείο, είναι που αρχίζει να συνειδητοποιεί πόσο μόνος είναι πραγματικά στη ζωή. Την παραμονή ενός ακόμη μεγάλου live, αποφασίζει να τηλεφωνήσει στο πατρικό του. Μέσα του ελπίζει ότι όλη του η φήμη και η επιτυχία αρκούν, για να αποδείξει πως άξιζε και έτσι να κερδίσει επιτέλους την αποδοχή των γονιών του. Δεν υπολόγισε όμως πως η επιτυχία αυτή είχε έρθει με λάθος τρόπο…

Η θρησκόληπτη, ακραία συντηρητική οικογένεια Steel, δε γινόταν ποτέ να αναγνωρίσει ως γιο της έναν «πρεζάκια rocker», όσα εκατομμύρια δολλάρια και αν είχε στην τράπεζα. Αρκούσαν όχι παραπάνω από πενήντα λέξεις, ένα τελευταίο we have no son και ένα κλείσιμο του τηλεφώνου, για να αισθανθεί ο Jonathan πως πλέον δεν έχει κανέναν στον κόσμο και δεν υπάρχει καμιά ελπίδα για αυτόν. Κατά τη διάρκεια της προαναφερθείσας συναυλίας, αποσύρεται για λίγο στα καμαρίνια, αφαιρεί τις χορδές από την κιθάρα του, τις κάνει θηλιά και αυτοκτονεί. Τούτο θα ήταν το μεγάλο φινάλε της ζωής και της καριέρας του…

Μπορεί η εξέλιξη και το θλιβερό τέλος της ιστορίας να την καθιστούν σχεδόν καταθλιπτική, αλλά το «Πορφυρό Είδωλο» είναι πολλά περισσότερα από αυτό. Είναι ένα σύγχρονο, σαιξπηρικό δράμα, διδακτικό, προορισμένο να «ταρακουνήσει» τον ακροατή και να «γδύσει» μπροστά στα μάτια του το ψεύτικο είδωλο της rock βιομηχανίας. Ο ακροατής ζει το δράμα του ήρωα σε τέτοιο σημείο, που σχεδόν νιώθει τον διαρκή του πόνο και την αγωνία του. Είναι μια νουθεσία για το τι είναι ή τι μπορεί να γίνουν τελικά η δόξα και η εξουσία, όπως είπε και η τσιγγάνα στο αντίστοιχο σημείο της ιστορίας: “Do you see what I see? Be careful to choose, be careful what you wish for, cause it may come true… a crimson idol I saw, but the higher he’d fly, then the further he’d fall”.

Μπορούν να γραφτούν χιλιάδες λέξεις κι αναλύσεις επί αναλύσεων, για το νόημα του “The Crimson Idol” concept. Καθένας μπορεί να δει και μια διαφορετική πλευρά του, ή να επηρεαστεί από διαφορετική πτυχή του. Για τούτον τον λόγο, θα αφήσουμε τα λόγια και θα μιλήσουμε για τις νότες. Ας ξεκινήσουμε λέγοντας πως το album αυτό είναι μια συγκλονιστική rock opera, τίποτα λιγότερο. Θα μπορούσε να «ανέβει» σε οποιοδήποτε θέατρο ως υπερπαραγωγή και να καθηλώσει το ακροατήριο. Έτσι κι αλλιώς ήταν ο πλέον ακριβοπληρωμένος W.A.S.P δίσκος, με τον μεγαλύτερο προϋπολογισμό. Και ο Blackie, δε δαπάνησε άδικα ούτε cent. H μακροχρόνια διαδικασία σύνθεσης και παραγωγής, του επέτρεψε να ωθήσει τη μουσική της μπάντας του στα άκρα και να παρουσιάσει το πιο σκοτεινό, πολύπλοκο, τεχνικό και προοδευτικό album της, ως τότε.

Ο Ψηλός δεν ήταν πια ένας «συνηθισμένος» shock rocker. Ήταν ένας μουσικός με όραμα σαφέστατα διαφορετικό από εκείνο του μέσου αστέρα της Sunset Blvd, κάτι που ο επί χρόνια συνοδοιπόρος του, ο Chris Holmes, δυσκολευόταν να κατανοήσει, γι’ αυτό και αποχώρησε. Ο Holmes δεν ήταν ικανός να ακολουθήσει τέτοια πορεία. Του ήταν αδύνατο να βγάλει από πάνω του την ταμπέλα του “Wild Child” και να απομακρυνθεί από την “sex, drugs and rock ‘n’ roll” συμπεριφορά. Προς τούτο, ο Blackie κράτησε τον μακαρίτη Frankie Banali στα τύμπανα, με τον οποίο είχε συνεργαστεί ήδη από το “The headless children”, επιστράτευσε τον επίσης συγχωρεμένο (πόσο άσχημο αυτό…) Bob Kulick στις κιθάρες και κάλεσε τους Stet Howland και Doug Aldrich να «κοσμήσουν» με την συμβολή τους το μεγαλεπήβολο δημιούργημά του. Το αποτέλεσμα; Ίσως καλύτερο και από ότι περίμενε ο ίδιος. Ένας αραβουργηματικός, ΑΨΕΓΑΔΙΑΣΤΟΣ δίσκος.

Τι ήταν και τι εξακολουθεί να είναι λοιπόν το “The Crimson Idol”; Ήταν και είναι ένα από τα καλύτερα albums μελωδικού, αμερικανικού heavy metal που ακούστηκαν ποτέ. «Πως είπες; Heavy metal;» Ναι, heavy metal. Heavy f#ckin’ metal. Τώρα για ποιον ακριβώς λόγο οι W.A.S.P πρωταγωνιστούν σε βραδιές “glam” και “poser”, είναι άλλη ιστορία που θα την πούμε κι αυτή κάποια στιγμή. Ένα album όπου το λούσο, η μόστρα, η αλητεία και η ασωτία του νυχτερινού L.A, συμβάδιζαν με το βιρτουόζικο και στυλιζαρισμένο παίξιμο. Ένας δίσκος με εκπληκτική ατμόσφαιρα, σχεδόν κινηματογραφική αισθητική, τραγούδια που μας «στοίχειωσαν» με το πρώτο άκουσμα και τον Lawless να πείθει πως ήταν ΚΑΙ μεγάλος τραγουδιστής. Με συνθέσεις που μπορούσαν να σε οδηγήσουν από το ξέφρενο headbanging, στην πλησιέστερη πολυθρόνα, να κοιτάς το ταβάνι με «γεμάτα» μάτια.

Είναι το magnum opus της W.A.S.P εποποιΐας της περιόδου 1984-1992 και το πιο τρανταχτό επιχείρημα για όσους εξ ημών θεωρούμε πως ο Blackie Lawless είναι ένας τεράστιος, ολοκληρωμένος καλλιτέχνης, όσον αφορά τον «σκληρό ήχο». Και επί προσωπικού περισσότερο, είναι δύο πράγματα: πρώτον, ένα από τα δύο παρθενικά βινύλια που αγόρασε «πακέτο» ο γράφων (W.A.S.P ήταν και το δεύτερο, η συλλογή “First blood, last cuts”), κάτι που εκτινάσσει, όσο και να θέλω να παραμείνω προσγειωμένος, την συναισθηματική φόρτιση στον ουρανό και δεύτερον, η ΑΠΟΛΥΤΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ δύο κορυφαίων πλην υποτιμημένων drummers, που πρέπει όλοι, ΟΛΟΙ όμως, όσοι αγαπούν το hard rock και το heavy metal, να την παρακολουθήσουν έστω μια φορά στη ζωή τους. Frankie (R.I.P), Stet, σας ευχαριστώ για το αέναο, ατέρμονο air drumming που μου χαρίσατε…

Μια παρένθεση, λίγο πριν το τέλος…

“Re-Idolized (The soundtrack to the Crimson Idol)”. Έχω την πεποίθηση πως για εγκυκλοπαιδικούς λόγους, αξίζει και αυτό να ακουστεί. Είναι μια ελαφρώς διαφορετική οπτική του ιδίου έργου αλλά και το αναφαίρετο δικαίωμα του δημιουργού να κάνει ό,τι νομίζει με αυτό. Δε γίνεται να είναι κακό (και δεν είναι), από την στιγμή που οι συνθέσεις είναι αυτές που είναι και οι συνεργάτες του Blackie είναι παραπάνω από αξιόλογοι. Επιπροσθέτως ολοκληρώνει το αρχικό σχέδιο, που ήθελε τον δίσκο να συνοδεύεται από μια ταινία μικρού μήκους. Αλλά ας μείνουμε μακριά από συγκρίσεις. Καταρχάς διότι το αυθεντικό δεν υπάρχει τρόπος να σπιλωθεί από κανέναν και από τίποτα (λίγο «κράτει» με τα αναθέματα, τι γίνεται, στο τέλος θα καίμε τους καλλιτέχνες στην πυρά;) και επίσης διότι ποτέ δε μας άρεσε να «κλέβουμε εκκλησίες» και λοιπά «φιλόπτωχα ταμεία», έτσι δεν είναι; Για όποιον θέλει μια υπερ-πλήρη εκδοχή του ΑΡΧΙΚΟΥ έργου, προτείνω να αποκτήσει την επανακυκλοφορία του 1998, όπου υπάρχει bonus υλικό και να ακούσει τα τραγούδια με την παρακάτω σειρά:

1) Prologue: The story of Jonathan (Bonus)
2) The titanic overture
3) The invisible boy
4) Arena of pleasure
5) Chainsaw Charlie (Murders in the New Morgue)
6) The eulogy (Bonus)
7) Phantoms in the mirror (Bonus)
8) The gypsy meets the boy
9) Doctor Rockter
10) I am One
11) The Idol
12) Hold on to my heart
13) The great misconceptions of me

συν την πολύ καλή διασκευή στο “When the levee breaks” των LED ZEPPELIN.

Το album δεν πούλησε ιδιαίτερα καλά αρχικά, με τον κόσμο να το υποδέχεται κάπως… «μαγκωμένα», κάτι το λογικό, θα μου πεις, αφού οι W.A.S.P είχαν δείξει άλλο «πρόσωπο» τα προηγούμενα χρόνια. Μα κι αν η Αμερική (γιατί εκεί γινόταν όλο το παιχνίδι, ανέκαθεν) δεν άνοιξε τις αγκάλες της, οι W.A.S.P. έκαναν αληθινό πάταγο στην Ευρώπη. Ο Τύπος αποθέωσε και εξακολουθεί να αποθεώνει το «Είδωλο», με μοναδική εξαίρεση τον Καναδό Martin Popoff ο οποίος του έβαλε ένα 6/10, θεωρώντας πως το τελικό αποτέλεσμα δεν ήταν «αντάξιο της μακράς διαδικασίας δημιουργίας του» και χαρακτηρίζοντάς το ως μια «οδυνηρή αποτυχία στον τομέα των concept albums». Και αυτός ο τύπος τώρα, θεωρείται guru και πουλάει εγκυκλοπαίδειες, έτσι; Μάλιστα…

Αφήνουμε τον «φωστήρα» Popoff, που δεν πέτυχε ούτε ελέφαντα με 50άρι πολυβόλο στα πέντε μέτρα και επανερχόμαστε στους W.A.S.P. To group εμφανίστηκε στο Castle Donington (υπάρχει και οπτικοακουστικό υλικό από εκείνο το live, η μπάντα είναι σε απίστευτη κατάσταση!) μαζί με IRON MAIDEN, SLAYER, THUNDER, SKID ROW, με τον Doug Blair στην κιθάρα, τον Johnny Rod στο μπάσο και τον Howland ως μόνιμο μέλος πίσω από το drum kit (δηλαδή αυτούς που βλέπεις στα δύο video clips των “The Idol” και “Hold on to my heart”), ενώ τον Οκτώβριο του 1992 έπαιξε για τρεις βραδιές στο Hammersmith Odeon του Λονδίνου. Α, ρε Ευρώπη… πόσο μεγάλο το σφάλμα που έκαναν τότε πολλές αμερικανικές μπάντες και δεν έστρεψαν το βλέμμα τους αποκλειστικά επάνω σου. Τα έχει πει αυτά ο Joey Vera των ARMORED SAINT. Λάθη μεγάλα και ασυγχώρητα…

Επίλογος…

Για τον συντάκτη που γράφει τούτες τις γραμμές, ο πρώτος λίθος στα θεμέλια της σκηνής του αμερικανικού hard ‘n’ heavy, ήταν το “Too fast for love” των MOTLEY CRUE, εν έτει 1981. Αλλά κι αν βρεθεί κάποιος να προτείνει κάποιο άλλο, θα τον ακούσω με μεγάλη προσοχή και θα προσπαθήσω να βάλω κάτω τα δεδομένα, για να δω αν όντως αυτό που ισχυρίζεται ισχύει. Εκεί που δύσκολα θα δεχτώ αντίλογο, είναι σε συζήτηση περί του ποιο album… έκλεισε την πόρτα. Ποιο κήρυξε «λήξη εργασιών», ποιο τερμάτισε ένα ολόκληρο μουσικό κίνημα, ποιο ανέβηκε στην υψηλότερη κορυφή, κάρφωσε την σημαία του και έκτοτε απολαμβάνει τη μοναξιά της απόλυτης μοναδικότητας. Εκείνο που γύρισε το τελευταίο φύλλο στο ημερολόγιο. Και αυτό, δεν είναι άλλο από το “The Crimson Idol”. Το κύκνειο άσμα των δοξασμένων 80s. Μουσικά, εικαστικά και εν τέλει… ουσιαστικά.

“Long live the King of Mercy”.

Δημήτρης Τσέλλος

1 COMMENT

  1. Μου θυμίσες ωραία χρόνια,γυμνάσιο ήμουν όταν έγιναν όλα αυτά που περιγράφεις.Αγορασα τον δίσκο μόλις βγήκε 3500 δραχμές είδα στο Headbangers ball την εμφάνιση τους στο Donington και ξέχασες την εμφάνιση τους στο MTV στην εκπομπή του Ray Cokes όπου παίξανε live το idol και το hold on to my heart και είχα την τύχη να δω ζωντανά.Πολυ ωραίο άρθρο φίλε.

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here