ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Dressed to kill” – KISS
ETOΣ KYKΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1975
ΕΤΑΙΡΙΑ: Casablanca Records
ΠΑΡΑΓΩΓΟΙ: Neil Bogart και KISS
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Κιθάρες/Φωνητικά – Paul Stanley
Mπάσο/Φωνητικά – Gene Simmons
Κιθάρες – Ace Frehley
Τύμπανα/Φωνητικά – Peter Criss
Το 1975 θα ήταν μία ενδιαφέρουσα χρονιά για τους KISS.
Έχοντας ήδη δύο άλμπουμ στο ενεργητικό τους, τα οποία μάλιστα κυκλοφόρησαν αμφότερα την ίδια χρονιά (1974), και έχοντας γράψει πολλά χιλιόμετρα στα μήκη και τα πλάτη των ΗΠΑ, δίνοντας συναυλίες με πολλά συγκροτήματα που θα γνώριζαν μεγάλες στιγμές δόξας στα χρόνια που θα ερχόντουσαν, οι KISS ήταν πιο αποφασισμένοι από ποτέ να κάνουν την διαφορά ανάμεσα στους πολλούς ανταγωνιστές τους. Στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’70, μία πληθώρα συγκροτημάτων αγωνιζόταν στον στίβο της μεγαλύτερης αγοράς στον κόσμο για την προσοχή των Αμερικάνων (και Βρετανών, Καναδών και Αυστραλών δευτερευόντως) και κάθε κίνηση τους μπορούσε να αποβεί θριαμβευτική ή μοιραία.
Οι KISS, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες τους, είχαν εξωγενή προβλήματα που τους κρατούσαν πίσω. Το 1974, μετά την κυκλοφορία του δεύτερου άλμπουμ τους “Hotter than hell”, βγήκαν σε περιοδεία η οποία διακόπηκε άδοξα από την δισκογραφική τους εταιρεία Casablanca Records, που ήθελε να τους επιστρέψει άμεσα στο στούντιο για την ηχογράφηση ενός τρίτου άλμπουμ. Χωρίς να έχει προωθήσει κατάλληλα η Casablanca το single “Let me go, rock ‘n’ roll” (και εν γένει ολόκληρη την κυκλοφορία), επήλθε καθίζηση του “Hotter than hell” στα charts των ΗΠΑ, όπου έφτασε μέχρι το πενιχρό νο. 100.
Η δισκογραφική, με επικεφαλής τον ιδρυτή της Neil Bogart, ήθελε μία νέα πρόταση από τους KISS, στους οποίους είχε επενδύσει πολλά μιας και ήταν, πρακτικά, το πρώτο και σημαντικότερο της συγκρότημα. Και την ήθελε γρήγορα. Κακώς, βέβαια, διότι το live ήταν το δυνατό χαρτί των KISS. Τόσο μάλιστα, που υπήρξαν περιπτώσεις όπου οι headliners έκαναν δεύτερες σκέψεις για το αν θα έπρεπε να καλέσουν τους μασκοφόρους από τη Νέα Υόρκη, καθώς έκλεβαν τις εντυπώσεις. Και κοντά στις δυναμικές ζωντανές εμφανίσεις, τα πάσης φύσεως media αφιέρωναν χρόνο και χώρο για να καταγράψουν το θέαμα που πρόσφεραν οι KISS. Αλλά δυστυχώς τα κονδύλια είχαν στερέψει και έτσι το σόου έριξε αυλαία.
Εν μέσω εμπορικής δυστοκίας, ο Bogart αποφάσισε να πάρει τα πράγματα στα χέρια του και αυτοπροτάθηκε ως παραγωγός των KISS, αφού είχε γίνει αντιληπτό τόσο από το συγκρότημα όσο και το management πως το δίδυμο των παραγωγών Kenny Kerner και Richie Wise που είχε επιμεληθεί τα δύο πρώτα άλμπουμ, δεν έκανε για την δουλειά. Η άγρια, ζωντανή ενέργεια των KISS δεν μπορούσε να τιθασευτεί από τους δύο παραγωγούς, κάτι που έγινε ιδιαίτερα προφανές στο “Hotter than hell”, περισσότερο κι από το ομώνυμο ντεμπούτο τους. Κυρίως, ο Bogart πίστευε ότι μπορούσε να κάνει καλύτερα την δουλειά, αφού είχε μία σχετική εμπειρία συμμετέχοντας στην κυκλοφορία πολλών εφήμερων pop hits παλιότερα και έτσι έβαλε στόχο την κυκλοφορία του πρώτου μεγάλου hit single των KISS. Βέβαια –και αυτή είναι πάλι η καρδιά του ζητήματος- δεν έπαιζε και χρήμα για να προσλάβουν κάποιον πιο καταξιωμένο στον χώρο, οπότε μάλλον οι λόγοι για την ανάληψη αυτής της πρωτοβουλίας ήταν περισσότερο οικονομικοί παρά οτιδήποτε άλλο. Η ίδια η μπάντα πήρε επίσης credits παραγωγού στη νέα κυκλοφορία.
Με την μοίρα των KISS να κρέμεται από μία κλωστή (κυριολεκτικά) και την Casablanca να είναι πανί με πανί, η τετράδα των Paul Stanley (φωνητικά και κιθάρα), Gene Simmons (φωνητικά και μπάσο), Ace Frehley (κιθάρα) και Peter Criss (ντραμς) έπρεπε επειγόντως να γράψει τραγούδια και ταυτόχρονα να τα ηχογραφεί άμεσα στο στούντιο. Ο Bogart κατάφερε, παραδόξως, να τους κλείσει χρόνο στα διάσημα Electric Lady Studios, παρά τους περιορισμένους πόρους. Τώρα, ο «χρόνος» είναι τρόπος του λέγειν, καθώς είχαν στην διάθεση τους μόλις 10 μέρες! Με τίτλο εργασίας “Kiss at midnight”, το συγκρότημα μπήκε στον αυτόματο, κλειδώθηκε στο στούντιο στις αρχές Φεβρουαρίου του 1975 και στρώθηκε στην δουλειά, άκρως αποφασισμένοι αλλά και αφόρητα πιεσμένοι να παραδώσουν ένα ολοκαίνουριο άλμπουμ.
Σε αυτή την φάση δεν υπήρχε τίποτα στην διάθεση τους, παρά μόνο δύο τραγούδια από την προηγούμενη μπάντα των Stanley και Simmons, τους WICKED LESTER, τα “Love her all I can” και “She”. Το δεύτερο, που αρχικά λεγόταν “She walks by moonlight”, ήταν ένα από τα highlight της νέας τους δουλειάς, με την συνθετική σφραγίδα του κιθαρίστα των WICKED LESTER, Stephen Coronel, που είχε συνεισφέρει και στο “Goin’ blind” από το “Hotter than hell”. Η ιδέα ήταν ακόμη παλιότερη, καθώς οι Simmons και Coronel το είχαν φέρει από ένα άλλο συγκρότημα τους, τους BULLFROG BHEER, με τον μπασίστα (που έγραψε και τους στίχους) να εμπνέεται από το γουέστερν “Hondo”, όπου πρωταγωνιστούσε ο John Wayne. Ο Ace Frehley φρόντισε να μας φιλοδωρήσει με ένα φοβερό σόλο, κατ’ ομολογία του βασισμένο στο σόλο από το τραγούδι “Five to One”, του κιθαρίστα των DOORS, Robby Krieger. Και στα μελλοντικά live, θα πρόσφερε και εντυπωσιακό θέαμα, βγάζοντας καπνό από την κιθάρα του κατά την διάρκεια του “She”.
Μέσα σε λίγες μέρες ο Paul Stanley έγραψε τα “Room service”, “Anything For My Baby” και τον ύμνο “C’mon and love me”. O Gene Simmons έδωσε τα “Two Timer” και “Ladies in Waiting”, ενώ ο Ace Frehley χάρισε το “Getaway” (με τον Peter Criss στα φωνητικά) και μαζί με τον Stanley συνέγραψαν το δυνατό “Rock bottom”, με την όμορφη ακουστική εισαγωγή. Στο “Ladies in waiting”, που γράφτηκε κυριολεκτικά στο φτερό, παίζει κιθάρα ο ίδιος ο Simmons, ενώ το “Anything for my baby” σύμφωνα με τον Stanley έχει μία εσάνς από Bachman Turner Overdrive. Σε όλη την διαδικασία, ο Bogart δεν έκανε και κάτι ιδιαίτερο, πέρα από το να επιβεβαιώνει από την κονσόλα ότι η ηχογράφηση ήταν καλή (δεν ήταν πάντα, αλλά … ο χρόνος είναι χρήμα!).
Το “C’mon and love me”, ένα από τα χαρακτηριστικότερα και καλύτερα τραγούδια από τα πρώτα χρόνια των KISS, γράφτηκε σε λιγότερο από μία ώρα από τον Stanley, επηρεασμένος από το “Question” των MOODY BLUES. Μάλιστα είναι και το τραγούδι όπου ο Paul παίζει lead κιθάρα για πρώτη φορά, αντί του Ace. Το τραγούδι κυκλοφόρησε και σαν το δεύτερο single από αυτή την δουλειά των KISS (με b-side το “Getaway”) αλλά δεν πήγε πουθενά. Ο Stanley, μέσα από τους στίχους του, υποδύεται έναν παιχνιδιάρικο Αιγόκερω γόη (παρόλο που είναι Υδροχόος στην πραγματικότητα) που την πέφτει σε μία ρομαντική Καρκίνο. Σημειώνεται πως είναι το μόνο τραγούδι με διάρκεια άνω των 3 λεπτών σε ένα άλμπουμ που παίζει περίπου μισή ώρα.
Παρά την υπερπροσπάθεια και την συγκέντρωση αρκετών κομματιών, κάτι έλειπε από το άλμπουμ. Κάτι που ίσως να το έδινε το “C’mon and love me” αλλά δεν αρκούσε στην μπάντα και στον Bogart, ο οποίος τους προέτρεπε να γράψουν έναν μοναδικό, πιασάρικο rock ύμνο, ένα τραγούδι που θα τους όριζε σαν οντότητα και θα αντιπροσώπευε αυτό που έκαναν, όπως ήταν το “I want to take you higher” των SLY & THE FAMILY STONE, κατά τον Bogart. Το μανιφέστο τους, αν θέλετε.
Σε μία στιγμή έμπνευσης, πατώντας και στο “Mama weer all crazee now” των Άγγλων glam rockers SLADE, οι Simmons και Stanley συνδύασαν κάποια riff και ρεφραίν που είχαν γράψει ξέχωρα ο καθένας λίγο καιρό πριν, στο Los Angeles όταν ακόμα περιόδευαν για το “Hotter than hell”. Αφού έβαλαν κάτω τις μελωδίες, ξεκίνησαν την ηχογράφηση, ενσωματώνοντας το τύπου Chuck Berry σόλο από τον Ace και προσκαλώντας κόσμο στο στούντιο για να τραγουδήσουν όλοι μαζί και να χειροκροτούν ρυθμικά. Πρακτικά, επρόκειτο για άτομα από το road crew τους, άλλους μουσικούς που βρισκόντουσαν στο στούντιο και την τότε σύζυγο του Peter Criss.
Το τραγούδι αυτό πήρε τον τίτλο “Rock and roll all nite” και θα τους σημάδευε μια και καλή, καθώς ένα χρόνο αργότερα θα έκανε τεράστια επιτυχία. Όταν, όμως, κυκλοφόρησε σαν το πρώτο single του νέου δίσκου, ο οποίος με την σειρά του ονομάστηκε “Dressed to kill”, ψιλοπάτωσε στα αμερικάνικα singles charts, φτάνοντας μέχρι το νο. 68. Καλύτερα πάντως από το πρώτο single τους που μπήκε στο Billboard Hot 100, το “Kissin’ time”, από το πρώτο άλμπουμ και τον Μάϊο του 1974. Γεγονός είναι πως το “Rock and roll all nite” ένωσε αυτές τις τέσσερεις διαφορετικές περσόνες, τον Starchild, τον Demon, τον Spaceman και τον Catman, κάτω από το λάβαρο των KISS και σε απόλυτη σύνδεση με το κοινό τους, που με τα χρόνια θα δημιουργούσε ένα από τα μεγαλύτερα μουσικά fan club παγκοσμίως: τον περίφημο KISS Army. Για την ιστορία, η τελική δικαίωση θα ερχόταν από την κυκλοφορία του εν λόγω τραγουδιού στην live εκτέλεση του, από την περιοδεία που ακολούθησε και την εμφάνιση τους στο Cobo Hall του Detroit τον Μάιο του 1975. Το συγκεκριμένο single, που προέκυψε από το τέταρτο και ζωντανό άλμπουμ τους “Alive!” (1975), θα έκανε χαμό στα charts και θα τους έδινε τα πρώτα χρυσά hit τους, τόσο σε single όσο και σε άλμπουμ. Σήμερα, θεωρείται απλά ένας από τους μεγαλύτερους rock ύμνους όλων των εποχών.
Πριν 50 χρόνια, την 19η Μαρτίου 1975, το “Dressed to kill” βρέθηκε για πρώτη φορά στα ράφια των δισκοπωλείων. Ήταν το τρίτο άλμπουμ τους σε λιγότερο από 13 μήνες. Στο εξώφυλλο, η μπάντα χρησιμοποίησε μία φωτογραφία τους με κοστούμια από τον Οκτώβριο του 1974, στη Νέα Υόρκη και συγκεκριμένα στην συμβολή της δυτικής 23ης Οδού με την 8η Λεωφόρο. Όλα τα ρούχα, πλην αυτά του Peter Criss, ήταν δανεικά από τον manager τους, Bill Aucoin. Αυτή την φορά, κάτι φάνηκε να κινείται. Η φήμη των KISS είχε πλέον εξαπλωθεί αρκετά για να ωθήσει τον κόσμο να αγοράσει το “Dressed to kill” και να ανεβαίνει αρκετά ψηλά στα charts, στο νο. 32 του αμερικάνικου Billboard και στο νο. 26 στον Καναδά (από τα αντίστοιχα νο. 100 και νο. 91 του “Hotter than hell”). Εν μέρει, ο στόχος είχε επιτευχθεί.
Αυτή την φορά, το συγκρότημα βγήκε σε περιοδεία, η οποία διένυσε μόνο τις ΗΠΑ, με ό,τι είχε και δεν είχε, από την μέρα κυκλοφορίας του άλμπουμ μέχρι τα τέλη Αυγούστου της ίδιας χρονιάς. Οι KISS, όπως και στις προηγούμενες δύο περιοδείες, μοιράστηκαν την σκηνή με αρκετά ανερχόμενα συγκροτήματα εκείνης της εποχής, όπως οι RUSH, οι ZZ TOP, οι REO SPEEDWAGON, οι JOURNEY και οι MONTROSE. Όταν δε άνοιξαν για τους BLACK SABBATH σε τρείς συναυλίες τους, ο Ozzy ομολόγησε σε όλους τους τόνους πως συγκλονίστηκε από το σόου τους. Στον τύπο ήδη είχαν αρχίσει να τους παρομοιάζουν με τους ALICE COOPER και τους NEW YORK DOLLS. Και δεν είχαν και πολύ άδικο εδώ που τα λέμε. Όμως απείχαν πολύ ακόμα από την μεγάλη επιτυχία. Μία επιτυχία που την χρειαζόντουσαν απεγνωσμένα για να επιβιώσουν, τόσο οι ίδιοι όσο και η Casablanca Records του Neil Bogart που είχε φτάσει στα όρια της. Αυτή η επιτυχία θα ερχόταν ανέλπιστα από ένα διπλό live άλμπουμ. Μία ιστορία που καλύτερα θα την ακούσετε μέσα από το ίδιο το άλμπουμ και ίσως την διαβάσετε και από εδώ μελλοντικά!
Κώστας Τσιρανίδης