A day to remember 21/6 [CLUTCH]

0
273
Clutch


















Clutch

ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Robot Hive/ Exodus” – CLUTCH
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 2004
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: DRT Entertainment
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: J.Robbins
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Φωνητικά/κιθάρες – Neil Fallon
Kιθάρες – Tim Sult
Μπάσο – Dan Maines
Drums – Jean-Paul Gaster
Πιάνο/Keyboards – Mick Schauer

Το αίσθημα της απρόσμενης, εμπορικής επιτυχίας, η αλλαγή του μουσικού status και πολύ περισσότερο η προοπτική για την συνέχεια που απλωνόταν σαν κόκκινο, μακρόστενο, μεταξένιο χαλί, έμοιαζε να ίπταται πάνω από το όνομα των CLUTCH σαν το Zeppelin με την επιγραφή “The world is yours” που περνούσε μπροστά από τα αδηφάγα μάτια του Tony Montana στο θρυλικό “Scarface” καθώς πίσω από τη ναρκωτική παραζάλη και το σύννεφο της νικοτίνης, σχεδίαζε πως να βάλει εμπρός την αυτοκρατορία του.

Και όλα αυτά χάρη στο αριστουργηματικό “Blast Tyrant” που το 2004 είχε μπάσει υποχθόνια το συγκρότημα από το Maryland στα υψηλά πατώματα του heavy rock, εγκαινιάζοντας συγχρόνως ένα νέο κεφάλαιο στην καριέρα τους και μια απήχηση που εκτός από τα ραδιοφωνικά airplays, τροφοδοτήθηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό και από την ιντερνετική Νέμεση της μουσικής βιομηχανίας, που δεν ήταν άλλη, εκείνη την εποχή, από το περιβόητο Napster και το σαρωτικό κύμα διαμοιρασμού αρχείων που αυτό επέφερε.

Αντί όμως να στρογγυλοκαθίσει στις δάφνες της επιτυχίας και να πάρει τον χρόνο της για να αποκρυπτογραφήσει αυτό που είχε συμβεί, η μπάντα προτίμησε να αξιοποιήσει στο έπακρο το τέλειο μομέντουμ που είχε δημιουργηθεί και να επιστρέψει σύντομα στο στούντιο προκειμένου να ετοιμάσει το επόμενο δισκογραφικό της χτύπημα. Μιλάμε άλλωστε για μια μπάντα που μέχρι εκείνο το χρονικό σημείο είχε στην πλάτη της έξι δίσκους, τον έναν θεαματικά καλύτερο από τον προηγούμενο, γεγονός που της επέτρεπε πια να κοντρολάρει και να κατευθύνει το rock ‘n’ roll ένστικτό της με οξυδέρκεια και περίσσεια ωριμότητα.

Γι’ αυτό ακριβώς ακόμα και σε αυτή την σούπερ επιτυχημένη μουσική συνταγή που λάνσαραν με το “Blast Tyrant”, διέκριναν ότι τελικά κάτι έλειπε. Φρόντισαν επομένως να το συμπληρώσουν φέρνοντας αρχικά στην θέση του συμπαραγωγού τον J. Robbins. Τόσο ο Gene “Machine” Freeman όσο και ο Larry “Uncle Punchy” Packer, είχαν κάνει κάτι παραπάνω από εκπληκτική δουλειά στους προηγούμενους δίσκους, αλλά αυτή την φορά φαίνεται πως οι CLUTCH ήθελαν ένα fit που θα μπορούσε να λειάνει και τις τελευταίες τραχιές γωνίες και λεπτομέρειες που είχαν απομείνει και να κουμπώνει στο 110% στη «νέα τάξη πραγμάτων» που φιλοδοξούσαν να θεμελιώσουν. Ωστόσο, το πιο σημαντικό κομμάτι που ήρθε για να συμπληρώσει το πάζλ, ήταν δίχως άλλο η προσθήκη του πληκτρά Mick Schauer ως πέμπτου μέλους, με σαφή στόχευση στην ανάδειξη και την ενίσχυση του blues στοιχείου που είχε πλέον παρεισφρήσει για τα καλά στις φλέβες του συγκροτήματος.

Το “Robot Hive/ Exodus” προσφέρει μια θεαματική όσο και αναζωογονητική συνέχεια στο όραμα του “Blast Tyrant”. Οι heavy rock νόρμες που έφεραν τους CLUTCH σε αυτό το (υψηλό πια) επίπεδο βροντοφωνάζουν ξανά παρών ενώ το γκρουβάρισμα αποκτά μεγαλύτερη φόρα όσο και πιστοποίηση προστατευόμενης ονομασίας προέλευσης. Το μεγαλύτερο ποντάρισμα όμως πέφτει δεδομένα αυτή την φορά στον πειραματισμό και την ποικιλομορφία, γύρω από την οποία στήνουν πυρετώδη χορό οι blues, southern/stoner και funk επιρροές που θεμελιώνονται πλέον ως αναπόσπαστο κομμάτι της ιδιοσυγκρασίας και της ψυχοσύνθεσης τους. Πάνω απ’ όλα δεσπόζει η τρομακτική φόρμα στην οποία βρίσκονται άπαντες μέσα στο συγκρότημα, προεξάρχοντος φυσικά του Tim Sult που χτίζει έναν ολόκληρο καθεδρικό ναό από riffs και solos, που βρίσκουν την λεπτή ισορροπία ανάμεσα στην δύναμη και την πολυπλοκότητα, και η οποία συνθέτει μια αδάμαστη, οργανική συναστρία που διακρίνεται για την συνοχή και την φρεσκάδα της.

Κατά τ’ άλλα το άλμπουμ συνεχίζει επάξια την παράδοση των φουριόζικων openers που θεμελιώθηκε από τους δυο προκατόχους του. Τα “Incorporable Mr. Flannery” και “Burning beard” σε πείθουν εξ αρχής ότι κουβαλάνε την αύρα του κλασικού αλλά και κλασάτου, με το δεύτερο ειδικά να αποτελεί μια μεγαλόστομη δήλωση heavy rock πρόζας δια της ερμηνείας του Neil Fallon που αναδεικνύεται μέσα σε πάταγο ως το trademark της μπάντας και η επιτομή του μοντέρνου rock ‘n’ roll βάρδου, που εκτός από μουσικά γνωρίζει άριστα πως να ελίσσεται χαμαιλεοντικά και στο στιχουργικό σκέλος. Η heavy rock ταλάντωση συνεχίζεται και στα “Gullah” και “Mice and Gods”, από εκεί και πέρα όμως ξεδιπλώνεται περίτρανα το πραγματικό νόημα του άλμπουμ.

Το “Never be moved” και το funky “10001110101” σηματοδοτούν την μεταστροφή προς ένα πιο low-tempo, υπνωτικό όσο και πολυδιάστατο μοτίβο, με τις Hammond-ικές παρεμβάσεις και εξάρσεις του Mick Schauer να πιστοποιούν πως ο ρόλος του στο ευρύτερo μουσικό πλάνο ήταν εκτός από προσχεδιασμένος και βαρύνουσας σημασίας. Αντιλαμβάνεσαι δε πολύ γρήγορα πόσο ιδανικά κουμπώνει με τις funky/blues μπασογραμμές του Dan Maines και το στιβαρό, μετρονομικό παίξιμο του Jean Paul Gaster στα drums, όταν σκάει η τριπλέτα των “Small upsetters”, “Circus maximus” και “Tripping the alarm” όπου το songwriting και η δημιουργικότητα περνάνε στο επόμενο επίπεδο, αφήνοντας σε με ανοικτό το στόμα. Όπως ακριβώς κάνει και το προσωπικά αγαπημένο μου, “Land of pleasant living”, που σε ωθεί να αγκαλιάσεις ακόμα πιο σφιχτά την μποτίλια με το bourbon, μέχρι να έρθουν και να τα κάνουν όλα ίσιωμα οι μερακλήδικες διασκευές στα “Gravel road” του Fred McDowell και “Who’s been talking?” του Howlin’ Wolf, όπου οι CLUTCH βγάζουν στην φόρα τα ύστατα blues/southern γούστα τους.

Σε τελική ανάλυση, όσα παραπάνω και να πεις και να γράψεις για ετούτο το άλμπουμ, η μουσική του είναι εκείνη που μιλάει από μόνη της και προσφέρει πολύτιμες εμπειρίες και απαντήσεις. Μια εικοσαετία συμπληρώνεται φέτος από την κυκλοφορία του, φρονώ όμως ότι, χωρίς ίχνος υπερβολής, ανήκει στην συνομοταξία των δίσκων που πρόκειται να αντηχεί το ίδιο ζεστό, ζωντανό και θελκτικό και για τα επόμενα τριάντα, σαράντα και βάλε χρόνια. Πρόκειται συγχρόνως για έναν ιδιαίτερα κομβικό δίσκο για την καριέρα και την γιγάντωση της μπάντας, το playbook με τα riffs όσο και το image του οποίου, επηρέασαν στον υπερθετικό βαθμό ένα σωρό heavy rock/stoner συγκροτήματα (ονόματα δεν λέμε) και λειτούργησαν ταυτοχρόνως ως το starter pack για το εκκλησίασμα των φασαίων της περιόδου 2009-2015.

Did you know that:

  • Τα “10001110101” και “Burning Beard” συμπεριλήφθηκαν στα soundtracks των video games “Prey” και “MX vs. ATV Reflex” αντίστοιχα.
  • Το άλμπουμ επανακυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 2022 σε remastered μορφή, μέσα από την δισκογραφική του συγκροτήματος, την Weathermaker Music, στο πλαίσιο της σειράς «Clutch Collector’s», έχοντας διαφορετικό εξώφυλλο αλλά και δυο επιπλέον κομμάτια, τα “What would a wookie do?” και “Bottoms up, Socrates”. Τα συγκεκριμενα κομμάτια ήταν μέρος της συλλογής “Pitchfork & lost needles” που είχε κυκλοφορήσει το 2005.

Πάνος Δρόλιας

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here