ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Crucible” – HALFORD
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 2002
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Metal-Is Records
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Roy Z
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Φωνητικά – Rob Halford
Κιθάρες – “Metal Mike” Chlasciak
Κιθάρες – Patrick Lachman
Μπάσο – Ray Riendeau
Drums – Bobby Jarzombek
Στις αρχές του 2000, εμφανίστηκε ο Κύριος Roy Ramirez, όπως είναι το όνομα του. Άμα δε σας λέει κάτι το όνομα μήπως το όνομα Roy Z λέει κάτι παραπάνω; Μα φυσικά! Ο άνθρωπος αυτός, ανέλαβε να αναστήσει τον Halford όπως ανέστησε και τον έτερο πυλώνα του heavy metal τραγουδιού επ’ ονόματι Bruce Dickinson με μόλις λίγα χρόνια διαφορά. Το “Resurrection” έσκασε σαν κεραυνός εν αιθρία εκεί που όλοι είχαν τον Halford “ξεγραμμένο”, εκείνος αναστήθηκε (pun intended), βούλωσε στόματα (και άλλες οπές, για να το θέσω κόσμια), με το υλικό να ακούγεται πιο PRIEST και συνάμα φρέσκο από τους ίδιους τους PRIEST τότε (παρόλο που ο Tim “Ripper” Owens, πάλευε φιλότιμα να αντικαταστήσει και να γεμίσει τα παπούτσια Του). Όσοι παλαιότεροι, έζησαν Halford στο σανίδι με τη solo μπάντα του, έχουν να μιλούν για ολέθρια, κατακλυσμιαία απόδοση μεστού και σύγχρονου heavy metal, από τα ιερά χώματα του Birmingham. Ο καραφλός θεός ωστόσο, δεν έμεινε σε αυτό, ούτε επαναπαύτηκε στις δάφνες του “Resurrection”. Φύσει ανήσυχο καλλιτεχνικό πνεύμα Εκείνος, βλέπετε. Οπότε με βήμα γοργό, ετοιμάστηκε το δεύτερο άλμπουμ της μπάντας. Μεσολάβησε το “Live insurrection” (2001) που περιγράφει τον προαναφερθέντα όλεθρο.
Στις 25 Ιουνίου 2002, το άλμπουμ αυτό κυκλοφορεί, μετά από παραγωγή υπό το άγρυπνο βλέμμα του Roy Z. Ο τίτλος αυτού; “Crucible”. Μοντέρνο heavy metal λέγεται και είναι απλό, αρκεί να ξέρεις πως να παίζεις αβίαστα. Ο Halford ως εις εκ των πρωτεργατών, σε συνδυασμό με την τεχνογνωσία και το βλέμμα στο μέλλον, το ξέρει καλύτερα από όλους. Και να σημειώσουμε εδώ, ότι με το κατώτατο των περιστάσεων “Demolition” (2001) από τους ίδιους τους PRIEST ήδη στην αγορά, η σύγκριση ήταν αναπόφευκτη και σκληρότατη. Όπως είπαμε προηγουμένως, πιο PRIEST από τους PRIEST τότε. Αλλά ας επιστρέψουμε στο “Crucible”. Από το εισαγωγικό “Park manor” διαφαίνεται ότι ο δίσκος θα έχει μια πιο σκοτεινή διάθεση από τον προκάτοχο του, και ενίοτε πιο επιθετική. Η μπασογραμμή του φερώνυμου κομματιού, αποτελεί απτή απόδειξη αυτού, οδηγώντας σε έναν γκρουβάτο ύμνο με τον καθηγητή των τυμπάνων Bobby Jarzombek να αποτελεί τον ιδανικότερο άνθρωπο για να οδηγήσει το υλικό του “Crucible” στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο. Τι να πούμε τώρα, ο άνθρωπος έπαιξε με RIOT, FATES WARNING, SPASTIC INK…δυσθεώρητο μουσικό/παικτικό επίπεδο! Το “One will” αποτελεί εξαίσιο δείγμα φρέσκου heavy metal του 21ου αιώνα, με μια ΡΕΦΡΕΝΑΡΑ που την τραγουδάνε μέχρι και οι πιγκουίνοι στην Ανταρκτική.
Όταν η μπάντα απασφαλίζει, δεν χαρίζεται όμως! “Handing out bullets” όπως λένε και οι ίδιοι, με τη μπάντα να ισιώνει τα βουνά και να σβήνει τα πάντα στο πέρασμα της! Απτή απόδειξη επίσης το ασταμάτητο, σαρωτικό “Betrayal” με την ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΗ εισαγωγή του Jarzombek. Εκεί όπου Εκείνος, καρφώνει τις νότες στο ύψος του Everest σαν σημαίες στο έδαφος, παραδίδοντας μάθημα εξέλιξης/ωρίμανσης ερμηνείας. Στο “Wrath of God” από την άλλη, μέσα από τον “Painkiller” αέρα του, νιώθεις την οργή μέσα από τις τσιρίδες του Ασύγκριτου. Εκείνες, που όλοι ήθελαν να έχουν με την ίδια εκφραστικότητα, αλλά ΜΟΝΟΝ ΕΚΕΙΝΟΣ κατείχε στον μέγιστο βαθμό. Τα χρώματα από την φωνητική Του παλέτα, συνθέτουν ιδανικά το μωσαϊκό του ερμηνευτικού μεγαλείου Του. Στο υπέρτατο “Trail of tears” (και το οποίο αναλαμβάνει να ρίξει τους τίτλους τέλους ιδανικά), αυτό γίνεται εμφανές, μέσα από τη δραματική ερμηνεία στα πρότυπα ενός “Silent screams” από τον προκάτοχό του. Επίσης, δεν απουσιάζουν στιγμές που δείχνουν τι θα μπορούσαν υπό άλλες συνθήκες να έχουν κυκλοφορήσει οι FIGHT (“Heretic”, “Hearts of darkness”, “Weaving sorrow”, “Sun”), καθώς και πιο αργόσυρτες που αγγίζουν τα όρια του doom, δίνοντας ευκαιρίες στον Halford να αξιοποιήσει άλλες πτυχές της φωνής του (“Golgotha” με τη θεόρατη riff-άρα του αλλά και “Crystal” με το μοντέρνο ρεφρέν του).
Στα 47 λεπτά που διαρκεί το “Crucible” κάνει το ιδανικό back-to-back με το “Resurrection” στη καριέρα του Halford. Σήμερα, 20 στρογγυλά χρόνια από τη κυκλοφορία του, τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, ακούγεται όσο φρέσκο ακουγόταν τότε, όσο πειστικό και επίκαιρο και φυσικά διαλύει κάθε αμφιβολία υπήρξε ποτέ. Αλλά ακόμα και αν αφήναμε το μουσικό μέρος στην άκρη, αποτελεί και πάλι, ένα απίστευτα σημαντικό άλμπουμ, βάζοντας νερό στο αυλάκι για σπουδαίες εξελίξεις. Και αυτό, διότι, αφενός μεν με το ντόρο που δημιούργησε, εντάθηκαν οι συζητήσεις για επιστροφή στους PRIEST, αφετέρου δε, όταν βρέθηκαν σύμφωνα με τους ίδιους, για να συζητήσουν τις λεπτομέρειες του “Metalogy” boxset (πηγή: “Angel of retribution – reunited DVD”), έπεσε στο τραπέζι το θέμα της επιστροφής Του στη φυσική του θέση, με τη μπάντα να δείχνει “ζεστή” ως προς αυτό, λέγοντας το “ναι”. Μια ζέση, που έγινε φωτιά και λαύρα και έκαψε τις καρδιές των PRIEST-όβιων εκεί έξω, με το περίφημο reunion του 2003. Μια επιστροφή, που εκτός από ισοπεδωτικές συναυλίες, μεταφράστηκε και στο εκπληκτικό δίσκο επιστροφής (και πρώτη επαφής του γράφοντος με τους PRIEST σε πραγματικό χρόνο) “Angel of retribution” (2005). Όλα αυτά όμως, δε θα είχαν γίνει, χωρίς το “Resurrection” και χωρίς φυσικά το “Crucible”.
Did you know that?
– Απαντώνται διάφορα και ωραία bonus κομμάτια στο δίσκο, ανάλογα την έκδοση που έχει ο καθένας στα χέρια του. Έτσι, στην Ευρώπη, οι οπαδοί απολαύσανε τα “She” και “Fugitive” ενώ στην Ιαπωνία, τα “Rock the world forever” και “In the morning”. Οι εκδόσεις αυτές, περιλάμβαναν ένα λεπτό και 30 δευτερόλεπτα σιωπής προτού μπει το επιπλέον υλικό.
– Επανεκδόσεων συνέχεια, μια και το 2010 από την προσωπική εταιρεία του Halford επανακυκλοφόρησαν τόσο εκείνο όσο και το “Resurrection”, σε remixed/remastered versions, συν πλούσιο bonus υλικό. Παράλληλα, το 2017, βρέθηκαν στο “The complete albums collection” boxset που περιείχε άπαντα από την solo καριέρα του Halford (studio + live) συν υπογεγραμμένο ένθετο από τον ίδιο.
Γιάννης Σαββίδης